Τσάρλι
«Όλα ξεκίνησαν δύο χρόνια πριν τη γέννηση σας... Ετοιμαζόμασταν να πάμε σε ένα πάρτι για να γιορτάσουμε μαζί με συνεργάτες μου την αλλαγή του χρόνου... το 1984 έμπαινε πολλά υποσχόμενο... δεν ήμουν κανένας πλούσιος... με τη μάντρα οικοδομών υλικών που είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου πάντα είχα τον τρόπο μου και έβγαζα καλά λεφτά, αρκετά για να ζούμε μια αξιοπρεπή ζωή και αν και πολλές φορές έλεγα στην Ολίβια ότι δεν χρειάζεται να δουλεύει, εκείνη επέμενε να δουλεύει ως δασκάλα κλασικού μπαλέτου για να μπορεί να καλύπτει το κενό που ένιωθε για την ανάγκη της για ένα παιδί...
«Καμία ευτυχία δεν είναι ολοκληρωμένη... πάντα κάτι θα μπαίνει στη μέση για να σε κάνει να παλεύεις... έτσι και εμείς... όσο ευτυχισμένοι και να ήμασταν... πάντα το θέμα του παιδιού ήταν ένα μελανό σημείο για μας... αλλά ποτέ δεν το αφήναμε να μπει ανάμεσα μας... ήμασταν ήδη παντρεμένοι 6 χρόνια αλλά όσες θεραπείες και αν κάναμε... με τα τότε δεδομένα... όσους γιατρούς και προσπάθειες και να κάναμε όλα πήγαιναν στο βρόντο... αλλά δεν απελπιζόμασταν...
«Εκείνο το βράδυ, το τελευταίο του 1983, ήταν εκθαμβωτική... την κοίταζα να κατεβαίνει με την μαύρη της τουαλέτα από τα σκαλιά και ένιωθα να κόβεται η ανάσα μου... τόσο όμορφη και τόσο ντελικάτη... να περπατά αγέρωχα πάνω στα σκαλιά και να έχει μάτια μόνο για μένα... η καρδιά μου έσπαγε σε χίλια κομμάτια και χτύπαγε σε ξέφρενους ρυθμούς κάθε φορά που την έβλεπα να με κοιτάει με αυτό το βλέμμα όλο υποσχέσεις...ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί της όσος καιρός κι αν περνούσε, όταν την έβλεπα ήταν σαν να την ερωτευόμουν από την αρχή ξανά.
«Όταν φτάσαμε στο σπίτι που μας είχαν καλέσει για το ρεβεγιόν, γνωρίσαμε για πρώτη φορά τον Έντουαρντ και την Τάνια... δηλαδή εγώ τους γνώρισα γιατί εκείνη τον ήξερε ήδη... παλιοί συμμαθητές, τρελά ερωτευμένοι από τότε που οι σπουδές και η κοινωνική τάξη του κυρίου δεν τους επέτρεψε να συνεχίσουν το ειδύλλιο τους... όταν τον είδε πάγωσε, έχασε όλο της το χρώμα και εγώ την κοίταζα ανήσυχος χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί... ώσπου όταν κάποια στιγμή εξαφανίστηκε και έψαξα να την βρω, μου λύθηκαν όλες μου οι απορίες».
31 Δεκεμβρίου 1983.......
«Έντουαρντ, σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό... όλα τελείωσαν μεταξύ μας όταν αποφάσισες να μην αψηφήσεις τους δικούς σου και με παράτησες για να ακολουθήσεις το θέλημα τους... τώρα τι θες από τη ζωή μου???»
«Ολίβια, τι πρέπει να κάνω για να καταλάβεις ότι σ’ αγαπώ?... τι πρέπει να κάνω για να καταλάβεις ότι ποτέ δε σε ξεπέρασα?» είπε ο Έντουαρντ και την πλησίασε φέρνοντας τα πρόσωπα τους σε απόσταση αναπνοής.
«Είσαι τρελός???» αναφώνησε η Ολίβια και σπρώχνοντας τον έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω για να μεγαλώσει την απόσταση μεταξύ τους.
«Έντουαρντ, κατάλαβε το... προχωρήσαμε μπροστά... για όνομα του θεού και οι δύο έχουμε δημιουργήσει πια την δική μας οικογένεια».
«Δεν είναι πρόβλημα αυτό... άλλωστε ο γάμος μου με την Τάνια ήταν καθαρά από συμφέρον... τώρα που σε ξαναείδα... θα κάνω τα πάντα για να σε διεκδικήσω και πάλι».
«Δεν πρόκειται να σε αφήσω... τον Τσάρλι τον αγαπώ... εκείνος είναι τώρα η ζωή μου και δε θα αφήσω κανέναν να καταστρέψει αυτή τη σχέση».
«Ούτε και εμένα?» της είπε δόλια και έκανε πάλι την κίνηση να την πλησιάσει.
«Ούτε καν εσένα» του είπε με αυστηρό ύφος, αυτό που έπαιρνε όταν οι μαθητές της στη σχολή χορού δεν την υπάκουαν και δεν χρειαζόταν να ακούσω τίποτα άλλο για να πειστώ ότι η γυναίκα μου με αγαπούσε και όποιος πειρασμός να προσπαθούσε να μπει εμπόδιο στην ευτυχία μας δεν θα ήταν ικανός να διαλύσει τον έρωτα μας.
«Ανακουφισμένος από την εξέλιξη της συζήτησης που μόλις είχα κρυφακούσει, έφυγα από το σημείο που στεκόμουν κρυμμένος τόση ώρα και γυρίζοντας στο σαλόνι αναμίχτηκα με τον κόσμο για να μη δώσω στόχο... εκείνη τη στιγμή ένιωθα ο πιο ευλογημένος άνθρωπος... ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει... σίγουρος για την πίστη της γυναίκας που μου είχε κλέψει την καρδιά... πού να ήξερα τότε!
«Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου εκείνη έκανε ξανά την εμφάνιση της... φανερά εκνευρισμένη από το προηγούμενο συμβάν έψαχνε με τη ματιά της να με βρει ανάμεσα στο πλήθος... δεν έχασα καιρό.. την πλησίασα και αμέσως μόλις βρέθηκα κοντά της την πήρα στην αγκαλιά μου και προσπάθησα με χίλιους τρόπους να την κάνω να νιώσει όμορφα ... και μόλις άλλαξε ο χρόνος της ψιθύρισα…
«Ευτυχισμένο το νέο έτος αγάπη μου... το 1984 να είναι για μας ένας χρόνος που θα μας χαρίσει ό, τι στερηθήκαμε τα προηγούμενα χρόνια».
«Εκείνη με κοίταζε με λατρεία στα μάτια και μου χάρισε ένα συνεσταλμένο χαμόγελο καταλαβαίνοντας ακριβώς το νόημα που έκρυβαν τα λόγια μου και με ένα τρυφερό φιλί μου απάντησε»
«Θα μας χαρίσει ό, τι μας στέρησε τα προηγούμενα χρόνια».
«Και με το φιλί της με έκανε να νιώσω ότι μου έπαιρνε την ανάσα μου μακριά... Την αγαπούσα την Ολίβια όπως δεν αγάπησα κανέναν άλλον ποτέ στη ζωή μου... για εκείνη ζούσα... για εκείνη θα έκανα τα πάντα για να τη βλέπω ευτυχισμένη και χαμογελαστή δίπλα μου... αλλά όλα αυτά για εκείνη τελικά ποτέ δεν ήταν αρκετά.
«Από το ίδιο κιόλας βράδυ ένιωσα την αλλαγή μέσα της... μέρα με την ημέρα... βδομάδα με τη βδομάδα... μήνα με το μήνα, όλα τα δεδομένα μας άλλαξαν... εκείνη άρχισε να απομακρύνεται και εμένα άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια... αλλά ποτέ δεν μίλησα... την άφηνα να κάνει αυτό που ήθελε νομίζοντας πως έτσι θα της δώσω να καταλάβει την παθολογική αγάπη που της είχα, παλεύοντας καθημερινά να κερδίσω αυτό που μου ανήκε, με κάθε τρόπο.
«Σε ένα καθιερωμένο ραντεβού στο γιατρό μας για επανέλεγχο ήταν και εκείνοι εκεί... η Τάνια έγκυος στο τρίτο της παιδί... ήταν τρομερά αγχωμένη και εκτός τόπου και χρόνου... ενώ έμενε έγκυος, για κάποιον λόγο στον τρίτο μήνα τα έχανε... και την ημέρα που πήγαμε στον γιατρό μόλις είχε κλείσει τον τρίτο της μήνα και έτρεμε από τον φόβο της για το αν το παιδί της ήταν καλά.
«Ήταν ένα άβουλο πλάσμα... μια γυναίκα που είχε μάτια μόνο για τον άντρα της και τίποτα άλλο... από την άλλη ο άλλος την είχε σήκω σήκω και κάτσε κάτσε, και εκείνη έκανε πάντα αυτό που της έλεγε... λίγο το άγχος της για την εγκυμοσύνη της, λίγο η τυφλή εμπιστοσύνη που είχε στο πρόσωπό του... είχε βάλει παρωπίδες και δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της... όχι όμως και εγώ.
«Οι ματιές που ανταλλάξανε αυτός με την Ολίβιά μου στην αίθουσα αναμονής δε διέφυγαν της προσοχής μου και προκειμένου να κάνω κάτι ώστε να σώσω ό, τι μπορούσα άρχισα να του πιάνω την κουβέντα... το ένα έφερε το άλλο και τελικά καταλήξαμε να μιλάμε για δουλειές... και λίγο πριν μπούνε στο ιατρείο κατάφερα να τον πείσω να του πάω μια προσφορά... εκείνος δε φαινόταν να είναι θετικός... πώς άλλωστε να ήταν όταν είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του?... αλλά εγώ ήθελα πάση θυσία να τον έχω από κοντά... και προκειμένου να μην προδοθεί στα μάτια της γυναίκας του, τελικά συμφώνησε και δώσαμε τα χέρια.
«Βγαίνοντας από το ιατρείο η Τάνια ήταν σε κατάσταση σοκ... μόλις την είχε ενημερώσει ο γιατρός ότι το είχε χάσει και αυτό το έμβρυο... και εκείνος ο μπάσταρδος αντί να παρηγορεί την γυναίκα του κοίταζε να ξεκλέψει καμία ματιά από τη δική μου γυναίκα... Ωωω, πόσο τον μίσησα από την πρώτη στιγμή... το πώς κρατιόμουν και δεν τον σάπιζα στο ξύλο δεν έχω ιδέα... αλλά ήξερα ότι μια τέτοια κίνηση θα με έριχνε στα μάτια της Ολίβιας μου και έτσι έκανα υπομονή...
«Μάζευα, μάζευα, μάζευα... ώσπου μια μέρα ήρθα και έσκασα... ο Πάολο εκείνον τον καιρό είχε κάνει ήδη την εμφάνιση του αλλά εγώ δεν το είχα καταλάβει... όταν όμως είδα τα νούμερα να πέφτουν τότε τα έχασα... από τη μια ο πλούσιος μπάσταρδος να την διπλαρώνει και να την θαμπώνει με τα δώρα του... από την άλλη εγώ να χάνω κάθε μέρα όλο και μεγαλύτερα ποσά... θόλωσα... έχασα το μυαλό μου... δεν ήξερα τι να κάνω... η Ολίβια ήταν όλη μου η ζωή, δε θα άντεχα να την χάσω και φυσικά δεν θα κατέθετα τα όπλα αμαχητί...
«Τα πήρα στο κρανίο... έψαξα και έμαθα από πηγές, ποιός ήταν ο Πάολο και τι ήθελε από την εταιρία μου και μια μέρα πήγα και τον βρήκα... αδίστακτος άνθρωπος... δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του... αλλά μέσα στην απελπισία μου εγώ δεν λογάριαζα τίποτα... ο μόνος μου στόχος ήταν να την κερδίσω πάλι... και δε θα έκανα με τίποτα πίσω ακόμα και αν απειλούσε την ίδια μου την ζωή.
«Κάτι πάνω στο ξέσπασμα μου ο Πάολο το βρήκε ενδιαφέρον... δεν ξέρω τι είδε σε μένα και θέλησε τελικά να με βοηθήσει... αλλά για καλή μου τύχη το έκανε... μου πρότεινε συμβιβασμό και τον δέχτηκα χωρίς καν να το σκεφτώ... ήθελα να σώσω την εταιρία μου και εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα τίποτα... αργότερα που διαπίστωσα σε τι είχα μπλέξει, το είχα μετανιώσει αλλά ήταν πλέον αργά.
«Μέσα σε ένα χρόνο είχα χάσει τα πάντα... από τη μια η Ολίβια είχε πλέον φύγει από την αγκαλιά μου... από την άλλη η εταιρία μου είχε περάσει στα χέρια του Πάολο χωρίς να το καταλάβω... και εγώ στη μέση, να μην ξέρω τι να κάνω... ώσπου μια μέρα ένα ανώνυμο γράμμα με φωτογραφίες του Έντουαρντ και της Ολίβια ήρθαν στα χέρια μου και τότε τρελάθηκα... το ποτήρι ξεχείλισε και έκανα στροφή 180 μοιρών...
«Δεν το σκέφτηκα πολύ και παίρνοντας τον φάκελο με τις φωτογραφίες ξεκίνησα για το σπίτι των Κάλεν... μόλις η Τάνια με είδε στην πόρτα σάστισε αλλά βλέποντας το ύφος μου με άφησε να μπω και πριν με οδηγήσει στο σαλόνι κατευθείαν της έδωσα το φάκελο και απαίτησα να τον ανοίξει... εκείνη έντρομη με κοίταζε καλά καλά χωρίς να καταλαβαίνει... αλλά τελικά μετά από τη δική μου παρότρυνση τον άνοιξε και τη στιγμή που είδε τις πρώτες φωτογραφίες ξέσπασε σε ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό και έπεσε στο πάτωμα διαλυμένη.
«Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου ο σπαραγμός της αλλά εγώ ήδη ήμουν πολύ μακριά από το μίσος μου και την αγανάκτηση που είχα μέσα μου για να την λυπηθώ εκείνη τη στιγμή. Χωρίς δισταγμό, την σήκωσα από το πάτωμα και την έβαλα να καθίσει σε μια καρέκλα που βρήκα μπροστά μου απαιτώντας να μαζέψει τον εαυτό της και να σκεφτεί καλά τι θα κάνει με αυτό... αλλά εκείνη τόσο τυφλωμένη από την αγάπη της για εκείνον, δεν πίστευε τίποτα... οι φωτογραφίες έδειχναν καθαρά να φιλιούνται και εκείνη δεν το πίστευε... πώς είναι δυνατόν να μην πιστεύει κάποιος αυτό που βλέπει μπροστά στα μάτια του?» αναφώνησα και κοίταξα για λίγο μακριά για να αναδιοργανώσω τις σκέψεις μου αλλά η φωνή της Μπέλας με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Θες πραγματικά να σου απαντήσω σε αυτό?» με ρώτησε με ειρωνεία ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι και τα παράτησα.
«Μάλλον όχι» απάντησα μέσα από τον αναστεναγμό μου και συνέχισα την εξιστόρηση μιας και για αυτό είχε έρθει να με δει. Ήθελε να μάθει τα πάντα για τον Έντουαρντ και εγώ δεν είχα πλέον λόγο να της κρατήσω τίποτα κρυφό.
«Τέλος πάντων, εκείνη την ημέρα η Τάνια με έδιωξε κακήν κακώς... δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα από όσα της έλεγα και έτσι με βαριά καρδιά έφυγα από το σπίτι της και πήγα στον Πάολο... νιώθοντας ότι ήταν δική του δουλειά να μου στείλει τις φωτογραφίες αλλά εκείνος με διαβεβαίωσε ότι δεν είχε κανέναν λόγο να το κάνει».
«Και τότε ποιος?» ρώτησε με περιέργεια η Μπέλα και την κοίταξα αδιάφορα στα μάτια.
«Δεν ξέρω... ποτέ δεν έμαθα αλλά να σου πω και την αλήθεια λίγο με νοιάζει ποιος το έκανε».
«Και τι έκανες μετά?»
«Πλησίασα περισσότερο τον Πάολο και του ζήτησα να μου μάθει όλα τα βρόμικα κόλπα του... έχασα που έχασα την Ολίβια... ήταν καιρός να διεκδικήσω και πάλι πίσω την εταιρία μου... και έτσι έκανα...
«Εκείνος βλέποντας το μίσος που άρχισε να θρέφεται μέσα μου ενθουσιάστηκε και το δέχτηκε... και όχι μόνο με έβαλε στα βρόμικα συστήματα του αλλά και με έπαιρνε μαζί του στα διάφορα μέρη που εκείνος σύχναζε και έτσι ανακάλυψα το διεστραμμένο του βίτσιο... προσπάθησε να με μυήσει... αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να καθόμουν να δεχτώ να κάνουν τέτοια πράγματα σε μένα... αλλά όταν τα έκανα εγώ στις άλλες εεε... είχε άλλο γούστο».
«Είναι ωραίο να μαυρίζεις κωλαράκια αλλά όχι να σου τα μαυρίζουν ε???»
«Αυτό ξαναπές το».
«Μη με προκαλείς Τσάρλι…» με προειδοποίησε η Μπέλα και εγώ γέλασα με ικανοποίηση που είχα καταφέρει να την εκνευρίσω.
«Και τελικά, πώς την έπεισες να την πας στον Πάολο?»
«Μόνη της ήρθε μετά από κανένα εξάμηνο και με βρήκε στο γραφείο μου, κλαμένη και μετανιωμένη , ζητώντας μου να την βοηθήσω να τον κερδίσει πίσω».
«Και εσύ τι έκανες?»
«Της είπα ότι δεν με ένοιαζε πια και την έδιωξα» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
«Δεν καταλαβαίνω …και πώς κατέληξε η Τάνια στον Πάολο?»
«Εκείνος την βρήκε... αυτό είναι και για μένα ένα μυστήριο... δεν έχω ιδέα πώς τελικά μπλέχτηκε ο Πάολο με την Τάνια... και πραγματικά δεν με ενδιέφερε καθόλου... εγώ είχα πάρει τον δρόμο μου... η Ολίβια τον δικό της... και ουσιαστικά είχαμε καταντήσει ξένοι στο ίδιο μας το σπίτι... εγώ γύριζα όλο και πιο αργά κάθε βράδυ και όποτε έπαιρνα τηλέφωνο να την ελέγξω εκείνη δεν ήταν ποτέ εκεί... η εταιρία έπαιρνε τα πάνω της σιγά σιγά και εγώ κάθε μέρα ένιωθα την εξουσία και τη δύναμη που έπαιρνα από τον Πάολο να με εξουσιάζει... και τελικά μπήκα δυναμικά στην ομάδα του και μαθαίνοντας περισσότερα, άρχισα να έχω νέες ιδέες και τέλος πάντων αυτά τα ξέρεις πάνω κάτω».
«Με την Τάνια πώς ξανασμίξατε?»
«Όταν η Ολίβια έμεινε έγκυος, κάποιος το κάρφωσε και στην Τάνια και τότε εκείνη ήρθε και με βρήκε ξανά... απαιτώντας να κάνω κάτι γι αυτό... ήταν μια άλλη Τάνια... τελείως αλλαγμένη και δυναμική... φαίνεται η εκπαίδευση του Πάολο της έκανε καλό».
«Και σε ποιον δεν έκανε» ειρωνεύτηκε με ένα γελάκι η Μπέλα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου διαφωνώντας.
«Καλά, μη φανταστείς και καμία μετάλλαξη, για την Τάνια μιλάμε... όσο και να είχε πάρει τα πάνω της πάντα παρέμενε η ίδια».
«Δε σε πιάνω».
«Ωωω, έλα τώρα Μπέλα... αν ήξερε κάποιος τα κουμπιά της Τάνιας την έκανε ό, τι ήθελε... πώς νομίζεις ότι την κατάφερα τόσο εύκολα να την ρίξω και να κάνει αυτό που της έλεγα εγώ?»
«Και τότε γιατί την έδιωξε ο Πάολο?»
«Την έδιωξε?» ρώτησα δύσπιστα και γέλασα δυνατά «όχι αγάπη μου... η Τάνια έφυγε μόνη της από τον Πάολο, όχι το αντίθετο».
«Μα στα χαρτιά φαίνεται καθαρά ότι την είχε διώξει».
«Δεν ξέρω εγώ στα αρχεία του τι κράταγε και τι όχι... αλλά ένα είναι το σίγουρο... ο Πάολο ήταν τρελός και παλαβός μαζί της... αν ήταν στο χέρι του θα την χώριζε από τον Έντουαρντ και θα την κράταγε για τον εαυτό του».
«Κι άλλα ψέματα» αναστέναξε πιάνοντας το κεφάλι της αλλά έκρυψε τις υπόλοιπες σκέψεις της «και τελικά?» ρώτησε μέσα από τον αναστεναγμό της ζητώντας μου να συνεχίσω.
«Όσο κράταγαν οι εγκυμοσύνες τους... εγώ κατέστρωνα τα σχέδια μου... μέρα με την ημέρα άρχισα να ποτίζω με το μίσος μου την Τάνια και εκείνη σιγά σιγά άρχισε να με υπακούει σαν πιστό σκυλάκι... και όταν με πήρε τηλέφωνο ότι της έσπασαν τα νερά έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιο μου... μαζί με τον Πάολο... εκείνος έστειλε τα ασθενοφόρα και μόλις φτάσαμε στο νοσοκομείο ανταλλάξαμε τα μωρά και όλα πήραν το δρόμο τους... ο μπάσταρδος, ο φλούφλης σου δεν έλεγε να ψοφήσει... τόσο μικροκαμωμένος και αδύναμος και όμως πάλευε μέχρι την τελευταία στιγμή και τα κατάφερε».
«Πόσο μηνών γεννήθηκε?» ρώτησε καταπίνοντας την οργή της για να μη μου χιμήξει και γέλασα με την παιδιάστικη αντίδραση της.
«Μόλις είχε μπει στον έβδομο... δεν πίστευα ποτέ ότι θα τα καταφέρει».
«Μου κάνει εντύπωση... όταν συνήλθε η Ολίβια, δε θυμόταν ότι την είχες ρίξει από τη σκάλα?»
«Δεν το κατάλαβε... νόμιζε ότι παραπάτησε... και όταν της είπα ότι έχασε το παιδί από τις τύψεις της δεν έκατσε να το σκεφτεί περισσότερο».
«Και πώς με δέχτηκε?»
«Εγώ την παρακάλεσα να δώσει στη σχέση μας μια δεύτερη ευκαιρία... της είπα ακόμα, ότι ο γιατρός μας πρότεινε να υιοθετήσουμε ένα παιδί που η μητέρα του το γέννησε και το παράτησε στο νοσοκομείο, για να μας βοηθήσει να γιατρέψουμε τις πληγές μας... και άλλες τέτοιες παπαριές και με το πες, πες, πες... εκείνη τελικά το δέχτηκε».
«Και η Τάνια?»
«Τι η Τάνια?»
«Ήξερε από την αρχή ποιανού ήταν το παιδί?»
«Ναι, το ήξερε ότι ήταν της Ολίβιας».
«Και το δέχτηκε έτσι απλά?»
«Ήταν θολωμένη από την απώλεια, θα έκανε τα πάντα για να μη χάσει και τον Έντουαρντ».
«Και σε εκείνον τι είπε?»
«Ό, τι είπα και εγώ στην Ολίβια... ότι ήταν ένα ορφανό που το παράτησε η μητέρα του στο νοσοκομείο και τα λοιπά και τα λοιπά».
«Κάτσε γιατί εσύ έχεις βάλει σκοπό της ζωής σου να με τρελάνεις…»
«Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» είπα πικρόχολα αλλά εκείνη δεν το σχολίασε.
«Θες να μου πεις ότι ο Έντουαρντ και η Ολίβια... δεν ξέρανε ότι ο Έντουαρντ ήταν το πραγματικό τους παιδί?»
«Όχι, ποτέ δεν το μάθανε».
«Και τότε τι δουλειά είχε η Ολίβια στα όγδοα γενέθλια του Έντουαρντ?»
«Μετά τη γέννηση των μωρών... απομακρυνθήκανε και ξαναγυρίσανε στις οικογένειες τους... αλλά όσο και να αποφεύγανε να βρεθούν ξανά τελικά δεν καταφέρανε να ζήσουνε μακριά ο ένας από τον άλλον... και έτσι μετά από έξι χρόνια ξανασμίξανε... είχανε αποφασίσει να μας χωρίσουν και να φύγουν μαζί... παίρνοντας και εσάς μαζί τους... αλλά δεν προλάβανε» είπα με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο και εκείνη με κοίταζε με ένταση στα μάτια.
«Όχι, όχι... μη με κοιτάς έτσι... ο θάνατος του Έντουαρντ δεν έχει καμία σχέση με μένα... απλά το χάρηκα που έφυγε αυτό το μπασταρδόσκυλο και χάλασε τα σχέδια τους».
«Θες να με πείσεις ότι ο Έντουαρντ έφυγε από φυσικά αίτια?»
«Σου είπε κανείς ότι με νοιάζει από τι έφυγε?... εμένα μου αρκεί που έφυγε... για όλα τα άλλα δε δίνω δεκάρα τσακιστή».
«Και στον Έντουαρντ γιατί κάνατε ό, τι κάνατε?»
«Αυτό ήταν ένα πολύ καλό σχέδιο... αλλά για άλλη μια φορά το μπασταρδόσκυλο μου τα γύρισε όλα μπούμερανγκ... τέτοιο πεισματάρικο πλάσμα δεν έχω συναντήσει ποτέ ξανά στη ζωή μου... άσπρο του έλεγες, μαύρο εκείνος... πίστεψε με, τα τράβαγε ο οργανισμός του».
«Όπως και ο δικός σου... γι αυτό μη με κάνεις να σηκωθώ από την καρέκλα μου... αν θες να περπατάς αύριο» με προειδοποίησε η Μπέλα με δηλητήριο στη φωνή της και για μια στιγμή τα χρειάστηκα αλλά δεν την άφησα να το δει.
«Τι άλλο θες να σου πω?... τα άλλα πάνω κάτω τα ξέρεις».
«Πού αποσκοπούσαν όλα αυτά... για αρχή».
«Νόμιζα ότι ήσασταν αδέλφια... ήθελα να σας κάνω, όταν συναντηθείτε, να αλληλοσκοτωθείτε» είπα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
«Τι ακριβώς κάναμε για να τα αξίζουμε όλα αυτά Τσάρλι?»
«Θεωρούσα τότε ότι ήσασταν παιδιά του... τι παραπάνω θες από αυτό?»
«Και για να εκδικηθείς κάποιον που προσπάθησε να πάρει τη γυναίκα σου... σκέφτηκες να καταστρέψεις τα “παιδιά” του γιατί δεν κατάφερες να καταστρέψεις τον ίδιο?» ρώτησε δύσπιστα και την κοίταξα με νόημα στα μάτια.
«Ναι» δήλωσα απλά και μονολεκτικά και εκείνη κράτησε την ανάσα της για να μην κάνει καμία κίνηση να μου χιμήξει.
«Και η Τάνια πώς αντιδρούσε σε όλα αυτά?»
«Όχου με την Τάνια... σου είπα από την αρχή... ήταν ένα άβουλο πλάσμα... είχα βρει τα κουμπιά της και την έπαιζα όπως ήθελα... την μύησα και στα ναρκωτικά για να την έχω του χεριού μου και αυτό ήταν όλο».
«Και ποιο ήταν το κουμπί της?»
«Δεν άντεχε το ξύλο... και μπορούσε να κάνει τα πάντα για να μην την βαράω» είπα και γέλασα δυνατά με την ανάμνηση. Εκείνη με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια... σκεφτόταν, το κατάλαβα, συμπληρώνοντας κάποιο παζλ μέσα στο μυαλό της... αλλά δε μου άφησε το περιθώριο να καταλάβω τι ήταν αυτό που είχε ανακαλύψει.
«Μάλιστα» είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα της και πηγαίνοντας προς την πόρτα την χτύπησε για να της ανοίξουν.
«Και τη μνήμη του Έντουαρντ πώς καταφέρατε να τη σβήσετε?» ρώτησε και τότε ήταν που λύθηκα στα γέλια αλλά εκείνη παρέμενε σοβαρή και ψύχραιμη να με κοιτά περιμένοντας μια απάντηση από εμένα.
«Τι σκατά σας μάθαιναν σε αυτό το πανεπιστήμιο ήθελα να ήξερα…» είπα μέσα στα γέλια μου και εκείνη έσμιξε τα φρύδια της και με κοίταξε με έντονο βλέμμα.
«Ψυχολόγος σπούδαζα, όχι ψυχίατρος... και πέρα από αυτό αν θυμάσαι καλά εξαιτίας σου δεν κατάφερα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου» μου απάντησε με σκληρό ύφος.
«Και ότι η αϋπνία συμβάλει στην απώλεια μνήμης δεν σας το έμαθαν ποτέ?»
«Γι αυτό τον κάνατε να χάσει τον ύπνο του?»
«Ναι... αλλά ήμουν πολύ πιο τυχερός από όσο πίστευα».
«Τι θες να πεις με αυτό?»
«’Οταν ξεκινήσαμε με την Τάνια να κάνουμε ότι κάναμε στον Έντουαρντ... δεν είχα υποψιαστεί ότι πάσχει από σχιζοφρένεια... όταν το ανακαλύψαμε τα πράγματα εξελίχθηκαν πιο ευνοϊκά για μας... γιατί με τη συνεργασία ενός ψυχιάτρου μετά ήξερα ακριβώς πού να πατήσω για να τον κάνω να σε μισήσει θανάσιμα».
«Το όνομα».
«Βλέπω το ξέρεις και αυτό... ναι, το όνομα... και αν έχεις την αυταπάτη ότι θα μπορέσει ποτέ να το ξεπεράσει είσαι πολύ γελασμένη» της δήλωσα αλλά εκείνη χαμογέλασε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι και κατάλαβα αμέσως το τι εννοούσε.
«Και πάλι δεν θα αργήσει να του γυρίσει η βίδα... μη σε ξεγελάει η προσωρινή αναλαμπή... μπορεί να μην είναι απόγονος της μαύρης ψυχής... αλλά έτσι όπως τον έχω δει εγώ... δεν απέχει πολύ από εκείνην».
«Μέχρι τώρα μου την έλεγες άβουλο πλάσμα... και τώρα μου την παινεύεις για μαύρη ψυχή?»
«Πίστεψε με, δεν έχεις ιδέα πόσο μαύρη ήταν η ψυχή της... γιατί νομίζεις ότι την λάτρεψε ο Πάολο?... απλά η αγάπη της για τον μεγάλο Έντουαρντ κάλυπτε αυτό το μελανό σημείο και μπορούσε εύκολα να ξεγελάσει τους γύρω της... όχι όμως και εμένα» της είπα κλείνοντας το μάτι μου και εκείνη αναστέναξε.
«Μάλιστα» είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα της και πηγαίνοντας προς την πόρτα την χτύπησε για να της ανοίξουν.
«Μια στιγμή» την σταμάτησα εγώ και γύρισε προς το μέρος μου κοιτώντας με έντονα μέσα στα μάτια «δεν θες να μάθεις γιατί σε μισώ?»
«Όχι» είπε αδιάφορα και γύρισε πάλι τη ματιά της προς την πόρτα περιμένοντας να ανοίξει για να φύγει. Α, δεν θα την άφηνα να φύγει έτσι. Ίσως δεν την ξανάβλεπα ποτέ. Έπρεπε να της εξηγήσω τους λόγους που τη μισούσα τόσο πολύ.
«Ο λόγος που έκανα ό, τι έκανα σε σένα είναι γιατί πάντα μου χάλαγες τα σχέδια μου... με έναν περίεργο τρόπο έκανες όλους τους γύρω σου να σε αγαπάνε τόσο πολύ ενώ ταυτόχρονα τους φόβιζες... πόσες φορές είχα ευχηθεί να ήταν ο δικός σου κώλος αυτός που μαύριζα κάθε φορά που τον είχα από κάτω μου» είπα και γυρίζοντας το πρόσωπο της προς το μέρος μου κράτησε την ανάσα της και έκανε τα χέρια της μπουνιές για να συγκρατήσει την οργή της αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να με πλησιάσει... και εγώ συνέχισα αισθανόμενος μια αρρωστημένη ικανοποίηση διαπιστώνοντας πόσο εύκολα μπορούσα να την εξοργίζω…
«Το πείσμα σου... αυτή η μανία σου να με κάνεις να σε αγαπήσω... κάθε μέρα μου δυνάμωνε το μίσος μου για σένα... αλλά όταν ήρθα στο νοσοκομείο και είδα εκείνη νεκρή αντί για σένα... μόνο να ήξερες πόσο τυχερή ήσουν που δε σε έπνιξα εκείνην την στιγμή».
«Θες να μάθεις γιατί δεν σε μίσησα ποτέ?» μου απάντησε εκείνη. Την κοίταξα στα μάτια με αδιαφορία δηλώνοντας της μ’ αυτόν τον τρόπο καθαρά ότι δεν ήθελα να μάθω αλλά σιγά μη μου έκανε τη χάρη.
«Δε σε μίσησα ποτέ μου... γιατί τα πάντα πάνω σου φωνάζανε... για λίγη στοργή... λίγη κατανόηση... λίγη αγάπη... και αυτό πάντα με έκανε στο τέλος να συνεχίζω να παλεύω για σένα... το ίδιο ακριβώς που έκανε και ο Έντουαρντ για την Τάνια... έπαιξες ένα πολύ άσχημο παιχνίδι Τσάρλι... αλλά ο μόνος ζημιωμένος από όλη αυτήν την ιστορία τελικά είσαι εσύ... γιατί όλοι εμείς... η Ολίβια... ο Έντουαρντ... η Τάνια... ο Πάολο... ακόμα και εγώ με τον Έντουαρντ στο τέλος πήραμε αυτό που αξίζαμε και βρήκαμε και την κατανόηση... και τη στοργή και την αγάπη που ζητούσαν οι ψυχές μας... εσύ Τσάρλι... τι ακριβώς κέρδισες?» με ρώτησε με ικανοποίηση από την έλλειψη αντίδρασης από μέρους μου και ανοίγοντας την πόρτα που στο μεταξύ κάποιος είχε ξεκλειδώσει, με άφησε μόνο μου να πνιγώ μέσα στην αλήθεια που περιείχαν τα λόγια της... είχε δίκιο... αναστέναξα... ήταν όλα μάταια…
Η αναπνοή μου σταμάτησε_____________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου