Ετικέτες

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "14. Για πάντα μαζί"



 
Είχε περάσει μια βδομάδα και εγώ είχα καταντήσει φυτό...

Σηκωνόμουνα το πρωί, πήγαινα στη δουλειά... γύριζα σπίτι, έτρωγα... κλεινόμουνα μέσα στο δωμάτιο μου, ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, αποκοιμιόμουνα και πάλι από την αρχή... για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω αν αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα ή αν όλο αυτό ήταν της φαντασίας μου... ένιωθα την αναπνοή μου να βγαίνει από το στήθος μου, συνειδητοποιούσα ότι είμαι ζωντανός… αλλά δεν ένιωθα τίποτα περισσότερο πέρα από αυτό.

Δε μίλαγα σε κανέναν... απομονωμένος στο σπίτι, κλεισμένος στον εαυτό μου, κοίταζα το ταβάνι με μανία και ευχόμουν να πέσει απάνω μου να με πλακώσει... δεν άντεχα άλλο αυτή τη σιωπή... δεν άντεχα άλλο αυτήν την αδράνεια... ήμουν ένα τίποτα χωρίς εκείνην... χωρίς εκείνην ένιωθα την ανάσα μου να λιγοστεύει... δεν είχα ζωή... ήμουν ένα ρομπότ που απλά εκτελούσα κάθε εντολή που του δίνανε.

Είχα χάσει τον ύπνο μου για άλλη μια φορά... εκείνο το όραμα με βασάνιζε ξανά και ξανά... να ήμουν εγώ άραγε εκείνο το καστανόξανθο αγόρι με τα σμαραγδένια μάτια?... πράγματι η Τάνια με είχε πάει σε εκείνο το αποκρουστικό σπίτι?... να ήταν αλήθεια τα λόγια της ότι με αγαπούσε?... ή να ήταν τελικά όλα αυτά πλάσματα της φαντασίας μου τα οποία εμφανίστηκαν για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα... για να με κάνουν να νιώσω ότι τελικά δεν έφταιγε εκείνη για ό, τι έκανε???... ώστε να βρω επιτέλους τις δικαιολογίες που χρειαζόμουν για να μπορέσω επιτέλους να την συγχωρέσω???

Κάπου μέσα στη θολούρα μου νομίζω ότι άκουσα τον Τάηλερ να αναφέρει ότι η Μπέλα μου πήγε πάλι να βρει εκείνον για να του ζητήσει εξηγήσεις... αυτό να έγινε πράγματι?... ή ήταν ακόμα μια παραίσθηση πάνω στην ανάγκη μου να μάθω περισσότερα???

Πήρα μια βαθιά ανάσα και τα παράτησα... σηκώθηκα νωχελικά από το κρεβάτι μου και πήγα προς το μπάνιο... ένα ζεστό ντουζάκι έδειχνε να κάνει τη δουλειά του και σιγά σιγά το σώμα μου άρχισε να παίρνει ενέργεια και ζωή.

Δεν έκατσα να το σκεφτώ πολύ... μπήκα στην ντουλάπα μου και πήρα στα χέρια μου ένα καθαρό εσώρουχο... ένα άσπρο πουκάμισο που ήξερα πάντα ότι της άρεσε απάνω μου και ένα μαύρο παντελόνι... δεν ήθελα να βάλω ούτε σακάκι ούτε γραβάτα... αυτός ο καθωσπρεπισμός και η σοβαροφάνεια που απαιτούσε η δουλειά μου πάντα με εκνεύριζε... σήμερα ήθελα να είμαι ένας απλός άνθρωπος... σκέφτηκα να φορέσω τζιν... αλλά αμέσως το απέρριψα... ένιωθα να ασφυκτιώ μέσα στα ρούχα που φορούσα, πόσο μάλλον μέσα σε ένα στενό τζιν.

Φόρεσα τα παπούτσια μου, πήρα το πορτοφόλι μου και αφού το έβαλα στην τσέπη μου κίνησα για το γκαράζ... ο Τάηλερ από το γραφείο παρακολούθησης με σκάναρε καλά καλά καθώς έφτανα κοντά του.

«Πού πας?» με ρώτησε μόλις πέρασα από μπροστά του αλλά δεν σταμάτησα... πλησίασα το ντουλάπι με τα κλειδιά, πήρα τα κλειδιά της Άστιν Μάρτιν και μπήκα μέσα χωρίς να του πω τίποτα... εκείνος σεβάστηκε την επιθυμία μου και δεν με πίεσε περισσότερο... ήξερε ότι ήμουν νηφάλιος... αλλά τον τρομοκρατούσε η ιδέα το πώς θα γύριζα.

Το ποτό ήταν η μόνη μου συντροφιά τις τελευταίες μέρες... στην ασφάλεια του δωματίου μου ο Τάηλερ δεν έλεγε τίποτα, με άφηνε απλώς να ξεσπάω... αλλά στη σκέψη ότι θα οδηγήσω αυτό τον τρομοκρατούσε... και είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή, κάπου πίσω μου, μέσα στα φώτα της πόλης θα δω και τα δικά του που θα με ακολουθούνε... και αυτό με κάνει να αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια και ανακούφιση... ακόμα και όταν εγώ δεν ήμουν ικανός να φροντίσω τον ίδιο μου τον εαυτό... εκείνος άγρυπνος φρουρός μου... ερχόταν πάντα μπροστά μου την πιο κατάλληλη στιγμή για να με κάνει να δω το λάθος μου και να με συνετίσει... ίσως τελικά αυτή η σιγουριά να ήταν πάντα αυτό που με έκανε εσκεμμένα να ξεφεύγω... αν δεν τον είχα όμως στη ζωή μου, δε νομίζω ότι θα έβρισκα ποτέ το δρόμο της λογικής... ακόμα και πριν γνωρίσω την Μπέλα, και αυτό είναι κάτι που θα του το χρωστάω όσο ζω.

Τα φώτα της πόλης τύφλωναν την περιφερειακή μου όραση... δεν ήθελα να κοιτώ το δρόμο, ήθελα να γίνω έναν με αυτόν, να νιώσω την ταχύτητα και την αδρεναλίνη να κυλάει μέσα στο αίμα μου και να μου δώσει την ενέργεια που χρειαζόμουν για να με κάνουν να ξυπνήσω από το λήθαργο... να με κάνει να πάρω ζωή... αλλά δεν μπορούσα να πω ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό... Την πραγματική μου ζωή... την πραγματική μου ενέργεια... την πραγματική μου ανάσα, μόνο εκείνη μπορεί να μου την χαρίσει... Και για άλλη μια φορά τα διέλυσα όλα... άφησα τον φόβο να με καταβάλει... να με κάνει να την διώξω μακριά μου. Δεν έμαθα ποτέ από τα λάθη μου…

Ακόμα βλέπω μπροστά μου τα μάτια της... να είναι θολά και βουρκωμένα... να με κοιτάνε παρακλητικά και να μου ζητάνε σιωπηλά να μην το κάνω... αλλά δεν μπορούσα... ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου... χίλιες φορές να με σκότωνε παρά να την ξαναδώ να δακρύζει για μένα... χίλιες φορές να μου στερούσε την ανάσα μου παρά να την ξαναδώ να γίνεται χίλια κομμάτια... χίλιες φορές να πέθαινα παρά να ξαναδώ έστω και ένα σημάδι στην ψυχή της και στο κορμί της από τα δικά μου χέρια.

Δεν της αξίζω... ποτέ δεν της άξιζα... και προτιμώ να είμαι μακριά της παρά να της κλέψω άλλη μια ανάσα της.

Πήρα μια βαθιά αναπνοή και έκοψα ταχύτητα για να σταματήσω στο φανάρι που μόλις είχε ανάψει κόκκινο... δεν ξέρω αν ήταν μοιραίο... δεν ξέρω ποια δύναμη με οδήγησε εδώ... αλλά μόλις αντίκρισα το μπαράκι που παλιά συχνάζαμε, τότε ήξερα ακριβώς πού έπρεπε να πάω... μπορεί εκείνη να μην είναι εδώ... αλλά θα είναι πάντα ολόγυρα μου με την παρουσία της μέσα από τις αναμνήσεις μου που θα της έχω για πάντα φυλαγμένες βαθιά μέσα στην ψυχή μου και τις κρατάω σαν φυλαχτό... ένα φυλαχτό ανεκτίμητης αξίας.

Πάρκαρα το αυτοκίνητο στο υπαίθριο πάρκινγκ και μπήκα μέσα στο μπαράκι... είχε αρκετό κόσμο αλλά τα δικά μου μάτια μπορούσαν να εστιάσουν μόνο σε μια γνώριμη φιγούρα που ήταν καθισμένη σε ένα σκαμπό στο μπαρ να πίνει την αγαπημένη της μαργαρίτα και να καπνίζει νωχελικά το τσιγάρο, με τις σκέψεις της πολύ μακριά σε άγνωστα ή μάλλον σε γνωστά μέρη που μόνο εγώ και εκείνη ξέραμε.


Μπέλα


Είχε περάσει μια βδομάδα που είχα να τον δω... και η καρδιά μου και το μυαλό μου αδυνατούσαν να το δεχθούν... από τη συζήτηση που είχα με τον Τσάρλι δεν έμαθα τίποτα που να μην ήξερα ή δεν είχα ήδη υποψιαστεί... αλλά το βασικότερο κομμάτι απ’ όλα που με έκανε να πάρω μια ανάσα είναι ότι τελικά η Τάνια... τον αγαπούσε... και πάλευε και εκείνη να κάνει τα πάντα... αλλά ποτέ αυτό δεν ήταν αρκετό γιατί πάντα έμπαινε στην μέση ο Τσάρλι ή ο Πάολο να την κάνουν να το μετανιώνει ή να νιώθει αβοήθητη σε κάθε της προσπάθεια... αυτό ήταν το μόνο θετικό στοιχείο που θα μπορούσα ποτέ να πάρω... αλλά εκείνος, πόσο θα ήταν σε θέση να το ακούσει αυτό?... μήπως τελικά ο Τάηλερ είχε δίκιο???... μήπως τελικά η απόφαση του να αφήσει το παρελθόν να γίνει πράγματι παρελθόν ήταν η καλύτερη λύση για όλους μας???

Αναστέναξα και τα παράτησα... η μικρή μου είχε κοιμηθεί από ώρα και ο τόπος δεν με χώραγε... ήθελα να πάρω ανάσα... ήθελα να ξεχυθώ στους δρόμους και όπου με βγάλει... ήθελα να αναμειχτώ με την άσφαλτο και να γίνω ένα μαζί της... να νιώσω την ταχύτητα και την αδρεναλίνη να κυλάει μέσα στο αίμα μου και να μου δώσει την ενέργεια που χρειαζόμουν για να με κάνουν να ξεχαστώ από ό, τι με βαραίνει... να με κάνει να πάρω ζωή... αλλά δεν μπορούσα να πω ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό... Την πραγματική μου ζωή... την πραγματική μου ενέργεια... την πραγματική μου ανάσα μόνο εκείνος μπορεί να μου την χαρίσει.

Τα μάτια μου θολά, δεν κοίταζαν τον δρόμο... κοίταζαν μόνο τα μάτια του να αντικατοπτρίζονται μέσα στο τζάμι και να γίνονται ένα με τα φώτα της πόλης που πλησιάζανε απειλητικά καταπάνω μου... να με κάνουν να ανοίξω τα μάτια μου και να δω το φως για να ξυπνήσω... αλλά όλα αυτά τα φώτα ήταν τόσα λίγα στο πραγματικό φως που η καρδιά μου αναζητούσε... στον κομήτη που ήρθε και με τύφλωσε με την αγάπη του και την ομορφιά της ψυχής του... που όλα τα άλλα φώτα μπροστά σε αυτόν τον κομήτη ήταν απλά λυχναράκια που μου έδειχναν το δρόμο για να πάω κοντά του.

Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα έξω από το μπαράκι που παλιά συχνάζαμε... πόσες όμορφες και ανέμελες στιγμές είχαμε ζήσει σε αυτό το μέρος... χωρίς να το σκεφτώ πήγα πιο κάτω και άφησα το αυτοκίνητο μου έξω από το υπαίθριο πάρκινγκ... κλείδωσα το αμάξι και τα βήματα μου με οδήγησαν στην είσοδο του μαγαζιού.

Μπαίνοντας μέσα υπήρχε αρκετός κόσμος που διασκέδαζε και χόρευε στον ρυθμό της μουσικής αλλά εκείνος που εγώ αναζητούσα δεν ήταν εδώ... το τραγούδι που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή... ήρθε να με αποτελειώσει... το Hurricane των 30 Seconds To Mars... με έκανε να σαστίσω... οι στοίχοι του τραγουδιού με καίγανε... με διέλυαν και με αφήνανε χωρίς ανάσα.

Έκατσα στο μπαρ άδεια και αναστέναξα... ζήτησα μια μαργαρίτα από τον μπάρμαν και πριν ακόμα μου τη φέρει είχα κιόλας μπει στη σφαίρα της φαντασίας... η μάτια του αντικατοπτρίζονταν μπροστά μου, ακριβώς απέναντί μου, μέσα από τον καθρέφτη που υπήρχε πίσω από το μπαρ. Αισθανόμουν τα μάτια του να ακολουθούν κάθε κίνησή μου και πίνοντας το ποτό μου πήρα μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο μου νωχελικά και αναστέναξα σβήνοντας το.

Με μεγάλο κόπο πήρα τη ματιά μου από τον καθρέφτη νιώθοντας ότι άρχιζα να τρελαίνομαι και τη στιγμή που σχεδόν άδειαζα το πρώτο μου, άκουσα τη φωνή του πίσω μου να μου ζητάει «συγγνώμη», Έμεινα ξέπνοη να κοιτώ για λίγο το κενό προσπαθώντας να καταλάβω αν αυτό που άκουγα ήταν αλήθεια ή της φαντασίας μου.

«Συγγνώμη, η καρέκλα είναι ελεύθερη?» ξαναρώτησε η φωνή και με πολύ αργό ρυθμό γύρισα προς το μέρος της αυτής της φωνής χωρίς να είμαι βέβαιη για το αν ανήκει πράγματι σε αυτόν ή ήταν κι αυτή, όπως τα μάτια του στον καθρέφτη, αποκύημα της φαντασίας μου... μόλις τον είδα πάγωσα και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία. Ήταν δυνατόν η μοίρα να τον είχε οδηγήσει κοντά μου τη στιγμή που η ανάγκη μου γι αυτόν είχε γίνει αφόρητη?

«Περιμένετε παρέα?» ξαναρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά μην έχοντας εμπιστοσύνη στη φωνή μου και εκείνος συνέχισε.

«Μου επιτρέπετε?» Ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα και γυρίζοντας στην ευθεία, πήρα μια ανάσα για να καλμάρω την ένταση μου... πώς στο καλό ήξερε ότι θα είμαι εδώ?... αφού δεν είπα σε κανέναν πού πάω... εδώ καλά καλά δεν ήξερα ούτε εγώ που ήθελα να πάω... μπορεί η μοίρα ακόμα να μας παίζει τέτοια παιχνίδια???... μπορεί η μοίρα να συνωμοτεί υπέρ μας???

Κατέβασα το υπόλοιπο ποτό μου για να πάρω δύναμη και πριν προλάβω να το αφήσω πάνω στο μπαρ τον άκουσα να μου λέει

«Μου επιτρέπετε?» γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του και εκείνος με ένα νεύμα του κεφαλιού μου έδειξε το άδειο μου ποτήρι... ακολούθησα τη ματιά του και όταν κατάλαβα τι εννοούσε, χαμογέλασα... τι παιχνίδι παίζετε κύριε Κάλεν???

«Γιατί όχι?» απάντησα απαλά ανασηκώνοντας τους ώμους μου και παίρνοντας ένα τσιγάρο από το πακέτο μου, το έβαλα στο στόμα μου και έσπευσε να μου προσφέρει τη φωτιά του... τη δέχτηκα και εκείνος γύρισε προς τον μπάρμαν.

«Άλλη μια μαργαρίτα για την κυρία... και ένα διπλό ουίσκι για μένα» του έδωσε την παραγγελία και άναψε και εκείνος ένα τσιγάρο για να μου κάνει παρέα.

«Ντέρτια, κύριε»

«Κάλεν» με διέκοψε πριν πω εγώ το όνομά του σαν να μου συστηνόταν για πρώτη φορά.

«Έντουαρντ Κάλεν» συστήθηκε με ολόκληρο το όνομα του και μου έτεινε το χέρι του για χειραψία.

«Ρόουζ Κορένια» του ανταποκρίθηκα ανταποδίδοντας του την χειραψία.

«αλλά οι φίλοι μου με αποκαλούν Μπέλα» συνέχισα και εκείνος μισογέλασε με το στραβό του χαμόγελο που μου έκοβε την ανάσα και έπαιξε παιχνιδιάρικα με την επόμενη του ερώτηση για να δει τις αντιδράσεις μου.

«Εγώ πώς θα θέλατε να σας αποκαλώ?»

«Αν ήμασταν πολλές, θα θέλαμε να μας αποκαλείτε Ρόουζ... αν όμως κόψετε αυτόν τον αποκρουστικό πληθυντικό μπορείτε να με αποκαλείτε όπως επιθυμείτε».

«Μπέλα τότε» είπε και γέλασα ενώ γύριζα προς το μέρος του μπάρμαν για να δεχτώ το ποτό μου και παίρνοντας το στο χέρι μου, γύρισα πάλι προς το μέρος του.

«Έντουαρντ» του είπα και έτεινα το ποτό μου προς το μέρος του.

«Μπέλα» ανταποκρίθηκε και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό μου και ήπιαμε ταυτόχρονα από μια μικρή γουλιά και το αφήσαμε πάνω στο μπαρ.

«Δε μου απάντησες όμως…» συνέχισα από εκεί που με είχε διακόψει.

«Για ποιο πράγμα?» προσπάθησε να αποφύγει την ερώτηση μου αλλά δεν του έκανα τη χάρη.

«Ντέρτια?»

«Και ποιος δεν έχει στις μέρες μας?» είπε ανάλαφρα ανασηκώνοντας τους ώμους του για να αποφύγει να απαντήσει πραγματικά στην ερώτησή μου και ακουμπώντας τον αγκώνα του πάνω στο μπαρ γύρισε όλο του το κορμί προς το μέρος μου για να μπορεί να με κοιτάζει καλύτερα.

«Έρχεσαι συχνά εδώ?» συνέχισε για να αλλάξει την κουβέντα.

«Ερχόμουν κάποτε όχι πια... εσύ?»

«Και εγώ κάποτε ερχόμουν πιο συχνά αλλά τα τελευταία χρόνια το απέφευγα».

«Και τι σε έκανε σήμερα συγκεκριμένα να έρθεις εδώ?»

«Δεν ξέρω... πες το μοίρα... πες το πεπρωμένο... έκλεισα τα μάτια και το αυτοκίνητο μου με δική του βούληση σταμάτησε στο φανάρι που είναι λίγο πιο πριν... μόλις είδα το μαγαζί... κάτι με έκανε να μπω και δεν το σκέφτηκα» είπε και παίρνοντας το ποτό του ήπιε μια γουλιά και συνέχισε «Εσύ?»

«Εγώ προσωπικά έχω πάψει να πιστεύω στη μοίρα και στο πεπρωμένο» του δήλωσα και γυρίζοντας το σώμα μου μπροστά, πήρα το ποτό μου στο χέρι μου και τον μιμήθηκα χωρίς να γυρίσω πάλι προς τη μεριά του.

«Τι σε έκανε να έρθεις συγκεκριμένα εδώ σήμερα?» επέμενε εκείνος.

«Έχει σημασία?» τον ρώτησα και τον κοίταξα γυρίζοντας μόνο το κεφάλι μου προς το μέρος του.

«Όχι, μάλλον όχι» τελικά κατέθεσε τα όπλα και μείναμε για λίγο σιωπηλοί.


Εκείνη τη στιγμή ένα άλλο κομμάτι ξεκίναγε και εκείνος αναστενάζοντας, ψιθύρισε κοντά στο αυτί μου.

«I Belong To You». Γύρισα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω και τα πρόσωπα μας βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής... η αναπνοή μου κόπηκε στη μέση και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο αλλά εκείνος δεν έκανε καμία άλλη κίνηση.

«Θα ήθελες να μου χαρίσεις αυτό το χορό?» με ρώτησε απαλά και εγώ χαμογέλασα με την πρότασή του.

«Δεν πιστεύω να μου ζητήσεις κανένα νοτισμένο στριγγάκι για σουβενίρ?...» του γύρισα πίσω και αυτός γέλασε δυνατά ακούγοντας με.

«Δεν το πιστεύω ότι υπάρχουν τόσο ανώμαλοι που θα μπορούσαν ποτέ να σου ζητήσουν κάτι τέτοιο».

«Ωωω, πίστεψε με, δε φαντάζεσαι πόσα έχουν δει τα μάτια μου».

«Λοιπόν τι λες, θα μου χαρίσεις αυτό το χορό?»

«Γιατί όχι?» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και κάνοντας την κίνηση να κατέβω από το σκαμπό μου έτεινε το χέρι του για να με βοηθήσει.

Τα κορμιά μας ενώθηκαν και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη που με έκανε να αναστενάξω... εκείνος με κοίταξε με απορία αλλά δεν μίλησε... με κράτησε πιο σφιχτά στην αγκαλιά του και άρχισε να λικνίζεται στον ρυθμό της μουσικής.

«Να υποθέσω ότι είσαι και εσύ το ίδιο καμένη όσο και εγώ?» με ρώτησε ξαφνικά και σήκωσα το κεφάλι μου για να αντικρίσω τη ματιά του.

«Και ποιος δεν είναι στις μέρες μας…» του απάντησα χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα λόγια.

«Έχω να σου κάνω μια πρόταση».

«Τι πρόταση?» τον ρώτησα κρύβοντας με μεγάλο κόπο το χαμόγελο που τρεμόπαιζε στα χείλια μου.

«Μου δήλωσες ότι δεν πιστεύεις στη μοίρα... αλλά εγώ πιστεύω και όλα σήμερα μου αποδεικνύουν ότι η μοίρα μας τελικά συνωμοτεί υπέρ μας».

«Πώς και αυτό?»

«Δεν ήξερες πού ήθελες να πας και ο δρόμος σου σε οδήγησε σε αυτό το μπαράκι... δεν ήξερα πού ήθελα να πάω και μου συνέβη ακριβώς το ίδιο» αναστέναξε περνώντας την γλώσσα του πάνω από τα χείλια του και συνέχισε.

«πάλεψα πάρα πολύ με τον εαυτό μου να μείνω μακριά σου Μπέλα... αλλά μόλις σε είδα να κάθεσαι στο μπαρ ήξερα ότι δεν υπήρχε επιστροφή... είσαι η αναπνοή μου... η πηγή ενέργειας μου... είσαι τα πάντα για μένα... χωρίς εσένα η ζωή μου είναι τόσο άδεια» συνέχισε και έβαλε απαλά το μέτωπο του να ακουμπήσει πάνω στο δικό μου κλείνοντας τα μάτια του σφιχτά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανασυγκρότησε τις σκέψεις του και μόλις τα άνοιξε ξανά έκανε την πρότασή του πιο αποφασιστικά.

«Τι θα έλεγες να αφήσουμε το παρελθόν μας να γίνει παρελθόν... να αφήσουμε πίσω ότι μας χωρίζει... και να αφήσουμε αυτή τη γνωριμία να σηματοδοτήσει μια καινούρια αρχή?» Έχασα τη μιλιά μου... η καρδιά μου κόντεψε να μου διαλύσει το στήθος και τα πάντα μέσα μου φωνάζανε «ναι» με όλη μου την καρδιά.

Σταμάτησα να κουνιέμαι στο ρυθμό της μουσικής, τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια και μέσα στη ματιά μου πέρασα όλα όσα η καρδιά μου και η ψυχή μου ήθελαν να του πουν... τα χέρια μου σύρθηκαν αργά πάνω στο στερνό του και μόλις ακούμπησαν τη σάρκα του, όλο μου σώμα συγκλονίστηκε και αντανακλαστικά έκλεισα τα μάτια μου για να αφήσω τον εαυτό μου να νιώσει όσα είχε τόσο άδικα στερηθεί.

«Φίλα με» κατάφερα να πω ξέπνοα και πριν πάρω μια ανάσα ένιωσα τα χείλια του να ενώνονται άγρια με τα δικά μου και τα χέρια μου αμέσως βρέθηκαν μέσα στα μαλλιά του για να τον φέρω πιο κοντά μου... και η αναπνοή μου έγινε κοφτή... πόσο τον είχα ανάγκη... πόσο είχα ανάγκη να πάρω ζωή από την ζωή του…

«You're the wind that's underneath my wings» ψιθύρισα πάνω στο φιλί μας τα λόγια του τραγουδιού και ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλα μου... εκείνος με κοίταξε με πόνο και σκουπίζοντας το δάκρυ μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«I belong to you, you belong to me forever... και κανείς ποτέ ξανά και τίποτα δε θα μας χωρίσει» είπε και με έσφιξε ξανά στην αγκαλιά του και συνεχίσαμε να λικνιζόμαστε στον ήχο της μουσικής, απολαμβάνοντας τον υπόλοιπο χορό μας.

Όλη η υπόλοιπη βραδιά κύλησε ήρεμα και ανέμελα... συζητώντας σαν δύο άγνωστοι που τυχαία βρέθηκαν σε ένα μπαράκι και μοιράζονταν τα ενδιαφέροντα τους και πριν καλά καλά το καταλάβω ξαφνικά η ώρα πέρασε και εκείνος γύρισε παιχνιδιάρικα προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε

«Νομίζω ότι σε λίγο θα μας βάλουν να σκουπίσουμε το μαγαζί». Γέλασα και γύρισα να κοιτάξω γύρω μου... δεν είχα καταλάβει πότε είχε αδειάσει το μαγαζί και το ρολόι στο χέρι μου έδειχνε τέσσερις η ώρα και μόλις τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν η ώρα του αποχαιρετισμού αναστέναξα.

«Πώς θα σου φαινόταν η ιδέα να συνεχίσουμε κάπου αλλού?» με ρώτησε βλέποντας την απροθυμία μου να φύγω και χαμογέλασα πονηρά.

«Κύριε Κάλεν... είναι ιδέα μου ή προσπαθείτε να με ρίξετε με τρόπο στο κρεβάτι σας?» του πέταξα δαγκώνοντας τα χείλια μου και χαμογέλασε και εκείνος.

«Σίγουρα αυτός είναι ο σκοπός μου... αλλά όχι σήμερα» είπε σοβαρός και σούφρωσα τα χείλια μου με δυσπιστία ανασηκώνοντας το φρύδι μου αποδοκιμαστικά.

«Βλέπετε κυρία Κορένια... εγώ δεν είμαι από τους ανθρώπους που πρώτα δοκιμάζουν το κρεβάτι και μετά βλέπουν όλα τα άλλα» είπε με το ίδιο σοβαρό ύφος αλλά τον δοκίμασα για άλλη μια φορά για να δω αν το εννοεί.

«Αλήθεια?» ρώτησα δύσπιστα και εκείνος μου το επιβεβαίωσε πίνοντας την τελευταία του γουλιά από το ποτό του.

«Μμμχχχμμμ»

«Και τι άνθρωπος είσαστε δηλαδή?» ρώτησα όλο περιέργεια και η απάντηση του ήρθε να με αποτελειώσει.

«Προτιμώ να γνωρίζω πρώτα τον άνθρωπο που έχω δίπλα μου απ’ όλες τις μεριές και μετά τις επιδόσεις του στο σεξ... για να είμαι ειλικρινής... δεν είμαι από τους τύπους που κάνουν σεξ... προτιμώ τον έρωτα... και να για να κάνεις έρωτα χρειάζεσαι και το κατάλληλο συναίσθημα» μου δήλωσε και έμεινα για μια στιγμή να τον κοιτώ με ανοιχτό το στόμα.

«Κύριε Κάλεν... δεν σας κρύβω ότι με έχετε εντυπωσιάσει» είπα και το εννοούσα... ήμουν τόσο υπερήφανη για εκείνον.

«Το ελπίζω» ανταπέδωσε και γέλασε πονηρά... «λοιπόν τι λες?»

«Γιατί όχι?» είπα και μαζεύοντας τα πράγματά μου, τα πήρα στο χέρι μου και έκανα να σηκωθώ από το σκαμπό... τα χέρια του αμέσως βρέθηκαν στη μέση μου και η ματιά του με έκανε να σαστίσω... το πρόσωπο του βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής... και εκμηδενίζοντας την, τα χείλια του ακούμπησαν για άλλη μια φορά πάνω στα δικά μου κόβοντας μου την αναπνοή... αλλά δεν μου έδωσε το δικαίωμα να αντιδράσω και όπως ξαφνικά το ξεκίνησε έτσι και το σταμάτησε και με την αναστροφή του χεριού του χάιδεψε απαλά όλη την επιφάνεια του προσώπου μου με έναν αναστεναγμό.

«Πάμε?» ρώτησε και άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα... ήταν τόσο λίγη η απόλαυση, δεν είχα καταλάβει ότι τα είχα κλειστά.

«Ναι» κατάφερα να πω κάτω από την αναπνοή μου και εκείνος με παρέσυρε προς την έξοδο.

Μόλις φτάσαμε μπροστά στο υπαίθριο γκαράζ τον σταμάτησα και γύρισε προς τη μεριά μου.

«Το αυτοκίνητο μου είναι πιο κάτω» εξήγησα και χαμογέλασε.

«Θα με ακολουθήσεις?»

«Πού πάμε?» ρώτησα περίεργη και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από την μέση μου ψιθύρισε.

«Θέλω να σου δείξω κάτι» είπε αφήνοντας ένα φιλί πάνω στην άκρη της μύτης μου και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.

«Να μου δείξεις τι?» επέμεινα εγώ και χαμογέλασε άλλη μια φορά με την ανυπομονησία μου.

«Θέλω να σου δείξω το κέντρο του κόσμου μου» είπε μόνο και τα παράτησα.

Ο καθένας μας πήρε το αυτοκίνητο του και εγώ από περιέργεια άρχισα να τον ακολουθώ... μόλις όμως κατάλαβα ότι ο δρόμος μας οδηγεί προς το κτήριο που στεγάζεται η εταιρία του... ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά και τα μάτια μου δάκρυσαν από τη συνειδητοποίηση των λόγων του... θα με πήγαινε στην ταράτσα για να μου δείξει το σπίτι που κάποτε έμενα με την Άλις... το σπίτι που εκείνος πάντα παρατηρούσε απο μακριά για να νιώθει ότι είναι κοντά μου... το κέντρο του κόσμου του... η καρδιά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA