Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και άρχισα να παίρνω ήρεμες αναπνοές για να καλμάρω την ένταση μου... η Μπέλα είναι νεκρή Έντουαρντ... μην αφήνεις αυτό το διαολεμένο θηλυκό να σε κάνει ό, τι θέλει... δεν της ανήκεις... ανήκεις μόνο στην Ελίζα... εκείνη είναι η ζωή σου τώρα καμία άλλη.
Ακουμπώντας πάνω δεν ήξερα τι να κάνω… αισθανόμουν ότι η ζωή μου διαλυόταν… Χριστέ μου γιατί να είναι τόσο δύσκολο... γιατί και μόνο η μυρωδιά της φτάνει να ξυπνήσει όλο το αρρωστημένο πάθος που έχω για εκείνην... στάσου στο ύψος σου Έντουαρντ... η Μπέλα που ήξερες και αγάπησες δεν υπάρχει πια... αυτό το διαολεμένο θηλυκό... δεν είναι η γυναίκα που αγάπησες.
«Ναι , συνέχισε να το λες αυτό στον εαυτό σου και ίσως μια μέρα καταφέρεις να τον πείσεις» είπε ειρωνικά η Μπέλα και όταν άνοιξα τα μάτια μου για να την αντιμετωπίσω, ήταν ακριβώς μπροστά μου.
«Τι θες από μένα?... φύγε μακριά μου... δεν σε αναγνωρίζω πια... δεν ξέρω καν ποια είσαι» φώναξα και προσπάθησα να απομακρυνθώ από κοντά της όσο γινόταν. Άρχισε να γελάει με το ίδιο σατανικό γέλιο που γέλαγε και την τελευταία φορά που ήμασταν μαζί. Η φωνή της ήταν σκληρή όταν ξαναμίλησε.
«Ξέρεις ακριβώς τι θέλω Έντουαρντ... και δεν θα φύγω από εδώ μέσα αν πρώτα δεν το πάρω».
«Μη με πλησιάζεις... φύγε μακριά μου... δεν σου ανήκω πια... δεν ξέρω καν ποια είσαι» ούρλιαξα βγαίνοντας εκτός εαυτού και άρχισα να πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω στο γραφείο μου σαν αφηνιασμένο λιοντάρι προσπαθώντας να ηρεμήσω. Εκείνη παρέμενε ψύχραιμη και με άφηνε να ξεσπάσω όλον μου τον εκνευρισμό.
«Τι έγινε κύριε Κάλεν? ... το κορίτσι του λούνα παρκ δεν έχει μάθει ακόμα να εκτονώνει τα νευράκια σας?» ειρωνεύτηκε και με πλησίασε με τη ρευστή και φιδίσια της κίνηση.
«Μείνε μακριά μου» προειδοποίησα και έκανα πιο πίσω αλλά εκείνη δε σταμάτησε και με ανάγκασε να κολλήσω στον τοίχο. Αισθάνθηκα εγκλωβισμένος. Τι θα γινόταν τώρα? Τι ήθελε από εμένα?
«Τι έγινε κύριε Κάλεν... με φοβάσαι?... γέλασε ειρωνικά... φοβάσαι τη μοναδική γυναίκα που ξέρει ακριβώς τι κρύβει μέσα αυτό το όμορφο αλλά μπερδεμένο μυαλουδάκι ?» είπε χτυπώντας επιδεικτικά τον κρόταφο μου και κόλλησε το σώμα της πάνω στο δικό μου. Θεέ μου! Τι μου ‘ κανε αυτή η γυναίκα!
«Μη με αγγίζεις» απείλησα αφρίζοντας αλλά εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να ανασηκώσει τα φρύδια της προκλητικά.
«Δε δαγκώνω, μη φοβάσαι... όχι ακόμα» είπε με αισθησιακή φωνή μέσα στο αυτί μου... δαγκώνοντας το προκλητικά και εγώ έκλεισα τα μάτια μου για να ελέγξω τον εαυτό μου... Έλιωνα από επιθυμία αλλά όχι, αποφάσισα ότι δεν θα με κάνει αυτή ό, τι θέλει.
«Μη με αγγίζεις» φώναξα και την έσπρωξα μακριά μου.
«Μμμ... βλέπω ότι σε μένα ξέρεις να κάνεις τον ζόρικο... ενώ σε εκείνη όχι?... πω πω Χριστέ μου τι ξενέρωμα... ειλικρινά έχω αρχίσει να σε λυπάμαι... κάθε φορά που ακούω την ψιλή φωνούλα της να λέει «Έντουαρντ με πονάς... μη Έντουαρντ, μη με ζουλάς, πονάει» ή το άλλο «πιο βαθιά μωρό μου» «ωωω... δεν μπορώ... είναι τεράστιο» επαναλάμβανε τα λόγια της ακριβώς όπως τα έλεγε η Ελίζα και έσφιξα τα δόντια μου για να μην της χιμήξω.
«Μην πιάνεις την Ελίζα στο στόμα σου» απείλησα αφρίζοντας και όλο της το ύφος άλλαξε και διέκρινα μια υποψία πόνου στα μάτια της.
«Ναι, σωστά, γιατί το κοριτσάκι του λούνα παρκ... είναι μόνο για αγάπες και λουλούδια... είναι μόνο για γάμο ,οικογένεια... για παιδιά ... για όλα αυτά τα ξενέρωτα πράγματα... σωστά?»
«Μην την πιάνεις στον στόμα σου» απαίτησα ξανά πιο σκληρά αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε.
«Γιατί το κοριτσάκι του λούνα παρκ είναι αθώο... και εγώ το βρομίζω και μόνο που αναφέρομαι σε εκείνη, σωστά?» συνέχισε και άρχισε πάλι να με πλησιάζει απειλητικά.
«Γιατί εκείνη γνώρισε τη ζωή όπως θα έπρεπε να την είχα γνωρίσει κι εγώ αν δεν υπήρχε ο Τσάρλι... γιατί εκείνη μπόρεσε να κρατήσει την αθωότητα της επειδή δε βρέθηκε κανένας Τσάρλι στον δρόμο της για να της καταστρέψει την ψυχή... γιατί εκείνη είναι αγνή και σε αγαπάει... σωστά?» είπε μέσα από τα δόντια της με τέτοια πικρία που με διέλυσε.
«Αν σε αγαπάει όπως λες κύριε Κάλεν... πού είναι τώρα?... γιατί δεν είναι εδώ να σου δώσει το μοναδικό αντίδοτο που μπορεί να σε κάνει να ηρεμήσεις?... αν σε αγαπάει όπως λες γιατί αυτή τη στιγμή είναι κάτω αφρίζοντας και περιμένοντας να πας κοντά της για να σε πάει στο σπίτι και να σε στήσει στον τοίχο... αν σε αγαπάει όπως λες γιατί αυτή τη στιγμή δεν είναι στα γόνατα για να σε απαλλάξει από το βάρος σου?»
«Μη με πλησιάζεις... δεν σε αναγνωρίζω πια».
«Ναι, φυσικά και δεν με αναγνωρίζεις... πώς άλλωστε θα μπορούσες... τρία χρόνια είναι αυτά... γίνανε τόσα πολλά... άλλαξαν όλα... εγώ άλλαξα... μήπως ξέρεις και το γιατί?»
«Γιατί επέλεξες να αλλάξεις... » της γύρισα πίσω με όλο μου τον εκνευρισμό που με είχε καταβάλει... «γιατί εσύ επέλεξες να καταστρέψεις ό, τι είχες χτίσει... εσύ το επέλεξες αυτό, όχι εγώ!» ξέσπασα αλλά εκείνη δεν ταράχτηκε καθόλου.
«Πολύ σωστά το θέσατε κύριε Κάλεν... εγώ επέλεξα να καταστρέψω ό, τι εγώ έχτισα... εγώ κύριε Κάλεν όχι εσείς... εγώ... και τώρα πας να βγεις και από πάνω?» με ρώτησε κολλώντας με για άλλη μια φορά στον τοίχο με το σώμα της.
«Και εσείς κύριε Κάλεν για να έχουμε καλό ερώτημα... τι κάνατε γι αυτό?... τίποτα... » κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, σμίγοντας τα χείλια της με τρομερή απογοήτευση...
«Δεν κάνατε απολύτως τίποτα... Πού ήσασταν εσείς κύριε Κάλεν όταν εγώ πάλευα να σώσω την ψυχή μου?... πού ήσασταν εσείς κύριε Κάλεν όταν μάζευα τα κομμάτια μου για να καταφέρω να διασώσω και το τελευταίο κομμάτι της ύπαρξης μου?... πού ήσασταν εσείς κύριε Κάλεν όταν εγώ περισσότερο από κάθε άλλη φορά σας είχα ανάγκη?... που-θε-νά... δεν ήσασταν, που-θε-νά!»
«Εσύ το ζήτησες» αμύνθηκα και γέλασε δυνατά.
«Ναι, εγώ το ζήτησα... ζήτησα να σώσεις την ψυχή σου... ζήτησα να καταφέρεις να κρατήσεις τη λογική σου... ζήτησα ένας από τους δύο μας να μείνει ζωντανός και πώς μου το ξεπληρώνεις?... αφήνοντας με για άλλη μια φορά να φάω τα σκατά μόνη μου... να φάω όλο το δηλητήριο μόνη μου... και έχεις την απαίτηση να μη μου αφήσει όλο αυτό κατάλοιπα?... έχεις την απαίτηση να ξανά δεις την Μπέλα που ήξερες?... όχι κύριε Κάλεν... όλα έχουν τις συνέπειες τους και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις τις δικές σου».
«Κάνε πίσω» απαίτησα και προσπάθησα να την σπρώξω για άλλη μια φορά αλλά εκείνη περιμένοντας την αντίδραση μου με ακινητοποίησε βάζοντας το γόνατο της ανάμεσα στα πόδια μου και πιάνοντας τα χέρια μου τα κόλλησε στον τοίχο.
«Όχι πια Έντουαρντ... μου ανήκεις... και δεν πρόκειται καμία άλλη να με αντικαταστήσει» είπε μέσα από τα δόντια της και κολλώντας τα χείλια της πάνω στα δικά μου απαίτησε το φιλί μου.
Δεν ανταποκρινόμουν... πάλευα με νύχια και με δόντια να ξεφύγω από τα δεσμά της... να σταματήσω τα άγρια ένστικτα μου και να μην ενδώσω στο παράφορο πάθος που με κατέβαλε... αλλά το σώμα μου είχε άλλη γνώμη.
Προσπάθησα να την σταματήσω αλλά ήταν πάνω από μένα όλο αυτό... το ίδιο μου το σώμα ούρλιαζε για το άγγιγμα της... ούρλιαζε να γευτεί κάθε κύτταρο του κορμιού της... ούρλιαζε να πάρει όλα όσα στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια.
Με έναν αναστεναγμό τα παράτησα και απελευθερώνοντας τα χέρια μου από τα δικά της, την άρπαξα από τα μαλλιά και την μέση και την απομάκρυνα για λίγο από το πρόσωπο μου για να την κοιτάξω.
«Να σε πάρει Μπέλα... γιατί είναι τόσο δύσκολο?» ρώτησα με παράπονο αλλά δεν περίμενα την απάντηση της.
Κόλλησα τα χείλια μου για άλλη μια φορά πάνω στα δικά της και απαίτησα το φιλί της με όλο το πάθος που είχε ξυπνήσει μετά από όλα αυτά τα χρόνια... Της δάγκωσα τα χείλη για να την αναγκάσω να ανοίξει το στόμα της και όταν η γλώσσα μου τρύπωσε μέσα, ένα βογκητό ξέφυγε από το στόμα μου. Παράδεισος! Πόσο μου’ χε λείψει αυτή η γυναίκα! Όλο μου το κορμί είχε πάρει φωτιά, ζητούσε την ολοκληρωτική κατάκτηση…. ζητούσε από εκείνη να ισοπεδωθεί, να λιώσει, να χαθεί …μέσα της…. Εκείνη με κατέκτησε για άλλη μια φορά και με μια κίνηση, ανοίγοντας τα κουμπιά του σακακιού μου προσπάθησε να το βγάλει από πάνω μου χωρίς να βγάζει το γόνατο της από τον ερεθισμό μου για να συνεχίσει να με έχει κολλημένο στον τοίχο.
Ξεκόλλησα τα χέρια μου από πάνω της χωρίς να αποχωρίζομαι τα χείλια της και μόλις αφαίρεσε το σακάκι μου από τους ώμους μου και το έφτασε λίγο πιο κάτω... με κόλλησε και πάλι στον τοίχο αναγκάζοντας τα χέρια μου να ακινητοποιηθούν.
Σταμάτησε το φιλί μας και με κοίταξε μέσα στα μάτια με τέτοιο πάθος που έκαψε κάθε μου λογική σκέψη.
«Είσαι σίγουρος γι αυτό?» Γέλασα. Τι με ρωτούσε? Αν ήμουν έτοιμος να πουλήσω την ψυχή μου στο διάβολο? Είχα άλλη επιλογή?
«Τώρα θα κάνεις πίσω?»
«Εγώ ήρθα για να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει... και δεν πρόκειται να φύγω από εδώ με άδεια χέρια... εσύ πόσα είσαι διατεθειμένος να δώσεις?» με προκάλεσε.
«Δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα Μπέλα... πάρ’ το απόφαση... όλα άλλαξαν... το μόνο που έμεινε είναι το πάθος... αυτό όμως δεν φτάνει να διορθώσει ό, τι διέλυσες».
«Μμμ... ό, τι διέλυσα... για να δούμε τι έχω διαλύσει» συνέχισε και πέρασε τα χέρια της από το στήθος μου και φτάνοντας στην ζώνη μου, την άνοιξε με μια απότομη κίνηση.
Σταμάτησα να αναπνέω... Χριστέ μου, είναι τόσο πολύ όλο αυτό για μένα.
«Και θες να μου πεις ότι μπορείς να ζήσεις μια ζωή... με το κοριτσάκι του λούνα παρκ... χωρίς αυτό το πάθος?» συνέχισε να με προκαλεί χωρίς να σταματάει να ξεκουμπώνει το παντελόνι μου.
«Μου γεμίζει άλλα κενά... μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό» είπα πνιχτά εμποδίζοντας πεισματικά το βογκητό μου να βγει από μέσα μου.
«Αλήθεια?» ειρωνεύτηκε και ξεκολλώντας από πάνω μου κατέβασε γρήγορα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου και πριν προλάβω να ξεκολλήσω από τον τοίχο για να απελευθερώσω τα χέρια μου κόλλησε και πάλι το σώμα της απάνω μου ενώ με άρπαξε από τα μαλλιά.
«Μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό?» ρώτησε και βάζοντας το χέρι της πάνω στον ερεθισμό μου... άρχισε να τον κινεί πάνω κάτω γδέρνοντας τον με τα νύχια της απελπιστικά αργά.
Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ελέγξω τα συναισθήματα που άρχισε να μου ξυπνά... χωρίς αποτέλεσμα.
«Άνοιξε τα μάτια σου... » απαίτησε και την υπάκουσα απρόθυμα... «μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό?»
«Ναι μπορώ» επέμεινα εγώ και χαμογέλασε σατανικά και αφήνοντας τα μαλλιά μου έγειρε προς τα κάτω αισθησιακά χωρίς να αφήνει τον ερεθισμό μου από το χέρι της... και χωρίς να αποχωρίζεται τη ματιά μου... ανασήκωσε το πουκάμισο μου και τον έχωσε με την μία όλον μέσα στο στόμα της.
Σίριξα και άρχισα να τρέμω σύγκορμος... είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που κάποια τον έπαιρνε με αυτόν τον τρόπο μέσα στο στόμα της και αυτό το σώμα μου δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Βόγκηξα δυνατά και την άρπαξα από τα μαλλιά για να συνεχίσει να το κάνει ξανά και ξανά…
Κατακτούσε τον ερεθισμό μου με όλο το πάθος της και μόλις ένιωσε ότι ήμουν πολύ κοντά στο να τελειώσω, τον άφησε από τα δόντια της και με κοίταξε πάλι στα μάτια... συνεχίζοντας να τον ερεθίζει με το χέρι της.
«Αν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό Έντουαρντ, τότε ζήτα μου αυτή τη στιγμή να σταματήσω... αν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό... πες μου αυτήν την στιγμή να φύγω... και πάρε τηλέφωνο το κοριτσάκι του λούνα παρκ να συνεχίσει ότι άρχισα».
Η αναπνοή μου είχε γίνει βαριά... προσπαθούσα σκληρά να σκεφτώ λογικά... έπρεπε να την σταματήσω... έπρεπε να της πω να φύγει... αλλά δεν μπορούσα... γαμώτο μου γιατί είναι τόσο δύσκολο.
«Δεν μπορώ» είπα παραδίνοντας τα όπλα και έσμιξα τα φρύδια μου και το στόμα μου σε μια ίσια γραμμή και κοίταξα μακριά... προσπαθώντας και πάλι να βρω την αναπνοή μου.
Εκείνη σηκώθηκε και βάζοντας το χέρι της πάνω στο σαγόνι μου το άρπαξε με δύναμη και με ανάγκασε να την κοιτάξω.
«Γιατί δεν ήρθες να με βρεις?... γιατί έψαχνες απεγνωσμένα κάποια για να με αντικαταστήσεις?»
«Γιατί αυτό μου ζήτησες να κάνω».
«Και αυτό έφτασε για να σε κάνει πάλι να κάνεις πίσω?... αυτό έφτασε για να σε κάνει να μην παλέψεις για μένα?»
«Αυτό ήθελες» της γύρισα πίσω με περισσότερο πείσμα.
«Και εσύ αυτό ήθελες όταν πάλευα για σένα... είδες να τα παρατάω?... είδες να φεύγω?... τόσο λίγη ήμουν για σένα?»
«Ήσουν τα πάντα για μένα Μπέλα... τα πάντα» είπα με πόνο στην φωνή μου αφήνοντας την να δει όλο τον πόνο που μου προκάλεσε η φυγή της... αφήνοντας την να δει όλον τον πόνο που διέλυσε το στήθος μου.
«Ήμουν τα πάντα για σένα... και τι έκανες για να με κρατήσεις κοντά σου Έντουαρντ?... τι στο διάολο έκανες?» μου επιτέθηκε εκείνη και παραδόθηκα στα συναισθήματα μου... δείχνοντας της πόσο μετανιωμένος είμαι γι αυτό... αλλά δεν είχα άλλη λύση... έπρεπε να το κάνω, γιατί δεν το καταλαβαίνει???
«Τίποτα... δεν έκανα τίποτα... σεβάστηκα την επιθυμία σου και δεν έκανα τίποτα» ψιθύρισα και κοίταξα μακριά για να αποφύγω τη ματιά της αλλά εκείνη κρατώντας ακόμα το σαγόνι μου σφιχτά με ανάγκασε και πάλι να την κοιτάξω στα μάτια.
«Μπορώ τουλάχιστον να μάθω το γιατί?» ρώτησε αυστηρά... το κάτω χείλος μου άρχισε να τρέμει και την κοίταγα παρακλητικά στα μάτια για λίγη κατανόηση... εκείνη πάντα με κατανοούσε... πάντα ήξερε ότι δεν θα έκανα ποτέ κάτι για να την πληγώσω... αλλά δεν είχα άλλη λύση... γιατί δεν μπορεί να το καταλάβει?
«Γιατί φοβήθηκα Μπέλα».
«Σταμάτα να με αποκαλείς Μπέλα... το όνομα μου είναι Ρόουζ... έγινα κατανοητή?» απαίτησε αυστηρά και κλείνοντας τα μάτια της άρχισε να παίρνει ήρεμες ανάσες για να καλμάρει τον εκνευρισμό της... αυτό για λίγο με τάραξε... κάτι άλλαξε πάλι... γιατί τώρα δεν με αφήνει να την αποκαλώ Μπέλα ενώ πριν δεν την πείραζε... Χριστέ μου, τι άλλαξε?... τι έχει σκοπό να κάνει???
«Τι φοβήθηκες Έντουαρντ?... οι επτά μήνες που μείναμε μαζί δεν έφτασαν να σε κάνουν να δεις ποια πραγματικά είμαι?... δεν έφτασαν να σε κάνουν να καταλάβεις ότι δεν μπορεί καμία άλλη να με αντικαταστήσει?... » άνοιξε τα μάτια της και συνέχισε πιο σκληρά... «δεν έφτασαν να σε κάνουν να καταλάβεις ότι το ίδιο ίσχυε και για μένα?»
«Το ήξερα ότι με είχες ανάγκη» είπα την αλήθεια μην έχοντας άλλα περιθώρια για δικαιολογίες.
«Τότε γιατί δεν ήρθες να με σταματήσεις?... γιατί με άφησες να καταστραφώ?... γιατί?» σπάραξε απαιτώντας να της πω την αλήθεια.
«Γιατί αν ερχόμουν... τότε θα ήταν χειρότερα... φοβόμουν ότι αν ερχόμουν θα έκανα σύγκριση με εκείνην... φοβήθηκα ότι η γνώση το ότι είσαι κόρη της θα με έκανε να σε μισήσω και πάλι... και δεν το ήθελα αυτό... δεν ήθελα να σε μισήσω... σ’ αγαπούσα Μπέλα, γιατί δεν το καταλαβαίνεις?... δεν ήρθα γιατί σε αγαπούσα... και δεν ήθελα να σε μισήσω... δεν θα το άντεχα να σε μισήσω πάλι».
«Και τώρα δεν φοβάσαι?»
«Ακόμα το φοβάμαι Μπέλα».
«Σταμάτα να με αποκαλείς Μπέλα... η Μπέλα δεν υπάρχει Έντουαρντ... δεν υπήρξε ποτέ» ούρλιαξε και έκλεισε για άλλη μια φορά τα μάτια της ελέγχοντας τον εκνευρισμό της... με πιστεύει... αλλά δεν μπορεί να πιστέψει ότι λύγισα πάλι... αυτό άλλαξε... δεν πιστεύει ότι άφησα τον εαυτό μου να λυγίσει.
«Γι αυτό θες να φύγω?» ρώτησε μετά από μια σύντομη σιωπή.
«Γι αυτό δεν θες να σε διεκδικήσω?... γιατί φοβάσαι μην κάνεις τη σύγκριση?»
«Ναι».
«Τότε ζήτησε μου να φύγω» είπε σκληρά ανοίγοντας τα μάτια της και κοιτάζοντας με με σταθερό και σκληρό βλέμμα.
«Ζήτησε μου αυτήν την στιγμή να φύγω Έντουαρντ... πες μου ότι με σιχαίνεσαι... πες μου ό, τι σκατά σε πνίγει... κάνε με να σε μισήσω... κάνε με να μετανιώσω για ότι έκανα όλα αυτά τα χρόνια... κάνε με να μην θέλω να σε ξαναδώ ποτέ ξανά μπροστά στα μάτια μου» απαίτησε μέσα από τα δόντια της προκαλώντας με αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από όλα αυτά.
Τι μπορούσα να της πω... ότι δεν της χρωστάω όλη μου τη ζωή?... ότι δεν της χρωστάω την ψυχική μου ηρεμία?... ότι εκείνη είναι η μόνη που με καταλαβαίνει?... ότι είναι η μόνη που ακόμα και χωρίς να μιλήσω καταλαβαίνει ακόμα και το τι σκέφτομαι?... τι από όλα αυτά μπορούσα να της αρνηθώ?
«Δεν μπορώ» παραδέχτηκα ηττημένος.
«Την αγαπάς?» ρώτησε αυστηρά σμίγοντας τα φρύδια της.
«Όχι... ξέρει ότι δεν είμαι ικανός να την αγαπήσω».
«Ξέρει και το γιατί?» ειρωνεύτηκε... ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Όχι, δεν τόλμησα να της μιλήσω για μας».
«Και θες να κάνεις έναν ανούσιο γάμο μαζί της μόνο και μόνο γιατί με εκείνη μπορείς να κάνεις έναν ξενέρωτο έρωτα, ενώ με μένα όχι?... θες να ζήσεις μαζί της μια ζωή... μόνο και μόνο γιατί εκείνη έχει την αθωότητα που στέρησαν από μας?... θες να ζήσεις μαζί της... επειδή νομίζει ότι σε αγαπάει?» μου πέταξε όλους τους λόγους για τους οποίους ήθελα να κάνω αυτόν τον γάμο αλλά όταν την άκουσα να λέει ότι νομίζει ότι με αγαπάει ξέσπασα.
«Με αγαπάει Ρόουζ».
«Για πόσο Έντουαρντ?... δεν αντέχει καν να την ζουλάς... δεν αντέχει καν να της χτυπάς το τέρμα πάνω στο πάθος σου... δεν αντέχει να σου πάρει έστω μια πίπα της προκοπής... είσαι εξαρτημένος από το σεξ... πόσο καιρό θα κρατήσεις χωρίς να βγάλεις αυτό που σε πνίγει απάνω της?... και όταν τελικά το βγάλεις πιστεύεις ότι εκείνη θα το δεχτεί?... πιστεύεις ότι μπορείς να την εκπαιδεύσεις στα γούστα σου χωρίς να διαφθείρεις την ψυχή της?... ή μήπως πιστεύεις ότι κάποια στιγμή θα το δεχτεί και θα σε αφήσει να της κάνεις παθιασμένο έρωτα όπως εσύ μόνο μπορείς να αγγίξεις μια γυναίκα για να ικανοποιήσεις τον εαυτό σου ώστε να βρει τις ισορροπίες του?»
«Δεν βασίζεται η σχέση μας στο σεξ» προσπάθησα να υπερασπιστώ την Ελίζα και τη σχέση που είχαμε αναπτύξει μεταξύ μας.
«Και πού ακριβώς βασίζεται αυτή η σχέση Έντουαρντ?... διαφώτισε με λίγο... δεν βασίζεται στην αγάπη... δεν βασίζεται στην κατανόηση... δεν βασίζεται στο σεξ... δεν βασίζεται στην εμπιστοσύνη... πού σκατά βασίζεται αυτή η σχέση, μπορείς να μου πεις και μένα?... γιατί αν πράγματι βασίζεται κάπου, τότε ναι... τότε θα μπορέσω να σε αφήσω να καταστρέψεις ό, τι έχτισα... αν όχι, είσαι πολύ γελασμένος αν νομίζεις ότι θα σε αφήσω να κάνεις αυτό το γελοίο γάμο μόνο και μόνο για να διαολίσεις το είδος σου... και μην με διορθώσεις, ξέρω ακριβώς τι λέω».
Τι?... αυτό την νοιάζει μόνο?... να μην γκρεμίσω ό, τι έχτισε εκείνη?... πώς τολμάει?... έρχεται εδώ να μου χαλάσει την ηρεμία μου μόνο και μόνο για να εκπληρώσει τους δικούς της όρκους και περιμένει αυτό να το δεχθώ?... όχι κυρία όπως σκατά σε λένε... όχι αυτή τη φορά δε θα περάσει το δικό σου... τι ανόητος που είμαι να νομίζω ότι ήρθε για μένα... τι ηλίθιος είμαι που πίστεψα ότι γύρισε για να μείνει.
«Γι αυτό γύρισες?... για να μην καταστρέψω ότι έχτισες?» την ρώτησα για να επιβεβαιωθώ.
«Σου φαίνεται λίγο?... εσύ δεν έψαξες καν να με βρεις και ο δικός μου λόγος τώρα σου ξινίζει?... πώς τολμάς?»
«Πώς τολμάω???»
«Ναι Έντουαρντ... πώς τολμάς?... πες μου τι ακριβώς έχεις κάνει για μένα... και εγώ θα πάρω πίσω όλα όσα είπα... όλα όσα έκανα... μπορείς να μου βρεις έστω και ένα μικρό πράγμα που να έχεις κάνει για μένα... που να μην έχει σχέση με σένα?... ένα Έντουαρντ... πες μου έστω και ένα... και μετά τόλμα να μου ζητήσεις και τα ρέστα» μου χτύπησε στα μούτρα και δεν άντεξα άλλο.
«Φύγε από πάνω μου αυτή τη στιγμή... δε θέλω να σε ξαναδώ» φώναξα υστερικά και προσπάθησα να ξεφύγω από τα δεσμά της.
«Δεν έχω να πάω πουθενά... μου ανήκεις... και ό, τι και να κάνεις αυτό δεν θα αλλάξει... τώρα για να τελειώνουμε γιατί η μικρή σου έχει αρχίσει να βγάζει αφρούς και επειδή από λεπτό σε λεπτό θα χτυπήσει την πόρτα... λέγε... πού βασίζεται η σχέση σας... δώσε μου έναν λόγο να σε αφήσω να ζήσεις αυτή τη φαντασίωση με ημερομηνία λήξης και θα σε αφήσω... πες μου Έντουαρντ... πού ακριβώς βασίζεται αυτή η σχέση... για ποιον λόγο να σε αφήσω να την καταστρέψεις?... γιατί αν νομίζεις ότι θα μείνει αλώβητη μετά το μεγάλο φιάσκο σας... είσαι πολύ γελασμένος».
Όχι, ποτέ... ποτέ δεν θα αφήσω τον εαυτό μου να καταστρέψει την Ελίζα μου... εκείνη είναι τώρα η ζωή μου... και δεν θα αφήσω κανέναν να μου την πάρει.
«Σήκω και φύγε αυτήν την στιγμή... το τι θα κάνω εγώ με την Ελίζα δεν σου πέφτει λόγος... και στην τελική, για την δική της ψυχή νοιάζεσαι ή για τη δική μου?» της πέταξα στα μούτρα αλλά δεν πτοήθηκε.
«Μμμμμ.... αυτό σε πείραξε... αν πω και για τους δύο τσάμπα θα χάσω τα λόγια μου... οπότε διάλεξε και πάρε ό, τι θες... λίγο με νοιάζει» τι μας λες...
«Τι θέλεις από μένα Ρόουζ?... να μείνω για πάντα μόνος... όπως επέλεξες να κάνεις εσύ?»
«Ποιος σου είπε ότι είμαι μόνη?» ειρωνεύτηκε εκείνη και τότε τα πήρα περισσότερο στο κρανίο.
«Έχεις άλλον και τολμάς να με διεκδικείς με το έτσι θέλω...? καταστρέφοντας την ευτυχία μου για ένα καπρίτσιο?»
«Δε μίλησα για σχέση κύριε Κάλεν... και μη μου κάνεις εμένα τον θιγμένο γιατί δεν τα τρώω εγώ αυτά... παράτα την ήσυχη πριν να είναι αργά» απαίτησε και την κοίταξα με αυθάδεια στα μάτια.
«Αλλιώς τι θα με κάνεις, ντα?» είπα ανασηκώνοντας ειρωνικά το ένα μου φρύδι.
«Αλλιώς κακομοίρη μου θα σου τον ξεριζώσω και θα σου τον δώσω να τον φας... και αν νομίζεις ότι δεν έχω τα κότσια να τον κάνω τότε είσαι βαθιά νυχτωμένος... δεν είμαι η Μπέλα που ήξερες κύριε Κάλεν... είμαι πολύ χειρότερη της» είπε και με άφησε από τα δεσμά της πηγαίνοντας προς την πόρτα... πριν προλάβω να αντιδράσω.
Μόλις την άνοιξε η Ελίζα, που ήταν πίσω από την πόρτα, έμεινε στήλη άλατος κοιτώντας μια εμένα και μία την Μπέλα και ό, τι ήθελα να της γυρίσω πίσω έμεινε μετέωρο... κοίταζα την Ελίζα μένοντας παγωμένος στην θέση μου χωρίς να ξέρω τι να κάνω.
«Συγγνώμη κοριτσάκι... δεν ήταν γραφτό» της είπε και μόλις την προσπέρασε έφυγε και μας άφησε μόνους μας.
Τώρα την έβαψα...
Μισοντυμένος, με τον ανδρισμό μου σε πλήρη στύση, με μια άλλη γυναίκα που με άφησε σύξυλο…Δύσκολα…
«Με παράτησες για να έρθεις να βρεις αυτήν?» ρώτησε αμέσως η Ελίζα χωρίς να χάνει χρόνο μπαίνοντας έξαλλη στο γραφείο μου.
Απελευθέρωσα τα χέρια μου αφήνοντας το σακάκι μου να πέσει στο πάτωμα και μόλις σήκωσα τα ρούχα μου και τα έβαλα στην θέση τους... κίνησα προς το μπαράκι που είχα και παίρνοντας δύο ποτήρια πήρα το μπουκάλι με το ουίσκι και πήγα προς το μέρος του γραφείου μου, με ήρεμες κινήσεις... εκείνη περίμενε υπομονετικά διαβάζοντας την κάθε μου κίνηση.
«Κλείσε την πόρτα Ελίζα» της είπα μόνο και μόλις στάθηκα μπροστά από την καρέκλα μου άφησα τα ποτήρια πάνω στο γραφείο και ανοίγοντας το μπουκάλι άρχισα να τα γεμίζω με ουίσκι.
«Απάντησε μου... με άφησες κάτω στην οικογένεια σου για να έρθεις να βρεις αυτό το βρομοθήλυκο ?» απαίτησε πιο αυστηρά αγνοώντας την εντολή μου.
«Βρομοθήλυκο?» ρώτησα γελώντας και έγινε ακόμα πιο έξαλλη.
«Απάντησε μου επιτέλους , πού να σε πάρει!» απαίτησε για άλλη μια φορά χτυπώντας το χέρι της στον αέρα κλείνοντας τα μάτια της για να ελέγξει τα συναισθήματα της.
«Ωωω... Χριστέ μου, η Μπέλα έχει δίκιο... έχω αρχίσει και σε επηρεάζω τόσο πολύ» συνέχισα εγώ ήρεμα απτόητος από το ξέσπασμα της.
Ήρθε με γρήγορες κινήσεις κοντά μου και αρπάζοντας με από το πουκάμισο, με ανάγκασε να γυρίσω προς το μέρος της... πρώτη φορά την είδα να με κοιτάζει τόσο έξαλλη... της έτεινα το ποτήρι που είχα ετοιμάσει για εκείνην ήρεμα πριν προλάβει να πει τίποτα και τότε με κοίταξε με απορία.
«Θα σου χρειαστεί» εξήγησα και εκείνη άφησε την αναπνοή της να βγει βίαια από τα χείλια της κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω σαν να είχε χτυπήσει σε τοίχο... και με κοίταξε στα μάτια σαν να με κοίταζε για πρώτη φορά... νιώθοντας ότι ο άνθρωπος που έβλεπε μπροστά της δεν ήταν αυτός που ήξερε μέχρι σήμερα... δεν την αδικώ... δεν ξέρει τίποτα ουσιαστικό για μένα... δεν ξέρει τίποτα.
«Τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ?... σε πιάνω με άλλη και εσύ το παίζεις τρελίτσα ?... νομίζεις ότι θα το αφήσω έτσι όλο αυτό?» ρώτησε ξέπνοα προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της... μην μπορώντας να πιστέψει ότι εγώ είμαι ο άντρας που πριν λίγο μίλαγε μαζί του για την ευτυχία της.
«’όχι, φυσικά και όχι... δεν κάθεσαι?» της είπα ήρεμα και έβαλε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά της και με κοίταξε απηυδισμένα.
«Ποιος είσαι?... δε σε αναγνωρίζω πια» σίριξε απελπισμένη.
«Κάτσε και θα σου πω ό, τι θες να μάθεις» της είπα και της έτεινα το ποτήρι της για άλλη μια φορά... εκείνη δεν το πήρε άλλα κάνοντας το γύρω του γραφείου έκατσε άδεια στην καρέκλα κοιτώντας με στα μάτια σαν πληγωμένο κουτάβι.
«Θες να μάθεις την αλήθεια?» την ρώτησα καθώς έκατσα στην καρέκλα μου και ανοίγοντας το συρτάρι, έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και άναψα ένα κοιτώντας την σταθερά στα μάτια... εκείνη κατένευσε.
«Όχι, δεν ήρθα να τη βρω... δεν ήξερα ότι θα είναι εδώ... απλά χρειαζόμουν λίγο χρόνο για να τον παίξω» της είπα την ωμή αλήθεια και εκείνη με κοίταξε σοκαρισμένη.
«Τι σόι αρρωστημένο αστείο είναι τώρα αυτό?»
«Αχχχ Ελίζα... είσαι τόσο αφελής ώρες ώρες... αλήθεια όμως είμαι περίεργος... όταν με στρεσάρεις και κλείνομαι με τις ώρες μέσα στην τουαλέτα... τι ακριβώς πιστεύεις ότι κάνω?» ρώτησα περίεργος και εκείνη με κοίταξε σκεπτική προσπαθώντας να καταλάβει πού το πάω.
«Ξέρω κι εγώ?... υποθέτω κρύο ντους όπως ο κάθε φυσιολογικός άνθρωπος?» ρώτησε με την ελπίδα να της το επιβεβαιώσω.
«’Όπως ο κάθε φυσιολογικός άνθρωπος…» επανέλαβα και ήπια λίγο από το ποτό μου χαμογελώντας και κοιτώντας το ταβάνι...
«Δεν είμαι φυσιολογικός άνθρωπος Ελίζα... και όχι, δεν κάνω ντους... ή μάλλον να το πω πιο σωστά... το ντους το κάνω αφού πρώτα εκτονώσω τον εαυτό μου».
«Δεν καταλαβαίνω, γιατί πρέπει να το κάνεις αυτό?» ρώτησε μπερδεμένη.
«Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να εκτονωθώ ώστε να μη σου κάνω κακό Ελίζα» της είπα την αλήθεια κατάμουτρα και έμεινε για λίγο ξέπνοη να επεξεργαστεί την πληροφορία που μόλις είχε πάρει.
«Να μου κάνεις κακό?» ψιθύρισε περισσότερο στον εαυτό της.
«Ναι» επιβεβαίωσα και τότε με κοίταξε στα μάτια με απορία.
«Γιατί να θέλεις να μου κάνεις κακό... τι λάθος έχω κάνει?... δεν καταλαβαίνω τίποτα»
«Εσύ δεν έχεις κάνει κανένα λάθος Ελίζα... άλλοι κάνανε ή μάλλον να το πω πιο σωστά, άλλος... και τώρα όλοι εμείς πληρώνουμε τις δικές του αμαρτίες».
«Έντουαρντ να χαρείς, πες μου ότι με δουλεύεις... πες μου ότι όλα αυτά τα λες για να γλυτώσεις από το συμβάν που διαδραματίστηκε πριν λίγο» παρακάλεσε με την ελπίδα να της τα διαψεύσω.
«Αυτή είναι η αλήθεια Ελίζα... της είπα σοβαρά κοιτώντας την κατάματα... η μοίρα έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι σε μένα και στην Μπέλα... και τώρα πληρώνουμε το τίμημα της. Και δυστυχώς, είσαι μπλεγμένη κι εσύ».
«Την Μπέλα?... εννοείς την κοπέλα που σας βοήθησε να φτιάξετε την εταιρία?... αυτή που πέθανε?» ρώτησε μπερδεμένη.
«Εσύ την γνώρισες ως Ρόουζ» τη βοήθησα να καταλάβει και εκείνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Εννοείς ότι η Μπέλα είναι η Ρόουζ?» ρώτησε με σοκαρισμένο ύφος και πλέον κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι χειρότερα από όσο τα είχε υποψιαστεί.
«Ναι... είχε σκηνοθετήσει το θάνατο της».
«Και εσύ το ήξερες αυτό?»
«Φυσικά και το ήξερα... αλλά προτίμησα όλα αυτά τα χρόνια να τη θεωρώ νεκρή».
«Αφού την αγαπούσες τόσο πολύ, γιατί το έκανες αυτό?» Γέλασα ειρωνικά με την αφέλειά της.
«Αυτό κι αν είναι μεγάλη ιστορία…» αναστέναξα και πήρα άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο μου περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου απελπισμένος... δε θέλω να την μπλέξω την Ελίζα σε όλα αυτά... ελπίζω να μην επιμείνει να τα μάθει.
«Και εγώ έχω άπλετο χρόνο μπροστά μου... λέγε τι συμβαίνει ακριβώς» είπε με πείσμα και ξεφύσησα.
«Ελίζα, τι νόημα έχει να σου πω την ιστορία μας?... ήδη όσα ξέρεις για μένα σε φρικάρουν... πόσο μάλλον να μάθεις και τα υπόλοιπα» προσπάθησα άλλη μια φορά με την ελπίδα να το σταματήσει εδώ αλλά εκείνη δε μου έκανε το χατίρι.
«Ακούω» είπε με μεγαλύτερο πείσμα σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος.
«Είσαι σίγουρη γι αυτό?»
«Ακούω» απαίτησε και δεν δεχόταν αντίρρηση.
«Πολύ καλά... να θυμάσαι όμως ότι εσύ το ζήτησες» την προειδοποίησα αλλά εκείνη δεν άλλαξε ύφος ούτε στο ελάχιστο.
«Ακούω» είπε μέσα από τα δόντια της και χαμογέλασα και άρχισα να της διηγούμαι όλη την ιστορία μας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης της ζωής μου... τα συναισθήματα της Ελίζας ήταν ανάμεικτα και όλα καθρεπτιζόντουσαν στο πρόσωπό της... άλλες φορές ήθελε να με παρηγορήσει και άλλες να μου σπάσει το κεφάλι για τον τρόπο που φέρθηκα σε όλους όσους με αγαπούσαν πραγματικά και εγώ τους έκανα τη ζωή κόλαση... αλλά φαινομενικά ήταν ψύχραιμη και άκουγε την κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μου... σοβαρή και με μεγάλη αφοσίωση... μέχρι που έφτασα στη σημερινή μέρα.
«Δηλαδή θα με παρατήσεις για να πας κοντά της?» ήταν τα μόνα λόγια που βγήκαν από το στόμα της και χαμογέλασα με πόνο γιατί η Μπέλα είχε δίκιο... δεν μπορώ να είμαι άλλο μαζί της με την ελπίδα ότι εκείνη θα μπορέσει να μου χαρίσει όσα στερήθηκα στη ζωή... χωρίς πρώτα να της διαφθείρω την ψυχή της... η Ελίζα είναι μια αθώα ψυχή και εγώ δεν έχω το δικαίωμα να την καταστρέψω.
«Σου λέω όλα όσα έχουν συμβεί στη ζωή μου και εσύ το μόνο που θες να με ρωτήσεις είναι αυτό?» δάγκωσα το κάτω χείλος μου κουνώντας το κεφάλι μου απηυδισμένος.
«Τι άλλο θες να σε ρωτήσω δηλαδή?... μόνος σου είπες ότι ανήκουν στο παρελθόν... αν το θες πραγματικά και εσύ, δε θα επηρεάσουν το μέλλον μας». Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε για μένα... το στήθος μου διαλύθηκε και η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο... όχι, δεν έχω το δικαίωμα να της στερήσω την ευτυχία της... δεν έχω το δικαίωμα να είμαι τόσο εγωιστής μαζί της... της αξίζει ένα καλύτερο μέλλον και εγώ δε θα της το στερήσω.
«Ελίζα, καταλαβαίνεις τις λες?... δεν πρόκειται ποτέ να σε αγαπήσω... δεν είμαι ικανός να αγαπήσω καμία άλλη πέρα από εκείνην... θα είμαι πάντα δικός της... όπως ακριβώς και εκείνη θα είναι πάντα δική μου».
«Και τότε εμένα τι με θες?... γιατί δεν τρέχεις πίσω της να πας να την βρεις... ή ακόμα χειρότερα γιατί δεν έψαξες ποτέ να την βρεις?» Αναστέναξα και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου κοιτώντας για λίγο προς τη μεριά της Τάνιας που όλη αυτήν την ώρα με προκαλεί με το αυτάρεσκο ύφος της.
«Γιατί αν το κάνω... δεν ξέρω αν θα καταφέρω να σταματήσω τον εαυτό μου να μην την σκοτώσει» παραδέχτηκα ανοιχτά και η Ελίζα με κοίταξε σοκαρισμένη.
«Τι?... γιατί?... δεν καταλαβαίνω... μέσα από όσα μου είπες αν κάποιος από τους δύο πρόδωσε τον άλλον αυτός είσαι εσύ όχι εκείνη... και θα της το ξεπληρώσεις με το να την σκοτώσεις?»
«Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα Ελίζα... και αν πραγματικά ήθελα κάτι τέτοιο δεν νομίζεις ότι θα το είχα ήδη κάνει?... την αγαπάω την Μπέλα, Ελίζα , και δεν θέλω να της κάνω κακό... έμεινα μακριά της γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι υπήρχε περίπτωση να την μισήσω ξανά».
«Τότε τι?... τι μπορεί να σε κάνει να θες κάτι τέτοιο?»
«Η φιγούρα που με κοιτά ειρωνικά και με προκαλεί όλη αυτήν την ώρα να τρέξω πίσω της και να εκπληρώσω αυτό που μου επέβαλε να κάνω όλα αυτά τα χρόνια» απάντησα ξέπνοα και παίρνοντας το ποτήρι μου ήπια μια γερή γουλιά για να αποφύγω το βλέμμα και των δύο.
«Η φιγούρα? Ποια φιγούρα?... Έντουαρντ τι λες?» Την κοίταξα σοβαρός στα μάτια και της είπα ήρεμα και την τελευταία λεπτομέρεια που είχα αφήσει για το τέλος.
«Δεν με έχεις ρωτήσεις το πιο σημαντικό απ’ όλα».
«Το οποίο είναι?»
«Γιατί τα έκανα όλα αυτά... ποιος είναι ο λόγος που με οδήγησε να έχω τέτοια συμπεριφορά όλα αυτά τα χρόνια» την βοήθησα.
«Ποιος είναι ο λόγος?» ρώτησε ανασαίνοντας γρήγορα.
«Ο λόγος είναι αυτός» της είπα και ανοίγοντας το συρτάρι του γραφείου μου έβγαλα από μέσα ένα από τα μπουκαλάκια των φαρμάκων μου και της το έδωσα.
«Διάβασε» της παρότρυνα και αφού με κοίταξε για μια παρατεταμένη στιγμή, άρχισε να διαβάζει.
Τα μάτια της γούρλωσαν... το στόμα της έμεινε ανοιχτό και για ένα λεπτό δεν μπορούσε να αντιδράσει... έσπρωξα το ποτήρι με το ουίσκι προς το μέρος της και μόλις ένιωσε την κίνηση κοίταξε πρώτα το χέρι μου και μετά μέσα στα μάτια μου ακόμα άφωνη.
Το πήρε στα χέρια της και αφού το κατέβασε μια και έξω... έβαλε το χέρι της στο λαιμό της και προσπάθησε να ελέγξει το κάψιμο που της προκάλεσε... ακόμα χωρίς να ξέρει τι να πει... έτεινε το χέρι της και μου έδωσε πίσω το μπουκαλάκι.
«Μα πώς... δεν καταλαβαίνω... πώς μπορεί να έχεις σχιζοφρένεια και να δείχνεις τόσο φυσιολογικός?»
«Νομίζω ότι μέσα από την ιστορία μου είναι εύκολο πια να καταλάβεις τους λόγους που με κάνουν να κρατώ τις ισορροπίες μου... αλλά περισσότερο να καταλάβεις γιατί έπρεπε να την αφήσω να φύγει... δεν ήθελα να της προκαλέσω άλλο κακό... οπότε δεν είχα άλλη λύση».
«Και εμένα?... με μένα γιατί έπαιξες έτσι?» ρώτησε τώρα αφήνοντας όλο τον πόνο που ένιωθε να εκφραστεί στα υπέροχα χαρακτηριστικά της.
«Δεν έπαιξα Ελίζα... πραγματικά πίστεψα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε μέλλον» αμύνθηκα.
«Μέλλον... για ποιο μέλλον μου μιλάς Έντουαρντ?... για ένα μέλλον βασισμένο στο ψέμα?... για ποιο μέλλον μου μιλάς?» ξέσπασε και σηκώθηκε όρθια εξαγριωμένη.
«Είχα την ελπίδα ότι θα μπορούσα να ζήσω και εγώ σαν φυσιολογικός άνθρωπος... όλοι έχουμε όνειρα Ελίζα... γιατί όχι και εγώ?» τη ρώτησα πληγωμένος.
«Σαν φυσιολογικός άνθρωπος?... ποιον κοροϊδεύεις Έντουαρντ?... πάλι καλά να λέω που είμαι ακόμα ζωντανή» είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί την αλήθεια.
«Πάλι καλά να λέω που δεν σε έπιασε καμία κρίση να βγω από το σπίτι σου σαπισμένη στο ξύλο... ωωω Χριστέ μου τι λέω... εσύ είσαι επικίνδυνος!»
«Ελίζα…» προσπάθησα και έκανα να σηκωθώ για να την ηρεμήσω.
«Μη με πλησιάζεις... δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ ξανά στα μάτια μου... είσαι ένα απαίσιο εγωιστικό γουρούνι που το μόνο που σε νοιάζει είναι ο εαυτούλης σου... και αν θες την αλήθεια… εκείνη είναι τρομερά επιεικής μαζί σου... αν μπορούσα να το κάνω... αν εγώ ήμουν στην θέση της πριν λίγο... όχι μόνο δεν θα σου έπαιρνα πίπα... αλλά θα σου έσπαγα τα πλευρά σε σημείο να σου τρυπήσουν τον πνεύμονα... την πρόδωσες Έντουαρντ... την παράτησες τη στιγμή που σε είχε περισσότερο ανάγκη... και τολμάς να μου κάνεις τον πληγωμένο?... τολμάς να με κάνεις να σε λυπηθώ... ωωω, όχι κύριε Κάλεν, αρκετά... δεν πρόκειται να σε λυπηθώ... ως εδώ ήταν» είπε και παίρνοντας την τσάντα της άρχισε να προχωράει προς την πόρτα. Όταν όμως έπιασε το πόμολο, γύρισε και πάλι προς το μέρος μου με ένα ψυχρό βλέμμα.
«Αν την ξαναδείς... πες της ότι την ευχαριστώ για ό, τι έκανε για μένα» είπε μόνο και έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου