Άνοιξα τα μάτια μου διστακτικά και κοίταξα γύρω μου... απόλυτο σκοτάδι εκτός από το ελάχιστο φως του φεγγαριού που τρύπωνε από το παράθυρο. Ήμουν στο δωμάτιό μου αλλά κάτι ένιωθα να με πλακώνει πάνω στο στήθος μου. Κατέπνιξα τον πανικό που άρχισα να αισθάνομαι.
«Έντουαρντ» ψιθύρισα με βραχνή φωνή και άρχισα να τον ψάχνω μέσα στο δωμάτιο αλλά δεν τον έβλεπα πουθενά... και μια περίεργη αγωνία άρχισε να με κατακλύζει.
Ένιωθα παγιδευμένη μέσα στο ίδιο μου το σώμα... δεν ξέρω γιατί, αλλά ακόμα και η κίνηση του χεριού μου με έκανε να αγκομαχήσω... προσπάθησα να κουνήσω τα δάχτυλά μου και έβρισκα αντίσταση και στην παραμικρή κίνηση ... τι μου συμβαίνει?... σκέφτηκα και ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλια μου.
«Έντουαρντ» κλαψούρισα και τα μάτια μου θόλωσαν, δεν μπορούσα να δω τίποτα μπροστά μου... μα πού πήγαν όλοι?... γιατί με εγκατέλειψαν? τι μου συμβαίνει? Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ανεξέλεγκτα…
«Καρδιά μου» άκουσα τη φωνή του και αμέσως άρχισα να τον ψάχνω με τη ματιά μου… αλλά τα μάτια μου ακόμα ήταν πολύ θολά για να δω το πρόσωπό του και το χέρι μου δεν συνεργαζόταν για να το απλώσω σε μια προσπάθεια να τον αγγίξω, να τον αισθανθώ πλάι μου.
«Έντουαρντ» επανέλαβα μέσα από τους λυγμούς μου και τα χέρια του τυλίχτηκαν τρυφερά γύρω μου.
«Όλα είναι καλά καρδιά μου... όλα είναι καλά» ψιθύρισε με απαλή φωνή θέλοντας να με καθησυχάσει.
«Δεν μπορώ να κουνηθώ» κλαψούρισα και εκείνος χαϊδεύοντας το πρόσωπο μου με καθησύχασε και πάλι .
«Σε είχαμε ναρκωμένη καρδιά μου, γι αυτό... δεν έχει περάσει η επήρεια των φαρμάκων... όσο περνάει η ώρα θα νιώθεις καλύτερα, θα δεις. Το μούδιασμα είναι από την επήρεια, θα περάσει σε λίγο» έλεγε και ένιωθα να πνίγονται οι λέξεις στο λαιμό του. Μα… τι συνέβαινε?
«Έντουαρντ, κλαις?» ρώτησα και προσπάθησα να βγω από τη θολούρα που με έπνιγε και να δω το πρόσωπό του.
«Όλα είναι καλά καρδιά μου... όλα είναι καλά» επαναλάμβανε μόνο και με χάιδευε με απαλές κινήσεις πάνω στο πρόσωπο μου δίνοντας μου ταυτόχρονα διάσπαρτα φιλιά στο μέτωπο μου.
Οι αντοχές μου με εγκαταλείπανε σιγά, το αισθάνθηκα ότι και πάλι θα χανόμουν και το σκοτάδι για άλλη μια φορά ήρθε να με πάρει.
Μετά από λεπτά? Ώρες? Μέρες?... δεν ξέρω, τα μάτια μου άρχισαν και πάλι δειλά να ανοίγουν και η αναπνοή μου ένιωθα να γίνετε όλο και πιο εύκολη.
Πετάρισα για λίγο τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου.
«Καρδιά μου?» άκουσα τη φωνή του και αμέσως γύρισα τη ματιά μου προς το μέρος του.
«Έντουαρντ?» ρώτησα με βαθιά φωνή και ο λαιμός μου με έτσουξε.
«Εδώ είμαι καρδιά μου... εδώ είμαι, μην ανησυχείς» είπε και ήρθε κοντά μου διστακτικά.
«Γιατί είσαι τόσο μακριά?» τον ρώτησα με απορία και μου χαμογέλασε με ανακούφιση και αμέσως ήρθε και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να μου χαϊδεύει ήρεμα τα μαλλιά μου.
«Εδώ είμαι καρδιά μου... μη μου ανησυχείς» επανέλαβε και αναστέναξα.
«Ο λαιμός μου» κατάφερα μόνο να πω και με κοίταξε με αγωνία.
«Θες λίγο νερό?» με ρώτησε ήρεμα και εγώ κατένευσα.
Ανασηκώθηκε και αφού γέμισε ένα ποτήρι με νερό από την κανάτα που ήταν στο κομοδίνο, το έφερε κοντά μου και περνώντας το χέρι του πίσω από το κεφάλι μου με βοήθησε να ανασηκωθώ απαλά και ήπια γουλιά, γουλιά λίγο από το νερό που μου πρόσφερε.
«Φτάνει τόσο?» με ρώτησε και κατένευσα και πάλι και μόλις άφησε το ποτήρι πάνω στο κομοδίνο, με άφησε και πάλι σιγά στην αρχική μου θέση.
«Γιατί είσαι ανήσυχος?» τον ρώτησα με περιέργεια και εκείνος γέρνοντας κοντά μου, μου έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπό μου χωρίς να μιλήσει για λίγο.
«Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι?» με ρώτησε ήρεμα κοιτώντας με σταθερά στα ματιά και εγώ ένωσα τα φρύδια μου σε μια ίσια γραμμή και προσπάθησα να σκεφτώ τι ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν.
Αυτό που θυμόμουν αμυδρά ήταν ότι ήμουν κουρασμένη και ότι είχα κλείσει τα φώτα για να κοιμηθώ.
«Δεν είμαι σίγουρη…» ξεκίνησα και προσπάθησα πάλι να θυμηθώ καλύτερα, «αυτό που θυμάμαι είναι ότι έσβησα τα φώτα γιατί είχαν κουραστεί τα μάτια μου από τον υπολογιστή και μετά…» έκανα μια παύση και ξανά προσπάθησα.
«Μετά?» ρώτησε εκείνος ήρεμα χωρίς να σταματάει να με χαϊδεύει απαλά και εγώ κοίταξα για λίγο το κενό για να αναδιοργανώσω τις σκέψεις μου και τότε όλα ξεκαθαρίστηκαν μέσα στο μυαλό μου και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.
«Πες μου ότι δεν είναι αλήθεια... το παιδί» φώναξα και αντανακλαστικά αμέσως έπιασα την κοιλιά μου και κοίταξα το μηχάνημα που μέτραγε τους παλμούς του... και μόλις είδα την χαρακτηριστική πράσινη γραμμή να ανεβοκατεβαίνει, πήρα μια βαθιά ανάσα και έκλεισα τα μάτια... αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχυθούν χωρίς να μπορέσω να ελέγξω την ένταση μου.
«Σσσς... μωράκι μου... ηρέμησε αγάπη μου... όλα είναι καλά» προσπάθησε να με παρηγορήσει και πάλι και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω μου με κράτησε σφιχτά απάνω του. Εγώ μαγκώθηκα από το λαιμό του προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου.
«Γιατί?» ρώτησα με παράπονο και ένιωσα τα δάκρυα του να μουσκεύουν τον λαιμό μου.
«Ηρέμησε καρδιά μου, σε παρακαλώ» προσπάθησε πάλι και εγώ κατένευσα και προσπάθησα πολύ σκληρά να βρω και πάλι την αυτοκυριαρχία μου για να μην κάνω την κατάσταση μου χειρότερα.
«Το μωρό είναι καλά?» ρώτησα μέσα από του λυγμούς μου και εκείνος με κοίταξε στα μάτια σοβαρός.
«Είναι πολύ καλά... δε θέλω να ανησυχείς για τίποτα... όλα είναι καλά» είπε ήρεμα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και έσφιξα τα χέρια μου για άλλη μια φορά γύρω του για να τον φέρω πιο κοντά μου... τον είχα τόσο ανάγκη και εκείνος δε μου το αρνήθηκε.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχαμε μείνει έτσι... το μυαλό μου είχε κολλήσει, δεν ήξερα τι να σκεφτώ... μου φαινόταν απίστευτα αυτά που ερχόντουσαν στη μνήμη μου… τι είχα ζήσει… εκείνος δεν μίλαγε... με άφηνε να βρω ξανά τις ισορροπίες μου υπομονετικά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου τρυφερά ενώ άφηνε διάσπαρτα φιλιά πάνω στο λαιμό μου για να με καθησυχάσει.
Κάποια στιγμή με κοίταξε μέσα στα μάτια διαβάζοντας τα συναισθήματα μου και για λίγο αυτό με τάραξε.
«Μη φύγεις» τον παρακάλεσα και τα χέρια μου έσφιξαν απάνω στο πουκάμισο του με όλη μου τη δύναμη από την αγωνία μου μην φύγει και εκείνος έγειρε και με φίλησε πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου ήρεμα.
«Δε θα πάω πουθενά καρδιά μου... δε θα σε αφήσω μόνη σου... μη μου ανησυχείς». Κατένευσα και άφησα την ανάσα που κράταγα όλη αυτή την ώρα να βγει βίαια από το στήθος μου και ακούμπησα πάνω στο στερνό του ανακουφισμένη.
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και αμέσως όλο μου το κορμί άρχισε να τρέμει και αντανακλαστικά έσφιξα τον Έντουαρντ με περισσότερη δύναμη απάνω μου ενώ από τα χείλια μου ξέφυγε ένα λυγμός.
«Σσς... καρδιά μου, ηρέμησε... εγώ είμαι εδώ» έλεγε ήρεμα εκείνος αλλά αυτό δεν με βοηθούσε αυτή τη στιγμή.
«Συγγνώμη δόκτορ Κάλεν... αλλά πρέπει να της πάρουμε αίμα» είπε μια γυναικεία φωνή και εγώ τότε ξέσπασα.
«Όχι... όχι» φώναζα και μαγκώθηκα απάνω του προσπαθώντας να τον κρατήσω κοντά μου «δε θα με ακουμπήσει κανείς» ούρλιαζα και ο Έντουαρντ δεν ήξερε τι να κάνει για να με ηρεμήσει.
«Ηρέμησε καρδιά μου, σε παρακαλώ... μην ταράζεσαι... δεν θα αφήσω κανέναν να σε αγγίξει, σου το υπόσχομαι» έλεγε εκείνος αλλά εγώ δεν μπορούσα να ηρεμήσω... δεν εμπιστευόμουν κανέναν άλλον εκτός τον Έντουαρντ και την Άλις.
«Δε θέλω να με ακουμπήσει κανείς» είπα σπαρακτικά και εκείνος αναστέναξε.
«Σουζάνα, άφησε μας μόνους μας σε παρακαλώ... θα της πάρω εγώ αίμα και θα σε φωνάξω να έρθεις να το πάρεις».
«Μάλιστα δόκτορ» αποκρίθηκε εκείνη, αφήνοντας τη σύριγγα σε ένα μικρό πλαστικό κουτάκι στο κομοδίνο δίπλα μας.
Όσο ήταν κοντά μας, εγώ την κοίταγα εχθρικά και εκείνη κοίταξε τον Έντουαρντ με πόνο στα μάτια πριν φύγει... είχα αρχίσει να γίνομαι αλλόφρων αλλά δεν μπορούσα να το ελέγξω... στο μυαλό μου γύριζε ξανά και ξανά η σκηνή που είχε διαδραματιστεί και δεν ήξερα τι να κάνω για να το αντιμετωπίσω... από τη μια, ήξερα πολύ καλά ότι με το να είμαι νευρική και τσιτωμένη το μόνο που κατάφερνα ήταν να κάνω περισσότερη ζημιά στην υγεία μου και πάνω από όλα στο μωρό αλλά από την άλλη, μου ήταν αδιανόητο αυτό που είχε συμβεί... πώς μπόρεσε να μου κάνει κάτι τέτοιο???... ούρλιαζα μέσα μου και τα δάκρυά μου για άλλη μια φορά άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα κάνοντας το όλο μου το κορμί να σπαρταράει μέσα στα χέρια του Έντουαρντ... δεν μπορούσα να το διαχειριστώ... ήταν τόσο πολύ όλο αυτό για μένα που φοβόμουνα… φοβόμουνα πάρα πολύ ότι έχανα το μυαλό μου... φοβόμουνα ότι δεν θα μπορούσα να το σταματήσω και ότι θα έκανα περισσότερο κακό στο μωρό μου... Χριστέ μου, δώσε μου δύναμη να το ξεπεράσω... δώσε μου δύναμη να το σβήσω από το μυαλό μου... μα πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό???
«Μπέλα μου, κοίτα με στα μάτια σε παρακαλώ» άκουσα την πνιγμένη του φωνή να με καλεί αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω... δεν ήξερα τι να κάνω... τα είχα χάσει τελείως.
«Πώς μπόρεσε» κατάφερα μόνο να εξωτερικεύσω και εκείνος προσπάθησε με όποιο τρόπο μπορούσε να με κάνει να βρω ξανά την λογική μου.
Τα λόγια του είχαν πια στερέψει... τα χάδια του όσο πέρναγε η ώρα γινόντουσαν όλο και πιο μουδιασμένα... είχε ξεπεράσει τον εαυτό του... και ο ίδιος μαζί με μένα τα είχε πλέον χάσει και δεν ήξερε τι άλλο να κάνει για να με ηρεμήσει... με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά του με την ελπίδα αυτό να είναι αρκετό.
Ένα γύρισμα του μικρού μου ταραχοποιού με έκανε να βογκήξω και αυτό έκανε το ξέσπασμα μου χειρότερο... έκλαιγα σπαραχτικά πάνω στον ώμο του και τότε δεν είχε άλλη επιλογή... φώναξε την κοπέλα που ήταν στον διάδρομο και της ζήτησε να φέρει άλλη μια ηρεμιστική... και εκείνη υπάκουσε αμέσως... ο χρόνος... ο τόπος... όλα γύρω μου είχαν αλλοιωθεί... δεν ήξερα τι να κάνω... προσπαθούσα πολύ σκληρά να βρω το δρόμο της λογικής και της ισορροπίας για να ηρεμήσω για το μωρό μου... να ηρεμήσω για μένα και την κατάσταση μου αλλά όλο αυτό ήταν τόσο πολύ για μένα... δεν μπορούσα άλλο... οι αντοχές μου με είχαν εγκαταλείψει... και το ξέσπασμα μου, όσο περνούσε η ώρα, γίνονταν όλο και πιο έντονο... μέχρι που η επίδραση των φαρμάκων άρχισε να με επιδρά πάνω μου και τότε όλα σκοτείνιασαν για άλλη μια φορά…
Ένας απότομος βήχας με έπνιξε και άνοιξα τα μάτια μου απότομα για να βρω την αναπνοή μου... δύο χέρια με συγκράτησαν και προσπάθησαν να με κάνουν να γυρίσω για να πάρω ανάσα αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν και αντέδρασα πάνω στην απελπισία μου και προσπάθησα να φωνάξω αλλά το πνίξιμο στο λαιμό μου έγινε χειρότερο και τρόμαξα.
«Μπέλα μου... προσπάθησε να πάρεις ανάσα» άκουγα τη φωνή της Άλις και αμέσως ακινητοποιήθηκα και αφέθηκα στα χέρια της για να με καθοδηγήσει και μόλις ξαναβρήκα την ανάσα μου, άνοιξα τα μάτια μου και την αντίκρισα μπροστά μου να προσπαθεί να με ηρεμήσει τρίβοντας την πλάτη μου με απαλές κινήσεις έχοντας με στο πλάι.
«Άλις?» κλαψούρισα και εκείνη με έκανε μια αγκαλιά .
«Σσς... καρδιά μου, εδώ είμαι, όλα θα πάνε καλά... προσπάθησε να πάρεις ήρεμες αναπνοές» με καθοδηγούσε αλλά εγώ προσπαθούσα να βρω τον Έντουαρντ στο χώρο γύρω μου. Τον χρειαζόμουν. Πώς θα άντεχα χωρίς αυτόν?
«Ο Έντουαρντ?» ρώτησα τρομοκρατημένη.
«Έχει χειρουργείο καρδιά μου... μόλις τελειώσει θα έρθει αμέσως... προσπάθησε να παραμείνεις ήρεμη σε παρακαλώ» παρακάλαγε με ένταση και αμέσως ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Το μωρό?» φώναξα και κάρφωσα τη ματιά μου στην οθόνη που μέτραγε τους σφυγμούς του.
«Είναι μια χαρά καρδιά μου... είναι μαχητής σαν και σένα... αλλά θέλει τη βοήθεια σου» είπε εκείνη καθησυχαστικά δηλώνοντας ανοιχτά ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Τι συμβαίνει?» τη ρώτησα ευθέως κοιτώντας την με αγωνία στα μάτια.
«Ηρέμησε καρδιά μου... δεν είναι ώρα να τα συζητάμε αυτά... προσπάθησε να βρεις και πάλι τις ισορροπίες σου και θα το συζητήσουμε όταν θα είσαι έτοιμη... ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σου κρύψω τίποτα... αλλά σε διαβεβαιώνω ότι όλα είναι ελεγχόμενα... προσπάθησε να βρεις τις ισορροπίες σου και όλα θα πάνε καλά» με παρακάλεσε και συνήνεσα για να μην επιβαρύνω άλλο την κατάσταση μου όποια και να ήταν αυτή... δεν ήταν καιρός για πείσματα... έπρεπε να ξαναβρώ τη λογική μου... όποιος και να ήταν ο σκοπός του εγώ δεν θα τον άφηνα να τον εκπληρώσει... έφτασα με μεγάλο κόπο ως εδώ... δε θα αφήσω έναν διεστραμμένο να μου στερήσει ό, τι με τόσο κόπο είχα κερδίσει μέχρι στιγμής.
Έπαιρνα ήρεμες αναπνοές κοιτώντας την οθόνη του μηχανήματος που μετρούσε τους παλμούς του μωρού μου έχοντας σταθερό το χέρι μου πάνω στην κοιλιά μου χωρίς να το κουνάω για να μην επιβαρύνω τη ρωγμή και η Άλις με απαλές κινήσεις συνέχιζε να μου τρίβει την πλάτη επιβραβεύοντας με κάθε λίγο και λιγάκι για την ωριμότητα που έδειχνα βάζοντας πάνω από όλα το μωρό μου από τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν από εκείνην την άγρια επίθεση. Πριν περάσει πολύ ώρα ο Έντουαρντ ήρθε κοντά μας πολύ νευρικός και τον κοίταξα με πόνο στα μάτια.
«Έντουαρντ?» είπα με πνιγμένη φωνή και ήρθε δίπλα μου και μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπό μου.
«Εδώ είμαι καρδιά μου... μη μου κλαις, εδώ είμαι» είπε και εκείνος με πνιγμένη φωνή, προσπαθώντας πολύ σκληρά να συγκρατήσει το δικό του ξέσπασμα.
«Πες μου τι συμβαίνει... έκανα κακό στο μωρό?» ζήτησα την αλήθεια παρακλητικά και εκείνος κοίταξε στιγμιαία την Άλις και αναστέναξε αλλά δεν μου αρνήθηκε και μου απάντησε.
«Το μωρό είναι μια χαρά... η ρωγμή άνοιξε περισσότερο... αλλά ακόμα είναι σε φυσιολογικά πλαίσια... μην ανησυχείς καρδιά μου... και μην κατηγορείς τον εαυτό σου άδικα... αν ήταν άλλη στη θέση σου, τώρα θα ήταν πολύ χειρότερα... δεν μπορείς να φανταστείς πόσο υπερήφανος είμαι για σένα... είσαι πολύ δυνατή γυναίκα».
«Αλλά?» ρώτησα νιώθοντας ότι πίσω από τα λόγια του κρυβόταν και κάτι άλλο.
«Δεν έχει αλλά Μπέλα μου... θα κάνουμε ό, τι καλύτερο μπορούμε όλοι μας και θα αντιμετωπίσουμε ό, τι και να έρθει μαζί» είπε ήρεμα πιάνοντας το χέρι μου για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο ‘’μαζί’’ και αυτό έκανε την καρδιά μου να αυξήσει τους παλμούς της. Τράβηξα το χέρι μου από το δικό του γιατί καταλάβαινα ότι αυτή η κίνηση του ήταν να μου δώσει κουράγιο, κουράγιο σε τι όμως?
«Πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα?» ρώτησα μαγκωμένη και ασυναίσθητα του έσφιξα το μπράτσο με αγωνία.
«Αρκετά... αλλά είναι όλα ελεγχόμενα καρδιά μου, σου το ορκίζομαι... ξέρεις ότι δε θα έπαιζα ποτέ με τη ζωή σου» με βεβαίωσε ήρεμα.
«Έντουαρντ» ψιθύρισα με βραχνή φωνή και άρχισα να τον ψάχνω μέσα στο δωμάτιο αλλά δεν τον έβλεπα πουθενά... και μια περίεργη αγωνία άρχισε να με κατακλύζει.
Ένιωθα παγιδευμένη μέσα στο ίδιο μου το σώμα... δεν ξέρω γιατί, αλλά ακόμα και η κίνηση του χεριού μου με έκανε να αγκομαχήσω... προσπάθησα να κουνήσω τα δάχτυλά μου και έβρισκα αντίσταση και στην παραμικρή κίνηση ... τι μου συμβαίνει?... σκέφτηκα και ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλια μου.
«Έντουαρντ» κλαψούρισα και τα μάτια μου θόλωσαν, δεν μπορούσα να δω τίποτα μπροστά μου... μα πού πήγαν όλοι?... γιατί με εγκατέλειψαν? τι μου συμβαίνει? Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ανεξέλεγκτα…
«Καρδιά μου» άκουσα τη φωνή του και αμέσως άρχισα να τον ψάχνω με τη ματιά μου… αλλά τα μάτια μου ακόμα ήταν πολύ θολά για να δω το πρόσωπό του και το χέρι μου δεν συνεργαζόταν για να το απλώσω σε μια προσπάθεια να τον αγγίξω, να τον αισθανθώ πλάι μου.
«Έντουαρντ» επανέλαβα μέσα από τους λυγμούς μου και τα χέρια του τυλίχτηκαν τρυφερά γύρω μου.
«Όλα είναι καλά καρδιά μου... όλα είναι καλά» ψιθύρισε με απαλή φωνή θέλοντας να με καθησυχάσει.
«Δεν μπορώ να κουνηθώ» κλαψούρισα και εκείνος χαϊδεύοντας το πρόσωπο μου με καθησύχασε και πάλι .
«Σε είχαμε ναρκωμένη καρδιά μου, γι αυτό... δεν έχει περάσει η επήρεια των φαρμάκων... όσο περνάει η ώρα θα νιώθεις καλύτερα, θα δεις. Το μούδιασμα είναι από την επήρεια, θα περάσει σε λίγο» έλεγε και ένιωθα να πνίγονται οι λέξεις στο λαιμό του. Μα… τι συνέβαινε?
«Έντουαρντ, κλαις?» ρώτησα και προσπάθησα να βγω από τη θολούρα που με έπνιγε και να δω το πρόσωπό του.
«Όλα είναι καλά καρδιά μου... όλα είναι καλά» επαναλάμβανε μόνο και με χάιδευε με απαλές κινήσεις πάνω στο πρόσωπο μου δίνοντας μου ταυτόχρονα διάσπαρτα φιλιά στο μέτωπο μου.
Οι αντοχές μου με εγκαταλείπανε σιγά, το αισθάνθηκα ότι και πάλι θα χανόμουν και το σκοτάδι για άλλη μια φορά ήρθε να με πάρει.
Μετά από λεπτά? Ώρες? Μέρες?... δεν ξέρω, τα μάτια μου άρχισαν και πάλι δειλά να ανοίγουν και η αναπνοή μου ένιωθα να γίνετε όλο και πιο εύκολη.
Πετάρισα για λίγο τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου.
«Καρδιά μου?» άκουσα τη φωνή του και αμέσως γύρισα τη ματιά μου προς το μέρος του.
«Έντουαρντ?» ρώτησα με βαθιά φωνή και ο λαιμός μου με έτσουξε.
«Εδώ είμαι καρδιά μου... εδώ είμαι, μην ανησυχείς» είπε και ήρθε κοντά μου διστακτικά.
«Γιατί είσαι τόσο μακριά?» τον ρώτησα με απορία και μου χαμογέλασε με ανακούφιση και αμέσως ήρθε και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να μου χαϊδεύει ήρεμα τα μαλλιά μου.
«Εδώ είμαι καρδιά μου... μη μου ανησυχείς» επανέλαβε και αναστέναξα.
«Ο λαιμός μου» κατάφερα μόνο να πω και με κοίταξε με αγωνία.
«Θες λίγο νερό?» με ρώτησε ήρεμα και εγώ κατένευσα.
Ανασηκώθηκε και αφού γέμισε ένα ποτήρι με νερό από την κανάτα που ήταν στο κομοδίνο, το έφερε κοντά μου και περνώντας το χέρι του πίσω από το κεφάλι μου με βοήθησε να ανασηκωθώ απαλά και ήπια γουλιά, γουλιά λίγο από το νερό που μου πρόσφερε.
«Φτάνει τόσο?» με ρώτησε και κατένευσα και πάλι και μόλις άφησε το ποτήρι πάνω στο κομοδίνο, με άφησε και πάλι σιγά στην αρχική μου θέση.
«Γιατί είσαι ανήσυχος?» τον ρώτησα με περιέργεια και εκείνος γέρνοντας κοντά μου, μου έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπό μου χωρίς να μιλήσει για λίγο.
«Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι?» με ρώτησε ήρεμα κοιτώντας με σταθερά στα ματιά και εγώ ένωσα τα φρύδια μου σε μια ίσια γραμμή και προσπάθησα να σκεφτώ τι ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν.
Αυτό που θυμόμουν αμυδρά ήταν ότι ήμουν κουρασμένη και ότι είχα κλείσει τα φώτα για να κοιμηθώ.
«Δεν είμαι σίγουρη…» ξεκίνησα και προσπάθησα πάλι να θυμηθώ καλύτερα, «αυτό που θυμάμαι είναι ότι έσβησα τα φώτα γιατί είχαν κουραστεί τα μάτια μου από τον υπολογιστή και μετά…» έκανα μια παύση και ξανά προσπάθησα.
«Μετά?» ρώτησε εκείνος ήρεμα χωρίς να σταματάει να με χαϊδεύει απαλά και εγώ κοίταξα για λίγο το κενό για να αναδιοργανώσω τις σκέψεις μου και τότε όλα ξεκαθαρίστηκαν μέσα στο μυαλό μου και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.
«Πες μου ότι δεν είναι αλήθεια... το παιδί» φώναξα και αντανακλαστικά αμέσως έπιασα την κοιλιά μου και κοίταξα το μηχάνημα που μέτραγε τους παλμούς του... και μόλις είδα την χαρακτηριστική πράσινη γραμμή να ανεβοκατεβαίνει, πήρα μια βαθιά ανάσα και έκλεισα τα μάτια... αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχυθούν χωρίς να μπορέσω να ελέγξω την ένταση μου.
«Σσσς... μωράκι μου... ηρέμησε αγάπη μου... όλα είναι καλά» προσπάθησε να με παρηγορήσει και πάλι και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω μου με κράτησε σφιχτά απάνω του. Εγώ μαγκώθηκα από το λαιμό του προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου.
«Γιατί?» ρώτησα με παράπονο και ένιωσα τα δάκρυα του να μουσκεύουν τον λαιμό μου.
«Ηρέμησε καρδιά μου, σε παρακαλώ» προσπάθησε πάλι και εγώ κατένευσα και προσπάθησα πολύ σκληρά να βρω και πάλι την αυτοκυριαρχία μου για να μην κάνω την κατάσταση μου χειρότερα.
«Το μωρό είναι καλά?» ρώτησα μέσα από του λυγμούς μου και εκείνος με κοίταξε στα μάτια σοβαρός.
«Είναι πολύ καλά... δε θέλω να ανησυχείς για τίποτα... όλα είναι καλά» είπε ήρεμα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και έσφιξα τα χέρια μου για άλλη μια φορά γύρω του για να τον φέρω πιο κοντά μου... τον είχα τόσο ανάγκη και εκείνος δε μου το αρνήθηκε.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχαμε μείνει έτσι... το μυαλό μου είχε κολλήσει, δεν ήξερα τι να σκεφτώ... μου φαινόταν απίστευτα αυτά που ερχόντουσαν στη μνήμη μου… τι είχα ζήσει… εκείνος δεν μίλαγε... με άφηνε να βρω ξανά τις ισορροπίες μου υπομονετικά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου τρυφερά ενώ άφηνε διάσπαρτα φιλιά πάνω στο λαιμό μου για να με καθησυχάσει.
Κάποια στιγμή με κοίταξε μέσα στα μάτια διαβάζοντας τα συναισθήματα μου και για λίγο αυτό με τάραξε.
«Μη φύγεις» τον παρακάλεσα και τα χέρια μου έσφιξαν απάνω στο πουκάμισο του με όλη μου τη δύναμη από την αγωνία μου μην φύγει και εκείνος έγειρε και με φίλησε πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου ήρεμα.
«Δε θα πάω πουθενά καρδιά μου... δε θα σε αφήσω μόνη σου... μη μου ανησυχείς». Κατένευσα και άφησα την ανάσα που κράταγα όλη αυτή την ώρα να βγει βίαια από το στήθος μου και ακούμπησα πάνω στο στερνό του ανακουφισμένη.
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και αμέσως όλο μου το κορμί άρχισε να τρέμει και αντανακλαστικά έσφιξα τον Έντουαρντ με περισσότερη δύναμη απάνω μου ενώ από τα χείλια μου ξέφυγε ένα λυγμός.
«Σσς... καρδιά μου, ηρέμησε... εγώ είμαι εδώ» έλεγε ήρεμα εκείνος αλλά αυτό δεν με βοηθούσε αυτή τη στιγμή.
«Συγγνώμη δόκτορ Κάλεν... αλλά πρέπει να της πάρουμε αίμα» είπε μια γυναικεία φωνή και εγώ τότε ξέσπασα.
«Όχι... όχι» φώναζα και μαγκώθηκα απάνω του προσπαθώντας να τον κρατήσω κοντά μου «δε θα με ακουμπήσει κανείς» ούρλιαζα και ο Έντουαρντ δεν ήξερε τι να κάνει για να με ηρεμήσει.
«Ηρέμησε καρδιά μου, σε παρακαλώ... μην ταράζεσαι... δεν θα αφήσω κανέναν να σε αγγίξει, σου το υπόσχομαι» έλεγε εκείνος αλλά εγώ δεν μπορούσα να ηρεμήσω... δεν εμπιστευόμουν κανέναν άλλον εκτός τον Έντουαρντ και την Άλις.
«Δε θέλω να με ακουμπήσει κανείς» είπα σπαρακτικά και εκείνος αναστέναξε.
«Σουζάνα, άφησε μας μόνους μας σε παρακαλώ... θα της πάρω εγώ αίμα και θα σε φωνάξω να έρθεις να το πάρεις».
«Μάλιστα δόκτορ» αποκρίθηκε εκείνη, αφήνοντας τη σύριγγα σε ένα μικρό πλαστικό κουτάκι στο κομοδίνο δίπλα μας.
Όσο ήταν κοντά μας, εγώ την κοίταγα εχθρικά και εκείνη κοίταξε τον Έντουαρντ με πόνο στα μάτια πριν φύγει... είχα αρχίσει να γίνομαι αλλόφρων αλλά δεν μπορούσα να το ελέγξω... στο μυαλό μου γύριζε ξανά και ξανά η σκηνή που είχε διαδραματιστεί και δεν ήξερα τι να κάνω για να το αντιμετωπίσω... από τη μια, ήξερα πολύ καλά ότι με το να είμαι νευρική και τσιτωμένη το μόνο που κατάφερνα ήταν να κάνω περισσότερη ζημιά στην υγεία μου και πάνω από όλα στο μωρό αλλά από την άλλη, μου ήταν αδιανόητο αυτό που είχε συμβεί... πώς μπόρεσε να μου κάνει κάτι τέτοιο???... ούρλιαζα μέσα μου και τα δάκρυά μου για άλλη μια φορά άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα κάνοντας το όλο μου το κορμί να σπαρταράει μέσα στα χέρια του Έντουαρντ... δεν μπορούσα να το διαχειριστώ... ήταν τόσο πολύ όλο αυτό για μένα που φοβόμουνα… φοβόμουνα πάρα πολύ ότι έχανα το μυαλό μου... φοβόμουνα ότι δεν θα μπορούσα να το σταματήσω και ότι θα έκανα περισσότερο κακό στο μωρό μου... Χριστέ μου, δώσε μου δύναμη να το ξεπεράσω... δώσε μου δύναμη να το σβήσω από το μυαλό μου... μα πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό???
«Μπέλα μου, κοίτα με στα μάτια σε παρακαλώ» άκουσα την πνιγμένη του φωνή να με καλεί αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω... δεν ήξερα τι να κάνω... τα είχα χάσει τελείως.
«Πώς μπόρεσε» κατάφερα μόνο να εξωτερικεύσω και εκείνος προσπάθησε με όποιο τρόπο μπορούσε να με κάνει να βρω ξανά την λογική μου.
Τα λόγια του είχαν πια στερέψει... τα χάδια του όσο πέρναγε η ώρα γινόντουσαν όλο και πιο μουδιασμένα... είχε ξεπεράσει τον εαυτό του... και ο ίδιος μαζί με μένα τα είχε πλέον χάσει και δεν ήξερε τι άλλο να κάνει για να με ηρεμήσει... με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά του με την ελπίδα αυτό να είναι αρκετό.
Ένα γύρισμα του μικρού μου ταραχοποιού με έκανε να βογκήξω και αυτό έκανε το ξέσπασμα μου χειρότερο... έκλαιγα σπαραχτικά πάνω στον ώμο του και τότε δεν είχε άλλη επιλογή... φώναξε την κοπέλα που ήταν στον διάδρομο και της ζήτησε να φέρει άλλη μια ηρεμιστική... και εκείνη υπάκουσε αμέσως... ο χρόνος... ο τόπος... όλα γύρω μου είχαν αλλοιωθεί... δεν ήξερα τι να κάνω... προσπαθούσα πολύ σκληρά να βρω το δρόμο της λογικής και της ισορροπίας για να ηρεμήσω για το μωρό μου... να ηρεμήσω για μένα και την κατάσταση μου αλλά όλο αυτό ήταν τόσο πολύ για μένα... δεν μπορούσα άλλο... οι αντοχές μου με είχαν εγκαταλείψει... και το ξέσπασμα μου, όσο περνούσε η ώρα, γίνονταν όλο και πιο έντονο... μέχρι που η επίδραση των φαρμάκων άρχισε να με επιδρά πάνω μου και τότε όλα σκοτείνιασαν για άλλη μια φορά…
Ένας απότομος βήχας με έπνιξε και άνοιξα τα μάτια μου απότομα για να βρω την αναπνοή μου... δύο χέρια με συγκράτησαν και προσπάθησαν να με κάνουν να γυρίσω για να πάρω ανάσα αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν και αντέδρασα πάνω στην απελπισία μου και προσπάθησα να φωνάξω αλλά το πνίξιμο στο λαιμό μου έγινε χειρότερο και τρόμαξα.
«Μπέλα μου... προσπάθησε να πάρεις ανάσα» άκουγα τη φωνή της Άλις και αμέσως ακινητοποιήθηκα και αφέθηκα στα χέρια της για να με καθοδηγήσει και μόλις ξαναβρήκα την ανάσα μου, άνοιξα τα μάτια μου και την αντίκρισα μπροστά μου να προσπαθεί να με ηρεμήσει τρίβοντας την πλάτη μου με απαλές κινήσεις έχοντας με στο πλάι.
«Άλις?» κλαψούρισα και εκείνη με έκανε μια αγκαλιά .
«Σσς... καρδιά μου, εδώ είμαι, όλα θα πάνε καλά... προσπάθησε να πάρεις ήρεμες αναπνοές» με καθοδηγούσε αλλά εγώ προσπαθούσα να βρω τον Έντουαρντ στο χώρο γύρω μου. Τον χρειαζόμουν. Πώς θα άντεχα χωρίς αυτόν?
«Ο Έντουαρντ?» ρώτησα τρομοκρατημένη.
«Έχει χειρουργείο καρδιά μου... μόλις τελειώσει θα έρθει αμέσως... προσπάθησε να παραμείνεις ήρεμη σε παρακαλώ» παρακάλαγε με ένταση και αμέσως ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Το μωρό?» φώναξα και κάρφωσα τη ματιά μου στην οθόνη που μέτραγε τους σφυγμούς του.
«Είναι μια χαρά καρδιά μου... είναι μαχητής σαν και σένα... αλλά θέλει τη βοήθεια σου» είπε εκείνη καθησυχαστικά δηλώνοντας ανοιχτά ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Τι συμβαίνει?» τη ρώτησα ευθέως κοιτώντας την με αγωνία στα μάτια.
«Ηρέμησε καρδιά μου... δεν είναι ώρα να τα συζητάμε αυτά... προσπάθησε να βρεις και πάλι τις ισορροπίες σου και θα το συζητήσουμε όταν θα είσαι έτοιμη... ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σου κρύψω τίποτα... αλλά σε διαβεβαιώνω ότι όλα είναι ελεγχόμενα... προσπάθησε να βρεις τις ισορροπίες σου και όλα θα πάνε καλά» με παρακάλεσε και συνήνεσα για να μην επιβαρύνω άλλο την κατάσταση μου όποια και να ήταν αυτή... δεν ήταν καιρός για πείσματα... έπρεπε να ξαναβρώ τη λογική μου... όποιος και να ήταν ο σκοπός του εγώ δεν θα τον άφηνα να τον εκπληρώσει... έφτασα με μεγάλο κόπο ως εδώ... δε θα αφήσω έναν διεστραμμένο να μου στερήσει ό, τι με τόσο κόπο είχα κερδίσει μέχρι στιγμής.
Έπαιρνα ήρεμες αναπνοές κοιτώντας την οθόνη του μηχανήματος που μετρούσε τους παλμούς του μωρού μου έχοντας σταθερό το χέρι μου πάνω στην κοιλιά μου χωρίς να το κουνάω για να μην επιβαρύνω τη ρωγμή και η Άλις με απαλές κινήσεις συνέχιζε να μου τρίβει την πλάτη επιβραβεύοντας με κάθε λίγο και λιγάκι για την ωριμότητα που έδειχνα βάζοντας πάνω από όλα το μωρό μου από τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν από εκείνην την άγρια επίθεση. Πριν περάσει πολύ ώρα ο Έντουαρντ ήρθε κοντά μας πολύ νευρικός και τον κοίταξα με πόνο στα μάτια.
«Έντουαρντ?» είπα με πνιγμένη φωνή και ήρθε δίπλα μου και μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπό μου.
«Εδώ είμαι καρδιά μου... μη μου κλαις, εδώ είμαι» είπε και εκείνος με πνιγμένη φωνή, προσπαθώντας πολύ σκληρά να συγκρατήσει το δικό του ξέσπασμα.
«Πες μου τι συμβαίνει... έκανα κακό στο μωρό?» ζήτησα την αλήθεια παρακλητικά και εκείνος κοίταξε στιγμιαία την Άλις και αναστέναξε αλλά δεν μου αρνήθηκε και μου απάντησε.
«Το μωρό είναι μια χαρά... η ρωγμή άνοιξε περισσότερο... αλλά ακόμα είναι σε φυσιολογικά πλαίσια... μην ανησυχείς καρδιά μου... και μην κατηγορείς τον εαυτό σου άδικα... αν ήταν άλλη στη θέση σου, τώρα θα ήταν πολύ χειρότερα... δεν μπορείς να φανταστείς πόσο υπερήφανος είμαι για σένα... είσαι πολύ δυνατή γυναίκα».
«Αλλά?» ρώτησα νιώθοντας ότι πίσω από τα λόγια του κρυβόταν και κάτι άλλο.
«Δεν έχει αλλά Μπέλα μου... θα κάνουμε ό, τι καλύτερο μπορούμε όλοι μας και θα αντιμετωπίσουμε ό, τι και να έρθει μαζί» είπε ήρεμα πιάνοντας το χέρι μου για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο ‘’μαζί’’ και αυτό έκανε την καρδιά μου να αυξήσει τους παλμούς της. Τράβηξα το χέρι μου από το δικό του γιατί καταλάβαινα ότι αυτή η κίνηση του ήταν να μου δώσει κουράγιο, κουράγιο σε τι όμως?
«Πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα?» ρώτησα μαγκωμένη και ασυναίσθητα του έσφιξα το μπράτσο με αγωνία.
«Αρκετά... αλλά είναι όλα ελεγχόμενα καρδιά μου, σου το ορκίζομαι... ξέρεις ότι δε θα έπαιζα ποτέ με τη ζωή σου» με βεβαίωσε ήρεμα.
Συνήνεσα και γυρίζοντας το βλέμμα μου προς το μηχάνημα που μέτραγε τους παλμούς του μικρού μου, άρχισα πάλι να παίρνω ήρεμες αναπνοές για να ελέγξω οποιοδήποτε ξέσπασμα απειλούσε πάλι να με κάνει να τα χάσω και εκείνος έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στον κρόταφο.
«Άλις, μας αφήνεις για λίγο?» τη ρώτησε και χωρίς να απαντήσει, εκείνη έφυγε... γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια με απορία.
«Θέλω να μιλήσουμε καρδιά μου... δεν μπορώ να το τρενάρω περισσότερο».
«Δεν καταλαβαίνω» είπα την αλήθεια και εκείνος μου χάιδεψε το πρόσωπο ευλαβικά... πήρε μια βαθιά ανάσα για να πάρει δύναμη και ξεκίνησε.
«Ξέρεις πόσο σε αγαπώ». Κατένευσα ήρεμα χωρίς να καταλαβαίνω πού το πάει περιμένοντας τη συνέχεια. Δεν ήθελα να μιλήσω από φόβο μήπως τον αποσπάσω από τις σκέψεις που τριβέλιζαν στο μυαλό του.
«Άλις, μας αφήνεις για λίγο?» τη ρώτησε και χωρίς να απαντήσει, εκείνη έφυγε... γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια με απορία.
«Θέλω να μιλήσουμε καρδιά μου... δεν μπορώ να το τρενάρω περισσότερο».
«Δεν καταλαβαίνω» είπα την αλήθεια και εκείνος μου χάιδεψε το πρόσωπο ευλαβικά... πήρε μια βαθιά ανάσα για να πάρει δύναμη και ξεκίνησε.
«Ξέρεις πόσο σε αγαπώ». Κατένευσα ήρεμα χωρίς να καταλαβαίνω πού το πάει περιμένοντας τη συνέχεια. Δεν ήθελα να μιλήσω από φόβο μήπως τον αποσπάσω από τις σκέψεις που τριβέλιζαν στο μυαλό του.
«Και πόσο θέλω αυτό το παιδί» συνέχισε και ένιωσα την αναπνοή μου να πνίγεται στο λαιμό μου γιατί άρχισα να καταλαβαίνω το λόγο για τον οποίο είχε ξεκινήσει την κουβέντα… ΟΧΙ Έντουαρντ! ΜΗΝ το πεις… σε παρακαλώ… μη…
«Αλλά δεν μπορώ να διακινδυνεύω άλλο τη ζωή σου και γι αυτό...» κόμπιασε και μαζί του κόμπιασα και εγώ και έσφιξα τα χέρια μου πάνω στα μπράτσα του κοιτώντας τον παρακλητικά στα μάτια να μην το πει... δεν θα άντεχα να το ακούσω από το στόμα του... έχουμε κάνει τόσα πολλά για να φτάσουμε μέχρι εδώ , δεν μπορεί να μου ζητάει κάτι τέτοιο... οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό μου και ξέπνοη περίμενα με αγωνία τη συνέχεια. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν… Σε παρακαλώ αγάπη μου… ΜΗΝ το πεις… μη…
«Δώσε μου την συγκατάθεση σου να το πάρω Μπέλα... δε θα αντέξω να σε χάσω, σε παρακαλώ» είπε και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του και εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω... κούναγα σπασμωδικά το κεφάλι μου αρνητικά αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχειλίσουν ελεύθερα.
«Δεν μπορώ» είπα ξεψυχισμένα με φωνή που ίσα ακουγόταν και εκείνος έγειρε κοντά μου και ακούμπησε τα χείλια του πάνω στο μέτωπό μου.
«Σε ικετεύω Μπέλα... κάντο για μένα» προσπάθησε ξανά με σπασμένη φωνή από την ικεσία και την απελπισία που τον έτρωγαν αλλά εγώ ήμουν ανένδοτη.
«ΔΕΝ μπορώ» επανέλαβα πιο δυνατά και με κράτησε στην αγκαλιά του για να με καθησυχάσει χωρίς να πει τίποτα άλλο. Άλλωστε, τι άλλο είχε μείνει να πει? Τι άλλο είχε μείνει να πούμε?
Οι μέρες κυλούσαν απελπιστικά αργά... οι εξετάσεις καθώς και οι εδικοί γιατροί που ερχόντουσαν να με ελέγξουν, είχαν διπλασιαστεί και δεν με αφήνανε στιγμή σε ησυχία.
Η Άλις και ο Έντουαρντ, με βάρδιες, άγρυπνοι φρουροί, δεν με αφήνανε στιγμή μόνη μου για να με καθησυχάζουν και να μου δίνουν κουράγιο αλλά και εκείνοι πόσο θα αντέχανε... ήδη είχαν αρχίσει να καταρρέουν αλλά δεν έλεγαν κουβέντα. Η προταιρεότητά τους ήμουν εγώ και το μικρό που μεγάλωνε μέσα μου. Η επιβίωσή μας… ζήτημα ζωής και θανάτου…
Ο Έντουαρντ είχε σεβαστεί την επιθυμία μου και δεν προσπάθησε ξανά να ανοίξει κουβέντα πάνω σε αυτό το θέμα καθώς ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα άλλαζε τίποτα... η απόφαση μου να κάνω τα πάντα για να έρθει γερό και δυνατό αυτό το παιδί στη ζωή δεν θα άλλαζε ποτέ, όσο σοβαρή και να ήταν η κατάστασή μου.
Μόλις ηρέμησε λίγο η κατάσταση μου, ένας ανακριτής της αστυνομίας έκανε την εμφάνιση του και ο Έντουαρντ κακήν κακός προσπάθησε να τον διώξει αλλά εγώ δεν τον άφησα.
«Έντουαρντ» προσπάθησα και γύρισε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια.
«Καρδιά μου, δε σου κάνει καλό να τα ξαναθυμάσαι» είπε μέσα από τον αναστεναγμό του και τον κοίταξα με ένα βλέμμα πόνου στα μάτια μου.
«Θέλω να τελειώνουμε με αυτό» τον παρακάλεσα και εκείνος παρέδωσε τα όπλα και ήρθε δίπλα μου και μου χάιδεψε ήρεμα τα μαλλιά μου.
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι αρκετά δυνατή να το περάσεις αυτό?» Κατένευσα και αφού μου έδωσε ένα φιλί πάνω στο μέτωπό μου, έδωσε την άδεια στον αστυνομικό να περάσει αλλά δεν έφυγε στιγμή από δίπλα μου.
«Κυρία Σουάν, υπόσχομαι να μην σας ταλαιπωρήσω... αλλά καταλαβαίνετε πιστεύω ότι όσο το τρενάρουμε, τόσο ο δράστης μπορεί να διαφύγει».
«Καταλαβαίνω» είπα και εκείνος έκατσε στην καρέκλα που ήταν δίπλα μου και άνοιξε το μπλοκ του για να αρχίζει να σημειώνει την κατάθεσή μου.
«Θυμάστε περίπου τα χαρακτηριστικά του?»
«Ξέρω ακριβός ποιος ήταν» δήλωσα και με κοίταξαν και οι δύο με έκπληξη στα μάτια. Κοίταξα με σταθερό βλέμμα τον Έντουαρντ πριν συνεχίσω.
«Ήταν ο Βικτόριο Μπουρνέτι, ο καρδιολόγος μου» είπα και τότε ο Έντουαρντ ξέσπασε.
«Τι?» είπε και πετάχτηκε απάνω σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα και πλησιάζοντας τον τοίχο χτύπησε το χέρι του με δύναμη πάνω σε αυτόν, παλεύοντας σκληρά να ελέγξει το ξέσπασμά του.
«Δώσε μου την συγκατάθεση σου να το πάρω Μπέλα... δε θα αντέξω να σε χάσω, σε παρακαλώ» είπε και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του και εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω... κούναγα σπασμωδικά το κεφάλι μου αρνητικά αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχειλίσουν ελεύθερα.
«Δεν μπορώ» είπα ξεψυχισμένα με φωνή που ίσα ακουγόταν και εκείνος έγειρε κοντά μου και ακούμπησε τα χείλια του πάνω στο μέτωπό μου.
«Σε ικετεύω Μπέλα... κάντο για μένα» προσπάθησε ξανά με σπασμένη φωνή από την ικεσία και την απελπισία που τον έτρωγαν αλλά εγώ ήμουν ανένδοτη.
«ΔΕΝ μπορώ» επανέλαβα πιο δυνατά και με κράτησε στην αγκαλιά του για να με καθησυχάσει χωρίς να πει τίποτα άλλο. Άλλωστε, τι άλλο είχε μείνει να πει? Τι άλλο είχε μείνει να πούμε?
Οι μέρες κυλούσαν απελπιστικά αργά... οι εξετάσεις καθώς και οι εδικοί γιατροί που ερχόντουσαν να με ελέγξουν, είχαν διπλασιαστεί και δεν με αφήνανε στιγμή σε ησυχία.
Η Άλις και ο Έντουαρντ, με βάρδιες, άγρυπνοι φρουροί, δεν με αφήνανε στιγμή μόνη μου για να με καθησυχάζουν και να μου δίνουν κουράγιο αλλά και εκείνοι πόσο θα αντέχανε... ήδη είχαν αρχίσει να καταρρέουν αλλά δεν έλεγαν κουβέντα. Η προταιρεότητά τους ήμουν εγώ και το μικρό που μεγάλωνε μέσα μου. Η επιβίωσή μας… ζήτημα ζωής και θανάτου…
Ο Έντουαρντ είχε σεβαστεί την επιθυμία μου και δεν προσπάθησε ξανά να ανοίξει κουβέντα πάνω σε αυτό το θέμα καθώς ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα άλλαζε τίποτα... η απόφαση μου να κάνω τα πάντα για να έρθει γερό και δυνατό αυτό το παιδί στη ζωή δεν θα άλλαζε ποτέ, όσο σοβαρή και να ήταν η κατάστασή μου.
Μόλις ηρέμησε λίγο η κατάσταση μου, ένας ανακριτής της αστυνομίας έκανε την εμφάνιση του και ο Έντουαρντ κακήν κακός προσπάθησε να τον διώξει αλλά εγώ δεν τον άφησα.
«Έντουαρντ» προσπάθησα και γύρισε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια.
«Καρδιά μου, δε σου κάνει καλό να τα ξαναθυμάσαι» είπε μέσα από τον αναστεναγμό του και τον κοίταξα με ένα βλέμμα πόνου στα μάτια μου.
«Θέλω να τελειώνουμε με αυτό» τον παρακάλεσα και εκείνος παρέδωσε τα όπλα και ήρθε δίπλα μου και μου χάιδεψε ήρεμα τα μαλλιά μου.
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι αρκετά δυνατή να το περάσεις αυτό?» Κατένευσα και αφού μου έδωσε ένα φιλί πάνω στο μέτωπό μου, έδωσε την άδεια στον αστυνομικό να περάσει αλλά δεν έφυγε στιγμή από δίπλα μου.
«Κυρία Σουάν, υπόσχομαι να μην σας ταλαιπωρήσω... αλλά καταλαβαίνετε πιστεύω ότι όσο το τρενάρουμε, τόσο ο δράστης μπορεί να διαφύγει».
«Καταλαβαίνω» είπα και εκείνος έκατσε στην καρέκλα που ήταν δίπλα μου και άνοιξε το μπλοκ του για να αρχίζει να σημειώνει την κατάθεσή μου.
«Θυμάστε περίπου τα χαρακτηριστικά του?»
«Ξέρω ακριβός ποιος ήταν» δήλωσα και με κοίταξαν και οι δύο με έκπληξη στα μάτια. Κοίταξα με σταθερό βλέμμα τον Έντουαρντ πριν συνεχίσω.
«Ήταν ο Βικτόριο Μπουρνέτι, ο καρδιολόγος μου» είπα και τότε ο Έντουαρντ ξέσπασε.
«Τι?» είπε και πετάχτηκε απάνω σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα και πλησιάζοντας τον τοίχο χτύπησε το χέρι του με δύναμη πάνω σε αυτόν, παλεύοντας σκληρά να ελέγξει το ξέσπασμά του.
«Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό... το καθήκι!» είπε μέσα από τα δόντια του και ο αστυνόμος αφού θεώρησε ότι ο Έντουαρντ δε θα κάνει κάτι επικίνδυνο, γύρισε πάλι προς το μέρος μου για να συνεχίσει την ανάκριση.
«Είστε σίγουρη κυρία Σουάν?» με ρώτησε και εγώ κατένευσα.
«Κατάφερα και άνοιξα τα φώτα πριν φύγει και τον είδα... είμαι εκατό τις εκατό σίγουρη γι αυτό... ποτέ δε θα έπαιζα με ένα τέτοιο θέμα» δήλωσα σοβαρά και εκείνος το σημείωσε στο μπλοκ του και συνέχισε... ο Έντουαρντ από την άλλη, δεν είχε ηρεμήσει ακόμα και παρέμενε στην ίδια θέση συγκρατώντας το κεφάλι του με το χέρι του.
«Υπήρχε κάποιο προηγούμενο πριν από εκείνη την ημέρα?» ρώτησε ο αστυφύλακας και ο Έντουαρντ γύρισε προς τη μεριά μας και με κοίταξε ερευνητικά αλλά δεν κουνήθηκε.
«Δύο μέρες πριν το συμβάν έκανε μια κίνηση να με πλησιάσει αλλά μπήκε η Άλις και του έκοψε τη φόρα... και από τότε συνέχισε να μου συμπεριφέρεται τελείως επαγγελματικά».
«Γιατί δεν είπες τίποτα?» ξέσπασε ο Έντουαρντ και τον κοίταξα απολογητικά στα μάτια.
«Κατάλαβε με Έντουαρντ... οι ισορροπίες μου ήταν και είναι πολύ ρευστές... τα νεύρα μου δεν ήταν και στην καλύτερη τους φάση... νόμιζα ότι ήταν στο μυαλό μου όλο αυτό ή ότι παρερμήνευσα τη διαχυτικότητα του... φοβόμουν να πω κάτι γιατί πίστευα ότι θα με περνάγατε για τρελή». Εκείνος αμέσως με πλησίασε και παίρνοντας το χέρι μου μέσα στα δικά του, το φίλησε απαλά και έκατσε ξανά στην καρέκλα χωρίς να πει τίποτα άλλο.
«Πέρα από αυτό δεν είχε συμβεί τίποτα άλλο μεταξύ σας?» ρώτησε ο αστυνόμος και γύρισα τη ματιά μου προς το μέρος του και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Όχι κάτι που να είχε πέσει στην αντίληψη μου».
«Με ενημέρωσαν ότι υπάρχει κάποιος που σας παρακολουθεί για ό. τι χρειαστείτε... θυμάστε ποια νοσοκόμα είχε βάρδια εκείνο το βράδυ?»
«Πριν κλείσω τα φώτα είδα την Ολυμπία» είπα και κοίταξα τον Έντουαρντ.
«Ολυμπία Ζάντρον» συμπλήρωσε εκείνος και έσφιξε τα δόντια του αλλά δεν είπε τίποτα περισσότερο από αυτό.
«Αλλά όταν έκλεισα τα φώτα, άκουσα που καληνύχτιζε μια άλλη κοπέλα που εκείνη την ώρα είχε έρθει να την αντικαταστήσει αλλά δεν είδα ποια ήταν» συνέχισα.
«Η φωνή της δε σας φάνηκε γνωστή?»
«Κύριε Παρόλε... δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποια κοπέλα μόνο και μόνο από τη φωνή της... η πόρτα ήταν κλειστή και η φωνή αλλοιώνετε από το τζάμι... δεν έδωσα σημασία εκείνη τη στιγμή και όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη φιγούρα του, παρατήρησα ότι κανείς δεν ήταν στο απέναντι γραφείο... συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω σε αυτό». Ο Έντουαρντ έτριψε σπασμωδικά το μέτωπο του και αναστέναξε.
«Έχετε κάποια υποψία ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό ή ποιος ήταν ο σκοπός του?» ρώτησε και πάλι ήρεμα ο αστυφύλακας και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και εκείνος κατένευσε.
«Τότε αυτό ήταν όλο... σας υπόσχομαι ότι θα κάνουμε τα πάντα για να τον βρούμε» είπε μόνο και σηκώθηκε και ταυτόχρονα σηκώθηκε και ο Έντουαρντ μαζί του και εκείνος μου έδωσε το χέρι του.
«Σας εύχομαι να πάνε όλα καλά... και λυπάμαι πάρα πολύ για όσα περνάτε» είπε και του ανταπέδωσα τη χειραψία.
«Σας ευχαριστώ» είπα μόνο και γύρισε προς τον Έντουαρντ.
«Δόκτορ Κάλεν» είπε και του έδωσε το χέρι του. «Σας υπόσχομαι ότι δε θα σταματήσω αν δεν τον βρω». Ο Έντουαρντ κατένευσε και ανταπέδωσε τη χειραψία του.
«Και πάλι εύχομαι ό, τι καλύτερο» είπε εκείνος και έφυγε αφήνοντας μας μόνους.
«Συγγνώμη» είπα απολογητικά και αμέσως ήρθε κοντά μου και με έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη καρδιά μου που δεν ήμουν εδώ να σε προστατέψω, όχι εσύ» είπε με ραγισμένη από τον πόνο φωνή.
«Πόσα μπορείς να κάνεις βρε Έντουαρντ... σε λίγο δε θα μπορείς να περπατήσεις από την εξάντληση» του παραπονέθηκα εγώ και με έσφιξε περισσότερο μέσα στην αγκαλιά του και άφησε ένα φιλί πάνω στο λαιμό μου.
«Δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ ξανά μόνη... δεν ξέρω τι θα γίνει, αλλά ο κόσμος να χαλάσει, θα πληρώσει πολύ άσχημα αυτό το καθήκι για ό, τι σου έκανε» δήλωσε σκληρά και εγώ του έτριψα την πλάτη παρηγορητικά για να τον ηρεμήσω. Όσο ήμουν στην αγκαλιά του, όλα έμοιαζαν μαγικά. Η δύναμή του αρκούσε να με κάνει να πιστέψω ότι όλα θα πήγαιναν κατ΄ευχήν. Ότι όλοι θα έπαιρναν από τη ζωή αυτό που άξιζαν να πάρουν…
«Είστε σίγουρη κυρία Σουάν?» με ρώτησε και εγώ κατένευσα.
«Κατάφερα και άνοιξα τα φώτα πριν φύγει και τον είδα... είμαι εκατό τις εκατό σίγουρη γι αυτό... ποτέ δε θα έπαιζα με ένα τέτοιο θέμα» δήλωσα σοβαρά και εκείνος το σημείωσε στο μπλοκ του και συνέχισε... ο Έντουαρντ από την άλλη, δεν είχε ηρεμήσει ακόμα και παρέμενε στην ίδια θέση συγκρατώντας το κεφάλι του με το χέρι του.
«Υπήρχε κάποιο προηγούμενο πριν από εκείνη την ημέρα?» ρώτησε ο αστυφύλακας και ο Έντουαρντ γύρισε προς τη μεριά μας και με κοίταξε ερευνητικά αλλά δεν κουνήθηκε.
«Δύο μέρες πριν το συμβάν έκανε μια κίνηση να με πλησιάσει αλλά μπήκε η Άλις και του έκοψε τη φόρα... και από τότε συνέχισε να μου συμπεριφέρεται τελείως επαγγελματικά».
«Γιατί δεν είπες τίποτα?» ξέσπασε ο Έντουαρντ και τον κοίταξα απολογητικά στα μάτια.
«Κατάλαβε με Έντουαρντ... οι ισορροπίες μου ήταν και είναι πολύ ρευστές... τα νεύρα μου δεν ήταν και στην καλύτερη τους φάση... νόμιζα ότι ήταν στο μυαλό μου όλο αυτό ή ότι παρερμήνευσα τη διαχυτικότητα του... φοβόμουν να πω κάτι γιατί πίστευα ότι θα με περνάγατε για τρελή». Εκείνος αμέσως με πλησίασε και παίρνοντας το χέρι μου μέσα στα δικά του, το φίλησε απαλά και έκατσε ξανά στην καρέκλα χωρίς να πει τίποτα άλλο.
«Πέρα από αυτό δεν είχε συμβεί τίποτα άλλο μεταξύ σας?» ρώτησε ο αστυνόμος και γύρισα τη ματιά μου προς το μέρος του και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Όχι κάτι που να είχε πέσει στην αντίληψη μου».
«Με ενημέρωσαν ότι υπάρχει κάποιος που σας παρακολουθεί για ό. τι χρειαστείτε... θυμάστε ποια νοσοκόμα είχε βάρδια εκείνο το βράδυ?»
«Πριν κλείσω τα φώτα είδα την Ολυμπία» είπα και κοίταξα τον Έντουαρντ.
«Ολυμπία Ζάντρον» συμπλήρωσε εκείνος και έσφιξε τα δόντια του αλλά δεν είπε τίποτα περισσότερο από αυτό.
«Αλλά όταν έκλεισα τα φώτα, άκουσα που καληνύχτιζε μια άλλη κοπέλα που εκείνη την ώρα είχε έρθει να την αντικαταστήσει αλλά δεν είδα ποια ήταν» συνέχισα.
«Η φωνή της δε σας φάνηκε γνωστή?»
«Κύριε Παρόλε... δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποια κοπέλα μόνο και μόνο από τη φωνή της... η πόρτα ήταν κλειστή και η φωνή αλλοιώνετε από το τζάμι... δεν έδωσα σημασία εκείνη τη στιγμή και όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη φιγούρα του, παρατήρησα ότι κανείς δεν ήταν στο απέναντι γραφείο... συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω σε αυτό». Ο Έντουαρντ έτριψε σπασμωδικά το μέτωπο του και αναστέναξε.
«Έχετε κάποια υποψία ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό ή ποιος ήταν ο σκοπός του?» ρώτησε και πάλι ήρεμα ο αστυφύλακας και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και εκείνος κατένευσε.
«Τότε αυτό ήταν όλο... σας υπόσχομαι ότι θα κάνουμε τα πάντα για να τον βρούμε» είπε μόνο και σηκώθηκε και ταυτόχρονα σηκώθηκε και ο Έντουαρντ μαζί του και εκείνος μου έδωσε το χέρι του.
«Σας εύχομαι να πάνε όλα καλά... και λυπάμαι πάρα πολύ για όσα περνάτε» είπε και του ανταπέδωσα τη χειραψία.
«Σας ευχαριστώ» είπα μόνο και γύρισε προς τον Έντουαρντ.
«Δόκτορ Κάλεν» είπε και του έδωσε το χέρι του. «Σας υπόσχομαι ότι δε θα σταματήσω αν δεν τον βρω». Ο Έντουαρντ κατένευσε και ανταπέδωσε τη χειραψία του.
«Και πάλι εύχομαι ό, τι καλύτερο» είπε εκείνος και έφυγε αφήνοντας μας μόνους.
«Συγγνώμη» είπα απολογητικά και αμέσως ήρθε κοντά μου και με έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη καρδιά μου που δεν ήμουν εδώ να σε προστατέψω, όχι εσύ» είπε με ραγισμένη από τον πόνο φωνή.
«Πόσα μπορείς να κάνεις βρε Έντουαρντ... σε λίγο δε θα μπορείς να περπατήσεις από την εξάντληση» του παραπονέθηκα εγώ και με έσφιξε περισσότερο μέσα στην αγκαλιά του και άφησε ένα φιλί πάνω στο λαιμό μου.
«Δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ ξανά μόνη... δεν ξέρω τι θα γίνει, αλλά ο κόσμος να χαλάσει, θα πληρώσει πολύ άσχημα αυτό το καθήκι για ό, τι σου έκανε» δήλωσε σκληρά και εγώ του έτριψα την πλάτη παρηγορητικά για να τον ηρεμήσω. Όσο ήμουν στην αγκαλιά του, όλα έμοιαζαν μαγικά. Η δύναμή του αρκούσε να με κάνει να πιστέψω ότι όλα θα πήγαιναν κατ΄ευχήν. Ότι όλοι θα έπαιρναν από τη ζωή αυτό που άξιζαν να πάρουν…