Μείναμε και οι δύο ξαπλωμένοι στο γρασίδι για αρκετή ώρα κοιτώντας τον ουρανό, ο καθένας χαμένος στο δικό του κόσμο... ήταν τόσο κοντά μου... μπορούσα να νιώσω τη θέρμη που εξέπεμπε το κορμί της... μια θέρμη που έκανε τις αισθήσεις μου να ξυπνούν και να με αποπροσανατολίζουν... ποτέ δεν έχω νιώσει ξανά έτσι στη ζωή μου... ποτέ καμία άλλη γυναίκα δεν μου έχει ξυπνήσει τόσα πολλά συναισθήματα και ταυτόχρονα να με κάνει να φοβηθώ τόσο πολύ... ήταν τόσο εύθραυστη... τόσο μικροκαμωμένη... τόσο υπέροχη, που ένιωθα ότι αν την αγγίξω, θα θρυμματιστεί σε χίλια κομμάτια... πώς μπορούσα να της κάνω όμως κακό?... όχι, αυτό δεν θα το επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου.
Η μυρωδιά της κατέκλυζε όλο μου το κορμί... μια ξεχωριστή μυρωδιά λες και ήταν άρωμα παραδείσου... λουλουδάτη και δροσερή που μου θύμιζε άνοιξη... με γέμιζε με ευφορία και γαλήνη... παράδεισος!... αλλά ταυτόχρονα τόσο όξινη που έκαιγε όλες μου τις αισθήσεις και με έκανε να καίγομαι ως τα βάθη της ύπαρξης μου... κόλαση!
Πώς μπορούσα να την πλησιάσω;... πώς μπορούσα να φύγω μακριά της;... αυτή η αντικρουόμενη έλξη που ασκεί απάνω μου με τρομοκρατεί και με κάνει να θέλω να ουρλιάξω... για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω ότι σε αυτή τη γυναίκα βρήκα το άλλο μου μισό... κάποια που ξέρει ακριβώς τι κρύβει η ψυχή μου και παρόλα αυτά μένει μαζί μου... ένα μετανιωμένο τέρας να κοιτά τώρα τον ουρανό και να ζητάει συγχώρεση για τα πάθη του... να ζητάει τη λύτρωση από τα λάθη του παρελθόντος.
«Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;» είπα ξαφνικά σπάζοντας πρώτος την σιωπή και την κοίταξα χωρίς να αλλάζω στάση στο σώμα μου... εκείνη γύρισε στο πλάι και αφού έβαλε το χέρι της να ακουμπήσει στο έδαφος στήριξε το κεφάλι της πάνω του και με κοίταξε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... πόσο πεθαίνω να ακούσω τις σκέψεις της!... γιατί δεν μπορώ να τις ακούσω;... Χριστέ μου, αυτό με τρελαίνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμα.
«*Hamied, αλλά μπορείς να με φωνάζεις Μπέλα» είπε τελικά με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο και έμεινα αποσβολωμένος να την κοιτάω... αυτή η κοπέλα ήταν σαν μαγνήτης... κάθε της κίνηση, κάθε της λέξη με μάγευε και σάστιζα.
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, εγώ πού κολλάω σε όλα αυτά;»
«Πιστεύω ότι έχει να κάνει με το αίμα... δεν περίμενε ότι θα μπορούσες να αντισταθείς».
«Δεν ήξερε με ποιον τα έβαλε» είπα και τότε εκείνη γέλασε και την μιμήθηκα και εγώ.
«Προφανώς όχι... σε ευχαριστώ που μπόρεσες να αντισταθείς κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες... ξέρω ακριβώς πώς θα μπορούσε να ήταν και ήθελε μεγάλη δύναμη ψυχής για να μπορέσεις να αντισταθείς»,
«Πώς μπορείς να το ξέρεις;» ρώτησα περίεργος.
«Μπορώ να μπω στο μυαλό σου... και να σου δημιουργήσω παραισθήσεις... παλιότερα ήταν ένα καλό κόλπο για να περνάω την ώρα μου... αλλά όταν βρήκα και πάλι τη λογική μου δεν το ξανά έκανα... δεν ήμουν πάντα καλό “κορίτσι” ξέρεις».
«Ούτε και εγώ καλός “βρικόλακας”» της ανταπέδωσα και γέλασε.
«Έχεις σκοτώσει πολλούς ανθρώπους;» ρώτησε με περιέργεια και καθώς αναστέναξα, κοίταξα μακριά αποφεύγοντας τη ματιά της.
«Αρκετούς» παραδέχτηκα κάτω από την αναπνοή μου και ξαφνιασμένος ένιωσα το χέρι της να ακουμπάει τον ώμο μου. Από την ταραχή μου εκτινάχτηκα 100 μέτρα μακριά.
Εκείνη είχε ανασηκωθεί και κοίταζε γύρω της με απορία ψάχνοντάς με αλλά παράμεινε στη θέση της ακίνητη και μόλις με βρήκε με την ματιά της με κοίταξε με μία πληγωμένη έκφραση, παγωμένη από την αντίδρασή μου στο άγγιγμα της.
«Συγγνώμη» άκουσα να λέει μέσα από την ανάσα της και έκατσα στο έδαφος άδειος πιάνοντας το κεφάλι μου για να συνέλθω.
«Δώσε μου ένα λεπτό» την παρακάλεσα και εκείνη κατένευσε και δεν ξανά κουνήθηκε.
Άρχισα να παίρνω ξανά ήρεμες ανάσες με τη γνώση ότι η απόσταση που είχα δημιουργήσει μεταξύ μας θα είναι αρκετή ώστε να μου κατευνάσει το κάψιμο που ένιωσα στον λαιμό μου... όσο ήμουν κοντά της είχα αρχίσει να συνηθίζω τη μυρωδιά της και το κάψιμο είχε αρχίσει να γίνεται ανεκτικό... αλλά μόλις με ακούμπησε... θόλωσα... δεν ήξερα πώς να αντιδράσω... η θερμότητα του χεριού της με έκαψε ολόκληρο και αμέσως ένιωσα σαν να με διαπερνά ένα ηλεκτροφόρο ρεύμα που με διέλυσε.
Πιο ήρεμος και πιο συνειδητοποιημένος, άρχισα με δειλά και αργά βήματα ξανά να την πλησιάζω... εκείνη με περίμενε υπομονετικά χωρίς να κουνιέται κοιτώντας με πάντα στα μάτια απολογητικά με πληγωμένο ύφος... μόλις έκατσα ξανά στην ίδια θέση με πριν, πήρα μια δοκιμαστική ανάσα για να ελέγξω τα άγρια μου ένστικτα... και μόλις η γνώριμη πια φωτιά ήρθε να με κάψει... χαμογέλασα και κατάπια όλο το δηλητήριο που είχε αναβλύσει μέσα στο στόμα μου για να την κατευνάσω και έμοιαζε να πιάνει... πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα και ανοίγοντας τα μάτια μου την κοίταξα πιο ήρεμα.
«Συγνώμη» επανέλαβε εκείνη και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Μην το σκέφτεσαι... δε φταις εσύ... μακάρι να μην ήμουν αυτό που είμαι... αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω... σου το ορκίζομαι, δε θα σου κάνω κακό... αλλά προσπάθησε να με προειδοποιείς όταν θα θέλεις να με αγγίξεις» της είπα ήρεμα και η εκείνη κατένευσε χαμογελώντας θλιμμένα. Γύρισε το κεφάλι της προς άλλη κατεύθυνση κοιτώντας μακριά. Έμεινε και πάλι κλειδωμένη μέσα στις σκέψεις της χωρίς να μιλάει... η σιωπή της με έκανε να πνίγομαι... ήθελα σαν τρελός να μπορούσα να τρυπώσω σε αυτό το μυαλό και να μάθω τι υπάρχει εκεί.
«Μου είναι ακόμα τόσο περίεργο όλο αυτό» τελικά έσπασε τη σιωπή της χωρίς να με κοιτάει ακόμη και συνέχισε... «Περίμενα 109 χρόνια να βρω έναν τρόπο για να σε αισθανθώ... να μπορέσω να σε νιώσω» αναστέναξε και με πολύ αργή και καλά μελετημένη κίνηση έβαλα απαλά το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο της και έκλεισε τα μάτια της παίρνοντας μια τρεμάμενη αναπνοή χαμηλώνοντας το κεφάλι της... δεν άντεχα να μου κρύβει τη ματιά της... και βάζοντας το δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Και τώρα που μπορείς;» την ρώτησα για να συνεχίσει.
«Θα πρέπει και πάλι να τα χάσω όλα» είπε με πνιγμένη φωνή και ένιωσα όλο μου το στήθος να διαλύεται.
«Δεν υπάρχει τίποτα που θα...» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την πρόταση μου.
«Όχι, τουλάχιστον κάτι που να ξέρω».
«Και δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε;»
«Δεν ξέρω Έντουαρντ...» είπε και κοίταξε και πάλι μακριά «Έχω απελπιστεί... νόμιζα ότι θα ήσουν η τελευταία μου ελπίδα αλλά...»
«Αλλά;»
«Είσαι βρικόλακας Έντουαρντ».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Πίστευα ότι αν μπορούσα εγώ να εκπληρώσω τη μοίρα της... αν με τη δική μου βοήθεια κατάφερνε να φέρει στον κόσμο την επόμενη υγιή κόρη ώστε να συνεχιστεί η γενιά της Νεφελίμ υποτελή μου... τότε ίσως να έσωζα την ψυχή της και να κατάφερνα να κερδίσω πίσω τα φτερά μου... ή έστω να κατάφερνα με κάποιον τρόπο να καταλάβω το σώμα της Νεφελίμ υποτελή μου και να αποκτήσω το σώμα της».
«Και γιατί μπορεί αυτό να γίνει μόνο με μένα;»
«Γιατί αισθάνομαι μόνο εσένα Έντουαρντ» είπε με πόνο και αναστέναξε.
«Με αγαπάς ακόμα;» ρώτησα με μια ελπίδα να φωλιάζει στην καρδιά μου.
«Ακόμα και όταν ήμουν ένα άδειο κουφάρι χωρίς αισθήματα... χωρίς αισθήσεις... ακόμα και τότε ένιωθα ότι η φλόγα της αγάπης μου για σένα δεν είχε σβήσει... δεν μπορούσα να την νιώσω... αλλά ήξερα ότι ήταν πάντα εκεί φωλιασμένη στην ακίνητη καρδιά μου να περιμένει την ευκαιρία να απελευθερώσει τη δύναμη της» άκουγα να μου λέει και θα ορκιζόμουν ότι η καρδιά μου άρχισε να κλοτσάει και με έκανε να νιώσω όπως δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή μου... η παγωμένη μου καρδιά ζεστάθηκε και τώρα, πιο πολύ από πριν, ήθελα με κάθε τρόπο να βρω τη λύση να την κάνω να μείνει για πάντα μαζί μου... αλλά πώς;;;
Βλέποντας την απόγνωση και την απελπισία στο βλέμμα της, μια ακαταμάχητη δύναμη μέσα μου ήρθε και με έκανε να θέλω να την προστατέψω από οτιδήποτε την απειλεί... με έκανε να θέλω να την φυλακίσω για πάντα μέσα στην αγκαλιά μου και να την παρηγορήσω... να της πω ότι όλα θα πάνε καλά... με κάποιον τρόπο... ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει για μας... ότι όλα τώρα αρχίζουν... το ένιωθα... το έβλεπα... ήταν όλα όσα έλπιζα πάντα ότι θα βρω... είναι όλα όσα ποτέ ευχόμουν να νιώσω... όπως έβλεπα και ένιωθα στους άλλους γύρω μου να έχουν και εγώ ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να νιώσω ο ίδιος.
Άπλωσα διστακτικά το χέρι μου και απομάκρυνα μια τούφα από τα μαλλιά της και μόλις ο λαιμός της αποκαλύφθηκε είδα τη φλέβα της να πάλλεται... το αίμα της να ρέει με ορμή μέσα στη λεπτή της φλέβα και η καρδιά της άρχισε να μου τραγουδάει το πιο αρχαίο και το πιο ερωτικό τραγούδι που είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου... με καλούσε κοντά της... με έκανε να ξεχνάω τον πόνο μου και μέσα στη μαυρίλα του συννεφιασμένου μου ουρανού να βλέπω την ηλιαχτίδα του φωτός της να μου ζεσταίνει το άψυχο και ψυχρό μου κορμί... να το κάνει να νιώθει και πάλι ζωή... πώς μπορούσα να τα παρατήσω τώρα;... πώς μπορούσα να αποδεχθώ ότι αυτό είναι το τέλος και όχι η αρχή;
«Μην κουνηθείς» είπα επιτακτικά, περισσότερο σαν διαταγή παρά σαν παράκληση, και εκείνη υπάκουσε... δεν μπορούσα να κοιτάξω τη ματιά της... η παλλόμενη φλέβα της μου είχε κλέψει τη ματιά και με τράβαγε κοντά της... αλλά όχι για να γευτώ το αίμα της αλλά για να αφήσω τη ζεστασιά της να πλημμυρίσει τις αισθήσεις μου.
Τα χέρια μου αγκάλιασαν τα μπράτσα της ακινητοποιώντας την και με αργή κίνηση έγειρα προς το μέρος της... σταμάτησα να αναπνέω και το τόλμησα, ακόμα αβέβαιος για την κίνηση μου αυτή... το μάγουλο μου ακούμπησε πάνω στην παλλόμενη φλέβα του λαιμού της και η επιδερμίδα της τόσο απαλή και μεταξένια, με έκανε να ηλεκτριστώ... πέρασα το μάγουλο μου ξυστά από όλη την επιφάνεια της επιδερμίδας του λαιμού της και αναστέναξα... ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τόση εφορία... τόση πληρότητα και δεν ήθελα να σταματήσω εκεί... επανέλαβα την ίδια διαδικασία αυτή τη φορά με τη μύτη μου να ακουμπάει ξυστά το δέρμα της, παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, και ένιωσα το κορμί της να αναριγεί σε αυτό το άγγιγμα και η ανάσα της να γίνεται κοφτή και τρεμάμενη... η καρδιά της κόντευε να διαλύσει το στήθος της και η μελωδία της με έκανε να σαστίσω... το κάψιμο στο λαιμό μου όμως με επανέφερε στην πραγματικότητα... πιο δυνατό από ποτέ, θόλωνε την κρίση μου... αλλά δεν τα παρατούσα... αυτή θα είναι η αρχή μας όχι το τέλος μας... 109 χρόνια την περίμενα... δε θα την χάσω τώρα.
Σήκωσα τη ματιά μου στη δική της και το βλέμμα της με έκανε να σαστίσω... δεν μπορούσα να καταλάβω τι συναισθήματα την είχαν κυριαρχήσει... αλλά ό, τι και να υπήρχε σε αυτό το βλέμμα, με έκανε να την πλησιάζω περισσότερο... με έκανε να την θέλω περισσότερο... όμως δεν ήταν ώρα για πειραματισμούς... ένα βήμα την φορά... επέπληξα τον εαυτό μου και έκανα για λίγο πίσω και εκείνη μου χαμογέλασε ζεστά.
Ανταπέδωσα το χαμόγελό της. «Έχεις το πιο υπέροχο άρωμα που έχω μυρίσει ποτέ στη ζωή μου» της είπα και εκείνη γλύκανε τα χαρακτηριστικά της.
«Μην κουνηθείς» επανέλαβε ότι και εγώ πριν, και βάζοντας τα χέρια μου πίσω, έμεινα ακίνητος σαν άγαλμα και ξέροντας τις προθέσεις της σταμάτησα την ανάσα μου και ελέγχοντας πάρα πολύ καλά τα συναισθήματα μου, προσπάθησα να μην αντιδράσω ό, τι και να έκανε.
Το χέρι της απαλό σαν πούπουλο άρχισε να περνάει από όλες τις γραμμές του προσώπου μου... ξεκινώντας από το μέτωπο μου και κατηφορίζοντας προς το σαγόνι... ένιωθα να με ακουμπάει ένα φτερό τόσο απαλό και τόσο ανάλαφρο σαν καυτό αεράκι... το άγγιγμά της όπου περνούσε έκαιγε κάθε κύτταρο της επιδερμίδας μου και με αναστάτωνε... μια αναστάτωση που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά ήρθε και φώλιασε μέσα μου... ξυπνώντας όλες μου τις αισθήσεις... το χέρι της απαλά πέρασε από το περίγραμμα των χειλιών μου και τα χείλια μου ανεπαίσθητα άνοιξαν με δική τους πρωτοβουλία... μια περίεργη πείνα με κατέβαλε και με έκανε να αναστατωθώ... αλλά αυτήν την πείνα να δεν την γνώριζα... δεν ήταν η ίδια πείνα που με έκανε να νιώθω για το αίμα της... μια διαφορετική πείνα με αφύπνισε και με έκανε να νιώθω ότι θα εκραγώ... όλος μου ο εσωτερικός μου κόσμος άλλαζε... οι αντιδράσεις του κορμιού μου άλλαζαν και κάτω χαμηλά ένιωθα κάτι να σκιρτεί και να ασφυκτιεί μέσα στο στενό μου τζιν... που με έκανε να πονάω... αλλά αυτός ο πόνος δεν έμοιαζε με όλους τους άλλους... αυτός ο πόνος ήταν από μια ακατανίκητη επιθυμία να θέλει να απελευθερωθεί... να θέλει να κατακτήσει και να κατακτηθεί... μια επιθυμία που ένιωθα ότι θα μου έφερνε την ίδια μου τη λύτρωση.
Ξαφνικά σταμάτησε να με ακουμπά και αμέσως ένιωσα όλο μου το κορμί να πονάει... άνοιξα τα μάτια μου με απορία και εκείνη με κοίταζε πάλι με το ίδιο ανεξιχνίαστο βλέμμα και με αναστάτωνε με έναν περίεργο τρόπο... ήθελα τόσο πολύ να ακουμπήσω τα χείλια της... όχι όμως όπως είχε κάνει εκείνη πριν... ήθελα να τα ακουμπήσω με τα δικά μου χείλια... να τα κάνω δικά μου... να τα γευτώ... αλλά ήταν πολύ για μένα όλο αυτό μέσα σε μια μέρα... όχι Έντουαρντ, ένα βήμα τη φορά... επέπληξα για άλλη μια φορά τον εαυτό μου και αναστέναξα.
«Μόνο να ήξερες πώς με κάνεις να νιώθω» είπα μέσα από την αναπνοή μου και μου χαμογέλασε ζεστά.
«Νομίζω ότι μπορώ να το καταλάβω».
«Εγώ όμως όχι...» είπα ειλικρινά «Όλα αυτά είναι τόσο καινούργια για μένα... νιώθω σαν να σε περίμενα όλη μου τη ζωή... δεν μπορεί να μην υπάρχει τρόπος» είπα με ένα παράπονο και εκείνη με κοίταξε με πόνο στα μάτια.
«Ξέρεις τι σημαίνει το όνομά μου;» ρώτησε ξαφνικά και την κοίταξα με απορία στα μάτια και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«*Hamied... Angel of Miracles».
«Σίγουρα θα υπάρχει ελπίδα και για μας» αναστέναξα «κάποια ελπίδα θα υπάρχει και για μας» επανέλαβα και με όλον τον έλεγχο των κινήσεων, την συγκράτησα απαλά και την φώλιασα μέσα στην αγκαλιά μου... εκείνη άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στο στερνό μου και αναστέναξε... έβαλα το κεφάλι μου να ακουμπήσει απαλά πάνω στο δικό της και παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα άφησα το άρωμα της να με κάψει... ήταν τόσο περίεργο... από τη μια στιγμή στην άλλη αυτό το κάψιμο ήταν για μένα μια σπίθα ελπίδας... γιατί ξέρω ότι όσο νιώθω αυτό το κάψιμο θα ξέρω ότι εκείνη είναι ζωντανή... πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα και καλωσόρισα με ανακούφιση για άλλη μια φορά αυτό το κάψιμο και επανέλαβα με βαθιά φωνή.
«Κάποια ελπίδα θα υπάρχει και για μας... και δεν θα τα παρατήσω ποτέ μέχρι αυτή η ελπίδα να πεθάνει».
Καθισμένοι ακίνητοί και άηχοι... απολαμβάναμε την εφορία της στιγμής νιώθοντας την πληρότητα να πλημμυρίζει όλο μας το είναι... δεν υπήρχαν λόγια γι’ αυτή τη στιγμή... όλα τα άλλα γύρω μας ωχριούσαν μπροστά στην ομορφιά και το περίεργο αυτό συναίσθημα αυτής της απλής επαφής μας... μέχρι που μια σταγόνα από τον ουρανό έπεσε και στάθηκε πάνω στο ροδαλό της μάγουλο σαν δάκρυ και εκείνη αναστενάζοντας σήκωσε τη ματιά της προς το μέρος μου... η ματιά της δήλωνε καθαρά πόσο απρόθυμή ήταν και η ίδια να αποχωριστεί την αγκαλιά μου... αλλά το ανθρώπινο της σώμα τώρα και για τους δύο μας ήταν η προτεραιότητα μας... έπρεπε να την προστατέψω από κάθε τι που την απειλούσε... και αυτό σήμαινε αυτόματα και από τα πιο μικρά πράγματα όπως είναι μια βροχή που μπορεί να απειλήσει την υγεία της και να την κλονίσει περισσότερο.
Χάιδεψα απαλά το μάγουλο της απομακρύνοντας την σταγόνα από αυτό και κλείνοντας τα μάτια της πήρε μια τρεμάμενη ήρεμη αναπνοή και η καρδιά της άρχισε και πάλι να καλπάζει σαν άλογο... αλλά δε μίλησε.
«Μάλλον είναι η ώρα να γυρίσουμε» είπα και κατένευσε απρόθυμα ανοίγοντας και πάλι τα μάτια της για να με κοιτάξει.
«Με εμπιστεύεσαι;» ρώτησα και μου χαμογέλασε ζεστά.
«Μπορώ να μας γυρίσω στο αυτοκίνητο πιο γρήγορα και να αποφύγουμε την μπόρα» εξήγησα και χαμογέλασε πλατιά... ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια... και τι δεν θα έδινα να άκουγα αυτή ακριβώς τη στιγμή τι σκεφτόταν... ήταν τόσο ενθουσιασμένη... όλο το πρόσωπο της φωτίστηκε και έμοιαζε λες και ήταν ένα μικρό παιδάκι που του χάριζες μια πόλη ζαχαρωτά.
«Θες να το δοκιμάσουμε;» ρώτησα μην αντέχοντας άλλο την έλλειψη ανταπόκρισης από μέρους της και εκείνη κατένευσε και σηκώθηκε με μια γρήγορη κίνηση που μου έκοψε την ανάσα... κράτησα την αναπνοή μου και σηκώθηκα και εγώ αργά και την κοίταξα.
«Ανέβα στην πλάτη μου» της είπα και καθώς γονάτισα έτεινα το χέρι μου για να την συγκρατήσω.
«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε και γύρισα προς τη μεριά της και της χαμογέλασα παιχνιδιάρικα.
«Είμαι σίγουρος ότι θα το λατρέψεις» είπα με σιγουριά και εκείνη καθώς ανέβηκε στην πλάτη μου, κλείδωσε τα χέρια της και τα πόδια της γύρω μου... με μια αργή κίνηση πήρα τον καρπό της και βάζοντας κοντά στη μύτη μου πήρα μια βαθιά εισπνοή... αν και δεν την κοίταζα ήμουν σίγουρους ότι είχε ξαφνιστεί από την ξαφνική της ακινησία... το άφησα και πάλι και χαμογέλασα.
«Όλο και πιο εύκολο με τον καιρό» μουρμούρισα περισσότερο στον εαυτό μου και αμέσως ένιωσα να χαλαρώνει... «Έτοιμη;» ρώτησα και γέλασε δυνατά.
«Έτοιμη» επιβεβαίωσε και τότε άρχισα να τρέχω.
Έτρεχα σαν τον άνεμο... απελευθερωμένος όπως ποτέ... αλλά λόγω του ότι δεν ήξερα πόσο η ίδια άντεχε όλον αυτόν τον άνεμο στο σώμα της... πήγαινα πιο ήρεμα από ότι συνήθιζα και την άκουσα να γελάει πειράχτηκα.
«Χα... μάλλον γέρασες... μόνο τόσο μπορείς να τρέξεις;» με κορόιδεψε και τότε έδωσα περισσότερη δύναμη στα πόδια μου και εκείνη ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που παίρνοντας την κλίση του σώματός μου, άνοιξε τα χέρια της και άφησε την αίσθηση του ανέμου να την παρασύρει... η καρδιά της κόντευε να εκτοξευθεί και εκείνη για πρώτη φορά από τότε που την γνώρισα, ένιωσα να γίνεται τόσο ανάλαφρη, τόσο ξένοιαστη... ήταν σαν να ζούσε ξανά τις ημέρες που η ίδια πέταγε με τα φτερά της και ένιωθε τον λυτρωτικό άνεμο να την αγγίζει και να παίρνει μακριά ό, τι την προβληματίζει.
«Καλύτερα τώρα;» την ρώτησα και εκείνη γέλασε τόσο δυνατά που με έκανε να θέλω να επιταχύνω κι άλλο αλλά φοβόμουν τόσο πολύ για εκείνη που δεν το έκανα... τύλιξε τα χέρια της ξανά γύρω μου και μέσα στο αυτί μου είπε με βαθιά φωνή…
«Θέλω να σε νιώσω να πετάς». Δεν ήθελα τίποτα άλλο... τα έδωσα όλα και έτρεξα όπως δεν είχα τρέξει σε ολόκληρη τη ζωή μου απολαμβάνοντας τον άνεμο στο πρόσωπο μου και στο κορμί μου, να με εξιτάρει και να με κάνει να νιώθω ότι πετάω... τα πέλματα μου ίσα που ακουμπούσαν τη γη... δεν αφήναν ίχνη στο χώμα και εκείνη ένιωθα να το ευχαριστιέται με όλη της την καρδιά.
Φτάνοντας κοντά στο αυτοκίνητο χαλάρωσα το ρυθμό μου και σταματώντας, λύγισα τα πόδια μου χαμηλώνοντας το κορμί μου για να μπορέσει να κατέβει αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε... το ένα της χέρι έσφιξε δυνατά απάνω μου και το άλλο της ακούμπησε απαλά στο μάγουλό μου γυρίζοντας με προς τη μεριά της... την κοίταξα παραξενεμένος αλλά πριν αντιδράσω εκείνη άφησε τα απαλά της χείλια να ακουμπήσουν πάνω στον κρόταφο μου και εκεί άφησε ένα τρυφερό παρατεταμένο φιλί... έκλεισα τα μάτια και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να το απολαύσει... το στήθος μου με διέλυσε και αμέσως ένιωσα να παίρνει ζωή... μια σπίθα έκαψε όλες μου τις αισθήσεις και ασυναίσθητα σταμάτησα να αναπνέω.
«Σε ευχαριστώ» είπε με μια φωνή σαν ψίθυρο, γεμάτη συγκίνηση... και άφησε το μέτωπό της να ακουμπήσει απαλά στον κρόταφο μου αναπνέοντας με δυσκολία.
Αυτό με έκανε για μια στιγμή να ανησυχήσω και απαλά την τράβηξα από την πλάτη μου και την έφερα μπροστά μου για να την κοιτάξω... εκείνη άνοιξε τα μάτια της και με το ίδιο βλέμμα όπως και πριν με έκανε να σαστίσω... τι μπορεί να σκέφτεται αυτό το περίπλοκο μυαλό;
Έφερε το πρόσωπο της σε απόσταση αναπνοής και αναστέναξε... την κοίταζα στα μάτια αναποφάσιστος... ήθελα να το κάνω αλλά φοβόμουν τόσο πολύ... έβαλα απαλά το χέρι μου στο μάγουλό της και εκείνη έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντας την επαφή... έγειρα αργά και βασανιστικά προς τα χείλια της αρνούμενος ακόμα να αναπνεύσω και χωρίς να αφήσω τη σκέψη να με παρασύρει και να με κάνει να το μετανιώσω, ακούμπησα τα χείλια της τόσο απαλά και μέσα από τα χείλια της ξέφυγε ένα λυγμός... αυτό με παραξένεψε και ανασήκωσα το πρόσωπό μου για να την κοιτάξω... άνοιξε τα μάτια της και η ματιά της με έκαψε... με έκανε να χάσω κάθε λογική μου σκέψη.
«Μη σταματάς» με παρακάλεσε με βαθιά φωνή γεμάτη πάθος και δεν μπόρεσα άλλο να της αντισταθώ.
Έγειρα άλλη μια φορά το πρόσωπό μου προς το δικό της και ακόμα ξέπνοος άφησα τα χείλια μου να ακουμπήσουν για δεύτερη φορά πάνω στα δικά της... η αίσθηση των χειλιών της πάνω στα δικά μου με έκανε να τρελαθώ... το ζεστό της άγγιγμα, μου έκαψε κάθε κύτταρο του κορμιού μου και τότε άφησα τον εαυτό μου να το απολαύσει.
Το χέρι της μέσα στα μαλλιά μου με συγκρατούσε κοντά της και τα χείλια της άρχισαν να κουνιούνται πάνω στα δικά μου... αυτή η τριβή μου ξύπνησε κάθε κοιμισμένο μου συναίσθημα και ένιωσα ότι οι φλέβες μου μέσα στο παγωμένο μου κορμί άρχισαν να πάλλονται και να στέλνουν κύματα φωτιάς σε όλο μου το σώμα... ένιωσα σαν να ξαναγεννιόμουν από την αρχή... ένιωσα σαν να πέρναγε όλο το δηλητήριο από όλο μου το κορμί και να με καίει από την αρχή μεταμορφώνοντας με... αλλά αυτή τη φορά δεν με μεταμόρφωνε σε ένα τέρας όπως την πρώτη φορά... με μεταμόρφωνε σε κάτι πολύ πιο ανθρώπινο... η φλόγα αυτή ξαφνικά έφτασε στην καρδιά μου και ένιωσα ότι εκείνη έσπασε και έγινε χίλια κομμάτια... και ένας πόνος με διέλυσε και βόγκηξα πάνω στα χείλια της.
Για κάποιον λόγο εκείνη έκανε τις κινήσεις της πιο απαιτητικές... πιο βασανιστικές και τότε η καρδιά μου άρχισε και πάλι να ξαναενώνεται και να παίρνει μορφή, να γίνεται και πάλι ολόκληρη και να παίρνει ζωή... μια ζωή γεμάτη εφορία και γαλήνη.
Τα χείλια της μισάνοιξαν και το άρωμά της με πλημμύρισε ως τα βάθη της ψυχής μου... και τότε το γνώριμο κάψιμο ήρθε να με αποτελειώσει.
Τα χέρια μου την ακινητοποίησαν και αποτράβηξα το κεφάλι μου προς τα πίσω κρατώντας τα μάτια μου ερμητικά κλειστά, ελέγχοντας με μεγάλη δυσκολία το τέρας που ξύπνησε μέσα μου και τώρα απειλητικά ήρθε να με κάνει να ξεπεράσω τα όριά μου... όχι, δε θα σου περάσει... του φώναξα σφίγγοντας το σαγόνι μου και εκείνο πάγωσε και με άφησε στην ησυχία μου.
«Ουπς» ψιθύρισε.
«Το “ουπς” δεν αποδίδει ούτε στο ελάχιστο την κατάσταση» είπα με ήρεμη αλλά ταυτόχρονα τραχιά φωνή και εκείνη αμέσως ακινητοποιήθηκε και έμεινε ξέπνοη.
«Μήπως πρέπει να...;» προσπάθησε να αποδεσμεύσει τον εαυτό της από την αγκαλιά μου για να μου δώσει το χρόνο που χρειαζόμουν για να συνέλθω αλλά εγώ δεν την άφησα να κινηθεί ούτε εκατοστό... φοβόμουν τόσο πολύ τι θα μου προκαλούσε αυτή η κίνηση.
«Όχι είναι ανεκτό... περίμενε ένα λεπτό, σε παρακαλώ» είπα συγκρατημένα... ήθελα να είμαι 100% σίγουρος ότι ήταν ασφαλής πριν την απελευθερώσω από το κράτημά μου.
Άφησα αργά την υπόλοιπη ανάσα που κράταγα και άνοιξα τα μάτια μου με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο... τα είχα καταφέρει... είχα βγει νικητής.
«Ανεκτό;» ρώτησε με πόνο στη ματιά της.
«Είμαι πιο δυνατός απ’ ό, τι νόμιζα. Είναι ωραίο να το μαθαίνω» είπα και της χαμογέλασα καθησυχαστικά αλλά εκείνη δεν χαλάρωνε.
«Συγγνώμη» είπε και αναστέναξα.
«Μπέλα, δε φταις εσύ γι αυτό που είμαι... μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα αλλά δεν είναι... τουλάχιστον τώρα μπορώ να το αντιμετωπίσω πιο ψύχραιμα... αλλά και πάλι δεν μπορώ να το κατευνάσω τελείως... τουλάχιστον ξέρω πως να το κάνω να μην σε απειλεί».
«Δεν θέλω να πονάς για μένα» είπε με πόνο στη φωνή της και την τράβηξα στην αγκαλιά μου απαλά και εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
«Χίλιες φορές να πονάω και να ξέρω ότι είσαι ζωντανή... παρά να μην ξανανιώσω ποτέ το άγγιγμα σου» της είπα με ειλικρίνεια και αναστέναξε.
Η βροχή ήρθε επικίνδυνη καταπάνω μας απειλητικά και μας μούσκεψε σε κλάσμα του δευτερολέπτου.
«Μου αρέσει που τρέχαμε να της ξεφύγουμε» είπα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα και εκείνη χαχάνισε σιγανά και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
Σηκώθηκα όρθιος παρασέρνοντας την μαζί μου και κρατώντας την από την μέση, την τράβηξα προς την πόρτα του συνοδηγού και εκείνη με κοίταξε με απορία.
«Καλύτερα να οδηγήσω εγώ... ήταν εξαντλητική μέρα και για τους δύο μας» είπα και εκείνη με κοίταξε δύσπιστα.
«Τα αντανακλαστικά μου είναι πιο γρήγορα από τα δικά σου» είπε ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το ένα της φρύδι.
«Το ανθρώπινο σου σώμα είναι πιο αδύναμο από το δικό μου» της αντιγύρισα και άπλωσα το χέρι μου για να μου δώσει τα κλειδιά και εκείνη γύρισε και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος με πείσμα.
«Προτιμάς να αρρωστήσεις από το να με αφήσεις να οδηγήσω;»
«Είναι δικό μου αμάξι» συνέχισε... οι σταγόνες της βροχής πάνω στο πρόσωπό της λαμπύριζαν και τα χαρακτηριστικά της έγιναν ακόμα πιο εκτυφλωτικά κόβοντας μου την ανάσα... κάνοντας με να μην μπορώ να της αρνηθώ τίποτα... μαγεύοντας με μόνο με μια ματιά... αλλά όχι και τώρα. Μίλησα αποφασισμένα.
«Μπέλα, κατέβαλα πολύ κόπο να σε κρατήσω ζωντανή μέχρι στιγμής... σε παρακαλώ, δεν θέλω να σε χάσω για ένα πείσμα».
«Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;»
«Δεν έχω εμπιστοσύνη στο φορτηγάκι σου... ιδίως με τέτοιο καιρό». Εκείνη αναστέναξε και κοίταξε προς τον ουρανό χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι της εύθυμα.
«Καλά... αλλά δεν θα επαναληφθεί» δήλωσε αυστηρά και βάζοντας το χέρι της μέσα στην τσέπη της εναποθέτησε τα κλειδιά στην χούφτα μου, ξεκλείδωσα την πόρτα και την έσπρωξα απαλά για να μπει μέσα.
«Πολύ συνετή απόφαση» την επιβράβευσα χαμογελώντας και μόλις έκλεισα την πόρτα πήγα με την ταχύτητα του φωτός στη θέση του οδηγού και ξεκλειδώνοντας την πόρτα μπήκα και έβαλα τα κλειδιά στην μηχανή κλείνοντας ταυτόχρονα την πόρτα. Έριξα μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος... ήταν καταβεβλημένη παρόλο που δεν το παραδεχόταν... τα χαρακτηριστικά της ήρεμα... και παραδομένα στην απόλυτη γαλήνη έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει μεγαλύτερο από της ηλικίας του κοριτσιού που είχα γνωρίσει.
Είχε γείρει το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι του καθίσματος με κλειστά τα μάτια και τα πόδια της τα είχε ακουμπήσει πάνω στο ταμπλό, ενώ τα χέρια της τα είχε ελεύθερα αριστερά και δεξιά του σώματος της χαλαρά... η αναπνοή της ήρεμη και η καρδιά της να σιγομουρμουρίζει μια μαγευτική μελωδία που όμοιά της δεν είχα ξανακούσει... απολάμβανε τον ήχο της βροχής με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο που με έκανε να μην ξεκολλάω τα μάτια μου από πάνω της.
«Σκέφτεσαι να περάσουμε την υπόλοιπη ημέρα μας μέσα στο αυτοκίνητο;» ρώτησε ανοίγοντας τα μάτια της για να με κοιτάξει περιπαιχτικά και χαμογελώντας της, έβαλα μπρος και ξεκίνησα.
Σε όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε άχνα... η σιωπή της με τρέλαινε αλλά ένιωθα την εξάντληση της και δεν μίλησα ούτε και εγώ... η αναπνοή της άρχιζε να αλλάζει και το κεφάλι της σταδιακά άρχισε να γέρνει προς το πλάι... όλα της τα χαρακτηριστικά μαλάκωσαν και καθώς τα χείλια της μισάνοιξαν αναστέναξε... την είχε πάρει ο ύπνος και αυτό μου επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το πόσο εύθραυστη είναι και για άλλη μια φορά το στήθος μου διαλύθηκε από τη γνώση ότι ο χρόνος μας δεν θα είναι πολύς... γιατί να μου συμβεί αυτό;... γιατί θα πρέπει να την χάσω πάνω που την βρήκα;...;ούρλιαζα μέσα μου και μέσα στην ησυχία άκουσα να καλεί το όνομά μου με αγωνία και σάστισα για μια στιγμή και την κοίταξα με απορία.
Κοιμόταν βαθιά και έβλεπε κάποιο ανήσυχο όνειρο που την βασάνιζε.
«Μην φύγεις» παρακαλούσε και απλώνοντας το χέρι μου φυλάκισα το δικό της χέρι μέσα στην παλάμη μου και φέρνοντας το κοντά στο στόμα μου, της άφησα πάνω στον καρπό της ένα τρυφερό φιλί... αλλά δεν μίλησα... δεν ήθελα να της διακόψω τον ύπνο βλέποντας το πόσο ανάγκη το είχε.
Με την επαφή των χειλιών μου πάνω στο χέρι της εκείνη αναρίγησε και άφησε ένα βογκητό να βγει από τα χείλια της και τότε όλο της το πρόσωπο άλλαξε και γαλήνευσε... δεν άφησα το χέρι της από το απαλό μου κράτημα και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Σ’ αγαπώ» είπε απαλά και δεν ξαναμίλησε.
Μία μόνο λέξη... σ’ αγαπώ... βγήκε μέσα από τα απαλά της χείλη και με έκανε να ξεχάσω πού είμαι... με έκανε να ξεχάσω ποιος είμαι... τι είμαι... και με έκανε να νιώσω ότι ο χρόνος γύρισε ξανά στο παρελθόν... ένιωσα ότι ήμουν ξανά 17 χρονών... ένα ανέμελο παιδί που ζούσε την κάθε μέρα της ζωής του τόσο ανέμελα... τόσο ξένοιαστα... με έκανε να νιώσω και πάλι ότι ήμουν άνθρωπος... τα συναισθήματα που με πλημμύρισαν, ανεκτίμητα... και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, της χάρισα για πάντα την καρδιά μου... την ψυχή μου και όλο μου το είναι για πάντα.
Η μυρωδιά της κατέκλυζε όλο μου το κορμί... μια ξεχωριστή μυρωδιά λες και ήταν άρωμα παραδείσου... λουλουδάτη και δροσερή που μου θύμιζε άνοιξη... με γέμιζε με ευφορία και γαλήνη... παράδεισος!... αλλά ταυτόχρονα τόσο όξινη που έκαιγε όλες μου τις αισθήσεις και με έκανε να καίγομαι ως τα βάθη της ύπαρξης μου... κόλαση!
Πώς μπορούσα να την πλησιάσω;... πώς μπορούσα να φύγω μακριά της;... αυτή η αντικρουόμενη έλξη που ασκεί απάνω μου με τρομοκρατεί και με κάνει να θέλω να ουρλιάξω... για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω ότι σε αυτή τη γυναίκα βρήκα το άλλο μου μισό... κάποια που ξέρει ακριβώς τι κρύβει η ψυχή μου και παρόλα αυτά μένει μαζί μου... ένα μετανιωμένο τέρας να κοιτά τώρα τον ουρανό και να ζητάει συγχώρεση για τα πάθη του... να ζητάει τη λύτρωση από τα λάθη του παρελθόντος.
«Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;» είπα ξαφνικά σπάζοντας πρώτος την σιωπή και την κοίταξα χωρίς να αλλάζω στάση στο σώμα μου... εκείνη γύρισε στο πλάι και αφού έβαλε το χέρι της να ακουμπήσει στο έδαφος στήριξε το κεφάλι της πάνω του και με κοίταξε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... πόσο πεθαίνω να ακούσω τις σκέψεις της!... γιατί δεν μπορώ να τις ακούσω;... Χριστέ μου, αυτό με τρελαίνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμα.
«*Hamied, αλλά μπορείς να με φωνάζεις Μπέλα» είπε τελικά με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο και έμεινα αποσβολωμένος να την κοιτάω... αυτή η κοπέλα ήταν σαν μαγνήτης... κάθε της κίνηση, κάθε της λέξη με μάγευε και σάστιζα.
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, εγώ πού κολλάω σε όλα αυτά;»
«Πιστεύω ότι έχει να κάνει με το αίμα... δεν περίμενε ότι θα μπορούσες να αντισταθείς».
«Δεν ήξερε με ποιον τα έβαλε» είπα και τότε εκείνη γέλασε και την μιμήθηκα και εγώ.
«Προφανώς όχι... σε ευχαριστώ που μπόρεσες να αντισταθείς κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες... ξέρω ακριβώς πώς θα μπορούσε να ήταν και ήθελε μεγάλη δύναμη ψυχής για να μπορέσεις να αντισταθείς»,
«Πώς μπορείς να το ξέρεις;» ρώτησα περίεργος.
«Μπορώ να μπω στο μυαλό σου... και να σου δημιουργήσω παραισθήσεις... παλιότερα ήταν ένα καλό κόλπο για να περνάω την ώρα μου... αλλά όταν βρήκα και πάλι τη λογική μου δεν το ξανά έκανα... δεν ήμουν πάντα καλό “κορίτσι” ξέρεις».
«Ούτε και εγώ καλός “βρικόλακας”» της ανταπέδωσα και γέλασε.
«Έχεις σκοτώσει πολλούς ανθρώπους;» ρώτησε με περιέργεια και καθώς αναστέναξα, κοίταξα μακριά αποφεύγοντας τη ματιά της.
«Αρκετούς» παραδέχτηκα κάτω από την αναπνοή μου και ξαφνιασμένος ένιωσα το χέρι της να ακουμπάει τον ώμο μου. Από την ταραχή μου εκτινάχτηκα 100 μέτρα μακριά.
Εκείνη είχε ανασηκωθεί και κοίταζε γύρω της με απορία ψάχνοντάς με αλλά παράμεινε στη θέση της ακίνητη και μόλις με βρήκε με την ματιά της με κοίταξε με μία πληγωμένη έκφραση, παγωμένη από την αντίδρασή μου στο άγγιγμα της.
«Συγγνώμη» άκουσα να λέει μέσα από την ανάσα της και έκατσα στο έδαφος άδειος πιάνοντας το κεφάλι μου για να συνέλθω.
«Δώσε μου ένα λεπτό» την παρακάλεσα και εκείνη κατένευσε και δεν ξανά κουνήθηκε.
Άρχισα να παίρνω ξανά ήρεμες ανάσες με τη γνώση ότι η απόσταση που είχα δημιουργήσει μεταξύ μας θα είναι αρκετή ώστε να μου κατευνάσει το κάψιμο που ένιωσα στον λαιμό μου... όσο ήμουν κοντά της είχα αρχίσει να συνηθίζω τη μυρωδιά της και το κάψιμο είχε αρχίσει να γίνεται ανεκτικό... αλλά μόλις με ακούμπησε... θόλωσα... δεν ήξερα πώς να αντιδράσω... η θερμότητα του χεριού της με έκαψε ολόκληρο και αμέσως ένιωσα σαν να με διαπερνά ένα ηλεκτροφόρο ρεύμα που με διέλυσε.
Πιο ήρεμος και πιο συνειδητοποιημένος, άρχισα με δειλά και αργά βήματα ξανά να την πλησιάζω... εκείνη με περίμενε υπομονετικά χωρίς να κουνιέται κοιτώντας με πάντα στα μάτια απολογητικά με πληγωμένο ύφος... μόλις έκατσα ξανά στην ίδια θέση με πριν, πήρα μια δοκιμαστική ανάσα για να ελέγξω τα άγρια μου ένστικτα... και μόλις η γνώριμη πια φωτιά ήρθε να με κάψει... χαμογέλασα και κατάπια όλο το δηλητήριο που είχε αναβλύσει μέσα στο στόμα μου για να την κατευνάσω και έμοιαζε να πιάνει... πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα και ανοίγοντας τα μάτια μου την κοίταξα πιο ήρεμα.
«Συγνώμη» επανέλαβε εκείνη και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Μην το σκέφτεσαι... δε φταις εσύ... μακάρι να μην ήμουν αυτό που είμαι... αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω... σου το ορκίζομαι, δε θα σου κάνω κακό... αλλά προσπάθησε να με προειδοποιείς όταν θα θέλεις να με αγγίξεις» της είπα ήρεμα και η εκείνη κατένευσε χαμογελώντας θλιμμένα. Γύρισε το κεφάλι της προς άλλη κατεύθυνση κοιτώντας μακριά. Έμεινε και πάλι κλειδωμένη μέσα στις σκέψεις της χωρίς να μιλάει... η σιωπή της με έκανε να πνίγομαι... ήθελα σαν τρελός να μπορούσα να τρυπώσω σε αυτό το μυαλό και να μάθω τι υπάρχει εκεί.
«Μου είναι ακόμα τόσο περίεργο όλο αυτό» τελικά έσπασε τη σιωπή της χωρίς να με κοιτάει ακόμη και συνέχισε... «Περίμενα 109 χρόνια να βρω έναν τρόπο για να σε αισθανθώ... να μπορέσω να σε νιώσω» αναστέναξε και με πολύ αργή και καλά μελετημένη κίνηση έβαλα απαλά το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο της και έκλεισε τα μάτια της παίρνοντας μια τρεμάμενη αναπνοή χαμηλώνοντας το κεφάλι της... δεν άντεχα να μου κρύβει τη ματιά της... και βάζοντας το δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Και τώρα που μπορείς;» την ρώτησα για να συνεχίσει.
«Θα πρέπει και πάλι να τα χάσω όλα» είπε με πνιγμένη φωνή και ένιωσα όλο μου το στήθος να διαλύεται.
«Δεν υπάρχει τίποτα που θα...» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την πρόταση μου.
«Όχι, τουλάχιστον κάτι που να ξέρω».
«Και δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε;»
«Δεν ξέρω Έντουαρντ...» είπε και κοίταξε και πάλι μακριά «Έχω απελπιστεί... νόμιζα ότι θα ήσουν η τελευταία μου ελπίδα αλλά...»
«Αλλά;»
«Είσαι βρικόλακας Έντουαρντ».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Πίστευα ότι αν μπορούσα εγώ να εκπληρώσω τη μοίρα της... αν με τη δική μου βοήθεια κατάφερνε να φέρει στον κόσμο την επόμενη υγιή κόρη ώστε να συνεχιστεί η γενιά της Νεφελίμ υποτελή μου... τότε ίσως να έσωζα την ψυχή της και να κατάφερνα να κερδίσω πίσω τα φτερά μου... ή έστω να κατάφερνα με κάποιον τρόπο να καταλάβω το σώμα της Νεφελίμ υποτελή μου και να αποκτήσω το σώμα της».
«Και γιατί μπορεί αυτό να γίνει μόνο με μένα;»
«Γιατί αισθάνομαι μόνο εσένα Έντουαρντ» είπε με πόνο και αναστέναξε.
«Με αγαπάς ακόμα;» ρώτησα με μια ελπίδα να φωλιάζει στην καρδιά μου.
«Ακόμα και όταν ήμουν ένα άδειο κουφάρι χωρίς αισθήματα... χωρίς αισθήσεις... ακόμα και τότε ένιωθα ότι η φλόγα της αγάπης μου για σένα δεν είχε σβήσει... δεν μπορούσα να την νιώσω... αλλά ήξερα ότι ήταν πάντα εκεί φωλιασμένη στην ακίνητη καρδιά μου να περιμένει την ευκαιρία να απελευθερώσει τη δύναμη της» άκουγα να μου λέει και θα ορκιζόμουν ότι η καρδιά μου άρχισε να κλοτσάει και με έκανε να νιώσω όπως δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή μου... η παγωμένη μου καρδιά ζεστάθηκε και τώρα, πιο πολύ από πριν, ήθελα με κάθε τρόπο να βρω τη λύση να την κάνω να μείνει για πάντα μαζί μου... αλλά πώς;;;
Βλέποντας την απόγνωση και την απελπισία στο βλέμμα της, μια ακαταμάχητη δύναμη μέσα μου ήρθε και με έκανε να θέλω να την προστατέψω από οτιδήποτε την απειλεί... με έκανε να θέλω να την φυλακίσω για πάντα μέσα στην αγκαλιά μου και να την παρηγορήσω... να της πω ότι όλα θα πάνε καλά... με κάποιον τρόπο... ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει για μας... ότι όλα τώρα αρχίζουν... το ένιωθα... το έβλεπα... ήταν όλα όσα έλπιζα πάντα ότι θα βρω... είναι όλα όσα ποτέ ευχόμουν να νιώσω... όπως έβλεπα και ένιωθα στους άλλους γύρω μου να έχουν και εγώ ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να νιώσω ο ίδιος.
Άπλωσα διστακτικά το χέρι μου και απομάκρυνα μια τούφα από τα μαλλιά της και μόλις ο λαιμός της αποκαλύφθηκε είδα τη φλέβα της να πάλλεται... το αίμα της να ρέει με ορμή μέσα στη λεπτή της φλέβα και η καρδιά της άρχισε να μου τραγουδάει το πιο αρχαίο και το πιο ερωτικό τραγούδι που είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου... με καλούσε κοντά της... με έκανε να ξεχνάω τον πόνο μου και μέσα στη μαυρίλα του συννεφιασμένου μου ουρανού να βλέπω την ηλιαχτίδα του φωτός της να μου ζεσταίνει το άψυχο και ψυχρό μου κορμί... να το κάνει να νιώθει και πάλι ζωή... πώς μπορούσα να τα παρατήσω τώρα;... πώς μπορούσα να αποδεχθώ ότι αυτό είναι το τέλος και όχι η αρχή;
«Μην κουνηθείς» είπα επιτακτικά, περισσότερο σαν διαταγή παρά σαν παράκληση, και εκείνη υπάκουσε... δεν μπορούσα να κοιτάξω τη ματιά της... η παλλόμενη φλέβα της μου είχε κλέψει τη ματιά και με τράβαγε κοντά της... αλλά όχι για να γευτώ το αίμα της αλλά για να αφήσω τη ζεστασιά της να πλημμυρίσει τις αισθήσεις μου.
Τα χέρια μου αγκάλιασαν τα μπράτσα της ακινητοποιώντας την και με αργή κίνηση έγειρα προς το μέρος της... σταμάτησα να αναπνέω και το τόλμησα, ακόμα αβέβαιος για την κίνηση μου αυτή... το μάγουλο μου ακούμπησε πάνω στην παλλόμενη φλέβα του λαιμού της και η επιδερμίδα της τόσο απαλή και μεταξένια, με έκανε να ηλεκτριστώ... πέρασα το μάγουλο μου ξυστά από όλη την επιφάνεια της επιδερμίδας του λαιμού της και αναστέναξα... ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τόση εφορία... τόση πληρότητα και δεν ήθελα να σταματήσω εκεί... επανέλαβα την ίδια διαδικασία αυτή τη φορά με τη μύτη μου να ακουμπάει ξυστά το δέρμα της, παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, και ένιωσα το κορμί της να αναριγεί σε αυτό το άγγιγμα και η ανάσα της να γίνεται κοφτή και τρεμάμενη... η καρδιά της κόντευε να διαλύσει το στήθος της και η μελωδία της με έκανε να σαστίσω... το κάψιμο στο λαιμό μου όμως με επανέφερε στην πραγματικότητα... πιο δυνατό από ποτέ, θόλωνε την κρίση μου... αλλά δεν τα παρατούσα... αυτή θα είναι η αρχή μας όχι το τέλος μας... 109 χρόνια την περίμενα... δε θα την χάσω τώρα.
Σήκωσα τη ματιά μου στη δική της και το βλέμμα της με έκανε να σαστίσω... δεν μπορούσα να καταλάβω τι συναισθήματα την είχαν κυριαρχήσει... αλλά ό, τι και να υπήρχε σε αυτό το βλέμμα, με έκανε να την πλησιάζω περισσότερο... με έκανε να την θέλω περισσότερο... όμως δεν ήταν ώρα για πειραματισμούς... ένα βήμα την φορά... επέπληξα τον εαυτό μου και έκανα για λίγο πίσω και εκείνη μου χαμογέλασε ζεστά.
Ανταπέδωσα το χαμόγελό της. «Έχεις το πιο υπέροχο άρωμα που έχω μυρίσει ποτέ στη ζωή μου» της είπα και εκείνη γλύκανε τα χαρακτηριστικά της.
«Μην κουνηθείς» επανέλαβε ότι και εγώ πριν, και βάζοντας τα χέρια μου πίσω, έμεινα ακίνητος σαν άγαλμα και ξέροντας τις προθέσεις της σταμάτησα την ανάσα μου και ελέγχοντας πάρα πολύ καλά τα συναισθήματα μου, προσπάθησα να μην αντιδράσω ό, τι και να έκανε.
Το χέρι της απαλό σαν πούπουλο άρχισε να περνάει από όλες τις γραμμές του προσώπου μου... ξεκινώντας από το μέτωπο μου και κατηφορίζοντας προς το σαγόνι... ένιωθα να με ακουμπάει ένα φτερό τόσο απαλό και τόσο ανάλαφρο σαν καυτό αεράκι... το άγγιγμά της όπου περνούσε έκαιγε κάθε κύτταρο της επιδερμίδας μου και με αναστάτωνε... μια αναστάτωση που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά ήρθε και φώλιασε μέσα μου... ξυπνώντας όλες μου τις αισθήσεις... το χέρι της απαλά πέρασε από το περίγραμμα των χειλιών μου και τα χείλια μου ανεπαίσθητα άνοιξαν με δική τους πρωτοβουλία... μια περίεργη πείνα με κατέβαλε και με έκανε να αναστατωθώ... αλλά αυτήν την πείνα να δεν την γνώριζα... δεν ήταν η ίδια πείνα που με έκανε να νιώθω για το αίμα της... μια διαφορετική πείνα με αφύπνισε και με έκανε να νιώθω ότι θα εκραγώ... όλος μου ο εσωτερικός μου κόσμος άλλαζε... οι αντιδράσεις του κορμιού μου άλλαζαν και κάτω χαμηλά ένιωθα κάτι να σκιρτεί και να ασφυκτιεί μέσα στο στενό μου τζιν... που με έκανε να πονάω... αλλά αυτός ο πόνος δεν έμοιαζε με όλους τους άλλους... αυτός ο πόνος ήταν από μια ακατανίκητη επιθυμία να θέλει να απελευθερωθεί... να θέλει να κατακτήσει και να κατακτηθεί... μια επιθυμία που ένιωθα ότι θα μου έφερνε την ίδια μου τη λύτρωση.
Ξαφνικά σταμάτησε να με ακουμπά και αμέσως ένιωσα όλο μου το κορμί να πονάει... άνοιξα τα μάτια μου με απορία και εκείνη με κοίταζε πάλι με το ίδιο ανεξιχνίαστο βλέμμα και με αναστάτωνε με έναν περίεργο τρόπο... ήθελα τόσο πολύ να ακουμπήσω τα χείλια της... όχι όμως όπως είχε κάνει εκείνη πριν... ήθελα να τα ακουμπήσω με τα δικά μου χείλια... να τα κάνω δικά μου... να τα γευτώ... αλλά ήταν πολύ για μένα όλο αυτό μέσα σε μια μέρα... όχι Έντουαρντ, ένα βήμα τη φορά... επέπληξα για άλλη μια φορά τον εαυτό μου και αναστέναξα.
«Μόνο να ήξερες πώς με κάνεις να νιώθω» είπα μέσα από την αναπνοή μου και μου χαμογέλασε ζεστά.
«Νομίζω ότι μπορώ να το καταλάβω».
«Εγώ όμως όχι...» είπα ειλικρινά «Όλα αυτά είναι τόσο καινούργια για μένα... νιώθω σαν να σε περίμενα όλη μου τη ζωή... δεν μπορεί να μην υπάρχει τρόπος» είπα με ένα παράπονο και εκείνη με κοίταξε με πόνο στα μάτια.
«Ξέρεις τι σημαίνει το όνομά μου;» ρώτησε ξαφνικά και την κοίταξα με απορία στα μάτια και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«*Hamied... Angel of Miracles».
«Σίγουρα θα υπάρχει ελπίδα και για μας» αναστέναξα «κάποια ελπίδα θα υπάρχει και για μας» επανέλαβα και με όλον τον έλεγχο των κινήσεων, την συγκράτησα απαλά και την φώλιασα μέσα στην αγκαλιά μου... εκείνη άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στο στερνό μου και αναστέναξε... έβαλα το κεφάλι μου να ακουμπήσει απαλά πάνω στο δικό της και παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα άφησα το άρωμα της να με κάψει... ήταν τόσο περίεργο... από τη μια στιγμή στην άλλη αυτό το κάψιμο ήταν για μένα μια σπίθα ελπίδας... γιατί ξέρω ότι όσο νιώθω αυτό το κάψιμο θα ξέρω ότι εκείνη είναι ζωντανή... πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα και καλωσόρισα με ανακούφιση για άλλη μια φορά αυτό το κάψιμο και επανέλαβα με βαθιά φωνή.
«Κάποια ελπίδα θα υπάρχει και για μας... και δεν θα τα παρατήσω ποτέ μέχρι αυτή η ελπίδα να πεθάνει».
Καθισμένοι ακίνητοί και άηχοι... απολαμβάναμε την εφορία της στιγμής νιώθοντας την πληρότητα να πλημμυρίζει όλο μας το είναι... δεν υπήρχαν λόγια γι’ αυτή τη στιγμή... όλα τα άλλα γύρω μας ωχριούσαν μπροστά στην ομορφιά και το περίεργο αυτό συναίσθημα αυτής της απλής επαφής μας... μέχρι που μια σταγόνα από τον ουρανό έπεσε και στάθηκε πάνω στο ροδαλό της μάγουλο σαν δάκρυ και εκείνη αναστενάζοντας σήκωσε τη ματιά της προς το μέρος μου... η ματιά της δήλωνε καθαρά πόσο απρόθυμή ήταν και η ίδια να αποχωριστεί την αγκαλιά μου... αλλά το ανθρώπινο της σώμα τώρα και για τους δύο μας ήταν η προτεραιότητα μας... έπρεπε να την προστατέψω από κάθε τι που την απειλούσε... και αυτό σήμαινε αυτόματα και από τα πιο μικρά πράγματα όπως είναι μια βροχή που μπορεί να απειλήσει την υγεία της και να την κλονίσει περισσότερο.
Χάιδεψα απαλά το μάγουλο της απομακρύνοντας την σταγόνα από αυτό και κλείνοντας τα μάτια της πήρε μια τρεμάμενη ήρεμη αναπνοή και η καρδιά της άρχισε και πάλι να καλπάζει σαν άλογο... αλλά δε μίλησε.
«Μάλλον είναι η ώρα να γυρίσουμε» είπα και κατένευσε απρόθυμα ανοίγοντας και πάλι τα μάτια της για να με κοιτάξει.
«Με εμπιστεύεσαι;» ρώτησα και μου χαμογέλασε ζεστά.
«Μπορώ να μας γυρίσω στο αυτοκίνητο πιο γρήγορα και να αποφύγουμε την μπόρα» εξήγησα και χαμογέλασε πλατιά... ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια... και τι δεν θα έδινα να άκουγα αυτή ακριβώς τη στιγμή τι σκεφτόταν... ήταν τόσο ενθουσιασμένη... όλο το πρόσωπο της φωτίστηκε και έμοιαζε λες και ήταν ένα μικρό παιδάκι που του χάριζες μια πόλη ζαχαρωτά.
«Θες να το δοκιμάσουμε;» ρώτησα μην αντέχοντας άλλο την έλλειψη ανταπόκρισης από μέρους της και εκείνη κατένευσε και σηκώθηκε με μια γρήγορη κίνηση που μου έκοψε την ανάσα... κράτησα την αναπνοή μου και σηκώθηκα και εγώ αργά και την κοίταξα.
«Ανέβα στην πλάτη μου» της είπα και καθώς γονάτισα έτεινα το χέρι μου για να την συγκρατήσω.
«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε και γύρισα προς τη μεριά της και της χαμογέλασα παιχνιδιάρικα.
«Είμαι σίγουρος ότι θα το λατρέψεις» είπα με σιγουριά και εκείνη καθώς ανέβηκε στην πλάτη μου, κλείδωσε τα χέρια της και τα πόδια της γύρω μου... με μια αργή κίνηση πήρα τον καρπό της και βάζοντας κοντά στη μύτη μου πήρα μια βαθιά εισπνοή... αν και δεν την κοίταζα ήμουν σίγουρους ότι είχε ξαφνιστεί από την ξαφνική της ακινησία... το άφησα και πάλι και χαμογέλασα.
«Όλο και πιο εύκολο με τον καιρό» μουρμούρισα περισσότερο στον εαυτό μου και αμέσως ένιωσα να χαλαρώνει... «Έτοιμη;» ρώτησα και γέλασε δυνατά.
«Έτοιμη» επιβεβαίωσε και τότε άρχισα να τρέχω.
Έτρεχα σαν τον άνεμο... απελευθερωμένος όπως ποτέ... αλλά λόγω του ότι δεν ήξερα πόσο η ίδια άντεχε όλον αυτόν τον άνεμο στο σώμα της... πήγαινα πιο ήρεμα από ότι συνήθιζα και την άκουσα να γελάει πειράχτηκα.
«Χα... μάλλον γέρασες... μόνο τόσο μπορείς να τρέξεις;» με κορόιδεψε και τότε έδωσα περισσότερη δύναμη στα πόδια μου και εκείνη ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που παίρνοντας την κλίση του σώματός μου, άνοιξε τα χέρια της και άφησε την αίσθηση του ανέμου να την παρασύρει... η καρδιά της κόντευε να εκτοξευθεί και εκείνη για πρώτη φορά από τότε που την γνώρισα, ένιωσα να γίνεται τόσο ανάλαφρη, τόσο ξένοιαστη... ήταν σαν να ζούσε ξανά τις ημέρες που η ίδια πέταγε με τα φτερά της και ένιωθε τον λυτρωτικό άνεμο να την αγγίζει και να παίρνει μακριά ό, τι την προβληματίζει.
«Καλύτερα τώρα;» την ρώτησα και εκείνη γέλασε τόσο δυνατά που με έκανε να θέλω να επιταχύνω κι άλλο αλλά φοβόμουν τόσο πολύ για εκείνη που δεν το έκανα... τύλιξε τα χέρια της ξανά γύρω μου και μέσα στο αυτί μου είπε με βαθιά φωνή…
«Θέλω να σε νιώσω να πετάς». Δεν ήθελα τίποτα άλλο... τα έδωσα όλα και έτρεξα όπως δεν είχα τρέξει σε ολόκληρη τη ζωή μου απολαμβάνοντας τον άνεμο στο πρόσωπο μου και στο κορμί μου, να με εξιτάρει και να με κάνει να νιώθω ότι πετάω... τα πέλματα μου ίσα που ακουμπούσαν τη γη... δεν αφήναν ίχνη στο χώμα και εκείνη ένιωθα να το ευχαριστιέται με όλη της την καρδιά.
Φτάνοντας κοντά στο αυτοκίνητο χαλάρωσα το ρυθμό μου και σταματώντας, λύγισα τα πόδια μου χαμηλώνοντας το κορμί μου για να μπορέσει να κατέβει αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε... το ένα της χέρι έσφιξε δυνατά απάνω μου και το άλλο της ακούμπησε απαλά στο μάγουλό μου γυρίζοντας με προς τη μεριά της... την κοίταξα παραξενεμένος αλλά πριν αντιδράσω εκείνη άφησε τα απαλά της χείλια να ακουμπήσουν πάνω στον κρόταφο μου και εκεί άφησε ένα τρυφερό παρατεταμένο φιλί... έκλεισα τα μάτια και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να το απολαύσει... το στήθος μου με διέλυσε και αμέσως ένιωσα να παίρνει ζωή... μια σπίθα έκαψε όλες μου τις αισθήσεις και ασυναίσθητα σταμάτησα να αναπνέω.
«Σε ευχαριστώ» είπε με μια φωνή σαν ψίθυρο, γεμάτη συγκίνηση... και άφησε το μέτωπό της να ακουμπήσει απαλά στον κρόταφο μου αναπνέοντας με δυσκολία.
Αυτό με έκανε για μια στιγμή να ανησυχήσω και απαλά την τράβηξα από την πλάτη μου και την έφερα μπροστά μου για να την κοιτάξω... εκείνη άνοιξε τα μάτια της και με το ίδιο βλέμμα όπως και πριν με έκανε να σαστίσω... τι μπορεί να σκέφτεται αυτό το περίπλοκο μυαλό;
Έφερε το πρόσωπο της σε απόσταση αναπνοής και αναστέναξε... την κοίταζα στα μάτια αναποφάσιστος... ήθελα να το κάνω αλλά φοβόμουν τόσο πολύ... έβαλα απαλά το χέρι μου στο μάγουλό της και εκείνη έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντας την επαφή... έγειρα αργά και βασανιστικά προς τα χείλια της αρνούμενος ακόμα να αναπνεύσω και χωρίς να αφήσω τη σκέψη να με παρασύρει και να με κάνει να το μετανιώσω, ακούμπησα τα χείλια της τόσο απαλά και μέσα από τα χείλια της ξέφυγε ένα λυγμός... αυτό με παραξένεψε και ανασήκωσα το πρόσωπό μου για να την κοιτάξω... άνοιξε τα μάτια της και η ματιά της με έκαψε... με έκανε να χάσω κάθε λογική μου σκέψη.
«Μη σταματάς» με παρακάλεσε με βαθιά φωνή γεμάτη πάθος και δεν μπόρεσα άλλο να της αντισταθώ.
Έγειρα άλλη μια φορά το πρόσωπό μου προς το δικό της και ακόμα ξέπνοος άφησα τα χείλια μου να ακουμπήσουν για δεύτερη φορά πάνω στα δικά της... η αίσθηση των χειλιών της πάνω στα δικά μου με έκανε να τρελαθώ... το ζεστό της άγγιγμα, μου έκαψε κάθε κύτταρο του κορμιού μου και τότε άφησα τον εαυτό μου να το απολαύσει.
Το χέρι της μέσα στα μαλλιά μου με συγκρατούσε κοντά της και τα χείλια της άρχισαν να κουνιούνται πάνω στα δικά μου... αυτή η τριβή μου ξύπνησε κάθε κοιμισμένο μου συναίσθημα και ένιωσα ότι οι φλέβες μου μέσα στο παγωμένο μου κορμί άρχισαν να πάλλονται και να στέλνουν κύματα φωτιάς σε όλο μου το σώμα... ένιωσα σαν να ξαναγεννιόμουν από την αρχή... ένιωσα σαν να πέρναγε όλο το δηλητήριο από όλο μου το κορμί και να με καίει από την αρχή μεταμορφώνοντας με... αλλά αυτή τη φορά δεν με μεταμόρφωνε σε ένα τέρας όπως την πρώτη φορά... με μεταμόρφωνε σε κάτι πολύ πιο ανθρώπινο... η φλόγα αυτή ξαφνικά έφτασε στην καρδιά μου και ένιωσα ότι εκείνη έσπασε και έγινε χίλια κομμάτια... και ένας πόνος με διέλυσε και βόγκηξα πάνω στα χείλια της.
Για κάποιον λόγο εκείνη έκανε τις κινήσεις της πιο απαιτητικές... πιο βασανιστικές και τότε η καρδιά μου άρχισε και πάλι να ξαναενώνεται και να παίρνει μορφή, να γίνεται και πάλι ολόκληρη και να παίρνει ζωή... μια ζωή γεμάτη εφορία και γαλήνη.
Τα χείλια της μισάνοιξαν και το άρωμά της με πλημμύρισε ως τα βάθη της ψυχής μου... και τότε το γνώριμο κάψιμο ήρθε να με αποτελειώσει.
Τα χέρια μου την ακινητοποίησαν και αποτράβηξα το κεφάλι μου προς τα πίσω κρατώντας τα μάτια μου ερμητικά κλειστά, ελέγχοντας με μεγάλη δυσκολία το τέρας που ξύπνησε μέσα μου και τώρα απειλητικά ήρθε να με κάνει να ξεπεράσω τα όριά μου... όχι, δε θα σου περάσει... του φώναξα σφίγγοντας το σαγόνι μου και εκείνο πάγωσε και με άφησε στην ησυχία μου.
«Ουπς» ψιθύρισε.
«Το “ουπς” δεν αποδίδει ούτε στο ελάχιστο την κατάσταση» είπα με ήρεμη αλλά ταυτόχρονα τραχιά φωνή και εκείνη αμέσως ακινητοποιήθηκε και έμεινε ξέπνοη.
«Μήπως πρέπει να...;» προσπάθησε να αποδεσμεύσει τον εαυτό της από την αγκαλιά μου για να μου δώσει το χρόνο που χρειαζόμουν για να συνέλθω αλλά εγώ δεν την άφησα να κινηθεί ούτε εκατοστό... φοβόμουν τόσο πολύ τι θα μου προκαλούσε αυτή η κίνηση.
«Όχι είναι ανεκτό... περίμενε ένα λεπτό, σε παρακαλώ» είπα συγκρατημένα... ήθελα να είμαι 100% σίγουρος ότι ήταν ασφαλής πριν την απελευθερώσω από το κράτημά μου.
Άφησα αργά την υπόλοιπη ανάσα που κράταγα και άνοιξα τα μάτια μου με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο... τα είχα καταφέρει... είχα βγει νικητής.
«Ανεκτό;» ρώτησε με πόνο στη ματιά της.
«Είμαι πιο δυνατός απ’ ό, τι νόμιζα. Είναι ωραίο να το μαθαίνω» είπα και της χαμογέλασα καθησυχαστικά αλλά εκείνη δεν χαλάρωνε.
«Συγγνώμη» είπε και αναστέναξα.
«Μπέλα, δε φταις εσύ γι αυτό που είμαι... μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα αλλά δεν είναι... τουλάχιστον τώρα μπορώ να το αντιμετωπίσω πιο ψύχραιμα... αλλά και πάλι δεν μπορώ να το κατευνάσω τελείως... τουλάχιστον ξέρω πως να το κάνω να μην σε απειλεί».
«Δεν θέλω να πονάς για μένα» είπε με πόνο στη φωνή της και την τράβηξα στην αγκαλιά μου απαλά και εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
«Χίλιες φορές να πονάω και να ξέρω ότι είσαι ζωντανή... παρά να μην ξανανιώσω ποτέ το άγγιγμα σου» της είπα με ειλικρίνεια και αναστέναξε.
Η βροχή ήρθε επικίνδυνη καταπάνω μας απειλητικά και μας μούσκεψε σε κλάσμα του δευτερολέπτου.
«Μου αρέσει που τρέχαμε να της ξεφύγουμε» είπα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα και εκείνη χαχάνισε σιγανά και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
Σηκώθηκα όρθιος παρασέρνοντας την μαζί μου και κρατώντας την από την μέση, την τράβηξα προς την πόρτα του συνοδηγού και εκείνη με κοίταξε με απορία.
«Καλύτερα να οδηγήσω εγώ... ήταν εξαντλητική μέρα και για τους δύο μας» είπα και εκείνη με κοίταξε δύσπιστα.
«Τα αντανακλαστικά μου είναι πιο γρήγορα από τα δικά σου» είπε ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το ένα της φρύδι.
«Το ανθρώπινο σου σώμα είναι πιο αδύναμο από το δικό μου» της αντιγύρισα και άπλωσα το χέρι μου για να μου δώσει τα κλειδιά και εκείνη γύρισε και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος με πείσμα.
«Προτιμάς να αρρωστήσεις από το να με αφήσεις να οδηγήσω;»
«Είναι δικό μου αμάξι» συνέχισε... οι σταγόνες της βροχής πάνω στο πρόσωπό της λαμπύριζαν και τα χαρακτηριστικά της έγιναν ακόμα πιο εκτυφλωτικά κόβοντας μου την ανάσα... κάνοντας με να μην μπορώ να της αρνηθώ τίποτα... μαγεύοντας με μόνο με μια ματιά... αλλά όχι και τώρα. Μίλησα αποφασισμένα.
«Μπέλα, κατέβαλα πολύ κόπο να σε κρατήσω ζωντανή μέχρι στιγμής... σε παρακαλώ, δεν θέλω να σε χάσω για ένα πείσμα».
«Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;»
«Δεν έχω εμπιστοσύνη στο φορτηγάκι σου... ιδίως με τέτοιο καιρό». Εκείνη αναστέναξε και κοίταξε προς τον ουρανό χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι της εύθυμα.
«Καλά... αλλά δεν θα επαναληφθεί» δήλωσε αυστηρά και βάζοντας το χέρι της μέσα στην τσέπη της εναποθέτησε τα κλειδιά στην χούφτα μου, ξεκλείδωσα την πόρτα και την έσπρωξα απαλά για να μπει μέσα.
«Πολύ συνετή απόφαση» την επιβράβευσα χαμογελώντας και μόλις έκλεισα την πόρτα πήγα με την ταχύτητα του φωτός στη θέση του οδηγού και ξεκλειδώνοντας την πόρτα μπήκα και έβαλα τα κλειδιά στην μηχανή κλείνοντας ταυτόχρονα την πόρτα. Έριξα μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος... ήταν καταβεβλημένη παρόλο που δεν το παραδεχόταν... τα χαρακτηριστικά της ήρεμα... και παραδομένα στην απόλυτη γαλήνη έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει μεγαλύτερο από της ηλικίας του κοριτσιού που είχα γνωρίσει.
Είχε γείρει το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι του καθίσματος με κλειστά τα μάτια και τα πόδια της τα είχε ακουμπήσει πάνω στο ταμπλό, ενώ τα χέρια της τα είχε ελεύθερα αριστερά και δεξιά του σώματος της χαλαρά... η αναπνοή της ήρεμη και η καρδιά της να σιγομουρμουρίζει μια μαγευτική μελωδία που όμοιά της δεν είχα ξανακούσει... απολάμβανε τον ήχο της βροχής με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο που με έκανε να μην ξεκολλάω τα μάτια μου από πάνω της.
«Σκέφτεσαι να περάσουμε την υπόλοιπη ημέρα μας μέσα στο αυτοκίνητο;» ρώτησε ανοίγοντας τα μάτια της για να με κοιτάξει περιπαιχτικά και χαμογελώντας της, έβαλα μπρος και ξεκίνησα.
Σε όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε άχνα... η σιωπή της με τρέλαινε αλλά ένιωθα την εξάντληση της και δεν μίλησα ούτε και εγώ... η αναπνοή της άρχιζε να αλλάζει και το κεφάλι της σταδιακά άρχισε να γέρνει προς το πλάι... όλα της τα χαρακτηριστικά μαλάκωσαν και καθώς τα χείλια της μισάνοιξαν αναστέναξε... την είχε πάρει ο ύπνος και αυτό μου επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το πόσο εύθραυστη είναι και για άλλη μια φορά το στήθος μου διαλύθηκε από τη γνώση ότι ο χρόνος μας δεν θα είναι πολύς... γιατί να μου συμβεί αυτό;... γιατί θα πρέπει να την χάσω πάνω που την βρήκα;...;ούρλιαζα μέσα μου και μέσα στην ησυχία άκουσα να καλεί το όνομά μου με αγωνία και σάστισα για μια στιγμή και την κοίταξα με απορία.
Κοιμόταν βαθιά και έβλεπε κάποιο ανήσυχο όνειρο που την βασάνιζε.
«Μην φύγεις» παρακαλούσε και απλώνοντας το χέρι μου φυλάκισα το δικό της χέρι μέσα στην παλάμη μου και φέρνοντας το κοντά στο στόμα μου, της άφησα πάνω στον καρπό της ένα τρυφερό φιλί... αλλά δεν μίλησα... δεν ήθελα να της διακόψω τον ύπνο βλέποντας το πόσο ανάγκη το είχε.
Με την επαφή των χειλιών μου πάνω στο χέρι της εκείνη αναρίγησε και άφησε ένα βογκητό να βγει από τα χείλια της και τότε όλο της το πρόσωπο άλλαξε και γαλήνευσε... δεν άφησα το χέρι της από το απαλό μου κράτημα και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Σ’ αγαπώ» είπε απαλά και δεν ξαναμίλησε.
Μία μόνο λέξη... σ’ αγαπώ... βγήκε μέσα από τα απαλά της χείλη και με έκανε να ξεχάσω πού είμαι... με έκανε να ξεχάσω ποιος είμαι... τι είμαι... και με έκανε να νιώσω ότι ο χρόνος γύρισε ξανά στο παρελθόν... ένιωσα ότι ήμουν ξανά 17 χρονών... ένα ανέμελο παιδί που ζούσε την κάθε μέρα της ζωής του τόσο ανέμελα... τόσο ξένοιαστα... με έκανε να νιώσω και πάλι ότι ήμουν άνθρωπος... τα συναισθήματα που με πλημμύρισαν, ανεκτίμητα... και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, της χάρισα για πάντα την καρδιά μου... την ψυχή μου και όλο μου το είναι για πάντα.
*Hamied... Angel of Miracles... Angel of glorious white awaits for opportunities to create miracles in our lives