Ετικέτες

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η δύναμη της θέλησης "9. Δύο μήνες και κάτι"

Μέσα σε ένα μήνα είχαν αλλάξει τόσα πολλά... από τη μία, όλη η μελέτη που έκανα πάνω στο θέμα της υγείας μου με ταρακούνησε πάρα πολύ και με έκανε να καταλάβω πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση μου ώστε να δω τα πράγματα με το όνομά τους και να τα αντιμετωπίσω πιο ώριμα από πριν, ώστε να καταφέρω να φέρω εις πέρας την αποστολή μου.

Από την άλλη, η Αλίς και ο Έντουαρντ, πήραν το ρόλο τους πιο σοβαρά και δε με αφήναν σε ησυχία... πλέον, με αντιμετωπίζανε πολύ επαγγελματικά και με την παραμικρή μου αντίδραση αμέσως με επαναφέρανε στη θέση μου και με ξυπνάγανε από κάθε μου ξέσπασμα και πείσμα. Ήταν κουραστικό όλο αυτό αλλά νοιαζόντουσαν για το καλό μου, το ήξερα…

Δεν μπορώ να κρυφτώ από τον ίδιο μου τον εαυτό... τα είχα ήδη παίξει τελείως... αλλά όταν έπαιρνα την απόφαση μου, το ήξερα ότι θα ήταν δύσκολα τα πράγματα... φυσικά δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ ότι θα ήταν τόσο δύσκολα... αλλά εγώ είμαι μαθημένη σε δύσκολες καταστάσεις, ψυχή δυνατή, και δε θα τα παρατήσω τώρα.

Ο Έντουαρντ κάθε μέρα γινόταν όλο και χειρότερα... η εξάντληση του πλέον είχε αρχίσει να διαγράφεται στα υπέροχα χαρακτηριστικά του... και αυτό με έκανε να νιώθω ακόμα πιο χάλια... άγρυπνος φρουρός μου, πάλευε να συγκρατεί τα συναισθήματα του και κάθε μέρα στεκότανε δίπλα μου, βράχος, να μου συμπαραστέκεται και να με παρηγορεί σε κάθε μου πόνο.

Οι πόνοι από αυτή την ακινησία όμως κάθε μέρα γινόντουσαν όλο και πιο έντονοι και οι κλοτσιές του μικρού μου όλο και πιο δυνατές... και υπήρχαν στιγμές που σάστιζα τόσο πολύ, που έχανα μέχρι και την αναπνοή μου προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου για να τα αντιμετωπίσω όλα αυτά ταυτόχρονα.

Η Άλις από την άλλη, έκανε ό, τι μπορούσε για να ξεκουράσει τον Έντουαρντ αλλά εκείνος ήταν πολύ πεισματάρης... και όσο περνούσε από το χέρι του, δεν με άφηνε λεπτό, από τον φόβο του μην με αφήσει μόνη μου να το αντιμετωπίσω όλο αυτό... αλλά κάτι μέσα μου με έκανε να νιώθω ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό... αλλά για άλλη μια φορά σιωπούσε.

Δεν είμαι παράλογη... αλλά δεν μπορώ κι όλας να τον αδικήσω... πώς μπορώ να πω κουβέντα γι αυτόν τον άνθρωπο που έχει γίνει χίλια κομμάτια για μένα... αλλά δεν μπορώ να τον βλέπω να υποφέρει σιωπηλά και να μη μοιράζεται μαζί μου τα βάσανα του... από όσο έμαθα από την Άλις, η κατάσταση με την Τάνια και με την μητέρα του είχε αγριέψει... από την άλλη, οι γονείς μου δεν έδιναν σημεία ζωής... και ο χρόνος πέρναγε... και όλο αυτό ήρθε και τον έκανε να σπάσει... μέσα σε ένα μήνα τον κοιτάω καθημερινά και νιώθω ότι περνάει ολόκληρος χρόνος από πάνω του και όχι μόνο μία ημέρα και αυτό με πνίγει.

«Τι κάνει η μελλοντική μας συνάδελφος?» άκουσα τη φωνή του κύριου Μπουρνέτι, του καρδιολόγου μου, από την πόρτα και με απέσπασε απότομα από τις σκέψεις μου... έκλεισα αμέσως το καπάκι του λάπτοπ για να μην δει την έρευνα που έκανα και του χαμογέλασα συνεσταλμένα.

«Αρκετά καλά» του απάντησα θερμά και ερχόμενος κοντά μου έβαλε στην άκρη το τραπεζάκι φαγητού που είχα πάνω το λάπτοπ και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού απαλά, για να μη με τραντάξει και μου χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο που με έκανε να σαστίσω.

Τι περίεργο, αυτό δεν το συνήθιζε ποτέ... τι τον έκανε σήμερα να με πλησιάσει τόσο πολύ???

«Πολύ χαίρομαι για σένα» είπε με μελωδική φωνή και αυτό με έκανε πιο νευρική... ααα, δεν θα τα πάμε καλά σήμερα... έτριξα τα δόντια μου από μέσα μου αλλά δεν αντέδρασα.

«Ήρθατε να με εξετάσετε?» τον ρώτησα με ανάμικτα συναισθήματα για την παρουσία του αυτή την ώρα στο δωμάτιό μου και εκείνος πήρε ένα περίεργο ύφος και με μάλωσε παιχνιδιάρικα όπως θα μάλωνε ένα μικρό παιδί.

«Μπέλαααα... θα σε μαλώσω... γνωριζόμαστε τόσο καιρό και ακόμα μου μιλάς στον πληθυντικό» Ωχ, πού το πάει???

«Εεε…» προσπάθησα να δικαιολογηθώ αλλά δε με άφησε να συνεχίσω.

«Μην ξεχνάς ότι είμαι γιατρός σου... πρέπει να με εμπιστεύεσαι και να μου λες ό, τι σε προβληματίζει» συνέχισε εκείνος μιλώντας πιο ψιθυριστά, γέρνοντας προς το μέρος μου ενώ μου χάιδεψε στιγμιαία με μια απαλή κίνηση τα μαλλιά μου.

Αντανακλαστικά αποτραβήχτηκα από κοντά του στον περιορισμένο χώρο που είχα και εκείνος ισιώνοντας το κορμί του μου χαμογέλασε εγκάρδια χωρίς να τα παρατάει... τι στο καλό???... πάει καλά ο άνθρωπος???... εντάξει μπορεί να μην είμαι έμπειρη σε αυτά... αλλά δεν μπορεί , όλες αυτές οι κινήσεις του να μη δηλώνουν κάτι πονηρό... και το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω... πολύ ευχαρίστως θα τον έστελνα στο διάολο και ακόμα παραπέρα... αλλά αν κάνω λάθος???... τότε είναι που θα γίνω ρεζίλι... και το χειρότερο θα φέρω σε πολύ δύσκολη θέση τον Έντουαρντ.

«Δε μου είπατε τελικά... ήρθατε να με εξετάσετε?» τον ρώτησα ξανά σαστισμένη.

«Πάλι ο πληθυντικός?» με μάλωσε απαλά χαμογελώντας εγκάρδια.

«Πληθυντικός ευγένειας... επιβάλλεται» του απάντησα αυθάδικα μην αντέχοντας άλλο από αυτήν του την επιμονή και εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Άλις και με έσωσε από του χάρου τα δόντια.

«Καλημέρα» είπε εύθυμα και ήρθε κοντά μας.

«Τι κάνει η αγαπημένη μας ασθενής?» ρώτησε κοιτώντας και τους δύο, περιμένοντας μια απάντηση και αναστέναξα με ανακούφιση που επιτέλους βγήκα από τη δύσκολη θέση που με είχε φέρει η συμπεριφορά του γιατρού.

«Δεν πρόλαβα ακόμα να την εξετάσω αλλά πιστεύω ότι έχουμε κάνει άλματα τον τελευταίο μήνα... τι λες και εσύ Μπέλα?»

«Ναι... ναι» είπα ακόμα σαστισμένη και εκείνη τη στιγμή ο μικρός μου έκανε μια τούμπα μέσα μου και βόγκηξα κρατώντας την ανάσα μου και η Άλις αμέσως έπιασε το χέρι μου και με κοίταξε ανήσυχα.

«Όλα καλά» είπα με όσο αέρα μου είχε απομείνει και προσπάθησα να πάρω ήρεμες ανάσες για να καλμάρω τον πόνο που μου προκάλεσε.

«Σίγουρα?» ρώτησε εκείνη ανήσυχη και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου μην έχοντας εμπιστοσύνη στη φωνή μου αλλά δεν την έπεισα, ούτε την καθησύχασα.

«Θες να φωνάξω τον Έντουαρντ?» Και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του έγινα πιο νευρική και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα.

«Δεν είναι τίποτα... ο μικρός έκανε μια τούμπα και τσιτώθηκε η κοιλιά μου» έσπευσα να την καθησυχάσω αλλά δεν την έπεισα και αφήνοντας το χέρι μου έτρεξε προς την γραμματεία για να τον καλέσει χωρίς να μου αφήνει το περιθώριο να αντιδράσω.

«Μάλλον δεν είναι η καλύτερη στιγμή για να σε εξετάσω... θα περάσω κάποια άλλη στιγμή που θα είσαι καλύτερα» είπε αμέσως ο κύριο Μπουρνέτι λίγο νευρικά, καταλαβαίνοντας ότι ο Έντουαρντ δεν θα αργούσε να κάνει την εμφάνιση του και αυτό με έκανε να επιβεβαιώσω τις προηγούμενες μου σκέψεις.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και εκείνος έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο.

«Είσαι καλύτερα?» με ρώτησε η Άλις μπαίνοντας σαν σίφουνας μέσα στο δωμάτιο και αναστέναξα.

«Έλεος, Άλις , ούτε να αναπνεύσω πια δεν μπορώ χωρίς να το κάνεις θέμα... καλά είμαι... ο μικρός τσιτώθηκε και με πόνεσε λίγο, μην το κάνεις ολόκληρο θέμα».

«Σίγουρα?» ρώτησε εκείνη δύσπιστα κοιτώντας με καλά καλά μέσα στα μάτια... με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, δεν μπορούσα να της κρυφτώ... αλλά η παρουσία του Έντουαρντ μου έδωσε το περιθώριο να πάρω παράταση από την ανάκριση της.

«Τι συμβαίνει?» ρώτησε εκείνος ανήσυχος και ήρθε αμέσως δίπλα μου και μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπό μου.

«Τίποτα καρδιά μου...» έσπευσα εγώ να τον καθησυχάσω πριν τον ζαλίσει η Άλις με τις αβάσιμες ανησυχίες της... «ο μικρός τεντώθηκε και με πόνεσε λίγο και η Άλις το έκανε ολόκληρο θέμα» εκείνος γύρισε και την κοίταξε αυστηρά.

«Μη με κοιτάς εμένα έτσι... αν την άκουγες πώς βογκούσε, τι θα έκανες στη θέση μου?» ρώτησε εκείνη υπερασπίζοντας τον εαυτό της και εκείνος ξεφυσώντας πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του... κάτι που συνήθιζε να κάνει κάθε φορά που ήταν στρεσαρισμένος.

«Πόνεσε τόσο πολύ καρδιά μου?» ρώτησε πιο ήρεμα και πλησιάζοντας με μου έδωσε ένα φιλί στα χείλια και μου χάιδεψε τα μαλλιά.

«Πάει, πέρασε... σε παρακαλώ, μην στρεσάρεσαι τόσο... θα καταρρεύσεις στο τέλος» του είπα παρακλητικά, χαϊδεύοντας το μάγουλο του και εκείνος αναστέναξε ενώ φυλάκισε το χέρι μου μέσα στο δικό του και άφησε ένα φιλί στη χούφτα μου αποφεύγοντας να πει οτιδήποτε πάνω στην παράκληση μου.

«Γίνεται χαμός κάτω... πρέπει να φύγω» είπε απολογητικά κοιτώντας με μέ παράπονο και εγώ κατένευσα.

«Πήγαινε καρδιά μου... δεν έχω τίποτα... αλήθεια» του είπα και εγώ ήρεμα χαμογελώντας του γλυκά για να τον αποδεσμεύσω και εκείνος αφού μου έδωσε άλλο ένα τρυφερό φιλί πάνω στα χείλια έφυγε κοιτώντας έντονα την Άλις... ωχ, θα το πλήρωνε πολύ άσχημα αυτό... τι τραβάει η κακομοίρα και αυτή... με μας που έμπλεξε…

«Τώρα λέγε...» είπε αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα χωρίς να δέχεται αντίρρηση «γιατί ήσουν τόσο ανήσυχη όταν μπήκα?»

«Τι θες να σου πω Άλις?» ρώτησα απελπισμένα και εκείνη έσυρε την καρέκλα που ήταν δίπλα στο κρεβάτι μου και την έφερε πιο κοντά μου.

«Τι σου είπε ο κύριο Μπουρνέτι?»

«Τίποτα» είπα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και εκείνη με κοίταξε αυστηρά.

«Μπέλα, δε με ξεγελάς εμένα... λέγε».

«Τίποτα δε μου είπε καλέ ο άνθρωπος... μόλις είχε μπει». Αναστέναξε και κοίταξε για λίγο το πάτωμα σκεπτόμενη την απάντησή μου.

«Καλά... αφού δε θες να μου πεις δε θα σε πιέσω άλλο αλλά…»

«Άλις, πραγματικά μόλις είχε μπει... δεν πρόλαβε καν να με εξετάσει... τι θα μπορούσε να μου πει?»

«Και γιατί έφυγε πριν έρθει ο Έντουαρντ?» ρώτησε καχύποπτα.

«Δεν ξέρω... θα είχε άλλες ασθενείς... είπε ότι θα περάσει αργότερα για να μη με ζορίσει περισσότερο» είπα πάλι αδιάφορα και η Άλις τα παράτησε.

Δεν μπορούσα να της πω για τις υποψίες μου... από όλη την κατάσταση της ακινησίας... τα νεύρα μου και οι ισορροπίες μου ήταν πολύ εύθραυστες και πολλές φορές έφτιαχνα σενάρια εκεί που δεν υπήρχαν... και δεν θα έλεγα τίποτα αν πρώτα δεν σιγουρευόμουν... γιατί ένα τόσο λεπτό θέμα δεν μπορείς να το θέτεις χωρίς αποδείξεις.

Όλη η ημέρα κύλησε ομαλά... συνέχισα να διαβάζω και να κάνω την έρευνά μου και τη στιγμή που μπήκε ξανά ο κύριος Μπουρνέτι ξαφνιάστηκα.

«Η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη, δε λένε?» με πείραξε και αμέσως έκλεισα το καπάκι του λάπτοπ και τον κοίταξα με περιέργεια.

«Αν δεν έχεις όμως τίποτα άλλο να κάνεις σε βοηθάει να ξεχνιέσαι» του ανταπάντησα και χαμογέλασε επαγγελματικά... είδες μόνο στο μυαλό σου ήταν... επέπληξα τον εαυτό μου και χαλάρωσα.

Εκείνος έκανε όλο τον απαραίτητο έλεγχο όπως πάντα και πριν φύγει, σταμάτησε για να συμπληρώσει το διάγραμμα μου χωρίς να με κοιτάει.

«Έχεις κάνει πάρα πολύ καλή πρόοδο... συνέχισε έτσι» είπε μόνο χαμογελώντας μου και πάλι επαγγελματικά.

«Σας ευχαριστώ» του ανταποκρίθηκα εγώ και έφυγε... πόσο θέλει να με τρελάνει???... αναρωτήθηκα άλλα δεν έδωσα περισσότερη σημασία... συνέχισα πυρετωδώς το διάβασμα μου και τα άφησα όλα πίσω μου.

«Τι κάνει η γυναίκα της ζωής μου?» άκουσα τη γλυκιά του φωνή και αμέσως χαμογέλασα και κλείνοντας το καπάκι του λάπτοπ τράβηξα το τραπέζι του φαγητού πιο μακριά μου και του ανταποκρίθηκα.

«Της λείπει ο άντρας της ζωής της» και άνοιξα τα χέρια μου για να έρθει στην αγκαλιά μου.. λέμε τώρα.

Εκείνος αμέσως δέχτηκε την πρόσκληση μου και καθώς έκατσε όσο πιο άκρη μπορούσε στο κρεβάτι έγειρε κοντά μου και με φίλησε στο στόμα βάζοντας τα χέρια του να ακουμπήσουν αριστερά και δεξιά από το σώμα μου ώστε να μη με πλακώσει καθόλου. Ήξερε την επικινδυνότητα της κατάστασης.

Εγώ τύλιξα τα χέρια μου γύρω του και βάθυνα αμέσως το φιλί μας και εκείνος μου ανταποκρίθηκε... μου είχε λείψει τόσο πολύ…τα χείλια μας είχαν πάρει φωτιά και ο αέρας λιγόστευε αλλά κανείς από τους δύο μας δεν ήθελε να σπάσει αυτή την επαφή μέχρι που ο μικρός με κλότσησε και εγώ άφησα ένα γελάκι πάνω στα χείλια του.

«Τι συμβαίνει?» ρώτησε κοιτώντας με, με περιέργεια στα μάτια.

«Κάποιος εκεί κάτω μάλλον άρχισε να ζηλεύει» του απάντησα και γέλασε δυνατά ακουμπώντας το μέτωπο του πάνω στο δικό μου.

«Μου έλειψες» είπε μέσα από τον αναστεναγμό του και του χάιδεψα ήρεμα το πρόσωπο του. Κουρασμένος κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω πολλά στην κατάστασή μου για να τον βοηθήσω.

«Και εμένα καρδιά μου» του είπα με βαθιά φωνή και εκείνος, αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπο μου σηκώθηκε από το κρεβάτι και έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου.

«Πώς ήταν η μέρα σου?» ρώτησε κρατώντας το χέρι μου ευλαβικά μέσα στα δύο δικά του.

«Ήρεμη... ξέρεις, τα ίδια».

«Δεν έχει κανένα συνταρακτικό κουτσομπολιό σήμερα?» ρώτησε παιχνιδιάρικα και γέλασα.

«Μπααα... άσε που δεν τους έδωσα και πολύ σημασία γιατί η Ρόζαλι μου έστειλε σήμερα κάτι καινούργιες σημειώσεις και αφαιρέθηκα με το διάβασμα».

«Τίποτα καλό?»

«Μμχχμμ... έχουν ανέβει σε πιο ψιλό επίπεδό και δεν μου ήταν εύκολο να τα κατανοήσω απόλυτα».

«Θες να σε βοηθήσω?»

«Και αύριο μέρα είναι... πήγαινε να ξεκουραστείς σε παρακαλώ... δεν μπορώ να σε βλέπω τόσο κομμάτια» έκανα μια προσπάθεια αλλά όπως συνήθως πήγε στο βρόντο... το χειρότερο ήταν που ξύπναγα μέσα στο βράδυ και τον έβλεπα να κοιμάται στην καρέκλα, ακουμπώντας το κεφάλι του πάνω στο κρεβάτι... την άλλη μέρα σερνόταν στην κυριολεξία.

«Λέω να κάτσω εδώ σήμερα».

«Έντουαρνττττ» γκρίνιαξα εγώ αλλά με έκοψε αμέσως.

«Μπέλα, δε θα λέμε τα ίδια και τα ίδια» είπε εκείνος αυστηρά και εγώ ξεφύσησα.

«Έχεις φάει τίποτα?»

«Ναι... είχε μαγειρέψει η Άλις και έφαγα πριν φύγω από το σπίτι... όταν πήγα να κάνω ένα ντουζ».

«Καρδιά μου» έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια αλλά εκείνος έσκυψε το κεφάλι του και το άφησε να ακουμπήσει πάνω στο χέρι μου κοιτώντας προς την πόρτα.

«Σε παρακαλώ Μπέλα... μου λείπεις πάρα πολύ... γιατί δεν το καταλαβαίνεις?»

«Και μένα μου λείπεις καρδιά μου... αλλά στο τέλος θα καταρρεύσεις... αυτό θες?»

«Δεν παθαίνω τίποτα» είπε εκείνος και πριν προλάβω να αντιδράσω μπήκε με φόρα μέσα ο κύριος Μπουρνέτι και μόλις τον είδε κοκάλωσε αλλά μάζεψε αμέσως τον εαυτό του και βρίσκοντας την ψυχραιμία του, τον κοίταξε και απευθύνθηκε σε εκείνον.

«Ααα , Έντουαρντ εδώ είσαι?» ρώτησε ήρεμα

«Ναι Βικτόριο... έλα μέσα... έγινε τίποτα?» τον ρώτησε με την σειρά του ο Έντουαρντ και σήκωσε το κεφάλι του για να τον βλέπει καλύτερα.

«Όχι , τίποτα το ανησυχητικό... είχα περάσει πριν και την εξέτασα... τα πάει πάρα πολύ καλά δεδομένου της κατάστασης της».

«Ναι, το είδα και εγώ πριν στο διάγραμμα της».
«Με ήθελες κάτι?» ρώτησε το γιατρό με σοβαρό ύφος.

«Όχι... τελείωσα τη βάρδια μου και πέρασα απλά να δω πως είστε» είπε εκείνος αδιάφορα.

«Ααα... οκ... καλά είμαστε, ευχαριστούμε» του ανταποκρίθηκε ο Έντουαρντ ζεστά και εκείνος κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά έκανε να φύγει.

«Μη σας κουράζω άλλο... καλό βράδυ... θα τα πούμε αύριο» τόνισε αλλά πάντα κοιτώντας εκείνον και αυτό με έκανε να ταραχτώ γιατί κάτι μου έλεγε ότι το τόνισε περισσότερο για μένα, παρά για εκείνον... γιατί απέφευγε να με κοιτάξει?...τι στο καλό θέλει από τη ζωή μου?... δεν μπορώ να καταλάβω.

Μόλις έφυγε, ο Έντουαρντ γύρισε και με κοίταξε με απορία... και εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου... δε μου αρέσουν καθόλου όλα αυτά... αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτα γι αυτό και έτσι άφησα τη βραδιά μας να κυλήσει ομαλά…

Είχαν περάσει δύο μέρες και συνεχιζόταν το ίδιο σκηνικό... ο κύριο Μπουρνέτι ερχόταν θα έλεγα πιο συχνά από ό, τι συνήθιζε... με εξέταζε και έφυγε χωρίς να κάνει καμία άλλη κίνηση... αλλά εγώ, για κάποιον λόγο, δεν μπορούσα να μην σκέφτομαι ότι κάπου αποσκοπούσε όλο αυτό, μέχρι που ένα βράδυ επιβεβαιώθηκαν όλες μου οι υποψίες…

Είχα κουραστεί πάρα πολύ από την πολύωρη μελέτη μου και κλείνοντας τα φώτα είχα κλείσει τα μάτια μου για να χαλαρώσω μέχρι που η πόρτα μου άνοιξε σιγανά. Μισάνοιξα τα μάτια μου με απορία να δω ποιος είχε έρθει... ο Έντουαρντ σήμερα είχε πάει να κοιμηθεί στο σπίτι της Άλις μετά από πολύ επιμονή από μέρους μου και η Άλις, που υποτίθεται είχε βάρδια, είχε μια έκτακτη γέννα και ήταν στο χειρουργείο... με τα φώτα πίσω από την πόρτα δεν μπορούσα να διακρίνω ποιος είχε μπει στο δωμάτιο μου... και ο ίδιος δε μίλαγε και αυτό με έκανε πολύ νευρική... τη στιγμή που έκλεινε τη συρόμενη πόρτα όμως παρατήρησα ότι δεν υπήρχε καμία νοσοκόμα στο γραφείο που ήταν απέναντι από το δωμάτιο μου και αυτό έκανε τους σφυγμούς μου να αυξηθούν... με μια ήρεμη κίνηση, έσυρα το χέρι μου για να πιάσω το κοντρόλ για να ανοίξω τα φώτα και να χτυπήσω το κουμπί της νοσοκόμας για να έρθει κάποιος κοντά μου αλλά εκείνος με πρόλαβε.

«Όχι τόσο γρήγορα ομορφούλα» είπε με ψιθυριστή φωνή και έπιασε το χέρι μου για να με σταματήσει. Κοκάλωσα από αυτή την κίνηση αλλά το ξεπέρασα αμέσως.

«Ποιος είσαι?... τι θες από μένα?» ρώτησα εξαγριωμένη αλλά εκείνος γέλασε με ένα σατανικό γέλιο που με έκανε να τρέμω ολόκληρη... αντανακλαστικά, έπιασα την κοιλιά μου από το φόβο μου με το ελεύθερο μου χέρι και εκείνος πιάνοντας το, το έβαλε μαζί με το χέρι που μου κρατούσε ήδη πάνω από το κεφάλι μου και συγκράτησε και τα δύο μου χέρια εκεί με το ένα του χέρι ενώ με το άλλο του κατέβασε το σεντόνι που με κάλυπτε.

«Άφησε με... τι κάνεις εκεί?» ούρλιαξα προσπαθώντας να μην κουνηθώ για να μην επιβαρύνω την κατάστασή μου... και φυσικά εκείνος το ήξερε ‘ότι αυτό θα έκανα και το εκμεταλλεύτηκε.

Κάλυψε τα χείλια μου με τα δικά του για να μην μπορέσω να αντιδράσω και έβαλε το χέρι του πάνω στο φύλο μου και παραμερίζοντας το εσώρουχο μου, άρχισε να το τρίβει... δεν άντεξα άλλο και προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήταν μάταιο... οι κινήσεις μου με έκαναν να πονάω και τα αναφιλητά μου δεν τον συγκινούσαν καθόλου... με μανία προσπαθούσε να με κατακτήσει και εγώ ούρλιαζα κάτω από το στόμα του που με φιλούσε και προσπαθούσα να ξεφύγω... δεν ήξερα τι να κάνω... ήμουν σε απόγνωση αλλά δεν θα το άφηνα έτσι... κάποια στιγμή το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς και τότε άρπαξα το κάτω χείλος του και το δάγκωσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει... εκείνος ούρλιαξε και βγάζοντας το χέρι του από μέσα μου, προσπάθησε να με απαγκιστρώσει από πάνω του αλλά εγώ δεν του έκανα τη χάρη... μέχρι που μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι και τότε αυτόματα άνοιξα το στόμα μου και εκείνος ίσιωσε το κορμί του για να ελέγξει τον πόνο του.

«Τσούλα!» είπε μόνο αλλά πριν προλάβει να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του, άρπαξα το κοντρόλ και πάτησα τυφλά ό, τι κουμπί υπήρχε πάνω σε αυτό και ταυτόχρονα ούρλιαξα με όση δύναμη είχα μέσα μου.

«Βοήθειααααααα!!!» Εκείνος προσπάθησε να μου πάρει το κοντρόλ από τα χέρια και ταυτόχρονα να μου κλείσει και το στόμα αλλά ήταν αργά... τα φώτα άνοιξαν και κάποια περίεργη κίνηση και φασαρία ακούστηκε από το διάδρομο που αμέσως με έκανε να νιώσω ασφάλεια. Θα γλίτωνα επιτέλους από αυτόν τον… μόλις τον είδα σταμάτησε η καρδιά μου.
«Εσύ?» ρώτησα ξέπνοη κοιτώντας τον σοκαρισμένη χωρίς να ξέρω τι να κάνω.

«Θα μου το πληρώσεις αυτό, παλιό βρόμα... δεν ξέρεις με ποιον τα έβαλες» είπε απειλητικά και ανοίγοντας την πόρτα εξαφανίστηκε.

Έμεινα να κοιτάω την πόρτα ακόμα ξέπνοη και σοκαρισμένη μέχρι που κόσμος μπήκε μέσα στο δωμάτιο μου και άρχισαν τις ερωτήσεις απανωτά. Δεν είχα σκοπό να μιλήσω σε κανέναν άγνωστο. Μόνο ο Έντουαρντ μπορούσε να με βοηθήσει να το αντιμετωπίσω.

«Θέλω τον Έντουαρντ» είπα ξεψυχισμένα μόνο, μην μπορώντας ακόμα να αντιδράσω από το σοκ και μόλις ένιωσα κάποιος να με ακουμπά, ξέσπασα φωνάζοντας.

«Μη με ακουμπάτε...» ούρλιαξα και πήγα να του ξεφύγω «μη με ακουμπάτε» φώναζα και σπάραζα και τα χέρια της Άλις βρέθηκαν γύρω μου, με ακινητοποίησαν και απαίτησε να ανοίξω τα μάτια μου.

«Άλις» είπα πνιγμένα μόλις διαπίστωσα την παρουσία της και εκείνη με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της.

«Σσς... όλα θα πάνε καλά καρδιά μου, όλα θα πάνε καλά» έλεγε εκείνη για να με καθησυχάσει αλλά εγώ ήμουν πολύ φοβισμένη για να μπορέσω να το ακούσω.

«Γιατί?» σπάραζα στην αγκαλιά της μέσα από τα αναφιλητά μου «γιατί εμένα?» έλεγα ξανά και ξανά μέχρι που το μαύρο πέπλο της αναισθησίας ήρθε και με τύλιξε στην αγκαλιά του και με έκανε να ξεχάσω όλο τον πόνο που ένιωθα στην ψυχή και το σώμα μου.

ESCAPE POLH FANTASMA