Ετικέτες

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Soulmates "2. Back home again"





Φτάνοντας στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, έσβησα την μηχανή μου και χωρίς να την ξεκαβαλικεύω το κοίταξα με μεγάλο θαυμασμό... Πράγματι ο Στέφαν, ο φύλακας όλων των ανεκτίμητων κειμηλίων των προγόνων μου και φυσικά της γης μου, είχε κάνει εξαιρετική δουλειά... Το σπίτι δεν έμοιαζε σε τίποτα με το ερείπιο που κάποτε ήταν αυτό το σπίτι, τώρα πια είχε μετατραπεί σε πραγματικό παλάτι, απλό και τόσο ζεστό όπως ακριβός θα το είχα φτιάξει και εγώ...


Ψηλά δέντρα το περικύκλωναν μέσα στο σκοτάδι και όποιος το κοίταζε δεν υπήρχε περίπτωση να μην του δημιουργήσει την αίσθηση του απόκοσμου... Το κυκλικό δρομάκι που οδηγούσε στην μπροστινή πόρτα ήταν μια πινελιά που πρόδιδε φινέτσα και μεγαλοπρέπεια… Τα βαθιά και σκούρα χρώματα του πράσινου και του καφέ κυριαρχούσαν παντού λες και το σπίτι ήταν ένα με το δάσος σαν χαμαιλέοντας που αλλάζει χρώματα και γίνεται ίδιος με το τοπίο για να μην τον βρίσκουν οι εχθροί του... Το μόνο που μπορεί να δει κάποιος θνητός την νύχτα είναι η αχνή λάμψη από τα φώτα των πολλών παραθύρων που φωτίζουν απαλά τους πελώριους κορμούς από τα δέντρα που τα κλαδιά τους φαίνονταν να ενώνονται ψηλά... Όλα σε αυτή την οικία πρόδιδαν κομψότητα και λεπτότητα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.

Πόσο καλά με ήξερε και ας μην με είχε γνωρίσει ποτέ του, φυσικά αυτό με κάνει να καταλαβαίνω ότι όχι μόνο έχει διαβάσει όλα τα βιβλία και τα χειρόγραφα που του έχω αφήσει να προσέχει αλλά τα έχει ψυχογραφήσει άψογα και αυτό με κάνει να τον εκτιμώ ακόμα περισσότερο γιατί ξέρω ότι δεν είναι μαζί μου για μια ηλίθια αφοσίωση όπως του την έχουν επιβάλει η γονείς του, αλλά επειδή ο ίδιος πιστεύει σε μένα και δεν θέλω τίποτα περισσότερο από αυτό.

Μόλις η πόρτα άνοιξε και τον είδα να ξεπροβάλει, κατέβηκα από την μηχανή μου και τον πλησίασα, εκείνος αμέσως έκανε μια βαθιά υπόκλιση και έμεινε μπροστά μου περιμένοντας το παράγγελμα μου... Πόσο ήθελα να γελάσω.

«Βασίλισσα μου» τον άκουσα να λέει και στριφογυρίζοντας τα μάτια καθώς κοίταζα προς τον ξάστερο ουρανό, άφησα μια απελπισμένη ανάσα.

Ο καλός μου ο Στέφαν, ήταν απόγονος των Σάλβατορ, της οικογένειας που προέρχονταν από ένα νόθο παιδί της γυναίκας του πατέρα μου... Μόλις ο δυνάστης πατέρας μου ανακάλυψε ότι δεν ήταν δικό του παιδί, προσπάθησε να το σκοτώσει για να εκδικηθεί την γυναίκα του αλλά δεν του έκανα την χάρη και μόλις κατάφερα να τον διώξω μαζί και τα αδέλφια μου από εδώ για να γλυτώσω τους άτυχους χωρικούς από την τυραννία του,  οι χωρικοί με έβαλαν στην θέση του για να τους διοικώ και να τους προστατεύω, πήρα ξανά μαζί μου το άτυχο παιδί και το ανάστησα μέχρι εκείνο να είναι σε θέση να μπορεί να ορίζει μόνο του την ζωή του, όμως εκείνο θέλοντας να μου ανταποδώσει το καλό που του έκανα, ζήτησε να μείνει κοντά μου και δεν του το αρνήθηκα...

Από τότε και σε όλους τους αιώνες που ακολούθησαν, όλοι οι απόγονοι του Περμέτο Σάλβατορ, νιώθοντας υποχρεωμένοι απέναντι μου για το ότι υπάρχουν χάρης εμένα, έχουν παραμείνει ακόλουθοι μου και εγώ για να τους το ανταποδώσω, τους έχω χαρίσει την πατρική μου κατοικία, φυσικά με μερικούς όρους, όπως το να διατηρήσουν τα πράγματα του δωματίου μου καθώς και το υπόγειο όπως είναι, όλο το άλλο σπίτι με αφήνει αδιάφορη για την διακόσμηση του και επίσης να διατηρούν σε άψογη κατάσταση και να προστατεύουν όλα τα βιβλία και τα χειρόγραφα έγγραφα μου καθώς και τα κειμήλια μου, σαν φυλαχτό και εκείνοι όπως καταλαβαίνετε το κάνουν με όλη τους την καρδιά και όχι γιατί κάποιος τους το έχει επιβάλει αλλά γιατί οι ίδιοι το θέλουν. Πως άλλωστε να μην το θέλουν; Αν κάποιος διάβαζε όλα αυτά τα βιβλία τότε σίγουρα το ίδιο θα έκανε, ίσως και όχι, όλοι αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

«Τι μαλακίες είναι αυτές Στέφαν;... Στον 21ο αιώνα ζούμε όχι στο 500 μ.χ.... Σήκω απάνω και μην σε ξαναδώ να μου υποκλίνεσαι γιατί πράγματι θα με κάνεις να βγω από τα ρούχα μου» του είπα και αφού ίσιωσε το κορμί του παρέμεινε ακίνητος και με το κεφάλι του χαμηλά αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια και άρχισα να γελάω δυνατά, αυτό λίγο τον τάραξε αλλά και πάλι δεν κουνήθηκε.

«Εεεε...» του είπα σκουντώντας τον λίγο στον ώμο και επιτέλους με κοίταξε αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό... «Ξεπάγωσε αδελφάκι μου, δεν είσαι δούλος μου... Αν το θες και εσύ μπορείς να γίνεις καλός φιλαράκος ή και τίποτα παραπάνω...» είπα καθώς τον έτρωγα με τα μάτια μου από την κορυφή μέχρι τα νύχια... «Άλλαξες εσύ, ομόρφυνες, με έχεις πραγματικά εντυπωσιάσει» συνέχισα και εκείνος αν είναι δυνατών κοκκίνισε.

«Τιμή μου να πληρώ τις προσδοκίες σας» είπε εκείνος και μούγκρισα καθώς έκανα τα χέρια μου μπουνιές κοιτάζοντας πάλι προς τον ουρανό.

«Στέφαν για όνομα πια... μην με κάνεις να σε κάνω το δείπνο μου γιατί δεν θέλω και πολύ» του είπα πειραχτικά και η απάντηση του με έστειλε αδιάβαστη.

«Αν αυτό είναι που επιθυμείτε, θα είναι μεγάλη μου τιμή» είπε και αρπάζοντας τον από την μπλούζα του, άρχισα να τον ταρακουνάω.

«Σύνελθε αγόρι μου σε ικετεύω... Είμαι απλά η Μπέλλα και εσύ είσαι ο Στέφαν... συνεννοηθήκαμε;;;... Ούτε βασίλισσα είμαι και εσύ αλλά και οι πρόγονοί σου δεν υπήρξατε ποτέ δούλοι μου, γιατί κάνεις όλα αυτά τα ηλίθια πράγματα τώρα;» τον ρώτησα και με κοίταξε απολογητικά αλλά με θάρρος και αυτό δεν διέφυγε της προσοχής μου.

«Συγχωρέστε με....»

«Ενικός Στέφαν...» μούγκρισα μέσα από τα δόντια μου... «Ενικός» επανέλαβα πιο ήρεμα και εκείνος κατένευσε.

«Συγχώρεσε με, βα...» τον κοίταξα προειδοποιητικά... «Μπέλλα...» διόρθωσε και του χαμογέλασα... «Αλλά δεν είχα ιδέα τι να κάνω, είχα τόσο άγχος που θα σε γνώριζα» απολογήθηκε και αναστέναξα.

«Δεν είμαι δα και τόσο σπουδαία Στέφαν μην...» είπα όπως ειλικρινά ένιωθα αλλά εκείνος δεν με άφησε να τελειώσω την φράση μου.

«Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό, αν δεν ήσουν εσύ...»

«Εσύ στην θέση μου τι θα έκανες;» του γύρισα πίσω διακόπτοντας τον και το σκέφτηκε για λίγο.

«Δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια δύναμη με σένα να τα κάνω όλα αυτά... γι’ αυτό και σε θαυμάζω τόσο πολύ» μου απάντησε ειλικρινά και του χτύπησα τον ώμο του φιλικά.

«Το ίδιο θα έκανες Στέφαν... Πίστεψε με θα έκανες το ίδιο...» του είπα και μου χαμογέλασε... «Επιτέλους το άγαλμα ξεπάγωσε, που το έκρυβες τόσο ωραίο χαμόγελο;...» του είπα και εκείνος άρχισε να χαλαρώνει περισσότερο... «Τι θα γίνει εδώ θα την βγάλουμε; Δεν θα με αφήσεις να περάσω;» τον ρώτησα και αμέσως θυμήθηκε ότι ήμασταν ακόμα έξω.

«Ο συγνώμη έχεις δίκιο...» είπε και μόλις τον άφησα από το κράτημα μου, έκανε δύο πίσω βήματα ώστε να είναι μέσα στο σπίτι για να μπορέσει να μου δώσει την άδεια του σαν ιδιοκτήτης του σπιτιού που ήταν... «Παρακαλώ πέρασε μέσα» είπε και αφού πέρασα γύρισα προς την μεριά του.

«Σε ευχαριστώ καλέ μου Στέφαν για την πρόσκληση σου... Ξέρεις τους κανόνες, δεν περνάει κανείς άλλως με την άδεια σου αν πρώτα δεν σου επιβεβαιώσω εγώ ότι είναι εντάξει να μπει» του υπενθύμισα και κοιτώντας με σοβαρός κατένευσε.

«Φυσικά» είπε και καθώς μπήκα πιο μέσα, άρχισα να κοιτάζω την υπέροχη διακόσμηση που είχε κάνει.

«Όλα αυτά τα έκανες μόνος σου;...» ρώτησα με θαυμασμό και το χαμόγελο του μου το επιβεβαίωσε... «Έχεις κάνει πράγματι τέλεια δουλειά» συνέχισα και μόλις μπήκα στο σαλόνι το κοίταξα με μια νοσταλγία.


Τα ξύλινα έπιπλα φαίνονταν σαν να είχαν ξεπροβάλλει από κάποια άλλη εποχή... Ένα σκαλιστό γραφείο στην μέση, για την ακρίβεια το δικό μου γραφείο που μου ξύπνησε παλιές μνήμες, πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι που έδεναν απίστευτα στο σαλόνι με τις βαριές σκούρες κουρτίνες να κρέμονται από το κουρτινόξυλο και τον πολυέλαιο να δεσπόζει στο ταβάνι στο χρώμα του χρυσού για να ολοκληρώσει την διαρρύθμιση... Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι βιβλιοθήκες και το μεγάλο τζάκι που έκαιγε στην μέση του χώρου πλημμυρίζοντας ζεστασιά που διαπερνούσε ακόμα και έμενα λόγου του ότι έχω διαφορετική θερμοκρασία από ένα κανονικό άνθρωπο.

 «Πήρα πολλές ιδέες από τα σχέδια του παλατιού, οι πίνακες και τα σκίτσα σου, δεν σου κρύβω ότι με έχουν μαγέψει, περνάω ώρες ατελείωτες να τα κοιτώ ξανά και ξανά, μελετώντας τα» είπε και γύρισα προς την μεριά του.

«Το γραφείο μου...» του είπα και εκείνος κατένευσε χαμογελώντας... «Η σύγχρονη νότα που του έδωσες το κάνει πιο εκθαμβωτικό» τον παίνεψα και εκείνος αμέσως έσκυψε το κεφάλι του αμήχανα... «ΕΕΕΕ... πάλι τα ίδια;» του είπα και γελώντας σήκωσε ξανά την ματιά του προς το μέρος μου.

«Πραγματικά δεν μπορώ να το πιστέψω ότι σε γνωρίζω από κοντά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είσαι μέσα στο μυαλό μου, φυσικά ο πατέρας μου πάντα μου υπενθύμιζε ότι ίσως και να μην σε γνώριζα ποτέ, αλλά εγώ πάντα το ευχόμουν έστω να είναι ο δρόμος σου από εδώ ή ακόμα να χρειαζόσουν κάτι από μένα ώστε να έρθεις να το πάρεις και να τώρα που έγινε πραγματικότητα... Μέσα από αυτά τα βιβλία...» είπε καθώς έδειχνε προς την βιβλιοθήκη που ήταν δίπλα του... «Νιώθω ότι σε ξέρω όλη μου την ζωή και ελπίζω να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σου»

«Μόνο κοίτα μην με ερωτευτείς γιατί μεγάλε την έκατσες την βάρκα» τον πείραξα και εκείνος με κοίταξε σοβαρός.

«Σε θαυμάζω Μπέλλα» είπε και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά.

«Σε ευχαριστώ Στέφαν... Πραγματικά σε ευχαριστώ για όλα... αλλά το εννοώ... Άσε απέξω τις αγάπες και τα λουλούδια... γιατί αν με ξέρεις τόσο καλά όσο λες, θα ξέρεις επίσης ότι εγώ και αυτά, απλά δεν πάμε πακέτο...» του είπα καθώς του έκλεισα το μάτι και κατένευσε... «Τα πράγματα μου έχουν έρθει;» τον ρώτησα για να αλλάξουμε κουβέντα και αμέσως ενεργοποιήθηκε.

«Ναι φυσικά, είναι όλα τακτοποιημένα στο δωμάτιο σου» είπε και ζαρώνοντας τα φρύδια μου τον κοίταξα δύσπιστα.

«Δεν θυμάμαι να σου ζήτησα να τα τακτοποιήσεις» του είπα και εκείνος αμέσως μαγκώθηκε καθώς ψάρωσε.

«Συγνώμη που πήρα την πρωτοβουλία...» απολογήθηκε και κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη.

«Στέφαν;... Δεν περιείχε τίποτα που ήθελα να κρατήσω μυστικό απλά δεν ήθελα να σε βάλω σε τέτοιο κόπο, για μένα θα ήταν υπόθεση μερικών λεπτών μόνο, φαντάζομαι εσένα θα σου πήρε τουλάχιστον δύο μέρες να για να τα τελειώσεις» του είπα και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν με πειράζει» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Πειράζει όμως εμένα, να μην ξαναγίνει... ΔΕΝ... ΕΙΣΑΙ... ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΜΟΥ... δεν θα το ξαναπώ... Ξέχνα ότι είμαι εδώ, κάνε ότι θα έκανες και κάθε άλλη μέρα... Δόξα το όνομα του κυρίου μου, μια χαρά χεράκια και ποδαράκια έχω, μπορώ και μόνη μου να φροντίσω τον εαυτό μου... Είμαστε σύμφωνοι;» τον ρώτησα και κατένευσε σοβαρός.

«Και πάλι αν χρειαστείς κάτι από μένα...» προσπάθησε για μια ακόμα φορά.

«Ξέρω ότι θα είσαι πρόθυμος να με εξυπηρετήσεις... Και σου είμαι ευγνώμον γι’ αυτό αλλά σε εκλιπαρώ σταμάτα να φέρεσαι σαν υπηρέτης, μου την δίνει πάρα πολύ» του ζήτησα παρακλητικά.

«Θα προσπαθήσω, πιστεύω με τον καιρό θα το συνηθίσω»

«Έτσι σε θέλω... Τώρα, έχεις φέρει προμήθειες;» τον ρώτησα και αμέσως έκανε την κίνηση να φύγει ενώ έλεγε.

«Ναι φυσικά... Θα σου φέρω αμέσως...»

«ΕΕΕΕΕΕ...» τον σταμάτησα και γυρίζοντας με κοίταξε με απορία... «Τι είπα πριν για τα χεράκια και τα ποδαράκια μου;» τον ρώτησα και γέλασε... «Θα πάω να πάρω μόνη μου και εσύ όπως είπαμε, κάνε ότι θα έκανες μια οποιαδήποτε άλλη μέρα» του είπα σαν εντολή και αναστέναξε.

«Αφού δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο, τότε λέω να πάω από το μαγαζί» είπε αλλά ακόμα δεν ήταν βέβαιος αν ήθελε να φύγει.

«Έμαθα ότι έκανες καλή δουλειά μαζί του και ότι πάει πάρα πολύ καλά, αληθεύει;» τον ρώτησα και με κοίταξε καμαρωτός.

«Αν πάει λέει;» επιβεβαίωσε με ένα αυτάρεσκο ύφος.

«Πολύ χαίρομαι για σένα» του είπα με ειλικρίνεια.

«Σε ευχαριστώ... Οπότε αν δεν με θες κάτι άλλο...»

«Πήγαινε Στέφαν, θα είμαι μια χαρά» τον αποδέσμευσα αλλά εκείνος και πάλι δεν έλεγε να φύγει.

«Θες να περάσεις καμία βόλτα από το μαγαζί;» με ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν ήρθε ακόμα η ώρα να κάνω την εμφάνιση μου, θα τους παρακολουθώ προς το παρόν από απόσταση...» τον ενημέρωσα ώστε να μην αναφερθεί ακόμα στο όνομα μου, μέχρι να δω τι σκατά έχει κάνει ο ακατανόμαστος και να βεβαιωθώ για το που αποσκοπεί, αν και τα περισσότερα μέσα από τον Στέφαν, τα ήξερα ήδη αλλά ήθελα να τα πιστοποιήσω και μόνη μου, όχι γιατί δεν του είχα εμπιστοσύνη αλλά γιατί εκείνος δεν ήταν σε θέση να τους υποκλέψει πληροφορίες όπως εγώ.

«Αααα... μιας και που το αναφέραμε, με την άλλη την ξενέρωτη τι έκανες;» τον ρώτησα και με κοίταξε με το βλέμμα του νικητή... «Φύγε από εδώ!... Ο άλλος δύο χρόνια τώρα και ακόμα προσπαθεί να την ψήσει και εσύ μέσα σε μια βδομάδα κατάφερες να την πηδήξεις κιόλας;» τον ρώτησα δύσπιστα και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν είμαστε και το ίδιο» είπε και γέλασα δυνατά.

«Φυσικά και δεν είσαστε μωρό μου, εσύ είσαι άντρας και εκείνος ακόμα παιδί...» είπα κάνοντας μια απελπισμένη γκριμάτσα ενώ στην σκέψη αυτή αμέσως μου κόπηκε το γέλιο στην μέση... «Αυτό είναι όλο μας το πρόβλημα και ελπίζω να ξεκολλήσει το κεφάλι του επιτέλους πριν με αναγκάσει να τον κάνω χίλια κομμάτια πριν πάρει κανένα αθώο θύμα μαζί του γιατί ακριβός είναι ανώριμος ακόμα και δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό»

«Δηλαδή είναι αλήθεια;» ρώτησε και τον κοίταξα με νόημα στα μάτια.

«Δεν θα αργήσει η ώρα που θα έχουμε πάλι εξελίξεις Στέφαν γι’ αυτό να έχεις το νου σου, πολύ σύντομα θα έχουμε επισκέψεις... Δεν πρόκειται να το αφήσουν χωρίς πρώτα να προσπαθήσουν» του είπα σοβαρά και εκείνος με κοίταξε απολογητικά.

«Νομίζω ότι ήδη έχουμε έναν επισκέπτη αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ο διοικητής εχθές βρήκε ένα τουρίστα κατακρεουργημένο αλλά είπε ότι ήταν από επίθεση αρκούδας... Χρυσό τον έκανα αλλά δεν μου αποκάλυψε τίποτα παραπάνω»

«Το τσιράκι του Ντέιμον, ένια σου και θα σου τον κανονίσω εγώ... Δεν πέρασε από εδώ ή το μαγαζί;» τον ρώτησα και αμέσως μου το αρνήθηκε... «Μην αγχώνεσαι γι’ αυτόν, πες ότι είναι ήδη παρελθόν... Κάτι άλλο που πρέπει να ξέρω;»

«Όχι δεν υπάρχει κάτι άλλο, από την τελευταία μου αναφορά αλλά έχω μια απορία...» είπε σκεπτικός.

«Σε ακούω» του έδωσα την άδεια μου να συνεχίσει.

«Δεν υποτίθεται ότι χρειάζεσαι τον μικρό για τον μύθο;» με ρώτησε προβληματισμένος και άφησα ένα χαιρέκακο γελάκι να μου ξεφύγει.

«Εκείνοι τον χρειάζονται όχι εγώ, από την άλλη μην ξεχνάς ότι είμαι εδώ για να μην τους αφήσω να τον πραγματοποιήσουν όχι το αντίθετο και από την άλλη οι μόνες που με ενδιαφέρουν εμένα είναι η Άλις και η Έσμι... Ο Έντουαρτ και ο Καρλάιλ απλά για μένα παίρνουν παράταση ζωής μέχρι να μου αποδείξουν τις πραγματικές τους προθέσεις, αν επαληθεύσω ότι έχω καταλάβει μέχρι τώρα, πίστεψε με θα γίνουν σύντομα παρελθόν... Αν διαπιστώσω ότι τα σχέδια τους είναι να επαναλάβουν την ιστορία... τότε δεν πρόκειται να πάρουν δεύτερη ανάσα...» δήλωσα σκληρά και ο κακομοίρης ο Στέφαν για λίγο τα χρειάστηκε και αμέσως χαλάρωσα τα χαρακτηριστικά μου... «Ειλικρινά Στέφαν δεν έχω ιδέα πως κρατιέμαι και δεν τον αποτελειώνω τον άθλιο τον Καρλάιλ. Αν επιβεβαιώσω τα σχέδια του....» δεν μπόρεσα να συνεχίσω, σφίγγοντας τις γροθιές μου κοίταξα μακριά για να καταφέρω να κατευνάσω όλα τα συναισθήματα που βγήκαν στην επιφάνεια.

«Πιστεύεις;....» πήγε να ρωτήσει ο Στέφαν και γύρισα το κεφάλι μου απότομα προς το μέρος του κοιτώντας τον με μια άγρια ματιά και εκείνος αμέσως έκοψε την ανάσα του στην μέση αλλά δεν μετακινήθηκε σπιθαμή... Αμέσως το μετάνιωσα και τον κοίταξα απολογητικά.

«Για όνομα Στέφαν... Δεν το βλέπεις και μόνος σου;...» τον ρώτησα και συνέχισα χωρίς να περιμένω απάντηση... «Τι σκατά τους ποτίζει τόσα χρόνια δεν μπορώ να καταλάβω... Δεν έχουν ιδέα για το ποιοι πράγματι είναι και ποια είναι η μοίρα τους... Εδώ ο μικρός φαντάζεται να πάρει το απολυτήριο του, να πάρει την καλή του μαζί για να σπουδάσουν και μόλις το κάνουν να παντρευτούν και να γυρίσουν όλον τον κόσμο... Δεν έχει ιδέα ποια είμαι, αυτό δεν σου λέει τίποτα;...» τον ρώτησα και με κοίταξε με κατανόηση.

«Του φανερώθηκες;» ρώτησε δύσπιστα και τον κοίταξα με νόημα στα μάτια.

«Μόνο στα όνειρα του αλλά και εκεί...» μούγκρισα με απελπισία... «Δεν έχει ιδέα ποια είμαι, ακόμα χειρότερα είμαι σίγουρη ότι αν με δει μπροστά του δεν θα καταλάβει καν ότι ήμουν εγώ αυτή που κοίταζε, αντί για την ξενέρωτη την Έλενα του... Τόσο αφοσίωση πια...» άλλο ένα μουγκρητό αγανάκτησης με έκανε να κόψω την φράση μου στην μέση... «Μα τον κύριο μου, σου το ορκίζομαι, από την μια θέλω να τον πιάσω στα χέρια μου και να αρχίσω να τον ταρακουνώ μπας και ξυπνήσει επιτέλους αλλά από την άλλη...» σμίγοντας τα χείλια μου σε μια ίσια γραμμή γύρισα το πρόσωπο μου από την άλλη και κράτησα την ανάσα μου ενώ πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω.

«Σε κάνει να τον λυπάσαι επειδή...» τον κοίταξα προειδοποιητικά και κόβοντας την φράση του στην μέση, χαμήλωσε την ματιά του στο πάτωμα μουρμουρίζοντας... «Συγνώμη, δεν ήθελα»

«Σε παρακαλώ Στέφαν, κάνε μου την χάρη και πήγαινε να κάνεις την δουλειά σου, πραγματικά θέλω να χαλαρώσω λίγο... Θα τα πούμε όταν γυρίσεις, εντάξει;» τον παρακάλεσα και εκείνος για λίγο δίστασε.

«Μπέλλα;» με ρώτησε και τον κοίταξα με απορία.

«Ναι;»

«Με τηνννν...» είπε με νόημα «Τι να κάνω;»

«Λίγο με νοιάζει, αν θες κράτα την, αν όχι στείλε την από εκεί που ήρθε, αλλά κακομοίρη μου μην σε πάρει είδηση ο μικρός... έχει ήδη αρκετά απωθημένο θυμό μέσα του, δεν χρειάζεται περισσότερο, αν το μάθει και αυτό, τότε δεν θα καταφέρω να τον συγκρατήσω ούτε εγώ, όταν θα έρθει η ώρα να απελευθερώσει τα ένστικτα του» του είπα κατηγορηματικά.

«Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό» μου επιβεβαίωσε και αφού με χαιρέτησε έφυγε αφήνοντας με μόνη και εγώ βρήκα την ευκαιρία να κοιτάξω για λίγο το σπίτι πριν πάω στο καινούργιο μου δωμάτιο για να χαλαρώσω.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Haunted Love M2o "24. Επίλογος"





Δεν με χώραγε ο τόπος... εγώ που είχα δέσει άπειρες γραβάτες, την συγκεκριμένη δεν μπορούσα να την δέσω με τίποτα και λύνοντας την ξανά και ξανά, προσπαθούσα μάταια να την στρώσω αλλά η άτιμη δεν μου έκανε την χάρη... Η Μπέλλα μου μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο με κοίταξε απελπισμένα.

Ήταν τόσο όμορφη... Μέσα στην γαλάζια της τουαλέτα που έφτανε μέχρι κάτω από το γόνατο, με μαγνήτιζε και για μια στιγμή σχεδόν ξέχασα τα πάντα αλλά φυσικά αυτό δεν κράτησε για πολύ.

«Ακόμα έτσι είσαι βρε καρδιά μου;» με ρώτησε με παράπονο καθώς με πλησίαζε και απομακρύνοντας τα χέρια μου από την γραβάτα, την έλυσε και άρχισε να την δένει ξανά από την αρχή.

«Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι συμφώνησα σε αυτό...» της ανταπέδωσα και με κοίταξε με ύφος... «Μην με κοιτάς εμένα έτσι, γιατί δεν θέλω πολύ να εκραγώ» την προειδοποίησα και εκείνη άφησε την ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της.

«Είναι καλό παιδί και την αγαπάει... Θα δεις ότι θα την κάνει ευτυχισμένη» προσπάθησε για άλλη μια φορά να μου αλλάξει γνώμη για να τον μέλλοντα γαμπρό μου και αυτό έφτασε για να με κάνει χειρότερα.

«Πως μπορείς να το λες αυτό; Για τον θεό είναι παιδί ακόμα» φώναξα και απομακρύνθηκα από κοντά της ενώ χαλάρωνα ξανά τον κόμπο της γραβάτας που με έπνιγε καθώς και το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου μου παίρνοντας βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω και η Μπέλλα μου πλησιάζοντας με, έβαλε το χέρι της στον ώμο μου και με γύρισε προς την μεριά της.

«Η Ρένεσμι δεν ήταν ποτέ παιδί και το ξέρεις... Πάντα ήταν πιο ώριμη από τα άλλα παιδιά της ηλικίας της» μου είπε μαλακά ενώ μου χάιδευε το πρόσωπο και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την κράτησα κοιτώντας μακριά και αφού την άφησα να βγει ήρεμα από μέσα μου γύρισα ξανά την ματιά μου προς το μέρος της.

«Μα είναι μόνο δεκαοκτώ χρονών Μπέλλα, πως μπορείς να το δέχεσαι έτσι απλά;» την ρώτησα με παράπονο και εκείνη μου χαμογέλασε τρυφερά.

«Είναι αυτό που θέλει, πως μπορώ να της το αρνηθώ;...» ξεφύσησα δυνατά και πριν προλάβω να πω τίποτα εκείνη συνέχισε... «Την μεγαλώσαμε σωστά Έντουαρντ, μην αμφιβάλεις γι’ αυτό... Έχει όλα τα εφόδια ώστε να μπορέσει να πατήσει γερά στα πόδια της, είναι έτοιμη να βγει εκεί έξω και να κάνει την ζωή της όπως την έχει ονειρευτεί, μην αφήνεις τα συναισθήματα σου να σε παρασύρουν... Μην νομίζεις ότι και για μένα είναι εύκολο να την αποχωριστώ, αλλά για τον θεό, δύο σπίτια πιο πάνω θα είναι όχι στην άλλη άκρη του κόσμου...» με μάλωσε και γελάσαμε ταυτόχρονα ενώ εγώ χαλάρωνα ηττημένα... «Άφησε την να ανοίξει τα φτερά της Έντουαρντ, μην την πνίγεις άλλο» με παρακάλεσε και την κοίταξα δύσπιστα.

«Εγώ την πνίγω;» την ρώτησα και με κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Όταν την έχεις περιορισμένη μέσα στο σπίτι όλη την ώρα και όταν βγαίνει την παίρνεις από πίσω, τι ακριβός κάνεις;» με ρώτησε και την κοίταξα αμυντικά.

«Ήθελα μόνο να είναι ασφαλής» δικαιολογήθηκα και μου γέλασε.

«Άσε τα ψόφια Έντουαρντ, σε μένα μιλάς... Το μόνο που ήθελες ήταν να βεβαιωθείς ότι δεν θα σου την αποπλανήσει κανένας...»

«Και ο μπάσταρδος τα κατάφερε... και για όλα φταις εσύ που την κάλυπτες και της έκανες και πλάτες από πάνω» την κατηγόρησα αλλά δεν ίδρωσε το αυτί της.

«Πραγματικά πίστευες ότι δεν θα το έκανα από την στιγμή που δεν μπορούσαμε αλλιώς να σου δώσουμε να καταλάβεις ότι δεν είναι πια πέντε μηνών όπως την έχεις εσύ ακόμα στο μυαλό σου;...» της γύρισα την πλάτη και σφίγγοντας τα χέρια μου σε μπουνιές παρέμεινα στην σιωπή για να μην της σούρω περισσότερα... «Έντουαρνττττ...» είπε παρακλητικά και καθώς ήρθε ξανά μπροστά μου με κοίταξε τρυφερά... «Και εγώ πονάω που δεν θα την έχω όπως και πριν αλλά ξέρω ότι είναι αυτό που θέλει και το σέβομαι... Σε εκλιπαρώ, κάνε και εσύ το ίδιο, άφησε την να ζήσει την δική της ζωή, να κάνει τα δικά της όνειρα, τα δικά της λάθη και αν νιώσει ότι δεν είναι αυτό που τελικά ήθελε, εμείς πάλι θα είμαστε εδώ να την στηρίξουμε για να σταθεί ξανά στα πόδια της»

«Μα είναι τόσο έξυπνη... Αυτήν την στιγμή θα έπρεπε να ετοιμάζεται για να πάει να σπουδάσει στο πιο καλό πανεπιστήμιο της χώρας, αν το ήθελε μέχρι και στην ΝΑΣΑ θα μπορούσε να είχε μπει τώρα και εκείνη... εκείνη διαλέγει αυτό; Διαλέγει να γίνει νοικοκυρά;» την ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να το χωνέψω ακόμα.

«Αυτό την γεμίζει» μου γύρισε η Μπέλλα και δεν ήξερα τι άλλο να πω... τα είχα εξαντλήσει όλα και ακόμα εκείνες δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν πόσο λάθος είναι όλο αυτό.

«Δεν ξέρω τι άλλο να πω...» είπε τελικά κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά και εκείνη τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου με κοίταξε ικετευτικά.

«Δεν χρειάζεται να πεις κάτι άλλο αγάπη μου, αυτό θέλει και ότι και να πούμε εμείς, ότι και να κάνουμε, θα το κάνει είτε με την συγκατάθεση μας ή χωρίς... Αυτό θες; Να το κάνει χωρίς την συγκατάθεση μας και να την χάσεις για πάντα;» με ρώτησε και αμέσως έσμιξα τα φρύδια μου με παράπονο και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά... «Τότε άρχισε να χαμογελάς» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια της και έμεινα ξέπνοος να την κοιτώ.

«Χριστέ μου είσαι τόσο όμορφη» της είπα την σκέψη μου ανοιχτά και εκείνη γέλασε πιο τρανταχτά και χωρίς να αντέχω άλλο, συγκρατώντας την από την μέση, την κόλλησα απάνω μου και ενώνοντας τα χείλια μας άρχισα να την φιλώ με όλο το πάθος που μου ξύπναγε μέσα μου και εκείνη αμέσως μου το ανταπέδωσε με την ίδια φλόγα.

Το πάθος μας όπως και η αγάπη μας, ακόμα και μετά από δεκαεννέα χρόνια που ήμασταν μαζί, δεν είχε σβήσει ούτε στο ελάχιστο αντιθέτως μπορώ να πω ότι είχε γίνει ακόμα πιο δυνατό και κάθε φορά που τα σώματα μας ακουμπούσαν το ένα το άλλο, πάντα παίρνανε φωτιά και έκαιγαν την λογική μας... Γυρίζοντας το σώμα της προς το έπιπλο του καθρέφτη, έριξα κάτω με το χέρι μου ότι είχε απάνω και ανασηκώνοντας την, την έβαλα να κάτσει απάνω του, και σφίγγοντας την απάνω μου συνέχισα το φιλί μας πιο παθιασμένα από πριν... Ένιωθα ότι θα εκραγώ, την είχα τόσο ανάγκη και εκείνη καταλαβαίνοντας το δεν μου το αρνήθηκε αλλά η χαρά μου δεν κράτησε για πολύ, η Ρένεσμι μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο, χωρίς καμία προειδοποίηση, μας κοίταξε έντρομη και άρχισε να τσιρίζει.

«Μπαμπααααααααααα» φώναξε και διακόπτοντας το φιλί μας, γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της εξαγριωμένος.

«Ακόμα δεν έχεις μάθει να χτυπάς την πόρτα πριν μπεις;» την ρώτησα και εκείνη κοίταξε την μαμά της για συμπαράσταση.

«Δεν το πιστεύω ότι μου το κάνετε αυτόοοοο» φώναξε με πείσμα καθώς χτύπαγε το πόδι της στο πάτωμα, σαν να ήταν κανένα πεντάχρονο και αυτό έφτασε για να με κάνει χειρότερο.

«Δεν φτάνει που τα έχεις κάνει σαν τα μούτρα σου τώρα τολμάς να μας την λες και από πάνω;... Σε μια γαμημένη ώρα είναι αυτός ο περιβόητος γάμος πια... τι φοβάσαι μην αργήσουμε και χάσουμε το κελεπούρι;...» της γύρισα πίσω και εκείνη με κοίταξε σοκαρισμένη στα μάτια και άρχισε να τρέχει κλαίγοντας, κρατώντας το νυφικό στα χέρια της ενώ φώναζε την Άλις για συμπαράσταση... «Έχε χάρη κακομοίρα μου που είσαι έγκυος αλλιώς θα σου έλεγα εγώ... Τώρα όχι μόνο γάμο δεν θα έβλεπες αλλά ούτε και τον έξω κόσμο... Εσώκλειστη σε ιδιωτικό θηλέων θα σε έκλεινα με μοναδικούς επισκέπτες του γονείς σου και μετά να σε έβλεπα αν θα κατάφερνες να πας να γκαστρωθείς με τον πρώτο τυχόντα» ξέσπασα και η Μπέλλα προλαβαίνοντας με στην πόρτα την έκλεισε και με κοίταξε κατηγορηματικά και αμέσως κατάλαβα ότι πλέον το είχα παρακάνει.

«Δεν μπορώ να το χωνέψω Μπέλλα... απλά δεν μπορώ» είπα προς υπεράσπιση μου και πιάνοντας το κεφάλι μου, άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες για να καλμάρω την ένταση μου.

«Πάω να την ηρεμήσω πριν κάνει καμία κουταμάρα, και θα την στείλω να ζητήσεις συγνώμη» απαίτησε χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι’ αυτό και κλείνοντας την πόρτα πίσω της με δύναμη με άφησε για λίγο μόνο.

Την στιγμή που καθόμουν στο κρεβάτι και έβαζα τα παπούτσια μου η πόρτα χτύπησε και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Ναι;» απάντησα και μόλις άνοιξε η πόρτα είδα την Ρένεσμι να παραμένει στο κατώφλι φοβερά νευριασμένη... «Έλα εδώ» της είπα παρακλητικά ενώ έτεινα το χέρι μου προς το μέρος της.

«Μια χαρά σε ακούω και από εδώ» μου γύρισε καθώς σταύρωνε τα χέρια της στο στήθος πεισματικά... Άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά και την κοίταξα γελώντας ενώ σηκώθηκα και την πλησίασα.

«Έλα εδώ βρε πεισματάρικο μου» της είπα πιο απαλά και καθώς την τράβηξα στην αγκαλιά μου, έκλεισα την πόρτα πίσω της και την παρέσυρα προς το κρεβάτι... Αφού έκατσα πρώτος, την βόλεψα πάνω στα πόδια μου και εκείνη έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου ζητώντας μου παρηγοριά και εγώ την φίλησα απαλά στην κορυφή του κεφαλιού της.

«Συγνώμη... ήμουν απαράδεκτος και ξέρεις ότι δεν τα εννοούσα αλλά θέλω να καταλάβεις Ρένεσμι ότι θέλω μόνο το καλό σου» της είπα και εκείνη ανασηκώνοντας το κεφαλάκι της, με κοίταξε με παράπονο στα μάτια... «Καταλαβαίνω ότι είσαι πάνω στον ενθουσιασμό και δεν μπορείς να δεις καθαρά, αλλά καρδιά μου είσαι τόσο έξυπνη που αν ήθελες θα μπορούσες τώρα να ήσουν στο καλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας και να σπουδάζεις και όχι να κλειστείς μέσα σε τέσσερεις τοίχους και να υπηρετείς άλλους»

«Μα αυτό είναι που θέλω μπαμπά και όχι μια οποιαδήποτε καριέρα... γιατί δεν μπορείς να με καταλάβεις;» είπε για άλλη μια φορά και την κοίταξα έντονα στα μάτια.

«Ίσως γιατί η μητέρα σου έχει δίκιο... Ίσως γιατί όταν σε κοιτάω ακόμα βλέπω εκείνο το πεντάμηνο μωράκι που κράτησα για πρώτη φορά στην αγκαλιά μου και απλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι εκείνο το μωράκι τώρα περιμένει το δικό της μωρό» της είπα απολογητικά και τα μάτια της αμέσως βούρκωσαν και πέφτοντας στην αγκαλιά μου με έσφιξε κοντά της και εγώ της το ανταπέδωσα φιλώντας την απαλά πάνω στα μαλλάκια της.

«Είναι αγόρι» μου ψιθύρισε και την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Αλήθεια;» την ρώτησα και εκείνη σκουπίζοντας προσεκτικά τα δάκρυα της, με το πιο λαμπερό βλέμμα που είχα δει ποτέ από εκείνην, κατένευσε και ένιωσα την καρδιά μου να γίνεται χίλια κομμάτια... Πως μπόρεσα ο κακούργος να πληγώσω αυτήν την ψυχούλα; Πως μπόρεσα να της καταστρέψω την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της;
«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό; Απόλυτα σίγουρη;» την ρώτησα για τελευταία φορά και εκείνη με κοίταξε σοβαρά.

«Πιο σίγουρη από ποτέ» μου είπε με βεβαιότητα και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου ήρεμα, της σκούπισα απαλά τα δάκρυα της και φέρνοντας την κοντά μου της έδωσα ένα απαλό φιλί πάνω στο μέτωπο της καθώς της έλεγα.

«Τότε πάμε να ετοιμαστούμε να φύγουμε για να μην κάνουμε να περιμένει και ο...» εκείνη αμέσως με κοίταξε προειδοποιητικά και χαμογέλασα... «Γαμπρός μας...» συμπλήρωσα και εκείνη μου χαμογέλασε με ένα τεράστιο χαμόγελο... «Χριστέ μου είσαι τόσο όμορφη όταν χαμογελάς... Μην χάσεις ποτέ αυτό το χαμόγελο» την παρακάλεσα και εκείνη μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο μου.

«Σ’ αγαπάω μπαμπούλι μου» είπε και την έκλεισα για άλλη μια φορά στην αγκαλιά μου.

«Και εγώ σ’ αγαπώ πριγκίπισσα μου... Πάντα θα σ’ αγαπώ και πάντα θα είμαι εδώ για σένα»

«Το ξέρω μπαμπά μου... Το ξέρω» μου είπε και αφού καταφέραμε να ηρεμήσουμε λίγο, τελικά σηκωθήκαμε και αφού ετοιμαστήκαμε, πήραμε τα αυτοκίνητα και πήγαμε προς την εκκλησία όπου θα γινόταν το μυστήριο.

Καθώς προχωράγαμε προς τον διάδρομο κοίταξα για λίγο γύρω μου και μόλις η ματιά μου έπεσε πρώτα στον Τεό και μετά στην Ρόουζ και την Έλενα που ήταν δίπλα του, τους κοίταξα στα μάτια με ευγνωμοσύνη και εκείνοι μου ανταπέδωσαν το βλέμμα τους ζεστά και γυρίζοντας την ματιά τους προς στην Ρένεσμι μου που κράταγε σφιχτά το μπράτσο μου εκείνη τους χαμογέλασε με το πιο γλυκό της χαμόγελο και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου, χτύπησα απαλά το χέρι της που ήταν περασμένο γύρω από το μπράτσο μου και με πιο αποφασιστικά βήματα πλησιάσαμε μαζί το ιερό.

Μόλις είδα τον γαμπρό μου για να είμαι ειλικρινής για λίγο πάγωσα, ακόμα και τώρα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κατάφερε να μου την κλέψει μέσα από την αγκαλιά μου αλλά γυρίζοντας την ματιά μου προς την Μπέλλα μου και την είδα να μου γνέφει θετικά κοιτώντας με, με κατανόηση... πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα προς την Ρένεσμι μου.

«Θέλω να μου είσαι μόνο ευτυχισμένη» της είπα και εκείνη μου χαμογέλασε συγκινημένη.

«Είμαι μπαμπούλι μου» μου ανταπέδωσε και αφού άφησα ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της, γύρισα προς τον γαμπρό μου και τον κοίταξα προειδοποιητικά.

«Σου την παραδίδω αλλά αν τολμήσεις να μου την πληγώσεις...» όλη όσοι ήταν μέσα στην εκκλησία γέλασαν αλλά ο γαμπρός μου όχι.

«Για μένα η Ρένεσμι είναι η αρχή, η μέση και το τέλος μου, δεν θέλω τίποτα περισσότερο από το να την κάνω ευτυχισμένη» μου απάντησε απόλυτα σοβαρός και κρατώντας το χέρι της Ρένεσμις μέσα στο δικό μου, το έτεινα προς το μέρος του αλλά μόλις εκείνος το έπιασε συγκράτησα και τα δύο ταυτόχρονα χωρίς να σταματάω να τον κοιτάζω.

«Μπαμπαααα» είπε η Ρένεσμι μέσα από τα δόντια της αλλά δεν της έδωσα καμία σημασία.

«Το καλό που σου θέλω» είπα την τελευταία μου κουβέντα και αφήνοντας τα χέρια τους και πήγα δίπλα στην Μπέλλα μου για να ξεκινήσει το μυστήριο, η Μπέλλα μου πέρασε το χέρι της γύρω από το μπράτσο μου και η Άλις περνώντας το χέρι πίσω από την πλάτη της Μπέλλας με χάιδεψε απαλά στην πλάτη και κοιτώντας τες και της δύο, έσφιξα κοντά μου το χέρι της Μπέλλας για να πάρω δύναμη, όταν όμως η Ρένεσμι μου γύρισε το προσωπάκι της προς το μέρος μου ένιωσα να λυγίζω.

«Σ’ αγαπώ» μου ψιθύρισε άηχα και της χαμογέλασα.

«Και εγώ σ’ αγαπώ» της ανταπέδωσα και η Μπέλλα μου μου έτριψε τον ώμο και μόλις καθίσαμε στις καρέκλες έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου και εγώ πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.

«Όλα θα πάνε καλά» μου ψιθύρισε και την κοίταξα στα μάτια και χωρίς να είμαι ικανός να μιλήσω της κατένευσα και της ανταπέδωσα το χαμόγελο της χαϊδεύοντας την απαλά στο πρόσωπο.

«Το καλό που του θέλω, αλλιώς δεν πρόκειται αυτήν την φορά να μου γλυτώσει» της ψιθύρισα πίσω με πείσμα και εκείνη γελώντας κουνώντας το κεφάλι της απηυδισμένα με σκούντησε και αφού γέλασα και εγώ τελικά κατάφερα να χαλαρώσω και να απολαύσω την υπόλοιπη τελετή με πιο ελαφριά καρδιά.

~ Τέλος ~

Soulmates "3. she is not one of us"


Δεν πέρασε πολύ ώρα και ήδη άρχισα να νιώθω ότι πνίγομαι εδώ μέσα... Με όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος να με καταδιώκουν και να με κάνουν να θέλω να τρέξω μακριά, ιδίως από ένα συγκεκριμένο που αν και δεν είχε απομείνει τίποτα από εκείνο, ήταν ακόμα εδώ - να μου υπενθυμίζει ότι κάποτε υπήρξε πραγματικά και όχι μόνο στην φαντασία μου - κάτω από το χώμα που τώρα το λουλούδια του ιεροβότανου και του λυκοπαινίου να το καλύπτει, στο υπόγειο του σπιτιού.

Δεν έκατσα να το σκεφτώ πολύ, βγάζοντας τα ρούχα που φόραγα, κάνοντας ένα ζεστό μπάνιο για να πάρει από πάνω μου όλη την σκόνη των χιλιομέτρων που είχα κάνει για να φτάσω μέχρι εδώ, πήγα στην ντουλάπα μου και αφού έβγαλα ένα χρυσαφένιο μπλουζάκι που στην ουσία ήταν ένα ανάποδο τρίγωνο που η μύτη του άγγιζε με το ζόρι τον αφαλό μου ενώ οι άλλες δύο πλευρές τυλίγονταν γύρω από τον λαιμό μου δημιουργώντας ένα θελκτικό μπούστο με τις ζάρες που έκανε καθώς το ύφασμα συγκρατιόταν με μια χρυσή αλυσίδα που ακουμπούσε στην γυμνή μου πλάτη στο ύψος του στήθους μου...

Φορώντας την μαζί με μια μαύρη φούστα που ήταν αρκετά κοντή ώστε να αποκαλύπτει τα τέλεια καλλίγραμμα πόδια μου ενώ με τα δύο σκισίματα που είχε ακριβώς στο κέντρο και στα δύο μου μπούτια για να έχω καλύτερη ευκολία κινήσεων χωρίς να μπω στον κόπο να φορέσω εσώρουχα και φορώντας και τα μαύρα μου δίπατα, ψηλοτάκουνα μου με το μικρό άνοιγμα που είχαν μπροστά, φρέσκαρα το μακιγιάζ μου - όχι ότι το είχα ανάγκη - και τονίζοντας τα χείλια μου με ένα κατακόκκινο κραγιόν, πήρα την μηχανή μου και άρχισα να πετώ σαν τον άνεμο για να ρίξω μια ματιά στην πόλη... Πραγματικά οι φωτογραφίες την αδικούσαν, ήταν ακόμα πιο όμορφη από κοντά.


Περνώντας από το «Gloria’s» το μπαράκι του Στέφαν που είχε αγοράσει πρόσφατα αλλά με την συμφωνία να μην αλλάξει το όνομα που του είχε δώσει η πρώην ιδιοκτήτρια του, είδα το SUV των Κάλλεν και δεν μπορούσα να σταματήσω την ακατανίκητη επιθυμία που είχα να μπω ώστε να επιβεβαιώσω ότι είχα καταλάβει και μόνη μου.

Δεν είχα αμφιβολία ότι δεν είχε ιδέα ποια ήμουν αλλά ήθελα σαν τρελή να δω την αντίδραση του όταν θα με αντίκριζε... Άραγε θα με αναγνώριζε;... σκέφτηκα για μια στιγμή και αφού έσβησα την μηχανή, την ξεκαβάλησα και αμέσως άκουσα τα επιφωνήματα από κάποια πιτσιρίκια που ήταν πίσω μου αλλά χωρίς να τους δίνω καμία σημασία, μπήκα μέσα και μόλις ο Στέφαν με αντίκρισε ανασήκωσε τα φρύδια του με απορία και ήρθε προς το σημείο του μπαρ που πήγα και έκατσα.

«Νόμιζα ότι δεν ήθελες να τους αποκαλυφθείς ακόμα» είπε και έβαλε μια χαρτοπετσέτα μπροστά μου.

«Άλλαξα γνώμη» του ανταπέδωσα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και εκείνος μου χαμογέλασε με υπονοούμενο.

«Τι να σου βάλω να πιεις;» με ρώτησε και έκανα μια απηυδισμένη γκριμάτσα.

«Πρέπει να το παίζω 17χρονή σωστά;...» τον ρώτησα με απελπισία και κούνησε θετικά το κεφάλι του με ένα πονηρό χαμόγελο... «Σε αυτήν την περίπτωση πιάσε ένα ουισκάκι» του γύρισα το χαμόγελο του.

«Ξέρεις ότι δεν επιτρέπεται να σερβίρω ποτά σε ανήλικα» με πείραξε ενώ σέρβιρε ταυτόχρονα το ποτό μου.

«Σε αυτήν την περίπτωση, είμαι πολύ τυχερή που ο ιδιοκτήτης είναι θείος μου και θα κάνει μια εξαίρεση» του γύρισα το πείραγμα του και γέλασε δυνατά.

Αφήνοντας το ποτήρι με το ουίσκι μπροστά μου, με άφησε μόνη για να γυρίσει στην δουλειά του και γυρίζοντας προς τα πίσω είδα τον Έμετ να με καρφώνει διακριτικά... Στράφηκα με την πιο αργή κίνηση προς το μέρος τους όλο μου το κορμί και ακουμπώντας τον αγκώνα μου πάνω στην μπάρα, έμεινα να τους κοιτώ ικανοποιημένη από αυτήν του την αντίδραση.

Φυσικά, όπως και το περίμενα, ο Έντουαρντ δεν έριξε ούτε ένα βλέφαρο προς την μεριά μου καθώς όλα του τα βλέμματα τα είχε χαρισμένα στην αχώνευτη ξενέρωτη γκόμενα του που την κοίταζε με τέτοια προσήλωση καθώς εκείνη μίλαγε ακατάπαυστα με τις φίλες της που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι.

Χαμογέλασα προς τον Έμετ, ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι προκλητικά ενώ τον έτρωγα με την ματιά μου από πάνω μέχρι κάτω και μόλις γύρισα την ματιά μου στο πρόσωπο του, ήπια λίγο από τον ποτό μου και γλύφοντας τα χείλια μου αισθησιακά, τον άφησα να συνεχίσει το παιχνίδι του καθώς γύριζα ξανά προς το μπαρ.

Κοιτάζοντας τους μέσα από τον καθρέφτη και απομονώνοντας τις υπόλοιπες κουβέντες των θαμώνων του μαγαζιού, συγκεντρώθηκα στην δικιά τους κουβέντα μετανιώνοντας το αμέσως αλλά δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να τους ψυχολογήσω καλά πριν κάνω την κίνηση να τους πλησιάσω... Μόλις τα κορίτσια, όλα μαζί, σηκώθηκαν – επιτέλους – να πάνε προς την τουαλέτα, ο Έμετ αμέσως γύρισε προς τον Έντουαρντ πριν ακόμα αυτές προλάβουν να απομακρυνθούν... Τόσο ανυπόμονος πια;

«Το είδες το καινούργιο γκομενάκι που έσκασε μύτη;» ρώτησε ο Έμετ τον Έντουαρντ και εκείνος κατεβάζοντας μια γουλιά από την μπύρα του γύρισε και τον κοίταξε με απορία.

«Χμμμ;» τον ρώτησε καθώς κατέβαζε την γουλιά του και ο Έμετ στριφογύρισε τα μάτια του απελπισμένα.

«Την γκόμενα ρε μαλάκα που είναι στο μπαρ» του τόνισε πιο έντονα μέσα από τα δόντια του και ο Έντουαρντ γυρίζοντας βαριεστημένα το βλέμμα του προς το μέρος μου, έριξε μια φευγαλέα ματιά και γύρισε και κοίταξε τον Έμετ με μια απελπισμένη ματιά... Καμία έκπληξη από μέρους του, όπως το είχα φανταστεί ακόμα και στο χθεσινό του όνειρο δεν με παρατήρησε καθόλου ώστε να καταλάβει ότι ήμουν εγώ αυτή που είχε από κάτω του αντί για την Έλενα... Τόσο αφοσίωση πια;

«Έλεος πια ρε Έμετ, μην δεις ανοιχτή τρύπα αμέσως να χιμήξεις» τον επέπληξε αλλά ο Έμετ δεν μάσησε.

«Όχι θα γίνω σαν και εσένα που κάθεσαι να περιμένεις πότε επιτέλους θα αποφασίσει η πολύτιμη σου να ανοίξει την δική της» του απάντησε αμέσως και ο Έντουαρντ τα πήρε κρανίο και εγώ βάζοντας το χέρι μου μπροστά από το στόμα μου προσπάθησα να χαλιναγωγήσω το γέλιο μου.

«Λίγα τα λόγια σου για την Έλενα εντάξει; Εκείνη δεν είναι σαν τα τσουλάκια που κωλοτρίβεσε εσύ» του γύρισε πίσω εκνευρισμένα και ο Έμετ

«Ναι ότι πεις, εγώ πάω στο μωρό πριν αποφασίσει να την κάνει» του γύρισε καθώς σηκώθηκε για να έρθει προς το μπαρ εφόσον πια τα κορίτσια είχαν μπει στην τουαλέτα και το πεδίο ήταν ελεύθερο για εκείνον να κάνει την κίνηση του και ο Έντουαρντ βάζοντας το μπουκάλι με την μπύρα στα χείλια του ήπιε μια γερή γουλιά, κατέβασε το μπουκάλι χωρίς να ξεκολλάει τα δολοφονικά του μάτια από πάνω του αλλά ο Έμετ χωρίς να του δίνει άλλη σημασία συνέχισε την πορεία του προς το μπαρ.

Γυρίζοντας προς την μεριά του Στέφαν τον κοίταξα έντονα με απορία και εκείνος χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο αμέσως ήρθε κοντά μου για να του εξηγήσω.

«Τι;» με ρώτησε και άρχισα να χαμογελώ καθώς κούναγα το κεφάλι μου αρνητικά χωρίς πραγματικά να το πιστεύω.

«Ήταν και παρθένα;» τον ρώτησα και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του επιβεβαιώνοντας το μου... «Ωραία τώρα είναι που δεν πρόκειται να του κάτσει ούτε στον αιώνα του άπαντα ή ακόμα καλύτερα τώρα για το καλό της ελπίζω να μην το κάνει» συνέχισα αλλά μόλις είδαμε τον Έμετ να μας πλησιάζει κόψαμε την συζήτηση και ο Στέφαν απομακρύνθηκε και πάλι από κοντά μου.

Συνέχιζα να πίνω το ποτό μου χωρίς να τους κοιτώ ενώ άκουγα την συνομιλία τους...

«Τι έγινε μεγάλε τελείωσαν τα καύσιμα;» ρώτησε ο Στέφαν τον Έμετ και ο Έμετ έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος μου, πριν του απαντήσει.

«Ξέρουμε τίποτα για το μωρό;» τον ρώτησε με υπονοούμενο και ο Στέφαν γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου και εγώ του την ανταπέδωσα ενώ με ένα νεύμα του έδωσα την άδεια να συνεχίσει.

«Αυτό το μωρό είναι η ανιψιά μου...» του δήλωσε και ο Έμετ για λίγο φρέναρε.

«Δεν πιστεύω να έχεις πρόβλημα αν...» τον ρώτησε και ο Στέφαν άρχισε να γελάει με την καρδιά του.

«Αν την καταφέρεις θα σου βγάλω το καπέλο... βλέπεις δεν είναι ένα οποιοδήποτε μωρό» του έδωσε την άδεια του και αμέσως ο Έμετ πήρε τα πάνω του και άρχισε παιχνίδι.

«Πιάσε άλλη μια μπύρα και βάλε και ότι πίνει το κορίτσι μας από μένα» του είπε με αυτοπεποίθηση και λίγο ήθελα να αρχίσω να γελάω δυνατά αλλά επειδή τον χρειαζόμουν συγκρατήθηκα.

«Ότι πεις» του είπε και αμέσως του έδωσε μια μπύρα και βάζοντας άλλο ένα ποτήρι ουίσκι ήρθε προς το μέρος μου και μου το έδωσε ενώ με κοίταζε με νόημα.

«Άσε το παιδί να παίξει» του ψιθύρισα συνωμοτικά και εκείνος με το ζόρι κρατήθηκε για να μην γελάσει δυνατά ενώ γύριζε στην δουλειά του αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για να προχωρήσει ο μικρός.

Παίρνοντας το ποτό που μου είχε προσφέρει στο χέρι μου, γύρισα προς την μεριά του και αφού τον ευχαρίστησα με ένα νεύμα ανασηκώνοντας προκλητικά το φρύδι μου, το ήπια μια και έξω χωρίς να αποχωρίζομαι την ματιά του και εκείνος αμέσως ξεροκατάπιε ενώ η καρδιά του άρχισε να καλπάζει σαν τρελή και το αίμα στις φλέβες του άρχισε να ρέει με τέτοια ορμή που με προκαλούσε αλλά ευτυχώς για εκείνον ήμουν ήδη χορτάτη και έτσι δεν μου έκανε καμία εντύπωση.

Πιάνοντας την μπύρα στο χέρι του, άρχισε να με πλησιάζει κοιτώντας με, με θαυμασμό.

«Ουουυυυυ Γερό ποτήρι...» σχολίασε και ανασηκώνοντας τους ώμους μου γύρισα προς τον Στέφαν και δείχνοντας του το άδειο ποτήρι μου εκείνος αμέσως πήρε το μήνυμα και ήρθε να μου το γέμισε άλλη μια φορά.

«Με σύνεση» με μάλωσε όπως θα έκανε ένας πατέρας στην κόρη του και κοιτώντας τον με ύφος στα μάτια, εκείνος χωρίς να πει κάτι άλλο εξαφανίστηκε.

«Λοιπόν; Έμετ αν δεν κάνω λάθος;» είπα γυρίζοντας ξανά προς την μεριά του και εκείνος αμέσως έκατσε χαλαρά στο διπλανό σκαμπό από το δικό μου και πλησίασε το σώμα του κοντά μου.

«Βλέπω ξέρεις ήδη αρκετά πράγματα για μένα» είπε με ύφος ενώ έβαζε τον αγκώνα του να ακουμπήσει πάνω στην μπάρα καθώς πλησίασε το πρόσωπο του ακόμα περισσότερο προς το δικό μου... Ήξερε καλά πως να στήνει ένα παιχνίδι αλλά δεν ήξερε ακόμα με ποια προσπαθούσε να παίξει.

«Ξέρω περισσότερα από όσα νομίζεις...» του είπα ενώ έφερνα και το δικό μου σώμα προς το δικό του μέχρι που τα πρόσωπα μας ήταν σε απόσταση αναπνοής και περνώντας τον δείκτη μου από την βάση του λαιμού του μέχρι την άκρη του σαγονιού του, την στιγμή που εκείνος ανατρίχιασε και έπνιξε ένα βογκητό που ήταν έτοιμο να ξεπηδήσει από τα χείλια του, τον αιχμαλώτισα με την ματιά μου και μόλις σαγηνεύτηκε έμεινε ακίνητος και ανέκφραστος περιμένοντας υπομονετικά να συνεχίσω.

«Γουστάρω τρελά το στενό μαρκάρισμα που κάνεις στον αδελφό σου, θα σου ήταν δύσκολο να το συνεχίσεις;» τον ρώτησα και εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του... «Θέλω να τον κάνεις να λυγίσει, να τον βοηθήσεις να βρει και εκείνος μια δεκτική ανοικτή τρυπίτσα ίσως ακόμα και το όμορφο γκομενάκι σου την Καρολάιν αν χρειαστεί...» του είπα και εκείνος κατένευσε και πάλι... «Δεν νομίζω να σε πειράζει να την μοιραστείς μαζί του, άλλωστε εσύ έχεις μπόλικο περίσσευμα να σε περιμένει σε κάθε γωνιά της πόλης, το να χάσεις ένα γκομενάκι δεν σου είναι τίποτα σωστά;» τον ρώτησα και πάλι μου απάντησε αρνητικά με νεύμα.

«Και αν τα καταφέρεις, τότε να είσαι σίγουρος ότι θα ανταμειφτείς πάρα, πάρα πολύ καλά...» συνέχισα με βαθιά αισθησιακή φωνή ενώ με το χέρι μου πάνω στο πόδι του άρχιζα μια ανοδική πορεία προς τον ερεθισμό του που ήταν ήδη έτοιμος να εκραγεί και αμέσως η αναπνοή του άρχισε να γίνεται επικίνδυνα γρήγορη.

«Πάρα, πάρα πολύ καλά...» επανέλαβα ενώ τον απελευθέρωσα από το σαγήνευμα μου και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι του συνέβη, χωρίς να σταματώ την αργή και βασανιστική πορεία που έκανε το χέρι μου πάνω στο πόδι του, σφράγισα τα χείλια μου με τα δικά του ενώ το χέρι μου που ήταν κάτω από το σαγόνι του, βρέθηκε αμέσως μέσα στα μαλλιά του και μόλις ένιωσε την γλώσσα μου να εισχωρεί μέσα στο στόμα του, τότε πήρε αμέσως φωτιά και προσπάθησε να μου το ανταποδώσει ενώ παράλληλα πάλευε με νύχια και με δόντια για να μην τελειώσει, μάταια.

Μόλις το χέρι μου έφτασε στον ερεθισμό του, αρπάζοντας το κάτω χείλος του μέσα στα δόντια μου το έγδαρα απαλά αποφεύγοντας να το ματώσω και εκείνος αμέσως απελευθέρωσε όλο του το βάρος αγκομαχώντας ακατάπαυστα ενώ πάλευε να παραμείνει ήρεμος.

Απελευθερώνοντας τον από το σφιχτό μου κράτημα, έκανα πιο πίσω για να τον κοιτάξω και εκείνος σφραγίζοντας το στόμα του με το χέρι του, γύρισε όλο του το σώμα προς το μπαρ ώστε να κρυφτεί από τα αδιάκριτα βλέμματα που μας παρακολουθούσαν ενώ ταυτόχρονα έβαλε το χέρι του πάνω στον ερεθισμό του και κλείνοντας τα μάτια του, προσπάθησε να κατευνάσει τον οργασμό που είχε κάνει όλο του το σώμα να τρέμει σύγκορμο.

Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Έντουαρντ να μας κοιτάει με μια σοκαρισμένη ματιά και μόλις γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του αμέσως κοίταξε αλλού ενώ τα μάγουλα του είχαν πάρει ένα υπέροχο ροδαλό χρώμα και για να κατευνάσει την ζήλια και τον εκνευρισμό του που ήταν έκδηλος σε όλα του τα χαρακτηριστικά που σιγόβραζε μέσα του προς τον αδελφό του, σηκώνοντας το μπουκάλι της μπύρας του, ήπιε μια γερή γουλιά ενώ με την άκρη του ματιού του ακόμα εξακολουθούσε να κοιτάει με τρόπο προς το μέρος μας.

«Holy shit!!! What the fuck...?» άκουσα τον Έμετ να λέει και γυρίζοντας το πρόσωπο μου προς την μεριά του, έβαλα το χέρι μου πάνω στον ώμο του και καθώς ακούμπησα τα χείλια μου πάνω στον λοβό του αυτιού του άρχισα να του ψιθυρίζω χωρίς να σταματάω να κοιτάζω τον Έντουαρντ που η νευρικότητα του τον έκανε να μην ξέρει που να κοιτάξει ή τι να κάνει, οι κινήσεις του δε, δήλωναν τρανταχτά ότι είχε καυλώσει τόσο πολύ που ο καβάλος του τζιν του τον ενοχλούσε σε σημείο αηδίας και το χαμόγελο της ικανοποίησης μου δεν έλεγε να φύγει από τα χείλη μου.

«Καταλαβαίνεις ότι χρειάζεσαι πολλά χιλιόμετρα ακόμα για να καταφέρεις να φτάσεις στο κρεβάτι μου γι’ αυτό και σου συνιστώ να αρχίσεις να προπόνησε καταλλήλως με τις κουκλίτσες που γυρίζεις κατά καιρούς πριν μας συμβεί κανένα παρόμοιο ατύχημα» του είπα και γυρίζοντας το πρόσωπο του προς το μέρος μου με κοίταξε με το ύφος ενός πληγωμένου κουταβιού.

«Σου το ορκίζομαι ότι είναι πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο» είπε προς υπεράσπιση του και αφήνοντας ένα δύσπιστο γελάκι πέρασα τον δείκτη μου κάτω από το σαγόνι του στιγμιαία και ισιώνοντας το κορμί μου ενώ πήρα το ποτό μου και πάλι στα χέρια μου, απομάκρυνα το σώμα μου τελείως από το δικό του.

«Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά...» είπα κυνικά ενώ ανασήκωνα τους ώμους μου αδιάφορα και μόλις ήπια μια γουλιά από το ποτό μου τον κοίταξα βαριεστημένα στα μάτια ενώ του έτεινα την χαρτοπετσέτα που ήταν κάτω από το ποτήρι μου καθώς άκουγα τις κοπελιές από την τουαλέτα που ήταν έτοιμες να κάνουν και πάλι την είσοδο τους.

«Αυτό θα το χρειαστείς πριν βγει η κοπελιά σου και καταλάβει πόσο άτακτο παιδί είσαι...» του είπα κλείνοντας του το μάτι μου και σμίγοντας τα φρύδια του με απορία, άρχισα να καθαρίζω το περίγραμμα των χειλιών μου με τα δάχτυλα μου και εκείνος παίρνοντας το μήνυμα άρχισε να σκουπίζει το στόμα του με την χαρτοπετσέτα ενώ κοίταξε προς τα κάτω και μόλις είδε τον λεκέ που είχε δημιουργηθεί εκεί τα έπαιξε τελείως...

«Λυπάμαι, για εκείνον τον λεκέ δεν έχω κάτι πρόχειρο να σου δώσω για να το καλύψεις» του είπα με ένα ικανοποιητικό χαμόγελο και μόλις εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς την τουαλέτα, άρχισα να γελάω πιο δυνατά ενώ κούναγα το κεφάλι μου και μόλις γύρισα όλο μου το σώμα προς το μέρος που καθόταν πλέον μόνος ο Έντουαρντ.

Ακουμπώντας τους αγκώνες μου πάνω στον μπάγκο, με την πιο αργή κίνηση, έβαλα το ένα μου πόδι απάνω στο άλλο προσέχοντας να έχει δει καλά όλη την κίνηση του ποδιού μου με την άκρη του ματιού του όπου με παρακολουθούσε και αφού είδα την ξενέρωτη να ξεπροβάλει, ήπια το υπόλοιπο περιεχόμενο του ποτηριού μου μια και έξω και γυρίζοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω φώναξα τον Στέφαν να έρθει κοντά μου.

«Θες να σου βάλω άλλο ένα;» με ρώτησε αμέσως και του έτεινα το άδειο μου ποτήρι για απάντηση.

«Σου συνιστώ να μην παρατήσεις το ξενέρωτο τσουλάκι σου» του είπα και με κοίταξε με απορία.

«Δεν το είχα σκοπό αλλά μπορώ να μάθω το γιατί;» με ρώτησε πίσω και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος τους άφησα ένα διαβολικό χαμόγελο να μου ξεφύγει.

«Γιατί πολύ σύντομα θα χρειαστεί τον ώμο σου για να βρει παρηγοριά...» του είπα και εκείνος άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει ενώ μου έτεινε ξανά το γεμάτο μου ποτήρι πριν γυρίσει ξανά στην δουλειά του... «Πάρα πολύ σύντομα» συμπλήρωσα και καθώς ήπια μια γουλιά από το ποτό μου κοιτώντας έντονα τον Έντουαρντ όπου προσπαθούσε να αποφύγει πάση θυσία το βλέμμα μου, πέρασα την γλώσσα μου γύρω από το περίγραμμα των χειλιών μου και χαμογελώντας πονηρά δάγκωσα το κάτω χείλος μου ενώ άρχισα να κάνω τα παμπόνηρα σχέδια μου.




Έντουαρντ

Ένα μήνα μετά......

Το καλοκαίρι είχε πλέον τελειώσει και η νέα σχολική χρονιά μόλις είχε αρχίσει... Το μόνο καλό σε όλη αυτήν την υπόθεση ήταν ότι ήταν και η τελευταία καθώς μόλις θα τελείωνε πλέον θα ήμασταν ελεύθεροι να κάνουμε τα όνειρά μας.

Οι πρώτες μέρες κύλησαν σχεδόν ανιαρά, κάνοντας τα ίδια και τα ίδια, μέχρι και που υπήρχαν στιγμές που ένιωθα ότι αυτό το καλοκαίρι δεν υπήρξε ποτέ, ίσως γιατί θα ήθελα να μην είχε υπάρξει, ίσως γιατί ήταν το πιο βασανιστικό από κάθε άλλη χρονιά και περίμενα με αγωνία να ξεκινήσουν τα μαθήματα ώστε να μπορέσω να ξεφύγω από όλα όσα με βασάνιζαν και με κάνανε να χάνω τα λογικά μου.

Από την μια ο πατέρας μου και τα κουλά του που δεν μας έφταναν όσα είχαμε, τώρα ήρθαν και να προστεθούν και η αβάσιμες φήμες ότι τα πλάσματα που μας έλεγε τόσο καιρό, όχι μόνο τελικά υπάρχουν αλλά και ότι έχουμε την ατυχία να τα έχουμε και πολύ κοντά μας και σαν γνήσιοι Κάλλεν θα πρέπει εμείς τώρα να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα ώστε αν τα πετύχουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα... Ναι καλά λες και αν τα πετύχουμε εμείς θα τα καταλάβουμε; Ακόμα χειρότερα αν όλα όσα μας έχει πει ο πατέρας μας είναι αλήθεια τότε για το μόνο που θα μπορούσαμε να είμαστε προετοιμασμένοι θα ήταν μόνο για τον θάνατο μας...

Από την άλλη, από εκείνην την καταραμένη βραδιά που είχαμε πάει στο «Gloria’s» και ο Έμετ έζησε την πιο απίστευτη εμπειρία της ζωής του ενώ ταυτόχρονα και την μεγαλύτερη χυλόπιτα όλων των εποχών, εκείνο το πρόσωπο είχε χαρακτεί βαθιά μέσα μου και ότι και να έκανα πλέον μου ήταν αδύνατον να το διαγράψω παρόλο που ήταν από το είδος τον γυναικών που σιχαινόμουν περισσότερο και αυτό με έκανε ακόμα πιο χάλια και το χειρότερο ήταν ότι η Έλενα μου δεν βοήθαγε καθόλου την κατάσταση...

Την ημέρα κάτι γίνονταν, κράταγα το μυαλό μου απασχολημένο, με τα βιβλία, την μουσική, την Έλενα μου αλλά με το που ερχόταν το βράδυ και έπεφτα εξουθενωμένος για να κοιμηθώ τότε ένιωθα ότι ζούσα την προσωπική μου κόλαση, με εκείνην να με πολιορκεί με οποιονδήποτε τρόπο και εγώ να ενδίδω χωρίς καμία αντίσταση και να ζω όλα όσα δεν έχω τολμήσει ποτέ στην ζωή μου να φανταστώ...

Ήταν πραγματικά αφόρητο, ένιωθα τόσες τύψεις απέναντι στην Έλενα μου, εντάξει δεν την κεράτωνα κιόλας αλλά από την στιγμή που δεν την είδα ποτέ ξανά μετά από εκείνο το περίεργο όνειρο και εκείνη είχε αντικατασταθεί με αυτήν τηνννν... ούτε να την χαρακτηρίσω δεν μπορώ... μου ήταν απλά αδύνατον να καταλάβω τι σόι παιχνίδια μου παίζει το μυαλό μου και γιατί το υποσυνείδητο μου την αναζητούσε τόσο πολύ αλλά ποιος μπόρεσε ποτέ να καθορίσει τα όνειρα του;... Κάνεις, γι’ αυτό και εγώ από ένα σημείο και μετά απλά το πήρα απόφαση και άφησα τον εαυτό μου να το ευχαριστηθεί άλλωστε ποιον κοροϊδεύω;... Το είχα πραγματικά ανάγκη, τουλάχιστον πρέπει να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου...

Το μόνο καλό σε όλη την υπόθεση ήταν ότι μετά από εκείνην την βραδιά δεν την συνάντησα ποτέ ξανά ούτε στο «Gloria’s» αλλά ούτε και πουθενά αλλού και το ακόμα καλύτερο; Δεν έμαθα ποτέ το όνομα της ώστε να μην το έχω και αυτό να με βασανίζει.

Όπως και κάθε μέρα, έτσι και σήμερα, καθόμασταν στο παρκινγκ του σχολείου και αερολογώντας κρατώντας εγώ την Έλενα μου και ο Έμετ την Καρολάιν του αγκαλιά... περιμέναμε την ώρα να περάσει για να μπούμε στο μάθημα και εκεί που άκουγα την Έλενα να μου αναλύει την αγαπημένη μας σειρά, ο Έμετ δίπλα μου ένιωσα να γίνετε νευρικός χωρίς πραγματικά να υπάρχει λόγος.

«Ωχχχ... Εντ, σου συνιστώ να μην γυρίσεις» άκουσα τον Έμετ να λέει και περίεργος γύρισα την ματιά μου προς εκείνον.

«Γιατί;...» πήγα να τον ρωτήσω με απορία αλλά μόλις άκουσα τον ήχο της μηχανής που ονειρευόμουν να πάρω αλλά ο πατέρας μου δεν με άφηνε, έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και σταματώντας την αναπνοή μου προσπάθησα να παραμείνω ήρεμος... «Πες μου ότι δεν είναι Kawasaki-Ninja» παρακάλεσα μέσα από το δόντια μου χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου ενώ ακόμα ακολουθούσα με την ακοή μου την είσοδο της.

«Συγνώμη μεγάλε αλλά όχι μόνο είναι Kawasaki-Ninja αλλά είναι και στο αγαπημένος σου χρώμα... Mαύρη» μου είπε και με έκανε κομμάτια.

«Ποιος πούστης την πήρε πριν από μένα;» ρώτησα περισσότερο τον εαυτό μου παρά τον Έμετ και η απάντηση του με έστειλε αδιάβαστο.

«Ποια, είναι η σωστή ερώτηση» είπε και ανοίγοντας τα μάτια μου απότομα τον κοίταξα ξαφνιασμένος πριν γυρίσω την ματιά μου προς το μέρος που είχα ακούσει την μηχανή να σβήνει και μόλις αντίκρισα την πλάτη της γκόμενας που της άνηκε η μηχανή της ζωής μου, η ζήλια ήρθε να με χτυπήσει κατάστηθα και με έκανε να εκραγώ.

Την στιγμή που γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της εκείνη έβαζε το σταντ και ισιώνοντας το σώμα της αφαιρώντας την τσάντα της από τους ώμους της και κρεμώντας την πάνω στο τιμόνι, έβγαλε το κράνος αποκαλύπτοντας τα καστανά μαλλιά της που τα είχε μέσα από το δερμάτινο μπουφάν της... Το στενό δερμάτινο παντελόνι, οι δερμάτινες μαύρες μπότες που έφταναν μέχρι πάνω από το γόνατο και γενικά όλο το στιλ που κινούνταν, αμέσως σε έκανε να νιώθεις ότι αυτή η γκόμενα δεν έχει έρθει για καλό... Το μυστήριο και ο δυναμισμός που την περιέκλειε την έκανε αμέσως να την θεωρείς επικίνδυνη.

Ξεκαβαλικεύοντας την μηχανή της, έβγαλε το μπουφάν της αποκαλύπτοντας το κίτρινο μπλουζάκι που φόραγε από μέσα και αφήνοντας το πάνω στην μηχανή, άρχισε με τα χέρια της να στρώνει τα απίστευτα μακριά μαλλιά της με της ελαφριές μπούκλες που κάλυπταν την πλάτη της... Βάζοντας την τσάντα της στον έναν ώμο, πέταξε και το μπουφάν της στον ίδιο ώμο και συγκρατώντας το με το ένα της δάχτυλο, με το ελεύθερο της χέρι φόρεσε το κράνος της μέχρι τον αγκώνα και έκανε την κίνηση να γυρίσει προς το μέρος μας...

Τα πάντα ένιωθα ότι κυλούσαν σε slow motion και είχε αρχίσει πραγματικά να με εκνευρίζει αφάνταστα καθώς η περιέργεια μου να δω ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης γκόμενα, με έκανε να φουντώνω περισσότερο από τα νεύρα μου... μόλις όμως εκείνη γύρισε και με κοίταξε κατάματα τότε έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου...

Ήταν εκείνη, που είχε κάψει τον εγκέφαλο μου, εκείνη που είχε κατακτήσει τα όνειρα μου, που με βασάνιζε αλύπητα τον τελευταίο μήνα, να με κοιτά και να μου χαμογελά με ένα υπεροπτικό χαμόγελο με το ένα της φρύδι ανασηκωμένο, ενώ έγλυφε τα χείλια της αισθησιακά για λίγο πριν δαγκώσει το κάτω της χείλος, με τα μάτια της να με τρώνε από την κορυφή ως τα νύχια.

Η καρδιά μου πάγωσε, το ίδιο και εγώ και άξαφνα τα πάντα έπαψαν να υπάρχουν... τα μάτια μου είχαν καρφωθεί απάνω της και ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή όλο μου το σώμα θα σπάσει σε χίλια κομμάτια... μέχρι που η φωνή της Έλενας έφτασε στα αυτιά μου... Στην αρχή δεν είχα ιδέα τι μου έλεγε.

«Την μηχανή κοιτάει όχι την θεογκόμενα» άκουσα τον Έμετ να με δικαιολογεί και με μεγάλη προσπάθεια καθώς πήρα την ματιά μου από πάνω της, γύρισα το κεφάλι μου προς την Έλενα, η οποία με κοίταζε με ένα εκνευρισμένος βλέμμα.

«Έμετ» παραπονέθηκε η Καρολάιν αλλά δεν τους έδωσα σημασία.

«Συγνώμη μωρό μου...» είπα απολογητικά στην Έλενα μου καθώς της έδωσα ένα φιλί στα χείλια... «Αλλά ξέρεις τι κόλλημα έχω με αυτήν την μηχανή, αν δεν την πάρω δεν ξέρω και εγώ τι είμαι ικανός να κάνω...» συνέχισα και είδα στο βλέμμα της ότι δεν την είχα πείσει ούτε στο ελάχιστο... «Τι έλεγες;» ρώτησα και αναστέναξε.

«Ήρθε η Μπόνη και θα πάμε με την Καρολάιν να την δούμε... θα τα πούμε στο μάθημα, οκ;» ρώτησε και αφού της έδωσα άλλο ένα απαλό φιλί στα χείλια της κατένευσα και παίρνοντας την Καρολάιν από το χέρι άρχισαν να απομακρύνονται... Ο Έμετ διπλώνοντας τα χέρια του πάνω στο στήθος του ήρθε πιο κοντά μου.

«Τι έγινε μεγάλε, σου γυάλισε το γκομενάκι;» είπε κατευθείαν ενώ με σκούντησε και τον κοίταξα με νόημα στα μάτια.

«Μην λες μαλακίες» τον επέπληξα και γύρισε την ματιά του ξανά προς το μέρος της και τον μιμήθηκα και εγώ... Εκείνην την στιγμή εκείνη πάτησε τον μπρελόκ της για να ενεργοποιήσει τον συναγερμό και άρχισε να κατευθύνετε προς το κεντρικό κτήριο χωρίς να ρίξει καμία άλλη ματιά προς το μέρος μας.

«Εγώ πάντως δεν θα έλεγα όχι για έναν γύρω... ιδίως μετά την απίστευτη εμπειρία που είχα μαζί της... Ουυυυ ακόμα το φυσάω και δεν κρυώνει, αν κατάφερε να με κάνει να τελειώσω με ένα φιλί φαντάζεσαι τι έχει να γίνει στο κρεβάτι;...» είπε ενώ αμέσως με το μυαλό του έκανε σχέδια αλλά σοβαρεύοντας ξαφνικά γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και με κοίταξε απογοητευμένος... «Αλλά καλύτερα να το ξεχάσουμε... Δυστυχώς δεν είναι μια από μας» συνέχισε και τον κοίταξα με περιέργεια.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησα και άφησε μια απελπισμένη ανάσα.

«Είναι η γκόμενα που μας είπε ο μπαμπάς σου να προσέχουμε, μέχρι να αποδείξουμε αν είναι πράγματι άνθρωπος» τόνισε και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία.

«Σοβαρέψου ρε Έμετ πια... αν πράγματι είναι η λέξη που ξεκινάει από Β, τότε θα μπορούσε τώρα να είναι εδώ και να περπατάει καμαρωτή τέτοια ώρα;» τον ρώτησα δύσπιστα και με κοίταξε και ο ίδιο προβληματισμένος.

«Τι να σου πω, σε αυτό έχεις δίκιο αλλά από την άλλη ποτέ δεν ξέρεις... Εδώ ο άνθρωπος πήγε στο φεγγάρι, αυτοί δεν θα μπορούσαν να βρουν έναν τρόπο να περπατάνε στο φως της ημέρας;» με ρώτησε και με έκανε να γελάσω.

«Και άντε πες πως έχεις δίκιο, εσύ πως το ξέρεις ότι είναι αυτή που λέει ο μπαμπάς;» τον ρώτησα με απορία και ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

«Κυκλοφορώ αγόρι μου, δεν είμαι σαν και σένα που δεν έχω μάτια για άλλη εκτός από τη μυξοπαρθένα που κουβαλάς» είπε και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

«Λίγα τα λόγια σου για την Έλενα... συνεννοηθήκαμε;» απαίτησα και ξεφύσιξε εξουθενωμένα.

«Έντουαρντ ξεκόλλα πια... έχεις και ανάγκες» μου χτύπησε για άλλη μια φορά και πήρα μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσω τον εαυτό μου... Έλεος πια.

Haunted Love M2o "23. The last day of my past "





Χρειάστηκε ένας ολόκληρος μήνας για να καλύψω τα ίχνη μου ώστε να μπορέσω να βρεθώ ξανά κοντά στην οικογένεια μου και επτά μήνες για να βρούμε ξανά τις ισορροπίες μας, αλλά πλέον τα είχαμε καταφέρει.

Τίποτα δεν ήταν εύκολο αλλά και τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο... Το πιο δύσκολο από όλα ήταν να μπορέσει η Ρένεσμι να καταφέρει να κοινωνικοποιηθεί... Το πρώτο διάστημα πραγματικά τα είχαμε παίξει τελείως, λίγο η αγωνία μην γυρίσει εκείνη, λίγο τα νεύρα της Ρένεσμις από την ταραχή που ένιωθε μέσα της καθώς πίστευε ότι δεν θα την δεχτούν, έκαναν τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα αλλά δεν τα παρατούσαμε... Χωρίς να την χάνω στιγμή από τα μάτια μου, την άφησα, μετά από την παρότρυνση της Άλις, για λίγο μόνη της στις ώρες του σχολείου ώστε να μπορέσει να βρει τις ισορροπίες της, φυσικά έπαιζε και μεγάλο ρόλο ότι είχε μαζί της και την Άλις συνέχεια μιας και που ήταν η νηπιαγωγός της και έτσι δεν ένιωθε ότι ήταν τελείως μόνη και στο τέλος τα κατάφερε... Ήμουν τόσο υπερήφανος για εκείνην.

Μετά από επτά μήνες ήταν ή τουλάχιστον έδειχνε, ένα παιδί της ηλικίας της... Ξένοιαστο, χαμογελαστό, κοινωνικό και πάνω από όλα ευτυχισμένο... Είχε βρει τον εαυτό της, είχε δέσει με τα άλλα παιδιά και μίλαγε τόσο καθαρά που σε έκανε να πιστεύεις ότι ήταν πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική της ηλικία... η εξυπνάδα της δε, ξεπέρναγε κάθε προηγούμενο... δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω χωρίς να έχει άποψη... Όχι ότι είμαι πατέρας της αλλά δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει άλλο τέτοιο παιδί και εγώ ένιωθα ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο που ήταν δική μου κόρη.

Μου είχε αλλάξει όλη μου την ζωή, με έκανε να νιώθω ότι ζω ξανά... αλλά η ευτυχία μας, ότι και να κάναμε, ξέραμε πολύ καλά ότι ποτέ δεν θα ήταν ολοκληρωμένη... Εκείνη ακόμα την περίμενε, ακόμα την ζήταγε και με παρακάλαγε να την πάρω τηλέφωνο για να της μιλήσει... Ακόμα και μετά από τόσο καιρό, δεν είχα καταφέρει να βρω την δύναμη να της πω την αλήθεια όσο και η Άλις προσπαθούσε να με πείσει για το αντίθετο... βαθιά μέσα μου είχα την ελπίδα ότι εκείνη θα άλλαζε γνώμη, ότι αν τελικά μας έβρισκε, θα ερχόταν για να μείνει μαζί μας ή έστω θα μας άφηνε στην ησυχία μας καταλαβαίνοντας ότι αυτό ήταν το καλύτερο για την κόρη της αλλά δεν έτρεφα αυταπάτες και σίγουρα δεν ήμουν από τους ανθρώπους που πετούσαν στα σύννεφα και γι’ αυτό είχα πάρει όλες μου τις προφυλάξεις στην περίπτωση που εκείνη αποφάσιζε να γυρίσει για να μου την πάρει... Η Ρένεσμι για μένα ήταν πλέον πάνω από όλους και από όλα και σε καμία περίπτωση δεν θα άφηνα κανέναν να μου την καταστρέψει, ούτε καν την ίδια της την μάνα... Όσο και να την αγαπώ ακόμα, αν εκείνη αποφασίσει να της αλλάξει και πάλι τις ισορροπίες της, τότε αυτήν την φορά δεν πρόκειται να την αφήσω να φύγει ζωντανή από δίπλα μου.

Κοίταξα για μια στιγμή την Ρένεσμι μου που έπαιζε ξένοιαστα, γελώντας δυνατά με τον Φλικ, στην παραλία του Λαπους μερικά χιλιόμετρα μακριά από το Φορκς που ήταν η μόνιμη πλέον κατοικία μας, όπου είχαμε έρθει και αναστέναξα... Πως θα μπορούσε μια μητέρα να καταστρέψει αυτό το πλασματάκι; Μόνο αν την κοίταζε, αν υπήρχε μια πιθανότητα να την κοιτάξει έστω και από μακριά τότε σίγουρα θα μπορούσε να την κάνει να αλλάξει γνώμη... Δεν της αξίζει τίποτα λιγότερο από την απόλυτη ευτυχία που ένιωθε μέσα της και αντικατοπτριζόταν τώρα σε όλο της το πρόσωπο, σε κάθε της κίνηση, σε κάθε της χαμόγελο.

Αν την κοίταζε αυτήν την στιγμή... μόνο να την κοίταζε και θα μπορούσε να καταλάβει ότι έχει ότι χρειάζεται για να μεγαλώσει σωστά, να μεγαλώσει με όλη την αγάπη που έχει ανάγκη ένα παιδί για να είναι ευτυχισμένο... Αν την κοιτούσε αυτήν την στιγμή τότε αμέσως θα μπορούσε άνετα να καταλάβει ότι το μοναδικό πράγμα που λείπει από αυτό το μικρό πλασματάκι που με το που το γνωρίζει κάποιος αμέσως τον κερδίζει και τον κάνει δικό της για πάντα, ήταν μόνο εκείνη για να μπορέσει να ολοκληρώσει την ευτυχία της... Μόνο να την κοίταζε... σκέφτηκα και πριν καν ολοκληρώσω την σκέψη μου αμέσως ο Φλικ έγινε νευρικός.

Οσφρίζοντας την ατμόσφαιρα γάβγισε απειλητικά και κοίταξε προς τους βράχους ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε θέση ετοιμότητας και δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο... Δεν μπορούσα να πιστοποιήσω αν ήταν εκείνη γιατί το πρώτο μου μέλημα ήταν να πάω κοντά στην Ρένεσμι η οποία με το που με είδε να τρέχω κοντά της άρχισε να τσιρίζει.

«Δεν θέλω να φύγωωωω... Τώρα ήρθαμε... Είναι άδικοοοοοο...» έλεγε καθώς χτυπιόταν στην αγκαλιά μου προσπαθώντας να μου ξεφύγει αλλά εγώ πάνω στην αγωνία μου δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε αυτά που εκείνη απαιτούσε, έπρεπε να την πάρω από εδώ και τώρα μάλιστα.

Βάζοντας την στο πίσω κάθισμα, έδεσα την ζώνη ασφάλεια της με την λιγότερη βοήθεια από μέρους της και αφού έκλεισα την πόρτα της, μπήκα στην θέση του οδηγού και με τον Φλικ να κοιτάει γύρω του νευρικά και την Ρένεσμι ακόμα να τσιρίζει έβαλα μπρος και πάτησα το γκάζι στο τέρμα.

«Είναι άδικοοοοο... Δεν θέλω να φύγωωωω... Δεν θέλωωωωω...» έλεγε με πείσμα και έτριζα τα δόντια μου για να μην απαντήσω καθώς είχε απόλυτο δίκιο... Μετά από τόσο καιρό είχε καταφέρει να νιώσει για πρώτη φορά σαν ένα παιδί της ηλικίας της, πως μπορούσα αυτό να της το χαλάσω ξανά;

«Δεν θέλω να χάσω τους φίλους μουυυυυυυυυ» τσίριζε και μόλις κοίταξα από τον μεσαίο καθρέφτη πίσω μου και είδα εκείνην να μας ακολουθεί, μέσα μου κάτι έσπασε και με έκανε κομμάτια...

Κοπανώντας το τιμόνι τόσο δυνατά που λίγο ήθελε να το κάνω κομμάτια, πάτησα το γκάζι περισσότερο και είπα με πείσμα.

«Δεν θα τους χάσεις αγάπη μου, σου το υπόσχομαι... Ο κόσμος να χαλάσει δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να σου χαλάσει ξανά την ζωή» της είπα και καθώς ηρέμησε για λίγο πήρα τηλέφωνο την Άλις και βάζοντας το μπλουτουθ στο αυτί μου περίμενα μέχρι να απαντήσει.

«Έλα Έντουαρντ, έγινε κάτι;» με ρώτησε με περιέργεια και εγώ άρχισα να την βομβαρδίζω.

«Που είσαστε;» εκείνη ακούγοντας τον τόνο της φωνής μου κατευθείαν κατάλαβε τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να της πω τίποτα.

«Είναι εκείνη;» ρώτησε.

«Ναι» της απάντησα κοφτά και τότε την άκουσα που φώναξε τον Τζάσπερ και βρέθηκε και η ίδια σε εγρήγορση.

«Παίρνω την βαλίτσα με τα λεφτά και το αυτοκίνητο και θα βρεθούμε στο σημείο που έχουμε κανονίσει» είπε απευθείας δηλώνοντας μου ότι ήταν έτοιμη για όλα.

«Μόλις ξεκολλήσω από πάνω της... θα έρθω να σας βρω» της επιβεβαίωσα και άκουσα μέσα από το τηλέφωνο πως ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο και βάζανε μπροστά.

«Ξεκινάμε» μου επιβεβαίωσε και κλείνοντας το τηλέφωνο κοίταξα προς την Ρένεσμι και τον Φλικ μέσα από τον κεντρικό καθρέφτη.

«Κρατηθείτε» τους φώναξα και αμέσως η Ρένεσμι έπεσε πάνω στον Φλικ και κρατήθηκε από όπου μπορούσε για να σταθεροποιηθεί με την τρελή οδήγηση που έκανα εγώ για να καταφέρω να της ξεφύγω.

Μόλις κατάφερα να της ξεφύγω, άλλαξα πορεία και πήγα προς το σπίτι που είχαμε αγοράσει σε ένα άκυρο όνομα γι’ αυτήν την περίπτωση, και η Άλις περίμενε έξω από την αυλόπορτα για να πάρει την μικρή ώστε όταν θα ήταν όλα εντάξει να φύγουν από εκεί για να πάνε στο Σιάτλ ώστε να με περιμένουν... Φτάνοντας εκεί σταμάτησα το αμάξι ακριβός μπροστά από την Άλις και εκείνη ανοίγοντας την πόρτα έκανε χώρο πρώτα για να βγει ο Φλικ και μετά έσκυψε και βγάζοντας την ζώνη της Ρένεσμις, την άρπαξε στην αγκαλιά της για να την πάρει μαζί της... Η Ρένεσμι καθώς κατάλαβε ότι δεν θα πάω μαζί τους άρχισε να τσιρίζει και να χτυπιέται και γυρίζοντας προς την μεριά της προσπάθησα να την καθησυχάσω μάταια.

«Θα είναι μόνο για λίγο καρδιά μου, σου το υπόσχομαι μόνο για λίγο...» της έλεγα αλλά εκείνη δεν με πίστευε και εφόσον δεν είχαμε χρόνο για τέτοια γύρισα προς την Άλις... «Μην το κουνήσετε από εδώ αν δεν σας πάρω τηλέφωνο για να σας πω ότι με ακολουθεί...» της είπα και καθώς κράτησε την Ρένεσμι στην αγκαλιά της με δυσκολία γιατί εκείνη χτύπαγε τα χέρια της και τα πόδια της με πείσμα για να την αφήσει κάτω με κοίταξε με παράπονο... «Αν δεν έχεις νέα μου μέχρι το βράδυ... συνεχίστε χωρίς εμένα...» συμπλήρωσα και τα μάτια της αμέσως βούρκωσαν... «Φύγε τι περιμένεις;» της φώναξα και εκείνη το έκανε χωρίς να πει κάτι άλλο.

Ο Φλικ που περίμενε στην αυλόπορτα έκλεισε την πόρτα πίσω από την Άλις που έτρεχε με την Ρένεσμι στην αγκαλιά και μόλις μπήκανε όλοι στο σπίτι ο Τζάσπερ έκλεισε την πόρτα του σπιτιού ενώ πρώτα μου έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του και εγώ πατώντας ξανά στο τέρμα το γκάζι, έγινα καπνός πριν η Μπέλλα με βρει και καταλάβει τίποτα.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και μόλις είδα το αυτοκίνητο της Μπέλλας να είναι αρκετά μέτρα πίσω μου αμέσως κάλεσα την Άλις.

«Με ακολουθεί, φύγετε τώρα» της είπα επιτακτικά καθώς άκουγα το ξέσπασμα της Ρένεσμις μου από μέσα και λίγο ήθελε να χάσω το μυαλό μου τελείως αλλά με νύχια και με δόντια ακόμα κράταγα, κράταγα μόνο για εκείνους.

«Να προσέχεις» άκουσα την φωνή της Άλις πριν κλείσω και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Σας αγαπώ» είπα μόνο για απάντηση και πριν προλάβει εκείνη να απαντήσει, έκλεισα το κινητό μου και πήρα τον δρόμο για το σπίτι.

Πριν φτάσω ακόμα, πάτησα το κουμπί για να ανοίξει το γκαράζ και μόλις ήμουν πολύ κοντά για να μπω μέσα, το πάτησα ξανά για να κλείσει και την στιγμή που μπήκα μέσα, πέρασα σύριζα από την πόρτα του και μέχρι να κλείσει, έβγαλα το όπλο μου κάτω από το κάθισμα που το είχα και αφού έλεγξα τον γεμιστήρα και το όπλισα έτρεξα προς το εσωτερικό του σπιτιού... Επικρατούσε η απόλυτη ησυχία αλλά δεν μπορούσα να είμαι και σίγουρος αν ήταν ήδη μέσα καθώς δεν ήταν πολύ μακριά μου όταν μπήκα στο γκαράζ, γι’ αυτό και έλεγξα την κάθε μεριά του γύρω χώρου μου εξονυχιστικά ενώ προχώραγα προς το κύριο μέρος του σπιτιού... Όταν άκουσα την πόρτα να χτυπάει και την Μπέλλα να απαιτεί να της ανοίξω, για λίγο τα έχασα, θα μπορούσε να είχε μπει μέσα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γιατί διάλεξε αυτόν; Σκέφτηκα για μια στιγμή και ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνετε αλλά δεν άφησα κανένα συναίσθημα να με θολώσει και τρέχοντας πήγα προς την πόρτα χωρίς να αποχωρίζομαι το όπλο μου... Έπρεπε να είμαι προετοιμασμένος για τα πάντα.


Την στιγμή που άνοιξα την πόρτα, κάρφωσα το όπλο μου ανάμεσα στα μάτια της και εκείνη το δικό της πάνω στην καρδιά μου και πριν μας πάρει κανένα μάτι, αρπάζοντας την από την μπλούζα της, την παρέσυρα προς τα μέσα και κλείνοντας την πόρτα με το πόδι μου την κοίταξα αμείλικτα.

«Που είναι;» απαίτησε σκληρά.

«Πολύ μακριά και αυτήν την φορά δεν πρόκειται να την βρεις ότι και να κάνεις» της γύρισα και καρφώνοντας το όπλο της ξανά με μεγαλύτερη δύναμη πάνω στο μέρος της καρδιά μου με κοίταξε δολοφονικά.

«Απαιτώ να μου πεις που είναι» απαίτησε άλλη μια φορά και γέλασα ειρωνικά.

«Πραγματικά πιστεύεις ότι θα σου πω; Πραγματικά πιστεύεις ότι θα σε αφήσω να την καταστρέψεις;...» την ρώτησα δύσπιστα και συνέχισα... «Δεν με ξεγελάς Μπέλλα, δεν είσαι εδώ για να την διεκδικήσεις για σένα αλλά γιατί πιστεύεις ότι επειδή δεν μπορείς να την έχεις εσύ, δεν θα την έχει κανένας μας...» της είπα και με κοίταξε μοχθηρά... «Αλλά δεν θα σου κάνω την χάρη αυτήν την φορά, θα περάσεις πάνω από το πτώμα μου για να της καταστρέψεις την ζωή και μόλις το κάνεις να είσαι σίγουρη ότι θα την χάσεις για πάντα... γιατί αυτήν την φορά δεν πρόκειται να την βρεις ποτέ... Το ακούς ΠΟΤΕ» της φώναξα.

«Τα ίδια θα έλεγες και αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά;... Θα ήσουν το ίδιο πρόθυμος να δώσεις την ζωή σου για εκείνην αν δεν πίστευες ότι είχα πεθάνει ώστε να έχεις την ευκαιρία να την γνωρίσεις;» με ρώτησε με δηλητήριο στην φωνή της.

«Όχι δεν θα έλεγα το ίδιο αλλά τώρα τουλάχιστον ξέρεις ακριβός για ποιον λόγο... Ήμουν ένα άψυχο τέρας Μπέλλα, ένας ψυχρός δολοφόνος που είχε αφαιρέσει πάνω από 300 ψυχές πως θα μπορούσα να πιστέψω έστω και για μια στιγμή ότι θα μπορούσα να μεγαλώσω μια τόσο αθώα ψυχή χωρίς να την καταστρέψω; Πως θα μπορούσα να την ακουμπάω και να μην νιώθω ότι την μολύνω; Αλλά όταν έφτασα στο σημείο να την χάσω τότε κατάλαβα πόσο λάθος είχα κάνει... γιατί ίσως τελικά όταν χάνεις ή είσαι πολύ κοντά στο να χάσεις κάποιον, μόνο τότε καταλαβαίνεις την αξία του και κάνεις τα πάντα να τον κερδίσεις πίσω... Και αυτό έκανα Μπέλλα, πάλεψα, δεν τα παράτησα, πάλεψα και για τους δύο μας και τα κατάφερα»

«Για τελευταία φορά... πες μου που είναι αλλιώς πάρε το μυστικό στον τάφο σου» ήταν το μόνο που βρήκε να μου πει προκαλώντας με περισσότερο και κάτι άρχισε να μην μου κολλάει σε όλη της την συμπεριφορά και παίρνοντας θάρρος από αυτό, έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια για να την μεταπείσω.

«Την κοίταξες καθόλου την στιγμή που μας παρακολουθούσες;... Την είδες πόσο ξένοιαστη ήταν; Πόσο διαφορετική από την τελευταία φορά που της μίλησε;...» την ρώτησα και εκείνη δεν άλλαξε ύφος... «Αν σου πάει η καρδιά να καταστρέψεις αυτό το χαμόγελο τότε κάντο...» της είπα και παίρνοντας την κάνη του όπλου μου από πάνω της, πέταξα το όπλο στο πάτωμα και κρατώντας το όπλο της που ακουμπούσε ακόμα πάνω στην καρδιά μου και με τα δύο μου χέρια, την κοίταξα βαθιά στα μάτια και συνέχισα... «Αν πράγματι σου πάει η καρδιά να την πληγώσεις με αυτόν τον τρόπο και να την κάνεις να σε μισήσει για πάντα, τότε κάντο, τι περιμένεις; Κάντο Μπέλλα πάτα την σκανδάλη» της είπα και μόλις το έκανε και ακούστηκε το κλικ, ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία και έμεινα να την κοιτώ ξαφνιασμένος.


«Δεν μπορώ...» είπε με βαθιά φωνή ενώ τα μάτια της βουρκώνανε... «Από την στιγμή που την είδα στην παραλία, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να της το κάνω αυτό... κατάλαβα ότι δεν μπορώ να γυρίσω ξανά αφήνοντας την πίσω μου... αλλά περισσότερο κατάλαβα ότι δεν της αξίζει τίποτα λιγότερο από εσένα» είπε και μια ελπίδα άρχισε να φωλιάζει μέσα μου κάνοντας την καρδιά μου να επιταχύνετε επικίνδυνα.

«Τότε γιατί τα έκανες όλα αυτά; Γιατί από την στιγμή που είδες ότι σου έδινα άλλη μια ευκαιρία εσύ το συνέχιζες;» την ρώτησα και τα μάτια της ξεχείλισαν καθώς κατάπινε με δυσκολία για να καταφέρει να μιλήσει ξανά.

«Γιατί μετά από όσα έκανα, δεν σας αξίζω...» είπε με παράπονο και την στιγμή που την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου εκείνη πέταξε το άδειο όπλο στο πάτωμα και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη... «Συγχώρεσε με... Συγχώρεσε με για ότι σου έκανα» έλεγε και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.

«Μόνο αν με συγχωρέσεις και εσύ» της ανταπέδωσα και ανασηκώνοντας το κεφάλι της για να με κοιτάξει, έφερε το χέρι της μπροστά και κοιτώντας με, ένα πληγωμένο ύφος, χάιδεψε το πρόσωπο μου απαλά.

«Το έχω κάνει ήδη» είπε και δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο...

Καλύπτοντας τα χείλια της με τα δικά μου, την φίλησα με όλη την αγάπη που ένιωθα μέσα μου και εκείνη μου το ανταπέδωσε με όλη της την ψυχή αφού πρώτα άφησε να ξεφύγει από τα χείλια της ένα βογκητό πόνου.

Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν πραγματικότητα, ότι το ζούσα όλο αυτό.

«Μην με αφήσεις ποτέ ξανά» την παρακάλεσα καθώς της κρατούσα το πρόσωπο και με τα δύο μου χέρια σταθερή ώστε να την κοιτώ... «Την πρώτη φορά που σε έδιωξα, ένιωθα ότι θα χάσω τα λογικά μου, την δεύτερη φορά που νόμιζα ότι σε έχασα, ένιωσα ότι είχα πεθάνει, την τρίτη φορά απλά έλπιζα ότι θα βρεις την λογική να γυρίσεις κοντά μας αλλά αν φύγεις και τώρα Μπέλλα δεν θα το αντέξω»

«Εγώ...» δεν την άφησα να συνεχίσει.

«Εδώ βρήκαμε τις ισορροπίες μας, καταφέραμε να βρούμε την γαλήνη που είχαμε τόσο ανάγκη μακριά από τον φόβο αλλά όσο ευτυχισμένοι και να ήμαστε ποτέ δεν θα καταφέρουμε να νιώσουμε ολοκληρωμένοι χωρίς εσένα... Είσαι η αρχή, η μέση και το τέλος μας, μην σπάσεις αυτήν την αλυσίδα Μπέλλα σε εκλιπαρώ»

«Δεν είμαι Μπελλα που γνώριζες Έντουαρντ, δεν έχει μείνει τίποτα πια μέσα μου»

«Και όμως είσαι και το απέδειξες μόλις τώρα... Μόνο η Μπέλλα που γνωρίζω εγώ θα πάταγε τόσο πολύ τον εγωισμό της για να μην πληγώσει μια αθώα ψυχή...» με κοίταζε δακρυσμένη αλλά δεν ανταποκρινόταν... «Μέσα εδώ...» είπα καθώς έβαζα το χέρι μου πάνω στο μέρος της καρδιά της... «Είσαι ακόμα η ίδια» της είπα με βαθιά φωνή και πέφτοντας απάνω μου απαίτησε για άλλη μια φορά το φιλί μου και εγώ της ανταποκρίθηκα με όλο μου το είναι... αλλά πλέον αυτό δεν ήταν αρκετό για κανέναν από τους δύο μας...

Είχαμε τόσο ανάγκη να νιώσουμε ο ένας τον άλλον που πριν ακόμα το καταλάβουμε, ότι εμπόδιο υπήρχε ανάμεσα μας απλά έγινε παρελθόν και γυρίζοντας την προς την σκάλα λύγισα τα πόδια μου και μόλις το σώμα της συγκρούστηκε με τα σκαλιά, αφήνοντας τα χείλια της που δεν είχα αποχωριστεί όλη αυτήν την ώρα, άρχισα να γεύομαι και το υπόλοιπο κορμί της ενώ εκείνη αγκομαχώντας, κρατώντας σφιχτά το κεφάλι μου, ζητούσε για περισσότερα και εγώ το ίδιο.

Καθώς κατηφόριζα γευόμενος άπληστα την τρυφερή της επιδερμίδα, για λίγο έμεινα στο σημείο που είχε το τατού της και περνώντας την γλώσσα μου γύρω από το περίγραμμα, του εκείνη προσπάθησε να καταπνίξει τους λυγμούς της και φέρνοντας το πρόσωπο μου κοντά στο δικό της, την χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο απομακρύνοντας τα δάκρυα της με τα χείλια μου και μην αντέχοντας άλλο ξέσπασε.

«Δεν σας αξίζω... Μετά από όσα έκανα, δεν σας αξίζω» έλεγε μέσα από τους λυγμούς της και την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Εννοούσα και εννοώ την κάθε λέξη που με άκουσες να λέω... Χωρίς εσένα ποτέ δεν θα καταφέρουμε να νιώσουμε την απόλυτη ευτυχία... εσύ είσαι αυτή που την ολοκληρώνεις και για τους δύο μας» της είπα και με κοίταξε με το ύφος ενός πληγωμένου κουταβιού και αμέσως ένιωσα ότι έχω ξανά στην αγκαλιά μου την Μπέλλα που είχα πρωτογνωρίσει.

«Έχεις αλλάξει τόσο πολύ» είπε με παράπονο.

«Εσύ είσαι αυτή που με άλλαξε Μπέλλα, που με έκανες να αισθανθώ ξανά ότι είμαι άνθρωπος, που μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτήν την ζωή για να σβήσω τα λάθη του παρελθόντος και θα σου το χρωστάω όσο ζω»

«Η Ρένεσμι το έκανε όχι εγώ» διαφώνησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Εσύ το έκανες Μπέλλα αλλά ήμουν πολύ εγωιστής τότε για να το παραδεχτώ, η Ρένεσμι απλά το έβγαλε προς τα έξω» της είπα και νέα δάκρυα άρχισαν να υγραίνουν τα μάγουλα της.

«Ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ» είπε τελικά με δυσκολία μέσα από τους λυγμούς της και σφίγγοντας την στην αγκαλιά μου την κράτησα απόλυτα απάνω μου.

«Ούτε και εγώ μωράκι μου, ούτε για ένα δευτερόλεπτο» της είπα και εκείνη άρχισε πάλι να με φιλάει με τέτοιο πάθος όπως ακριβός και τότε και χωρίς να αντέχω άλλο, συγκρατώντας την πάντα στην αγκαλιά μου για να την νιώθω απόλυτα απάνω μου, την έκανα και πάλι δική μου και αυτήν την φορά, για πάντα.

Τα σώματα μας είχαν πάρει φωτιά, ο χρόνος είχε σταματήσει και σαν διψασμένοι παλεύαμε να νιώσουμε την ολοκλήρωση που τόσο είχαν ανάγκη οι ψυχές μας χωρίς να είμαστε ικανοί να σκεφτούμε τίποτα άλλο... Η αγάπη μας ξεπερνούσε τα πάντα... την ίδια μας την λογική, τα ίδια μας τα κορμιά ακόμα και την ίδια μας την ύπαρξη σε σημείο να μην έχουμε την δύναμη να σταματήσουμε για κανέναν λόγο αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μας ξέραμε και οι δύο ότι έπρεπε να το κάνουμε ώστε να ειδοποιήσουμε τα παιδία για να μην ανησυχούνε και έτσι όταν κάποια στιγμή κατάφερα να βρω την λογική να φρενάρω όλη την φρενίτιδα που με είχε καταβάλει, τελειώνοντας μέσα της... έμεινα για λίγο ακίνητος με εκείνη πάνω στην αγκαλιά μου μέχρι να καταφέρουμε να βρούμε ξανά την ανάσα μας και μόλις εκείνες άρχισαν να χαλαρώνουν την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Έλα να τους πάρουμε τηλέφωνο... πριν τα παίξουν τελείως από την αγωνία τους» της είπα και καθώς κατένευσε πήγε να φύγει από την αγκαλιά μου για να με αφήσει να σηκωθώ αλλά δεν την άφησα.


Κρατώντας την στην αγκαλιά μου, πήγα προς τον καναπέ και αφού την βόλεψα μέσα σε αυτή εκείνη άφησε το κεφάλι της να ξεκουραστεί πάνω στον ώμο μου, της έδωσα ένα βαθύ φιλί πάνω στο μέτωπο της και απλώνοντας το χέρι μου έπιασα τον ασύρματο από την βάση του και πληκτρολόγησα το καινούργιο νούμερο του κινητού της Άλις και βάζοντας την ανοιχτή ακρόαση περίμενα μέχρι να απαντήσει... Με την πρώτη κλήση εκείνη αμέσως απάντησε.

«Μπαμπά... μπαμπά, πες μου ότι είσαι εσύ, πες μου ότι είσαι καλά» έλεγε ακατάπαυστα αλαφιασμένη και δάγκωσα για μια στιγμή τα χείλια μου για να μην γελάσω δυνατά πριν απαντήσω.

«Πρώτη φορά σε ακούω να με αποκαλείς έτσι» της είπα ήρεμα και εκείνη άφησε μια ανακουφιστική ανάσα πριν απαντήσει.

«Και θα είναι και η τελευταία κακομοίρη μου γιατί όταν σε πιάσω στα χέρια μου θα παρακαλάς να σε αφήσω...» είπε απειλητικά και ταυτόχρονα με την Μπέλλα γελάσαμε δυνατά.

«Πάρε αριθμό προτεραιότητας» την πείραξα και εκείνη βγήκε τελείως από τα ρούχα της.

«Τολμάς να με κοροϊδεύεις και από πάνω; Ξέρεις τι έχουμε περάσει όλες αυτές τις ώρες;» μου επιτέθηκε και ακούσαμε την Ρένεσμι από μέσα που απαιτούσε να της δώσει το κινητό.

«Συγνώμη καρδιά μου γι’ αυτό...» είπα και κοίταξα προς την Μπέλλα μου καθώς της χάιδευα απαλά το μπράτσο... «Αλλά είχαμε πολλά να πούμε...» συμπλήρωσα και εκείνη κατέπνιξε ότι ήθελε να μας σούρει... «Που είσαστε;» συνέχισα και για λίγο έμεινε στην σιωπή.

«Σε λίγο φτάνουμε» απάντησε τελικά.

«Γυρίστε πίσω» της είπα και έκανε άλλη μια παύση... «Άλις με ακούς;» την ρώτησα και εκείνη αναστέναξε.

«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε και δίνοντας άλλο ένα βαθύ φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της Μπέλλας μου καθώς πήρα μια βαθιά ανάσα απάντησα με σιγουριά.

«Πιο σίγουρο από ποτέ» της επιβεβαίωσα.

«Όπως θες» απάντησε νευριασμένα και την πρόλαβα πριν κλείσει.

«Άλις;»

«Ναι;» ανταπέδωσε ανυπόμονα.

«Δώσε μου την Ρένεσμι... είναι κάποια εδώ που θέλει να της μιλήσει» της είπα και η Μπέλλα με ευχαρίστησε με την ματιά της ενώ τα δάκρυα της δεν άργησαν να κάνουν πάλι την εμφάνιση της.

«Το θεωρείς καλή ιδέα αυτήν την στιγμή;» με ρώτησε με πείσμα και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Άλις σε παρακαλώ... αρκετά περάσαμε δεν νομίζεις;» την ρώτησα πίσω και τελικά εκείνη υποχώρησε και δίνοντας το τηλέφωνο στην Ρένεσμι, την ακούσαμε που της έλεγε ότι κάποια θέλει να της μιλήσει και μόλις η Ρένεσμι έβαλε το ακουστικό στο αυτί της άρχισε να τσιρίζει.

«Μαμαααα... μαμααααα» ακατάπαυστα και η Μπέλλα καθάρισε την φωνή της πριν προσπαθήσει να μιλήσει.

«Μωρό μουυυυ» κατάφερε να πει συγκινημένη και η Ρένεσμι έγινε ακόμα χειρότερη και με κλάματα συνέχισε να φωνάζει.

«Μανούλα... μανούλα που είσαι; Θέλω να σε δω» έλεγε ακατάπαυστα και η Μπέλλα πήρε μια βαθιά ανάσα και εγώ αμέσως την φίλησα απαλά πάνω στο κεφάλι της και της έτριψα το χέρι της παρηγορητικά για να της δώσω την δύναμη που χρειαζόταν για να συνεχίσει.

«Εδώ είμαι αγάπη μου, στο σπίτι μας...» είπε καθώς με κοίταζε βαθιά στα μάτια και εγώ της κατένευσα για να της δώσω την συγκατάθεση μου να συνεχίσει... «Και δεν θα φύγω ποτέ ξανά... σου το υπόσχομαι καρδιά μου» μόλις το άκουσε αυτό η Ρένεσμι έδωσε τα ρέστα της.

Τσιρίζοντας από την χαρά της, παράτησε το τηλέφωνο και άρχισε να απαιτεί να την γυρίσουν σπίτι και μόλις η Άλις την καθησύχασε ότι θα γυρίσουν και ενημέρωσε και τον Τζάσπερ για να κάνει αναστροφή, έβαλε ξανά το τηλέφωνο στο αυτί της και συνέχισε να μας μιλάει χωρίς σταματημό... Αφού είχε εξαντλήσει πια όλες της τις απορίες και την πείσαμε να το κλείσει για να μην ζαλίζουμε τον Τζάσπερ ώστε να τους γυρίσει με ασφάλεια, εκείνη πριν κλείσει μας σταμάτησε.

«Μπαμπούλι;» είπε ναζιάρικα και αμέσως γέλασα σιγανά.

«Ναι καρδιά μου;» της ανταποκρίθηκα απαλά και εκείνη δίστασε για μια στιγμή.

«Μπαμπουλίνοοοο;» είπε πάλι και δεν είχα ιδέα πως κατάφερα να κρατηθώ για να μην γελάσω πιο δυνατά.

«Ναι;;;» απάντησα ξανά.

«Να σταματήσουμε πριν φτάσουμε με την Άλις να πάρουμε πίτσα;...» είπε τελικά και κούνησα το κεφάλι μου απηυδισμένα... «Σε παρακαλώ... η κοιλίτσα μου πεινάει πάρα πολύυυυυυυ» είπε με το ναζιάρικο της ύφος και κοιτάζοντας την Μπέλλα εκείνη μου ανταπέδωσε το βλέμμα κοιτώντας με έντονα στα μάτια καθώς περίμενε την απάντηση μου.

«Άντε καλά αλλά μόνο για σήμερα εντάξει;» της είπε και η Μπέλλα ανασήκωσε τα φρύδια της προκαλώντας με ανοιχτά.

«Εντάξει, εντάξει μόνο για σήμερα σου το υπόσχομαι» είπε εκείνη αμέσως ενθουσιασμένη και μόλις κατάφερα με να κλείσουμε το τηλέφωνο το έβαλα στην άκρη και κοίταξα την Μπέλλα η οποία ακόμα δεν είχε αλλάξει ύφος.

«Είναι ιδέα μου ή σου σε κάνει ότι θέλει;» ρώτησε τελικά και αναστέναξα.

«Και λίγα λες» επιβεβαίωσα και δαγκώνοντας το κάτω χείλος της με κοίταξε πονηρά και εγώ της ανταπέδωσα το βλέμμα με περιέργεια.

«Τότε θα πρέπει να σε προειδοποιήσω»

«Για πιο πράγμα;» την ρώτησα και με κοίταξε με ένα βλέμμα που με έκανε αμέσως να εκραγώ.

«Ότι θα σε κάνουμε να πεις τον δεσπότη Παναγιώτη» είπε και γέρνοντας την προς τον καναπέ, παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά μου τα έβαλα πάνω από το κεφάλι της και συνεχίζοντας το παιχνίδι της την κοίταξα επιβλητικά αλλά εκείνη δεν μάσησε.

«Έτσι ε;;» της ανταπέδωσα και εκείνη αν είναι δυνατών, κάνοντας το βλέμμα της ακόμα πιο προκλητικό συνέχισε να παίζει μαζί μου.

«Μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσε και καλύπτοντας τα χείλια της με τα δικά μου την φίλησα με τόσο πάθος που το σώμα της αμέσως έγινε ένα άκαμπτο τόξο και μόλις το βογκητό της έσπασε το φιλί μας, ανασήκωσα το κεφάλι μου ξανά και την κοίταξα μέσα στα μάτια με όλη την αγάπη που ένιωθα μέσα μου και της απάντησα με βαθιά φωνή.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο ανυπομονώ γι’ αυτό»

~*~*~*~*~*~*~

Αυτά σκεφτόμουν μερικά χρόνια αργότερα και γέλαγα κοιτώντας την οικογένεια μου χωρίς να μπορώ να πιστέψω ότι πράγματι τα είχα καταφέρει... Φυσικά και είπα τον δεσπότη Παναγιώτη... πως άλλωστε να μην τον έλεγα; Όταν ένας άνθρωπος έχει ζήσει την μισή του ζωή ζώντας κάθε μέρα στην κόψη του ξυραφιού πως μπορεί να συμβιβαστεί με σε μια ήρεμη ζωή τόσο εύκολα; Απλά δεν μπορεί, όλο και κάτι θα του λείπει αλλά όταν καθόμουν και αναλογιζόμουν αυτή η ζωή τι θα μου είχε στερήσει τώρα, τότε τα πράγματα γινόντουσαν πιο εύκολα και με την βοήθεια της Μπέλλας μου και φυσικά των κοριτσιών μου τότε όλα γινόντουσαν έτσι όπως ακριβός έπρεπε να ήταν.

Για την Μπέλλα όλα ήταν πολύ πιο εύκολα από ότι για μένα... από την στιγμή που πήρε την απόφαση να μείνει μαζί μας για εκείνην η παλιά ζωή έγινε αμέσως παρελθόν και αρνούμενη να δουλέψει ξανά, έζησε όλα όσα ονειρευόταν να ζήσει πριν γνωρίσει εμένα, με την μόνη διαφορά ότι την ζούσε μαζί μου και ένιωθε ότι δεν της έλειπε τίποτα και πράγματι αν την κοιτούσατε από μια μεριά, θα το καταλαβαίνατε και μόνοι σας... Η ευτυχία που ένιωθε μέσα της αντικατοπτριζόταν σε κάθε της κίνηση, σε κάθε της έκφραση, σε κάθε της λέξη και αυτό με γέμιζε με τόση ικανοποίηση που έκανε την καρδιά μου να νιώθει δυνατή να αντιμετωπίσει τα πάντα.

Όσο για τις άλλες δύο γυναίκες τις ζωής μου, τι θα μπορούσα να πω, ήταν για μένα τα πάντα ένα όνειρο που όποιος μου έλεγε ότι θα υπήρχε περίπτωση να το ζήσω, τότε θα έκανα έναν μήνα να συνέλθω από τα γέλια αλλά όχι τώρα...

Με την Ρένεσμι να μεγαλώνει και να γίνετε ένα απίστευτο παιδί που σε αιχμαλώτιζε και σε έκανε δέσμιο της με μια της και μόνο ματιά, με ένα τετραπέρατο μυαλό που πάντα έπαιρνε άριστα σε όλα της τα μαθήματα, με ένα τεράστιο χαμόγελο η ψυχή του σπιτιού να την κοιτάς και να ανοίγει η καρδιά σου, σε έκανε να μην θες ποτέ να φύγεις από δίπλα της, να θες να μιλάς με τις ώρες μαζί της και να απολαμβάνεις όλα τα καλά της ζωής χωρίς ανάσα...

Και με την Άλις που πλέον ήταν μακριά μας, όχι και τόσο πολύ αλλά για να είμαι ειλικρινής μου στοίχιζε κάπως που δεν ήταν πια στο ίδιο σπίτι, καθώς είχε πλέον παντρευτεί τον έρωτα της ζωής της που δεν την απογοήτευσε αλλά ούτε και εκείνη ποτέ και μαζί κάνανε τρεις υπέροχες κόρες...

Ναι πολύ καλά ακούσατε, εγώ ο Έντουαρντ Κάλεν έγινα και παππούς, ποιος θα μου το έλεγε και θα το πίστευα, εγώ που δεν ήθελα να ακούσω ούτε την λέξη μπαμπά τώρα ακούω την λέξη παππού και κατουριέμαι απάνω μου και ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος, τολμώ να πω ο πιο ευλογημένος άνθρωπος στον κόσμο, μην σας πω ολόκληρου τους σύμπαντος...

Ακόμα και ο πιο πιστός μου φίλος ο Φλικ ήταν εκεί να συμπληρώνει την ευτυχία μας... στα δώδεκα του χρόνια, χωρίς να χάνει στιγμή το απίστευτο ένστικτο του, να είναι δίπλα μας και να μας μοιράζει την αγάπη του και την απίστευτη συντροφικότητα του και να μας προστατεύει με κάθε τρόπο ακόμα και μετά την τύφλωση του ποτέ δεν τα παράταγε, και μόλις ένιωθε κάτι πάντα μας προειδοποιούσε με κάθε τρόπο.

Οι μόνοι που έλειπαν από το σχήμα μας ήταν φυσικά ο Τεό και η Ρόουζ που πραγματικά ήταν για μας μεγάλη απώλεια, αλλά ακόμα και αν μας χωρίζανε πια τόσα χιλιόμετρα, ποτέ δεν χάσαμε την επαφή μας και με την πρώτη ευκαιρία, έστω και τηλεφωνικά και να συνομιλούμε μέσω skype, ήμασταν και πάλι όπως παλιά, να ανταλλάσουμε τα νέα μας και να διασκεδάζουμε κάνοντας ότι βλακεία μας κατέβαινε στο κεφάλι όπως και παλιά, έφτανε να κάνει την απώλεια αυτήν πιο ανεκτική... Φυσικά ακόμα και τώρα η Μπέλλα απορεί πως κατάφερα εγώ και ο Τεό να τα κοιμιάσουμε... αλλά όπως πάντα έλεγα, ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει η ζωή ή ακόμα χειρότερα πως θα σου τα φέρει η ζωή έτσι ώστε να κάνει πράγματα που ούτε ο ίδιος θα πίστευες ποτέ ότι θα τα έκανες.

Είμαι σίγουρος ότι θα αναρωτιέστε αν το μετάνιωσα ποτέ, η απάντηση μου είναι ΟΧΙ και ούτε πρόκειται... πως θα μπορούσα άλλωστε.

Όσο περίεργο και να σας φαίνεται δεν θα μετανιώσω για τίποτα αν και τα περισσότερα από αυτά με πονάνε και με κάνουν να αιμορραγώ ακόμα και τώρα που πλέον έχω ξεφορτωθεί όλα τα σημάδια από το σώμα μου... γιατί μόνο υπερήφανος δεν ένιωθα πια γι’ αυτά... γιατί χωρίς όλα αυτά, δεν θα είχα γνωρίσει εκείνην, χωρίς όλα αυτά δεν θα μου είχε δοθεί ποτέ μια ευκαιρία στην ευτυχία, την ολοκλήρωση, την απέραντη αγάπη που μπορεί ένας άνθρωπος να νιώσει και να πει ότι πράγματι υπάρχει.

Τι άλλο να ζητήσει ένας άνθρωπος περισσότερο από αυτό;... Θέλετε την γνώμη μου;... Τίποτα παραπάνω.

~ Τέλος ~


Extra bonus... Πως θα τελείωνε η ιστορία αν ήταν έργο.

Στην πίσω αυλή του σπιτιού, ο Έντουαρντ, φορώντας μόνο το μαγιό του, στέκεται μπροστά από το γκριλ, κρατώντας μια μπίρα στο ένα του χέρι και μια τσιμπίδα στο άλλο και πεινώντας λίγο από την μπίρα του, ελέγχει και γυρίζει τα κρεατικά που ψήνονται. Το σώμα του δεν έχει κανένα σημάδι.

Ο Φλικ που στέκετε δίπλα του, οσμίζεται την ατμόσφαιρα και γαβγίζει, ο Έντουαρντ γυρίζει τον κοιτάει στοργικά και αφήνοντας την τσιμπίδα που κρατάει στην άκρη, γονατίζει μπροστά του και τον χαϊδεύει πίσω από το αυτί. Ο Φλικ γουργουρίζει παραπονιάρικα.

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Τι είναι γεράκο μου, πείνασες;

Ο Φλικ γαβγίζει μια φορά και ο Έντουαρντ χαμογελώντας, σηκώνετε ξανά και διαλέγοντας την πιο τρυφερή μπριζόλα που ήταν ήδη ψημένη, την κόβει σε πολύ μικρά κομμάτια μέσα σε ένα πιάτο και κρατώντας το στο χέρι του, γονατίζει ξανά και αφού το αφήνει πάνω στο χορτάρι, παίρνει ένα κομμάτι και το βάζει στο στόμα του Φλικ. Ο Φλικ αρχίζει να τον μασάει με δυσκολία και ο Έντουαρντ αναστενάζει καθώς τον χαϊδεύει άλλη μια φορά απαλά στο κεφάλι και κοιτάζει προς την οικογένεια του.

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Πως περνάνε τόσο γρήγορα τα χρόνια;

Γελάει στιγμιαία και γυρίζει την ματιά του προς τον Φλικ. Δεν σταματάει να τον χαϊδεύει.

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Θα πίστευες ποτέ ότι θα με έβλεπες σε αυτήν την θέση;

Ο Φλικ γαβγίζει μια φορά και ο Έντουαρντ γελάει πιο δυνατά ενώ σηκώνετε όρθιος και παίρνοντας ξανά την τσιμπίδα του στο χέρι, συνεχίζει να κάνει ότι και πριν αλλά η ματιά του αρχίζει να ταξιδεύει προς την οικογένεια του.

Πρώτα κοιτάει προς την πισίνα, όπου η Ρένεσμι με την Μπέλλα παίζουν ανέμελες, γελώντας και μετά γυρίζει την ματιά του προς το σημείο όπου η Άλις με τον Τζάσπερ, κάθονται κάτω από την σκιά της ομπρέλας, πάνω σε μια κουβέρτα και παίζουν με την νεογέννητη κόρη τους που είναι μέσα στο πορτμπεμπέ της και τις δίδυμες μεγαλύτερες κατά 2 χρόνια κόρες τους, ενώ κοιτάζονται που και που στα μάτια με λατρεία. Στα χαρακτηριστικά τους αντικατοπτρίζετε όλη η ευτυχία που νιώθουν μέσα τους.

Γυρίζει την ματιά του προς την Μπέλλα και την κοιτάει με όλη του την αγάπη.

(V.O.) Ακούμε τις σκέψεις του.
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Τι άλλο να ζητήσει ένας άνθρωπος περισσότερο από αυτό;

Καθώς βλέπουμε την μισή πλάτη και το μισό πρόσωπο του Έντουαρντ, ο φακός εστιάζει στην Μπέλλα και την Ρένεσμι. Κάνει κοντινό στο πρόσωπο της Μπέλλας μέχρι που στο τέλος βλέπουμε μόνο το μισό πρόσωπο του Έντουαρτ και την Μπέλλα. Εκείνη γυρίζοντας την ματιά της προς τον Έντουαρντ, του χαμογελά ευτυχισμένη και ο Έντουαρντ της το ανταποδίδει.

(V.O.) ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Θέλετε την γνώμη μου;... Τίποτα παραπάνω.

~ Τέλος ~

ESCAPE POLH FANTASMA