Ετικέτες

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "15. Για πάντα μαζί"



=

Έντουαρντ

Η χθεσινή βραδιά είχε εξελιχτεί αναπάντεχα... όταν ξεκίνησα από το σπίτι το μόνο που ήθελα ήταν να απομακρυνθώ από όλα κι όλους… ποτέ δεν πίστευα ότι η μοίρα θα μας ξαναενώσει... αλλά μόλις την είδα να κάθεται μόνη της στο μπαρ, με το μυαλό της μακριά και όλον τον πόνο να διαγράφεται στα χαρακτηριστικά της... τότε δεν άντεξα άλλο... ήξερα ακριβώς πού ανήκω... ήταν καιρός να κάνω κάτι γι αυτό... δεν άντεχα άλλο όλο το παρελθόν να με πληγώνει... να με κάνει να χάνω ό, τι αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου και χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα κοντά της.

Εκείνη ήρεμη και απαλλαγμένη από ό, τι την βάραινε, κοιμόταν τώρα στην αγκαλιά μου και η αναπνοή της χάιδευε απαλά το πρόσωπό μου... είχα μείνει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος να την κρατώ στην αγκαλιά μου και να την κοιτώ... δεν με ένοιαζε που έχασα τον ύπνο μου... αυτήν την επαφή με αυτόν τον άγγελο επί γης... δεν θα τον έχανα ξανά ο κόσμος να χαλάσει... και μέχρι την τελευταία μου πνοή δεν θα την αφήσω να φύγει ποτέ ξανά από την αγκαλιά μου, υποσχέθηκα στον εαυτό μου.

Άφησα ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της και εκείνη αναδεύτηκε και γύρισε προς το μέρος μου και αφού φώλιασε ναζιάρικα στην αγκαλιά μου, τοποθέτησε το χέρι της πάνω στην καρδιά μου και αναστέναξε αλλά δεν άνοιξε τα μάτια της... τύλιξα το χέρι μου γύρω από το κορμί της και άφησα το κεφάλι μου να ακουμπήσει απαλά πάνω στα μαλλιά της... πήρα μια βαθιά αναπνοή και το υπέροχο άρωμα που ανέδυαν τα μαλλιά της μου πλημύρισαν τις αισθήσεις μου κάνοντας με να αναστενάξω... πόσο μου είχε λείψει αυτή η επαφή! Παράδεισος…

«Γιατί δεν κοιμάσαι?» την άκουσα να σιγομουρμουρίζει με βαθιά φωνή μέσα από τον ύπνο της.

«Κοιμήσου καρδιά μου, είναι νωρίς ακόμα» της απάντησα εγώ ελπίζοντας να μην ανοίξει ακόμα τα μάτια της... δεν ήθελα να την αποχωριστώ ακόμα... ήθελα να παρατείνω όσο περισσότερο γινόταν αυτές τις στιγμές που είχα τη Μπέλα παραδομένη στην αγκαλιά μου. Την είχα τόσο ανάγκη... και η γνώση ότι μόλις ξυπνήσει θα πρέπει να φύγει, έκανε την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια.

Σήκωσε το κεφάλι της και μισανοίγοντας τα μάτια της με κοίταξε προσπαθώντας να με διαβάσει... της απομάκρυνα τα μαλλιά από το πρόσωπο της και αφήνοντας άλλο ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της προσπάθησα άλλη μια φορά να την πείσω να ξανακοιμηθεί.

«Κοιμήσου καρδιά μου, είναι νωρίς ακόμα» της είπα τρυφερά κι εκείνη αναστέναξε και γύρισε τη ματιά της προς το ρολόι που ήταν πάνω στο κομοδίνο και γυρίζοντας πάλι προς την μεριά μου άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στο γυμνό μου στήθος και έτριψε το μάγουλο της πάνω σε αυτό, τυλίγοντας το ελεύθερο της χέρι γύρω από το σώμα μου για να με νιώσει απόλυτα απάνω της.

«Πρέπει να φύγω» είπε απρόθυμα και τα χέρια μου έσφιξαν με δύναμη πάνω στο κορμί της δηλώνοντας της πόσο με πονούσε αυτό ενώ ταυτόχρονα η καρδιά μου αύξησε τους χτύπους της περισσότερο... εκείνη έτριψε την πλάτη μου παρηγορητικά και σήκωσε για άλλη μια φορά το κεφάλι της για να αντικρίσει τη ματιά μου.

«Μείνε λίγο ακόμα» την παρακάλεσα μέσα από τον αναστεναγμό μου.

«Το ξέρεις ότι δεν μπορώ... η Νοέλια θα έχει ήδη ξυπνήσει και θα με αναζητά... δεν έχει συνηθίσει να μην είμαι στο σπίτι όταν ξυπνάει» δικαιολογήθηκε και συναίνεσα μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο γι αυτό και εκείνη φέρνοντας το χέρι της μπροστά, το εναποθέτησε πάνω στο μάγουλο μου και χαϊδεύοντας απαλά με τον αντίχειρα της τη μία σακούλα που είχε σχηματίσει η αϋπνία κάτω από τα μάτια μου με κοίταξε με πόνο στα μάτια.

«Γιατί δεν κοιμήθηκες?» ρώτησε ξανά και δίνοντας της ένα φιλί πάνω στο μέτωπο της, την κλείδωσα μέσα στην αγκαλιά μου αναγκάζοντας την να ακουμπήσει και πάλι το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου και της απάντησα ήρεμα την αλήθεια.

«Δεν άντεχα να κλείσω τα μάτια μου... φοβόμουν τόσο πολύ ότι όταν τα άνοιγα δεν θα ήσουν πια εδώ... και δεν το άντεχα αυτό».

«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά... θα είμαι εδώ για όσο καιρό θα με θες εσύ» με καθησύχασε και πήρα μια βαθιά αναπνοή.

«Ξέρεις ότι αυτό σημαίνει για πάντα» της είπα αυστηρά και γέλασε.

«Ήλπιζα να πεις κάτι τέτοιο... για πάντα λοιπόν».

«Για πάντα» επιβεβαίωσα.

Για λίγο μείναμε και πάλι σιωπηλοί... δε θέλαμε τα λόγια να ωχριάσουν μπροστά στη ζεστασιά και την αγαλλίαση που ένιωθε η καρδιά μας... θέλαμε και οι δύο να πάρουμε όσα περισσότερα μπορούσαμε μέσα από αυτήν την αγκαλιά... να γεμίσουμε όσα συναισθηματικά κενά είχαν δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια... αλλά η ώρα περνούσε και ήξερα ότι είχε έρθει η στιγμή του σύντομου αποχαιρετισμού... και αυτό έκανε την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα... μόλις εκείνη το ένιωσε σήκωσε το κεφάλι της και δίνοντας μου ένα τρυφερό φιλί για να με καθησυχάσει είπε χαμογελώντας

«Τι κάνεις το βράδυ?»

«Είμαι ανοιχτός σε οποιαδήποτε πρόταση» είπα ανάλαφρα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και έμεινε για λίγο σκεπτική.

«Θα ήθελες να πάμε για φαγητό?»

«Με ρωτάς?»

«Ναι».

«Τότε όχι» της είπα και γέλασε δυνατά ενώ άρχισε ταυτόχρονα να με γαργαλάει και γέλασα κι εγώ πιάνοντας τα δυο της χέρια για να την ακινητοποιήσω.

«Πού θες να πάμε?» την ρώτησα μόλις ηρέμησα και το γέλιο μου έγινε απλά χαμόγελο και εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.

«Το αφήνω απάνω σου» είπε και δίνοντας μου άλλο ένα πεταχτό φιλί έκανε την κίνηση να σηκωθεί αλλά δεν την άφησα... την άρπαξα από τη μέση και ρίχνοντας την πάνω στο κρεβάτι την ακινητοποίησα με το σώμα μου.

«Όχι τόσο εύκολα κυρία μου... πού νομίζεις ότι πας χωρίς να πληρώσεις διόδια?»

«Διόδια ε???»

«Μμμχχχμμμ» είπα και κάλυψα ευθύς αμέσως τα χείλια της με τα δικά μου και εκείνη μου ανταποκρίθηκε με όλο το πάθος που είχε ξυπνήσει μέσα της και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου με έφερε όσο πιο κοντά της γινόταν.

«Σ’ αγαπώ» της είπα ανάμεσα από τα φιλιά μας και η ανταπόκριση της στο φιλί μου, μου έδωσε την απάντηση που είχα τόσο ανάγκη να ακούσω εκείνη τη στιγμή.

Τα χείλια της μισάνοιξαν και μόλις ένιωσα τη γλώσσα της να ακουμπάει πάνω στην δική μου... η γεύση της με πλημύρισε και με έκανε να εκραγώ... ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλια μου και εκείνη αμέσως βάθυνε ακόμα περισσότερο το φιλί της και με τα χέρια της να παίζουν παιχνιδιάρικα με τις τούφες των μαλλιών μου με άφησε ξέπνοο και αναγκάστηκα να σταματήσω το φιλί για να βρω ξανά την ανάσα μου.

Ακούμπησα το μέτωπο μου πάνω στο δικό της έχοντας κλειστά τα μάτια μου... και τα ακροδάχτυλα της χάιδεψαν το πρόσωπό μου τόσο τρυφερά που ανατρίχιασα ολόκληρος.

«Συγγνώμη... δεν είμαι έτοιμος γι αυτό» είπα μέσα από την αναπνοή μου απολογητικά.

«Έντουαρντ, άνοιξε τα μάτια σου» απαίτησε εκείνη και το έκανα χωρίς δισταγμό και την κοίταξα βαθιά στα μάτια χωρίς αναπνοή.

«Είμαι πολύ υπερήφανη για σένα» είπε απαλά και της χαμογέλασα αφήνοντας την αναπνοή μου να βγει ήρεμα από το σώμα μου.

«Δεν πάω πουθενά... άλλωστε μην ξεχνάς ότι μόλις χθες γνωριστήκαμε... είναι νωρίς ακόμα γι αυτό το βήμα, δε νομίζεις?» είπε ανάλαφρα και γελώντας άφησα το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο στήθος της για να ακούσω τον πιο μελωδικό και τον πιο υπέροχο ήχο στον κόσμο μου για να πάρω δύναμη.

«Να ήξερες μόνο πόσο σε αγαπάω» είπα και αμέσως τα χέρια της βρέθηκαν και πάλι μέσα στα μαλλιά μου για να με καθησυχάσουν ξέροντας πάρα πολύ καλά ότι αυτή της η κίνηση με κάνει να ηρεμώ.

«Ξέρω ακριβώς πόσο με αγαπάς... γιατί άλλο τόσο σε αγαπώ και εγώ» απάντησε ήρεμα και με άφησε να πάρω το χρόνο μου για να βρω την ψυχραιμία να την αφήσω να φύγει.

Εναποθέτησα ένα απαλό φιλί πάνω στο μέρος της καρδιά της παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και ανασηκώνοντας το κορμί μου την παρέσυρα μαζί μου και όταν μείναμε για λίγο καθιστοί πάνω στο κρεβάτι, της απομάκρυνα τα μαλλιά της από το πρόσωπο και της είπα αποφασιστικά

«Πήγαινε κοντά της... σε έχει ανάγκη». Εκείνη μου χαμογέλασε ζεστά και κλείνοντας με μέσα στην αγκαλιά της μου είπε μέσα από τον αναστεναγμό της.

«Είμαι τόσο υπερήφανη για σένα» χαμογέλασα και δίνοντας ένα φιλί πάνω στον ώμο της άνοιξα τα χέρια μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι.

«Θα κάνεις ντους?» την ρώτησα την ώρα που φόραγα το κάτω μέρος της φόρμας μου και γύρισα να την κοιτάξω.

«Θα κάνω στο σπίτι» είπε και άρχισε να ντύνεται με αργές κινήσεις... δεν ήθελε να φύγει αλλά ήξερα ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

«Τουλάχιστον θα φας μαζί μας?» προσπάθησα για άλλη μια φορά να παρατείνω το χρόνο και εκείνη έκατσε βαριά πάνω στο κρεβάτι και γύρισε τη ματιά της προς το μέρος μου.

«Έντουαρντ» προσπάθησε αλλά δεν την άφησα να συνεχίσει.

«Καταλαβαίνω... δε χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο» της είπα σοβαρά και μου χαμογέλασε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της.

Καθώς περνάγαμε από την κουζίνα, βρήκαμε τον Τάηλερ να κάθεται στη συνηθισμένη του θέση, αγκαλιά με τον γιο του, προσπαθώντας να τον πείσει να φάει κάτι... αλλά το σαμιαμίδι ως συνήθως του έκανε τη ζωή δύσκολη και αυθόρμητα γέλασα με την εικόνα που διαδραματιζόταν μπροστά μου και η Μπέλα γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας και εκείνη... και μόλις ο μικρός μας πήρε είδηση, με ένα σάλτο έφυγε από την αγκαλιά του Τάηλερ και έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά της Μπέλας μου ουρλιάζοντας.

«Ονααααα» τσίριξε και η Μπέλα έσκυψε και τον φυλάκισε στην αγκαλιά της κάνοντας μια σβούρα γύρω από τον εαυτό της χαμογελώντας εγκάρδια προς τον μικρό.

«Πού είναι Νολια?» ρώτησε με απορία και εκείνη του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο πριν του απαντήσει.

«Είναι στο σπίτι».

«Για εν φερεις?»

«Τι λες να πάμε να την δούμε μαζί?» του πρότεινε η Μπέλα και ο Τάηλερ ξερόβηξε πίσω της.

«Ωωω, έλα τώρα, μην κάνεις έτσι... άσε με να πάρω τον μικρό μαζί μου» του είπε παραπονιάρικα και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Πώς κοιμηθήκατε πιτσουνάκια μου?» ρώτησε εκείνος δηλώνοντας καθαρά ότι ήξερε ότι ήμασταν μαζί όλο το βράδυ.

«Θες όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες?» τον πείραξε εκείνη όπως κάνανε παλιά και εκείνος στριφογύρισε τα μάτια του και αναστέναξε.

«Δεν είμαστε μόνοι μας πια.. πρόσεχε τι λες μπροστά στο γιο μου» ανταπέδωσε εκείνος κοιτώντας την αυστηρά και εκείνη του έβγαλε την γλώσσα και γύρισε τη ματιά της προς τον Άλεκ.

«Πού είναι η μαμά... ζουζούνι μου?» του είπε ζουζουνιάρικα πειράζοντας τα μαγουλάκια του.

«Οιμάται... το μωό πονάει κοιλίτα της» είπε και έκανε ένα παραπονιάρικο μουτράκι και η Μπέλα αμέσως σοβάρεψε και κοίταξε ανήσυχα τον Τάηλερ και ταυτόχρονα το ίδιο έκανα αντανακλαστικά και εγώ, περιμένοντας τον να μας δώσει μια εξήγηση... δεν μου ανέφερε τίποτα γι αυτό και όσο σκέφτομαι ότι εξαιτίας μου χρειάστηκε να την αφήσει μόνη της, με έκανε να τρελαίνομαι.

«Είχε πάλι συσπάσεις όλο το βράδυ και ο γιατρός είπε ότι αν συνεχιστούν και σήμερα, θα μπει μέσα για έλεγχο... η μικρή βιάζεται πολύ» είπε εκείνος και αναστέναξε πάνω στην απελπισία του... η Μπέλα του έτριψε τον ώμο παρηγορητικά για να τον καθησυχάσει.

«Όλα θα πάνε καλά... θα το δεις» του είπε ήρεμα και εκείνος ένευσε καταφατικά και προσπάθησε να ηρεμήσει για να μην ταράξει περισσότερο το παιδί.

«Μπορώ να την δω?» τον ρώτησε η Μπέλα και εκείνος της χαμογέλασε.

«Φυσικά... θα χαρεί πολύ να σε δει» είπε και έτεινε τα χέρια του για να πάρει τον μικρό από την αγκαλιά της αλλά εκείνος δεν ήθελε να την αποχωριστεί.

«Παω μαδι της».

«Άλεκ, δεν έχεις φάει τίποτα» παραπονέθηκε ο Τάηλερ απελπισμένος και η Μπέλα μπήκε στη μέση για να κατευνάσει τα πνεύματα.

«Άσε με να τον πάρω μαζί μου... θα τον βάλω να φάει με τη Νοέλια... άλλωστε ίσως χρειαστεί» τόνισε με νόημα και τελικά ο Τάηλερ τα παράτησε... είχε δίκιο... αν η Κάθη χρειαζόταν σήμερα να μπει στο νοσοκομείο, ο μικρός θα ήταν πιο καλά να είναι με την Μπέλα και την Νοέλια παρά με μένα και τη Βερόνικα... άσε που δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά μεταξύ τους... για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ τη χώνευα καθόλου... αλλά τουλάχιστον ήταν καλή μαγείρισσα... σαν την Κάθη όμως καμία.

«Εντάξει» συναίνεσε τελικά ο Τάηλερ και αφού έδωσε ένα φιλί στον μικρό και στην Μπέλα, γύρισε στο τραπέζι για να μαζέψει το ανέγγιχτο πιάτο του μικρού του.

«Θα σε δω το βράδυ» είπε η Μπέλα γυρίζοντας προς το μέρος μου και αφού της έδωσα ένα πεταχτό φιλί στα χείλια, κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

«Να περάσω να σε πάρω?»

«Θα τηλεφωνηθούμε» είπε με νόημα και κατάλαβα ότι εννοούσε ανάλογα με το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση με την Κάθη και της χάιδεψα την πλάτη για να της δώσω να καταλάβει ότι καταλαβαίνω και ότι σίγουρα εκείνοι έχουν προτεραιότητα... μου χαμογέλασε για άλλη μια φορά ζεστά δηλώνοντας μου ότι πήρε το μήνυμα και έφυγε με τον μικρό για να πάει να δει την Κάθη πριν φύγει.

Έκατσα στην καρέκλα μου και κοίταξα τον Τάηλερ με πόνο στα μάτια.

«Γιατί δεν είπες τίποτα χτες, την ώρα που έφυγα?» τον ρώτησα και μόλις έκατσε στην καρέκλα του πήρε τον καφέ του στα χέρια του και ήπιε μια γουλιά πριν απαντήσει.

«Τι να σου έλεγα βρε Έντουαρντ... ξέρεις την κατάσταση... από την άλλη σε είδα ότι το είχες ανάγκη...» αναστέναξε ανασηκώνοντας τους ώμους χωρίς να ολοκληρώσει την πρόταση του.

«Δεν θα έφευγα αν το ήξερα» του είπα και του χτύπησα φιλικά το χέρι για συμπαράσταση και εκείνος έσμιξε τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή χωρίς να πει τίποτα άλλο και κοίταξε μακριά έξω από το παράθυρο, αφήνοντας να εκφραστεί ελεύθερα στο πρόσωπο του όλη του η αγωνία που τον έπνιγε.

«Φοβάμαι Έντουαρντ... πρώτη φορά στη ζωή μου φοβάμαι τόσο πολύ» τελικά παραδέχτηκε και γύρισε τη ματιά του προς το μέρος μου ζητώντας συμπαράσταση.

«Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα?»

«Δεν έχω ιδέα... αυτός ο σφίγγας ο γιατρός της μου έχει σπάσει τα νεύρα... όλο υπομονή και θα δούμε είναι... αχχχ Χριστέ μου, πώς συγκρατούμαι και δεν του σπάω τα μούτρα κάθε φορά που ακούω να το ξεστομίζει αυτό?»

«Καταρχήν ηρέμησε... αν ήταν όντως σοβαρά τα πράγματα δεν θα την είχε βάλει ήδη μέσα?»

«Ξέρω και εγώ... μάλλον».

«Έχε λίγη εμπιστοσύνη στην επιστήμη... σίγουρα εκείνος θα ξέρει κάτι περισσότερο από μας» του είπα κλείνοντας το μάτι και χαμογέλασε θλιμμένα.

«Αχχ βρε Έντουαρντ» είπε μόνο αλλά κατάλαβα αμέσως τα κρυμμένα του λόγια “πόσο διαφορετικός είσαι όταν είσαι ο εαυτός σου”.

«Όλα θα πάνε καλά» του είπα σοβαρά και τον κοίταξα έντονα στα μάτια «πήγαινε στην γυναίκα σου και κάνε την να το νιώσει και εκείνη... είμαι σίγουρος ότι την έχεις πρήξει με την ανησυχία σου».

«Και λίγα λες» παραδέχτηκε και κούνησα το κεφάλι μου με απελπισία «Εσύ τι θα κάνεις?»

«Άσε με εμένα και τρέχα στη γυναίκα σου... εκείνη σε έχει περισσότερη ανάγκη από μένα». Ο Τάηλερ αναστέναξε και χτύπησε φιλικά το χέρι μου δύο φορές πριν σηκωθεί χωρίς να πει τίποτα άλλο και με άφησε μόνο μου.

Κοίταξα γύρω μου την άδεια κουζίνα και χαμογέλασα... όλα μου τα αγαπημένα μου πρόσωπα είναι και πάλι κάτω από την ίδια στέγη... πόσο πιο όμορφη θα μπορούσε να είναι αυτή η μέρα???... σκέφτηκα και χαμογέλασα κοιτώντας τον ήλιο που μου χαμογελούσε από ψηλά και άφησα την ματιά μου να τρέξει στο όμορφο κήπο που απλωνόταν μπροστά μου αναπολώντας τις όμορφες στιγμές που περάσαμε με την Μπέλα μου εχθές το βράδυ... μέχρι που η Βερόνικα μπήκε ξαφνικά μέσα στην κουζίνα και με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Κύριε Έντουαρντ... συγγνώμη... δεν είχα καταλάβει ότι είχατε ξυπνήσει» απολογήθηκε και με κοίταξε με αγωνία στα μάτια... της χαμογέλασα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν πειράζει Βερόνικα... θα μπορούσες να μου ετοιμάσεις κάτι να τσιμπήσω?» τη ρώτησα ήρεμα και με κοίταξε με περιέργεια... γέλασα από μέσα μου γιατί ήξερα ακριβώς τι σκεφτόταν αλλά παρέμεινα ήρεμος στην ίδια θέση, με το ίδιο ήρεμο ύφος περιμένοντας την ανταπόκρισή της.

«Ναι, φυσικά... φυσικά και μπορώ» τραύλισε και της χαμογέλασα πιο ζεστά για να την ηρεμήσω... τι έχουν τραβήξει όσοι είναι δίπλα μου την τελευταία βδομάδα?... αναστέναξα «Θα θέλατε κάτι συγκεκριμένο?» ρώτησε ακόμα ταραγμένη.

«Ό, τι σου είναι πιο εύκολο» της αποκρίθηκα και εκείνη κατένευσε και γύρισε προς την κουζίνα για να συγκεντρώσει τις σκέψεις της και να ξεκινήσει να ετοιμάσει κάτι για πρωινό.

Μόλις βρήκε τον αυτοέλεγχο της ξανά, μου σέρβιρε μια κούπα αχνιστό καφέ... και αφού τον άφησε πάνω στο τραπέζι γύρισε στην κουζίνα και άρχισε πυρετωδώς να ετοιμάζει κάτι αλλά δεν της έδωσα άλλη σημασία... πήρα τον καφέ μου στο χέρι μου και συνέχισα να κοιτάζω τα υπέροχα χρώματα που απλωνόντουσαν μπροστά μου από τα λουλούδια που υπήρχαν στον κήπο μου και μπαίνοντας στη σφαίρα της φαντασίας... έφερα με στο νου μου τις όμορφες αναμνήσεις που είχα με την Μπέλα μου, να παίζουμε και να κυνηγιόμαστε σαν μικρά παιδιά ανάμεσα από αυτά τα λουλούδια και χαμογέλασα... οι φωνές του μικρού Άλεκ με ξάφνιασαν και γυρίζοντας προς την πόρτα, είδα μια Μπέλα να τρέχει καταπάνω μου και σηκώθηκα για να δω τι συμβαίνει... κάτι μου έλεγε ότι η κατάσταση της Κάθη είχε χειροτερέψει και εκείνη ήρθε να το επιβεβαιώσει.

«Έντουαρντ κράτα για λίγο τον μικρό... μην τον αφήσεις να έρθει μέσα» είπε με νόημα και πέρνοντας τον στην αγκαλιά μου την κοίταξα με συμπόνια στα μάτια και κατένευσα χωρίς να απαιτήσω να μάθω τίποτα περισσότερο... σίγουρα ο μικρός είχε πάθει σοκ από ό, τι είχε δει και τώρα τσίριζε και χτυπιόταν στην αγκαλιά μου αλλά δεν άφησα στον εαυτό μου το περιθώριο να τα χάσει και με μεγάλη ψυχραιμία τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και άρχισα να τον παρηγορώ.

«Άτε με... ελώ μαμα μουυυυυ» ούρλιαζε κλαίγοντας το σαμιαμίδι μου ενώ προσπαθούσε με τα χεράκια του και τα ποδαράκια του να με κάνει να τον αφήσω από την αγκαλιά μου για να γυρίσει κοντά της.

«Ηρέμησε Άλεκ μου, σε παρακαλώ» έκανα μια προσπάθεια αλλά εκείνος δεν άκουγε τίποτα.

«Άτε με... σου λέω... έλω μαμα μουυυυυυ» εκείνος συνέχιζε να ουρλιάζει και η Βερόνικα ήρθε αμέσως κοντά μας και με κοίταξε στα μάτια.

«Θέλετε να τον πάρω εγώ?» με ρώτησε με αγωνία και της κούνησα αρνητικά το κεφάλι και χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο, τον πήρα μαζί έξω στον κήπο παρά τις αντιρρήσεις του.

«Έλα να κάνουμε μια βόλτα να ηρεμήσεις» του είπα απαλά αλλά εκείνος έγινε χειρότερα.

«Οκιιιιιι, έλω μαμά μουυυυ... ονάειιι» φώναζε εκείνο και με έκανε να κοπώ στα δύο.

Φτάνοντας κοντά στο παγκάκι, έκατσα και τον βόλεψα καλύτερα μέσα στην αγκαλιά μου βάζοντας το κεφαλάκι του να ακουμπήσει πάνω στο στερνό μου και άρχισα να του χαϊδεύω ήρεμα την πλατίτσα του για να τον καθησυχάσω.

«Μη μου κλαις, μικρέ μου πρίγκιπα... πρέπει να φανείς δυνατός... και θα δεις ότι η μανούλα θα γίνει πολύ γρήγορα καλά όταν σε δει να της χαμογελάς». Εκείνος αμέσως σταμάτησε να αντιδράει και με κοίταξε με αγωνία στα μάτια.

«Αλητια γίνει καά αν αμοελάτω?» με ρώτησε μέσα από τους λυγμούς του και σκουπίζοντας τα μαγουλάκια του κατένευσα και έπεσε πάλι πάνω στο στερνό μου προσπαθώντας πολύ σκληρά να ηρεμήσει τους λυγμούς του και εγώ συνέχισα να τον παρηγορώ... δίνοντάς του διάσπαρτα φιλιά στην κορυφή του κεφαλιού του.

«Όλα θα πάνε καλά μικρέ μου πρίγκιπα... όλα θα πάνε καλά» τον παρηγορούσα και τα χεράκια του αμέσως σφίχτηκαν γύρω μου ζητώντας μου παρηγοριά.

Με τον Άλεκ δεν είχαμε ποτέ πολύ στενή επαφή... αλλά πάντα τον συμπαθούσα και πάντα τον κοίταζα νοσταλγικά από μακριά... μέσα στα μάτια του έβλεπα το παιδί που ίσως θα είχα τώρα στην αγκαλιά μου αν δεν συνέβαινε ότι συνέβαινε τότε με την Μπέλα μου... αν και εκείνη τότε μου το είχε ξεκόψει... ήξερα ότι κάποια στιγμή θα μπορούσα να της αποδείξω ότι ήμουν ικανός να γίνω καλός πατέρας για τα παιδιά μας... αλλά εκείνη δεν μου έδινε το περιθώριο για τέτοιες συζητήσεις... και αυτό πάντα με πόναγε.

Ο Άλεκ είχε ηρεμήσει αρκετά και σηκώνοντας το κεφαλάκι του μου χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και εγώ του σκούπισα για άλλη μια φορά τα δάκρυα του από τα ροδαλά του μαγουλάκια περιμένοντας την δική του αντίδραση.

«Τοίτα αμοελώ... πάω τώα μαμα μου?» ρώτησε και του χαμογέλασα και εγώ.

«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα» του είπα και αμέσως κατσούφιασε και πήγε να αντιδράσει αλλά τον έκοψα πριν πει οτιδήποτε άλλο «Άκουσε με... η μανούλα τώρα χρειάζεται λίγο χρόνο για να φέρει στον κόσμο την αδελφούλα σου».

«Ντεν τι τέλω... την ονάει».

«Δεν φταίει καρδιά μου η αδελφούλα σου που πονάει η μανούλα».

«Τότε ποιος?» ρώτησε με απορία και πήρα μια βαθιά αναπνοή... δεν ήξερα πολλά από παιδιά και φοβόμουν μην του πω κάτι που θα τον ταράξει περισσότερο και προσπάθησα σκληρά να βρω τα επόμενα μου λόγια ώστε να τον καθησυχάσω.

«Είναι η φυσική ροή τον πραγμάτων... μπορεί τώρα να πονάει λίγο... αλλά σε λίγη ώρα όλα αυτά θα έχουν τελειώσει και η αδελφούλα σου θα είναι στην αγκαλίτσα της και η μαμά σου θα γελάει.

«Γιατί πεπει οναει?» επέμενε εκείνος και αναστέναξα.

«Δεν ξέρω καρδιά μου, μακάρι να ήξερα... αλλά σίγουρα όλα θα πάνε καλά... θα το δεις» τον καθησύχασα για άλλη μια φορά και τότε η Μπέλα βγήκε από την πόρτα της κουζίνας και άρχισε να μας πλησιάζει με μεγάλες δρασκελιές... μόλις έφτασε κοντά μας έκατσε στα γόνατα και ο Άλεκ γύρισε όλο του το σωματάκι προς το μέρος της και άπλωσε τα χεράκια του για να τον πάρει στην αγκαλιά της.

Η Μπέλα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα του αλλά δεν τον πήρε από την αγκαλιά μου και ο Άλεκ την κοίταξε στα μάτια με αγωνία.

«Τοιτα ονα ελάω» της είπε και η Μπέλα του χαμογέλασε συνεσταλμένα... «αμε πας μαμα μου τώα?» την ρώτησε και εκείνη αναστέναξε και πέρασε το χέρι της απαλά από όλη την επιφάνεια του προσώπου του.

«Άλεκ μου, η μανούλα θα φέρει στον κόσμο την αδελφούλα σου... και για να γίνει αυτό θα πρέπει να της δώσουμε λίγο χρόνο για να προετοιμαστεί γι αυτό» του είπε ήρεμα και εκείνος κρεμόταν από τα χείλη της με μεγάλη αγωνία «θα ήθελες να πάμε στο σπίτι μου για να της δώσουμε το χρόνο που χρειάζεται για να προετοιμαστεί γι αυτό?»

«Τελω δω» είπε παραπονιάρικα και έπεσε στην αγκαλιά της αφήνοντας το προσωπάκι του να ακουμπήσει πάνω στον ώμο της και εκείνη τον παρηγόρησε τρίβοντας απαλά την πλατίτσα του ενώ του άφηνε ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του.

«Το ξέρω καρδιά μου... το ξέρω... αλλά δεν μπορείς να την δεις τώρα... έλα να σε πάρω μαζί μου να πάμε στην Νοέλια να παίξετε και μόλις η μανούλα φέρει στον κόσμο την αδελφούλα σου, θα μας πάρει τηλέφωνο για να σε διαβεβαιώσει ότι όλα είναι καλά... εντάξει?»

Εκείνο κατέθεσε τα όπλα με ένα παραπονιάρικο λυγμό και η Μπέλα τον έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της και κρατώντας τον σφιχτά, σηκώθηκε και με κοίταξε στα μάτια με νόημα... σηκώθηκα και εγώ μαζί τους και της έδωσα ένα φιλί στον κρόταφο της για να πάρει κουράγιο και τους προϋπάντησα μέχρι το γκαράζ... δεν είπαμε τίποτα άλλο... οι ισορροπίες του μικρού ήταν πολύ εύθραυστες και η παραμικρή κουβέντα θα μπορούσε για άλλη μια φορά να τον κάνει να ξεσπάσει.

«Να προσέχετε» είπα μόνο μόλις έβαλε τον μικρό στο κάθισμα και τον ασφάλισε και εκείνη με έκλεισε στην αγκαλιά της πριν με αφήσει.

Της έδωσα ένα πεταχτό φιλί στα χείλια και κάνοντας το γύρω του αυτοκινήτου μπήκε μέσα και έφυγε για να γυρίσει στο σπίτι της και εγώ έμεινα για λίγο εκεί αναποφάσιστος... ο Τάηλερ σίγουρα θα έχει τρελαθεί από την αγωνία του... και εμένα δεν με χωράει ο τόπος... δεν το σκέφτηκα πολύ... έτρεξα πίσω στο δωμάτιο μου, έκανα ένα γρήγορο ντους και αφού ντύθηκα, κίνησα πάλι για το γκαράζ... μόλις πήρα τα κλειδιά της Άστιν Μάρτιν... τον πήρα τηλέφωνο και εκείνος μου έδωσε οδηγίες πώς να πάω να τον βρω... ο Τάηλερ πάντα ήταν δίπλα μου σε όλες τις δύσκολες στιγμές μου... τώρα είναι σειρά μου να του σταθώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA