Τον έβλεπα να τα έχει χαμένα και πόναγε η καρδιά μου... τρία χρόνια μακριά μου τα είχε καταφέρει τόσο καλά... ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου και έσπευσα να το μαζέψω πριν συνέλθει και το καταλάβει.
Γιατί πάντα πρέπει όλα όσα μας καταδίκασαν να μπαίνουν εμπόδιο στη ζωή μας?... τόσα χρόνια έχουν περάσει και ακόμα ανακαλύπτω καινούργια πράγματα... κάθε τι που ανακαλύπτω αναιρεί ό, τι άλλο ήξερα μέχρι τώρα.
Ενώ μου ζήταγε να τον αφήσω να φύγει... ξαφνικά άρχισε να με φιλάει απαιτητικά... πάλευε να γευτεί ό, τι του είχα στερήσει... πάλευε να βρει την ανάσα του μέσα από τη δική μου αλλά για άλλη μια φορά ήταν πολύ μακριά για να καταλάβει τι έκανε αυτός σε μένα.
Τα χέρια του με κρατάγανε τόσο δυνατά από τα μαλλιά και από τη μέση και τα χείλια του δε μου άφηναν το δικαίωμα να αναπνεύσω... προσπάθησα με όποιον τρόπο μπορούσα να τον σταματήσω αλλά εκείνος δεν έλεγχε τον εαυτό του... δεν συνειδητοποιούσε τι έκανε.
«Έντουαρντ» προσπάθησα να τον επαναφέρω με πνιγμένη φωνή μέσα από τα φιλιά του και αυτό φάνηκε να τον συνεφέρει... πάλευε και ο ίδιος να βρει τη λογική του αλλά δεν μπορούσε να βρει το δρόμο να γυρίσει σε μένα.
«Μπέλα» ψιθύριζε το όνομα μου παρακλητικά... χωρίς να σταματάει το φιλί μας... ένιωθα την ανάγκη του να τον βοηθήσω... ένιωθα ότι και ο ίδιος πάλευε να σταματήσει αυτό που τον έπνιγε αλλά τι τον έπνιγε?... τι ήταν αυτό που τον έκανε να ξεσπάσει τόσο πολύ?... γι αυτό δεν προσπαθούσε να με φιλήσει όλη αυτήν την ώρα?... αυτό φοβόταν?... αναστέναξα και προσπάθησα άλλη μια φορά να τον σταματήσω τη στιγμή που άκουσα πάλι να προφέρει το όνομα μου με πόνο στη φωνή του αλλά όπως και πριν έτσι και τώρα δεν μπορούσα να κάνω πολλά.
«Μπέλα» άκουγα την πνιχτή του φωνή, χείλη κολλημένα σε χείλη, το στόμα του να ρουφάει το δικό μου και παρόλα αυτά, η απελπισία τον έκανε να προφέρει το όνομά μου ξανά και ξανά… αχ Έντουαρντ… τι σε βασανίζει καρδιά μου... γιατί δε μου μιλάς???
«Σταμάτησε με... σε ικετεύω, πρέπει να φύγω από εδώ... θέλω να φύγω, δεν αντέχω άλλο τις φωνές της»…
άκουσα να μου λέει με σπαρακτική φωνή μέσα από τους λυγμούς του και προσπάθησα άλλη μια φορά να τον βοηθήσω να βγει και πάλι στην επιφάνεια... με το ένα μου χέρι μέσα στα μαλλιά του και το άλλο πάνω στο σαγόνι του έβαλα όλη μου τη δύναμη και τον τράβηξα προς τα πίσω για να σηκώσει το κεφάλι του. Αυτήν τη φορά έπιασε... πιο συνειδητοποιημένος γι αυτό που έκανε, με άφησε να τον καθοδηγήσω αλλά δεν έδειχνε σημάδια να έχει επανέλθει πλήρως.
«Έντουαρντ, άνοιξε τα μάτια σου» απαίτησα και τότε έμεινε ξέπνοος και ακίνητος για μια στιγμή προσπαθώντας να καταλάβει ποιος του μιλούσε... δειλά δειλά άνοιξε τα μάτια του και μόλις με αντίκρισε η φωνή του έσπασε και νέο ξέσπασμα απειλούσε να έρθει να τον αποτελειώσει.
«Μπέλα?» ρώτησε δειλά χωρίς να είναι σίγουρος ότι ήμουν εγώ αυτή που ήταν μπροστά του... όλος ο πόνος που ένιωσα στην ψυχή μου πέρασε στα χαρακτηριστικά μου και τότε εκείνος λύγισε... δεν μπορεί να με βλέπει να υποφέρω... και αυτό τον έκανε χειρότερα... πάλεψα να προλάβω να κρύψω τα συναισθήματα που καθρεπτίζονταν στα μάτια μου και στο πρόσωπό μου αλλά εκείνος με πρόλαβε με τα επόμενα του λόγια.
«Πρέπει να φύγω από εδώ... πρέπει να με βοηθήσεις σε παρακαλώ» μου ζήταγε παρακλητικά και έμεινα με απορία να τον κοιτώ... γιατί του προκαλεί τόση νευρικότητα αυτό το σπίτι? ... δεν φοβάται εμένα αλλά το σπίτι... κάτι συμβαίνει, δεν μπορεί... κάποια παλιά ανάμνηση πρέπει να έχει ξεπηδήσει και τον βασανίζει... δεν του το προκαλώ εγώ αλλά το σπίτι... πώς είναι δυνατόν???
Έπρεπε να ξεκαθαρίσω την κατάσταση. Έβαλα απαλά το χέρι μου πάνω στο δικό του και τον κοίταξα ήρεμα στα μάτια...
«Το νιώθεις αυτό?» τον ρώτησα και κατένευσε «άσε με να σε καθοδηγήσω» του είπα απλά και το χέρι του ξέσφιξε τα μαλλιά μου και έμεινε μετέωρο περιμένοντας την καθοδήγηση μου... αφού καθοδήγησα και τα δύο του χέρια και τα έβαλα να ακουμπήσουν πάνω στην κοιλιά του, ανασηκώθηκα και του έπιασα το πρόσωπο με τα δύο μου χέρια και τον κοίταξα σταθερά στα μάτια για να επικεντρωθεί στη ματιά μου και να ηρεμήσει ώστε να μπορέσει να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του.
«Τι συνέβη?» τον ρώτησα με αγωνία αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε.
Γιατί πάντα πρέπει όλα όσα μας καταδίκασαν να μπαίνουν εμπόδιο στη ζωή μας?... τόσα χρόνια έχουν περάσει και ακόμα ανακαλύπτω καινούργια πράγματα... κάθε τι που ανακαλύπτω αναιρεί ό, τι άλλο ήξερα μέχρι τώρα.
Ενώ μου ζήταγε να τον αφήσω να φύγει... ξαφνικά άρχισε να με φιλάει απαιτητικά... πάλευε να γευτεί ό, τι του είχα στερήσει... πάλευε να βρει την ανάσα του μέσα από τη δική μου αλλά για άλλη μια φορά ήταν πολύ μακριά για να καταλάβει τι έκανε αυτός σε μένα.
Τα χέρια του με κρατάγανε τόσο δυνατά από τα μαλλιά και από τη μέση και τα χείλια του δε μου άφηναν το δικαίωμα να αναπνεύσω... προσπάθησα με όποιον τρόπο μπορούσα να τον σταματήσω αλλά εκείνος δεν έλεγχε τον εαυτό του... δεν συνειδητοποιούσε τι έκανε.
«Έντουαρντ» προσπάθησα να τον επαναφέρω με πνιγμένη φωνή μέσα από τα φιλιά του και αυτό φάνηκε να τον συνεφέρει... πάλευε και ο ίδιος να βρει τη λογική του αλλά δεν μπορούσε να βρει το δρόμο να γυρίσει σε μένα.
«Μπέλα» ψιθύριζε το όνομα μου παρακλητικά... χωρίς να σταματάει το φιλί μας... ένιωθα την ανάγκη του να τον βοηθήσω... ένιωθα ότι και ο ίδιος πάλευε να σταματήσει αυτό που τον έπνιγε αλλά τι τον έπνιγε?... τι ήταν αυτό που τον έκανε να ξεσπάσει τόσο πολύ?... γι αυτό δεν προσπαθούσε να με φιλήσει όλη αυτήν την ώρα?... αυτό φοβόταν?... αναστέναξα και προσπάθησα άλλη μια φορά να τον σταματήσω τη στιγμή που άκουσα πάλι να προφέρει το όνομα μου με πόνο στη φωνή του αλλά όπως και πριν έτσι και τώρα δεν μπορούσα να κάνω πολλά.
«Μπέλα» άκουγα την πνιχτή του φωνή, χείλη κολλημένα σε χείλη, το στόμα του να ρουφάει το δικό μου και παρόλα αυτά, η απελπισία τον έκανε να προφέρει το όνομά μου ξανά και ξανά… αχ Έντουαρντ… τι σε βασανίζει καρδιά μου... γιατί δε μου μιλάς???
«Σταμάτησε με... σε ικετεύω, πρέπει να φύγω από εδώ... θέλω να φύγω, δεν αντέχω άλλο τις φωνές της»…
άκουσα να μου λέει με σπαρακτική φωνή μέσα από τους λυγμούς του και προσπάθησα άλλη μια φορά να τον βοηθήσω να βγει και πάλι στην επιφάνεια... με το ένα μου χέρι μέσα στα μαλλιά του και το άλλο πάνω στο σαγόνι του έβαλα όλη μου τη δύναμη και τον τράβηξα προς τα πίσω για να σηκώσει το κεφάλι του. Αυτήν τη φορά έπιασε... πιο συνειδητοποιημένος γι αυτό που έκανε, με άφησε να τον καθοδηγήσω αλλά δεν έδειχνε σημάδια να έχει επανέλθει πλήρως.
«Έντουαρντ, άνοιξε τα μάτια σου» απαίτησα και τότε έμεινε ξέπνοος και ακίνητος για μια στιγμή προσπαθώντας να καταλάβει ποιος του μιλούσε... δειλά δειλά άνοιξε τα μάτια του και μόλις με αντίκρισε η φωνή του έσπασε και νέο ξέσπασμα απειλούσε να έρθει να τον αποτελειώσει.
«Μπέλα?» ρώτησε δειλά χωρίς να είναι σίγουρος ότι ήμουν εγώ αυτή που ήταν μπροστά του... όλος ο πόνος που ένιωσα στην ψυχή μου πέρασε στα χαρακτηριστικά μου και τότε εκείνος λύγισε... δεν μπορεί να με βλέπει να υποφέρω... και αυτό τον έκανε χειρότερα... πάλεψα να προλάβω να κρύψω τα συναισθήματα που καθρεπτίζονταν στα μάτια μου και στο πρόσωπό μου αλλά εκείνος με πρόλαβε με τα επόμενα του λόγια.
«Πρέπει να φύγω από εδώ... πρέπει να με βοηθήσεις σε παρακαλώ» μου ζήταγε παρακλητικά και έμεινα με απορία να τον κοιτώ... γιατί του προκαλεί τόση νευρικότητα αυτό το σπίτι? ... δεν φοβάται εμένα αλλά το σπίτι... κάτι συμβαίνει, δεν μπορεί... κάποια παλιά ανάμνηση πρέπει να έχει ξεπηδήσει και τον βασανίζει... δεν του το προκαλώ εγώ αλλά το σπίτι... πώς είναι δυνατόν???
Έπρεπε να ξεκαθαρίσω την κατάσταση. Έβαλα απαλά το χέρι μου πάνω στο δικό του και τον κοίταξα ήρεμα στα μάτια...
«Το νιώθεις αυτό?» τον ρώτησα και κατένευσε «άσε με να σε καθοδηγήσω» του είπα απλά και το χέρι του ξέσφιξε τα μαλλιά μου και έμεινε μετέωρο περιμένοντας την καθοδήγηση μου... αφού καθοδήγησα και τα δύο του χέρια και τα έβαλα να ακουμπήσουν πάνω στην κοιλιά του, ανασηκώθηκα και του έπιασα το πρόσωπο με τα δύο μου χέρια και τον κοίταξα σταθερά στα μάτια για να επικεντρωθεί στη ματιά μου και να ηρεμήσει ώστε να μπορέσει να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του.
«Τι συνέβη?» τον ρώτησα με αγωνία αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε.
«Πρέπει να φύγω, Μπέλα βοήθησε με... αν δεν το κάνω θα έρθει εκείνος »ξέσπασε ξαφνικά και έμεινα για λίγο να τον κοιτώ... υπάρχει πιθανότητα να εννοεί τον Πάολο???
«Ποιος εκείνος Έντουαρντ?» απαίτησα να μου πει αλλά και ο ίδιος δεν ήξερε τι να απαντήσει.
«Δεν ξέρω... τον ακούω Μπέλα, είναι νευριασμένος... την κάνει να πονάει... τα ουρλιαχτά της με τρελαίνουν, σε παρακαλώ, πάρε με από εδώ» παρακάλαγε και όλο του το ύφος έμοιαζε σαν να μίλαγε ένα μικρό παιδί και όχι ο ίδιος... ακόμα δεν έχει επανέλθει... δεν ξέρει καν που βρίσκεται... τουλάχιστον με αναγνωρίζει... ό, τι και να συμβαίνει δεν έχει να κάνει με μένα αλλά με το σπίτι.
«Έντουαρντ... πού βρίσκεσαι?»
«Δεν ξέρω... αυτό το σπίτι το σιχαίνομαι... δεν θέλω να ξαναέρθω εδώ... βοήθησε με να φύγω σε παρακαλώ» με κοίταζε με αγωνία... μόλις μου επιβεβαίωσε αυτό που είχα καταλάβει και εγώ... η Τάνια τον είχε φέρει στον Πάολο... αν είναι δυνατόν... πόσα ακόμα θα αποκαλυφθούν???... πρέπει να τον ηρεμήσω... πρέπει να τον κάνω να νιώσει ασφάλεια.
Ξαφνικά γύρισε το πρόσωπο του προς το πιάνο... η αναπνοή του έγινε βαριά και τα μάτια του είχαν γουρλώσει... έβλεπε όραμα... κάποια ανάμνηση ξεπήδησε από το μυαλό του και τώρα το ζούσε ξανά... δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από το μεγάλο πιάνο και όσο πέρναγε η ώρα εκείνος άρχισε να ασθμαίνει τρομοκρατημένος... μέχρι που έκανε μια απότομη κίνηση και πάνω στην αγωνία του να ξεφύγει από ό, τι τον απειλούσε με έριξε κατά λάθος κάτω και εγώ τον κοίταζα χωρίς να μπορώ να αντιδράσω.
«Είσαι καλά?» με ρώτησε με αγωνία φυλακίζοντας με γρήγορα στην αγκαλιά του προκειμένου να με προστατέψει ώστε να μην χτυπήσω... γνωρίζει ποια είμαι?... αν του μιλήσω θα αντιδράσει? Κράτησα την ψυχραιμία μου αλλά δεν μίλησα, περίμενα να δω πώς θα με αποκαλέσει … «Σε χτύπησα?... πες μου ότι δε σε χτύπησα» προσπάθησε άλλη μια φορά αλλά εγώ δεν αντέδρασα... «Μπέλα μου, σε παρακαλώ, μίλα μου... είσαι καλά?» τελικά είπε το όνομα μου και αναστέναξα ανακουφισμένη.
«Τι συνέβη?» τον ρώτησα ανασηκώνοντας το κορμί μου και τον πλησίασα ξανά για να με νιώσει και να καταλάβει ότι είμαι εδώ... ό, τι και να συμβαίνει είμαι εδώ και δεν θα αφήσω κανέναν να του κάνει κακό.
Μόλις ένιωσε τη θέρμη του κορμιού μου και ένιωσε την ασφάλεια ότι δεν είναι μόνος του... πήρε το θάρρος και ξεδιπλώθηκε λέγοντας με μια ανάσα όσα είχαν διαδραματιστεί εκείνην τη στιγμή μπροστά του... μου έχει εμπιστοσύνη, ξέρει ότι είμαι εδώ για να τον βοηθήσω... ξέρει ότι μπορεί να μου πει τα πάντα.
«Στο πιάνο ήταν ένα μικρό παιδί... έπαιζε πιάνο αλλά τα χέρια του δεν ακουμπούσαν τα πλήκτρα... και όταν ακούστηκε η κραυγή της…»
Ξαφνικά έκλεισε τα μάτια του και σταμάτησε να αναπνέει κόβοντας τη φράση του στη μέση... το όραμα συνεχιζόταν… το ξαναζούσε απ’ την αρχή... και εκείνος για άλλη μια φόρα μπήκε στην σφαίρα της φαντασίας κλειδώνοντας με απέξω.
Ήταν τρομοκρατημένος... ό, τι και να έβλεπε τον έκανε να φοβάται... τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί του για να νιώσει και πάλι ότι δεν είναι μόνος και να το αντιμετωπίσει ό, τι και να ήταν αυτό που έβλεπε με ψυχραιμία... μέχρι που άρχισε να δακρύζει και να κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε με δυσπιστία... και μετά όλα άλλαξαν... ενώ όλη αυτήν την ώρα έσφιγγε τα χέρια μου για να με κρατήσει κοντά του... ξαφνικά τα χέρια του νέκρωσαν και το σώμα του έμεινε πάνω στον καναπέ άδειο.
Τρελάθηκα... άρχισα να τον ταρακουνάω αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε... έβαλα το αυτί μου κοντά στην μύτη του και μόλις άκουσα την αναπνοή του... πήρα και εγώ μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω και τον άφησα... φώναξα στην Εντουάρντα να μου φέρει ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα και μόλις το έκανε... του έβγαλα τα παπούτσια και τον άφησα να ξαπλώσει πάνω στον καναπέ για να αφήσω τη συνείδηση του να επανέλθει όταν θα είναι εκείνη έτοιμη γι αυτό.
Έκατσα στο πάτωμα και τον κοίταζα να κοιμάται... το σοκ για εκείνον ήταν τόσο μεγάλο που του προκάλεσε λιποθυμία... τι μπορεί να είδε?... αυτό που είδε θα καθορίσει άραγε το τέλος μας?... δεν μπορώ άλλο να σκεφτώ... κάθε μου σκέψη μου διαλύει το στήθος.
Κράτησα το χέρι του μέσα στα δικά μου... και αφήνοντας ένα φιλί πάνω σε αυτό... έκλεισα τα μάτια και άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί στην αδράνεια... έπρεπε να πάω στην μικρή μου αλλά εκείνος με είχε περισσότερη ανάγκη... δεν ήθελα να τον αφήσω στιγμή μόνο του... φοβόμουν ότι από στιγμή σε στιγμή θα ανοίξει τα μάτια του και θα έρθει αντιμέτωπος με τους εφιάλτες του και δεν ήθελα να το περάσει μόνος του αυτό... ήθελα να ξέρει ότι πάντα ήμουν δίπλα του ακόμα και με την απουσία μου... και πάντα θα είμαι δίπλα του αν το θέλει και εκείνος.
«Σ’ αγαπάω» είπα μόνο με παράπονο και φιλώντας του άλλη μια φορά το χέρι του που κρατούσα μέσα στα δικά μου... έσκυψα το κεφάλι μου και άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν ανενόχλητα.
Ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά μου έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει και να σπάσει σε χίλια κομμάτια... δεν ξέρω ποια στιγμή ήρθε η αναισθησία να με κλείσει στα δεσμά της για να με κάνει να απαλλαγώ από τα συναισθήματα μου αλλά αυτό το φιλί ήρθε να επιβεβαιώσει όλους μου τους φόβους.
Έβαλε απαλά το μάγουλο του να ακουμπήσει πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου και με απαλές κινήσεις χάιδευε τα μαλλιά μου εισπνέοντας άπληστα το άρωμα τους... κράταγε τη στιγμή για να την έχει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του... αυτό έκανε τα μάτια μου να θολώσουν και το στόμα μου να στεγνώσει... με μεγάλη δυσκολία συγκράτησα τα προδοτικά μου δάκρυα και έμεινα ακίνητη για να παρατείνω τη στιγμή... το ίδιο ένιωθα να κάνει και ο ίδιος αλλά ήταν η ώρα να προχωρήσουμε.
«Έντουαρντ?» ρώτησα με βραχνή φωνή και ανασήκωσα το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω... υπήρχε τόσος πόνος μέσα σε αυτή τη ματιά του που πήρε την ανάσα μου μακριά αλλά συγκράτησα με όση δύναμη είχα το ξέσπασμα μου και περίμενα με υπομονή τη δική του αντίδραση.
Κοιτώντας με πάντα σταθερά μέσα στα μάτια μου... έτεινε το χέρι του και μου χάιδεψε το μάγουλο ακριβώς στο σημείο που υπήρχε το σημάδι που μου είχε αφήσει από το δαχτυλίδι που είχε πετάξει πάνω στο πρόσωπο μου λέγοντας μου…
«ήρθε η ώρα να φύγω»
>*ήρθε η ώρα να σταματήσω να σε πληγώνω*<
«Ποιος εκείνος Έντουαρντ?» απαίτησα να μου πει αλλά και ο ίδιος δεν ήξερε τι να απαντήσει.
«Δεν ξέρω... τον ακούω Μπέλα, είναι νευριασμένος... την κάνει να πονάει... τα ουρλιαχτά της με τρελαίνουν, σε παρακαλώ, πάρε με από εδώ» παρακάλαγε και όλο του το ύφος έμοιαζε σαν να μίλαγε ένα μικρό παιδί και όχι ο ίδιος... ακόμα δεν έχει επανέλθει... δεν ξέρει καν που βρίσκεται... τουλάχιστον με αναγνωρίζει... ό, τι και να συμβαίνει δεν έχει να κάνει με μένα αλλά με το σπίτι.
«Έντουαρντ... πού βρίσκεσαι?»
«Δεν ξέρω... αυτό το σπίτι το σιχαίνομαι... δεν θέλω να ξαναέρθω εδώ... βοήθησε με να φύγω σε παρακαλώ» με κοίταζε με αγωνία... μόλις μου επιβεβαίωσε αυτό που είχα καταλάβει και εγώ... η Τάνια τον είχε φέρει στον Πάολο... αν είναι δυνατόν... πόσα ακόμα θα αποκαλυφθούν???... πρέπει να τον ηρεμήσω... πρέπει να τον κάνω να νιώσει ασφάλεια.
Ξαφνικά γύρισε το πρόσωπο του προς το πιάνο... η αναπνοή του έγινε βαριά και τα μάτια του είχαν γουρλώσει... έβλεπε όραμα... κάποια ανάμνηση ξεπήδησε από το μυαλό του και τώρα το ζούσε ξανά... δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από το μεγάλο πιάνο και όσο πέρναγε η ώρα εκείνος άρχισε να ασθμαίνει τρομοκρατημένος... μέχρι που έκανε μια απότομη κίνηση και πάνω στην αγωνία του να ξεφύγει από ό, τι τον απειλούσε με έριξε κατά λάθος κάτω και εγώ τον κοίταζα χωρίς να μπορώ να αντιδράσω.
«Είσαι καλά?» με ρώτησε με αγωνία φυλακίζοντας με γρήγορα στην αγκαλιά του προκειμένου να με προστατέψει ώστε να μην χτυπήσω... γνωρίζει ποια είμαι?... αν του μιλήσω θα αντιδράσει? Κράτησα την ψυχραιμία μου αλλά δεν μίλησα, περίμενα να δω πώς θα με αποκαλέσει … «Σε χτύπησα?... πες μου ότι δε σε χτύπησα» προσπάθησε άλλη μια φορά αλλά εγώ δεν αντέδρασα... «Μπέλα μου, σε παρακαλώ, μίλα μου... είσαι καλά?» τελικά είπε το όνομα μου και αναστέναξα ανακουφισμένη.
«Τι συνέβη?» τον ρώτησα ανασηκώνοντας το κορμί μου και τον πλησίασα ξανά για να με νιώσει και να καταλάβει ότι είμαι εδώ... ό, τι και να συμβαίνει είμαι εδώ και δεν θα αφήσω κανέναν να του κάνει κακό.
Μόλις ένιωσε τη θέρμη του κορμιού μου και ένιωσε την ασφάλεια ότι δεν είναι μόνος του... πήρε το θάρρος και ξεδιπλώθηκε λέγοντας με μια ανάσα όσα είχαν διαδραματιστεί εκείνην τη στιγμή μπροστά του... μου έχει εμπιστοσύνη, ξέρει ότι είμαι εδώ για να τον βοηθήσω... ξέρει ότι μπορεί να μου πει τα πάντα.
«Στο πιάνο ήταν ένα μικρό παιδί... έπαιζε πιάνο αλλά τα χέρια του δεν ακουμπούσαν τα πλήκτρα... και όταν ακούστηκε η κραυγή της…»
Ξαφνικά έκλεισε τα μάτια του και σταμάτησε να αναπνέει κόβοντας τη φράση του στη μέση... το όραμα συνεχιζόταν… το ξαναζούσε απ’ την αρχή... και εκείνος για άλλη μια φόρα μπήκε στην σφαίρα της φαντασίας κλειδώνοντας με απέξω.
Ήταν τρομοκρατημένος... ό, τι και να έβλεπε τον έκανε να φοβάται... τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί του για να νιώσει και πάλι ότι δεν είναι μόνος και να το αντιμετωπίσει ό, τι και να ήταν αυτό που έβλεπε με ψυχραιμία... μέχρι που άρχισε να δακρύζει και να κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε με δυσπιστία... και μετά όλα άλλαξαν... ενώ όλη αυτήν την ώρα έσφιγγε τα χέρια μου για να με κρατήσει κοντά του... ξαφνικά τα χέρια του νέκρωσαν και το σώμα του έμεινε πάνω στον καναπέ άδειο.
Τρελάθηκα... άρχισα να τον ταρακουνάω αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε... έβαλα το αυτί μου κοντά στην μύτη του και μόλις άκουσα την αναπνοή του... πήρα και εγώ μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω και τον άφησα... φώναξα στην Εντουάρντα να μου φέρει ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα και μόλις το έκανε... του έβγαλα τα παπούτσια και τον άφησα να ξαπλώσει πάνω στον καναπέ για να αφήσω τη συνείδηση του να επανέλθει όταν θα είναι εκείνη έτοιμη γι αυτό.
Έκατσα στο πάτωμα και τον κοίταζα να κοιμάται... το σοκ για εκείνον ήταν τόσο μεγάλο που του προκάλεσε λιποθυμία... τι μπορεί να είδε?... αυτό που είδε θα καθορίσει άραγε το τέλος μας?... δεν μπορώ άλλο να σκεφτώ... κάθε μου σκέψη μου διαλύει το στήθος.
Κράτησα το χέρι του μέσα στα δικά μου... και αφήνοντας ένα φιλί πάνω σε αυτό... έκλεισα τα μάτια και άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί στην αδράνεια... έπρεπε να πάω στην μικρή μου αλλά εκείνος με είχε περισσότερη ανάγκη... δεν ήθελα να τον αφήσω στιγμή μόνο του... φοβόμουν ότι από στιγμή σε στιγμή θα ανοίξει τα μάτια του και θα έρθει αντιμέτωπος με τους εφιάλτες του και δεν ήθελα να το περάσει μόνος του αυτό... ήθελα να ξέρει ότι πάντα ήμουν δίπλα του ακόμα και με την απουσία μου... και πάντα θα είμαι δίπλα του αν το θέλει και εκείνος.
«Σ’ αγαπάω» είπα μόνο με παράπονο και φιλώντας του άλλη μια φορά το χέρι του που κρατούσα μέσα στα δικά μου... έσκυψα το κεφάλι μου και άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν ανενόχλητα.
Ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά μου έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει και να σπάσει σε χίλια κομμάτια... δεν ξέρω ποια στιγμή ήρθε η αναισθησία να με κλείσει στα δεσμά της για να με κάνει να απαλλαγώ από τα συναισθήματα μου αλλά αυτό το φιλί ήρθε να επιβεβαιώσει όλους μου τους φόβους.
Έβαλε απαλά το μάγουλο του να ακουμπήσει πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου και με απαλές κινήσεις χάιδευε τα μαλλιά μου εισπνέοντας άπληστα το άρωμα τους... κράταγε τη στιγμή για να την έχει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του... αυτό έκανε τα μάτια μου να θολώσουν και το στόμα μου να στεγνώσει... με μεγάλη δυσκολία συγκράτησα τα προδοτικά μου δάκρυα και έμεινα ακίνητη για να παρατείνω τη στιγμή... το ίδιο ένιωθα να κάνει και ο ίδιος αλλά ήταν η ώρα να προχωρήσουμε.
«Έντουαρντ?» ρώτησα με βραχνή φωνή και ανασήκωσα το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω... υπήρχε τόσος πόνος μέσα σε αυτή τη ματιά του που πήρε την ανάσα μου μακριά αλλά συγκράτησα με όση δύναμη είχα το ξέσπασμα μου και περίμενα με υπομονή τη δική του αντίδραση.
Κοιτώντας με πάντα σταθερά μέσα στα μάτια μου... έτεινε το χέρι του και μου χάιδεψε το μάγουλο ακριβώς στο σημείο που υπήρχε το σημάδι που μου είχε αφήσει από το δαχτυλίδι που είχε πετάξει πάνω στο πρόσωπο μου λέγοντας μου…
«ήρθε η ώρα να φύγω»
>*ήρθε η ώρα να σταματήσω να σε πληγώνω*<
Δάγκωσα τα χείλια μου δυνατά και κατένευσα... μην έχοντας εμπιστοσύνη στην φωνή μου και χωρίς να πως τίποτα σηκώθηκα και του άφησα χώρο για να σηκωθεί και εκείνος.
Πρέπει να σεβαστώ την απόφαση του... πρέπει να τον αφήσω να βρει το δρόμο του... αλλά δεν μπορώ… είναι πάνω από τις δυνάμεις μου.
«Θα πάω να φέρω τα κλειδιά» είπα χωρίς να τον κοιτάζω και έφυγα πριν μου απαντήσει για να κρυφτώ και να σταματήσω τον εαυτό μου να κάνει ο, τιδήποτε κι αν χρειαζόταν για να μην ξεσπάσει.
Πρέπει να σεβαστώ την απόφαση του... επαναλάμβανα από μέσα μου ξανά και ξανά για να σταματήσω την αυτόματη αντίδραση μου μένοντας για λίγο πίσω από τον τοίχο που μας χώριζε και έπαιρνα ήρεμες ανάσες για να βρω τη δύναμη να τον αφήσω να φύγει.
Το χέρι μου αυτόματα βρέθηκε πάνω στο μάγουλο μου να χαϊδεύει το σημάδι που είχα αφήσει επίτηδες για να με κάνει να θυμάμαι γιατί έπρεπε να ζω μακριά του... για να μου δίνει δύναμη να αντιστέκομαι στα θέλω μου ώστε να μην τρέξω κοντά του.
Παίρνοντας τη δύναμη που χρειαζόμουν, πήρα το κλειδί στα χέρια μου και τον πλησίασα... εκείνος δεν είχε κουνηθεί... με κοίταζε στα μάτια με ύφος πληγωμένου κουταβιού και μου δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο ούτε και για τον ίδιο.
«Έτοιμος?» τον ρώτησα και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Δε νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να είμαι έτοιμος γι αυτό... συγγνώμη για την αναστάτωση που σου προκάλεσα» είπε παρακλητικά και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά μην μπορώντας να πω τίποτα γι αυτό.
Γύρισα την πλάτη μου και άρχισα να προχωρώ προς την έξοδο και εκείνος με ακολούθησε σιωπηλός... όταν όμως φτάσαμε στο γκαράζ και άνοιξα την πόρτα, έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου και με γύρισε προς το μέρος του.
Δεν μπορούσε να μιλήσει... δεν είχε λόγια για να εκφράσει ό, τι τον έπνιγε... με κλείδωσε για άλλη μια φορά στην αγκαλιά του και αφήνοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο στέρνο του, έβαλα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και του χάιδευα τα μαλλιά μην μπορώντας να πω λέξη.
«Συγχώρεσε με» είπε με πνιγμένη φωνή και προσπάθησε πολύ σκληρά να σταματήσει το λυγμό που έπνιγε το λαιμό του.
«Δεν αντέχω να σε πληγώνω... δεν μπορώ να σε βλέπω να πονάς για μένα Μπέλα... μακάρι να μπορούσα να σου εκφράσω με λόγια το πόσο σε αγαπώ... αλλά είναι πάνω από μένα... σε παρακαλώ, μην μου κρατήσεις κακία... αλλά δεν μπορώ» τα χέρια του έσφιξαν γύρω μου με περισσότερη δύναμη και τα χείλια του άφησαν ένα φιλί πάνω στο λαιμό μου.
Το ξέσπασμα μου ήταν πολύ κοντά και το στήθος μου διαμαρτυρόταν από τον πόνο που μου προκαλούσαν τα λόγια του και ζήταγαν απελπισμένα για λίγο αέρα.
«Υποσχέσου μου ότι θα μου προσέχεις τον Έντουαρντ μου» κατάφερα μόνο να πω και αναστέναξε.
«Και εσύ υποσχέσου μου ότι θα μου προσέχεις την Μπέλα μου» ανταπέδωσε και συμπληρώσαμε μαζί.
«Είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου».
Άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά μου και εγώ του άφησα τα κλειδιά από ένα αυτοκίνητο μέσα στην παλάμη του χωρίς να τον κοιτάω και γύρισα για να πάω προς το σπίτι χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου.
Μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω μου, άφησα το σώμα μου να πέσει στο πάτωμα άδειο και άφησα ότι με έπνιγε να βγει προς τα έξω χωρίς ντροπή... όλα είχαν τελειώσει... δεν θα ξαναγύριζε πια... και όλα μου τα όνειρα έγιναν κομμάτια... στάχτες σε έναν άνεμο να τα διασκορπίζει μακριά.
Μάζεψα τον εαυτό μου και με όση δύναμη μου είχε απομείνει άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά... περνώντας από το δωμάτιο της μικρής μου άνοιξα την πόρτα δειλά και την είδα να κοιμάται σαν άγγελος... δεν άντεξα άλλο και την πλησίασα... την είχα τόσο ανάγκη... είχα ανάγκη να νιώσω το άγγιγμα της που δεν σκέφτηκα τίποτα άλλο.
Πήγα δίπλα της και βγάζοντας τα παπούτσια μου ξάπλωσα μαζί της και παίρνοντας την στην αγκαλιά μου άφησα τον εαυτό μου να πάρει λίγη από την γαλήνη της... αφήνοντας πίσω μου όλα τα άλλα.
Πρέπει να σεβαστώ την απόφαση του... πρέπει να τον αφήσω να βρει το δρόμο του... αλλά δεν μπορώ… είναι πάνω από τις δυνάμεις μου.
«Θα πάω να φέρω τα κλειδιά» είπα χωρίς να τον κοιτάζω και έφυγα πριν μου απαντήσει για να κρυφτώ και να σταματήσω τον εαυτό μου να κάνει ο, τιδήποτε κι αν χρειαζόταν για να μην ξεσπάσει.
Πρέπει να σεβαστώ την απόφαση του... επαναλάμβανα από μέσα μου ξανά και ξανά για να σταματήσω την αυτόματη αντίδραση μου μένοντας για λίγο πίσω από τον τοίχο που μας χώριζε και έπαιρνα ήρεμες ανάσες για να βρω τη δύναμη να τον αφήσω να φύγει.
Το χέρι μου αυτόματα βρέθηκε πάνω στο μάγουλο μου να χαϊδεύει το σημάδι που είχα αφήσει επίτηδες για να με κάνει να θυμάμαι γιατί έπρεπε να ζω μακριά του... για να μου δίνει δύναμη να αντιστέκομαι στα θέλω μου ώστε να μην τρέξω κοντά του.
Παίρνοντας τη δύναμη που χρειαζόμουν, πήρα το κλειδί στα χέρια μου και τον πλησίασα... εκείνος δεν είχε κουνηθεί... με κοίταζε στα μάτια με ύφος πληγωμένου κουταβιού και μου δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο ούτε και για τον ίδιο.
«Έτοιμος?» τον ρώτησα και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Δε νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να είμαι έτοιμος γι αυτό... συγγνώμη για την αναστάτωση που σου προκάλεσα» είπε παρακλητικά και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά μην μπορώντας να πω τίποτα γι αυτό.
Γύρισα την πλάτη μου και άρχισα να προχωρώ προς την έξοδο και εκείνος με ακολούθησε σιωπηλός... όταν όμως φτάσαμε στο γκαράζ και άνοιξα την πόρτα, έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου και με γύρισε προς το μέρος του.
Δεν μπορούσε να μιλήσει... δεν είχε λόγια για να εκφράσει ό, τι τον έπνιγε... με κλείδωσε για άλλη μια φορά στην αγκαλιά του και αφήνοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο στέρνο του, έβαλα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και του χάιδευα τα μαλλιά μην μπορώντας να πω λέξη.
«Συγχώρεσε με» είπε με πνιγμένη φωνή και προσπάθησε πολύ σκληρά να σταματήσει το λυγμό που έπνιγε το λαιμό του.
«Δεν αντέχω να σε πληγώνω... δεν μπορώ να σε βλέπω να πονάς για μένα Μπέλα... μακάρι να μπορούσα να σου εκφράσω με λόγια το πόσο σε αγαπώ... αλλά είναι πάνω από μένα... σε παρακαλώ, μην μου κρατήσεις κακία... αλλά δεν μπορώ» τα χέρια του έσφιξαν γύρω μου με περισσότερη δύναμη και τα χείλια του άφησαν ένα φιλί πάνω στο λαιμό μου.
Το ξέσπασμα μου ήταν πολύ κοντά και το στήθος μου διαμαρτυρόταν από τον πόνο που μου προκαλούσαν τα λόγια του και ζήταγαν απελπισμένα για λίγο αέρα.
«Υποσχέσου μου ότι θα μου προσέχεις τον Έντουαρντ μου» κατάφερα μόνο να πω και αναστέναξε.
«Και εσύ υποσχέσου μου ότι θα μου προσέχεις την Μπέλα μου» ανταπέδωσε και συμπληρώσαμε μαζί.
«Είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου».
Άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά μου και εγώ του άφησα τα κλειδιά από ένα αυτοκίνητο μέσα στην παλάμη του χωρίς να τον κοιτάω και γύρισα για να πάω προς το σπίτι χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου.
Μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω μου, άφησα το σώμα μου να πέσει στο πάτωμα άδειο και άφησα ότι με έπνιγε να βγει προς τα έξω χωρίς ντροπή... όλα είχαν τελειώσει... δεν θα ξαναγύριζε πια... και όλα μου τα όνειρα έγιναν κομμάτια... στάχτες σε έναν άνεμο να τα διασκορπίζει μακριά.
Μάζεψα τον εαυτό μου και με όση δύναμη μου είχε απομείνει άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά... περνώντας από το δωμάτιο της μικρής μου άνοιξα την πόρτα δειλά και την είδα να κοιμάται σαν άγγελος... δεν άντεξα άλλο και την πλησίασα... την είχα τόσο ανάγκη... είχα ανάγκη να νιώσω το άγγιγμα της που δεν σκέφτηκα τίποτα άλλο.
Πήγα δίπλα της και βγάζοντας τα παπούτσια μου ξάπλωσα μαζί της και παίρνοντας την στην αγκαλιά μου άφησα τον εαυτό μου να πάρει λίγη από την γαλήνη της... αφήνοντας πίσω μου όλα τα άλλα.
«Μomia, momia» τσίριζε από χαρά το μικρό μου ζουζούνι τραντάζοντας με για να ξυπνήσω και καθώς άνοιξα τα μάτια μου και με κοίταξε μου έσκασε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά της και της το ανταπέδωσα με το πιο ζεστό μου χαμόγελο και την έκλεισα στην αγκαλιά μου δίνοντας της ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της και εκείνη βάζοντας το κεφάλι της πάνω στο στέρνο μου με έσφιξε κοντά της με τα δύο της μικρά χεράκια.
Και έτσι η ζωή συνεχίζεται...
Αργότερα στο Λούνα παρκ.....
Καθόμασταν με τον Τάηλερ σε ένα καφέ και βλέπαμε τα μικρά μας να παίζουν ανέμελα κοντά στο σιντριβάνι κυνηγώντας ο ένας τον άλλον και την Αλόντρα να τα κυνηγάει για να μην χτυπήσουν.
«Πώς είσαι εσύ?» με ρώτησε ο Τάηλερ αλλά εγώ είχα μάτια μόνο για τη μικρή μου.
«Νοέλια πρόσεχε!» φώναξα και ο Τάηλερ ξεφύσησε.
«Άσε τα παιδιά να παίξουν και πες μου πώς είσαι?» επέμενε εκείνος αλλά εγώ δεν τον κοίταζα.
«Νοέλια!» φώναξα άλλη μια φορά και αυτή τη φορά ο Τάηλερ κράτησε το χέρι μου και με γύρισε προς το μέρος του.
«Μπέλα» είπε αυστηρά και εγώ αναστέναξα αφήνοντας το κορμί μου να πέσει βαρύ στην πλάτη της καρέκλας.
«Τι θες να σου πω, βρε Τάηλερ?... ότι είμαι καλά?... ότι αυτό ήταν το σωστό από την αρχή?... ότι πρέπει να το πάρω απόφαση?... τι?»
«Ξέρεις ότι αυτό είναι το σωστό Μπέλα... αυτό ήταν πάντα το σωστό, εσύ η ίδια το έλεγες πάντα, ότι όσο θα είναι μαζί σου θα γίνεται χειρότερα... όσο θα είσαι μαζί του θα του θρέφεις τα φαντάσματα του παρελθόντος... για το θεό, δεν είσαι μόνη πια... πώς θα μπορούσατε να συνυπάρξετε όλοι μαζί?... φαντάζεσαι να πάθαινε την κρίση μπροστά στη Νοέλια?»
«Τάηλερ, ακούς τι λες?»
«Τι λέω?» με προκάλεσε και αναστέναξα απελπισμένη.
«Ζείτε στο ίδιο σπίτι... έχει πειράξει ποτέ τον Άλεκ?... έχει κάνει ποτέ καμία κίνηση για να τον πληγώσει?»
«Όχι».
«Τότε πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο για εκείνον?... έχει υποφέρει σαν παιδί... δεν μπορεί να κάνει κακό σε κάποιο παιδί Τάηλερ... δεν αντέχει να βλέπει παιδί να κλαίει... πώς μπορεί να πιστεύεις ότι θα μπορούσε να του κάνει κακό?»
«Όχι εσκεμμένα».
«Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αγγίξει κάποιο παιδί Τάηλερ, μην αμφιβάλεις γι αυτό».
«Και η κρίση που έπαθε? Τελικά δεν σου είπε τι ήταν?»
«Όχι, δεν μου είπε, αλλά είμαι σίγουρη ότι ήταν ανάμνηση και όχι κρίση... με κάποιον τρόπο του σβήσανε τις όμορφες στιγμές του... πώς στο διάολο μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το καταλάβω» αναστέναξα και συνέχισα «στα αρχεία του Πάολο δεν υπάρχει πλέον τίποτα άλλο να βρω και ο μόνος που μπορεί να μου πει γι αυτά είναι ο Τσάρλι».
«Μην τολμήσεις!» με προειδοποίησε.
«Δεν ξέρω Τάηλερ» είπα μέσα από τον αναστεναγμό μου «μα το θεό, κοντεύω να τρελαθώ».
«Τι σημασία έχουν τώρα πια Μπέλα... μη σκαλίζεις τα παλιά... άφησε τα να γίνουν παρελθόν... προχώρα μπροστά».
«Τάηλερ, δεν μπορώ να τα αφήσω έτσι... αν δεν μάθω τι του κάνανε πώς θα καταφέρω να τον λυτρώσω από όλα αυτά?»
«Μπέλα... ο Έντουαρντ έχει ανάγκη να τα ξεχάσει, όχι να τα θυμηθεί... σταμάτα να τα σκαλίζεις».
«Πρέπει να δω τον Τσάρλι» είπα πιο αποφασιστικά.
«Άδικα θα φθείρεις τον εαυτό σου με πράγματα που δεν θες ούτε η ίδια να μάθεις... δε θα γυρίσει Μπέλα». Τον κοίταξα μέσα στα μάτια κενή... το στήθος μου διαλύθηκε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την κράτησα και γύρισα προς το μέρος της Νοέλιας να πάρω δύναμη... ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου και αφού τον άφησα στο τραπέζι σηκώθηκα με το κεφάλι ψηλά.
«Εγώ θα τον περιμένω» είπα μόνο και αφήνοντας τον Τάηλερ στο τραπεζάκι μόνο του, πλησίασα τη Νοέλια... μόλις έφτασα κοντά της και γονάτισα για να είμαστε στο ίδιο ύψος... εκείνη σταμάτησε αμέσως και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά μου τσιρίζοντας από χαρά.
«Καρδιά μου όμορφη, η μανούλα θα φύγει για λίγο».
«Φύγεις πού πας?»
«έχω μια δουλίτσα... δε θα αργήσω καρδιά μου, σου το υπόσχομαι» την παρηγόρησα αλλά εκείνη αμέσως μούτρωσε και έβαλε τη μάσκα του πληγωμένου κουταβιού σταυρώνοντας τα χεράκια της μπροστά στο στήθος της.
«Ποσκέτηκες» είπε και της χάιδεψα απαλά την πλάτη και την έφερα πιο κοντά μου.
«Και ξέρω να κρατάω τις υποσχέσεις μου... γι αυτό θα κάτσεις τώρα με την Αλόντρα και θα παίξεις με τον Άλεκ και το απόγευμα που θα ξυπνήσεις θα σε πάρω και θα πάμε μια βόλτα μόνο οι δύο μας, χωρίς την Αλόντρα... τι λες?» Αναστέναξε και με κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Πόσκεσε?»
«Σου το ορκίζομαι».
«Όκι τουλιά».
«Όχι άλλη δουλειά» επανέλαβα και τότε υποχώρησε και χώθηκε και πάλι μέσα στην αγκαλιά μου.
«Μη πα κείνον» απαίτησε και αναστέναξα.
«Δεν θα πάω σε εκείνον καρδιά μου, έχω δουλειά».
«Ντάτσι» είπε μόνο και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έτρεξε κοντά στον Άλεκ για να συνεχίσουν το παιχνίδι τους.
«Τη Νοέλια και τα μάτια σου» τόνισα στην Αλόντρα και μου χαμογέλασε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της.
«Σι σενιόρα» αποκρίθηκε και αφού πήρα την τσάντα μου από το πάτωμα κίνησα για το αυτοκίνητο μου.
Έφτασα στο ψυχιατρείο που είχα κλείσει τον Τσάρλι σε μηδέν χρόνο και μόλις μπήκα μέσα πήγα κατευθείαν στον θεραπευτή του.
«Κυρία Κορένια» είπε εκείνος μόλις με είδε και αφού σηκώθηκε από τη θέση του ήρθε κοντά μου και έτεινε το χέρι του για χειραψία... του την ανταπέδωσα και έκατσα στην καρέκλα που μου υπέδειξε.
«Τι θα μπορούσα να κάνω για σας?»
«Θέλω να τον δω... μόνο του» τόνισα και εκείνος με κοίταξε σκεπτικός.
«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα αυτό... ήδη τα πάει καλύτερα... δε θέλω να τον αναστατώσετε».
«Λίγο με νοιάζει πώς τα πάει... έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς και θα μου μιλήσει θέλει δε θέλει.. τώρα» απαίτησα και τον είδα να αναστενάζει.
«Τι μπορώ να πω…» είπε εκείνος απελπισμένος
«Τίποτα... γι αυτό παρακαλώ να με πάτε κοντά του και να βεβαιωθείτε ότι δεν θα μας ενοχλήσει κανείς μέχρι να τελειώσω μαζί του».
«Κυρία Κορένια…» παρακάλεσε αλλά τον έκοψα με το βλέμμα μου και εκείνος τα παράτησε.
«Παρακαλώ» είπε αφού σηκώθηκε από την καρέκλα του και μου έδειξε την πόρτα με το χέρι του για να με οδήγησε στο δωμάτιο του.
Όταν η πόρτα άνοιξε και ο Τσάρλι με αντίκρισε, έριξε μέσα στο βλέμμα του όλο το φαρμάκι που έκρυβε βαθιά μέσα του και εγώ του γέλασα ειρωνικά.
«Μην ξεχάσετε να κλειδώσετε» είπα στον θεραπευτή του και εκείνος χωρίς να πει τίποτα άλλο, κλείδωσε την πόρτα και εξαφανίστηκε.
«Τσάρλι» του είπα και εκείνος γέλασε δυνατά.
«Τι έγινε μικρή, άρχισε ο φλούφλης να κελαηδάει και βρήκες καινούρια στοιχεία?»
«Θέλω να μάθω την αλήθεια» του είπα εγώ με αυστηρό ύφος χωρίς να δέχομαι αντίρρηση και με κοίταξε ανασηκώνοντας τα φρύδια του.
«Όλη την αλήθεια» επανέλαβα κρατώντας σταθερή τη φωνή μου και την έκφραση του προσώπου μου προσεκτικά ελεγχόμενη.
«Και γιατί πιστεύεις ότι θα σου την πω?»
«Γιατί αν δεν το κάνεις... τότε θα τα πω στα τσιράκια σου που μπορούν να σε βρουν... και τότε θα εύχεσαι να σε είχα σκοτώσει με τα ίδια μου τα χέρια για να σε λυτρώσω από τα νύχια τους» Ξέρει ότι σοβαρολογώ... ξέρει ότι ο σκηνοθετημένος του θάνατος ήταν για να τον γλιτώσω και φυσικά ξέρει ότι το έκανα για να τον έχω του χεριού μου στην περίπτωση που χρειαζόμουν κάτι άλλο από εκείνον.
«Οκ, σε ακούω, τι θες να μάθεις?» είπε τελικά και παίρνοντας μια καρέκλα τη γύρισα ανάποδα και την έβαλα απέναντι του... έκατσα και μόλις ακούμπησα τα χέρια μου πάνω στην πλάτη της καρέκλας τον κοίταξα επιβλητικά.
«Ξεκίνα από την αρχή».
«Από την αρχή?»
«Από την αρχή... τι σε έκανε να φτάσεις στο σημείο να ξεπεράσεις τα όρια σου» του είπα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Οκ λοιπόν, άκου»....
Και έτσι η ζωή συνεχίζεται...
Καθόμασταν με τον Τάηλερ σε ένα καφέ και βλέπαμε τα μικρά μας να παίζουν ανέμελα κοντά στο σιντριβάνι κυνηγώντας ο ένας τον άλλον και την Αλόντρα να τα κυνηγάει για να μην χτυπήσουν.
«Πώς είσαι εσύ?» με ρώτησε ο Τάηλερ αλλά εγώ είχα μάτια μόνο για τη μικρή μου.
«Νοέλια πρόσεχε!» φώναξα και ο Τάηλερ ξεφύσησε.
«Άσε τα παιδιά να παίξουν και πες μου πώς είσαι?» επέμενε εκείνος αλλά εγώ δεν τον κοίταζα.
«Νοέλια!» φώναξα άλλη μια φορά και αυτή τη φορά ο Τάηλερ κράτησε το χέρι μου και με γύρισε προς το μέρος του.
«Μπέλα» είπε αυστηρά και εγώ αναστέναξα αφήνοντας το κορμί μου να πέσει βαρύ στην πλάτη της καρέκλας.
«Τι θες να σου πω, βρε Τάηλερ?... ότι είμαι καλά?... ότι αυτό ήταν το σωστό από την αρχή?... ότι πρέπει να το πάρω απόφαση?... τι?»
«Ξέρεις ότι αυτό είναι το σωστό Μπέλα... αυτό ήταν πάντα το σωστό, εσύ η ίδια το έλεγες πάντα, ότι όσο θα είναι μαζί σου θα γίνεται χειρότερα... όσο θα είσαι μαζί του θα του θρέφεις τα φαντάσματα του παρελθόντος... για το θεό, δεν είσαι μόνη πια... πώς θα μπορούσατε να συνυπάρξετε όλοι μαζί?... φαντάζεσαι να πάθαινε την κρίση μπροστά στη Νοέλια?»
«Τάηλερ, ακούς τι λες?»
«Τι λέω?» με προκάλεσε και αναστέναξα απελπισμένη.
«Ζείτε στο ίδιο σπίτι... έχει πειράξει ποτέ τον Άλεκ?... έχει κάνει ποτέ καμία κίνηση για να τον πληγώσει?»
«Όχι».
«Τότε πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο για εκείνον?... έχει υποφέρει σαν παιδί... δεν μπορεί να κάνει κακό σε κάποιο παιδί Τάηλερ... δεν αντέχει να βλέπει παιδί να κλαίει... πώς μπορεί να πιστεύεις ότι θα μπορούσε να του κάνει κακό?»
«Όχι εσκεμμένα».
«Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αγγίξει κάποιο παιδί Τάηλερ, μην αμφιβάλεις γι αυτό».
«Και η κρίση που έπαθε? Τελικά δεν σου είπε τι ήταν?»
«Όχι, δεν μου είπε, αλλά είμαι σίγουρη ότι ήταν ανάμνηση και όχι κρίση... με κάποιον τρόπο του σβήσανε τις όμορφες στιγμές του... πώς στο διάολο μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το καταλάβω» αναστέναξα και συνέχισα «στα αρχεία του Πάολο δεν υπάρχει πλέον τίποτα άλλο να βρω και ο μόνος που μπορεί να μου πει γι αυτά είναι ο Τσάρλι».
«Μην τολμήσεις!» με προειδοποίησε.
«Δεν ξέρω Τάηλερ» είπα μέσα από τον αναστεναγμό μου «μα το θεό, κοντεύω να τρελαθώ».
«Τι σημασία έχουν τώρα πια Μπέλα... μη σκαλίζεις τα παλιά... άφησε τα να γίνουν παρελθόν... προχώρα μπροστά».
«Τάηλερ, δεν μπορώ να τα αφήσω έτσι... αν δεν μάθω τι του κάνανε πώς θα καταφέρω να τον λυτρώσω από όλα αυτά?»
«Μπέλα... ο Έντουαρντ έχει ανάγκη να τα ξεχάσει, όχι να τα θυμηθεί... σταμάτα να τα σκαλίζεις».
«Πρέπει να δω τον Τσάρλι» είπα πιο αποφασιστικά.
«Άδικα θα φθείρεις τον εαυτό σου με πράγματα που δεν θες ούτε η ίδια να μάθεις... δε θα γυρίσει Μπέλα». Τον κοίταξα μέσα στα μάτια κενή... το στήθος μου διαλύθηκε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την κράτησα και γύρισα προς το μέρος της Νοέλιας να πάρω δύναμη... ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου και αφού τον άφησα στο τραπέζι σηκώθηκα με το κεφάλι ψηλά.
«Εγώ θα τον περιμένω» είπα μόνο και αφήνοντας τον Τάηλερ στο τραπεζάκι μόνο του, πλησίασα τη Νοέλια... μόλις έφτασα κοντά της και γονάτισα για να είμαστε στο ίδιο ύψος... εκείνη σταμάτησε αμέσως και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά μου τσιρίζοντας από χαρά.
«Καρδιά μου όμορφη, η μανούλα θα φύγει για λίγο».
«Φύγεις πού πας?»
«έχω μια δουλίτσα... δε θα αργήσω καρδιά μου, σου το υπόσχομαι» την παρηγόρησα αλλά εκείνη αμέσως μούτρωσε και έβαλε τη μάσκα του πληγωμένου κουταβιού σταυρώνοντας τα χεράκια της μπροστά στο στήθος της.
«Ποσκέτηκες» είπε και της χάιδεψα απαλά την πλάτη και την έφερα πιο κοντά μου.
«Και ξέρω να κρατάω τις υποσχέσεις μου... γι αυτό θα κάτσεις τώρα με την Αλόντρα και θα παίξεις με τον Άλεκ και το απόγευμα που θα ξυπνήσεις θα σε πάρω και θα πάμε μια βόλτα μόνο οι δύο μας, χωρίς την Αλόντρα... τι λες?» Αναστέναξε και με κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Πόσκεσε?»
«Σου το ορκίζομαι».
«Όκι τουλιά».
«Όχι άλλη δουλειά» επανέλαβα και τότε υποχώρησε και χώθηκε και πάλι μέσα στην αγκαλιά μου.
«Μη πα κείνον» απαίτησε και αναστέναξα.
«Δεν θα πάω σε εκείνον καρδιά μου, έχω δουλειά».
«Ντάτσι» είπε μόνο και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έτρεξε κοντά στον Άλεκ για να συνεχίσουν το παιχνίδι τους.
«Τη Νοέλια και τα μάτια σου» τόνισα στην Αλόντρα και μου χαμογέλασε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της.
«Σι σενιόρα» αποκρίθηκε και αφού πήρα την τσάντα μου από το πάτωμα κίνησα για το αυτοκίνητο μου.
Έφτασα στο ψυχιατρείο που είχα κλείσει τον Τσάρλι σε μηδέν χρόνο και μόλις μπήκα μέσα πήγα κατευθείαν στον θεραπευτή του.
«Κυρία Κορένια» είπε εκείνος μόλις με είδε και αφού σηκώθηκε από τη θέση του ήρθε κοντά μου και έτεινε το χέρι του για χειραψία... του την ανταπέδωσα και έκατσα στην καρέκλα που μου υπέδειξε.
«Τι θα μπορούσα να κάνω για σας?»
«Θέλω να τον δω... μόνο του» τόνισα και εκείνος με κοίταξε σκεπτικός.
«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα αυτό... ήδη τα πάει καλύτερα... δε θέλω να τον αναστατώσετε».
«Λίγο με νοιάζει πώς τα πάει... έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς και θα μου μιλήσει θέλει δε θέλει.. τώρα» απαίτησα και τον είδα να αναστενάζει.
«Τι μπορώ να πω…» είπε εκείνος απελπισμένος
«Τίποτα... γι αυτό παρακαλώ να με πάτε κοντά του και να βεβαιωθείτε ότι δεν θα μας ενοχλήσει κανείς μέχρι να τελειώσω μαζί του».
«Κυρία Κορένια…» παρακάλεσε αλλά τον έκοψα με το βλέμμα μου και εκείνος τα παράτησε.
«Παρακαλώ» είπε αφού σηκώθηκε από την καρέκλα του και μου έδειξε την πόρτα με το χέρι του για να με οδήγησε στο δωμάτιο του.
Όταν η πόρτα άνοιξε και ο Τσάρλι με αντίκρισε, έριξε μέσα στο βλέμμα του όλο το φαρμάκι που έκρυβε βαθιά μέσα του και εγώ του γέλασα ειρωνικά.
«Μην ξεχάσετε να κλειδώσετε» είπα στον θεραπευτή του και εκείνος χωρίς να πει τίποτα άλλο, κλείδωσε την πόρτα και εξαφανίστηκε.
«Τσάρλι» του είπα και εκείνος γέλασε δυνατά.
«Τι έγινε μικρή, άρχισε ο φλούφλης να κελαηδάει και βρήκες καινούρια στοιχεία?»
«Θέλω να μάθω την αλήθεια» του είπα εγώ με αυστηρό ύφος χωρίς να δέχομαι αντίρρηση και με κοίταξε ανασηκώνοντας τα φρύδια του.
«Όλη την αλήθεια» επανέλαβα κρατώντας σταθερή τη φωνή μου και την έκφραση του προσώπου μου προσεκτικά ελεγχόμενη.
«Και γιατί πιστεύεις ότι θα σου την πω?»
«Γιατί αν δεν το κάνεις... τότε θα τα πω στα τσιράκια σου που μπορούν να σε βρουν... και τότε θα εύχεσαι να σε είχα σκοτώσει με τα ίδια μου τα χέρια για να σε λυτρώσω από τα νύχια τους» Ξέρει ότι σοβαρολογώ... ξέρει ότι ο σκηνοθετημένος του θάνατος ήταν για να τον γλιτώσω και φυσικά ξέρει ότι το έκανα για να τον έχω του χεριού μου στην περίπτωση που χρειαζόμουν κάτι άλλο από εκείνον.
«Οκ, σε ακούω, τι θες να μάθεις?» είπε τελικά και παίρνοντας μια καρέκλα τη γύρισα ανάποδα και την έβαλα απέναντι του... έκατσα και μόλις ακούμπησα τα χέρια μου πάνω στην πλάτη της καρέκλας τον κοίταξα επιβλητικά.
«Ξεκίνα από την αρχή».
«Από την αρχή?»
«Από την αρχή... τι σε έκανε να φτάσεις στο σημείο να ξεπεράσεις τα όρια σου» του είπα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Οκ λοιπόν, άκου»....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου