Πάτησα απότομα το φρένο και πάνω στα χαλίκια άρχισε το αυτοκίνητο να γλιστράει ... δεν έχασα την ψυχραιμία μου και γυρίζοντας το τιμόνι δεξιά το επανέφερα και το ακινητοποίησα.
Έσφιξα τα χέρια μου πάνω στο τιμόνι με όλη μου τη δύναμη και άφησα το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω τους κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά. Η καρδιά μου χτυπούσε άρρυθμα αλλά δεν ήταν από τη γρήγορη οδήγηση. Ήταν εξαιτίας του…
«Θα κάνω τα πάντα για να μη σε χάσω... τα πάντα» επαναλαμβανόντουσαν τα λόγια του μέσα στο μυαλό μου και ένιωσα να αδειάζει όλος ο αέρας από τα πνευμόνια μου.
Γιατί δεν έκανες τα πάντα?... ούρλιαξα και τα δάκρυα από τα μάτια μου άρχιζαν να ξεχειλίζουν καυτά πάνω στα μάγουλα μου.
’Όχι, δεν του αξίζουν τα δάκρυά μου’’ ... είπα με πείσμα και σηκώνοντας το κεφάλι μου, απομάκρυνα τα χέρια μου, βρίσκοντας ξανά την αυτοκυριαρχία μου... ‘’Σήκωσε ψηλά το κεφάλι σου Ρόουζ... δεν είσαι πια η Μπέλα. Στη Ρόουζ δεν έχει καμιά εξουσία ο Έντουαρντ’’ προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου.
Αναστέναξα βαριά και σβήνοντας τη μηχανή... βγήκα από το αυτοκίνητο και άφησα το γλυκό αεράκι να πάρει κάθε ανάμνηση μακριά.
Με καινούργια αυτοπεποίθηση και άλλον αέρα... πήγα με πιο σίγουρα βήματα προς το σπίτι και βγάζοντας τα κλειδιά μου άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα... μόλις έφτασα στο σαλόνι βρήκα την Εντουάρντα να με περιμένει.
«Σενιόρα» είπε κάνοντας μια υπόκλιση και έσπευσε να πάρει την τσάντα μου και το παλτό μου.
«buena tarde EDUARDA, Cómo está?»
«Καλησπέρα Εντουάρντα, πώς είσαι?»
«muy bien… usted?»
«πολύ καλά... εσείς?»
«Tengo también mejoro días … el niño?»
«είχα και καλύτερες μέρες... το παιδί?»
«ella esta en su sitio con Alondra»
«είναι στο δωμάτιο της με την Αλόντρα»
«esta bien gracias»
«Οκ, σε ευχαριστώ» της είπα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της μικρής για να την δω.
Μου είχε λείψει τόσες ώρες που είχα να τη δω… ήθελα τα μικρά της χεράκια να με αγκαλιάσουν και να μου δώσει όλο το κουράγιο που είχα αυτή τη στιγμή ανάγκη να νιώσω.
«levantó, levantó»
«Ρόουζ, Ρόουζ» τσίριξε από χαρά και έτρεξε στην αγκαλιά μου.
« qué hace a mi muchacha dulce»
«τι κάνει το γλυκό μου κοριτσάκι?»
«muy bien»
«πολύ καλά»
«Estoy alegre para usted… le tengo comido?»
«πολύ χαίρομαι για σένα... έχεις φάει?»
«si»
«ναι»
«y ahora qué usted hace?»
«και τώρα τι κάνεις?»
«Le pinto con Alondra … le quiero veo?»
«ζωγραφίζω με την Αλόντρα... θες να δεις?»
«naturalmente y yo quiera ver mi corazón »
«Φυσικά και θέλω να δω καρδιά μου» της είπα και την πήρα αγκαλιά.
Πήγαμε στο τραπέζι που ζωγράφιζε και αφού την άφησα από την αγκαλιά μου και κάθισα σε μια καρέκλα, μου έφερε όλες τις ζωγραφιές που είχε κάνει.
Τις κοίταξα μία μία με πολλή προσοχή γιατί η μικρή είχε καρφωμένα τα μάτια της στο πρόσωπό μου.
«qué hermoso que es!… como usted mi pequeño ángel »
«Τι όμορφες που είναι!...» είπα με απόλυτο θαυμασμό και μου χαμογέλασε με ενθουσιασμό... «σαν και εσένα μικρό μου αγγελούδι» της είπα και την έκλεισα για άλλη μια φορά στην αγκαλιά μου. Με γέμισε φιλιά από τη χαρά της κι εγώ της τα ανταπέδωσα μ ‘όλη μου την ψυχή.
«Cómo está Alondra?»
«Πώς είσαι Αλόντρα?» ρώτησα στρέφοντας την προσοχή μου στην νταντά της μικρής μου και εκείνη μου χαμογέλασε ζεστά.
«muy bien… usted?»
«Πολύ καλά κυρία... εσείς?»
«Tengo también mejoro días... escuche… Espero a gente y querría reservaciones el niño en sitio de los shes… de quererlo voy abajo debajo mientras esté aquí… usted pueda usted hacerle esto para mí?»
«Είχα και καλύτερες μέρες... άκουσε... περιμένω κόσμο και θα ήθελα να κρατήσεις τη μικρή στο δωμάτιο της... δεν θέλω να κατέβει κάτω όσο θα είναι εδώ... μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα?»
«naturalmente senora»
«φυσικά κυρία»
«tan pronto como se vayan vendré yo la pongo para el sueño»
«μόλις φύγουν θα έρθω να την βάλω για ύπνο»
«como usted desea»
«όπως επιθυμείτε»
«está bien, gracias… mi pequeño… momia que irá debajo de él recibe seguro llamado…usted permanecerá aquí con Alontra hasta que se vayan? … Vendré luego nosotros digo que nuestro cuento de hadas y yo le pongo para el sueño… qué usted dice, usted hará este encanto para a la momia»
«οκ σε ευχαριστώ... μικρή μου... η μανούλα θα πάει κάτω να υποδεχτεί κάποιους καλεσμένους... θα μείνεις εδώ με την Αλόντρα μέχρι να φύγουν?... θα έρθω μετά να πούμε το παραμύθι μας και να σε βάλω για ύπνο... τι λες, θα κάνεις αυτήν την χάρη στην μανούλα?»
«porqué no vengo también yo?»
«γιατί να μην έρθω και εγώ?» ρώτησε με πείσμα
«Hoy mi corazón… mañana les prometo que voy a hacer que usted quiera… pero no me permito solicitar hoy… por favor »
«όχι σήμερα καρδιά μου... αύριο σου υπόσχομαι να κάνουμε ότι θες... αλλά όχι σήμερα... σε παρακαλώ» της είπα παραπονιάρικα όπως ήξερα ότι πάντα έπιανε και πετάρισε τα ματάκια της λυπημένη.
«esta bien... Pero mañana iremos al parque de diversiones»
«εντάξει... αλλά αύριο θα πάμε στο λούνα παρκ»
«Usted la promesa»
«σου το υπόσχομαι»
«Tomaré y helados»
«θα πάρω και παγωτό»
«a pesar de usted haga»
«το παρακάνεις» την προειδοποίησα αλλά δεν μάσησε... Χριστέ μου τι παιδί είναι αυτό... ίδια ο παππούς της χωρίς αμφιβολία.
«Tomaré y helados»
«θα πάρω και παγωτό»
«veremos bien que… somos conformamos?»
«καλά θα δούμε... είμαστε σύμφωνες?»
«conforme… No dormiré si usted no viene»
«σύμφωνες... δεν θα κοιμηθώ αν δεν έρθεις»
«Vendré mi corazón»
«θα έρθω καρδιά μου» της είπα και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της και την έδωσα στην Αλόντρα.
«Le veré después»
«θα σας δω μετά» είπα και βγαίνοντας από το δωμάτιο της κατευθύνθηκα στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ.
Για χάρη της μικρής όλο σχεδόν το σπίτι έχει σφραγιστεί. Έχει μείνει για χρήση μόνο το κυρίως μέρος και ο πρώτος όροφος στον οποίο ήταν το δωμάτιο της μικρής, το δικό μου νέο δωμάτιο και το δωμάτιο της Αλντόρας και της Εντουάρντας.
Έχω αποφασίσει να μετακομίσουμε από εδώ... δε θέλω η μικρή μου να έχει καμία σχέση με όλο το παρελθόν το δικό μου και του παππού της, οπότε δεν έβρισκα το λόγο γιατί να μπω στον κόπο να το αλλάξω τώρα... ήθελα αυτό το κομμάτι της ζωής μου να μείνει ανέπαφο και έτσι και έκανα.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο μου έβγαλα τα ρούχα μου, μπήκα κάτω από το ντους και άφησα το νερό να πάρει όλο το βάρος που ένιωθα αλλά οι αναμνήσεις ήρθαν για άλλη μια φορά να με παρασύρουν στον κόσμο του ονείρου.
Πρωινό της 13ης Ιουλίου 3 χρόνια πριν...
Κατέβηκα τις σκάλες ευδιάθετα ακολουθώντας τις καταπληκτικές μυρωδιές και μόλις μπήκα στην κουζίνα βρήκα την Κάθη πάνω από το τηγάνι να ετοιμάζει το πρωινό μας και τον Τάηλερ στο τραπέζι της κουζίνας να διαβάζει την εφημερίδα του όπως και κάθε πρωί με ένα πιάτο με πλούσιο πρωινό μπροστά του και τον καφέ του ανέγγιχτο ακόμα.
Πλησίασα το cd player για να βάλω μουσική και η Κάθη γύρισε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε με ένα τεράστιο εγκάρδιο χαμόγελο.
«Καλημέρα Κάθη μου» είπα πλησιάζοντας της χορευτικά με τον ρυθμό της μουσικής που έπαιζε εκείνη τη στιγμή, δίνοντας της ένα σκαστό φιλί.
«Καλημέρα και σε σένα Μπέλα μου... να τα εκατοστήσεις καρδιά μου» είπε κλείνοντας με στην αγκαλιά της.
«Σε ευχαριστώ Κάθη μου» ανταποκρίθηκα ζεστά ανταποδίδοντας την αγκαλιά της.
«Πώς είναι η μέρα σου?» με ρώτησε, με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα.
«Γεμάτη πυροτεχνήματα» της είπα κλείνοντας της το μάτι και γέλασε γυρίζοντας τη ματιά της ξανά προς το τηγάνι.
«Αυτό σημαίνει ότι θα φάτε πρωινό» δήλωσε ανακατεύοντας τα αυγά για να μην καούν.
«Θα το κατασπαράξουμε... γι αυτό να είσαι σίγουρη... πεινάμε σαν λύκοι» επιβεβαίωσα με έμφαση και γέλασε κουνώντας το κεφάλι της, όπως θα έκανε μια μητέρα που πείραζε την κόρη της και γέλασα κι εγώ ενώ πήγαινα πάλι με χορευτικές κινήσεις προς την φρουτιέρα.
«Θα φάει μαζί μας και ο Έντουαρντ?» ρώτησε ξανά για να υπολογίσει τις ποσότητες και της το επιβεβαίωσα.
«Ναι».
«Πάλι καλά που ετοίμασα περισσότερο πρωινό».
«Τι θα κάναμε χωρίς εσένα, μου λες?» τη ρώτησα τρίβοντας της τον ώμο και μου χαμογέλασε ζεστά βάζοντας για λίγο το χέρι της πάνω στο δικό μου.
Παίρνοντας ένα μήλο άρχισα να πλησιάζω το τραπέζι που καθόταν ο Τάηλερ διαβάζοντας την εφημερίδα του παίζοντας το στα χέρια μου, πηγαίνοντας το αριστερά και δεξιά και πού και πού πετώντας το στον αέρα, ακόμα χορεύοντας στον ρυθμό της μουσικής... αλλά εκείνος επιδεικτικά με αγνοούσε.
«Τι έγινε γριά κουτσομπόλα?... λέει τίποτα καλό η εφημερίδα σήμερα για μένα?» τον ρώτησα ακουμπώντας τον αγκώνα μου πάνω στον ώμο του και δαγκώνοντας το μήλο μου. Εκείνος έκλεισε νευριασμένος την εφημερίδα και γυρίζοντας το κεφάλι του προς τα πίσω με κοίταξε αυστηρά στα μάτια χωρίς να μου μιλήσει.
«Τι, έτσι θα πάει τώρα?» τον ρώτησα κάνοντας του ματάκια παραπονιάρικα και ο Τάηλερ ξεφύσησε... άνοιξε πάλι την εφημερίδα του και άρχισε να την διαβάζει προσπαθώντας να με αγνοήσει.
«Ούτε καλημέρα... ούτε χρόνια πολλά???... με πληγώνεις» είπα με θεατρικό τρόπο και εκείνος ζάρωσε τα μάτια του και με κοίταξε απαξιωτικά ... συνεχίζοντας να μου κρατάει μούτρα.
«Δε μου είπες τελικά, γράφει τίποτα καλό για μένα στα κουτσομπολίστικα νέα που διαβάζεις?» συνέχισα απτόητη να τον τσιγκλάω και εκείνος τότε αντέδρασε.
«Ναι... ότι η Βαρόνη βρέθηκε νεκρή από τα χέρια του σωματοφύλακα της» είπε σκληρά ακόμα νευριασμένος και εγώ ξέσπασα στα γέλια.
«Ααα την κακομοίρα... αλλά νόμιζα ότι είσαι σοφέρ... Τι? πήρες προαγωγή και δεν μας το είπες?» συνέχισα το πείραγμα μου και αφήνοντας το μήλο μου στο τραπέζι, άπλωσα το χέρι μου να πάρω ένα τυρί από το πιάτο του και εκείνος αμέσως το βάρεσε για να με σταματήσει αλλά δεν το άφησα έτσι... του κράτησα το χέρι και με το άλλο προσπάθησα πάλι... άρχισε ένας παιδιάστικος καυγάς μέχρι που με μια προσποίηση το πήρα και πριν το βάλω στο στόμα μου για να το φάω του έβγαλα τη γλώσσα και πήγα να κάτσω στη μεριά μου.
«Πότε θα σταματήσετε να καυγαδίζετε εσείς οι δύο σαν μωρά παιδιά?» ρώτησε απηυδισμένα η Κάθη από τη θέση της κοιτώντας μας με ένα βλέμμα που δήλωνε πόσο διασκέδαζε και η ίδια τα πρωινά μας πειράγματα.
«Ποτέ!» είπαμε ταυτόχρονα και οι δύο και τη στιγμή που κοιταχτήκαμε στα μάτια ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια.
«Ανακωχή?» τον ρώτησα τείνοντας το χέρι μου μπροστά και αναστέναξε.
«Μπέλα σοβαρέψου... θα φάμε ξύλο» είπε εκείνος σοβαρός και σήκωσα τα χέρια μου στον αέρα από απελπισία.
«Όχουυυ πρωί πρωί η γκρίνια σου... έλεος βρε Τάηλερ... κανείς δε θα φάει ξύλο... και θα δεις ότι θα το λατρέψει» τόνισα ανοίγοντας τα μάτια μου διάπλατα με ενθουσιασμό.
«Αν σε κυνηγήσει για να σε σκοτώσει... εγώ θα μπω μπροστά για να σου φράξω τον δρόμο για να σε πιάσει» είπε σκληρά. Τον κοίταξα και τον ειρωνεύτηκα.
«Α, καλόοο... κρυώσαμε πάλι... θα σταματήσεις επιτέλους να είσαι τόσο φοβητσιάρης?»
«Εγώ φοβητσιάρης... λογικός ναι... φοβητσιάρης όμως».
«Ό, τι πεις» του είπα παρατώντας τα... «γιατί έτσι κι αλλιώς ό, τι και να κάνεις δεν πρόκειται να μου αλλάξεις γνώμη... σήμερα είναι τα πρώτα μας γενέθλια μαζί... και ο κόσμος να χαλάσει... θα τα γιορτάσουμε όπως μας αξίζει».
«Πού είναι ο Έντουαρντ?» ρώτησε τελικά για να αλλάξει κουβέντα.
«Ξυρίζεται» είπα παίρνοντας τον καφέ που μου είχε σερβίρει μόλις η Κάθη και ήπια μια γερή γουλιά.
«Αργήσατε πάλι... τι κάνατε τόσες ώρες απάνω?» ρώτησε δήθεν για να μου την πει και έπιασα την ευκαιρία να συνεχίσω το πείραγμα μου.
«Θες να σου πω όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες?» τον ρώτησα παίζοντας παιχνιδιάρικα με τα φρύδια μου για να τον προκαλέσω και εκείνος έκανε μια αηδιαστική γκριμάτσα... ωωω πόσο λατρεύω τα πρωινά μας παιχνιδίσματα... πάντα μου φτιάχνουν τη μέρα... και το καλύτερο, ο Τάηλερ πάντα τσιμπάει προσπαθώντας σκληρά να κάνει τον σοβαρό... αλλά δεν του κάνω την χάρη.
«Μπλιαχ... πρωί πρωί... έλεος! Τρώω!»
«Εσύ ήθελες να μάθεις» του απάντησα αυθάδικα. Με αγριοκοίταξε και γέλασα δυνατά.
«Πάλι φαγώνεστε εσείς οι δύο πρωί πρωί» άκουσα την φωνή του Έντουαρντ πίσω μου και γυρίζοντας προς το μέρος του, άνοιξα τα χέρια μου για να κάτσει κοντά μου.
«Πες του τα... με έπρηξε ακόμα δεν έκατσα» γκρίνιαξα εγώ παραπονιάρικα και φώλιασα στην αγκαλιά του σαν μικρό παιδί μόλις έκατσε δίπλα μου για να με υπερασπιστεί... και εκείνος γέλασε δυνατά.
«Δεν παίζεστε πια» είπα απηυδισμένα φυλακίζοντας με στην ζεστή του αγκαλιά, δίνοντας μου ένα τρυφερό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου.
«Εκείνος, όχι εγώ» του είπα κοιτώντας τον στα μάτια με ένα παιδιάστικο μουτράκι ζαρώνοντας το κάτω μου χείλος, βάζοντας τη μάσκα πληγωμένου κουταβιού και ο Έντουαρντ ξεκαρδίστηκε στα γέλια...
«Ωωω Χριστέ μου... παιδιά δεν είχαμε, παιδιά αποκτήσαμε» είπε πειραχτικά και σφίγγοντας με στην αγκαλιά του περισσότερο πείραξε τα μαλλιά μου παιχνιδιάρικα.
«Λοιπόν, ποιος θα πει τι συμβαίνει πάλι?» ρώτησε ο Έντουαρντ για να μας βάλει στην θέση μας... και ο Τάηλερ με κοίταξε με το ύφος «τώρα να σε δω πως θα δικαιολογηθείς»... αλλά εγώ δεν μάσησα.
«Ο Τάηλερ είναι φοβητσιάρης, αυτό φταίει... παντού βλέπει να μας κυνηγάνε για να μας δείρουνε».
«Εγώ φοβητσιάρης???» ρώτησε με φρίκη ζαρώνοντας τα φρύδια του εξαγριωμένος και συνέχισε με αυστηρό ύφος.
«ή εσύ που δεν έχεις τον θεό σου?» με προκάλεσε αλλά η Κάθη μπήκε στη μέση για να μας συνετίσει και να επιβάλει την τάξη.
«Εεε... εεε... εεε... για ηρεμήστε λίγο» είπε ρίχνοντας μια προειδοποιητική ματιά στον Τάηλερ... ευτυχώς η Κάθη είναι με το μέρος μου και θα με βοηθήσει... έβγαλα την γλώσσα μου πάλι στον Τάηλερ και γύρισα προς τον Έντουαρντ.
«Μην τον ακούς αγάπη μου».
«Δεν ξέρω τι να κάνω πια με σας τους δύο» είπε εκείνος απηυδισμένος και μου έδωσε άλλο ένα φιλί στον κρόταφο.
«Δεν ξέρω τι σας τρώει... και είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να μου πείτε... αλλά τουλάχιστον προσπαθήστε να τα βρείτε... δεν είναι κατάσταση αυτή κάθε τρεις και λίγο να τρωγόσαστε σαν τον σκύλο με την γάτα» παρακάλεσε με το φόβο να μην τσακωθούμε.
Ο Έντουαρντ δεν θα μπορέσει ποτέ να το καταλάβει πώς γίνεται το πρωινό μας καβγαδάκι με τον Τάηλερ να είναι μόνο για την διασκέδαση μας... μας αγαπάει και τους δύο εξίσου το ίδιο και τον αγχώνει το γεγονός ότι μια μέρα μπορεί όλο αυτό το πείραγμα να γίνει σοβαρό και να χαλάσει την υπέροχη σχέση που έχουμε μεταξύ μας... αλλά φυσικά εγώ πάντα του εξηγώ και τον καθησυχάζω αλλά αυτό δεν φτάνει για να τον κάνει να μην ανησυχεί.
«Χαλάρωσε Έντουαρντ... δεν τσακωνόμαστε, απλώς διαφωνούμε» του είπε ο Τάηλερ και ο Έντουαρντ αναστέναξε.
«Εσείς ξέρετε» είπε μόνο και παίρνοντας τον καφέ που μόλις του είχε σερβίρει η Κάθη στο χέρι του, ήπιε μια γερή γουλιά... Στο μεταξύ η Κάθη μας σέρβιρε και το πρωινό μας και έκατσε κι αυτή μαζί μας για να φάμε όλοι μαζί.
Είχε γίνει η καθημερινή μας συνήθεια... από τότε που εγκαταστάθηκα στο σπίτι του Έντουαρντ τρώγαμε όλοι μαζί... φυσικά τους κάναμε λίγο τη ζωή κόλαση με τα τερτίπια μας... αλλά η Κάθη και ο Τάηλερ ήταν κομμάτι της ζωής μας... και είχαμε γίνει πια μια οικογένεια... και πραγματικά περνάγαμε πάρα πολύ καλά.
Βγαίναμε μαζί ή καθόμασταν στο σπίτι και συζητάγαμε με τις ώρες... βλέπαμε καμία ταινία ή παίζαμε στο PS και ό, τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους... ήταν εντάξει παιδιά – παιδιά που λέει ο λόγος γιατί ο Τάηλερ ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερος μας και η Κάθη 6 – αλλά σαν παρέα ήμασταν αχώριστοι.
Νοέλια - Noelia: Italian and Spanish form of French Noëlle, meaning "day of birth."--- > "ημέρα της γέννησης"
Αλόντρα - Alondra: Contracted form of Spanish Alejandra, meaning "defender of mankind." --- > "υπερασπιστής της ανθρωπότητας"
Εντουάρντα - Eduarda: Feminine form of Spanish Eduardo, meaning "guardian of prosperity." --- > " φύλακας της ευημερίας"
Ιζαμπέλα - IZABELLE: Variant spelling of Spanish Isabel, meaning "God is my oath." --- > "Ο Θεός είναι ο όρκος μου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου