Η Μπέλα με πλησίασε και γυρίζοντας δύο καθαρά ποτήρια άρχισε να τα γεμίζει με ουίσκι αποφεύγοντας τη ματιά μου. Σοβαρή...
«Τι θες να μάθεις?» ρώτησε ήρεμα και τείνοντας προς το μέρος μου ένα γεμάτο ποτήρι γύρισε και άρχισε πάλι να πηγαίνει προς τον μεγάλο καναπέ τη στιγμή που εγώ το πήρα στα χέρια μου πριν προλάβω να πιω καν μια γουλιά.Γιατί κρατούσε αποστάσεις?...
Τέσσερις λέξεις έφτασαν μόνο να εξανεμίσουν όλη την νευρικότητα και τους προβληματισμούς μου και σαν μαγεμένος την ακολούθησα και έκατσα δίπλα της... κρατώντας ακόμα το ποτήρι στο ένα μου χέρι, γύρισα όλο μου το σώμα προς το μέρος της και ακούμπησα τον αγκώνα μου πάνω στην πλάτη του καναπέ χωρίς να αποχωρίζομαι τη ματιά της.
Εκείνη με μιμήθηκε αλλά τη στιγμή που έβαλε τον αγκώνα της πάνω στην πλάτη του καναπέ άφησε το κεφάλι της να ξεκουραστεί επάνω στην παλάμη της και αναστέναξε τη στιγμή που κλείδωσε τη ματιά της στη δική μου ματιά, περνώντας μου το μήνυμα ότι ήταν πολύ κουρασμένη ψυχικά για να αντέξει περισσότερα... και το σεβάστηκα και δεν την προκάλεσα.
Τόσο διαφορετική από την γυναίκα που ήρθε να με προκαλέσει πριν λίγο, τη στιγμή που απαίτησε το χορό που της χρώσταγα... τόσο ίδια με τη γυναίκα που γνώρισα και αγαπώ... που αμέσως ένιωσα το στήθος μου να διαλύεται κόβοντας την ανάσα μου.
«Έχεις αλλάξει τόσο πολύ... και όμως είσαι τόσο ίδια» εξωτερίκευσα τη σκέψη μου με βαθιά φωνή γεμάτη ειλικρίνεια και μου χαμογέλασε συνεσταλμένα.
«Το ίδιο τολμώ να πω και εγώ για σένα... δεν μπορώ να κρύψω την ευχάριστη έκπληξη που μου προκάλεσαν οι αντιδράσεις σου» μου απάντησε κι εγώ της ανταπέδωσα το χαμόγελο και ήπια μια γουλιά από το ποτό μου.
«Έχεις να οδηγήσεις...» με προειδοποίησε... ξεκαθαρίζοντας μου ρητά πως ό,τι και να γίνει δεν πρόκειται να αλλάξει αυτό... τι θέλει να μου περάσει, ότι δεν με θέλει πια στη ζωή της???... και αυτά που έλεγε στο γραφείο μου???
Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα... άκουσα μια φωνή μέσα στο μυαλό μου και αναστέναξα και τότε είδα ένα ικανοποιητικό χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλια της αλλά συνέχισε με ανάλαφρο ύφος.
«Και ξέρεις ότι τα αυτοκίνητα μου είναι κλάσης ανώτερα από την Άστον Μάρτιν σου... γι αυτό καλό θα είναι να έχεις καθαρό μυαλό».
«Γι αυτό καλό θα είναι να έχεις καθαρό μυαλό»... πάνω σε αυτή τη φράση αμέσως ένιωσα καλύτερα... είναι διατεθειμένη να μου εξηγήσει ό, τι με προβληματίζει... δεν την ξεγελάω, ήδη ξέρει όλα τα ερωτήματα που βασανίζουν το μυαλό μου και την ψυχή μου... αλλά περιμένει να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση.
Άφησα το ποτήρι μου πάνω στο τραπεζάκι και ξαναγύρισα στην ίδια θέση που είχα και πριν μόνο που αυτή τη φορά άφησα και εγώ το κεφάλι μου να ξεκουραστεί πάνω στην παλάμη μου, περνώντας της το μήνυμα ότι ήμουν το ίδιο συναισθηματικά κουρασμένος όπως ακριβώς ήταν και εκείνη.
Η Μπέλα με κοίταζε σταθερά στα μάτια περιμένοντας και διαβάζοντας κάθε μου κίνηση... και μόλις διάβασε το μήνυμα που της πέρασα μου χαμογέλασε ζεστά για να με ηρεμήσει.
«Πες μου τι θες μάθεις» μου έδωσε την άδεια να ξεκινήσω να την βομβαρδίζω και αναστέναξα.
«Μπέλα, ξέρεις ακριβώς όλα τα ερωτηματικά που έχουν δημιουργηθεί μέσα σε αυτές τις λίγες ώρες» την προκάλεσα για να δω τις αντιδράσεις της και εκείνη χαμογέλασε... αλλά δεν αντέδρασε όσον αφορά το όνομα με το οποίο την αποκάλεσα.
«Και εσύ ξέρεις πάρα πολύ καλά ότι προτιμώ να δω τη σειρά προτεραιότητας των ερωτημάτων σου».
«Μμμμ... σωστά, είναι και αυτό... ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το κάνεις αυτό... αλλά σίγουρα δεν είναι του παρόντος» αναστέναξα και έξυσα μηχανικά το κεφάλι μου με το χέρι που το υποβάσταζα.
«Αν και με καίει να μάθω για το θέμα του παιδιού... προτιμώ να μου λύσεις πρώτα την απορία γιατί έφυγες». Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα την Μπέλα να ξαφνιάζεται και να με κοιτάει φαινομενικά με ήρεμο ύφος... αλλά ήμουν σίγουρος ότι από μέσα της ήταν σοκαρισμένη... δεν περίμενε αυτήν μου την αντίδραση... και ξέρει ότι μιλάω ειλικρινά... όσο και να με καίει το θέμα της Νοέλιας... θέλω να καταλάβω τι την οδήγησε να μου το κρύψει όλα αυτά τα χρόνια.
Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της για να κερδίσει χρόνο ώστε να κρύψει την έκπληξη της και αφήνοντας το ποτήρι στο τραπεζάκι γύρισε στην ίδια θέση που ήταν και πριν χωρίς να αλλάζει στάση.
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν έφυγα για τον προφανή λόγο?»
«Έλα τώρα Μπέλα... σε ξέρω αρκετά καλά για να καταλάβω ότι δεν έφυγες για τον Τσάρλι... θα μπορούσες να τον αντιμετωπίσεις και χωρίς να φύγεις όπως έκανες και όλες τις άλλες φορές... τι άλλαξε εκείνη την ημέρα??... γιατί κάτι μου λέει ότι τελικά είχες νευριάσει μαζί μου περισσότερο από όσο είχες νευριάσει με εκείνον?... από εκείνον το περίμενες κάτι τέτοιο... εντάξει σίγουρα όχι τέτοια υπερπαραγωγή αλλά πάντα περίμενες ότι κάτι χειρότερο έκρυβαν οι πράξεις του και ήσουν προετοιμασμένη γι αυτό... αλλά από μένα τι ήταν αυτό που δεν περίμενες να κάνω?... τι ήταν αυτό που σε έκανε να θες να με σκοτώσεις?» Ανασήκωσε το φρύδι της φανερά ξαφνιασμένη από τα λόγια μου και μάσησε για λίγο το κάτω της χείλος.
«Πραγματικά δεν ξέρεις?» με ρώτησε κοιτώντας με, με περιέργεια και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου σοβαρός.
«Ποτέ δεν το κατάλαβα τι προκάλεσε αυτήν σου την αντίδραση... εντάξει σου έκρυψα το ότι ήξερα τον Τσάρλι από τότε... ότι όταν τον γνώρισα, κατάλαβα ότι ήταν εκείνος... για το τι είπε η μητέρα μου όταν πέθανε, ποτέ δεν με είχες ρωτήσει, γι αυτό και εγώ δεν αναφέρθηκα σε αυτό... και όσον αφορά το όνομα, ντρεπόμουν πάρα πολύ για να σου αποκαλύψω κάτι τέτοιο και ξέρεις ότι δεν το είχα συνδυάσει ποτέ... γιατί εγώ δεν είχα καταλάβει, μέχρι εκείνη τη στιγμή που μου το δήλωσες, ότι ήταν μόνο ο Τσάρλι αυτός που με κακοποιούσε... αλλά πάντα κάτι μου έλεγε ότι κάτι από αυτά ήταν ο λόγος του ξεσπάσματος σου... αλλά ειλικρινά Μπέλα, δεν μπορώ να καταλάβω, τι ήταν αυτό που έκανα για να σου προκαλέσει τόσο πόνο ώστε να θες να με κάνεις να σε φοβηθώ».
«Ίσως αυτό να σου λύσει την απορία» είπε μόνο η Μπέλα και παίρνοντας ένα τηλεκοντρόλ από το συρτάρι του τραπεζιού που ήταν μπροστά μας, πάτησε το σταρτ και στην οθόνη της τηλεόρασης εμφανίστηκε μια γνώριμη σε μένα σκηνή.
Ήταν τα όγδοα γενέθλια μου, λίγο πριν τον θάνατο του πατέρα μου, και υπήρχε πολύ κόσμος που γνώριζα και άλλους που απλά τους θυμόμουν φατσικά... κοίταζα το βίντεο με μεγάλο ενδιαφέρον για να μπορέσω να καταλάβω τι θα μπορούσε να της προκαλέσει τόσο πόνο εκείνη την ημέρα... εκείνη δε μίλαγε... κοίταζε μόνο εμένα για να διαβάσει τις αντιδράσεις μου και όταν ακούστηκε το γέλιο μου μέσα από την ταινία γύρισε το πρόσωπο της προς την τηλεόραση και πάγωσε τη σκηνή ακριβώς τη στιγμή που μια κυρία με είχε αγκαλιά και εγώ την κοίταξα με απορία.
«Σου θυμίζει τίποτα?» με ρώτησε ήρεμα προσπαθώντας σκληρά να πνίξει όλο τον πόνο που ένιωθε μέσα της με αυτήν την σκηνή.
Γύρισα τη ματιά μου προς το μέρος της και την κοίταξα με απορία.
«Την θυμάμαι φατσικά αλλά δεν ξέρω ποια είναι» απάντησα ανταποδίδοντας το βλέμμα της.
Πήρε μια ανάσα και γύρισε όλο της το σώμα στην ευθεία και άφησε την πλάτη της να ακουμπήσει πάνω στην πλάτη του καναπέ βαριά κοιτώντας για λίγο το ταβάνι πριν μιλήσει... έβαλε τα πόδια της να ακουμπήσουν πάνω στο τραπεζάκι και αναστέναξε... ήξερε ότι της λέω την αλήθεια... μα ποια στο καλό ήταν αυτή που την έκανε να αντιδράσει τόσο πολύ εκείνην την ημέρα δεν μπορώ να καταλάβω.
«Εκείνη την ημέρα ήθελα να σου κάνω πάρτι έκπληξη...» ξεκίνησε και γύρισε να με αντικρίσει και συναίνεσα δηλώνοντας της ότι το είχα καταλάβει.
«Είχα σκεφτεί ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να γιορτάσουμε τα γενέθλια μας κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα, σβήνοντας το παρελθόν αναπολώντας μόνο τις όμορφες στιγμές του» πήρε μια ανάσα και κοίταξε πάλι προς το ταβάνι συγκρατώντας με μεγάλο κόπο τα συναισθήματα της για να μπορέσει να συνεχίσει... εγώ καθόμουν στην ίδια θέση ακίνητος και αμίλητος περιμένοντας υπομονετικά να συνεχίσει.
«Ζήτησα από την Έσμε να μου δώσει όλα τα βίντεο που είχε στην κατοχή της από την παιδική σου ηλικία και μαζί με τα δικά μου βίντεο πήγα σε έναν καλό μου φίλο για να φτιάξω μια ταινία με την ονομασία «οι καλύτερες στιγμές μας» όπου δείχνανε παράλληλα τις καλές στιγμές τις δικές σου και τις δικές μου στις αντίστοιχες ηλικίες... κόβοντας επιμελώς όλα τα κομμάτια που θα σε στενοχωρούσαν... Βλέποντας την…» ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της και πριν προλάβω να αντιδράσω έσπευσε να το μαζέψει και γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος μου... εγώ δεν μίλησα.
«Πάνω στο μοντάζ βρήκα αυτό» είπε και έδειξε με το χέρι της την οθόνη «και τα πάντα ξεδιάλυναν» συνέχισε και εγώ συνέχιζα να την κοιτάω με απορία.
«Ποια είναι αυτή?» την ρώτησα μην μπορώντας άλλο να χαλιναγωγήσω την περιέργεια μου.
«Πραγματικά δεν ξέρεις?» με ρώτησε αυστηρά και τότε ξέσπασα.
«Πες μου επιτέλους ποια είναι αυτή Μπέλα... εξαιτίας της καταστράφηκε η ζωή μου... αν ήξερα ποια ήταν πιστεύεις ότι θα ήμουν τόσο προβληματισμένος?»
«Όχι δε θα ήσουν... αλλά μου κάνει εντύπωση που δεν την ξέρεις».
«Μπέλα, να χαρείς, σε παρακαλώ, πες μου ποια είναι?» της είπα πιο ήρεμα και αναστέναξε.
«Είναι η Ολίβια, Έντουαρντ... η βιολογική σου μητέρα». Την κοίταζα με ανοιχτό το στόμα δεν ήξερα τι να πω, πώς να αντιδράσω.
«Η Ολίβια?» ρώτησα περισσότερο τον εαυτό μου ισιώνοντας το σώμα μου και αφού ακούμπησα τα πόδια μου ξανά στο πάτωμα έβαλα το κεφάλι μου μέσα στις χούφτες μου και προσπάθησα να θυμηθώ όλες τις στιγμές που θα μπορούσα να είχα ζήσει μαζί της... αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα.
Κοίταξα για άλλη μια φορά στιγμιαία την οθόνη και προσπάθησα σκληρά να θυμηθώ κάτι... αλλά τίποτα δεν υπήρχε μέσα στο μυαλό μου που θα με έκανε να καταλάβω... Τι δουλειά είχε η Ολίβια στο σπίτι μου και μάλιστα στα γενέθλια μου?... και με την παρουσία της μητέρας μου... της μητέρας που θεωρούσα τότε ότι ήταν μητέρα μου??
«Οι ίδιες απορίες μου δημιουργήθηκαν και εμένα μόλις την είδα να σε έχει αγκαλιά και εσύ να γελάς με τα πειράγματα της τόσο εγκάρδια» είπε η Μπέλα και γύρισα ξαφνιασμένος και την κοίταξα.
«Μπέλα σου το ορκίζομαι, δεν τη θυμάμαι... προσπαθώ να θυμηθώ κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπω αλλά δε θυμάμαι τίποτα... ακόμα και αυτή τη σκηνή, αν δεν την έβλεπα τώρα... δεν θα τη θυμόμουνα... θέλω να με πιστέψεις» την ικέτεψα και γύρισα προς το μέρος της και της κράτησα τα χέρια της μέσα στα δικά μου.
«Σε πιστεύω Έντουαρντ... ξέρω ότι λες αλήθεια... γιατί δεν μου είπες όμως ποτέ ότι έχεις κενά μνήμης?»
«Δεν ξέρω... ξέρεις ότι πάντα ήθελα να ξεγράψω από τη μνήμη μου όλα αυτά... και πάντα πάλευα σκληρά να μην τα θυμάμαι».
«Ναι, αλλά αυτά που δεν θυμάσαι είναι αυτά που σε έκαναν πάντα να χαμογελάς Έντουαρντ, όχι το αντίθετο... άφησες τον εαυτό σου να ξεχάσει τις όμορφες στιγμές αντί για τις άσχημες... και αυτό δεν είναι τυχαίο... δεν το έκανες εσύ... δεν έσβησες την μνήμη σου εσύ Έντουαρντ, αλλά εκείνοι».
«Πώς μπορεί να γίνεται αυτό?... πώς μπορεί να μου μπλοκάρανε τις όμορφες αναμνήσεις μου?»
«Δεν το ξέρω αυτό Έντουαρντ... δεν μπήκα τόσο βαθιά στο μυαλό του Τσάρλι... γιατί αν το έκανα» είπε μέσα από τον αναστεναγμό της «δεν ήμουν σίγουρη αν θα κατάφερνα να συγκρατήσω τον εαυτό μου ώστε να μην τον σκοτώσω... δεν φαντάζεσαι πόσα πράγματα έμαθα από εκείνον... δεν φαντάζεσαι πόσο άρρωστο είναι το μυαλό του».
«Δεν καταλαβαίνω Μπέλα... γιατί δεν γύρισες?... ήξερες ότι πάντα σε περίμενα... γιατί έφτασες στο σημείο να έρθεις να με βρεις τη στιγμή που άφησα τον εαυτό μου να προχωρήσει μπροστά χωρίς εσένα?» τη ρώτησα με πόνο και με κοίταξε μετανιωμένη.
«Δεν μπορούσα να γυρίσω πιο πριν Έντουαρντ... και ξέρεις πολύ καλά ότι τώρα δεν γύρισα για σένα αλλά για την Ελίζα».
«Το ξέρω και θα σε ευγνωμονώ για πάντα που με έκανες να δω το λάθος μου και να την αφήσω να φύγει από δίπλα μου για να μην την καταστρέψω... αλλά γιατί???... γιατί δεν γύρισες έστω να μου ζητήσεις εξηγήσεις... γιατί δεν ήρθες πιο πριν να με ρωτήσεις αν το θυμόμουν ή όχι?»
«Γιατί δεν είχα την ίδια ψυχραιμία που έχω τώρα να σε ακούσω και να δω ότι πραγματικά μου λες την αλήθεια Έντουαρντ... κατάλαβε με... ήμουν πληγωμένη... είχα ξεπεράσει τα όρια μου... ένιωθα προδομένη από τον μοναδικό άνθρωπο που δεν πίστευα ότι μετά από όλα όσα είχαμε ζήσει μαζί θα μπορούσε ποτέ να μου κρύψει τόσα βασικά στοιχεία» με παρακάλαγε με το βλέμμα της ανασαίνοντας γρήγορα φανερώνοντας μου πόσο ένοχη νιώθει γι αυτό αλλά ταυτόχρονα πόσο πόνο έκρυβε μέσα της και δεν μπορούσα να της κρατήσω κακία γι αυτό.
«Τώρα τι άλλαξε?»
«Όταν βρήκα τη λογική μου... και την ψυχραιμία να σε αντιμετωπίσω χωρίς να σε κρίνω πριν μου μιλήσεις... ήταν αργά» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της αποφεύγοντας τη ματιά μου... και κατάλαβα ότι εννοούσε την Ελίζα... σίγουρα την πόνεσε πολύ αυτό.
«Και γιατί δεν ήρθες να με βρεις πριν προχωρήσουν τα πράγματα?» την ρώτησα και με κοίταξε με απορία.
«Πίστεψες ποτέ ότι ήθελα το κακό σου?» με ρώτησε δύσπιστα «ήσουν με την Ελίζα... ένιωσες ότι μπορούσες να προχωρήσεις Έντουαρντ... πώς θα μπορούσα ποτέ να έρθω με το έτσι θέλω και να σου κλέψω τα όνειρα σου?... και αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, πίστεψε με, δεν θα εμφανιζόμουν ποτέ και το ξέρεις αυτό... μέχρι τελευταία στιγμή σε ρώταγα πού βασίζεται η σχέση σας Έντουαρντ... αν πραγματικά βασιζόταν κάπου δεν θα την διέλυα... αν μου έλεγες έστω και έναν λόγο τότε θα έφευγα και θα σε άφηνα».
«Δεν σε καταλαβαίνω καθόλου... αν δεν με θέλεις στη ζωή σου τότε γιατί είπες ό, τι είπες στο γραφείο μου?»
«Αυτό κατάλαβες?... ότι δεν σε θέλω στην ζωή μου?» με ρώτησε και κοίταξε τα χέρια μας και εγώ μηχανικά άρχισα να τα χαϊδεύω με ανακούφιση... καταλαβαίνοντας το νόημα τον λέξεων της... αν δεν με ήθελε στη ζωή της δεν θα με άφηνε να την ακουμπήσω... αν δεν με ήθελε κοντά της δεν θα ήταν τόσο ήρεμη πρόθυμη να μου εξηγήσει ότι με πνίγει.
«Και η Νοέλια?» την ρώτησα και με κοίταξε στα μάτια με έναν αναστεναγμό... πήρε τα χέρια της από τα δικά μου και τοποθετώντας τα πάνω στα μάγουλα μου με κοίταξε σταθερά στα μάτια και μίλησε με αργό και ήρεμο τρόπο προφέροντας καθαρά μία και μόνο ημερομηνία…
«26. Αυγούστου. 2011» ξεχωρίζοντας κάθε λέξη για να την συγκρατήσω όπως θα μίλαγε σε ένα μωρό παιδί και εγώ έμεινα για λίγο να την κοιτώ προσπαθώντας να καταλάβω τι εννοούσε.
«Είναι η ημερομηνία γέννησης της» συμπλήρωσε όταν είδε ότι δεν αντιδρούσα και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου από την αποκάλυψη αυτή.
«Δεν μπορεί να ήσουν έγκυος και να μην το κατάλαβα... δεν μπορεί να...»
«Είναι ανιψιά μου Έντουαρντ... όχι κόρη μου».
«Δεν καταλαβαίνω… είναι τόσο ίδια...»
«Με τον παππού της» συμπλήρωσε τη φράση μου και σταμάτησα να αναπνέω.
«Δεν είναι ειρωνεία?... ακόμα και σε αυτό μοιάζατε... όταν τον γνώρισα εγώ... είχε άσπρα μαλλιά... αλλά το χρώμα των ματιών του ήταν ίδιο με το δικό σου».
«Δεν καταλαβαίνω» κατάφερα να πω ξέπνοος και μου χάιδεψε ήρεμα το μάγουλο για να με καθησυχάσει.
«Πριν ένα χρόνο ήρθε και με βρήκε η αδελφή μου με την Νοέλια στην αγκαλιά της... ήταν βασανισμένη και εξαντλημένη από τη μοίρα της και σωματικά και ψυχικά... και λίγο πριν πεθάνει με όρκισε να την προσέχω σαν δικό μου παιδί». Τα μάτια μου από τη συνείδηση αυτών που άκουγα άρχισαν να πηγαίνουν πέρα δώθε με μεγάλη ταχύτητα και τα λόγια μου βγήκαν από τα χείλια μου πριν καν τα σκεφτώ
«Εκείνη την ημέρα ήθελα να σου κάνω πάρτι έκπληξη...» ξεκίνησε και γύρισε να με αντικρίσει και συναίνεσα δηλώνοντας της ότι το είχα καταλάβει.
«Είχα σκεφτεί ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να γιορτάσουμε τα γενέθλια μας κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα, σβήνοντας το παρελθόν αναπολώντας μόνο τις όμορφες στιγμές του» πήρε μια ανάσα και κοίταξε πάλι προς το ταβάνι συγκρατώντας με μεγάλο κόπο τα συναισθήματα της για να μπορέσει να συνεχίσει... εγώ καθόμουν στην ίδια θέση ακίνητος και αμίλητος περιμένοντας υπομονετικά να συνεχίσει.
«Ζήτησα από την Έσμε να μου δώσει όλα τα βίντεο που είχε στην κατοχή της από την παιδική σου ηλικία και μαζί με τα δικά μου βίντεο πήγα σε έναν καλό μου φίλο για να φτιάξω μια ταινία με την ονομασία «οι καλύτερες στιγμές μας» όπου δείχνανε παράλληλα τις καλές στιγμές τις δικές σου και τις δικές μου στις αντίστοιχες ηλικίες... κόβοντας επιμελώς όλα τα κομμάτια που θα σε στενοχωρούσαν... Βλέποντας την…» ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της και πριν προλάβω να αντιδράσω έσπευσε να το μαζέψει και γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος μου... εγώ δεν μίλησα.
«Πάνω στο μοντάζ βρήκα αυτό» είπε και έδειξε με το χέρι της την οθόνη «και τα πάντα ξεδιάλυναν» συνέχισε και εγώ συνέχιζα να την κοιτάω με απορία.
«Ποια είναι αυτή?» την ρώτησα μην μπορώντας άλλο να χαλιναγωγήσω την περιέργεια μου.
«Πραγματικά δεν ξέρεις?» με ρώτησε αυστηρά και τότε ξέσπασα.
«Πες μου επιτέλους ποια είναι αυτή Μπέλα... εξαιτίας της καταστράφηκε η ζωή μου... αν ήξερα ποια ήταν πιστεύεις ότι θα ήμουν τόσο προβληματισμένος?»
«Όχι δε θα ήσουν... αλλά μου κάνει εντύπωση που δεν την ξέρεις».
«Μπέλα, να χαρείς, σε παρακαλώ, πες μου ποια είναι?» της είπα πιο ήρεμα και αναστέναξε.
«Είναι η Ολίβια, Έντουαρντ... η βιολογική σου μητέρα». Την κοίταζα με ανοιχτό το στόμα δεν ήξερα τι να πω, πώς να αντιδράσω.
«Η Ολίβια?» ρώτησα περισσότερο τον εαυτό μου ισιώνοντας το σώμα μου και αφού ακούμπησα τα πόδια μου ξανά στο πάτωμα έβαλα το κεφάλι μου μέσα στις χούφτες μου και προσπάθησα να θυμηθώ όλες τις στιγμές που θα μπορούσα να είχα ζήσει μαζί της... αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα.
Κοίταξα για άλλη μια φορά στιγμιαία την οθόνη και προσπάθησα σκληρά να θυμηθώ κάτι... αλλά τίποτα δεν υπήρχε μέσα στο μυαλό μου που θα με έκανε να καταλάβω... Τι δουλειά είχε η Ολίβια στο σπίτι μου και μάλιστα στα γενέθλια μου?... και με την παρουσία της μητέρας μου... της μητέρας που θεωρούσα τότε ότι ήταν μητέρα μου??
«Οι ίδιες απορίες μου δημιουργήθηκαν και εμένα μόλις την είδα να σε έχει αγκαλιά και εσύ να γελάς με τα πειράγματα της τόσο εγκάρδια» είπε η Μπέλα και γύρισα ξαφνιασμένος και την κοίταξα.
«Μπέλα σου το ορκίζομαι, δεν τη θυμάμαι... προσπαθώ να θυμηθώ κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπω αλλά δε θυμάμαι τίποτα... ακόμα και αυτή τη σκηνή, αν δεν την έβλεπα τώρα... δεν θα τη θυμόμουνα... θέλω να με πιστέψεις» την ικέτεψα και γύρισα προς το μέρος της και της κράτησα τα χέρια της μέσα στα δικά μου.
«Σε πιστεύω Έντουαρντ... ξέρω ότι λες αλήθεια... γιατί δεν μου είπες όμως ποτέ ότι έχεις κενά μνήμης?»
«Δεν ξέρω... ξέρεις ότι πάντα ήθελα να ξεγράψω από τη μνήμη μου όλα αυτά... και πάντα πάλευα σκληρά να μην τα θυμάμαι».
«Ναι, αλλά αυτά που δεν θυμάσαι είναι αυτά που σε έκαναν πάντα να χαμογελάς Έντουαρντ, όχι το αντίθετο... άφησες τον εαυτό σου να ξεχάσει τις όμορφες στιγμές αντί για τις άσχημες... και αυτό δεν είναι τυχαίο... δεν το έκανες εσύ... δεν έσβησες την μνήμη σου εσύ Έντουαρντ, αλλά εκείνοι».
«Πώς μπορεί να γίνεται αυτό?... πώς μπορεί να μου μπλοκάρανε τις όμορφες αναμνήσεις μου?»
«Δεν το ξέρω αυτό Έντουαρντ... δεν μπήκα τόσο βαθιά στο μυαλό του Τσάρλι... γιατί αν το έκανα» είπε μέσα από τον αναστεναγμό της «δεν ήμουν σίγουρη αν θα κατάφερνα να συγκρατήσω τον εαυτό μου ώστε να μην τον σκοτώσω... δεν φαντάζεσαι πόσα πράγματα έμαθα από εκείνον... δεν φαντάζεσαι πόσο άρρωστο είναι το μυαλό του».
«Δεν καταλαβαίνω Μπέλα... γιατί δεν γύρισες?... ήξερες ότι πάντα σε περίμενα... γιατί έφτασες στο σημείο να έρθεις να με βρεις τη στιγμή που άφησα τον εαυτό μου να προχωρήσει μπροστά χωρίς εσένα?» τη ρώτησα με πόνο και με κοίταξε μετανιωμένη.
«Δεν μπορούσα να γυρίσω πιο πριν Έντουαρντ... και ξέρεις πολύ καλά ότι τώρα δεν γύρισα για σένα αλλά για την Ελίζα».
«Το ξέρω και θα σε ευγνωμονώ για πάντα που με έκανες να δω το λάθος μου και να την αφήσω να φύγει από δίπλα μου για να μην την καταστρέψω... αλλά γιατί???... γιατί δεν γύρισες έστω να μου ζητήσεις εξηγήσεις... γιατί δεν ήρθες πιο πριν να με ρωτήσεις αν το θυμόμουν ή όχι?»
«Γιατί δεν είχα την ίδια ψυχραιμία που έχω τώρα να σε ακούσω και να δω ότι πραγματικά μου λες την αλήθεια Έντουαρντ... κατάλαβε με... ήμουν πληγωμένη... είχα ξεπεράσει τα όρια μου... ένιωθα προδομένη από τον μοναδικό άνθρωπο που δεν πίστευα ότι μετά από όλα όσα είχαμε ζήσει μαζί θα μπορούσε ποτέ να μου κρύψει τόσα βασικά στοιχεία» με παρακάλαγε με το βλέμμα της ανασαίνοντας γρήγορα φανερώνοντας μου πόσο ένοχη νιώθει γι αυτό αλλά ταυτόχρονα πόσο πόνο έκρυβε μέσα της και δεν μπορούσα να της κρατήσω κακία γι αυτό.
«Τώρα τι άλλαξε?»
«Όταν βρήκα τη λογική μου... και την ψυχραιμία να σε αντιμετωπίσω χωρίς να σε κρίνω πριν μου μιλήσεις... ήταν αργά» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της αποφεύγοντας τη ματιά μου... και κατάλαβα ότι εννοούσε την Ελίζα... σίγουρα την πόνεσε πολύ αυτό.
«Και γιατί δεν ήρθες να με βρεις πριν προχωρήσουν τα πράγματα?» την ρώτησα και με κοίταξε με απορία.
«Πίστεψες ποτέ ότι ήθελα το κακό σου?» με ρώτησε δύσπιστα «ήσουν με την Ελίζα... ένιωσες ότι μπορούσες να προχωρήσεις Έντουαρντ... πώς θα μπορούσα ποτέ να έρθω με το έτσι θέλω και να σου κλέψω τα όνειρα σου?... και αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, πίστεψε με, δεν θα εμφανιζόμουν ποτέ και το ξέρεις αυτό... μέχρι τελευταία στιγμή σε ρώταγα πού βασίζεται η σχέση σας Έντουαρντ... αν πραγματικά βασιζόταν κάπου δεν θα την διέλυα... αν μου έλεγες έστω και έναν λόγο τότε θα έφευγα και θα σε άφηνα».
«Δεν σε καταλαβαίνω καθόλου... αν δεν με θέλεις στη ζωή σου τότε γιατί είπες ό, τι είπες στο γραφείο μου?»
«Αυτό κατάλαβες?... ότι δεν σε θέλω στην ζωή μου?» με ρώτησε και κοίταξε τα χέρια μας και εγώ μηχανικά άρχισα να τα χαϊδεύω με ανακούφιση... καταλαβαίνοντας το νόημα τον λέξεων της... αν δεν με ήθελε στη ζωή της δεν θα με άφηνε να την ακουμπήσω... αν δεν με ήθελε κοντά της δεν θα ήταν τόσο ήρεμη πρόθυμη να μου εξηγήσει ότι με πνίγει.
«Και η Νοέλια?» την ρώτησα και με κοίταξε στα μάτια με έναν αναστεναγμό... πήρε τα χέρια της από τα δικά μου και τοποθετώντας τα πάνω στα μάγουλα μου με κοίταξε σταθερά στα μάτια και μίλησε με αργό και ήρεμο τρόπο προφέροντας καθαρά μία και μόνο ημερομηνία…
«26. Αυγούστου. 2011» ξεχωρίζοντας κάθε λέξη για να την συγκρατήσω όπως θα μίλαγε σε ένα μωρό παιδί και εγώ έμεινα για λίγο να την κοιτώ προσπαθώντας να καταλάβω τι εννοούσε.
«Είναι η ημερομηνία γέννησης της» συμπλήρωσε όταν είδε ότι δεν αντιδρούσα και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου από την αποκάλυψη αυτή.
«Δεν μπορεί να ήσουν έγκυος και να μην το κατάλαβα... δεν μπορεί να...»
«Είναι ανιψιά μου Έντουαρντ... όχι κόρη μου».
«Δεν καταλαβαίνω… είναι τόσο ίδια...»
«Με τον παππού της» συμπλήρωσε τη φράση μου και σταμάτησα να αναπνέω.
«Δεν είναι ειρωνεία?... ακόμα και σε αυτό μοιάζατε... όταν τον γνώρισα εγώ... είχε άσπρα μαλλιά... αλλά το χρώμα των ματιών του ήταν ίδιο με το δικό σου».
«Δεν καταλαβαίνω» κατάφερα να πω ξέπνοος και μου χάιδεψε ήρεμα το μάγουλο για να με καθησυχάσει.
«Πριν ένα χρόνο ήρθε και με βρήκε η αδελφή μου με την Νοέλια στην αγκαλιά της... ήταν βασανισμένη και εξαντλημένη από τη μοίρα της και σωματικά και ψυχικά... και λίγο πριν πεθάνει με όρκισε να την προσέχω σαν δικό μου παιδί». Τα μάτια μου από τη συνείδηση αυτών που άκουγα άρχισαν να πηγαίνουν πέρα δώθε με μεγάλη ταχύτητα και τα λόγια μου βγήκαν από τα χείλια μου πριν καν τα σκεφτώ
«δηλαδή δεν μου το έκρυψες γιατί νόμιζες ότι δεν ήμουν άξιος για να είμαι πατέρας της?»
«Έντουαρνττττ» αναστέναξε με απογοήτευση η Μπέλα «γιατί πάντα βάζεις το κακό με το μυαλό σου?... αν ήταν κόρη σου πιστεύεις ότι θα άντεχε η καρδιά μου να σου το κρύψω από τη στιγμή που ξέρω πως περίμενες πώς και πώς μια τέτοια στιγμή?... αν ήταν κόρη σου πιστεύεις ότι ο Τάηλερ δε θα έβρισκε έναν τρόπο όλα αυτά τα χρόνια να σου το πει?»
«Ο Τάηλερ δεν θα μου το έλεγε ποτέ... όπως και δεν είπε και τώρα τίποτα... γιατί σου είναι πιστός».
«Πίστεψε με, ό, τι αφορά εσένα, πάντα παρακούει» Την κοίταξα δύσπιστα και εκείνη χαμογέλασε πριν συνεχίσει «μη μου πεις ότι τις τρεις τελευταίες μέρες δεν προσπαθούσε με τρόπο να σε κάνει να πεις τα πάντα στην Ελίζα…»
«Εντάξει, έχεις δίκιο σε αυτό... αλλά τι σχέση έχει αυτό με την ανυπακοή του?» Γέλασε κουνώντας το κεφάλι της.
«Ήξερε ότι θα γύριζα για να σε συνετίσω και προσπαθούσε να σε κάνει να καταλάβεις το γιατί... από την άλλη δεν ήταν άσχημο το δώρο που έπεισε την Ελίζα να σου πάρει για τα γενέθλια σου, δε νομίζεις?» ρώτησε και κοίταξε τα μανικετόκουμπα τη στιγμή που άφηνε το πρόσωπο μου από το κράτημα της.
«Εκείνος την έβαλε να τα πάρει?» ρώτησα ξαφνιασμένος.
«Μμμχχχμμμ... ήθελε να σε προειδοποιήσει» είπε και γέλασα και εγώ με τη σειρά μου πιάνοντας το κεφάλι μου σπασμωδικά για να συνέλθω από τις αποκαλύψεις αλλά όταν ηρέμησα πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και την κοίταξα στα μάτια...νιώθοντας τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά την επιθυμία να την αγκαλιάσω για να νιώσω ότι όλα όσα περάσαμε ανήκουν στο παρελθόν... ότι από εδώ και πέρα όλα θα πάνε καλά... αλλά δεν μπορούσα να της ζητήσω κάτι τέτοιο... δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος ακόμα γι αυτήν την κίνηση... την θέλω σαν τρελός... τόσο απελπισμένα... που δεν ξέρω αν μπορώ να συγκρατηθώ και στο πιο αθώο της άγγιγμα και θέλω να κρατήσω τη λογική μου καθαρή... φοβάμαι τόσο πολύ μην τα χάσω.
«Έντουαρνττττ» αναστέναξε με απογοήτευση η Μπέλα «γιατί πάντα βάζεις το κακό με το μυαλό σου?... αν ήταν κόρη σου πιστεύεις ότι θα άντεχε η καρδιά μου να σου το κρύψω από τη στιγμή που ξέρω πως περίμενες πώς και πώς μια τέτοια στιγμή?... αν ήταν κόρη σου πιστεύεις ότι ο Τάηλερ δε θα έβρισκε έναν τρόπο όλα αυτά τα χρόνια να σου το πει?»
«Ο Τάηλερ δεν θα μου το έλεγε ποτέ... όπως και δεν είπε και τώρα τίποτα... γιατί σου είναι πιστός».
«Πίστεψε με, ό, τι αφορά εσένα, πάντα παρακούει» Την κοίταξα δύσπιστα και εκείνη χαμογέλασε πριν συνεχίσει «μη μου πεις ότι τις τρεις τελευταίες μέρες δεν προσπαθούσε με τρόπο να σε κάνει να πεις τα πάντα στην Ελίζα…»
«Εντάξει, έχεις δίκιο σε αυτό... αλλά τι σχέση έχει αυτό με την ανυπακοή του?» Γέλασε κουνώντας το κεφάλι της.
«Ήξερε ότι θα γύριζα για να σε συνετίσω και προσπαθούσε να σε κάνει να καταλάβεις το γιατί... από την άλλη δεν ήταν άσχημο το δώρο που έπεισε την Ελίζα να σου πάρει για τα γενέθλια σου, δε νομίζεις?» ρώτησε και κοίταξε τα μανικετόκουμπα τη στιγμή που άφηνε το πρόσωπο μου από το κράτημα της.
«Εκείνος την έβαλε να τα πάρει?» ρώτησα ξαφνιασμένος.
«Μμμχχχμμμ... ήθελε να σε προειδοποιήσει» είπε και γέλασα και εγώ με τη σειρά μου πιάνοντας το κεφάλι μου σπασμωδικά για να συνέλθω από τις αποκαλύψεις αλλά όταν ηρέμησα πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και την κοίταξα στα μάτια...νιώθοντας τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά την επιθυμία να την αγκαλιάσω για να νιώσω ότι όλα όσα περάσαμε ανήκουν στο παρελθόν... ότι από εδώ και πέρα όλα θα πάνε καλά... αλλά δεν μπορούσα να της ζητήσω κάτι τέτοιο... δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος ακόμα γι αυτήν την κίνηση... την θέλω σαν τρελός... τόσο απελπισμένα... που δεν ξέρω αν μπορώ να συγκρατηθώ και στο πιο αθώο της άγγιγμα και θέλω να κρατήσω τη λογική μου καθαρή... φοβάμαι τόσο πολύ μην τα χάσω.
Εκείνη διαβάζοντας τις διαθέσεις μου άπλωσε το χέρι της βασανιστικά αργά και πιάνοντας μια αδέσποτη τούφα από τα μαλλιά μου άρχισε να την παίζει μέσα στα δάχτυλα της κοιτώντας με με ήρεμη και νοσταλγική ματιά... το ήθελε και η ίδια... ίσως το είχε ανάγκη περισσότερο από μένα αλλά ήμουν πολύ νευρικός για να μπορέσω να εμπιστευτώ τα συναισθήματα μου.
«Γιατί με μισεί τόσο πολύ η Νοέλια?» την ρώτησα για να σπάσω τη σιωπή και αμέσως όλο της το βλέμμα άλλαξε και φάνηκε μέσα στην ματιά της ο πόνος που ένιωθε γι αυτό ακόμα και χωρίς να με κοιτάει.
«Συγγνώμη γι αυτό» απολογήθηκε και βάζοντας το δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της και την ανάγκασα να με κοιτάξει... εκείνη αναστέναξε και συνέχισε.
«Σκάλισε τα πράγματα μου και βρήκε μια φωτογραφία σου» την κοίταξα με απορία χωρίς να καταλαβαίνω. «μπορεί να είναι ίδια ο παππούς της» γέλασε ανασηκώνοντας για λίγο το φρύδι της «αλλά δεν αντέχει να με βλέπει πληγωμένη... και μια φορά με έπιασε να κλαίω πάνω από την φωτογραφία σου και από τότε δεν θέλει να ακούσει κουβέντα για σένα... γιατί νόμιζε ότι εσύ με έχεις πληγώσει... προσπάθησα να της εξηγήσω αλλά...» αναστέναξε και με κοίταξε πληγωμένη στα μάτια «συγνώμη γι αυτό» απολογήθηκε για άλλη μια φορά και δεν άντεξα άλλο και άπλωσα το χέρι μου και το έβαλα πάνω στο μάγουλο της ακριβώς στο σημείο που της είχε αφήσει σημάδι το δαχτυλίδι που της είχα πετάξει στο πρόσωπο όταν της είχα πει αρκετά... και εκείνη έκλεισε τα μάτια και αντανακλαστικά έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου για να το φυλακίσει εκεί.
Μια σουβλιά πέρασε από το στήθος μου και το διέλυσε... όσο πόνο είχα βιώσει από την απουσία της άλλο τόσο πόνο είχε βιώσει και η ίδια... όσο εγώ δεν άντεχα μακριά της άλλο τόσο δεν άντεχε και η ίδια... βάζοντας το χέρι μου πάνω στην πλάτη της την τράβηξα κοντά μου και την φυλάκισα στην αγκαλιά μου και ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλια μας ταυτόχρονα αλλά κανείς από τους δύο μας δεν είχε το κουράγιο να εκφράσει τίποτα γι αυτό με λόγια... χωρίς να καταλάβω το πώς, την τράβηξα κοντά μου και την έβαλα να κάτσει πάνω στα πόδια μου και εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στέρνο μου τυλίγοντας το χέρι της γύρω από το λαιμό μου.
«Πόσο μου έχει λείψει αυτό» εξωτερίκευσα πρώτος τη σκέψη μου γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το ίδιο ακριβώς θα έλεγε και εκείνη αν την άφηνα να μιλήσει πρώτη... το χέρι της σφίχτηκε περισσότερο γύρω μου και εγώ την αγκάλιασα πιο σφιχτά απάνω μου τρίβοντας απαλά το μπράτσο της ενώ της έδινα ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της... εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο... δεν είχε λόγια για να εκφράσει τα συναισθήματα της... είχε τόσο ανάγκη τη σιωπή…
«Τι συνέβη στην αδελφή σου?» ρώτησα ξαφνικά για να σπάσω τη σιωπή που μας περιέβαλλε εδώ κι αρκετή ώρα και με κοίταξε ξαφνιασμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο της αυτοσυγκράτησης μου... με ήξερε πολύ καλά και το ότι δεν έκανα καμία κίνηση για να την φιλήσω την αποπροσανατόλιζε.
«Ξαφνικά ήρθε στην πόρτα μου πριν έναν χρόνο και ζήταγε τον Πάολο... στην αρχή δεν ήξερα τι να πιστέψω... αλλά μόλις αντίκρισα τα μάτια της μικρής τα έχασα... ήταν το ίδιο χρώμα, η ίδια ματιά με του Πάολο που κοίταξαν κατευθείαν μέσα στην ψυχή μου... χωρίς να με ξέρει καθόλου με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο... και καταλαβαίνεις πως με έκανε να νιώσω αυτό». Συναίνεσα με ένα νεύμα και συνέχισε.
«Η αδελφή μου ήταν σε άθλια κατάσταση... η μητέρα της ήταν φτωχιά και η ίδια δεν είχε πάει ούτε σχολείο... δούλευε όπου έβρισκε σαν καθαρίστρια αλλά μετά τη γέννηση της Νοέλιας ο οργανισμός της άρχισε σταδιακά να εξασθενεί... ζούσανε σχεδόν στο δρόμο και όσα λεφτά κατάφερνε να κερδίζει τα διέθετε για να φροντίσει την Νοέλια και αυτό σιγά σιγά έκανε τον οργανισμό της να αρρωσταίνει».
«Ο πατέρας της Νοέλιας?»
«Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του αλλά εκείνος αρνείται κάθε σχέση με την Λούπε, οπότε δεν ασχολήθηκα άλλο μαζί του... το κακό είναι βέβαια ότι εκείνος έχει τέσσερα παιδιά νόμιμα... βάλε με το νου σου πόσα εξώγαμα μπορεί να έχει... και θα πρέπει αναγκαστικά να της πω κάποια στιγμή για εκείνον».
«Λογικό είναι αυτό...» ρώτησα και η Μπέλα συμφώνησε. Αναστέναξε ακουμπώντας το μάγουλο της πάνω στο στερνό μου και της χάιδεψα ήρεμα στο μαλλί της και εκείνη με έσφιξε μέσα στην αγκαλιά της. «είναι από την Ισπανία?» την ρώτησα για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας και εκείνη για λίγο έμεινε να κοιτάζει το κενό συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της... δεν μπορούσε να καταλάβεις το ενδιαφέρον μου γι αυτήν την ιστορία... δεν μπορούσε να καταλάβεις γιατί πάλευα τόσο πολύ να παρατείνω την στιγμή της αποχώρησης μου... φυσικά και είχε καταλάβει ότι δεν ήμουν έτοιμος να κάνω το επόμενο βήμα αλλά αυτό που την προβλημάτιζε ήταν το γιατί.
«Ναι... από τη Μαδρίτη».
«Πιστεύεις ότι είχε κι άλλα παιδιά ο Πάολο?»
«Ποιος ξέρει... όσο ζεις μαθαίνεις» ανασήκωσε τους ώμους της.
«Πώς σε βρήκε?»
«Μέσω της πρεσβείας... το μόνο που ήξερε ήταν το όνομα του... εγώ είχα αλλάξει ήδη το όνομα μου και είχα δηλώσει αυτό το σπίτι στα χαρτιά μου οπότε την παρέπεμψαν σε μένα... φυσικά εκείνη δεν γνώριζε τίποτα για τον Πάολο... και στις τελευταίες της στιγμές δεν έβρισκα το λόγο να της πω ποιος ήταν και τι ήταν... δεν υπήρχε λόγος να την βαραίνω με αυτά».
«Έχει καιρό που έφυγε?»
«Πριν έξι μήνες».
«Και η μικρή θα το πήρε πολύ άσχημα…»
«Δεν φαντάζεσαι πόσο... είδαμε και πάθαμε να την συνεφέρουμε... ευτυχώς που ο Τάηλερ έφερνε συχνά τον Άλεκ για να της κάνει παρέα ώστε να το ξεχνάει για λίγο... τώρα είναι καλύτερα τα πράγματα» αναστέναξε και της χάιδεψα παρηγορητικά τον ώμο της και της άφησα ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και κλείδωσε τη ματιά της μέσα στη δική μου... η καρδιά μου που ήδη χτύπαγε σε γρήγορους ρυθμούς μόνο με αυτήν την ματιά άρχισε να επιταχύνετε επικίνδυνα... μέσα στη ματιά της υπήρχε τόση ανάγκη... για κατανόηση... για αγάπη... για τρυφερότητα... για ένα ζεστό φιλί.
Είχα κοκαλώσει... δεν ένιωθα το σώμα μου... όλα μέσα μου φωνάζανε να την πλησιάσω αλλά εγώ έμενα ακίνητος να την κοιτώ και να μην μπορώ να αντιδράσω.
Έβαλε απαλά το χέρι της πάνω στο μάγουλο μου και αντανακλαστικά έκλεισα τα μάτια μου για να ελέγξω τα συναισθήματα μου σταματώντας την αναπνοή μου.
«Νομίζω ότι είναι καλύτερα να πηγαίνω» είπα με ψιθυριστή φωνή χωρίς να είμαι σίγουρος αν είχε ακούσει τι της είπα... εκείνη αναστέναξε και έβγαλε το χέρι της από το μάγουλο μου σεβόμενη την απόφαση μου.
«Αν είναι αυτό που επιθυμείς…» την άκουσα να λέει και αυτόματα άνοιξα τα μάτια μου τη στιγμή που έκανε την κίνηση να σηκωθεί για να με αφήσει να φύγω... αλλά εγώ δεν μπορούσα να την αφήσω από την αγκαλιά μου... δεν μπορούσα να την αποχωριστώ, όχι τώρα που την ξαναβρήκα.
Τα χέρια μου με δικιά τους πρωτοβουλία την έσφιξαν περισσότερο για να την συγκρατήσουν στην ίδια θέση και εκείνη με κοίταξε με απορία... η αναπνοή μου άρχισε να επιταχύνεται και προσπάθησα να κατεβάσω το σάλιο μου αλλά ο λαιμός μου ήταν πολύ ξερός.
Δεν ξέρω τι πρόδιδε το πρόσωπο μου αλλά ό, τι και να είδε μέσα σε αυτό την έκανε να ανησυχήσει και με κοίταξε με αγωνία.
«Έντουαρντ?» ρώτησε δειλά για να επιβεβαιώσει ότι ήμουν ακόμα εδώ... αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω... Χριστέ μου δεν μπορώ... όχι δεν μπορώ.
Κάλυψα τα χείλια της με τα δικά μου και απαίτησα το φιλί της απελπισμένος για λίγη ανάσα... απελπισμένος για λίγη ζωή... τη ζωή που μου είχε κλέψει... και εκείνη τη στιγμή άκουσα τα ουρλιαχτά της να έρχονται στο μυαλό μου και να με κάνουν να μην ξέρω που βρίσκομαι.
Σταμάτησε με Μπέλα... σε ικετεύω δεν μπορώ... όχι δεν το μπορώ.
«Έντουαρντ…» άκουγα το όνομα μου από μακριά από μια πνιγμένη φωνή αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω δεν ήξερα το πώς.
«Μπέλα» παρακάλαγα χωρίς να ξέρω αν εξωτερίκευα τη σκέψη μου δυνατά.
Σταμάτησε με Μπέλα... σε ικετεύω δεν μπορώ... όχι δεν το μπορώ.
Τα ουρλιαχτά της ήρθαν για άλλη μια φορά στα αυτιά μου να με κάνουν να τρέμω από το φόβο... το φόβο ότι θα έρθει εκείνος... πού είμαι, γιατί με έφερε εδώ?
«Μπέλα» παρακάλαγα να με σταματήσει... δεν ένιωθα το σώμα μου, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συμβαίνει.
«Σταμάτησε με... σε ικετεύω, πρέπει να φύγω από εδώ... θέλω να φύγω, δεν αντέχω άλλο τις φωνές της».
Ένα χέρι μου τράβαγε τα μαλλιά και ένα άλλο πάνω στο πρόσωπο μου με τράβαγε προς τα πίσω.
«Έντουαρντ άνοιξε τα μάτια σου» απαίτησε μια φωνή και τότε ξέπνοος έμεινα ακίνητος και διστακτικά έκανα αυτό που μου ζητούσε... και τότε είδα εκείνη να με κοιτάει με αγωνία στα μάτια.
«Μπέλα?» ρώτησα και το ύφος της άλλαξε... ο πόνος στα μάτια της μου διέλυσε το στήθος... πώς μπορώ πάντα να την κάνω να πονάει τόσο πολύ.?
«Πρέπει να φύγω από εδώ... πρέπει να με βοηθήσεις σε παρακαλώ» της ζήτησα παρακλητικά ασθμαίνοντας και εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου.
«Το νιώθεις αυτό?» με ρώτησε και κατένευσα «άσε με να σε καθοδηγήσω» είπε απαλά και περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα από τα δικά μου το τράβηξε από τα μαλλιά της και το τοποθέτησε πάνω στην κοιλιά μου... το ίδιο επανέλαβε και στο άλλο μου χέρι και μόλις μπόρεσε να ανασηκωθεί κλείδωσε το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια.
«Τι συνέβη?» με ρώτησε με αγωνία αλλά εγώ δεν ήξερα τι να της απαντήσω.
«Πρέπει να φύγω, Μπέλα βοήθησε με... αν δεν το κάνω θα έρθει εκείνος».
«Ποιος εκείνος Έντουαρντ?»
«Δεν ξέρω... τον ακούω Μπέλα, είναι νευριασμένος... την κάνει να πονάει... τα ουρλιαχτά της με τρελαίνουν σε παρακαλώ πάρε με από εδώ».
«Έντουαρντ... πού βρίσκεσαι?»
«Δεν ξέρω... αυτό το σπίτι το σιχαίνομαι... δεν θέλω να ξαναέρθω εδώ... βοήθησε με να φύγω σε παρακαλώ» την κοίταγα με αγωνία στα μάτια και τότε άκουσα έναν δυνατό κρότο από το πιάνο και γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος του.
Μπροστά στα μάτια μου έβλεπα ένα μικρό παιδί να παίζει νοητά στον αέρα χωρίς να ακουμπάνε τα χέρια του στα πλήκτρα και μόλις ακούστηκε και πάλι η κραυγή της από τον τρόμο του έκλεισε το καπάκι του πιάνου και εκείνο έκανε τον ίδιο εκκωφαντικό θόρυβο με πριν... το αγόρι έτρεχε καταπάνω μου και εγώ προσπάθησα να κάνω προς τα πίσω για να μην πέσει απάνω μου αλλά στην προσπάθεια να του ξεφύγω η Μπέλα μου έπεσε στο πάτωμα και τότε συνήλθα και έσπευσα να την συγκρατήσω για να μην μου χτυπήσει.
«Είσαι καλά?» την ρώτησα με αγωνία φυλακίζοντας την και πάλι μέσα στην αγκαλιά μου αλλά εκείνη αν και ψύχραιμη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει... «σε χτύπησα?... πες μου ότι δε σε χτύπησα» εκείνη δεν μιλούσε και αυτό μου δημιουργούσε μεγαλύτερη νευρικότητα....
«Μπέλα μου, σε παρακαλώ, μίλα μου... είσαι καλά?»
«Τι συνέβη?» με ρώτησε ήρεμα ανασηκώνοντας το κορμί της και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Στο πιάνο ήταν ένα μικρό παιδί... έπαιζε πιάνο αλλά τα χέρια του δεν ακουμπούσαν τα πλήκτρα... και όταν ακούστηκε η κραυγή της…» έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να ελέγξω τα συναισθήματα μου και μόλις ένιωσα το άγγιγμα της αναπήδησα και φυλάκισα το χέρι της μέσα στο δικό μου... η ίδια κραυγή ήρθε να με αποτελειώσει.
«Άφησε τον ήσυχο... εμένα θες, όχι εκείνον» την άκουγα να ουρλιάζει και να πέφτει επάνω σε ένα μασκοφόρο που ερχόταν καταπάνω μου και έκανα προς τα πίσω αμυντικά για να αποφύγω την οργή του.
«Δε θα τον αγγίξεις, το ακούς?» ούρλιαζε εκείνη και τον τράβαγε προς τα πίσω με όλη της τη δύναμη και τότε εκείνος πάγωσε και την κοίταξε γελώντας σατανικά.
«Γιατί με μισεί τόσο πολύ η Νοέλια?» την ρώτησα για να σπάσω τη σιωπή και αμέσως όλο της το βλέμμα άλλαξε και φάνηκε μέσα στην ματιά της ο πόνος που ένιωθε γι αυτό ακόμα και χωρίς να με κοιτάει.
«Συγγνώμη γι αυτό» απολογήθηκε και βάζοντας το δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της και την ανάγκασα να με κοιτάξει... εκείνη αναστέναξε και συνέχισε.
«Σκάλισε τα πράγματα μου και βρήκε μια φωτογραφία σου» την κοίταξα με απορία χωρίς να καταλαβαίνω. «μπορεί να είναι ίδια ο παππούς της» γέλασε ανασηκώνοντας για λίγο το φρύδι της «αλλά δεν αντέχει να με βλέπει πληγωμένη... και μια φορά με έπιασε να κλαίω πάνω από την φωτογραφία σου και από τότε δεν θέλει να ακούσει κουβέντα για σένα... γιατί νόμιζε ότι εσύ με έχεις πληγώσει... προσπάθησα να της εξηγήσω αλλά...» αναστέναξε και με κοίταξε πληγωμένη στα μάτια «συγνώμη γι αυτό» απολογήθηκε για άλλη μια φορά και δεν άντεξα άλλο και άπλωσα το χέρι μου και το έβαλα πάνω στο μάγουλο της ακριβώς στο σημείο που της είχε αφήσει σημάδι το δαχτυλίδι που της είχα πετάξει στο πρόσωπο όταν της είχα πει αρκετά... και εκείνη έκλεισε τα μάτια και αντανακλαστικά έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου για να το φυλακίσει εκεί.
Μια σουβλιά πέρασε από το στήθος μου και το διέλυσε... όσο πόνο είχα βιώσει από την απουσία της άλλο τόσο πόνο είχε βιώσει και η ίδια... όσο εγώ δεν άντεχα μακριά της άλλο τόσο δεν άντεχε και η ίδια... βάζοντας το χέρι μου πάνω στην πλάτη της την τράβηξα κοντά μου και την φυλάκισα στην αγκαλιά μου και ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλια μας ταυτόχρονα αλλά κανείς από τους δύο μας δεν είχε το κουράγιο να εκφράσει τίποτα γι αυτό με λόγια... χωρίς να καταλάβω το πώς, την τράβηξα κοντά μου και την έβαλα να κάτσει πάνω στα πόδια μου και εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στέρνο μου τυλίγοντας το χέρι της γύρω από το λαιμό μου.
«Πόσο μου έχει λείψει αυτό» εξωτερίκευσα πρώτος τη σκέψη μου γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το ίδιο ακριβώς θα έλεγε και εκείνη αν την άφηνα να μιλήσει πρώτη... το χέρι της σφίχτηκε περισσότερο γύρω μου και εγώ την αγκάλιασα πιο σφιχτά απάνω μου τρίβοντας απαλά το μπράτσο της ενώ της έδινα ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της... εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο... δεν είχε λόγια για να εκφράσει τα συναισθήματα της... είχε τόσο ανάγκη τη σιωπή…
«Τι συνέβη στην αδελφή σου?» ρώτησα ξαφνικά για να σπάσω τη σιωπή που μας περιέβαλλε εδώ κι αρκετή ώρα και με κοίταξε ξαφνιασμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο της αυτοσυγκράτησης μου... με ήξερε πολύ καλά και το ότι δεν έκανα καμία κίνηση για να την φιλήσω την αποπροσανατόλιζε.
«Ξαφνικά ήρθε στην πόρτα μου πριν έναν χρόνο και ζήταγε τον Πάολο... στην αρχή δεν ήξερα τι να πιστέψω... αλλά μόλις αντίκρισα τα μάτια της μικρής τα έχασα... ήταν το ίδιο χρώμα, η ίδια ματιά με του Πάολο που κοίταξαν κατευθείαν μέσα στην ψυχή μου... χωρίς να με ξέρει καθόλου με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο... και καταλαβαίνεις πως με έκανε να νιώσω αυτό». Συναίνεσα με ένα νεύμα και συνέχισε.
«Η αδελφή μου ήταν σε άθλια κατάσταση... η μητέρα της ήταν φτωχιά και η ίδια δεν είχε πάει ούτε σχολείο... δούλευε όπου έβρισκε σαν καθαρίστρια αλλά μετά τη γέννηση της Νοέλιας ο οργανισμός της άρχισε σταδιακά να εξασθενεί... ζούσανε σχεδόν στο δρόμο και όσα λεφτά κατάφερνε να κερδίζει τα διέθετε για να φροντίσει την Νοέλια και αυτό σιγά σιγά έκανε τον οργανισμό της να αρρωσταίνει».
«Ο πατέρας της Νοέλιας?»
«Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του αλλά εκείνος αρνείται κάθε σχέση με την Λούπε, οπότε δεν ασχολήθηκα άλλο μαζί του... το κακό είναι βέβαια ότι εκείνος έχει τέσσερα παιδιά νόμιμα... βάλε με το νου σου πόσα εξώγαμα μπορεί να έχει... και θα πρέπει αναγκαστικά να της πω κάποια στιγμή για εκείνον».
«Λογικό είναι αυτό...» ρώτησα και η Μπέλα συμφώνησε. Αναστέναξε ακουμπώντας το μάγουλο της πάνω στο στερνό μου και της χάιδεψα ήρεμα στο μαλλί της και εκείνη με έσφιξε μέσα στην αγκαλιά της. «είναι από την Ισπανία?» την ρώτησα για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας και εκείνη για λίγο έμεινε να κοιτάζει το κενό συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της... δεν μπορούσε να καταλάβεις το ενδιαφέρον μου γι αυτήν την ιστορία... δεν μπορούσε να καταλάβεις γιατί πάλευα τόσο πολύ να παρατείνω την στιγμή της αποχώρησης μου... φυσικά και είχε καταλάβει ότι δεν ήμουν έτοιμος να κάνω το επόμενο βήμα αλλά αυτό που την προβλημάτιζε ήταν το γιατί.
«Ναι... από τη Μαδρίτη».
«Πιστεύεις ότι είχε κι άλλα παιδιά ο Πάολο?»
«Ποιος ξέρει... όσο ζεις μαθαίνεις» ανασήκωσε τους ώμους της.
«Πώς σε βρήκε?»
«Μέσω της πρεσβείας... το μόνο που ήξερε ήταν το όνομα του... εγώ είχα αλλάξει ήδη το όνομα μου και είχα δηλώσει αυτό το σπίτι στα χαρτιά μου οπότε την παρέπεμψαν σε μένα... φυσικά εκείνη δεν γνώριζε τίποτα για τον Πάολο... και στις τελευταίες της στιγμές δεν έβρισκα το λόγο να της πω ποιος ήταν και τι ήταν... δεν υπήρχε λόγος να την βαραίνω με αυτά».
«Έχει καιρό που έφυγε?»
«Πριν έξι μήνες».
«Και η μικρή θα το πήρε πολύ άσχημα…»
«Δεν φαντάζεσαι πόσο... είδαμε και πάθαμε να την συνεφέρουμε... ευτυχώς που ο Τάηλερ έφερνε συχνά τον Άλεκ για να της κάνει παρέα ώστε να το ξεχνάει για λίγο... τώρα είναι καλύτερα τα πράγματα» αναστέναξε και της χάιδεψα παρηγορητικά τον ώμο της και της άφησα ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και κλείδωσε τη ματιά της μέσα στη δική μου... η καρδιά μου που ήδη χτύπαγε σε γρήγορους ρυθμούς μόνο με αυτήν την ματιά άρχισε να επιταχύνετε επικίνδυνα... μέσα στη ματιά της υπήρχε τόση ανάγκη... για κατανόηση... για αγάπη... για τρυφερότητα... για ένα ζεστό φιλί.
Είχα κοκαλώσει... δεν ένιωθα το σώμα μου... όλα μέσα μου φωνάζανε να την πλησιάσω αλλά εγώ έμενα ακίνητος να την κοιτώ και να μην μπορώ να αντιδράσω.
Έβαλε απαλά το χέρι της πάνω στο μάγουλο μου και αντανακλαστικά έκλεισα τα μάτια μου για να ελέγξω τα συναισθήματα μου σταματώντας την αναπνοή μου.
«Νομίζω ότι είναι καλύτερα να πηγαίνω» είπα με ψιθυριστή φωνή χωρίς να είμαι σίγουρος αν είχε ακούσει τι της είπα... εκείνη αναστέναξε και έβγαλε το χέρι της από το μάγουλο μου σεβόμενη την απόφαση μου.
«Αν είναι αυτό που επιθυμείς…» την άκουσα να λέει και αυτόματα άνοιξα τα μάτια μου τη στιγμή που έκανε την κίνηση να σηκωθεί για να με αφήσει να φύγω... αλλά εγώ δεν μπορούσα να την αφήσω από την αγκαλιά μου... δεν μπορούσα να την αποχωριστώ, όχι τώρα που την ξαναβρήκα.
Τα χέρια μου με δικιά τους πρωτοβουλία την έσφιξαν περισσότερο για να την συγκρατήσουν στην ίδια θέση και εκείνη με κοίταξε με απορία... η αναπνοή μου άρχισε να επιταχύνεται και προσπάθησα να κατεβάσω το σάλιο μου αλλά ο λαιμός μου ήταν πολύ ξερός.
Δεν ξέρω τι πρόδιδε το πρόσωπο μου αλλά ό, τι και να είδε μέσα σε αυτό την έκανε να ανησυχήσει και με κοίταξε με αγωνία.
«Έντουαρντ?» ρώτησε δειλά για να επιβεβαιώσει ότι ήμουν ακόμα εδώ... αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω... Χριστέ μου δεν μπορώ... όχι δεν μπορώ.
Κάλυψα τα χείλια της με τα δικά μου και απαίτησα το φιλί της απελπισμένος για λίγη ανάσα... απελπισμένος για λίγη ζωή... τη ζωή που μου είχε κλέψει... και εκείνη τη στιγμή άκουσα τα ουρλιαχτά της να έρχονται στο μυαλό μου και να με κάνουν να μην ξέρω που βρίσκομαι.
Σταμάτησε με Μπέλα... σε ικετεύω δεν μπορώ... όχι δεν το μπορώ.
«Έντουαρντ…» άκουγα το όνομα μου από μακριά από μια πνιγμένη φωνή αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω δεν ήξερα το πώς.
«Μπέλα» παρακάλαγα χωρίς να ξέρω αν εξωτερίκευα τη σκέψη μου δυνατά.
Σταμάτησε με Μπέλα... σε ικετεύω δεν μπορώ... όχι δεν το μπορώ.
Τα ουρλιαχτά της ήρθαν για άλλη μια φορά στα αυτιά μου να με κάνουν να τρέμω από το φόβο... το φόβο ότι θα έρθει εκείνος... πού είμαι, γιατί με έφερε εδώ?
«Μπέλα» παρακάλαγα να με σταματήσει... δεν ένιωθα το σώμα μου, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συμβαίνει.
«Σταμάτησε με... σε ικετεύω, πρέπει να φύγω από εδώ... θέλω να φύγω, δεν αντέχω άλλο τις φωνές της».
Ένα χέρι μου τράβαγε τα μαλλιά και ένα άλλο πάνω στο πρόσωπο μου με τράβαγε προς τα πίσω.
«Έντουαρντ άνοιξε τα μάτια σου» απαίτησε μια φωνή και τότε ξέπνοος έμεινα ακίνητος και διστακτικά έκανα αυτό που μου ζητούσε... και τότε είδα εκείνη να με κοιτάει με αγωνία στα μάτια.
«Μπέλα?» ρώτησα και το ύφος της άλλαξε... ο πόνος στα μάτια της μου διέλυσε το στήθος... πώς μπορώ πάντα να την κάνω να πονάει τόσο πολύ.?
«Πρέπει να φύγω από εδώ... πρέπει να με βοηθήσεις σε παρακαλώ» της ζήτησα παρακλητικά ασθμαίνοντας και εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου.
«Το νιώθεις αυτό?» με ρώτησε και κατένευσα «άσε με να σε καθοδηγήσω» είπε απαλά και περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα από τα δικά μου το τράβηξε από τα μαλλιά της και το τοποθέτησε πάνω στην κοιλιά μου... το ίδιο επανέλαβε και στο άλλο μου χέρι και μόλις μπόρεσε να ανασηκωθεί κλείδωσε το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια.
«Τι συνέβη?» με ρώτησε με αγωνία αλλά εγώ δεν ήξερα τι να της απαντήσω.
«Πρέπει να φύγω, Μπέλα βοήθησε με... αν δεν το κάνω θα έρθει εκείνος».
«Ποιος εκείνος Έντουαρντ?»
«Δεν ξέρω... τον ακούω Μπέλα, είναι νευριασμένος... την κάνει να πονάει... τα ουρλιαχτά της με τρελαίνουν σε παρακαλώ πάρε με από εδώ».
«Έντουαρντ... πού βρίσκεσαι?»
«Δεν ξέρω... αυτό το σπίτι το σιχαίνομαι... δεν θέλω να ξαναέρθω εδώ... βοήθησε με να φύγω σε παρακαλώ» την κοίταγα με αγωνία στα μάτια και τότε άκουσα έναν δυνατό κρότο από το πιάνο και γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος του.
Μπροστά στα μάτια μου έβλεπα ένα μικρό παιδί να παίζει νοητά στον αέρα χωρίς να ακουμπάνε τα χέρια του στα πλήκτρα και μόλις ακούστηκε και πάλι η κραυγή της από τον τρόμο του έκλεισε το καπάκι του πιάνου και εκείνο έκανε τον ίδιο εκκωφαντικό θόρυβο με πριν... το αγόρι έτρεχε καταπάνω μου και εγώ προσπάθησα να κάνω προς τα πίσω για να μην πέσει απάνω μου αλλά στην προσπάθεια να του ξεφύγω η Μπέλα μου έπεσε στο πάτωμα και τότε συνήλθα και έσπευσα να την συγκρατήσω για να μην μου χτυπήσει.
«Είσαι καλά?» την ρώτησα με αγωνία φυλακίζοντας την και πάλι μέσα στην αγκαλιά μου αλλά εκείνη αν και ψύχραιμη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει... «σε χτύπησα?... πες μου ότι δε σε χτύπησα» εκείνη δεν μιλούσε και αυτό μου δημιουργούσε μεγαλύτερη νευρικότητα....
«Μπέλα μου, σε παρακαλώ, μίλα μου... είσαι καλά?»
«Τι συνέβη?» με ρώτησε ήρεμα ανασηκώνοντας το κορμί της και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Στο πιάνο ήταν ένα μικρό παιδί... έπαιζε πιάνο αλλά τα χέρια του δεν ακουμπούσαν τα πλήκτρα... και όταν ακούστηκε η κραυγή της…» έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να ελέγξω τα συναισθήματα μου και μόλις ένιωσα το άγγιγμα της αναπήδησα και φυλάκισα το χέρι της μέσα στο δικό μου... η ίδια κραυγή ήρθε να με αποτελειώσει.
«Άφησε τον ήσυχο... εμένα θες, όχι εκείνον» την άκουγα να ουρλιάζει και να πέφτει επάνω σε ένα μασκοφόρο που ερχόταν καταπάνω μου και έκανα προς τα πίσω αμυντικά για να αποφύγω την οργή του.
«Δε θα τον αγγίξεις, το ακούς?» ούρλιαζε εκείνη και τον τράβαγε προς τα πίσω με όλη της τη δύναμη και τότε εκείνος πάγωσε και την κοίταξε γελώντας σατανικά.
«ναι πες μας τώρα ότι τον λυπάσαι... πες μας τώρα ότι τον αγαπάς κι όλας μετά απο όσα του έχεις κάνει» την ειρωνεύτηκε και τότε εκείνη δάκρυσε και με κοίταξε με πόνο.
«πάντα τον αγαπούσα αλλά εκείνος δεν με άφηνε να του το δείξω... βοήθησε με να τον γιατρέψω... θα τον τρελάνει» τον παρακάλαγε και τότε όλα έσβησαν όλα έγιναν μαύρα και το μυαλό μου άδειασε κάνοντας το σώμα μου να μείνει κενό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου