Φτάνοντας στο σπίτι της παρατήρησα ότι ο Τσάρλη δεν είχε ακόμα γυρίσει και η ίδια ήταν μούσκεμα από τη βροχή... δεν μου πήγαινε η καρδιά να την ξυπνήσω αλλά από την άλλη, χρειαζόταν επειγόντως να βγάλει τα ρούχα της και να κάνει ένα ζεστό μπάνιο για να ζεστάνει το κατάχλομο κορμί της... αναστέναξα.
Άνοιξα την πόρτα και αφού έκανα το γύρω του αυτοκινήτου με… ανθρώπινο ρυθμό, άνοιξα την πόρτα της και βάζοντας ήρεμα τα χέρια της πάνω στο στομάχι της, την πήρα στην αγκαλιά μου. Φτάνοντας στην πόρτα του σπιτιού της, έσκυψα και πήρα το κλειδί από το γείσο που το φίλαγε και άνοιξα την πόρτα... εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου... κοιμόταν στην αγκαλιά μου έχοντας το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου και ήταν τόσο ήρεμη και γλυκιά.
Ανέβηκα τη σκάλα για να πάω προς το δωμάτιο της ήρεμα... και μόλις έφτασα, άνοιξα την πόρτα και προχώρησα στο δωμάτιο. Χαμηλώνοντας, την τοποθέτησα απαλά πάνω στο μονό της κρεβάτι και εκείνη αναδεύτηκε και έπιασε ασυναίσθητα την μπλούζα μου με δύναμη προσπαθώντας να χωθεί στην αγκαλιά μου.
«Μπέλα?» είπα ήρεμα για να μην την τρομάξω και κάνοντας ένα ναζιάρικο μουγκρητό, έτριψε το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου... χαμογέλασα και δίνοντας της ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της προσπάθησα άλλη μια φορά να την ξυπνήσω.
«Άνοιξε τα μάτια σου άγγελε μου... πρέπει να βγάλεις τα ρούχα σου... είναι μούσκεμα». Εκείνη άφησε έναν αναστεναγμό αλλά και πάλι δεν τα άνοιξε.
«Μπέλα μου, σε παρακαλώ» προσπάθησα άλλη μια φορά και προσπάθησα ήρεμα να ξεκολλήσω τα χέρια της πάνω από το μπλουζάκι μου αλλά εκείνη καταλαβαίνοντας το, σφίχτηκε περισσότερο απάνω μου... Χριστέ μου, τι να κάνω τώρα???... πρέπει να βγάλει τουλάχιστον τα ρούχα της πριν πάθει καμία πνευμονία.
Δεν το διακινδύνευα άλλο... με απαλές κινήσεις ξεκόλλησα τα χέρια της από το σφιχτό της κράτημα πάνω μου και αφού την απομάκρυνα από κοντά μου, έβαλα τα χέρια μου πάνω στο μπλουζάκι της και μόλις το έβγαλα από πάνω της, το κεφάλι της έπεσε στο στερνό μου και κάποιο περίεργο σημάδι στην πλάτη της μου τράβηξε την προσοχή... τράβηξα απαλά τα μαλλιά της και αφού τα έφερα στο πλάι, είδα δυο τεράστιες ουλές που μου έκοψαν την ανάσα... δύο βαθιές τομές διέτρεχαν κατά μήκος την πλάτη της, ξεκινούσαν κοντά στα νεφρά, στενεύοντας ψηλότερα, για να σχηματίσουν ένα Λ... ασυναίσθητα, χωρίς να το καταλάβω, άπλωσα το χέρι μου και με μία πολύ αργή κίνηση πλησίασα τα ακροδάχτυλα μου για να τα ακουμπήσω. Η ξαφνική ακινησία όμως και το σταμάτημα της αναπνοής της, με ακινητοποιήσανε.
«Μην το κάνεις». Η βαθιά της φωνή, πνιχτή ακόμα από τον ύπνο, με επανέφερε στην πραγματικότητα και εκείνη με αργή κίνηση ξεκόλλησε από την αγκαλιά μου και ανασηκώνοντας το κορμί της με κοίταξε βαθιά στα μάτια μελετώντας τις εκφράσεις μου.
«Τι είναι αυτές οι ουλές?» ρώτησα ξέπνοος αρνούμενος ακόμα να πάρω αναπνοή από το σοκ που είχα υποστεί.
«Στη θέση τους κάποτε ήταν τα φτερά μου» είπε εκείνη με πόνο στα μάτια και προσπάθησα να παραμείνω ψύχραιμος.
«Και πώς φαίνονται στο σώμα της Μπέλας?»
«Μόλις καταλαμβάνω ένα σώμα... αυτόματα εκείνο παίρνει τη μορφή μου... και σημαδεύεται από τις ουλές μου». Έμεινα για λίγο να την κοιτώ, επεξεργαζόμενος την πληροφορία που μόλις είχα λάβει.
«Δηλαδή αυτό που βλέπω...»
«Είναι η δική μου μορφή, όχι η δική της».
«Και ο Τσάρλη... όσοι γνώριζαν την Μπέλα...»
«Βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν... εκείνη βλέπουν, την Μπέλα, όπως ήταν... ακόμα και τα σημάδια μου δεν είναι ορατά σε εκείνους... ακόμα και τα αδέλφια σου με βλέπουν αλλιώς».
«Είναι περίεργο».
«Γιατί?»
«Γιατί εγώ μέσα από τη σκέψη τους σε βλέπω το ίδιο». Χαμογέλασε και με μια αργή κίνηση, σήκωσε το χέρι της και απαλά, μελετώντας πάντα τις αντιδράσεις μου, το εναποθέτησε πάνω στο μάγουλο μου και μου χαμογέλασε και πάλι.
«Μόνο εσύ μπορείς να με δεις όπως είμαι... αν ρωτήσεις την Άλις ή τα υπόλοιπα αδέλφια σου θα καταλάβεις τη διαφορά» είπε ήρεμα και αφού έφυγε από δίπλα μου, σηκώθηκε και ανοίγοντας ένα συρτάρι πήρε μια φωτογραφία και την έφερε κοντά μου... έκατσε ξανά στην προηγούμενη της θέση και μου την έδωσε... αυτό που είδα με σόκαρε... η κοπέλα στην φωτογραφία δεν είχε καμία σχέση με το κορίτσι που ήταν τώρα μπροστά μου... είχαν τα ίδια χρώματα, λευκή επιδερμίδα, μακριά καστανά μαλλιά αλλά τα χαρακτηριστικά τους ήταν τελείως διαφορετικά... το κορίτσι στην φωτογραφία είχε μακρύ πρόσωπο και ήταν αρκετά πιο νέο σε αντίθεση με την Μπέλα που το πρόσωπο της ήταν στρογγυλό και πιο ώριμο από ό, τι ήταν το πρόσωπο της κοπέλας στη φωτογραφία... αλλά αυτό που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα μάτια της... τα μάτια της κοπέλας στην φωτογραφία ήταν ένα βαθύ σκούρο καφέ χρώμα... τα μάτια της Μπέλας έχουν ένα παράξενο χρώμα, που με δυσκολία μπορώ να το περιγράψω... στο φως θα ορκιζόσουν ότι ήταν το πιο ανοιχτό γκρι, σχεδόν άσπρο χρώμα, που έχω δει ποτέ στη ζωή μου... αλλά όταν τα παρατηρήσεις καλύτερα... βλέπεις ότι μπορεί το ανοιχτό γκρι να κυριαρχεί αλλά οι ίριδες της έχουν τις αποχρώσεις του ανοιχτού πράσινου του και του γαλάζιου και η σκούρα γκρι γραμμή που υπάρχει γύρω από τα μάτια της, κάνει τέτοια αντίθεση που σε κάνουν να νομίζεις ότι δεν είναι αληθινά.
Την κοίταξα στα μάτια και έσμιξα τα φρύδια μου σε μια ίσια γραμμή προσπαθώντας να καταλάβω το γιατί.
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω...» απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση μου και αναστέναξε... «δεν ξέρω γιατί μας συμβαίνει αυτό Έντουαρντ... είσαι ο μόνος που με βλέπει όπως είμαι».
«Πώς το κατάλαβες?»
«Όπως είπα και πριν, κανείς δεν μπορεί να δει τις ουλές μου... εσύ όμως τις είδες... οπότε βλέπεις και το κανονικό μου πρόσωπο».
«Είσαι μια οπτασία» είπα με βαθιά φωνή εννοώντας το και εκείνη χαμογέλασε συνεσταλμένα και της έδωσα πίσω τη φωτογραφία για να την βάλει στη θέση της... «Πρέπει να βγάλεις τα ρούχα σου πριν κρυώσεις» τόνισα αυστηρά και εκείνη γέλασε δυνατά.
«Μακάρι να μπορούσα να καταλάβω το κρύο... τότε θα μπορούσα περισσότερο να με προστατέψω από αυτό» είπε την στιγμή που σηκώθηκε από το κρεβάτι και αφήνοντας τη φωτογραφία στη θέση της... γύρισε και άνοιξε ένα δεύτερο συρτάρι και άρχισε να μαζεύει στεγνά ρούχα για να αλλάξει.
«Δεν αντιλαμβάνεσαι την θερμοκρασία?» ρώτησα με απορία.
«Όχι... δεν έχω αισθήσεις Έντουαρντ, το ξέχασες?» με πείραξε γυρίζοντας προς το μέρος μου και την κοίταξα απορημένος.
«Νόμιζα ότι είπες ότι όταν είμαι κοντά σου έχεις».
«Έχω άλλου είδους συναισθήματα, όχι αυτά που έχει ένα κοινός άνθρωπος».
«Δεν το καταλαβαίνω αυτό».
«Ούτε και εγώ, πίστεψε με... είναι τόσο πρωτόγνωρο ακόμα και για μένα» είπε σοβαρή κοιτώντας για λίγο το κενό απορροφημένη μέσα στις προσωπικές της σκέψεις.
«Γιατί δεν ήθελες να ακουμπήσω τις ουλές σου?» την ρώτησα και εκείνη ξαφνικά πάγωσε αλλά δεν το εξωτερίκευσε... γύρισε αργά το πρόσωπο της προς το μέρος μου και είπε απαιτητικά.
«Απλά μην το κάνεις». Κατένευσα σεβόμενος την επιθυμία της και κοιτώντας για μία στιγμή το πάτωμα αναστέναξε και με κοίταξε για άλλη μια φορά.
«Θα πάω να κάνω ένα ζεστό ντουζ... θα με περιμένεις ή θα φύγεις?»
«Θες να φύγω?» ρώτησα κρύβοντας την αγωνία που ένιωσα στη φωνή μου αλλά κάτι με έκανε να νιώσω ότι δεν την ξεγέλασα καθόλου... κούνησε αργά το κεφάλι της χαμογελώντας με ένα πονηρό χαμόγελο και της το ανταπέδωσα και εγώ.
«Θα σου φέρω να φορέσεις κάτι στεγνό» είπε και βγαίνοντας από το δωμάτιο, άκουσα που μπήκε στο δωμάτιο του Τσάρλη και μετά από λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στο χέρι της μια καινούργια αλλαξιά... μου τα έδωσε και είπε πριν φύγει ξανά
«Δεν θα αργήσω» και με άφησε μόνο στο δωμάτιο της.
Πέρασα το χέρι μου νευρικά μέσα από τα μαλλιά μου... άφησα τα στεγνά ρούχα πάνω στο κρεβάτι και αφού άλλαξα νωχελικά, κοίταξα γύρω μου το δωμάτιο της και άρχισα να το παρατηρώ... με μια πρώτη ματιά, έβλεπες ένα συνηθισμένο κοριτσίστικο δωμάτιο... αλλά αν το παρατηρούσες περισσότερο, ήταν κάτι περισσότερο από αυτό... η προσωπικότητα της αντανακλώταν σε κάθε σπιθαμή μέσα σε αυτό το δωμάτιο... υπήρχαν παντού λουλούδια... ένιωθες ότι αυτό το δωμάτιο ήταν η άνοιξη... όπως ακριβώς το άρωμα που ανέδιδε η επιδερμίδα της... οι τοίχοι, τα καλύμματα του κρεβατιού της ακόμα και οι κουρτίνες της είχαν ήταν διακοσμημένα με λουλούδια σε διάφορους αρμονικούς χρωματισμούς... αλλά αυτό που σου έκανε εντύπωση ήταν η μεγάλη βιβλιοθήκη που είχε... ένα τεράστιο έπιπλο που έπιανε από τη μια άκρη του τοίχου και τελείωνε στην άλλη... αν και ο χώρος ήταν μικρός... έτσι όπως το είχε επιμεληθεί μου θύμιζε πάρα πολύ τη βιβλιοθήκη του Καρλάηλ σε μικρογραφία.
Άφησα τα βρεγμένα μου ρούχα πάνω στο αναμμένο καλοριφέρ για να στεγνώσουν και πλησίασα την βιβλιοθήκη. Άρχισα να διαβάζω τους τίτλους των βιβλίων που ήταν τοποθετημένα στα ράφια με ιδιαίτερη φροντίδα... τα περισσότερα από αυτά τα γνώριζα... τα είχα διαβάσει και εγώ ο ίδιος στις άπειρες ώρες της μοναξιάς μου... αλλά ένα κομμάτι της βιβλιοθήκης της ήταν τόσο περίεργο... υπήρχαν μεγάλοι τόμοι με δερμάτινα εξώφυλλα που δεν είχαν απάνω τίτλους... ήμουν τόσο απορροφημένος στο να διαβάζω και να κοιτώ τα βιβλία της που δεν αντιλήφθηκα αμέσως την παρουσία της και την στιγμή που από περιέργεια έπιασα ένα από αυτά τα βιβλία, εκείνη ξερόβηξε και γύρισα απότομα τη ματιά μου προς το μέρος της.
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος» απολογήθηκα και άφησα το βιβλίο στη θέση του χωρίς να το ανοίξω... «τι βιβλία είναι αυτά?»
«Σίγουρα όχι για βρικόλακες» είπε πειραχτικά αλλά με έκανε να καταλάβω ότι αυτή μου η κίνηση την είχε πειράξει... δεν το σχολίασα... «θα κατέβω κάτω να τσιμπήσω κάτι... βλέπεις δεν μπορώ να αποφύγω τις ανθρώπινες αδυναμίες» είπε με μια δόση πικρίας και συνέχισε... «θες να μου κάνεις παρέα?»
«Γιατί όχι…» είπα ήρεμα και της χαμογέλασα.
Είχε αλλάξει ρούχα και τώρα φόραγε μια φόρμα και ένα στενό μπλουζάκι, που τόνιζε τις όμορφες καμπύλες της, στα χρώματα του μαύρου και του γκρι ενώ τα μαλλιά της ήταν ακόμα νωπά και το άρωμα που ανέδυαν ήταν μεθυστικό... την ακολούθησα σαν μαγεμένος... το περπάτημα της πάνω στη σκάλα ήταν τόσο ρευστό, τόσο ήρεμο, τόσο αέρινο που καθώς την έβλεπα, ένιωθα ότι ήταν σαν να περπάταγε πάνω σε ένα απαλό σύννεφο και όχι σε ξύλινες τάβλες... δεν χόρταινα να την κοιτάω.
Φτάνοντας στην κουζίνα της έκατσα σε μια καρέκλα από της δύο που υπήρχαν μέσα στον χώρο και εκείνη, ακόμα σιωπηλή, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε ένα μεγάλο γυάλινο μπολ και βγάζοντας μια δόση από το φαγητό που περιεχόταν σε αυτό, το έβαλε σε ένα πιάτο και το τοποθέτησε μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων για να το ζεστάνει... μόλις πάτησε το σταρτ... εκείνο πήρε ζωή και ο χώρος γύρω μας άρχισε να ευωδιάζει από τη μυρωδιά της ντομάτας και της ρίγανης.
Αφού τακτοποίησε το μπολ, το έβαλε ξανά μέσα στο ψυγείο και γύρισε προς την μεριά μου.
«Συγγνώμη για πριν... δεν ήθελα να σε προσβάλω» είπε απολογητικά ενώ ακούμπησε χαλαρά στον μπάγκο της κουζίνας και της χαμογέλασα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου.
«Κατάλαβα ότι δεν σου αρέσει να πειράζουν τα πράγματα σου... το σέβομαι αυτό».
«Δεν είναι τόσο απλό Έντουαρντ... δεν είναι βιβλία για τον καθένα... δεν επιτρέπεται να τα διαβάζει ο καθένας» τόνισε και ζάρωσα τα μάτια μου με απορία.
«Δεν θα τα ξαναπειράξω, σου το υπόσχομαι» είπα ειλικρινά και κατένευσε... «αλλά δεν καταλαβαίνω, αφού δεν θες να τα δει κανείς γιατί τα έχεις εκτεθειμένα σε κοινή θεά?»
«Δεν περίμενα ποτέ ότι κάποιος θα μπει στο δωμάτιο μου».
«Και ο Τσάρλη?»
«Ο Τσάρλη είναι πάντα διακριτικός... δεν επεμβαίνει ποτέ στα πράγματα μου». Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και έμεινα πάλι σιωπηλός... εκείνη, με αργή και ρευστή κίνηση, ήρθε κοντά μου και ανοίγοντας την αγκαλιά μου, την τράβηξα κοντά μου και έκατσε στα πόδια μου.
«Ακόμα μου φαίνεται τόσο παράξενο να σε έχω εδώ... δίπλα μου... να σε νιώθω» είπε την τελευταία λέξη γουρλώνοντας τα μάτια της.
«Πίστεψε με... είναι το ίδιο παράξενο και για μένα... ποτέ δεν περίμενα ότι θα ήμουν με κάποια με διαφορετικό τρόπο από ό, τι είμαι με τα αδέλφια μου» της είπα και μου χαμογέλασε... σήκωσε το χέρι της κοιτώντας με στα μάτια και ακουμπώντας τα ακροδάχτυλα της πάνω στο πρόσωπο μου, τα πέρασε απαλά από το μέτωπο μου μέχρι το σαγόνι μου.
«Είσαι τόσο όμορφος» είπε με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα της, περισσότερο απευθυνόμενη προς τον εαυτό της παρά σε μένα αλλά πριν προλάβουμε να πούμε ή να κάνουμε οποιαδήποτε άλλη κίνηση... τα λάστιχα από το περιπολικό του Τσάρλη στρίγγλισαν στην άσφαλτο τη στιγμή που έπαιρνε τη στροφή για να μπει στο μικρό πάρκινγκ της αυλής του και παγώσαμε.
«Κάνει ο Τσάρλη να με δει εδώ?» την ρώτησα και έμεινε και εκείνη το ίδιο ξαφνιασμένη.
«δεν ξέρω» είπε ξέπνοα και σηκώθηκα όρθιος αφήνοντας την απαλά να ακουμπήσει τα πόδια της στο πάτωμα και της χαμογέλασα ζεστά.
«Δεν πειράζει τότε, μια άλλη φορά» είπα και αφήνοντας την εξαφανίστηκα ανεβαίνοντας προς τα πάνω για να φύγω από το δωμάτιο της ώστε να μη με δει ο Τσάρλη αλλά η φωνή της με έκανε να αλλάξω γνώμη.
«Μη φύγεις» είπε με πόνο στην φωνή της και κοκάλωσα... πονάει το ίδιο όπως πονάω και εγώ με την απουσία της... πώς μπορώ να της το αρνηθώ... έμεινα στο δωμάτιο της αφού πρώτα έκλεισα την πόρτα... έκατσα πάνω στο κρεβάτι της και παίρνοντας το μαξιλάρι της στα χέρια μου το έβαλα στο πρόσωπο μου και πήρα μια βαθιά ανάσα για να μυρίσω το προσωπικό ιδιαίτερο άρωμα της... έκλεισα τα μάτια απολαμβάνοντας το και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου που ένιωθα να τραβάει όλα μου τα χαρακτηριστικά, τεντώνοντας τα... το άφησα ξανά στη θέση του και έμεινα εκεί, ακίνητος, ακούγοντας τη συζήτηση που είχε με τον Τσάρλη, περιμένοντας την.
«Μπέλα?» άκουσα τον Τσάρλη να την προσφωνεί ενώ ήταν ακόμα στην πόρτα «είσαι εδώ?»
«Στην κουζίνα» του φώναξε εκείνη και άκουσα τα βαριά του βήματα να πηγαίνουν προς το μέρος που ήταν εκείνη.
«Πώς είσαι σήμερα καρδιά μου?» την ρώτησε ανήσυχα και μέσα από την σκέψη του τον έβλεπα που την πλησίασε και της άφησε ένα φιλί πάνω στον κρόταφο της... τόσο απαλό... τόσο στοργικό, γεμάτο αγάπη γι αυτό το μικροσκοπικό πλάσματακι όπως την έβλεπε εκείνος.
Μέσα στις σκέψεις του Τσάρλη υπήρχε μεγάλη αγωνία για εκείνην... φόβος για το αύριο... φόβος για εκείνην... έτρεμε στην ιδέα να την χάσει... και κάθε φορά που την κοίταζε, του ερχόντουσαν όλες οι ανατριχιαστικές στιγμές που πέρασε στο αποκρουστικό κρεβάτι του νοσοκομείου, που άθελα του ανατρίχιασε... ανατρίχιασα και εγώ... η εικόνα της Μπέλας πανιασμένη και διασωληνωμένη... με ξερά χείλια και μάτια ερμητικά κλειστά... με τον μονότονο ήχο από το μηχάνημα που μέτραγε την καρδιά της... με έκανε χίλια κομμάτια... πόσο γνώριμα για μένα... μιας και που είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες από την ημέρα που είχα πάει να την επισκεφτώ στο νοσοκομείο, σε παρόμοια κατάσταση με αυτήν που έβλεπα τώρα από την ανάμνηση του Τσάρλη... αλλά η διαφορά ήταν αισθητή... στην ανάμνηση του, εκείνος έβλεπε την Μπέλα όπως ήταν... στα δικά μου μάτια, έφερνα την ανάμνηση της Μπέλας όπως την έβλεπα εγώ και τότε κατάλαβα ότι η Μπέλα είχε δίκιο... μάλλον η ανάμνηση του Τσάρλη ήταν πριν η Μπέλα καταλάβει το σώμα του κοριτσιού που είχε μεγαλώσει ο ίδιος.
«Ζεσταίνω λίγα λαζάνια για να φάω... θέλεις να σου βάλω και εσένα?» τον ρώτησε η Μπέλα το ίδιο τρυφερά, χαρίζοντας του ένα εγκάρδιο χαμόγελο αποφεύγοντας επιμελώς την ερώτηση του και εκείνος κουνώντας το κεφάλι του, έκατσε στην καρέκλα που καθόμουν εγώ πριν, αρκετά κουρασμένα.
«Δεν θα έλεγα όχι... πρέπει να φύγω σε λίγο γιατί ο Μόρις αρρώστησε και θα κάνω τη βάρδια του» είπε με βαριά καρδιά επαναλαμβάνοντας μέσα στη σκέψη του... πώς θα την αφήσω πάλι μόνη της?... δεν έπρεπε να το δεχθώ.
«Τότε θα σου βάλω μια γερή δόση φαγητού για να σε κρατήσει» είπε εκείνη ευδιάθετα και με χορευτικές κινήσεις έβγαλε και πάλι το γυάλινο μπολ με το φαγητό από το ψυγείο και άρχισε να ετοιμάζει το πιάτο του με ένα τεράστιο χαμόγελο που με έκανε ασυναίσθητα να χαμογελάσω και εγώ γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά τον λόγο της διάθεση της... μιας και που την ίδια διάθεση είχα και εγώ ο ίδιος... λίγο χρόνο οι δύο μας μακριά από τα βλέμματα όλων των άλλων, ξέγνοιαστοι και προστατευμένοι από κάθε τι που μας απειλεί από τον έξω κόσμο... πόσο πιο όμορφα θα μπορούσε αυτή η σκέψη να μας κάνει να νιώσουμε?
«Μπέλα... λυπάμαι, προσπάθησα να το αποφύγω... αλλά...» ξεκίνησε ο Τσάρλη αλλά εκείνη τον έκοψε αμέσως με τη ματιά της, γυρνώντας προς το μέρος του και αναστενάζοντας τον πλησίασε με μια αργή και ρευστή κίνηση, ανέκφραστη κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια... εκείνη τη στιγμή σάστισα και ασυναίσθητα, ταυτόχρονα με τον Τσάρλη, ανοιγόκλεισαν τα μάτια μου χωρίς να γνωρίζω το γιατί.
Έβαλε αργά το ένα χέρι της πάνω στον ώμο του και αμέσως το κορμί μου, ταυτόχρονα με το δικό του, ηλεκτρίστηκε και με έκανε να τιναχτώ αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ από τη θέση μου... η ματιά της με είχε καθηλώσει αφήνοντας με ξέπνοο... το δεύτερο χέρι της αγκάλιασε το σαγόνι του και τον κράτησε σταθερό για να μην μπορεί να αποφύγει τη ματιά της και χωρίς να μιλάει τον κοίταγε ακόμα ανέκφραστη με έντονο βλέμμα... ένιωσα το σώμα μου όλο να μουδιάζει καθώς την ίδια αντίδραση είχε και ο Τσάρλη και μέσα μου όλα τα συναισθήματα μου παρέλυσαν και μια αγωνία άρχισε να με καταβάλει... δεν έλεγχα πλέον τις αισθήσεις μου... δεν έλεγχα τις κινήσεις μου... δεν έλεγχα καν τη λογική μου... εκείνη μας είχε εξουσιάσει και τώρα διάταζε όλο μας το είναι.
«Είμαι μια χαρά» άκουγα τα λόγια της αλλά δεν έβλεπα τα χείλια της να κουνιούνται... τι στο καλό? «δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για μένα... η ζωή σου δεν είναι μόνο εγώ... πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να το συνειδητοποιήσει... συνέχισε τη ζωή σου Τσάρλη... κάποια μέρα εγώ θα φύγω και αυτό θα σε τσακίσει... βρες κάτι που να έχει νόημα στη ζωή σου για να μην νιώσεις ποτέ μόνος... είσαι καταπληκτικός άνθρωπος... και η ζωή, σου χρωστάει ακόμα πολλά... δώσεις το δικαίωμα να σου τα δώσει... μην της γυρίζεις την πλάτη» είπε και ταυτόχρονα πήραμε μια ανάσα.
Όλο μου το είναι, καθώς και τους Τσάρλυ, άρχισε να γαληνεύει... μια περίεργη ευφορία μας πλημμύρισε και μας έκανε να νιώσουμε ότι όλα θα πάνε καλά και αμέσως όλο μας το είναι αναπτερώθηκε... Μόλις το άγγιγμα της μας απελευθέρωσε, και οι δύο πεταρίσαμε τα μάτια μας και την κοιτάξαμε πραγματικά... εκείνη χαμογελούσε ζεστά και πριν ο Τσάρλη κάνει κάποια λογική σκέψη αμέσως μίλησε.
«Καλέ μου πατέρα... δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας... αν χρειαστώ κάτι θα σε πάρω αμέσως τηλέφωνο... και ξέρω ότι σε δευτερόλεπτα θα είσαι εδώ» τον πείραξε και του έδωσε δύο φιλικά χτυπήματα στον ώμο και γυρίζοντας προς τον μπάγκο άρχισε να σερβίρει το φαγητό χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Ακόμα ξέπνοος είχα μείνει να την κοιτάζω μέσα από τη σκέψη του Τσάρλη... εκείνη λειτουργούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα πριν από λίγο... και ο Τσάρλη την κοίταζε με θαυμασμό και καμάρι... οι σκέψεις του... δόξα το θεό, το παιδί μου μέρα με την ημέρα καλυτερεύει... πρέπει να της αφήσω λίγο χώρο να χαρεί την ηλικία της χωρίς να την στρεσάρω περισσότερο... πρέπει να την αποδεσμεύσω από τη μανία και το άγχος που νιώθω για εκείνην και να της δώσω το ελεύθερο να ζήσει όπως όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας της... ωχ, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να φέρει και αγόρι στο σπίτι?... ήρεμα Τσάρλη... ξέρεις ότι θα συμβεί και αυτό κάποια στιγμή... μην την αποθαρρύνεις... είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων... ελπίζω να μη γίνει σύντομα... αχ Χριστέ μου, πόσο δύσκολο είναι να είσαι σήμερα γονιός.
Η Μπελά έκατσε απέναντι του αφού είχε πρώτα αφήσει τα πιάτα με το φαΐ και δύο ποτήρια με γάλα... και τον κοίταζε με ικανοποίηση... μπορεί να ξέρει τι σκέφτεται αυτή τη στιγμή ο Τσάρλη?... όλα είναι πιθανά... τελικά σκέφτηκα και αναστέναξα μελαγχολικά... δεν ξέρω τίποτα για εκείνη.
Μέσα στις σκέψεις του Τσάρλη πάλευα να βρω αν θυμόταν κάτι από το περίεργο συμβάν που μόλις είχε διαδραματιστεί... για εκείνον ήταν σαν να μην είχε συμβεί ποτέ, για μένα όμως που τα έβλεπα σαν τρίτο μάτι ήταν τόσο έντονο... μια περίεργη ανησυχία άρχισε να με καταβάλει και δεν ήξερα πώς να νιώσω γι αυτό... μπορεί να μας εξουσιάζει και να μας κάνει να νιώθουμε όπως εκείνη θέλει να νιώθουμε... και αυτό για κάποιον λόγο δε μου ήταν ευχάριστο... αλλά δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε έτσι... όσο ήμουν μαζί της, δεν θυμάμαι να μου έχει ξανασυμβεί... και αν το έχει κάνει απευθείας και σε μένα και δεν το είχα συνειδητοποιήσει όπως δεν το συνειδητοποιεί ο Τσάρλη τώρα???... θα ήμουν σε θέση να το ξέρω?... πόσο περίπλοκο είναι αυτό το κορίτσι... το άφησα στην άκρη προς το παρόν για να μη με επηρεάσει... αλλά σίγουρα θα το ερευνούσα... θα την ρώταγα στην πρώτη ευκαιρία... όμως εκείνη θα μου πει την αλήθεια?
Η συζήτηση τους είχε γίνει χαλαρή και καθημερινή... μέχρι που τελείωσαν το φαγητό τους και εκείνη σηκώθηκε για να μαζέψει τα πιάτα για να τα τακτοποιήσει.
«Άσ’ τα καρδιά μου θα το κάνω εγώ» της είπε αμέσως ο Τσάρλη και εκείνη του χαμογέλασε.
«Είσαι κουρασμένος... πήγαινε να ξεκουραστείς» του είπε περισσότερο σαν εντολή και εκείνος αμέσως σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της... της έδωσε άλλο ένα φιλί στον κρόταφο και έκανε αυτό που του είπε χωρίς δεύτερη σκέψεις σαν μαγεμένος.
Μόλις πήγε προς το σαλόνι... σταμάτησα να ελέγχω τη σκέψη του και έμεινα να κοιτάω πάλι το δωμάτιο με τις σκέψεις μου μακριά... έγιναν τόσα πολλά μέσα σε μια μέρα.
«Καλή βάρδια» άκουσα τη φωνή της Μπέλας από το σαλόνι και αυτόματα η δεύτερη ακοή μου ενεργοποιήθηκε και συντονίστηκε με τη σκέψη του Τσάρλη.
Την ευχαρίστησε και αφού της έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της την αποδέσμευσε και εκείνη άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα ήρεμα και χαλαρά... άφησα τη σκέψη του Τσάρλη και γύρισα τη ματιά μου προς την πόρτα ξέπνοος και περίμενα μέχρι να ανοίξει για να την ξαναδώ.
Εκείνη, στο κατώφλι της πόρτας, με κοίταζε με ένα πειραχτικό ύφος και μου χαμογελούσε πονηρά.
«Ωραίο» είπε κοιτώντας με από την κορυφή ως τα νύχια μπαίνοντας μέσα και έκλεισε ήρεμα την πόρτα πίσω της.
«Δε θα το έλεγα» είπα εγώ, κάνοντας μια γκριμάτσα, κοιτώντας τα ρούχα που μου είχε δώσει... «σαν βαπτιστικά μου φαίνονται επάνω μου» την πείραξα και εκείνη γέλασε τραντάζοντας το κορμί της με ένα άηχο γέλιο και με πλησίασε με αργά βήματα.
«Τονίζουν όμως το...» κόμπιασε, κόβοντας τη λέξη που ήταν έτοιμη να ξεστομίσει «κορμί σου» συνέχισε με έναν αναστεναγμό και γέλασα σιγανά για να μην ακουστώ και απλώνοντας το χέρι μου προς το μέρος της εκείνη το δέχτηκε και έκατσε δίπλα μου γονατίζοντας πάνω στο στρώμα και έμεινε έτσι αποφεύγοντας να έρθει στην αγκαλιά μου... η διστακτικότητά της για κάποιον λόγο με πόνεσε αλλά ήξερα πολύ καλά ότι το έκανε για μένα.. ώστε να μη μου προκαλέσει περισσότερο πόνο με το άγγιγμά της.
«Όλα καλά με τον Τσάρλη?» ρώτησα και καλά αδιάφορα λες και δεν είχα ακούσει μόλις τώρα τη συζήτησή τους και εκείνη με κοίταξε με νόημα μέσα στα μάτια ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι επιδεκτικά, μεταφέροντας μου το μήνυμα μέσα από τη ματιά της... ναι, λες και δεν ξέρεις... και γέλασα παραδεχόμενος ότι ήξερα και μάλιστα πάρα πολύ καλά.
«Πώς ξέρεις τόσα πολλά για μένα?» την ρώτησα ξαφνικά, χωρίς να μπορώ να χαλιναγωγήσω άλλο την περιέργειά μου... και εκείνη για μια μόνο στιγμή έδειχνε να το σκέφτεται κοιτώντας μακριά.
«Δεν ξέρω πολλά για σένα...» τόνισε και γύρισε τη ματιά της προς το μέρος μου για να διαβάσει τις εκφράσεις μου καθώς συνέχιζε... «ξέρω αρκετά για το είδος σας... βλέπεις δεν είναι η πρώτη φορά που αποπλανώ βρικόλακα» είπε ήρεμα και ανέκφραστα και την κοίταξα με απορία.
«Αποπλανείς?» επανέλαβα και εκείνη αναστέναξε.
«Ωό έλα τώρα Έντουαρντ... μη μου πεις ότι δεν είσαι μαγεμένος γιατί δεν θα σε πιστέψω... τα πάντα απάνω μου σε προσελκύουν... η φωνή μου, το πρόσωπο μου, ακόμα και η μυρωδιά μου... λες και έχω ανάγκη κάτι απ’ όλα αυτά» την κοίταζα αποσβολωμένος... ήταν λες και είχε κλέψει τις ατάκες μου μέσα από το στόμα μου.
«Πιστεύεις ότι αυτό που αισθάνομαι για σένα είναι πλασματικό?... ότι το αισθάνομαι γιατί με μαγεύεις?» την ρώτησα σοβαρός.
«Όχι, είμαι σίγουρη ότι ό, τι αισθάνεσαι είναι πραγματικό».
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη?»
«Για ποιο λόγο φοβάμαι μόνο εσένα?» με ρώτησε και έμεινα λίγο σκεπτικός... πραγματικά μου κάνει εντύπωση... αλλά μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήταν λόγω της φύσης μου.
«Δεν ξέρω» κατέληξα τελικά να πω αφού δεν μπορούσα να βρω μια λογική εξήγηση.
«Δεν μπορώ να επέμβω στο μυαλό σου... όσες φορές και να προσπάθησα να σε καθοδηγήσω μου γύρισε πίσω».
«Όπως εγώ δεν μπορώ να ακούσω τις σκέψεις σου» συμπέρανα κάνοντας τον συνδυασμό... «αλλά δεν έχεις απόλυτο δίκιο, ξέρεις» προσπάθησα να φέρω την κουβέντα στο προηγούμενο συμβάν και εκείνη αμέσως το κατάλαβε και χαμογέλασε.
«Άκουγες» με κατηγόρησε χαμογελώντας
«Φυσικά» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου... «τι έκανες ακριβώς στον Τσάρλη?»
«Του εμφύσησα τις σκέψεις μου για να τον καθησυχάσω και να τον κάνω να με δει διαφορετικά» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους της σαν να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο «και όπως είδες έπιασε».
«Εκείνος όμως δεν το θυμάται».
«Αλίμονο αν το θυμόταν... τότε δεν θα είχε αποτέλεσμα... είναι κάτι σαν υπνωτισμός» εξήγησε και έμεινα για λίγο σκεπτικός.
«Ναι αλλά πέρασε και σε μένα... ένιωθα ακριβώς τα ίδια συναισθήματα με εκείνον».
«Αλλά όταν τον απελευθέρωσα βρήκες αμέσως τη λογική για να κρίνεις τι είναι αλήθεια και τι όχι... και με τη δική σου κρίση... σου δημιουργήθηκαν διαφορετικά συναισθήματα από εκείνον» είπε με σιγουριά και κατένευσα καθώς αυτή ήταν και η αλήθεια... «δεν μπορώ να σε επηρεάσω... ότι ένιωσες, το ένιωσες μέσα από τον Τσάρλη... δεν σε επηρεάζει όμως ώστε να σου περάσει αυτό που θέλω να σου περάσω».
«Πώς γίνεται αυτό?»
«Δεν ξέρω... αυτό ήταν το πρώτο που με παραξένεψε... όταν σε ακούμπησα τη ημέρα που με γνώρισες... θα έπρεπε το άγγιγμά μου να σε κατευνάσει και να σε κάνει να ξεπεράσεις αυτό που σε έπνιγε... αλλά δε συνέβη τίποτα τέτοιο... όταν βγήκαμε έξω... με απέκοψες τελείως από τη σκέψη σου... δεν μπορούσα να σε διαβάσω».
«Μπορείς να ακούς τη σκέψη μου?»
«Είναι πολύ δύσκολο... μου χαλάς πολύ ενέργεια... είναι σαν να τα βάζω με έναν γυάλινο τοίχο... μπορώ να τις δω... αλλά μου είναι δύσκολο να της ξεκαθαρίσω και να της ακούσω καθαρά... και έτσι περιορίζομαι στα συναισθήματα».
«Ακούς όμως τις σκέψεις των άλλων?»
«Πεντακάθαρα... έχει πολύ πλάκα... ιδίως όταν επεμβαίνω σε αυτές» είπε γελώντας σιγανά αλλά αμέσως πάγωσε και με κοίταξε απολογητικά... «μάλλον δεν ακούστηκε και τόσο καλό αυτό» είπε κάνοντας μια παιδιάστικη γκριμάτσα... χωρίς ίχνος μεταμέλειας.
«Ανάλογα πώς τους επηρεάζεις» της είπα δήθεν αυστηρά και εκείνη καταλαβαίνοντας ότι δεν την έκρινα γι αυτό, χαμογέλασε με περισσότερη αυτοπεποίθηση.
«Είπαμε τέλος το “κακό” κορίτσι... τώρα παίζω πιο τίμια» είπε κλείνοντας μου το μάτι.
«Τι εννοούσες πριν, ότι δεν είμαι ο πρώτος βρικόλακας που αποπλανείς?» ρώτησα χωρίς να είμαι σίγουρος αν ήθελα να μάθω... ενώ εξωτερίκευα την περιέργεια μου, ταυτόχρονα μια υποψία περίεργου πόνου με κατέβαλε και έμεινα ξέπνοος να την κοιτώ αλλά το ύφος της αυτόματα με έκανε να χαλαρώσω και να το δω περισσότερο σαν διασκεδαστικό, όπως το έβλεπε και εκείνη.
«Δεν έχεις ιδέα τι πλάκα έχετε όταν κάποιος σας χαλάει τα σχέδια σας» είπε με ένα ύφος τόσο σκανδαλιστικό.
«Τι εννοείς με αυτό?»
«Αχ, πραγματικά έπρεπε να ήσουν από μια μεριά να το δεις με τη δική μου οπτική γωνία... θα σου φέρω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις...» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και εκείνη ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με την προθυμία μου να μάθω, που όλο της το πρόσωπο φωτίστηκε και πήρε ένα παιδιάστικο ύφος που με έκανε να γελάσω. «Όταν καμία φορά πάνω στην βαρεμάρα μου έβρισκα κανέναν του είδους σου να “γευματίζει” με βασανιστικό τρόπο... εκεί που το θύμα τους υπέφερε και ούρλιαζε από τους πόνους... έμπαινα εγώ μέσα τους και ξαφνικά σιωπούσα και τους κοίταζα αδιάφορα, με έναν περιφρονητικό τρόπο και αυτό τους ξάφνιαζε στην αρχή αλλά όταν με άκουγαν κι όλας να τους μιλάω σάστιζαν... το ύφος τους ανεκτίμητο... το τι γέλιο έριχνα δεν λέγεται... έχετε τόση πλάκα όταν κυνηγάτε... θολωμένοι από το πάθος σας που δεν βλέπετε τίποτα μπροστά σας... κάνετε τα πάντα για να σβήσετε τη λύσσα σας... που οτιδήποτε σας σταθεί εμπόδιο, σας κάνει να τρελαίνεστε... ένας μόνο ήταν τόσο αδυσώπητος που αντί να λυσσάξει περισσότερο, έμεινε και με κοίταζε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... και όσο με προκαλούσε, τόσο πιο δυνατά γέλαγα εγώ και αυτό τον εκνεύριζε περισσότερο».
«Με ποιον τρόπο σε προκαλούσε?»
«Έσπαγε τα κόκαλα ένα ένα... για να με πονέσει αλλά η απάθεια μου τον εκνεύριζε περισσότερο».
«Εσύ δεν το ένιωθες» διαπίστωσα.
«Όχι... και αυτό ήταν το κακό».
«Κακό γιατί?»
«Γιατί δεν καταλάβαινα το δηλητήριο και όταν είδα μετά το κακόμοιρο το κορίτσι να ουρλιάζει, όταν πια την είχα απελευθερώσει... δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε... ενώ θα έπρεπε να είναι νεκρή... εκείνη σπάραζε... και μετά από τρεις μέρες σηκώθηκε και έφυγε... την κοίταζα σαν χαζή δεν μπορούσα να καταλάβω τότε τι πήγε στραβά».
«Το δηλητήριο την μεταμόρφωσε».
«Πιθανόν».
«Εκείνος δεν την αποτελείωσε?»
«Όχι, τσατίστηκε τόσο πολύ που ξέχασε τη δίψα του και πριν την αποτελειώσει, ακούστηκαν φωνές από μακριά και την άφησε για να κρυφτεί... όταν γύρισε και την βρήκε να σπαράζει... την παράτησε».
«Περίεργο» είπα με το μυαλό μου μακριά.
«Ποιο πράγμα?» ρώτησε εκείνη και γυρίζοντας προς το μέρος της την κοίταξα καχύποπτα.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν ήταν η Άλις εκείνο το κορίτσι?» τη ρώτησα αυστηρά και εκείνη αμέσως σοβάρεψε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της δηλώνοντας κοφτά ότι το εννοούσε.
«Αν ήταν, θα σου το έλεγα... εκείνη ήταν κοκκινομάλλα... και πολύ μεγαλύτερη σε ηλικία από την Αλίς» είπε κατηγορηματικά θιγμένη.
«Συγγνώμη... δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άσχημα... αλλά όλο αυτό έμοιαζε τόσο ίδιο με την ιστορία της Άλις που...» είπε απολογητικά και εκείνη πριν τελειώσω τη φράση μου έβαλε το χέρι της πάνω στο στόμα μου σταματώντας με και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Δε χρειάζεται να απολογείσαι... καταλαβαίνω τον πόνο σου... αλλά αυτό το συμβάν είναι πολύ πρόσφατο... και εκτός αυτού, αν πραγματικά ήταν η ιστορία της Άλις θα σου το έλεγα, δεν θέλω να αμφιβάλεις γι αυτό... δεν έχω σκοπό ούτε να σε κοροϊδέψω άλλα ούτε και να σου κρύψω κάτι για μένα... γιατί ξέρω ότι δεν έχεις σκοπό να με κρίνεις... όπως ξέρεις ότι ποτέ δεν πρόκειται να κρίνω εγώ εσένα... όλοι μας κάναμε κάποια λάθη στο παρελθόν... δε σημαίνει ότι πρέπει να τα αφήσουμε να μας βασανίζουν για την υπόλοιπη ζωή μας καταστρέφοντας την καλή μας πλευρά από τη στιγμή που πλέον πιο συνειδητοποιημένοι βλέπουμε τη ζωή με άλλη οπτική γωνία... όλοι κάνουμε λάθη Έντουαρντ... ουδείς αναμάρτητος... όταν όμως το μετανιώνουμε, όλοι έχουμε τη συγχώρεση του... αρκεί να το εννοούμε» είπε με έμφαση και αμέσως ένιωσα να φεύγει ένα βάρος από πάνω μου, σαν να μου αφαίρεσαν όλα τα λάθη του παρελθόντος από την πλάτη μου και ξαφνικά έγινα πιο ανάλαφρος.