Οδηγούσε στον δρόμο με μεγάλη ευκολία χωρίς να τον προσέχει και πάρα πολύ... η ματιά της σχεδόν σε όλη την διαδρομή ήταν καρφωμένη απάνω μου με ένα γαλήνιο βλέμμα που μου προκαλούσε εφορία και γαλήνη... της κράταγα το χέρι τρυφερά και αλλάζαμε μαζί τις ταχύτητες... ήταν μια ανέμελη στιγμή χωρίς λέξεις να επισκιάζουν αυτήν την μοναδική επαφή.
«Θα μου πεις ποτέ πόσο χρονών είσαι;» την ρώτησα ξαφνικά και εκείνη χαμογέλασε κοιτώντας τον δρόμο χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου.
«Έχω τρεις ηλικίες σε ποια αναφέρεσαι;» ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο και της το ανταπέδωσα.
«Στη πρώτη»
«Μμμμ.... δύσκολο να υπολογιστεί σε χρόνια... σαν μονόκεροι δεν υπολογίζαμε τον χρόνο ώστε να μπορέσω να αναφερθώ σε κάποια χρονολογία... το τέλος της εποχής μας ήρθε όταν χάθηκε η αθωότητα από τον κόσμο»
«Οι ιστορίες σας περιγράφουν... αδάμαστα άλογα τα πιο αγνά πλάσματα που έχουν περάσει από την γη»
«Αδάμαστα» επανέλαβε με ένα χαμόγελο όλο νόημα για να μου τονίσει περισσότερο την προηγούμενη μας κουβέντα.
«Αναφέρουν ακόμα ότι μόνο μια αγνή ψυχή μπορεί να τα δαμάσει»
«Είδες τελικά ότι δεν είσαι το τέρας που θεωρείς ότι είσαι;» μου χτύπησε κοιτώντας με έντονα και το άφησα ασχολίαστο.
«Συγκεκριμένα αναφέρουν... ότι είναι σύμβολο αγνότητας και παρθενίας γι' αυτό και χρησιμοποιείται μερικές φορές στην Χριστιανική εικονογραφία για ν' απεικονίσει την Παρθένο Μαρία.»
«Το “αίμα” μας... δεν ήταν αίμα... ήταν μια περίεργη ύλη που όσοι αναζητούσαν την αιωνιότητα μας σκότωναν για να μπορέσουν να το εκμεταλλευτούν»
«Και ζούσαν αιώνια;» ρώτησα με ενδιαφέρον.
«Όχι αλλά τους πρόσφερε δύναμη... και νιότη... αλλά δεν κρατούσε για πολύ... γι’ αυτό και φτάσαμε λίγο πριν τον αφανισμό μας»
«Γι’ αυτό και σας έκανε αγγέλους;» υπέθεσα και αυτό για κάποιον λόγο την πόνεσε αλλά δεν το άφησε να την επηρεάσει.
«Ναι» απάντησε μονολεκτικά αποφεύγοντας να αναφερθεί σε κάτι άλλο πάνω σε αυτό.
«Και εσείς;» συνέχισα τις ερωτήσεις προσπαθώντας να κατανοήσω όσο πιο πολλά μπορούσα.
«Τι εμείς;»
«Είχατε περίεργες δυνάμεις όπως περιγράφουν τα βιβλία;» αναστέναξε και το σκέφτηκε για λίγο.
«Δυνάμεις...» επανέλαβε σκεπτική... «Από την αρχή της ύπαρξης μου οι δυνάμεις μου ήταν περισσότερο πνευματικές... δεν ξέρω αν αναφέρεσαι σε αυτό» κατένευσα και συνέχισε... «Ναι είχα πάντα πνευματικές δυνάμεις... οι οποίες όταν έγινα άγγελος γίνανε πιο ισχυρές... όπως το δικό σου χάρισμα παραδείγματος χάρη... πάντα ήσουν ευαίσθητος στις σκέψεις τον άλλον... αλλά έγινε πιο ισχυρό όταν μεταμορφώθηκες... αλλά επιπλέον μας δόθηκαν και οι δυνάμεις που έχουν οι άγγελοι»
«Δηλαδή ο Καρλάιλ είχε δίκιο» εξωτερίκευσα την σκέψη μου.
«Ναι... πάντα άκουγες τις σκέψεις τους... δεν το θυμάσαι αυτό;»
«Είναι ελάχιστες οι ανθρώπινες αναμνήσεις που έχουν μείνει πια... και όλες είναι τόσο ξεθωριασμένες που καμιά φορά δεν ξέρω αν είναι αναμνήσεις ή η ανάγκη μου να νιώθω ότι κάτι θυμάμαι από το παρελθόν»
«Μμμμ... δεν το ήξερα αυτό» είπε με μια θλίψη στην φωνή της.
«Εσύ πως ξέρεις τόσα για μένα... νόμιζα ότι δεν με πλησίασες ποτέ»
«Από τότε που κατάλαβα σε τι μετατράπηκα όχι... δεν σε πλησίασα ξανά» ένιωσα μια αρχαία θλίψη στην φωνή της... και συνέχισα προσπαθώντας να της αποσπάσω την σκέψεις της για να κατανοήσω το γιατί.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν ήθελα να σε καταστρέψω»
«Να με καταστρέψεις;» ρώτησα δύσπιστα και με κοίταξε με νόημα στα μάτια πριν συνέχιση.
«Σαν άγγελοι και πάλι δεν υπολογίζουμε το χρόνο όπως οι άνθρωποι... αλλά είναι αρκετές οι χιλιετίες που έχουν περάσει από πάνω μου... έκπτωτος άγγελος είμαι τα τελευταία 93 χρόνια» κατέληξε, κλείνοντας και υπολογίζοντας αυτόματα τα χρόνια άνοιξα τα μάτια διάπλατα από την συνειδητοποίηση.
«Δηλαδή όταν ήμουν 16 χρονών;»
«Ναι τότε πήρα την απόφαση να έρθω κοντά σου»
«Ήξερες ότι ο Καρλάιλ με είχε μεταμορφώσει;» κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα όταν σε είδα... φυσικά κατάλαβα αμέσως σε τι είχες μεταμορφωθεί... σε είχα για νεκρό... φαντάζεσαι τι σοκ έπαθα όταν σε αντίκρισα απέναντι μου να με κοιτάς;»
«Ναι αυτό μπορώ να το φανταστώ... δεν ήξερες ότι θα με βρεις εδώ» διαπίστωσα και αναστέναξε.
«Αν ήξερα ότι υπήρχε πιθανότητα να σε βρω... δεν θα το διακινδύνευα» είπε με πόνο στην ματιά της.
«Εγώ πάλι αν ήξερα ότι υπήρχε πιθανότητα να σε βρω... θα γύρναγα ολόκληρο τον πλανήτη για να σε ψάξω» της είπα με ειλικρίνεια και έμεινε σιωπηλή χαμένη μέσα στις δικές τις σκέψεις... και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου... «Στο επόμενο άνοιγμα στρίψε δεξιά» την καθοδήγησα και αφοσιώθηκε στην διαδρομή χωρίς να πει τίποτα άλλο.
«Πολύ όμορφο μέρος... είναι σαν να ζείτε σε έναν άλλο κόσμο»
«Ζούμε σε έναν άλλο κόσμο» της είπα και το χαμόγελο της επέστρεψε κάνοντας όλο μου το είναι να γαληνεύσει.
Μόλις τα φυλλώματα από τα δέντρα αραίωσαν και το σπίτι άρχισε να αχνοφαίνεται εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και το στόμα... και έμεινε εκστασιασμένη να το κοιτά.
«Μπορείς να το δεις από εδώ;» ρώτησα με περιέργεια και εκείνη κατένευσε χωρίς να μιλάει ακόμα.
«Είναι εκθαμβωτικό...» είπε ξέπνοη.
«Χαίρομαι που σου αρέσει» χαμογέλασε και μόλις έφτασε στο τέλος τους δρόμου πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από την είσοδο, γύρισε και με κοίταξε με το ίδιο χαμόγελο ακόμα ζωγραφισμένο στα χείλια της.
«Έτοιμη;» ρώτησα και κλείνοντας μου το μάτι άνοιξε την πόρτα και βγήκε χωρίς να με περιμένει... βγήκα και εγώ και με μια αναπνοή βρέθηκα κοντά της... την συγκράτησα από την μέση και την παρέσυρα απαλά προς το κατώφλι της πόρτα... φυσικά η Άλις ήταν εκεί να μας περιμένει όλο αγωνία.
«Αργήσατε» μας κατηγόρησε με ένα παιδιάστικο ύφος και αμέσως η Μπέλα γέλασε δυνατά και παίρνοντας το χέρι της από την μέση μου άνοιξε την αγκαλιά της για εκείνην.
«Είχαμε να λογοδοτήσουμε στον Τσάρλι» είπε στριφογυρίζοντας τα μάτια της και η Άλις γέλασε με την σειρά της και την απομάκρυνε από την αγκαλιά της για να συνεχίσει.
«Τότε δικαιολογήστε... ελάτε μέσα» μας προϋπάντησε και κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι... ακούμπησα το χέρι μου απαλά στον ώμο της και την κράτησα κοντά μου... εκείνη ήταν η προσωποποίηση της άνεσης... φυσικά ήταν όλοι εκεί... η Μπέλα μπήκε με έναν αέρα που δεν διέφυγε κανενός την προσοχή.
«Καλημέρα σας» είπε γλυκά και η Έσμε ήρθε πιο κοντά μας πρώτη.
«Καλημέρα γλυκιά μου... εγώ είμαι η Έσμε... η μητέρα του Έντουαρντ»
«Χάρηκα πολύ Έσμε... μπορούμε να μιλάμε στον ενικό!!!» είπε η Μπέλα και την κοίταξε προσμένοντας την ανταπόκριση της τείνοντας το χέρι της προς τα εκείνην.
«Φυσικά καλή μου» ανταποκρίθηκε δίνοντας και το δικό της και με την σκέψη της μου μετέφερε... ‘’τι όμορφη κοπέλα... πολύ χαίρομαι για σένα γιε μου’’.
Οι σκέψεις όλων περιείχαν διάφορα σχόλια τα οποία δεν τα άφηνα να με επηρεάσουν αλλά τα άκουγα περισσότερο γιατί ήξερα ότι και η Μπέλα είχε την ικανότητα να τα ακούει και ήθελα να είμαι προετοιμασμένος... μάλλον θα έπρεπε να τους είχα προειδοποιήσει.. ιδίως την Ρόουζ που στην σκέψη της δεν παρέλειπε τα πικρόχολα σχόλια της και σίγουρα όταν το μάθει θα γίνει πυρ και μανία.
«Μπέλα είναι μεγάλη μας χαρά να σε έχουμε εδώ»
«Και εγώ χαίρομαι που σας γνωρίζω όλους από κοντά Καρλάιλ» απευθύνθηκε σε εκείνον και σε όλους ταυτόχρονα κοιτάζοντας τους σφίγγοντας του το χέρι.
«Δεν κάθεσαι καλή μου» ρώτησε η Έσμε δείχνοντας της τον καναπέ και εκείνη το δέχτηκε με ευχαρίστηση... πήγα και εγώ κοντά της και έκατσα δίπλα της πάνω στο μπράτσο του καναπέ, βάζοντας το χέρι μου να ακουμπήσει στην πλάτη του.
Οι σκέψεις της Έσμε... “τι όμορφο ζευγάρι... μακάρι όλα να πάνε καλά γι’ αυτά τα παιδιά... τους αξίζουν τα καλύτερα”... η Μπέλα γύρισε στιγμιαία και με κοίταξε αλλά αμέσως άνοιξε κουβέντα για να τους αποσπάσει την προσοχή ώστε να σταματήσουν να κάνουν διάφορες σκέψεις.
«Έχετε πολύ όμορφο σπίτι... είναι τόσο φωτεινό και ανοιχτό... αντανακλά όλη την φωτεινότητα και την καλοσύνη που κρύβεται μέσα σας» είπε απορροφημένη να κοιτάζει γύρω της χωρίς να τους κοιτά αλλά αμέσως έπιασε την σκέψη του Καρλάιλ και γύρισε προς το μέρος του... «Συγνώμη καμία φορά παρασύρομαι και μιλάω περισσότερο από όσο πρέπει... είναι πραγματικά υπέροχο»
«Σε ευχαριστούμε καλή μου» είπε η Έσμε και της χαμογέλασε ζεστά.
«Εσείς δεν θα κάτσετε;» ρώτησε με περιέργεια και όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Είναι συνήθεια» απολογήθηκα εγώ και αμέσως το κατάλαβε.
«Ναι το καταλαβαίνω... δεν σας είναι απαραίτητο» είπε και μια απορία σχηματίστηκε στο πρόσωπο τους.
«Θα ήθελες να σου προσφέρουμε κάτι;» ρώτησα εγώ για να τους αποσπάσω την προσοχή... και με κοίταξε με πόνο στα μάτια.
«Ίσως λίγο νερό;» ρώτησε παρά το ζήτησε και έσπευσα να σηκωθώ για να της το φέρω αλλά η Άλις με πρόλαβε.
«Θα πάω εγώ» μου είπε κλείνοντας μου το μάτι και ξανά έκατσα.
«Περίεργη αυτή η αμηχανία... μάλλον θα έχετε πολλές ερωτήσεις...» συνέχισε η Μπέλα και όλοι κάτσανε κοντά μας στους γύρω καναπέδες και την κοίταζαν καλά καλά περιμένοντας να τους εξηγήσει τα όσα έχουν συμβεί... αλλά περισσότερο για το τι πραγματικά είναι.
«Έντουαρντ...» είπε και με κοίταξε.
«Θες να το πω εγώ;» ρώτησα με απορία.
«Πρέπει να το καταλάβουν οι ίδιοι... προσπάθησε να τους το μεταφέρεις με τρόπο»
«Να τους το μεταφέρω πως;» είπα χωρίς να καταλαβαίνω.
«Δεν μπορείς να μεταφέρεις την σκέψη σου;» ρώτησε με απορία και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου... «Περίεργο νόμιζα ότι όλοι μπορείτε να το κάνετε... τέλος πάντων δεν υπάρχει κάποιος άλλο τρόπος να γίνει;» με ρώτησε πάλι και τότε σκέφτηκα το κινητό.
«Άλις θα σου στείλω μήνυμα» η Άλις που μόλις είχε γυρίσει από την κουζίνα άφησε το ποτήρι με το νερό στο τραπεζάκι μπροστά στην Μπέλα και πήγε στην τραπεζαρία να πιάσει το κινητό της... έγραψα:
Τούρκικη ταινία... 2 λέξης... σε σκηνοθεσία Σεμίχ Καπλάνογλου με τους: Τουλίν Οζέν, Μπουτάκ Ακαλίν
Η βαλίτσα με τα ρούχα μιας νεκρής θα αλλάξει απρόσμενα τη ζωή μιας νεαρής κοπέλας την οποία κακοποιεί ο πατέρας της.
Μόλις η Άλις το πήρε γούρλωσε τα μάτια της και της έκανα νόημα να μην το πει δυνατά... «Δωσ’ το να το διαβάσουν και οι υπόλοιποι»... μόλις το έκανε και η Μπέλα διάβασε στην σκέψη τους ότι κατάλαβαν αυτό που τους έστειλα και όλοι είχαν πάρει την απάντηση τους μίλησε ξανά.
«Ναι είμαι έκπτωτος άγγελος»
“Σου το είπα ότι αυτός ο δαίμονας θα είναι η καταστροφή σου”... ακούσαμε ταυτόχρονα με την Μπέλα την σκέψη της Ρόουζ και πάγωσα κοιτώντας την με νόημα στα μάτια να το κόψει αλλά η Μπέλα δεν άντεξε και αντέδρασε.
«Καταλαβαίνω απόλυτα την ανησυχία σας για τον Έντουαρντ... και δεν σας αδικώ... ίσα ίσα χαίρομαι που έχει μια τόσο καλή οικογένεια να τον νοιάζεται, να τον στηρίζει και να τον φροντίζει με τόσο αγάπη... αλλά πραγματικά Ρόζαλι δεν καταλαβαίνω την αρνητικότητα σου απέναντι μου... δεν νομίζω ότι σου έδωσα το δικαίωμα να με κρίνεις τόσο επικριτικά... ναι δεν είμαι και άγια... αλλά νόμιζα ότι εσείς περισσότερο από τον καθένα θα μπορούσατε να με καταλάβετε μιας και που όλοι σας λίγο πολύ έχετε περάσει από δική μου θέση... φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις ανάμεσα σας... αλλά πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι ακριβός σου έκανα για να με κατακρίνεις με αυτόν τον τρόπο;» η Ρόουζ κοίταζε μια έμενα και μια εκείνην σοκαρισμένη χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Άκουσες τι σκέφτηκα μόλις τώρα;» ρώτησε περισσότερο κατηγορώντας την παρά σαν απορία.
«Ναι» είπε ψυχρά εκείνη και οι Ρόουζ κάρφωσε την ματιά της προς στο μέρος μου.
«Μάλλον θα έπρεπε να σας προειδοποιήσω γι’ αυτό» είπα απολογητικά και ο Καρλάιλ πήρε τον λόγο.
«Δεν νομίζω ότι έγινε τίποτα σκόπιμο Έντουαρντ... και δεν υπήρχε χρόνος για εξηγήσεις... αλλά είμαι περίεργος... πως έχασες τα φτερά σου» εκείνη χαμογέλασε και με κοίταξε στιγμιαία.
«Ήταν επιλογή μου... φυσικά δεν ήξερα τις επιπτώσεις... αλλά όλα άλλαξαν με αυτό το σώμα και έτσι κατάφερα να βρω την λογική μου»
«Με αυτό το σώμα;»
«Ναι... είναι ας το πούμε “δανικό”... το πραγματικό μου σώμα δεν είναι ορατό στα μάτια σας»
«Μα εγώ σε είδα» είπα με απορία.
«Γιατί σε άφησα να με δεις» εξήγησε και συνέχισε... «Είναι περισσότερο σαν γυαλί αντικατοπτρίζει τα πάντα γύρω μου και είναι πολύ εύκολο να σας παραπλανήσω ώστε να μην μπορείτε να με δείτε ακόμα και αν στέκομαι μπροστά σας»
«Και μόλις φθαρεί ένα σώμα τότε το αλλάζεις;» ρώτησε ο Καρλάιλ με περιέργεια και αναστέναξε.
«Ναι»
«Δεν καταλαβαίνω τι σε κάνει να μένεις σε αυτό το σώμα από την στιγμή που είναι κλινικά νεκρό;... ξέρεις ότι η φθορά του έχει επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό» μαγκώθηκα και τον κοίταξα έντονα... γιατί δεν μου είπε τίποτα πιο πριν... σίγουρα ξέρει... γιατί μου το έκρυψε;... ο Καρλάιλ καταλαβαίνοντας τις ανησυχίες μου έσπευσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του... «Συγνώμη αγόρι μου, μου ζήτησε να μην το κάνω... δεν του έχεις μιλήσει;» την ρώτησε και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι... δεν βρίσκω τον λόγο να τον φορτώσω με τέτοιες άχρηστες λεπτομέρειες... άλλωστε του υποσχέθηκα να ζητήσω τον φάκελο μου από τον δόκτορ Σόνιοερ για να τον μελετήσεις...» του είπε με νόημα... αλλά ο Καρλάιλ δεν την σιγοντάρισε.
«Δεν μπορώ να λέω ψέματα στον γιο μου Μπέλα... ο φάκελος σου δεν θα μου προσφέρει περισσότερα από τα αποτελέσματα που έχω ο ίδιος στην κατοχή μου»
«Δηλαδή;» απαίτησα εγώ να μου πει την αλήθεια και γύρισε προς το μέρος μου απολογητικά.
«Δηλαδή... δεν έχει επιστροφή Έντουαρντ... η αντίστροφη μέτρηση αυτού του σώματος έχει αρχίσει... δεν θα αντέξει πολύ καιρό ακόμα» είπε η Μπέλα ηττημένη.
«Πόσο» απαίτησα άλλη μια φορά.
«Το πολύ 2 χρόνια ακόμα» απάντησε ο Καρλάιλ και έμεινα σοκαρισμένος να τον κοιτώ.
«Τέλος πάντων... ήρθαμε να γνωριστούμε καλύτερα... δεν νομίζω ότι αυτή η κουβέντα είναι του παρόντος... ας αλλάξουμε θέμα» παρακάλεσε η Μπέλα τον Καρλάιλ και εκείνος αναστέναξε και κοίταξε για μια στιγμή το πάτωμα.
«Έχει δίκιο η Μπέλα...» πετάχτηκε η Άλις που ήταν το ίδιο μαγκωμένη και σοκαρισμένη με μένα και ήρθε και κάθισε δίπλα της... «Πες μας λίγα πράγματα για σένα»
«Τι θέλετε να σας πω» είπε αλλάζοντας ξαφνικά η διάθεση της και δανειζόμενη λίγη από την σπιρτάδα και την τσαχπινιά της Άλις της χαμογέλασε ενθαρρύνοντας την να συνεχίσει.
«Πως ξέρεις τόσα πολλά για μας;»
«Α αυτό είναι εύκολο... έχω δανειστεί παλιότερα σώμα βρικόλακα... ήταν πολύ διασκεδαστικό» συμπλήρωσε και γέλασε με ένα προσωπικό της αστείο... «Αλλά εκείνη μπορούσε να μεταφέρει την σκέψη της... γι αυτό και μου έκανε εντύπωση που δεν μπορείτε να το κάνετε εσείς»
«Θα ήταν το χάρισμα της» είπε ο Καρλάιλ και τον κοίταξε .
«Πολύ πιθανόν»
«Εσύ τι χαρίσματα έχεις;» ρώτησε εκείνος με την σειρά του με περιέργεια.
«Μμμ... δύσκολο να περιγραφούν... ίσως με τον καιρό αν χρειαστεί, να τα δείτε στην πράξη... ελπίζω να μην χρειαστεί... γιατί με αποδυναμώνουν εύκολα... οπότε δεν τα χρησιμοποιώ άσκοπα... ωστόσο υπάρχει πάντα και η επιλογή να βγω από το σώμα για να τις χρησιμοποιήσω... αλλά για να συγκρατώ το σώμα ώστε να μην το αφήσω τελείως έχει και επιπτώσεις... όπως και να έχει δεν χρειάζεται να ανησυχείτε... δεν είχα ποτέ σκοπό να τις χρησιμοποιήσω εναντίων σας»
«Ποτέ δεν αμφιβάλλαμε γι’ αυτό» τόνισε ο Καρλάιλ με αμέριστη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο της.
«Πω πω έχω τόσες απορίες» αναφώνησε η Άλις και όλοι γελάσαμε με τον ενθουσιασμό και την ανυπομονησία της αλλά η Μπέλα έσπευσε να την συνετίσει.
«Όλα με την σειρά τους... δεν πάω πουθενά... και φυσικά είσαστε όλοι ευπρόσδεκτοι να ρωτήσετε ότι σας προβληματίζει... θα σας απαντήσω φυσικά μόνο σε όσα μου επιτρέπονται να αποκαλύψω... έχω και εγώ κανόνες... το ότι παραστράτησα δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους παραβώ» δικαιολογήθηκε και ο Καρλάιλ την καθησύχασε.
«Καταλαβαίνουμε απόλυτα γλυκιά μου»
«Θα ήθελες να δεις και το υπόλοιπο σπίτι;» ρώτησα εγώ για να την αποδεσμεύσω για λίγο από τα αδιάκριτα μάτια των δικών μου και με κοίταξε με περιέργεια.
«Αν το θες και εσύ» είπε και με κοίταζε με απορία.
«Πήγαινε να το δεις... θα τα πούμε άλλη στιγμή... δεν θα χαθούμε τώρα που γνωριστήκαμε» την ενθάρρυνε η Έσμε και της χαμογέλασε ζεστά.
«Σίγουρα δεν θα χαθούμε» της ανταπέδωσε και σηκώθηκε και ταυτόχρονα σηκώθηκα και εγώ και την παρέσυρα προς την σκάλα...
Καθώς ανεβαίναμε της έδειχνα τα δωμάτια αλλά εκείνη δεν έδινε και τόση σημασία μέχρι που φτάσαμε κοντά στον τεράστιο σταυρό που διακοσμούσε τον τοίχο του δευτέρου ορόφου και ξαφνικά σταμάτησε και τον κοίταξε έντονα...
«Μπορείς να γελάσεις...» είπα και με κοίταξε αυστηρά στα μάτια... «Φαίνεται κάπως ειρωνικό... έτσι δεν είναι;»
«Έντουαρντ... έχεις συνειδητοποιήσει καθόλου πόσο καθαρή και αμόλυντη είναι η καρδιά σου;» είπε σοβαρά χωρίς ίχνος συναισθήματος στα χαρακτηριστικά της.
«Μπέλα δεν θέλω να το συζητήσω αυτό... καταρχήν δεν πιστεύω ότι έχω πια ψυχή... η αν έχω δεν υπάρχει περίπτωση να είναι αμόλυντη»
«Ξέρεις για ποιον λόγο σε διάλεξα... ;Έχεις καταλάβει τι εννοούσα λέγοντας ότι ερωτεύτηκα την ματιά σου;»
«Όχι... αλλά κάτι μου λέει ότι δεν θα μου αρέσει η απάντηση» είπα και εκείνη αναστέναξε απηυδισμένα.
«Έχεις την πιο αγνή και την πιο αμόλυντη ψυχή που έχω δει ποτέ σε ολόκληρη την ύπαρξη μου Έντουαρντ» συνέχισε σοβαρή και την κοίταξα δύσπιστα.
«Εντάξει μπορεί αυτό να ίσχυε... δεν το θυμάμαι για να σου το επιβεβαιώσω... άλλα όχι πια» είπα και τραβώντας την από την μέση την ανάγκασα να συνεχίσουμε στο επόμενο δωμάτιο που ήταν το γραφείο του Καρλάιλ η τεράστια του συλλογή από βιβλία που είχε συλλέξει όλα αυτά τα χρόνια σίγουρα θα της αποσπούσε την προσοχή και θα την έκανε να ξεκολλήσει από την εμμονή της... δεν υπήρχε περίπτωση να με πείσει για κάτι τέτοιο... εκείνη το κατάλαβε και μόλις μπήκα μέσα στο γραφείο του Καρλάιλ γύρισε απότομα προς το μέρος μου χωρίς να μου δίνει το δικαίωμα να συνεχίσω.
«Ένας μονόκερως δαμάζεται μόνο από μια αγνή ψυχή... αυτό ισχύει» είπε αυστηρά και χωρίς να περιμένει απάντηση γύρισε και κοίταξε γύρω της με θαυμασμό... «Έργο τέχνης... ο καθένας θα την ζήλευε αυτήν την συλλογή...» συνέχισε και άρχισε να επεξεργάζεται τα βιβλία που υπήρχαν πάνω στο τεράστιο έπιπλο που κάλυπτε όλους τους τοίχους και ήταν γεμάτο με ανεκτίμητα κομμάτια έργα τέχνης από τους καλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών... «Τα έχεις διαβάσει;» ρώτησε παίρνοντας έναν τόμο καθώς άρχισε να τον ξεφυλλίζει.
«Όχι όλα αλλά τα περισσότερα ναι»
«Μμμχχχμμμ» είπε και άφησε τον τόμο που κράταγε και συνέχισε την περιπλάνηση της μέσα στον χορό εκστασιασμένη.
«*Σολιμένα...» είπε με θαυμασμό καθώς σταμάτησε την ματιά της μπροστά από τον πίνακα του.
«Μμχχμμ... εμπνεύστηκε πολύ από τους φίλους του Καρλάιλ... συχνά τους απεικόνιζε σαν θεούς» είπα αδιάφορα
«Ποιοι είναι;» ρώτησε με ενδιαφέρον ενώ στο πρόσωπο της έβλεπα σαν να προσπαθούσε κάτι να θυμηθεί.
«Ο Άρο, ο Μάρκος και ο Κάιος...» της έλεγα τα ονόματα τους ενώ ταυτόχρονα τους έδειχνα με τον δείκτη του χεριού μου... «Οι Βολτούρι... Νυχτερινοί προστάτες της τέχνης... Οι Βολτούρι είναι πολύ παλιά, και πολύ ισχυρή οικογένεια... ότι πιο κοντινό υπάρχει στο είδος μας, στα δικαιώματα της βασιλείας»
«Αυτός μαζί τους είναι ο Καρλάιλ;» ρώτησε δείχνοντας προς το μέρος του
«Ναι, έζησε μαζί τους κάποιες δεκαετίες. Τους περιγράφει πολύ εξευγενισμένα... δεν έχουν κανένα σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, φυσικά, αλλά έχουν σεβασμό στην Τέχνη και στην Επιστήμη, τουλάχιστον... και στον Νόμο πάνω απ' όλα στον νόμο» τόνισα και εκείνη με κοίταξε με περιέργεια για να διαβάσει μέσα από την ματιά μου γιατί το λέω με τόσο πάθος... αλλά δεν ρώτησε τίποτα άλλο... «Τους έχεις γνωρίσει ποτέ;»
«Δεν ξέρω δεν τον νομίζω...» είπε σκεπτική ακόμα γυρίζοντας την ματιά της και πάλι προς τον πίνακα και συνέχισε... «Κάτι νομίζω ότι μου θυμίζει ο Μάρκος... αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρη... να υποθέσω ότι είναι αρχαίοι σαν και μένα;» ρώτησε και γέλασα αλλά εκείνη με κοίταξε ξανά χωρίς να καταλαβαίνει που βρίσκω το αστείο.
«Ναι... έχουν περάσει αρκετές χιλιετίες από πάνω τους»
«Το φαντάζομαι... μπορώ να μάθω το αστείο;» ρώτησε σοβαρή δηλώνοντας καθαρά ότι την είχε πειράξει πριν το γέλιο μου.
«Εσύ και αρχαία... μου είναι λίγο δύσκολο να το συνδυάσω»
«Το ίδιο θα λες και όταν θα είσαι στην θέση μου... αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που είμαστε Έντουαρντ... και πρώτος εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό καλύτερα από όλους»
«Γιατί συγκεκριμένα εγώ;»
«Δεν θα σου αρέσει η απάντηση οπότε την παρακάμπτω» ειρωνεύτηκε και γύρισε να κοιτάξει για άλλη μια φορά γύρω της... «Ελπίζω να μου επιτρέψει καμία φορά ο Καρλάιλ να δανειστώ κάποια από αυτά τα αριστουργήματα» άλλαξε θέμα και περνώντας το χέρι μου από τις ατίθασες τούφες των μαλλιών μου μίλησα ήρεμα για να μην καταλάβει πόσο με είχε πειράξει το προηγούμενο της σχόλιο.
«Φυσικά και μπορείς... είναι στην διάθεση σου για όποτε τα θελήσεις» της δήλωσα σοβαρά και γυρίζοντας προς το μέρος μου χαμογέλασε ήρεμα για να με κατευνάσει αλλά αυτήν την φορά δεν έπιασε και τόσο πολύ... εκείνη το κατάλαβε.
«Έλα να δεις και το υπόλοιπο σπίτι» την παρότρυνα και συνέχισα την ξενάγηση μέχρι που φτάσαμε στο δωμάτιο μου.
«Αυτά είναι καπέλα αποφοιτήσεις;» ρώτησε σταματώντας στον τεράστιο πίνακα που διακοσμούσε τον τοίχο πριν το τέλος της σκάλας και γέλασα ακουμπώντας χαλαρά στον τοίχο ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
«Όσο ποιο μικροί ξεκινάμε σε ένα μέρος τόσο περισσότερο μπορούμε να μείνουμε» συμπλήρωσα και με κοίταξε με απορία.
«Θες να μου πεις ότι όσα καπέλα έχει αυτός ο πίνακας τόσες φορές έχεις φοιτήσει σε σχολείο;» ρώτησε δύσπιστα και γέλασα με την έκφραση της.
«Τι άλλο να κάνεις για να περάσει η ατελείωτη μέρα;»
«Εγώ πάω πρώτη φορά και έχω φρίξει όχι να το επαναλάμβανα άλλες τόσες... δεν έχουν ιδέα τι διδάσκουν... Χριστέ μου... με πιάνει τέτοια πλήξη όταν βρίσκομαι στην τάξη»
«Όλα είναι μια συνήθεια»
«Μπορείς και να έχεις δίκιο» κατέθεσε τα όπλα και πηγαίνοντας κοντά της την κράτησα από το χέρι και την οδήγησα στο δωμάτιο μου.
«Το δωμάτιο μου» την πληροφόρησα και ανοίγοντας την πόρτα την άφησα να μπει πρώτη.
Το κοίταζε εξεταστικά κοιτώντας με μεγάλο ενδιαφέρον τον γύρω χώρο... παρατηρώντας τα πάντα ανέκφραστα... μου την έδινε πάρα πολύ όταν το έκανε αυτό... δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορούσε να σκεφτεί και εκείνη πρέπει να το είχε καταλάβει και το έκανε επίτηδες.
«Καλή ακουστική;» μάντεψε και της ένευσα... παίρνοντας το τηλεκοντρόλ του cd player πάτησα το start και κλείνοντας την πόρτα άφησα την μουσική να πλημμυρίσει τις αισθήσεις μας... με ένα απαλό κομμάτι τζαζ.
«Πως τα έχεις ταξινομήσει όλα αυτά;» ρώτησε δείχνοντας τον τοίχο με τα αμέτρητα cd που υπήρχαν στριμωγμένα μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο.
«ΕΕΕ... κατά χρονιά και μετά σύμφωνα με τις προσωπικές μου προτιμήσεις σ’ εκείνο εκεί το πλαίσιο» της είπα δείχνοντας της ταυτόχρονα το κομμάτι που κράταγα μόνο την μουσική που με εμπνέει και εκείνη άρχισε να τα κοιτάει ερευνητικά ακόμα χωρίς να εκδηλώνει τα συναισθήματα της... «Πες μου τι σκέφτεσαι;» δεν άντεξα άλλο και την ρώτησα και ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της.
«Λένε ότι το δωμάτιο μας, δηλώνει αυτό που ήμαστε... απλά σε διαβάζω» είπε ανάλαφρα χωρίς να γυρίζει προς το μέρος μου και συνέχισε να εξετάζει το δωμάτιο κοιτώντας και τα υπόλοιπα πράγματα μου χωρίς να τα ακουμπάει.
«Πως σου φαίνεται;»
«Όπως το περίμενα... είναι ακριβώς αυτό που είσαι»
«Και τι είμαι δηλαδή;» την προκάλεσα και γύρισε προς την μεριά μου.
«Είσαι σίγουρος ότι θες να μάθεις;» με προκάλεσε πίσω.
«Ναι» της είπα και με κοίταξε στα μάτια επιβλητικά.
«Σίγουρα όχι τέρας» είπε και γέλασα δυνατά.
«Πραγματικά δεν έπρεπε να το πεις αυτό» την προειδοποίησα και έβγαλα ένα υπόκωφο μουγκρητό από το βάθος του λαιμού μου... τα χείλη μου ζάρωσαν πάνω από τα δόντια μου και μεταμόρφωσα το σώμα μου ξαφνικά μαζεύοντας το πίσω σε θέση εκκίνησης, σαν λιοντάρι που είναι έτοιμο να χιμήξει.
Εκείνη έμεινε στην θέση της προκαλώντας με περισσότερο με το ύφος της καθώς μου έλεγε...
«Ναι και τώρα τρόμαξα» δεν ήθελα τίποτα άλλο...
Όρμισα κατά πάνω της και αφού την άρπαξα από την μέση αιωρηθήκαμε για λίγο στον αέρα και καταλήξαμε πάνω στον καναπέ κάνοντας τον να χτυπήσει στον τοίχο... τα χέρια μου έφτιαξαν γύρω της ένα σιδερένιο προστατευτικό κλουβί και εκείνη άρχισε να γελάει μέσα από την καρδιά της τραντάζοντας όλο της το κορμί.
«Και τώρα μας έπεισες» συνέχισε μέσα από τα τρανταχτά της γέλια και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου... συνέχισε... «Εσύ πως με βλέπεις ακριβός;» ρώτησε με μια πονηριά στην ματιά της αλλά εγώ της απάντησα μέσα από τον αναστεναγμό μου με βαθιά φωνή.
«Όπως ακριβός είσαι»
«Και πως είμαι ακριβός;» επέμεινε εκείνη.
«Ένας εκτυφλωτικός άγγελος... που ήρθε να μου φωτίσει την ζωή»
«Λάθος... είμαι ένας παμπόνηρος διάβολος... που ήρθε να σε βασανίσει αλύπητα» είπε περιπαιχτικά και πριν προλάβω να αντιδράσω ένωσε τα χείλια μας ακουμπώντας όλο της το σώμα πάνω στο κορμί μου και απαίτησε το φιλί μου αφήνοντας με ξέπνοο.
* Φραντσέσκο Σολιμένα: Ιταλός Ζωγράφος της εποχής του μπαρόκ (1657-1747)
Πατήστε στην εικόνα για να σας μεταφέρει στην σελίδα.
Έντουαρντ
«μαμάααα, μπαμπαααα» φώναζα απελπισμένος με αγωνία
«Έντουαρνττττ» άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει και μόλις την είδα έτρεξα και έπεσα στην αγκαλιά της.
«μαμά φοβάμαι πολύ» είπα τρέμοντας
«σσσς αγόρι μου όλα θα πάνε καλά, πάμε να βρούμε τον μπαμπά σου εντάξει;» μου είπε τρίβοντας παρηγορητικά τον ώμο μου ενώ έψαχνε με την ματιά της για τον μπαμπά.
Ο κόσμος γύρω μας ούρλιαζε και έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις ακριβώς την στιγμή που ακούστηκε μια δεύτερη μεγάλη έκρηξη και από το τράνταγμα έφυγα βίαια από την αγκαλιά της μητέρας μου και έπεσα στο πάτωμα και εκείνη μέσα στην θάλασσα. Σηκώθηκα και έτρεξα στο άνοιγμα που είχε πέσει η μητέρα μου και άρχισα να την φωνάζω.
«μαμά, μαμααααααααα» αλλά εκείνη δεν φαινόταν πουθενά
Αγωνία και τρόμος με είχαν καταβάλει και άρχισα να κλαίω με λυγμούς μέχρι που δύο χέρια με άρπαξαν ξαφνικά και άρχισαν να με παρασέρνουν προς το άγνωστο.
«άφησε με, που με πας;;;» είπα τσιρίζοντας ενώ ταυτόχρονα πάλευα μέσα στην αγκαλιά του αγνώστου
«πρέπει να φύγουμε μικρέ από εδώ, πάμε στις βάρκες πριν να είναι αργά»
«όχι άσε με, θέλω την μαμά μουυυυ» είπα ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του και άρχισα να τρέχω προς το μέρος που είδα την μητέρα μου να πέφτει στο νερό.
Την στιγμή που έφτασα όμως άλλη μια έκρηξη ακούστηκε και παραπατώντας από το τράνταγμα που είχε δημιουργήσει χτύπησα το κεφάλι μου στην κουπαστή του πλοίου και έπεσα μέσα στο νερό.
Τα μάτια μου είχαν θολώσει και ο πόνος στο κεφάλι μου ήταν τόσο αφόρητος αλλά η δύναμη της αυτοσυντήρησης με έκανε να παλέψω για να βγω και πάλι στην επιφάνεια μέχρι που είδα την μητέρα μου με γουρλωμένα μάτια ακίνητη και κάτασπρη να πηγαίνει όλο και πιο βαθιά. Σάστισα και προσπάθησα να την φωνάξω ξεχνώντας πως είμαι μέσα στο νερό και χάνοντας όλο τον αέρα που είχα στα πνευμόνια μου άρχισα να πνίγομαι.
Εκεί που πολεμούσα να φτάσω στην επιφάνεια για άλλη μια φορά, ένα βάρος πλάκωσε το στήθος μου από την έλλειψη του αέρα και όλα γύρω μου άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Την στιγμή που ένιωθα να βυθίζομαι όλο και περισσότερο μέσα στην άβυσσο άκουσα ένα σπαραχτικό ήχο ενός δελφινιού και δειλά άνοιξα τα μάτια μου.
Τότε είδα δύο γκρι μπλε χάντρες να με κοιτάνε με αγωνία και να έρχονται όλο και πιο κοντά μου. Ένιωσα γαλήνη να πλημμυρίζει την καρδιά μου αλλά ο πόνος στο στήθος μου ήταν τόσος μεγάλος που με παρέσυρε για άλλη μια φορά στο σκοτάδι ακριβώς την στιγμή που ένιωσα κάποιον να με τραβάει και να με πηγαίνει όλο και πιο βαθιά.
Μπέλα
«πόσο όμορφος είναι» αναλογίστηκα και αυθόρμητα άρχισα να του χαϊδεύω τα χαλκοκάστανα μαλλιά του και το απαλό του πρόσωπο, ακούγοντας την ρυθμική του αναπνοή.
Είχε πολύ ώρα που ήταν στην ίδια θέση ακίνητος και είχα αρχίσει να ανησυχώ «μα γιατί δεν ξυπνάει;;;» σκέφτηκα με αγωνία πέφτοντας πάνω στο στήθος του για να ακούσω την καρδιά του και ένιωσα ένα χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Σάστισα και με ένα σάλτο μπήκα πάλι μέσα στο νερό αλλά η αγωνία μου για εκείνον με έκανε να γυρίσω για να τον δω αν είναι καλά. Βγάζοντας δειλά το κεφάλι μου στην επιφάνεια του νερού τον είδα ότι είχε ανασηκωθεί και κοίταζε με απορία γύρω του την σπηλιά. Μόλις κατάλαβε την παρουσία μου γύρισε την ματιά του σε μένα και με κοίταξε παράξενεμένος.
«γεια σου ... είπε γλυκά και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια του που μου έκοψε την ανάσα και έμεινα μαγεμένη να τον κοιτάζω ... εσύ με έσωσες;; ... είπε με την βελούδινη φωνή του και κούνησα το κεφάλι μου χωρίς να μπορώ να μιλήσω ... σε ευχαριστώ» είπε και έκανε να έρθει πιο κοντά μου.
Εγώ ξαναμπήκα στο νερό και βγήκα από την σπηλιά τρομαγμένη παίρνοντας γρήγορες ανάσες όμως ήξερα πολύ καλά ότι δεν μπορούσα να τον αφήσω εδώ γιατί αν τον ανακάλυπταν οι υπόλοιποι θα έβρισκα τον μπελά μου αλλά αυτό που με ανησυχούσε περισσότερο ήταν για την δική του τύχη και έτσι πήρα την απόφαση και γύρισα ξανά κοντά του.
Την στιγμή που έβγαλα ξανά το κεφάλι μου στην επιφάνεια του νερού αθόρυβα, τον είδα που κοίταζε την συλλογή μου από τα ναυάγια και κάθε φορά που έπιανε ένα αντικείμενο το κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και θαυμασμό.
«σου αρέσουν;» πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω και από την τρομάρα που πήρε, του έπεσε το αντικείμενο που κρατούσε από τα χέρια του πάνω στον βράχο και γύρισε προς την μεριά μου
«συγνώμη δεν ήθελα να πειράξω τα πράγματα σου... αυτό το κηροπήγιο είναι πολύ παράξενο»
«πως το είπες;» ρώτησα μην μπορώντας να συγκρατήσω την περιέργεια μου
«δεν ξέρεις πως το λένε; ... με ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και εκείνος με κοίταξε με απορία στα μάτια ... είναι κηροπήγιο» επανάλαβε και το σήκωσε από το πάτωμα φυσώντας την άμμο που είχε απάνω του.
«και τι κάνει;;» τον ρώτησα με περιέργεια και κοιτάζοντας γύρω του πήγε κοντά στο γλοιώδες παράξενο άσπρο πράγμα που είχα πεταμένο σε μια γωνία και παίρνοντας το στα χέρια του το έβαλε σε μια από τις υποδοχές του και μου το έδειξε
«βάζεις κεριά και τα ανάβεις» τα μάτια μου άστραψαν και ήμουν πολύ κοντά να βγω από το νερό για να τον πλησιάσω αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκα και αρκέστηκα να τον κοιτάω από την ίδια θέση
«και το κερί τι κάνει;» τον ρώτησα τώρα με μεγαλύτερη περιέργεια.
Είχα μαζέψει όλα τα παράξενα αντικείμενα που υπήρχαν στον βυθό και τα είχα βάλει εδώ αλλά δεν ήξερα τι ήταν ή τι κάνανε και πάντα με έτρωγε η περιέργεια να μάθω περισσότερα γι αυτόν τον μικρό μου θησαυρό και τώρα που εκείνος μπορούσε να μου εξηγήσει τι ήταν όλα αυτά δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω.
«αν είχαμε σπίρτα ή αναπτήρα θα το ανάβαμε και θα έβγαζε μια φλόγα και θα φώτιζε περισσότερο την σπηλιά»
«δεν καταλαβαίνω» είπα απογοητευμένη και άφησα έναν αναστεναγμό
«δεν έχεις δει ποτέ σου φωτιά;»
«φωτιά;»
«ναι»
«δεν ξέρω τι είναι η φωτιά» είπα και κατσούφιασα
«τι παράξενο» είπε με σκεπτικό ύφος και γύρισα την κουβέντα μας για να τον αποπροσανατολίσω
«αυτό που έχεις στο χέρι σου τι είναι;»
«το ρολόι;» είπε και έπιασε το παράξενο στρογγυλό αντικείμενο που διακοσμούσε το χέρι του
«ρολόι; Και τι κάνει αυτό;»
«είναι για να βλέπουμε την ώρα ... είπε και έκανε να με πλησιάσει αλλά βλέποντας ότι εγώ απομακρύνθηκα αυτόματα σταμάτησε και το έβγαλε από το χέρι του και το έφερε μπροστά του για να μου το δώσει να το δω ... παρ’ το να το δεις» με ενθάρρυνε και πλησιάζοντας τον δειλά, προσέχοντας τις κινήσεις του, το έπιασα γρήγορα και πήγα πάλι πιο πίσω για να το δω καλύτερα.
«τι ωραίο που είναι έχει και γραμμούλες»
«είναι οι δείκτες του που μας δείχνουν την ώρα»
«είναι τόσο παράξενο δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο»
«αν θες μπορείς να το κρατήσεις»
«αλήθεια;;;» είπα με ενθουσιασμό
«φυσικά μόνο που χάλασε από το νερό και δεν δουλεύει πια» είπε λυπημένα
«δεν πειράζει, είναι πολύ ωραίο και έτσι»
«συγνώμη που σου έσπασα το κηροπήγιο» είπε απολογητικά και του χαμογέλασα
«θα βρω άλλο»
«έχει πολλά;;»
«μμμχχχμμμ αλλά φέρνω εδώ μόνο όσα μου αρέσουν περισσότερο»
«είναι πραγματικά πολύ όμορφα» είπε κοιτώντας πάλι γύρω του με θαυμασμό
«είσαι ο πρώτος που τα κοιτάζει με αυτό τον τρόπο, η αδελφή μου με θεωρεί τρελή που τα μαζεύω»
«τρελή;;; Αυτά είναι θησαυρός που τα βρίσκεις;;;»
«εδώ και εκεί ... είπα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και ήρθε με αργά βήματα πάλι πιο κοντά μου ... μην έρχεσαι κοντά» είπα και γύρισα να μπω πάλι στο νερό
«μην φεύγεις σε παρακαλώ φοβάμαι να μείνω μόνος μου» είπε παραπονιάρικα και πέφτοντας στην άμμο άρχισε να κλαίει
«μην κλαις ... είπα απαλά και σκουπίζοντας τα δάκρυα του γύρισε και με κοίταξε με πόνο στην ματιά του ... σου υπόσχομαι ότι θα σε πάω κοντά τους ... του είπα για να τον παρηγορήσω αλλά εκείνος ξέσπασε σε περισσότερα κλάματα και πήγα πιο κοντά του χωρίς να βγαίνω από το νερό ... τι σου συμβαίνει;;» τον ρώτησα πιο ήρεμα ακουμπώντας δειλά το χέρι του. Με το άγγιγμα μου το κλάμα του σταμάτησε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
Το βλέμμα του ήταν τόσο ζεστό που σάστισα, τα μάτια του είχαν ένα σμαραγδί χρώμα τόσο περίεργο και παράξενο που μου έκοψαν την ανάσα μου και η ματιά του ήταν τόσο πονεμένη που για μια στιγμή ήθελα να πάω κοντά του για να τον παρηγορήσω αλλά ξέροντας ότι δεν πρέπει να με δει, τεντώθηκα και έβαλα το χέρι του μέσα στα δικά μου και του το χάιδεψα απαλά.
«η μαμά μου ... είπε παίρνοντας κοφτές ανάσες από τους λυγμούς που τον πνίγανε ... έπεσε στην θάλασσα και ... και ... την είδα... δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την φράση του και χαϊδεύοντας απαλά το χέρι του για άλλη μια φορά τον κοίταξα στα μάτια με κατανόηση και συνέχισε ... και ο μπαμπάς μου ... είπε και ένας λυγμός του έκοψε για άλλη μια φορά την φράση στην μέση ... ο μπαμπάς μου δεν ξέρω που είναι» τελείωσε την φράση του με έναν αναστεναγμό.
«μακάρι να μπορούσα να σου τον φέρω κοντά σου αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ... είπα κοιτώντας τον με πόνο και θλίψη στην ματιά μου ... αλλά σου υπόσχομαι ότι θα σε βγάλω στην επιφάνεια και θα ...»
«στην επιφάνεια;; ... είπε με απορία και κοίταξε πάλι γύρω του ... που είμαστε;»
«είμαστε σε μια σπηλιά στον βυθό της θάλασσα»
«και εσύ πως ήρθες εδώ;» η περιέργεια του τον έκανε για μια στιγμή να ξεχάσει τον πόνο του και μια λάμψη είδα να αστράφτει και πάλι στην ματιά του
«εδώ ζω»
«αυτό είναι το σπίτι σου;»
«όχι ακριβώς ... είπα και γέλασα σιγανά ... αυτό είναι το προσωπικό μου καταφύγιο, εδώ έρχομαι όταν θέλω να απομονωθώ και φυλάω όλους τους θησαυρούς που βρίσκω»
«και εγώ κάνω συλλογή»
«αλήθεια;;… τι συλλογή;» είπα με περιέργεια και αυτό τον έκανε να λυθεί και αρχίσει να μιλάει με ενθουσιασμό
«πάω στην παραλία που είναι κοντά στο σπίτι μου και μαζεύω τα πιο παράξενα κοχύλια που βρίσκω»
«περίμενε εδώ θα έρθω αμέσως» του είπα καθώς σκέφτηκα να του φέρω ένα για να τον κάνω να χαρεί.
«όχι μην με αφήνεις μόνο μου» είπε με αγωνία πιάνοντας σφιχτά το χέρι μου για να μην φύγω
«δεν θα αργήσω, σου υπόσχομαι ότι θα έρθω πολύ γρήγορα κοντά σου» του είπα με ειλικρίνεια και εκείνος ένευσε
Πήγα πιο πίσω και ξαναμπήκα στο νερό αποφεύγοντας να βγάλω την ουρά μου στην επιφάνεια για να μην την δει και πήγα προς το ναυάγιο που ήταν κοντά στην σπηλιά μου για να βρω ένα κοχύλι που είχα δει τις προηγούμενες μέρες που μου είχε κάνει εντύπωση.
Μόλις το βρήκα το πήρα στο χέρι μου και γύρισα γρήγορα κοντά του. Όταν βγήκα στην επιφάνεια τον βρήκα να με περιμένει στην ίδια θέση με αγωνία στην ματιά του και όταν με είδε αναστέναξε με ανακούφιση. Τον πλησίασα και έβαλα στα χέρια του το κοχύλι και εκείνος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του με θαυμασμό.
«είναι το πιο όμορφο κοχύλι που έχω δει ποτέ μου» είπε και άρχισε να το επεξεργάζεται
«μπορείς να το κρατήσεις αν θες» του είπα και η ματιά του άστραψε από ενθουσιασμό και μου χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο
«σε ευχαριστώ ... κούνησα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα και εγώ ... θα μου πεις πως σε λένε;»
«Ιζαμπέλα, εσένα;»
«Έντουαρντ» είπε και μου έτεινε το χέρι του και του έδωσα και εγώ το δικό μου.
«θες να γυρίσεις πίσω;»
«δεν είμαι σίγουρος» είπε με πόνο στην φωνή του
«δεν μπορείς όμως να μείνεις εδώ γιατί θα βρω το μπελά μου»
«δεν μπορώ να καταλάβω πως ζεις μέσα στο νερό» γύρισα την ματιά μου αλλού καταλαβαίνοντας ότι είχα κάνει γκάφα που του είπα ότι μένω εδώ και προσπάθησα να βρω έναν τρόπο να τα μπαλώσω
«εεε δεν ζω εδώ εδώ ... ξεκίνησα να λέω αλλά είδα στο ύφος του ότι δεν τον έπειθα ... εεε είναι μεγάλη ιστορία»
«δεν θες να μου πεις» διαπίστωσε και τον κοίταξα απολογητικά
«μακάρι να μπορούσα»
«και πως θα βγούμε από εδώ;»
«θα σε βγάλω εγώ αλλά θα πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις τα μάτια σου κλειστά»
«κλειστά;; Γιατί;;»
«μπορείς να μου το υποσχεθείς;» του ζήτησα παρακλητικά και τελικά δέχτηκε
«Μπέλαααα τι κάνεις εδώ;;;» ακούσαμε την φωνή της αδελφής μου ξαφνικά και γυρίσαμε την ματιά μας σε εκείνην
«Άλις δεν είμαστε μόνες μας» είπα σοκαρισμένη και άρχισα να τρέμω
«το βλέπω γι αυτό και σε ρωτάω τι κάνεις εδώ» είπε νευριασμένα
«δεν μπορούσα να τον αφήσω να πνιγεί» είπα παρακαλώντας την σιωπηλά, να μην το πει πουθενά
«πρέπει να τον βγάλουμε έξω γρήγορα ο μπαμπάς έχει βάλει τον Άλεκ να σε ψάξει»
«τον Άλεκ; ... είπα εγώ σοκαρισμένη και άρχισα να ανασαίνω πιο γρήγορα από τον φόβο μου ... Άλις μπορείς εσύ να ελέγξεις αν έρχεται κανείς για να τον ανεβάσω στην επιφάνεια;»
«Μπέλα»
«Άλις έχε μου εμπιστοσύνη σε παρακαλώ»
«εντάξει» είπε εκείνη με έναν αναστεναγμό και έφυγε γρήγορα
«μην ξεχάσεις μου υποσχέθηκες» γύρισα και του τόνισα
«δεν θα το ξεχάσω» είπε εκείνος σοβαρά και σηκώθηκε να έρθει πιο κοντά μου
«πάρε μια βαθιά αναπνοή και μπες στο νερό με κλειστά τα μάτια και εγώ θα σε βγάλω στην επιφάνεια εντάξει;»
«εντάξει» είπε, κράτησε στα χέρια του γερά το κοχύλι που του είχα δώσει και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή μπήκε μέσα στο νερό με κλειστά τα μάτια.
Κράτησα το χέρι του στο δικό μου και άρχισα να κολυμπάω γρήγορα για να τον βγάλω έξω, την στιγμή που περάσαμε το άνοιγμα της σπηλιάς άκουσα την αδελφή μου που με διαβεβαίωσε ότι δεν ήταν κανείς γύρω και άρχισα να τον παρασέρνω προς τα πάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί ήξερα ότι πολύ γρήγορα θα έχανε την αναπνοή του.
Έντουαρντ
Ήταν το πιο παράξενο και το πιο όμορφο κορίτσι που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου. Τα μάτια της ήταν δύο γκρι μπλε χάντρες που μέσα τους χανόσουν και σε έκαναν να νιώθεις τέτοια ζεστασιά που γαλήνευαν την καρδιά σου.
Όσο ήταν κοντά μου δεν φοβόμουν τίποτα αλλά την στιγμή που με άφησε μόνο μου για να μου φέρει το κοχύλι όλα γύρω μου έγιναν τόσο κρύα και σκοτεινά λες και όλη αυτή η ζεστασιά προερχόταν από το σώμα της.
Η άγνοια της για όλα τα αντικείμενα που είχε μαζέψει, μαζί με το γεγονός ότι μπορούσε να έρθει σε μια τέτοια σπηλιά στον βυθό της θάλασσας, με έκανε να πιστεύω ότι ήταν ξεχωριστή και σίγουρα μου έκρυβε κάποιο μυστικό, γι αυτό δεν ήθελε να τη δω από κοντά.
Έκλεισα τα μάτια παίρνοντάς μια βαθιά αναπνοή και την στιγμή που μπήκα μέσα στο νερό στο χέρι μου ένιωσα μια παράξενη υφή λες και είχα πιάσει ψάρι στο χέρι μου αλλά ήταν τόσο απαλό σαν μετάξι που μου έκανε την επιθυμία μου να ανοίξω τα μάτια μου πιο δυνατή αλλά θέλοντας να κρατήσω τον λόγο μου κράτησα τα μάτια μου κλειστά και την άφησα να με παρασύρει στην επιφάνεια... ίσως εκεί θα μπορούσα να λύσω το μυστήριο.
Ένιωθα την πίεση του νερό να με διαπερνά με δύναμη και κατάλαβα ότι πρέπει να ανεβαίναμε πολύ γρήγορα και αυτό έκανε το στήθος μου να πονά από την πίεση... ασυναίσθητα άρχισα να κουνιέμαι και να την τραβάω προς τα κάτω, χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου για να δει ότι κρατάω την υπόσχεση μου ώστε να με εμπιστευτεί ελπίζοντας να μου πει την αλήθεια για εκείνη.
Την ένιωσα να έρχεται κοντά μου και αφήνοντας το χέρι μου με έπιασε από τους ώμους μου και κόλλησε τα χείλια της πάνω στα δικά μου σφραγίζοντας τα. Αυτό με έκανε να σαστίσω και άρχισα να απελευθερώνω τον αέρα που είχα στα πνευμόνια μου από την μύτη μου και τότε ένιωσα στην ζεστή της γλώσσα να περνάει από τα χείλια μου αναγκάζοντας τα έτσι να ανοίξουν.
Η αίσθηση της γλώσσα της πάνω στα χείλια μου με έκανε να ανατριχιάσω και να νιώσω ένα συναίσθημα που δεν είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου ξανά και για μια στιγμή όλα γύρω μου έγιναν πιο ζεστά και πιο φωτεινά. Άνοιξα τα χείλια μου και ο ζεστός αέρας της αναπνοής της που έμπαινε στο στόμα μου για να μου γεμίσει τα πνευμόνια μου με αέρα μου έδιναν ζωή. Μια ζωή με γεύση αλμύρας τόσο γλυκιά που πλημμύριζε όλες μου τις αισθήσεις.
Ασυναίσθητα άνοιξα τα μάτια μου να αντικρίσω την ματιά της και μόλις κατάλαβε ότι την κοιτώ σάστισε και απομακρύνθηκε από κοντά μου χτυπώντας άτσαλα την ουρά της πάνω στα πόδια μου και τότε κατάλαβα ότι αυτό το υπέροχο πλάσμα που μου έσωσε την ζωή και ταυτόχρονα ζωντάνεψε την ψυχή μου ήταν μια γοργόνα.
Έπιασε πάλι το χέρι μου και άρχισε να με παρασέρνει προς την επιφάνεια πιο γρήγορα και εγώ έμεινα να την κοιτάζω μαγεμένος να κολυμπάει σαν δελφίνι με τόσο ρευστές και απαλές κινήσεις. Το κορμί της με το νερό ήταν τόσο σε αρμονία που σε έκανε να πιστεύεις ότι ήταν ένα.
Όταν φτάσαμε στην επιφάνεια πήγε να φύγει βιαστικά αλλά εγώ πρόλαβα να της κρατήσω το χέρι σταματώντας την και γύρισε νευριασμένα προς το μέρος μου με μια πληγωμένη έκφραση που με πόνεσε τόσο πολύ.
«υποσχέθηκες» είπε και είδα ένα δάκρυ να κάνει την εμφάνιση του
Αυτόματα έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της για να το απομακρύνω και εκείνη έκλεισε τα μάτια της και έσφιξε το σαγόνι της για να συγκρατήσει τα συναισθήματα της.
«είσαι ότι πιο όμορφο έχω δει στην ζωή μου» ακούγοντας τα λόγια μου άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
Το χρώμα των ματιών της έξω από το νερό, ήταν ακόμα πιο εκτυφλωτικό. Το γκρι κυριαρχούσε αλλά οι ίριδες του μπλε και του πράσινου που έπαιζαν μέσα σε αυτό σε έκαναν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι μέσα σε μια απέραντη θάλασσα που σε τυλίγει γλυκά και σου αγγίζει την καρδιά.
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει άρρυθμα σε έναν τρελό χορό και με έκανε να ξεχάσω οτιδήποτε υπήρχε γύρω μου. Ήμασταν μόνο εγώ και εκείνη σε ένα απέραντο γαλάζιο, να κοιτάμε ο ένας μέσα στην ψυχή του άλλου και τίποτα άλλο δεν είχε πια σημασία για μας.
«πρέπει να σε πάω στην στεριά έχεις αρχίσει να τρέμεις» είπε με αγωνία και με έβγαλε από τις σκέψεις μου και κούνησα απαλά το κεφάλι μου.
Μου κράτησε πάλι το χέρι και άρχισε να κολυμπάει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας με τόσο χάρη.
«περίμενε το ξέρω αυτό το μέρος» της είπα την στιγμή που φτάναμε κοντά στην στεριά και γύρισε και με κοίταξε
«που θες να σε πάω;»
«η παραλία που είναι κοντά στο σπίτι μου είναι από εκεί ... είπα με ενθουσιασμό και γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος που της έδειχνα με τράβηξε μαζί της και άρχισε πάλι να κολυμπάει ... από εκεί ... την καθοδήγησα όταν φτάσαμε πιο κοντά στην στεριά και άλλαξε την πορεία της και μπήκε στην γνωστή για μένα παραλία που ήταν δίπλα στο σπίτι μου και την στιγμή που φτάσαμε κοντά στην ακτή σε σημείο να πατώνω με άφησε και γύρισε προς το μέρος μου ... μην φύγεις ακόμα» την παρακάλεσα και είδα πόνο στην ματιά της
«με ψάχνουν και αν μάθουν ότι αποκαλύφθηκα....»
«δεν θα το πω σε κανέναν ... της είπα σοβαρά ... σου το ορκίζομαι»
«σε πιστεύω» είπε μόνο και έκανε πάλι να φύγει
«Μπέλα;;» της φώναξα πριν μπει και πάλι στο νερό
«ναι;»
«μου υπόσχεσαι ότι θα ξαναέρθεις να με βρεις;» της είπα παρακλητικά και ένιωσα έναν πόνο να διαπερνάει το στήθος μου την στιγμή που είδα δισταγμό στην ματιά της.
«θα προσπαθήσω» είπε απολογητικά και κατάλαβα ότι ο ίδιος πόνος πέρασε και στην δική της ματιά
«Μπέλα;;»
«ναι;»
«σε ευχαριστώ ... είπα μόνο και εκείνη μου χάρισε το πιο ζεστό της χαμόγελο και εξαφανίστηκε ... θα σε περιμένω κάθε ηλιοβασίλεμα» φώναξα δυνατά ελπίζοντας ότι θα το άκουγε για να ξαναγυρίσει πάλι κοντά μου.
*_*_*_*_*_*_*_*_*_*
«Μπέλααα» είπε με πόνο στην φωνή της η Άλις καθώς έβγαινε από το νερό για να έρθει δίπλα μου και την κοίταξα με παράπονο
«δεν μπορώ να τον ξεχάσω» ψιθύρισα προσπαθώντας να πνίξω τον λυγμό που έπνιγε την φωνή μου
«έχουν περάσει επτά χρόνια... πόσο θα τον περιμένεις ακόμα;»
«όσο χρειαστεί» της απάντησα αποφασιστικά
«ο μπαμπάς θέλει να σου μιλήσει... ξεκίνησε δειλά να λέει αλλά έκρυψε τον πραγματικό λόγο και την κοίταξα στα μάτια με απορία... πάμε ξέρεις πως εκνευρίζεται όταν τον κάνουμε να περιμένει» συνέχισε χωρίς να με κοιτά και μπήκε πάλι στο νερό
Άφησα ένα απαλό φιλί πάνω στο κοχύλι του Έντουαρντ που του είχε πέσει από τα χέρια την στιγμή που είχα ακουμπήσει τα χείλια μου πάνω στα δικά του και το ακούμπησα απαλά πάνω στην άμμο... η Άλις με κοίταζε ακόμα με πόνο στην ματιά της αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.
«μήπως θα έπρεπε να αφήσεις και αυτό το ρολόι;... με ρώτησε την στιγμή που βγήκαμε από την σπηλιά και την αγριοκοίταξα... «καλά» είπε μόνο και συνεχίσαμε την πορεία μας μέχρι την σπηλιά του πατέρα μου για να δω τι με ήθελε... κάτι μου έλεγε ότι δεν θα είναι για καλό.
«πατέρα με ζήτησες;» τον ρώτησα την στιγμή που μπήκαμε μέσα και εκείνος γύρισε και μόλις με είδε φωτίστηκε όλη του η ματιά
«κόρη μου... έτρεξε και με πήρε στην αγκαλιά του... σου έχω τα πιο ευχάριστα νέα που θα μπορούσες να ακούσεις»
«ευχάριστα νέα;» τον ρώτησα με απορία και κοίταξα την Άλις αλλά εκείνη γύρισε την ματιά της για να αποφύγει την δική μου και η καρδιά μου αμέσως σφίχτηκε
«ο Τζέηκοπ Μπλακ ήρθε και μου ζήτησε το χέρι σου»
«τι; Πως;» είπα σαστισμένη φεύγοντας από την αγκαλιά του και τον κοίταξα στα μάτια με αγωνία
«έλα καρδιά μου μην μου πεις ότι δεν το περίμενες... είναι χρόνια ερωτευμένος μαζί σου και απορώ πως περίμενε τόσο καιρό»
«μα μπαμπά είμαι μόλις 17 χρονών»
«ακριβώς γι αυτό και πρέπει να το σκεφτείς καλά... είσαι μεγάλη κοπέλα πια Μπέλα μου και πρέπει να σκεφτείς το μέλλον σου»
«μα μπαμπαααα» άρχισα με πείσμα και με διέκοψε
«απλά σκέψου το καρδιά μου» με παρακάλεσε ήρεμα και του ένευσα
«με χρειάζεσαι κάτι άλλο» είπα με δυσκολία πνίγοντας τον πόνο που διαπέρασε το στήθος μου
«όχι αλλά θα περιμένω να μου απαντήσεις μέχρι το βράδυ»
«θα το σκεφτώ» είπα μόνο και άρχισα να κολυμπάω για να βγω όσο μπορούσα πιο γρήγορα έξω
Ένιωθα να πνίγομαι και όλος μου ο κόσμος είχε γκρεμιστεί. Εκείνος που η καρδιά μου επιθυμούσε είχε χαθεί και εγώ μέχρι το βράδυ θα έπρεπε να πάρω την απόφαση που θα καθόριζε την ζωή μου... έτρεχα να ξεφύγω... έτρεχα μακριά από όλους και από όλα... όμως η καρδιά μου αντί να λυτρώνεται άρχισε να πονάει περισσότερο.
Δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου, ήθελα να αναπνεύσω αλλά ο πόνος στο στήθος μου με έκανε να χάσω την αναπνοή μου και μόλις έβγαλα το κεφάλι μου στην επιφάνεια του νερού είδα τον ήλιο να μπαίνει μέσα στο νερό και τα χρώματα τύφλωσαν την ματιά μου... μέσα σε αυτήν την ομορφιά δυο μάτια με κοιτάζανε χαμογελώντας και το παράπονο με έκανε να ξεσπάσω.
Είχε υποσχεθεί ότι θα με περιμένει αλλά ποτέ δεν ήρθε... γύριζα κάθε βράδυ μετά το ηλιοβασίλεμα και τον περίμενα όλο το βράδυ τραγουδώντας το τραγούδι της καρδιά μου, αλλά ποτέ δεν το άκουσε... πόσο με πόναγε η απώλεια του, πόσο ζητούσα και πάλι το άγγιγμά του αλλά εκείνος δεν ήρθε ποτέ και αυτό με έκανε να πάρω την τελική μου απόφαση.
Βγήκα στην παραλία που πάντα τον περίμενα με δάκρυα στα μάτια και ανέβηκα πάνω στον βράχο κοιτώντας το ρολόι του, το έφερα κοντά στα χείλια μου και αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω σε αυτό άρχισα να τραγουδάω αποχαιρετώντας τον για πάντα.
Έντουαρντ
Ήμουν τόσο νευριασμένος, η καθυστέρηση στην δουλειά που με έκανε να χάσω το ηλιοβασίλεμα, με έκανε να οδηγώ στον δρόμο σαν τρελός, ίσως ήταν αργά για να πάω αλλά από την ημέρα που γύρισα η ανάγκη μου να βρίσκομαι και πάλι σε αυτήν την παραλία περιμένοντας την, ήταν μια όαση στον πόνο που με έκανε να νιώθω η απουσία της.
Φτάνοντας κοντά στην παραλία άκουσα κάποια κοπέλα να τραγουδά και το τραγούδι της με μάγεψε τόσο πολύ που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα, στο άκουσμα αυτής της υπέροχης φωνής. Πήγα σιγά σιγά στην παραλία προσέχοντας για να μην την τρομάξω και είδα την σκιά ενός κοριτσιού να είναι ξαπλωμένη πάνω στον βράχο και να τραγουδά κοιτάζοντας το φεγγάρι.
Μπέλα
Whitney Houston - I Will Always Love You lyrics
If I should stay, I would only be in your way. So I'll go, but I know I'll think of you ev'ry step of the way.
And I will always love you. I will always love you. You, my darling you. Hmm.
Bittersweet memories that is all I'm taking with me. So, goodbye. Please, don't cry. We both know I'm not what you, you need.
And I will always love you. I will always love you.
(Instrumental solo)
I hope life treats you kind And I hope you have all you've dreamed of. And I wish to you, joy and happiness. But above all this, I wish you love.
And I will always love you. I will always love you. I will always love you. I will always love you. I will always love you. I, I will always love you.
You, darling, I love you. Ooh, I'll always, I'll always love you.
«έχεις υπέροχη φωνή ... άκουσα μια φωνή πίσω μου και γύρισα απότομα πάνω στον βράχο και είδα μια αντρική φιγούρα να με κοιτάει από την παραλία ... συγνώμη σε τρόμαξα;»
«εεε νόμιζα ότι ήμουν μόνη μου» είπα σαστισμένη και αναποφάσιστη για το αν έπρεπε να μείνω ή να φύγω
«σε άκουσα καθώς ερχόμουν και το τραγούδι σου με μάγεψε» είπε με μια βαθιά φωνή και με έκανε να νιώσω σαν να την ξέρω από κάπου. Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω πριν πω τίποτα άλλο άλλα μια δύναμη με κράταγε εδώ να κοιτώ αυτήν την φιγούρα που με το που την είδα η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τρελά.
«έρχεσαι συχνά εδώ;»
«ερχόμουν όταν έμενα εδώ κάθε ηλιοβασίλεμα και έρχομαι ξανά από τότε που γύρισα, εσύ;»
«έρχομαι κάθε βράδυ μετά την δύση του ήλιου»
«μένεις εδώ κοντά;»
«νναι ... είπα με δισταγμό και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει ... τι εννοείς από τότε που γύρισες;»
«ο πατέρας μου είχε πάρει μετάθεση και φύγαμε σε άλλη πόλη αλλά γυρίσαμε πριν λίγους μήνες»
«και έμενες εδώ;»
«ναι στο σπίτι που είναι πάνω στον λόφο ακριβώς από πάνω μας» είπε και ένιωσα έναν ενθουσιασμό στην φωνή του και δεν κρατήθηκα να μην τον ρωτήσω
«γιατί έρχεσαι εδώ;»
«είναι μεγάλη ιστορία ... είπε και άκουσα το σιγανό του γέλιο και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο ... αλλά έχω υποσχεθεί να μην την πω πουθενά»
«και κράτησες την υπόσχεση σου;» είπα και μια ελπίδα άρχισε να φωλιάζει στην καρδιά μου
«ναι»
«πως σε λένε;» είπα δειλά με κομμένη την ανάσα μου
«Έντουαρντ εσένα;» στο άκουσμα του ονόματος του ένα δάκρυ κύλησε και έχασα την φωνή μου. Μπορεί να είναι εκείνος; Έλεγα μέσα μου και ήθελα να τον πλησιάσω αλλά πριν προλάβω να μπω ξανά στο νερό η Άλις εμφανίστηκε και άρχισε να με φωνάζει
«Μπέλααα τι κάνεις πάλι εδώ ο μπαμπάς έχει βάλει λυτούς και δεμένους να σε ψάχνουν»
«Άλιςςς δεν είμαστε μόνες» εκείνη γύρισε την ματιά της πίσω μου και σοκαρισμένη άρχισε να με τραβάει από το χέρι για να φύγουμε
«Μπέλααα» άκουσα την φωνή του και γυρίζοντας προς το μέρος του έμεινα να τον κοιτάω για μια στιγμή, τότε κοίταξα το ρολόι που μου είχε δώσει και βάζοντας το πάνω στον βράχο του φώναξα
«θα γυρίσω να το πάρω» και μπήκα πάλι μέσα στο νερό.
Έντουαρντ
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το όνειρο μου μετά από τόσα χρόνια έγινε πραγματικότητα, ήταν εκείνη σίγουρα ήταν εκείνη, μπήκα με τα ρούχα μέσα στο νερό και κολύμπησα μέχρι τον βράχο και μόλις είδα το ρολόι μου η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει .
Γύρισα την ματιά μου προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ελπίζοντας να γυρίσει αλλά εκείνη είχε για άλλη μια φορά εξαφανιστεί. Ο πόνος που ένιωθα όλα αυτά τα χρόνια με την απουσία της με έκανε να κοπώ στα δύο, όμως μου είχε υποσχεθεί ότι θα γυρίσει.
Γύρισα πάλι στην παραλία και ξάπλωσα πάνω στην άμμο κοιτώντας το ρολόι περιμένοντας την.
Μπέλα
«τι σκεφτόσουν;;» άρχισε να λέει η Άλις νευριασμένα τραβώντας με όλο και πιο βαθιά
«Άλις είναι εκείνος» της απάντησα καθώς την τράβηξα από το χέρι για να την σταματήσω
«ποιος;;» είπε σαστισμένη σμίγοντας τα φρύδια της
«είναι ο Έντουαρντ» της είπα και την κοίταξα στα μάτια απελπισμένα
«είσαι σίγουρη;»
«ναι» της είπα κοιτώντας την παρακλητικά και για μια στιγμή το σκέφτηκε αλλά αμέσως μετά...
«φύγε θα σε καλύψω εγώ ... την κοίταζα σαν χαζή μέσα στα μάτια χωρίς να το πιστεύω ... τι με κοιτάς σαν χαζή τρέχα να τον δεις πριν φύγει» είπε και με έσπρωξε μαλακά από κοντά της και άρχισα να κολυμπάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να φτάσω κοντά του.
Την ώρα που βγήκα και πάλι στην επιφάνεια πήγα κοντά στην παραλία και ήταν εκεί. Κράταγε σφιχτά το ρολόι και είχε τα μάτια του κλειστά, τον πλησίασα αλλά δεν αντέδρασε και πλησιάζοντας τον περισσότερο άκουσα την ρυθμική του αναπνοή και χαμογέλασα, χάιδεψα απαλά το πρόσωπο του και ανοίγοντας τα μάτια του απότομα, με κοίταζε με απορία
«Μπέλα;» είπε ψιθυριστά σαν να ήμουν όνειρο και όχι πραγματικότητα
«ναι;» του είπα απαλά και ανασηκώθηκε
«είσαι πραγματικά εσύ;» είπε και έφερε δειλά το χέρι του στο πρόσωπο μου θέλοντας να με αγγίξει για να δει αν είμαι πραγματικά εδώ
«ναι» του είπα και με άρπαξε στην αγκαλιά του
«σε περίμενα, πάντα ερχόμουν αλλά...»
«όταν έφευγες εσύ, ερχόμουν εγώ» συμπλήρωσα την πρόταση του και με τράβηξε απαλά από την αγκαλιά του για να με κοιτάξει στα μάτια αλλά το λιγοστό φως του φεγγαριού δεν βοηθούσε και πολύ ώστε να δούμε ο ένας τον άλλον.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και τα λόγια είχαν κολλήσει στον λαιμό μου, ήθελα τόσα να του πω, τόσα να τον ρωτήσω αλλά οι λέξεις δεν βγαίναν από μέσα μου και φαινόταν πως το ίδιο ένιωθε και εκείνος.
«τελικά βρήκες τον πατέρα σου;» τον ρώτησα μετά από μια στιγμή σιωπής και εκείνος γέλασε απαλά κουνόντας το κεφάλι του
«ναι, χάρη σε σένα... ναι» είπε πάλι αφήνοντας ένα γελάκι
«χάρη σε εμένα;»
«μου είπε ότι ένα παράξενο κορίτσι τον τράβηξε στην επιφάνεια και εξαφανίστηκε πριν προλάβει να την δει»
«και εσύ υπέθεσες ότι ήμουν εγώ;»
«δεν ήσουν;» γύρισα την ματιά μου αλλού
«δεν μπορούσα να τους βλέπω να πνίγονται ζωντανοί» έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο μου και με γύρισε προς το μέρος του
«μόνο εσύ θα μπορούσες να κάνεις κάτι τέτοιο ρισκάροντας τόσα πολλά ... είπε και ένιωσα να μου χαμογελά ... μακάρι να μπορούσα να δω το πρόσωπο σου ξανά»
«σε μια βδομάδα θα έχουμε πανσέληνο ... είπα και γέλασε ... τι;»
«αύριο θα έρθω πιο προετοιμασμένος»
«δηλαδή;»
«θα φέρω ξύλα και θα ανάψω φωτιά για να δεις πως είναι και έτσι θα μπορώ να σε δω πιο καλά»
«αλήθεια θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«είναι το λιγότερο» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του
«πότε φύγατε;;;»
«τρία χρόνια μετά το ναυάγιο. Ο πατέρας μου ήθελε να φύγει από εδώ γιατί δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον χαμό της μητέρας μου και αυτό το μέρος του την θύμιζε τόσο πολύ ... ένιωσα τον πόνο στην φωνή του και σφίχτηκε η καρδιά μου, πόναγε όπως και εγώ ... αλλά τελικά τον έπεισα να γυρίσει μαζί μου και να μαστε» είπε και γύρισε πάλι την ματιά του προς την μεριά μου
«και εσύ;»
«εγώ τι;»
«θέλω να πω είσαι καλά;»
«δεν έχω παράπονο, έχω μια καλή δουλειά, ένα δικό μου σπίτι και πολύ ελεύθερο χρόνο» είπε και γέλασε
«τι δουλειά κάνεις;;»
«ο πατέρας μου είναι προπονητής σε ομάδα Συγχρονισμένης κολύμβησης και είμαι βοηθός του, για λίγο καιρό ακόμα γιατί σε λίγους μήνες θα πάρω δική μου ομάδα» είπε με υπερηφάνεια
«πρέπει να είναι σπουδαία δουλειά»
«συγνώμη ... είπε απολογητικά ... μάλλον δεν θα έχεις καταλάβει τι εννοώ»
«όχι» είπα ντροπαλά
«δεν θέλω να νιώθεις άσχημα ... είπε απαλά ... μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου να το δεις αυτό, όταν βλέπω καμιά φορά τις κινήσεις που κάνουν οι κοπέλες μέσα στο νερό μου θυμίζουν τόσο εσένα»
«γιατί;»
«είναι σαν χορός μέσα στον νερό μόνο που γίνεται σε πισίνα και όχι στην θάλασσα»
«πισίνα;;;»
«ναι, πως ήταν μέσα στην σπηλιά το κομμάτι που ήταν το νερό;;; ... είπε και κούνησα το κεφάλι μου ... ε αυτό φαντάσου το να είναι πολύ πιο μεγάλο και αρκετό ώστε να κολυμπούν πολλά άτομα ταυτόχρονα και το νερό είναι γλυκό»
«πολύ θα ήθελα να το δω αυτό»
«ναι θα ήταν πολύ ωραίο ... είπε με μια υποψία πόνου στην φωνή του και ένιωσα ότι πίσω από αυτά τα λόγια έκρυβε κάτι άλλο που δεν τολμούσε να πει ... στην σπηλιά πηγαίνεις ακόμα;;»
«κάθε μέρα και άρχισα και καινούργια συλλογή»
«αλήθεια; Τι συλλογή;»
«κοχύλια» μόλις το άκουσε με κοίταξε έντονα στα μάτια και παρόλο που δεν μπορούσα να τον δω καθαρά ένιωσα ότι σε αυτήν την ματιά υπήρχε τόσος ηλεκτρισμός που μας έκανε ασυναίσθητα να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο με κομμένη την ανάσα μας.
«δεν μπορώ να μείνω πολύ» είπα απολογητικά και παίρνοντας μια ανάσα κοίταξα προς την ακτή
«μου φτάνει που ήρθες» είπε με βαθιά φωνή και γύρισε και εκείνος την δική του ματιά προς την ακτή
«θα έρθω όμως αύριο, σου το υπόσχομαι»
«θα σε περιμένω μετά το ηλιοβασίλεμα» τόνισε τις λέξεις μια, μια ξεχωριστά λες και η ζωή του όλη εξαρτιόταν από αυτές
«μετά το ηλιοβασίλεμα» του είπα και άφησε δειλά τα δάχτυλα του πάνω στο μάγουλο μου
«συγνώμη αλλά ακόμα να το πιστέψω ότι είσαι πραγματικά εδώ» είπε απολογητικά και πήρε το χέρι του από το πρόσωπο μου και έβαλα το δικό μου χέρι πάνω στο μάγουλο του και το φυλάκισε εκεί
«ούτε και εγώ» είπα δακρύζοντας και φέρνοντας το χέρι που κρατούσε κοντά στα χείλια του άφησε ένα φιλί στον καρπό μου και σταμάτησα να αναπνέω.
«Μπέλα, Μπέλα» άκουσα την τρομοκρατημένη φωνή της Άλις και γύρισα την ματιά μου προς τα εκείνη
«Άλις;»
«Μπέλα πρέπει να έρθεις μαζί μου κάποιος σας είδε» πήρα μια τρομοκρατημένη αναπνοή και ο Έντουαρντ μου έτριψε τρυφερά τον ώμο
«σίγουρα θα είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία και γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια
«πρέπει να φύγω»
«Μπέλα σίγουρα δεν θα σου κάνουν κακό;»
«συγνώμη» του είπα και άρχισα να μπαίνω στο νερό
«Μπέλα» είπε αγχωμένα
«θα έρθω αύριο σου το υπόσχομαι» είπα και άρχισα να κολυμπάω αφήνοντας τον πίσω μου.
*_*_*_*_*
«η κόρη μου, η κόρη του βασιλιά Τρίτωνα με έναν θνητό;;;» άκουγα από μακριά την οργισμένη φωνή του πατέρα μου και σφίχτηκε η καρδιά μου. Η Άλις που δεν έφευγε ποτέ από δίπλα μου μου κράτησε το χέρι και το χάιδεψε παρηγορητικά δίνοντας μου δύναμη και την κοίταξα με πόνο στα μάτια.
«θα είμαι δίπλα σου» μου είπε και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή μπήκα μέσα στην σπηλιά
«Μπαμπά» είπα δειλά και γύρισε την ματιά του σε μένα έξαλλος από τον θυμό του
«σε ακούω» είπε με οργισμένη φωνή και άρχισα να τρέμω
«εεε εγώ»
«εσύ είσαι πολύ άσχημα μπλεγμένη κόρη μου»
«τον αγαπάω πατέρα» είπα και τον κοίταξα με απελπισία στα μάτια
«έναν θνητό; Αγαπάς έναν θνητό;;» είπε πιο άγρια
«ναι» είπα ξεψυχισμένα κοιτάζοντας κάτω και ήρθε και με έπιασε από τους ώμους μου
«δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψω κάτι τέτοιο ... είπε ταρακουνώντας με ... από σήμερα θα είσαι υπό επιτήρηση και αν μάθω ότι ξαναπήγες κοντά του θα σου κόψω την ουρά σου ... συνέχισε και αφήνοντας με από το σφιχτό του κράτημα γύρισε προς την άλλη μεριά πιάνοντας το κεφάλι του ... και ετοιμάσου ο γάμος σου θα γίνει αύριο κιόλας και δεν ακούω κουβέντα πάνω σε αυτό»
«όχι ... φώναξα και πήγα κοντά του ... πατέρα σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό»
«είπα δεν ακούω κουβέντα ... φύγε τώρα και μην σε ξαναδώ μπροστά μου μέχρι τον γάμο»
«πατέρααα» είπα απελπισμένη και η Άλις με τράβηξε από το χέρι για να μην τον προκαλέσω περισσότερο
Βγαίνοντας από την σπηλιά ένιωθα να πνίγομαι και άρχισα να κολυμπώ χωρίς να ξέρω που πηγαίνω και η Άλις που με ακολουθούσε κάποια στιγμή με σταμάτησε και με έσφιξε στην αγκαλιά της και τότε ξέσπασα σε κλάματα.
«κάποια λύση θα υπάρχει» είπε για να με παρηγορήσει
«ποια λύση Άλις; Δεν τον άκουσες;»
«δεν ξέρω Μπέλα μου δεν ξέρω»
Δύο χέλια μας πλησιάσανε και αρχίσανε να μας κυκλώνουν με πειραχτικό τρόπο και τότε αγκαλιάσαμε η μια την άλλη με φόβο πιο σφιχτά και προσπαθούσαμε να βρούμε έναν τρόπο για να τους ξεφύγουμε.
«οοοο μην φεύγετε όμορφες γοργόνες εμείς θέλουμε μόνο το καλό σας» είπε το ένα χέλι
«τι θέλετε από μας;» είπε η Άλις δυνατά
«ακούσαμε άθελα μας τον πόνο σας και σκεφτήκαμε να σας βοηθήσουμε»
«να μας βοηθήσετε;;» είπα με απορία
«ναι να σας βοηθήσουμε, βλέπετε εμείς εκπροσωπούμε κάποια που μπορεί να σας βοηθήσει» είπε το πρώτο χέλι
«Κάποια που μπορεί να κάνει όλα τα όνειρά σας αληθινά» συνέχισε το δεύτερο
«δεν καταλαβαίνω» είπα μπερδεμένη
«Η Ρόζαλι...» είπε πάλι το πρώτο χέλι και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου
«η μάγισσα της θάλασσας» αναφώνησα και τα μάτια τους άστραψαν
«Μπέλα δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να πας σε αυτήν» με ρώτησε η Άλις τρομοκρατημένη
«Άλις δεν το βλέπεις είναι η μόνη λύση... είπα εγώ και γύρισα την ματιά μου προς τα χέλια ... μπορείτε να με οδηγήσετε σε εκείνην;»
«φυσικααα ... αυτή είναι η δουλειά μας» είπε πονηρά το πρώτο χέλι και άρχισαν να μας καθοδηγούν
Όταν φτάσαμε στην σπηλιά της μάγισσας η Άλις έπιασε το χέρι μου και με σταμάτησε
«είσαι σίγουρα τρελή»
«είναι η μόνη μου ελπίδα» είπα και μπήκα μέσα στην σπηλιά πιο αποφασιστικά
Προχωρώντας προς το εσωτερικό της σπηλιάς, γύρω μας υπήρχαν διάφορα αγάλματα που όλονών τα βλέμματα ήταν τόσο τρομοκρατημένα που σε έκαναν να ανατριχιάσεις και το κράτημα της Άλις με έκανε να σταματήσω για μία στιγμή.
«Πέρασε, παιδί μου. Μην στέκεσαι στην πόρτα... Βρίσκεσαι εδώ επειδή έχεις αδυναμία σε έναν άνθρωπο, σωστά;;»
«μπορείς να με βοηθήσεις;;» είπα απελπισμένα και ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπο της
«φυσικααα ... γι αυτό είμαι εδώ ... η λύση στο πρόβλημά σου είναι τόοοοσο απλή» συνέχισε αυτάρεσκα
«δηλαδή;» ρώτησα εγώ με περιέργεια
«Για να πετύχεις αυτό που θέλεις... πρέπει να γίνεις άνθρωπος»
«και εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό;;;»
«Αγαπητό, γλυκό μου παιδί, αυτή είναι η δουλειά μου... Γι' αυτό υπάρχω... Για να βοηθώ δύστυχους θαλασσάνθρωπους σαν εσένα... Δύστυχες ψυχές που δεν έχουν πού αλλού να στραφούν»
«Μπέλα πάμε να φύγουμε... δεν μου αρέσει καθόλου αυτό»
«Άλις δεν το καταλαβαίνεις ότι είναι η μόνη λύση; ... τι πρέπει να κάνω;» είπα γυρίζοντας σε εκείνη πιο αποφασιστικά
«Θα πω τα κατάλληλα ξόρκια και θα γίνεις άνθρωπος για δύο ολόκληρες ημέρες... Κατάλαβες; Δύο ημέρες... Όμως άκουσε αυτό γιατί είναι σημαντικό... Πριν ο ήλιος δύσει την 2η ημέρα... πρέπει να ζήσετε τον απόλυτο έρωτα»
«δηλαδή;»
«αααα αυτό θα πρέπει να το ανακαλύψεις μόνη σου... αν ζήσεις τον απόλυτο έρωτα μαζί του τότε... θα μείνεις για πάντα άνθρωπος... αν όχι τότε θα ξαναγίνεις γοργόνα και θ' ανήκεις σε μένα!... Είμαστε σύμφωνες;»
«μα αν γίνω άνθρωπος, δεν θα ξαναδώ την οικογένειά μου» είπα με παράπονο
«θα έχεις, όμως, τον αγαπημένο σου»
«Μπέλα» είπε η Άλις και με σκούντηξε
«Άλις τον αγαπάω... είπα παραπονιάρικα και γύρισα πάλι την ματιά μου σε εκείνην ... εντάξει θα το κάνω»
«οοο μην βιάζεσαι ακόμα μικρή μου... Υπάρχει ακόμα μια μικρή λεπτομέρεια»
«λεπτομέρεια; Τι λεπτομέρεια;»
«δεν συζητήσαμε ακόμα την πληρωμή μου, βλέπεις τίποτα δεν είναι τσάμπα και στο κάτω, κάτω δεν ζητάω και πολλά»
«εντάξει τι θες για αντάλλαγμα;»
«Αυτό που ζητάω από εσένα είναι... την φωνή σου!»
«την φωνή μου;» είπα σοκαρισμένη και έπιασα τον λαιμό μου αυτόματα με το χέρι μου
«Μπέλα πάμε να φύγουμε τώρα» φώναξε τώρα έξαλλη η Άλις και με τράβηξε από το χέρι
«Άλις περίμενε... είπα εγώ και την σταμάτησα για άλλη μια φορά... μα χωρίς την φωνή μου πως;;»
«Μα έχεις την ομορφιά σου» Θα με γνωρίσει άραγε;;; Σκέφτηκα και την κοίταξα αναποφάσιστη
«κοίτα είμαι πολυάσχολη και δεν χασομερώ εγώ, αυτή είναι η προσφορά μου αν τον αγαπάς δέξου τώρα, αλλιώς άδειασε μου την γωνιά» είπε και γύρισε την πλάτη της
«περίμενε» είπα απελπισμένα
«Μπέλα δεν πιστεύω ότι θα δεχτείς κάτι τέτοιο;» την κοίταξα για μια στιγμή στα μάτια και αφήνοντας το χέρι της άρχισα να πλησιάζω την μάγισσα
«θα το κάνω» τις είπα και γύρισε προς τα μένα
«πολύ χαίρομαι για την σοφή σου επιλογή, τώρα πάρε ανάσα βαθιά και υπόγραψε εδώ» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μου έδωσε στα χέρια μια χρυσή περγαμηνή και εγώ παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή την υπόγραψα και περίμενα με αγωνία να δω τι θα κάνει.
Εκείνη αμέσως άρχισε να κουνάει τα χέρια της λέγοντας ένα ξόρκι και τότε η φωνή μου άρχισε να σβήνει και τα πνευμόνια μου άρχισαν να με πονάνε τόσο πολύ που διπλώθηκα στα δύο. Η Άλις αμέσως ήρθε δίπλα μου και άρχισε να κολυμπάει προς τα πάνω, την στιγμή που η ουρά μου άρχισε να αλλάζει μορφή και στην θέση της δύο ανθρώπινα πόδια εμφανίστικαν και άρχισα με μανία να τα κουνάω για να την βοηθήσω να με βγάλει στην επιφάνεια.
Όταν βγάλαμε το κεφάλι μας έξω από το νερό άρχισα να παίρνω γρήγορες αναπνοές και η Άλις με πήρε στην αγκαλιά της.
«ανόητο κορίτσι τι πήγες και έκανες;;... με ρωτούσε απελπισμένα με δάκρυα στα μάτια και εγώ την κοίταξα παραπονιάρικα και μου έτριψε τον ώμο μου για να με παρηγορήσει... έλα να σε πάω στην παραλία» είπε και με τράβηξε κοντά της
Φτάνοντας στην παραλία με άφησε κοντά στην αμμουδιά και με κοίταξε μέσα στα μάτια
«σίγουρα θα είσαι καλά εδώ;;... της ένευσα και πήρε μια απελπισμένη αναπνοή... αν και θα μου λείψεις πολύ, εύχομαι όλα να πάνε καλά»
Της χαμογέλασα παίρνοντας την στην αγκαλιά μου και τότε θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει το κοχύλι του Έντουαρντ στην σπηλιά μου και με τα χέρια μου της έκανα νόημα να περιμένει και με κοίταξε με απορία... Γύρισα την ματιά μου γύρω μου ψάχνοντας να βρω ένα κοχύλι και όταν βρήκα ένα μικρό προσπάθησα να σηκωθώ και να πάω κοντά του αλλά την στιγμή που πήγα να κάνω ένα βήμα έχασα την ισσοροποία μου και έπεσα κάτω, η Άλις προσπάθησε να έρθει κοντά μου και την κοίταξα στα μάτια απελπισμένα «σίγουρα αυτό θα είναι πολύ δύσκολο» σκέφτηκα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισα να σέρνομαι πάνω στην άμμο για να το φτάσω και όταν το πήρα στα χέρια μου γύρισα προς την μεριά της και της το έδειξα.
«το κοχύλι;... ρώτησε και της ένευσα... τι το κοχύλι;... ξαναρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει και δείχνοντας μια το κοχύλι και μια την παραλία την κοίταξα με νόημα στα μάτια... το κοχύλι του Έντουαρντ;... είπε καταλαβαίνοντας και της χαμογέλασα με ενθουσιασμό κουνόντας καταφατικά το κεφάλι μου... θες να το φέρω εδώ?... την παρακάλεσα με την ματιά μου και μου χάιδεψε το χέρι... θα σου το αφήσω πάνω στον βράχο εντάξει;... μου είπε και την ευχαρίστησα με το χέρι μου και την πήρα στην αγκαλιά μου... θα μου λείψεις... είπε παραπονιάρικα και βούτηξε μέσα στο νερό με ένα σάλτο και έφυγε μακριά μου... να προσέχεις» άκουσα να μου φωνάζει από μακριά και χάθηκε πάλι μέσα στο νερό αφήνοντας με μόνη μου στην αμμουδιά.
Ο Έντουαρντ είχε φύγει και η νύχτα ήταν τόσο σκοτεινή και βαθιά που με έκανε να ανατριχιάσω, το λιγοστό φως του φεγγαριού διέγραφε τους βράχους που ήταν στο τέρμα της παραλίας και τους έκανε τόσο τρομακτικούς.
Πήρα άλλη μια ανάσα και προσπάθησα πάλι να σηκωθώ με δυσκολία κάνοντας δειλά δειλά μερικά βήματα. Όταν έφτασα κοντά στους βράχους βρήκα ένα μονοπάτι και άρχισα να το ακολουθώ.
Το τέλος του μονοπατιού οδηγούσε σε ένα δεύτερο άνοιγμα που χώριζε την παραλία στα δύο. Εκεί καθόταν ένα ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο και έμεινα να τους κοιτώ με νοσταλγία. Άραγε θα με αναγνώριζε; Σκέφτηκα με παράπονο και έκανα να φύγω την στιγμή που τους είδα να σηκώνονται.
Γύρισα στην παραλία που με είχε αφήσει η Άλις και κρύφτηκα μέχρι που τους άκουσα να απομακρύνονται, τότε δειλά ξαναγύρισα πίσω και είδα ότι στην παραλία υπήρχαν κάτι σαν υφάσματα πεταμένα εδώ και εκεί και πήγα από περιέργεια πιο κοντά να τα κοιτάξω. Ήταν ίδια με αυτά που έβλεπα τους ανθρώπους να τα φορούν όταν κολυμπούσαν, το άφησα κάτω και γύρισα πίσω πάλι στην παραλία που ήμουν και ξαπλώνοντας στην αμμουδιά έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα την εξάντληση να με καταβάλει... σιγά σιγά ένιωσα να μπαίνω στην χώρα τον ονείρων όπου πάντα μέσα σε αυτά κυριαρχούσε μόνο εκείνος.
Άκουσα κάποιες φωνές από μακριά και άνοιξα τα μάτια μου τρομοκρατημένη κοιτώντας γύρω μου αλλά δεν ήταν κανείς, η φωνές άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο κοντά και έτσι πήρα την απόφαση να σηκωθώ και να κρυφτώ κάπου για να μην με δουν αν έπαιρναν την απόφαση να έρθουν εδώ.
Βρήκα ένα κούφιο σημείο στον βράχο που αγκάλιαζε την παραλία και έμεινα εκεί με κομμένη την ανάσα μέχρι που οι φωνές απομακρύνθηκαν και στο τέλος έσβησαν. Δειλά δειλά βγήκα από το σημείο που κρυβόμουν και πήγα προς το μονοπάτι που είχα πάει και εχθές το βράδυ και τότε κάποια κυρία πετάχτηκε μπροστά μου και τρομοκρατήθηκα.
«εεε εσύ δεν έχεις τίποτα να βάλεις απάνω σου;;;... είπε εκνευρισμένα και την κοίταξα τρομοκρατημένη με απορία στα μάτια μου... κυκλοφορούν και παιδιά ξέρεις σε αυτήν την παραλία» συνέχισε και γυρίζοντας την πλάτη της άρχισε να φεύγει και εγώ αμέσως θυμήθηκα τα υφάσματα που είχα βρει εχθές στην παραλία και κοιτώντας μην με βλέπει κανείς έτρεξα, ελπίζοντας να είναι ακόμα εκεί, προς το μέρος που τα είχα βρει.
Μόλις τα βρήκα τα πήρα στα χέρια μου αλλά δεν είχα ιδέα πως έπρεπε να τα φορέσω και τα κοίταζα καλά καλά.
«τι σου συμβαίνει εσένα; Κάνεις σαν να τα βλέπεις πρώτη φορά... άκουσα πάλι την ίδια φωνή και γύρισα προς το μέρος της... φόρεσε τα γρήγορα πριν σε δει και κανένας άλλος» κούνησα το κεφάλι μου και πάλεψα να τα φορέσω χωρίς να είμαι σίγουρη ότι το κάνω καλά.
«ουφφφ θα με σκάσεις εσύ... είπε πάλι η κυρία και ήρθε κοντά μου και με βοήθησε να τα φορέσω, γύρισα την ματιά μου σε εκείνη και την κοίταξα με ευγνωμοσύνη ευχαριστώντας την με το χέρι μου και τότε άνοιξε διάπλατα τα μάτια της... δεν μπορείς να μιλήσεις;;... κούνησα το κεφάλι μου και είδα στην ματιά της συμπόνια... κακόμοιρο μου εσύ τι μοίρα σε κυνηγάει» είπε και αφού μου χάιδεψε τα μαλλιά πήρε στα χέρια της ένα αντικείμενο από την άμμο και έφυγε
Άρχισα να γυρίζω προς τα πίσω χωρίς να ξέρω τι να κάνω, σίγουρα θα έπρεπε να μείνω εδώ για να τον περιμένω αλλά μέχρι το βράδυ που θα γύριζε εκείνος τι θα έκανα μόνη μου στην παραλία;; Έτσι σκέφτηκα να βγω να δω πως είναι η στεριά ελπίζοντας να μην χάσω τον δρόμο ώστε να γυρίσω και πάλι πίσω. «Δεν θα πάω μακριά» υποσχέθηκα στον εαυτό μου και άρχισα να ανεβαίνω το μονοπάτι.
Όταν έφτασα στο τέλος του μπροστά μου υπήρχε ένα άλλο μονοπάτι αλλά αυτό ήταν μαύρο και όταν πάτησα πάνω σε αυτό, τα πόδια μου κάηκαν και άρχισα να χοροπηδώ εδώ και εκεί προσπαθώντας να βγω από αυτό, για να σταματήσω να πονάω αλλά κάτι ερχόταν προς τα πάνω μου με ταχύτητα και τότε τρόμαξα και έμεινα στην θέση μου κοιτώντας το με γουρλωμένα μάτια.
«εεεε κάνε στην άκρη θα σε πατήσει» άκουσα μια φωνή και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του και ακούγοντας κάτι να στριγκλίζει με δύναμη, έκλεισα τα αυτά μου
«είσαι με τα καλά σου κοπελιά... άκουσα μια έξαλλη φωνή από κάποιον που βγήκε από το περίεργο μαύρο αντικείμενο που ερχόταν προς το μέρος μου και αρπάζοντας με από τους ώμους άρχισε να με ταρακουνά και εγώ σάστισα τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω
«δεν μου λες προσπαθείς να αυτοκτονήσεις;;... τον άκουγα να με ρωτάει και εγώ προσπάθησα να φύγω από το κράτημα του
«συγνώμη, συγνώμη... συνέχισε και μαλάκωσε την φωνή του
«τρόμαξα τόσο πολύ που δεν ξέρω τι λέω... είσαι καλά;... με ρώτησε πιο μαλακά και κοιτάζοντας τον στα μάτια κούνησα το κεφάλι μου
«είσαι σίγουρη;; Δεν χτύπησες πουθενά... κούνησα πάλι αρνητικά το κεφάλι μου και με άφησε από το κράτημα του
«παραλίγο να πάθω καρδιακό επεισόδιο μαζί σου... είπε αφήνοντας την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του και τον κοίταξα απολογητικά στα μάτια
«εντάξει αφού δεν έπαθες τίποτα τέλος καλό όλα καλά» είπε και μου έδωσε το χέρι του και δίνοντας του και εγώ το δικό μου με πήγε προς την άκρη του μαύρου μονοπατιού και με άφησε εκεί πριν γυρίσει πάλι στο μαύρο αυτό περίεργο αντικείμενο και μπαίνοντας μέσα άρχισε πάλι να τρέχει όπως πριν.
Στην αρχή σκέφτηκα να γυρίσω πίσω αλλά η περιέργεια μου να δω την στεριά και το πως ζουν οι άνθρωποι με έκαναν τελικά να μην τα παρατήσω και έτσι άρχισα να περπατάω προς άγνωστη κατεύθυνση κοιτώντας πάντα καλά, καλά το μέρος που είμαι για να ξέρω πως να γυρίσω πίσω.
Περπατούσα σε μια ευθεία πορεία για αρκετή ώρα ώσπου ένιωσα τον λαιμό μου να ξεραίνετε και να με πονάει πάρα πολύ, είδα κάτι σαν επίπεδο περίεργο βράχο που καθόταν ένα κορίτσι και σκέφτηκα ότι ίσως εκεί θα μπορούσα να ξεκουραστώ για λίγο και πηγαίνοντας δειλά δίπλα της έκατσα στην άκρη διστακτικά και εκείνη γύρισε και με κοίταξε από πάνω ως κάτω αλλά ευτυχώς δεν μου είπε τίποτα.
Κοίταζα γύρω μου και έβλεπα τον κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται τόσο βιαστικά. Άλλοι έμπαιναν στις περίεργες σπηλιές άλλοι έβγαιναν από αυτές αλλά αυτό που παρατηρούσα περισσότερο ήταν ότι ήταν τόσο διαφορετικοί από μας άλλα και τόσο ίδιοι. Τα αντικείμενα σαν αυτό που είχε σταματήσει πριν μπροστά μου πηγαίναν και ερχόντουσαν χωρίς σταματημό και με έκαναν να νιώθω τόσο νευρική.
«μπαμπααα πρέπει να πάω στην πισίνα σου λέω... σήμερα θα κάνουν την τελική επιλογή για τα κορίτσια της καινούργια ομάδας» άκουσα την φωνή ενός κοριτσιού και αμέσως γύρισα την προσοχή μου προς αυτήν.
«κοριτσάκι μου το ξέρω αλλά δεν μπορώ να σε πάω γιατί θα αργήσω στην δουλειά μου, δεν είναι μακριά μπορείς να πας και με τα πόδια δεν θα πάθεις τίποτα»
«μπαμπααα»
«θα τα πούμε το μεσημέρι, καλή επιτυχία» τον άκουσα να της λέει και εκείνη τον κοίταξε τελείως εκνευρισμένη να μπαίνει σε ένα από εκείνα τα περίεργα αντικείμενα που τρέχανε και χτυπώντας το πόδι της με πείσμα στο έδαφος άρχισε να προχωράει προς τα μένα.
Όταν πέρασε από δίπλα μου χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να την ακολουθώ ελπίζοντας να είναι η πισίνα που μου είχε πει εχθές ο Έντουαρντ. Με κομμένη την ανάσα και με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή την ακολούθησα και όταν εκείνη μπήκε μέσα σε μια σπηλιά έμεινα εκεί να την κοιτάω.
Πήγα κοντά και προσπάθησα να μπω και εγώ άλλα ενώ έβλεπα το εσωτερικό της σπηλιάς κάτι με εμπόδιζε να μπω μέσα και έκανα για λίγο πιο πίσω κοιτώντας το με περιέργεια μέχρι που είδα ένα χέρι να μπαίνει μπροστά μου και τρομάζοντας αναπήδησα και έπεσα απάνω σε κάποιον.
«συγνώμη σε τρόμαξα» άκουσα την φωνή του και κοκάλωσα.
Αυτήν την φωνή θα την αναγνώριζα οπουδήποτε δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω λάθος. Γύρισα αργά προς το μέρος του με κομμένη την ανάσα και τότε αντίκρισα τα μάτια του που με κοιτάγανε με ευγένεια και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Το πρόσωπο του είχε αλλάξει αρκετά αλλά αυτά τα σμαραγδί μάτια ήταν ακριβώς όπως τα θυμόμουν.
«είσαι καλά;... με ρώτησε με αγωνία και χαμογελώντας του κούνησα το κεφάλι μου
«έχεις έρθει για την επιλογή;... με ρώτησε και δεν ήξερα τι να του απαντήσω, εκείνος δεν με είχε καταλάβει αυτό μπορούσα να το καταλάβω και για μια στιγμή με έπιασε απελπισία
«τι σου συμβαίνει;... με ρώτησε τώρα με μεγαλύτερη αγωνία στην φωνή του βλέποντας την απελπισία στην ματιά μου και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο
«είσαι τελικά για την επιλογή ή όχι;... με ρώτησε ξανά και γύρισα και κοίταξα προς το εσωτερικό της σπηλιάς και σκέφτηκα αυτό που μου είχε πει εχθές το βράδυ, ότι τα κορίτσια που κολυμπούν εδώ του θυμίζουν εμένα και έτσι πήρα την απόφαση να πω ναι χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί ελπίζοντας να μου δοθεί η ευκαιρία να τον κάνω να καταλάβει πια είμαι και τότε ένευσα καταφατικά και μου χαμογέλασε ζεστά
«έχεις αγωνία εε;;» ανασήκωσα τους ώμους μου και τότε γέλασε πιο ζεστά και μου άνοιξε αυτό το περίεργο πράγμα που με εμπόδιζε πριν να περάσω την σπηλιά και μου έκανε νόημα με το χέρι του να περάσω.
Εγώ πήγα πάλι δειλά προς το άνοιγμα και μόλις τον κοίταξα για άλλη μια φορά πήρα μια βαθιά αναπνοή και άρχισα να περπατάω προς το εσωτερικό διστακτικά ελπίζοντας να μην πέσω πάνω σε άλλον παρόμοιο εμπόδιο. Μόλις πέρασα μέσα ήρθε δίπλα μου και χαμογελώντας μου άλλη μια φορά με προσπέρασε και άρχισε να προχωράει μπροστά.
«θα έρθεις;» με ρώτησε την στιγμή που άνοιξε πάλι ένα ίδιο περίεργο πράγμα που είχε ανοίξει και πριν και με περίμενε να πάω κοντά του.
Άρχισα να προχωρώ προς εκείνον και είδα στην ματιά του ότι υπήρχε κάποιο ερωτηματικό που τον βασάνιζε και αυτό έκανε μια ελπίδα να φωλιάσει στην καρδιά μου, ελπίζοντας ότι ίσως να αρχίζω να του θυμίζω κάτι. Όταν πέρασα από μπροστά του και κοίταξα γύρω μου έμεινα με ανοιχτό το στόμα.
Στην μέση της σπηλιά υπήρχε ένα τεράστιο άνοιγμα που ήταν γεμάτο νερό και μέσα σε αυτό υπήρχαν πολλά κορίτσια που κολυμπούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις κάνοντας διάφορες χορευτικές κινήσεις μπαίνοντας και βγαίνοντας από το νερό και κατάλαβα ότι αυτό θα πρέπει να είναι η πισίνα που μου είχε πει εχθές το βράδυ.
Έφυγε από δίπλα μου κοιτώντας με, με απορία και πήγε κοντά σε έναν άλλο κύριο και άρχισε να του μιλάει ψιθυριστά, την στιγμή που γύρισε την ματιά του στιγμιαία σε μένα δάγκωσα τα χείλια μου αναποφάσιστα και κοίταξα το πάτωμα, έσπαγα το κεφάλι μου να βρω έναν τρόπο να τον πλησιάσω, έναν τρόπο για να τον κάνω να καταλάβει ότι είμαι εγώ αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι και αυτό με έφερε σε μεγαλύτερη αμηχανία.
Κάποια στιγμή μας είπε να κάτσουμε και την στιγμή που πήγα να ακολουθήσω τα υπόλοιπα κορίτσια περνώντας κοντά από την πισίνα, κάποια με έσπρωξε και έπεσα μέσα με δύναμη κόβοντας μου την ανάσα και όπως προσπάθησα να πάρω αναπνοή μπήκε νερό στο στόμα μου και άρχισα να πνίγομαι παλεύοντας να βγω στην επιφάνεια.
Δύο χέρια ένιωσα να με πιάνουν από πίσω και να με φέρνουν στην επιφάνεια. Μόλις ακούμπησα στην άκρη της πισίνας και σταθεροποιήθηκα άρχισα να βήχω για να βγει το νερό από το στόμα μου ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να αναπληρώσω το χαμένο αέρα και τότε διάφορα σχόλια από τα κορίτσια με κάνανε να νιώσω τόσο άσχημα που ξαφνικά συνήλθα και κοίταξα γύρω μου με δάκρυα στα μάτια.
«μην τις ακούς, για να είσαι εδώ σημαίνει ότι έχεις βάλει στόχο να κατακτήσεις το όνειρο σου, δείξτους ποια είσαι» άκουσα την φωνή του πίσω μου και απότομα γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια και για μια στιγμή σάστισε και έσμιξε τα φρύδια του κοιτώντας με έντονα αλλά αμέσως μετά έφυγε από δίπλα μου και βγαίνοντας από το νερό πήγε πάλι κοντά στο κύριο που ήταν και πριν και με ξανακοίταξε βγάζοντας τα βρεγμένα υφάσματα που φορούσε μένοντας μόνο με ένα.
Το σώμα του ήταν τόσο σμιλεμένο και τόσο καλλίγραμμο λες και ήταν ένα από τα αγάλματα που είχα δει μέσα στο βυθό της θάλασσα και έμεινα άφωνη και θαμπωμένη από την ομορφιά του να τον κοιτάω.
«λοιπόν;» είπε και μου έκανε νόημα προς την πισίνα και κοιτώντας μια εκείνον και μια το νερό πήρα μια βαθιά αναπνοή και άρχισα να πηγαίνω προς το κέντρο της.
Άρχισα να κολυμπώ με ενωμένα τα πόδια σαν να έχω την ουρά μου αλλά ήταν πιο δύσκολο και γρήγορα άρχισα να απογοητεύομαι. Την στιγμή που ήμουν όμως έτοιμη να τα παρατήσω τα λόγια του ήρθαν και πάλι στην μνήμη μου και τότε πήρα κουράγιο από αυτά και με περισσότερο πείσμα μπήκα μέσα στο νερό και την στιγμή που έφτασα στον βυθό του πήρα φόρα προς τα πάνω και βγήκα με δύναμη από το νερό έκανα δύο ανάποδες στροφές στον αέρα και ξαναμπήκα μέσα στο νερό.
Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια δεν μίλαγε κανένας, όλοι με κοιτάζανε με ανοιχτό το στόμα και αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση και άρχισα να κολυμπάω όπως όταν ήμουν ακόμα γοργόνα πηγαίνοντας από την μια άκρη της πισίνας μέχρι την άλλη χορεύοντας όπως όταν ήμουν μαζί με την Άλις μέσα στο νερό και την στιγμή που σταμάτησα και πιάστηκα από την άκρη της πισίνας άκουσα να με χειροκροτούν και τους κοίταζα σαστισμένη.
Τότε ο Έντουαρντ ήρθε με γρήγορα βήματα κοντά μου και σκύβοντας έπιασε το χέρι μου και τον κοίταξα έντονα στα μάτια.
«δεν έχω δει ποτέ μου κάτι παρόμοιο ήσουν εκπληκτική.... είπε με ενθουσιασμό στην φωνή του και του χαμογέλασα...
«πως σε λένε;... με ρώτησε με αγωνία στην φωνή του και ένιωσα έναν πόνο στην καρδιά να με διαπερνά...
«δεν θα μου πεις;... με ξαναρώτησε και πιάνοντας τον λαιμό μου πήγα να του μιλήσω αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από τα χείλια μου και τότε είδα στην ματιά του την απογοήτευση που ένιωσε...
«δεν μπορείς να μιλήσεις;;... με ρώτησε ήρεμα και κούνησα το κεφάλι μου κοιτώντας τον με λυπημένο ύφος και μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να βγω και του έδωσα και εγώ το δικό μου, την στιγμή όμως που βγήκα από το νερό γλίστρησα και παραλίγο να ξαναπέσω μέσα και εκείνος με κράτησε από την μέση και με κόλλησε απάνω του για να με σταθεροποιήσει... ένιωσα όλο μου το κορμί να ανατριχιάζει από αυτήν την επαφή και τον κοίταξα στα μάτια...
«συγνώμη... είπε και άρχισε να απομακρύνεται από κοντά μου...
«ήσουν πάρα πολύ καλή... είπε κάπως αμήχανα περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και τότε είδα στο χέρι του να φοράει ένα ρολόι και σκέφτηκα ότι ίσως αυτό θα μπορούσε να με βοηθήσει να του θυμίσω πια είμαι. Σήκωσα το χέρι μου και το ακούμπησα δειλά και εκείνος με κοίταξε με απορία...
«τι βιάζεσαι να φύγεις;... κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και κοίταξα αλλού μην ξέροντας τι άλλο να κάνω και τότε άρχισε να απομακρύνετε από κοντά μου...
«αφού δεν μπορείς να μας πεις το όνομα σου μπορείς να μας το δείξεις;... με ρώτησε και πήγα κοντά του χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί...
«ποιο από όλα τα ονόματα είναι το δικό σου;... με ρώτησε και μου έφερε μπροστά μου ένα χαρτί που είχε απάνω γραμμένα διάφορα γράμματα που δεν αναγνώριζα και τον κοίταξα πάλι απελπισμένη...
«μπορείς να μου δείξεις ποιο από όλα αυτά τα ονόματα είναι το δικό σου;;... δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια μου από την απελπισία που ένιωθα και κουνώντας το κεφάλι μου έκανα δύο βήματα προς τα πίσω και μετά άρχισα να τρέχω...
«περίμενε που πας;... τον άκουσα να με φωνάζει αλλά εγώ συνέχισα να τρέχω μέχρι που έφτασα στο περίεργο πράγμα που μου έφραζε για άλλη μια φορά τον δρόμο και άρχισα να το κουνάω με μανία για να ανοίξει και νιώθοντας τα χέρια του απάνω στους ώμους μου σταμάτησα... εκείνος με γύρισε προς την μεριά του και έπεσα στην αγκαλιά του ξεσπώντας σε κλάματα και τότε άρχισε να με παρηγορεί τρίβοντας απαλά την πλάτη μου....
«σσς έλα να σε πάω λίγο έξω να πάρεις καθαρό αέρα... είπε ήρεμα και με παρέσυρε προς τα έξω. Όταν φτάσαμε έξω με απομάκρυνε μαλακά από την αγκαλιά του και κρατώντας με από τους ώμους με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια...
«τι σου συμβαίνει;... με ρώτησε απαλά αλλά εγώ δεν ήξερα τι να κάνω ή πως να του εξηγήσω ότι ήμουν εγώ, μέχρι που σκέφτηκα ότι η μόνη μου λύση είναι να τον πάω στην παραλία ελπίζοντας ότι αυτό ίσως να τον βοηθούσε περισσότερο. Του άρπαξα το χέρι και άρχισα να πηγαίνω προς την κατεύθυνση που είχα έρθει και εκείνος με σταμάτησε....
«οου οου οου που με πας;;... με ρώτησε και γύρισα και τον κοίταξα παρακλητικά στα μάτια...
«θες να σε ακολουθήσω κάπου;... κούνησα το κεφάλι μου και ενώνοντας τα χέρια μου, τον ικέτεψα σιωπηλά και εκείνος αναστέναξε...
«μέσα με περιμένουν για την επιλογή δεν μπορώ να φύγω τώρα από εδώ»... είπε απολογητικά, κούνησα το κεφάλι μου με κατανόηση και αφήνοντας το χέρι του άρχισα να πηγαίνω προς την ακτή ελπίζοντας ότι το βράδυ που θα έρθει να έχω καλύτερη τύχη.
Έντουαρντ
Τα μάτια της ήταν τόσο ίδια με της Μπέλας, ακόμα και οι κινήσεις της μέσα στο νερό που με έκαναν να νιώθω σαν να έβλεπα πάλι εκείνην να κολυμπά και μέσα μου κάτι με έκανε να πιστέψω ότι ίσως τελικά να είχε γίνει εκείνο το θαύμα που πάντα ονειρευόμουν, να υπάρχει κάποιος τρόπος να έρθει κοντά μου. Από όσα είχα βρει μέσα από βιβλία, θρύλους και οτιδήποτε αναφερόταν πάνω στις γοργόνες άλλα έλεγαν ότι στην στεριά μπορούσαν να περπατούν σαν άνθρωποι και άλλα πάλι όχι, οπότε δεν μπορούσα να ξέρω τι από τα δύο ίσχυε αλλά όταν μπήκε στο νερό και δεν είδα την ουρά της κατάλαβα ότι για μια ακόμα φορά παραλογίζομαι από την ανάγκη μου να την δω, όμως όποιο και να ήταν αυτό το κορίτσι για κάποιο λόγο μια δύναμη μέσα μου με έκανε να θέλω να την βοηθήσω, ίσως γιατί μου θυμίζει εκείνη ή ίσως γιατί περισσότερο είχα την ελπίδα να είναι εκείνη.
«περίμενε ... της φώναξα αλλά δεν με άκουσε και άρχισα να τρέχω κοντά της... περίμενε... της ξανά είπα την στιγμή που την έφτασα και μόλις με είδε όλο της το πρόσωπο έλαμψε και είδα μια σπίθα ελπίδας να φωτίζει την ματιά της... μου υπόσχεσαι ότι δεν θα αργήσουμε να γυρίσουμε;;» την ρώτησα και κούνησε το κεφάλι της με ενθουσιασμό, πήρε το χέρι μου στο δικό της και άρχισε να πηγαίνει πιο γρήγορα.
Φτάνοντας στο δρομάκι που οδηγούσε στην παραλία που περίμενα την Μπέλα η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και η αναπνοή μου κόπηκε στην μέση. Όταν φτάσαμε στην αμμουδιά άφησε το χέρι μου και έτρεξε στο νερό και με αργά βήματα την ακολούθησα κοιτάζοντας την να κολυμπάει με τόση χάρη και πάγωσα, ένιωσα την καρδιά μου να καλπάζει τόσο γρήγορα που ένιωθα ότι λίγο ήθελε για να σπάσει.
Την στιγμή που την είδα να γυρίζει και πάλι προς το μέρος μου έτρεξα και την έφτασα στην μέση της απόστασης και βγαίνοντας από το νερό είδα στα χέρια της να κρατάει το κοχύλι που είχε βρει για μένα την ημέρα που με είχε σώσει και κοιτώντας την στα μάτια χωρίς να καταφέρω να αρθρώσω λέξη την πήρα στην αγκαλιά μου και ανίκανος να συγκρατήσω τα συναισθήματα μου άρχισα να δακρύζω και να την σφίγγω απάνω μου... εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω μου και ένιωσα όλον τον πόνο που ένιωθα όλα αυτά τα χρόνια από την απουσία της να εξανεμίζετε και την θέση του πήρε η ευτυχία που λαχταρούσα να ξανανιώσω.
Την άφησα απαλά να ακουμπήσει στα πόδια της και κράτησα το πρόσωπο της στα δύο μου χέρια κοιτώντας για άλλη μια φορά αυτά τα υπέροχα μάτια που από την πρώτη στιγμή που τα είχα αντικρίσει μου είχαν μαγέψει την ψυχή και μόνο αυτά μπορούσαν να με κάνουν να νιώσω ολοκληρωμένος.
«πες μου ότι δεν ονειρεύομαι... της είπα και με τα χέρια της μου απομάκρυνε τα δάκρυα από το πρόσωπο μου και μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... Μπέλα μου» είπα πάλι και την έσφιξα ξανά στην αγκαλιά μου έχοντας την ανάγκη να νιώσω ότι όλο αυτό είναι αληθινό.
«έλα μαζί μου» της είπα και ένευσε, πήρα το κοχύλι που της είχε πέσει από τα χέρια και άρχισα να την τραβάω προς την αμμουδιά χωρίς να αφήνω το χέρι της και το χαμόγελο της μου έκοψε την ανάσα.
Γυρίσαμε με τα πόδια μέχρι την πισίνα και όταν φτάσαμε πήγα προς το αυτοκίνητο μου και την είδα ότι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω με ανήσυχη ματιά.
«μου έχεις εμπιστοσύνη;... την ρώτησα και ένευσε, την έπιασα από τους ώμους και ανοίγοντας την πόρτα την βοήθησα να κάτσει και έτρεξα γρήγορα από την άλλη μεριά και μπαίνοντας μέσα της χαμογέλασα και φάνηκε να χαλαρώνει για μια στιγμή... όταν όμως άρχισα να οδηγώ την είδα να τρομοκρατείτε και να κλείνει τα μάτια της με τα χέρια της και αυτόματα της χάιδεψα απαλά το χέρι της... μην φοβάσαι» της είπα απαλά και βγάζοντας δειλά τα χέρια της από το πρόσωπο της γύρισε και με κοίταξε παίρνοντας μια πιο ήρεμη ανάσα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι το κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και χαμογέλασα.
«Σου αρέσει;» την ρώτησα και ένευσε χαμογελώντας μου και βγαίνοντας από το αμάξι έκανα τον γύρω και της άνοιξα την πόρτα δίνοντας της το χέρι μου για να την βοηθήσω να βγει. Η ματιά της δεν άφηνε την δική μου και αυτό με έκανε να νιώθω ότι για άλλη μια φορά μετά από τόσα χρόνια άρχιζα και πάλι να ζω.
Μόλις μπήκαμε στο σπίτι το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν τον τεράστιο διαχωριστικό τοίχο που ήταν στην μέση του δωματίου και έτρεξε κοντά του. Ο τοίχος αυτός ήταν ουσιαστικά ένα μεγάλο ενυδρείο που έπιανε από την μια άκρη του δωματίου ως την άλλη χωρίζοντας το στην μέση και μέσα σε αυτό είχα βάλει τα πιο σπάνια και τα πιο εξωτικά ψάρια που μπόρεσα να βρω ελπίζοντας ότι αν ποτέ καταφέρω να έχω την ευκαιρία να την φέρω εδώ, να την κάνει να νιώσει λίγο σαν στον σπίτι της.
«σου αρέσει;... κούνησε το κεφάλι της με ενθουσιασμό χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του και χαμογέλασα... το έφτιαξα για σένα» της είπα και γύρισε την ματιά της προς τα μένα και άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα. Στην ματιά της έβλεπα την ευγνωμοσύνη της και αυτό με έκανε να θέλω να την πλησιάσω όμως την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκα και περνώντας νευρικά το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου άρχισα να σκέφτομαι τι θα ήταν πιο σωστό να κάνω πριν αφήσω τα αισθήματα μου να με παρασύρουν και την τρομάξω.
«εεε νομίζω ένα μπανάκι τώρα θα ήταν ότι πρέπει για να χαλαρώσουμε λίγο και μετά θα ετοιμάσω και κάτι για να φάμε... πεινάς;... την ρώτησα και μου ένευσε πάλι... ωραία τότε θα πάω να ετοιμάσω το μπάνιο και να σου βρω και κάτι να φορέσει και σε λίγο θα είμαι πάλι κοντά σου εντάξει?» την ρώτησα και ένευσε.
Έτρεξα απάνω και ετοίμασα γρήγορα το μπάνιο ενώ ταυτόχρονα καλούσα τον Καρλάηλ για να τον καθησυχάσω και να του ζητήσω να με αντικαταστήσει... εκείνος παραξενεύτηκε με την συμπεριφορά μου γιατί δεν είχα κάνει ποτέ κάτι παρόμοιο, όμως στο τέλος τα παράτησε και το μόνο που μου ζήτησε ήταν να μην ξαναεπαναληφθεί και χαμογελώντας του το υποσχέθηκα και έτρεξα πάλι κοντά της.
Ήταν ακόμα μπροστά στο ενυδρείο και με το χέρι της ακουμπούσε δειλά πάνω στο γυαλί μιλώντας με την ματιά της στα ψάρια που με έναν περίεργο και μαγικό τρόπο ακολουθούσαν το χέρι της επικοινωνώντας μαζί της με έναν μοναδικό τρόπο.
Όταν με κατάλαβε γύρισε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε ζεστά και ένιωσα την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο και αμέσως να χτυπάει τρελά με τέτοιον τρόπο που με έκανε να νιώθω ότι πετάω και πάλι στα σύννεφα...
Την οδήγησα στο μπάνιο και αφού της εξήγησα τι να κάνει την άφησα μόνη της και έτρεξα στο δωμάτιο μου για να κάνω και εγώ το ίδιο και όταν ντύθηκα κατέβηκα και άρχισα με μανία να μαγειρεύω για να την περιποιηθώ...
Όταν ήρθε κοντά μου την έβαλα να κάτσει στο σκαμπό του πάγκου και πηγαίνοντας από την άλλη μεριά έλεγξα μια φορά την σάλτσα που σιγόβραζε και πήγα κοντά της παραμένοντας από την άλλη μεριά του πάγκου για να μπορώ να ελέγχω τα συναισθήματα μου ώστε να μην ξεπεράσω τα όρια και την τρομάξω...
Την είχα τόσο ανάγκη ήθελα τόσο πολύ να είναι όλο αυτό αληθινό και ευχόμουν με όλη την δύναμη της καρδιά μου να μπορούσε να μείνει για πάντα κοντά μου και να μην την χάσω ποτέ ξανά.
Ακουμπούσα τον πάγκο που μας χώριζε και την κοίταζα μέσα στα μάτια μην μπορώντας ακόμα να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν αληθινό. «τι» με ρώτησε με το χέρι της και χαμογέλασα.
«ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι πραγματικά εδώ... της είπα τις σκέψεις μου και εκείνη έφερε το χέρι της πάνω στο πρόσωπο μου και κλείνοντας τα μάτια μου έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό της για να το φυλακίσω εκεί και φέρνοντας το κοντά στα χείλια μου της άφησα ένα τρυφερό φιλί πάνω στον καρπό της ενώ ταυτόχρονα πήρα μια βαθιά αναπνοή απολαμβάνοντας το υπέροχο άρωμα της επιδερμίδας της. Την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου την είδα να με κοιτάει τρυφερά και χαμογέλασα αφήνοντας το χέρι της πάνω στον πάγκο χωρίς να το αφήνω από το άγγιγμα μου.
«ξέρεις είναι πολύ αστείο... «τι» με ρώτησε με έναν νόημα και χαμογέλασα συνεσταλμένα... όλα αυτά τα χρόνια έκανα τόσα σενάρια με το μυαλό μου γι αυτήν την στιγμή... όταν ερχόμουν στην παραλία πάντα έπαιρνα μια τσάντα μαζί μου με αντικείμενα που χωρούσαν μέσα σε αυτήν για να σου τα δείξω... έκανα ολόκληρες λίστες με όλα όσα ήθελα να σε ρωτήσω... με όλα όσα ήθελα να σου δείξω... να σου μάθω... την κοίταξα στα μάτια και είδα στην ματιά της μια υποψία πόνου... ήθελα τόσα πράγματα να σου πω... τόσα να σε ρωτήσω... πήρα μια βαθιά ανάσα... αλήθεια τι έπαθε η φωνή σου;»
Την ρώτησα ξαφνικά και εκείνη μελαγχόλησε και κοίταξε τα πόδια της για μια στιγμή και αφού τα κούνησε για λίγο γύρισε την ματιά της πάλι σε μένα.
«μην μου πεις ότι αντάλλαξες την φωνή σου για να αποκτήσεις πόδια... την πείραξα αλλά εκείνη με κοίταξε πιο μελαγχολικά στα μάτια και την στιγμή που κούνησε το κεφάλι της επιβεβαιώνοντας τα λόγια μου, σάστισα, πως θα μπορούσε ποτέ αυτό να είναι δυνατόν...
«αντάλλαξες την φωνή σου για να γίνεις άνθρωπος;... την ξαναρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια και ένευσε άλλη μια φορά
«για να έρθεις κοντά μου;... είπα σμίγοντας τα φρύδια μου και η θετική της απάντηση μου έκοψε το αίμα. Είναι δυνατόν να έκανε κάτι τέτοιο για μένα? Άφησα το χέρι της και κάνοντας τον γύρω του πάγκου χωρίς να αφήνω την ματιά της πήγα κοντά της
«Μπέλα... είπα διστακτικά και μου χάιδεψε το πρόσωπο... με αγαπάς;»... την ρώτησα με κομμένη την ανάσα και η θετική της απάντηση έκανε την καρδιά μου για άλλη μια φορά να ζωντανέψει.
Την κοίταζα βαθιά στα μάτια μην μπορώντας να πω τίποτα άλλο και την πήρα στην αγκαλιά μου, έβαλα το κεφάλι μου μέσα στα μαλλιά της και άρχισα να αναπνέω μετά από τόσο καιρό για να γεμίσω το σώμα μου με το άρωμα της αγάπης και της ελπίδα και ένιωθα ότι έκανε και εκείνη το ίδιο χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου.
«δεν έχεις ιδέα πόσο σε αγαπώ, χωρίς εσένα όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα τόσο μόνος... είσαι τα πάντα για μένα, η ίδια μου η ζωή» της εξομολογήθηκα και την ένιωσα να δακρύζει και να τρέμει.
Την απομάκρυνα από την αγκαλιά μου για να αντικρίσω την ματιά της και με κοίταξε με αγάπη στα μάτια. Διστακτικά πλησίασα το πρόσωπο της και άρχισα να γεύομαι τα δάκρυα της απομακρύνοντας τα με τα χείλια μου και έκλεισε τα μάτια της, όταν έφτασα στα χείλια της άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε, ήταν η πιο ζεστή ματιά που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου και έκανε όλο μου το κορμί να καίγεται και όλες μου τις αισθήσεις να ξυπνούν και να ζωντανεύουν.
Την πλησίασα ξανά διστακτικά προς τα χείλια της χωρίς να αφήνω την ματιά της και την στιγμή που είδα να κάνει το ίδιο ένωσα τα χείλια μου με τα δικά της για να νιώσω και πάλι εκείνο το μοναδικό φιλί που είχε χαραχτεί στην μνήμη μου με ανεξίτηλο μελάνι.
Άρχισα να γεύομαι τα χείλια της αργά και εκείνη ανταποκρινόταν σε κάθε μου κίνηση ακολουθώντας τα δικά μου χείλι και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί όπως ακριβώς είχε γίνει και εκείνη την ημέρα. Πέρασα την γλώσσα μου απαλά πάνω από τα χείλι της και άνοιξε απαλά τα δικά της. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και άφησα τον εαυτό μου να εκφράσει μέσα σε αυτό το φιλί όλα όσα η καρδιά μου ήθελε να της πει, όλα όσα οι λέξεις δεν μπορούσαν αποτυπώσουν το πόσο βαθιά ήταν η αγάπη μου για εκείνην.
Η αίσθηση της αλμύρας και της ζεστασιάς που ανέδυε το κορμί της, θόλωσαν το μυαλό μου και με έκαναν να νιώθω ότι είμαι και πάλι πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, μόνο εκείνη και εγώ πάνω στο απέραντο γαλάζιο.
Τα χέρια μας αγκάλιαζαν σφιχτά ο ένας τον άλλον και το φιλί μας ήταν τόσο βαθύ που κανείς από τους δύο μας δεν ήθελε να αφήσει αλλά μια άσχημη μυρωδιά τρύπωσε στις ανάσες μας και μας έκανε και του δύο να γυρίσουμε την ματιά μας προς την κουζίνα.
«να πάρει το ξέχασα τελείως... είπα τρέχοντας προς την κουζίνα για να απομακρύνω την σάλτσα από την φωτιά πριν γίνουν τα πράγματα χειρότερα και βάζοντας το καπάκι στην κατσαρόλα την άφησα στον νεροχύτη και γύρισα την ματιά μου προς εκείνη νευρικά.
«μάλλον θα φάμε απέξω... είπα απολογητικά και εκείνη με κοίταξε με απορία στα μάτια και της χαμογέλασα πηγαίνοντας κοντά της.
Αφού παρήγγειλα μια πίτσα πήγα απάνω και πήρα μαζί μου ένα πάπλωμα και όσα περισσότερα μαξιλάρια μπορούσα να πάρω στα χέρια μου και όταν κατέβηκα κάτω άρχισα να τα απλώνω μπροστά στο τζάκι, η Μπέλα με κοίταζε με απορία και της χαμογέλασα ζεστά.
«θες να δεις πως είναι η φωτιά;... την ρώτησα και η ματιά της φωτίστηκε τόσο πολύ που μου έκοψε την ανάσα μου αλλά πριν αφήσω να με παρασύρουν τα συναισθήματα μου και τρέξω κοντά της, πήγα προς το τζάκι και αφού στοίβαξα μερικά ξύλα το άναψα και γύρισα την ματιά μου σε εκείνην.
Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με δειλά βήματα ήρθε κοντά μου, της κράτησα το χέρι και την έβαλα να κάτσει δίπλα μου, μου χαμογέλασε για άλλη μια φορά και ένιωθα ότι όλος ο κόσμος μου άρχισε και πάλι να μου χαμογελά. Την πλησίασα και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο της άρχισα να την φιλώ για άλλη μια φορά τρυφερά.
Τα χέρια της αγκάλιασαν το σώμα μου και εγώ την έσφιξα πιο κοντά μου βαθαίνοντας το φιλί μας μέχρι που άκουσα την πόρτα να χτυπάει και απρόθυμα την άφησα για να πάω να πάρω την πίτσα και εκείνη ένιωσα να αφήνει έναν αναστεναγμό...
Όταν γύρισα κοντά της εκείνη ακόμα κοίταγε την φωτιά με τέτοιο θαυμασμό που με έκανε να χαμογελάσω... άφησα την πίτσα πάνω στο πάπλωμα και την έφερα κοντά μου.
«δεν ξέρω τι τρως αλλά νομίζω ότι αυτό θα σου αρέσει... είπα χαμογελώντας και μου χαμογέλασε και εκείνη κοιτώντας, με περιέργεια το φαΐ που είχε μπροστά της και παίρνοντας ένα κομμάτι στα χέρια μου το έφερα κοντά στα χείλια της και εκείνη το δοκίμασε.
Στην αρχή είχε μια ανήσυχη ματιά αλλά καθώς σιγά σιγά το μάσαγε άρχισε να γουρλώνει τα μάτια της με ενθουσιασμό και ανίκανος να συγκρατήσω την χαρά μου άρχισα να γελάω με ενθουσιασμό και γέλασε και εκείνη μαζί μου.
Κοντά στα χείλια της είχε τρέξει λίγη σάλτσα και την κοίταζα χαμογελώντας και με ρώτησε με απορία το γιατί... πλησιάζοντας το πρόσωπο της έφερα τα χείλια μου πάνω στο σημείο που ήταν η σάλτσα και άρχισα να την γεύομαι απομακρύνοντας την από εκείνη και πήρε μια βαθιά ανάσα που με έκανε να την κοιτάξω στα μάτια.
Έφερε το ελεύθερο της χέρι πάνω στο πρόσωπο μου και σβήνοντας την απόσταση που μας χώριζε άρχισε να με φιλάει τρυφερά και όλο μου το κορμί πήρε φωτιά και άρχισε να τρέμει από την επιθυμία και την αγάπη που σιγόκαιγε για εκείνην.
Όμως δεν ήθελα να την τρομάξω και προσπαθώντας να μην την πληγώσω την απομάκρυνα απαλά από το σφιχτό της αγκάλιασμα και με κοίταξε με απορία στα μάτια και αυτό με έκανε να πονέσω γιατί δεν ήθελα να νιώσει ότι την απορρίπτω και αμέσως έψαξα έναν τρόπο για να δικαιολογηθώ μέχρι που είδα τα ρούχα μας που ήταν λερωμένα από την πίτσα που κράταγε στο χέρι της ακόμα και άρχισα να γελάω κοιτώντας τα.
«μάλλον πρέπει να αλλάξουμε... είπα δείχνοντας τα και μόλις κατάλαβε τι εννοώ άρχισε να γελάει και εκείνη άηχα... θα πάω πάνω να φέρω καθαρά ρούχα και θα έρθω πολύ γρήγορα κοντά σου... της είπα απαλά χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και μου ένευσε αφήνοντας έναν αναστεναγμό
Όταν γύρισα και πάλι κοντά της, την βρήκα να είναι όρθια και να κοιτάει την φωτογραφία που είχα πάνω στο τζάκι από όταν ήμουν μικρός απαλλαγμένη από όλα της τα ρούχα και τα μάτια μου πετάρισαν από την ομορφιά που αντίκρισα.
Το να είναι γυμνή για εκείνη ήταν κάτι φυσικό αφού ποτέ δεν φόραγε ρούχα όσο ήταν γοργόνα αλλά για μένα ήταν τόσο άβολο να την έχω τόσο κοντά μου και να βλέπω όλη αυτήν την ομορφιά χωρίς να μπορώ να την αγγίξω.
Όλα αυτά τα χρόνια υπέφερα τόσο πολύ μακριά της που το άγγιγμα της, η αίσθηση του κορμιού της απάνω στο δικό μου ήταν το μόνο βάλσαμο στην πονεμένη μου καρδιά. Ήθελα τόσο να την αγγίξω, να την νιώσω, να την κάνω δική μου, όμως όσο και να ήξερα ότι με αγαπά όσο και εγώ δεν είχα το δικαίωμα να της ζητήσω κάτι τέτοιο.
«έχω αλλάξει τόσο πολύ;... την ρώτησα και γύρισε προς την μεριά μου με ένα χαμόγελο και με νοήματα μου είπε «έτσι κι έτσι» και γέλασα... σου έφερα καθαρά ρούχα... της είπα και της έδειξα την μπλούζα που κράταγα και εκείνη κατσούφιασε και άφησε έναν αναστεναγμό... είναι άβολα για σένα... διαπίστωσα και κούνησε απολογητικά το κεφάλι της... αν δεν θες να τα βάλεις δεν θα σε πιέσω» της είπα για να μην νιώσει πιο άσχημα και μου χάρισε ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει.
Πήγα πάλι κοντά στον καναπέ και την παρέσυρα μαζί μου παραμερίζοντας το κουτί και όταν έκατσα κάτω άνοιξα τα πόδια μου και την έβαλα να καθίσει μπροστά μου και αγκαλιασμένοι μείναμε για μια στιγμή να κοιτάμε την φωτιά ακίνητοι.
Έγειρε το κεφάλι της πάνω στο μπράτσο μου και της απομάκρυνα τα μαλλιά της για να την βλέπω καλύτερα και τον άγγιγμα μου την έκανε να αναριγήσει. Έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας έναν αναστεναγμό και έγειρα μπροστά αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στον λαιμό της και εκείνη γύρισε αργά και με κοίταξε στα μάτια.
Έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της και με πλησίασε αφήνοντας απαλά τα χείλια της πάνω στα δικά μου. Άρχισα να την φιλάω τρυφερά και τότε γύρισε όλο της το κορμί προς την μεριά μου και ασυναίσθητα άφησα έναν αναστεναγμό κλείνοντας τα μάτια εκδηλώνοντας όλο τον ηλεκτρισμό που διαπέρασε την σπονδυλική μου στήλη.
Ανοίγοντας τα μάτια μου την είδα να με κοιτάει με απορία και εγώ χαμογέλασα αμήχανα, με τα χέρια της μου ανασήκωσε την μπλούζα μου και εγώ την βοήθησα να την βγάλει, πέρασε το χέρι της από το στερνό μου τόσο απαλά που με έκανε να νιώσω ότι με ακουμπούσε μετάξι και το άφησε πάνω στο μέρος της καρδιά μου.
Στο άγγιγμά της η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν τρελή... ακούγοντας την ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια της και έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω κλείνοντας τα μάτια της, άφησα το χέρι μου απαλά πάνω στο λαιμό της και κατεβάζοντας το απαλά προς τα κάτω το άφησα και εγώ στο μέρος της καρδιά της και ένιωσα το κορμί της να ανατριχιάζει από αυτό το άγγιγμα και η καρδιά της άρχισε κάλπαζε το ίδιο σαν την δική μου.
Ένιωσα τις καρδιές μας να συντονίζονται και να χτυπούν στον ίδιο ρυθμό και να γίνονται ένα, ήταν η πιο μοναδική αίσθηση που είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου. Την πλησίασα αργά και άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε με τόσο πάθος και λατρεία που έχασα τα λογικά μου και άρχισα πάλι να την φιλάω τρυφερά, όμως αυτό το φιλί δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα φιλιά που είχαμε μοιραστεί.
Τα ζεστά της χείλια έκαψαν τα δικά μου, η γεύση της, η μυρωδιά της με θάμπωσαν και μέσα από αυτό το φιλί εκφράσαμε ο ένας στον άλλον όλα όσα τα λόγια δεν μπορούσαν να πουν.
Όλο μου το σώμα αντέδρασε σε αυτό το φιλί και την έφερα πιο κοντά μου για να νιώσω την απαλή της επιδερμίδα πάνω στην δική μου. Μόλις το κορμί της άγγιξε το δικό μου όλα μέσα μου γίνανε πιο φωτεινά και πιο ζεστά που με έκαναν να νιώσω ότι είμαι και πάλι πίσω στην σπηλιά μόνο εκείνη και εγώ μέσα στο όνειρο που πάντα κυριαρχούσε στα όνειρα μου.
Το χέρι της άρχισε να εξερευνά το κορμί μου και αφήνοντας έναν αναστεναγμό έγειρα πίσω το κεφάλι μου κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου και τότε άρχισε να μου φιλάει τον λαιμό τόσο απαλά που με συγκλόνισε. Άνοιξα τα μάτια μου και εκείνη με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Πέρασα το χέρι μου αργά πάνω στον αυχένα της και γέρνοντας κοντά της άρχισα να φιλάω και να γεύομαι το μοναδικό άρωμα που ανέδυε η επιδερμίδα της και την ένιωσα να σφίγγετε απάνω μου.
«θες να σταματήσω;;» την ρώτησα απαλά γιατί σίγουρα είχαμε ξεπεράσει τα όρια μας και φοβήθηκα ότι ίσως αυτό να την τρόμαζε, όμως εκείνη άφησε το χέρι της απαλά στο πρόσωπο μου και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της πλησιάζοντας για άλλη μια φορά τα χείλια της πάνω στα δικά μου.
Φιληθήκαμε για άλλη μια φορά με τόσο πάθος που όλες μου οι αισθήσεις ζωντάνεψαν και έκαψαν κάθε κύτταρο του κορμιού μου, την έγειρα απαλά πάνω στα μαξιλάρια και συνέχισα να την φιλώ σε όλο της κορμί απομνημονεύοντας κάθε κύτταρο που το περιέβαλε και η απαλότητα του κορμού της με παρέσυρε σε ένα όνειρο που δεν τόλμησα ποτέ να κάνω.
Τα χέρια της πάνω στα μαλλιά μου, όπως οι αναστεναγμοί και οι γρήγορες ανάσες που έπαιρνε με έκαναν να νιώθω μοναδικά και μου έδιναν το θάρρος να συνεχίσω να την γεύομαι όλο και πιο πολύ. Φτάνοντας στην ζεστή της σάρκα ένας αναστεναγμός μου ξέφυγε από τα χείλια και τέντωσε το κορμί της δίνοντας μου το ελεύθερο να συνεχίσω.
Πέρναγα απαλά τα χείλια μου πάνω στην φλόγα της και σκιρτούσε μέσα στα χέρια μου και με έκανε να χάσω το μυαλό μου. Άρχισα πάλι να την φιλάω προς τα πάνω για να νιώσω την ζεστή της ανάσα να μου πλημμυρίσει για άλλη μια φορά με τον αέρα της ζωής που μόνο εκείνη μπορούσε να μου χαρίσει και όταν αντίκρισα την ματιά της ένα δάκρυ έκανε την εμφάνιση του και με έκανε να νιώσω ανησυχία.
«φοβάσαι;... την ρώτησα απαλά και κούνησε το κεφάλι της. Πέρασα απαλά το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί απομακρύνοντας το δάκρυ της και με έσφιξε στην αγκαλιά της... δεν θέλω να φοβάσαι, δεν θα κάνω τίποτα που να μην θες εσύ» της είπα πιο απαλά και την κοίταξα μέσα στα μάτια και τότε άρχισε να με φιλάει και φέρνοντας το κορμί της πιο κοντά μου άρχισε να με χαϊδεύει πάνω στο στερνό μου, με το απαλό της χέρι και τρέμοντας από την επαφή άρχισα να βαθαίνω το φιλί μου.
Όταν η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη σήκωσε την ματιά της σε μένα και με κοίταξε βαθιά στα μάτια προσπαθώντας να περάσει μέσα σε αυτήν την ματιά όλες της τις σκέψεις. Μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο και κούνησε απαλά το πρόσωπο της ενώ ταυτόχρονα παίρνοντας το χέρι μου στο δικό της το άφησε να ακουμπήσει πάλι στην καρδιά της.
Έσκυψα και την φίλησα απαλά και η ανταπόκριση της με έκανε να αναρρηγίσω και η καρδιά μου συντονίστηκε για άλλη μια φορά με την δική της. Άρχισα πάλι να την εξερευνώ με τα χέρια μου και ένιωσα το κορμί της να ανταποκρίνεται σε κάθε μου άγγιγμα και την στιγμή που έβαλε τα χέρια της πάνω στα ρούχα μου την κοίταξα βαθιά στα μάτια.
«είσαι σίγουρη;;... την ρώτησα με κομμένη ανάσα και χωρίς να πει τίποτα με απελευθέρωσε από αυτά και έμεινε για μια στιγμή να με κοιτάει με θαυμασμό και περιέργεια. ‘Όταν αντάμωσε και πάλι την ματιά μου τα μάγουλα της πήραν ένα υπέροχο απαλό ροζ χρώμα χαμογελώντας μου δειλά και της χαμογέλασα και εγώ... είμαι διαφορετικός?» ένευσε και ήρθε πιο κοντά μου και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου με παρέσυρε και πάλι στην ζεστή της αγκαλιά και όλο μου το είναι συγκλονίστηκε.
Βρισκόμουν στον έβδομο ουρανό και δεν ήθελα να ξυπνήσω από αυτό το όνειρο που με παρέσερνε στην πιο γλυκιά απόλαυση που είχα γευτεί ποτέ στην ζωή μου, που έκανε κάθε κύτταρο του κορμού μου να ζωντανεύει. Οι ανάσες μας είχαν γίνει αργές και η αμηχανία είχε διαγραφεί στο πρόσωπο και τον δύο μας αλλά η ανάγκη μας να νιώσουμε ο ένας τον άλλο να γίνουμε ένα σώμα και μια ψυχή, μας έκανε να ξεπεράσουμε οποιαδήποτε ανησυχία.
«σ’ αγαπάω, δεν μπορείς φανταστείς πόσο πολύ σ’ αγαπώ... της είπα στο αυτί της ψιθυριστά και όταν στα χείλια της σχημάτισε την λέξη σ’ αγαπώ, η καρδιά μου άρχισε να φτερουγίζει σαν τρελή
Αργά άρχισα να κάνω τα κορμιά μας ένα και εκείνη τινάχτηκε από τον πόνο που ένιωσε και σφίχτηκε η καρδιά μου. Σταμάτησα κοιτώντας την βαθιά στα μάτια και παίρνοντας μια ανάσα μου χάιδεψε το πρόσωπο και μου ένευσε για να συνεχίσω.
Η ένωση των κορμιών ήταν τόσο ταιριαστή σαν την ένωση των ψυχών μας που με έκανε για πρώτη φορά να νιώσω τόσο ολοκληρωμένος και τόσο ζωντανός. Η γλυκιά της ανάσα πάνω στα χείλια μου, μου δίναν την ανάσα που τόσο πολύ λαχταρούσα να νιώσω και το ζεστό της άγγιγμα μου πλημμύριζε όλο μου το είναι.
Ένιωθα ότι πολύ γρήγορα να φτάνω στην κορύφωση μου όμως δεν ήθελα αυτό το όνειρο να τελειώσει πριν νιώσω ότι και εκείνη ένιωθε το ίδιο με μένα και χαλάρωσα τον ρυθμό μου αρχίζοντας να της σκορπάω φιλιά σε όλο της το πρόσωπο και κατηφορίζοντας προς τον λαιμό της τέντωσε το κορμί της για να ταιριάξουμε απόλυτα.
Την κράτησα από την μέση για να την συγκρατήσω κοντά μου αρχίζοντας πάλι να επιταχύνω τον ρυθμό μου και εκείνη με ακολουθούσε σε κάθε μου κίνηση μέχρι που ένιωσα την καυτή της λάβα να με αγκαλιάζει και τότε σε μια στιγμή όλα άλλαξαν, η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη, εγώ έχασα το μυαλό μου και άρχισα να φτάνω στην δική μου κορύφωση αλλά αυτό που με έκανε να σαστίσω για μια στιγμή μέσα στην παραζάλη μου, ήταν όταν άρχισα να ακούω τα δικά της βογκητά να γίνονται ένα με τα δικά μου και την στιγμή που απελευθέρωσα τον εαυτό μου απελευθερώνοντας τον εαυτό μου άκουσα απο τα απαλά της χείλια να μου λέει:
«σ’ αγαπώ»
Χαλάρωσα τον ρυθμό μου και προσπαθώντας να βρω και πάλι την αναπνοή μου την κοίταξα με ένταση στα μάτια και χαϊδεύοντας το πρόσωπο της την ρώτησα με κομμένη την ανάσα
«τι είπες;;»
«σ’ αγαπώ» είπε πάλι με την γλυκιά της φωνή και φυλακίζοντας την μέσα στην αγκαλιά μου άρχισα να δακρύζω από ευτυχία.
«μην φύγεις ποτέ ξανά από την αγκαλιά μου» της ζήτησα παρακλητικά
«ποτέ» είπε και την έσφιξα περισσότερο κοντά μου...
«πως βρήκες την φωνή σου;;»
«η μάγισσα της θάλασσας, πήρε την φωνή μου για αντάλλαγμα... για να με κάνει άνθρωπο» συνέχισε διστακτικά και την έσφιξα στην αγκαλιά μου
«και τώρα δηλαδή λύθηκαν τα μάγια;» ρώτησα με αγωνία παρερμηνεύοντας τα λόγια της και εκείνη με καθησύχασε
«δεν διευκρίνισε αν θα έπαιρνα πίσω την φωνή μου ή όχι... το μόνο που είπε ήταν ότι θα παραμείνω άνθρωπος μόνο αν πριν ο ήλιος δύσει την 2η ημέρα... ζούσα τον απόλυτο έρωτα» με κοίταξε στα μάτια και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της...
Μπέλα
Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι τα όνειρα που έκανα όλα αυτά τα χρόνια θα μπορούσαν ποτέ να βγουν αληθινά... ήμουν τόσο ευτυχισμένη, τόσο ολοκληρωμένη μέσα στην ζεστή του αγκαλιά που ένιωθα ότι όλος μου ο κόσμος μου χαμογελά και μου δίνει την ευχή του να νιώσω την απόλυτη ευτυχία.
Ένιωθα την αγάπη που έκρυβε μέσα του και για πρώτη φορά η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τόσο γαλήνια... όλοι μου οι φόβοι εξανεμίστηκαν και τα πνευμόνια μου γέμισαν με τον αέρα της ζωής.
Με τύλιξε τρυφερά με ένα σκέπασμα και χαϊδεύοντας με τρυφερά άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί στον κόσμο των ονείρων... τα όνειρα μου ήταν πλημμυρισμένα με χρώματα, ελπίδα και αγάπη και όταν άνοιξα δειλά τα μάτια μου ένιωσα εφορία να μου πλημμυρίζει όλο μου το είναι.
Εκείνος με κράταγε στην αγκαλιά του κοιτώντας με, με τόση λατρεία που η καρδιά μου αμέσως αντέδρασε σε αυτήν την ματιά και άρχισε να καλπάζει ζωηρά.
«γεια σου... είπε χαμογελώντας μου και τα μάτια του φωτίστηκαν... είσαι τόσο όμορφη» είπε τις σκέψεις του δυνατά
«και εσύ» του είπα ειλικρινά και άφησε ένα γλυκό φιλί πάνω στα χείλια μου
«ξέρεις τι σκεφτόμουνα την ώρα που κοιμόσουν;»
«τι;»
«πόσο θα ήθελα να ήμασταν και πάλι στην σπηλιά... ξέρεις, από την ημέρα που γύρισα την ψάχνω συνέχεια αλλά δεν έχω καταφέρει να την εντοπίσω»
«την ψάχνεις; Πως;» τον ρώτησα με περιέργεια
«έχεις δει ποτέ στον βυθό ανθρώπους με περίεργες στολές που βγάζουν μπουρμπουλήθρες;»
«ναι, είναι πολύ τρομακτικοί» είπα και ανατρίχιασα μόνο στην θύμηση τους και εκείνος μου χαμογέλασε
«τότε μπορεί να έχεις δει και μένα»
«εννοείς ότι φοράς και εσύ τέτοια πράγματα απάνω σου?» είπα σοκαρισμένη και τον έκανα να γελάσει περισσότερο
«είναι στολές κατάδυσης και σε βοηθάνε να αναπνεύσεις κάτω από το νερό για πολύ ώρα... είπε απαλά για να με καθησυχάσει... και με αυτόν τον τρόπο μπορούσα να φτάσω αρκετά βαθιά και με βοηθούσε να σε ψάχνω αλλά τελικά δεν κατάφερα να σε βρω» τελείωσε την φράση του με έναν αναστεναγμό
«έψαχνες να με βρεις;» τον ρώτησα με απορία και άφησε έναν αναστεναγμό
«ποτέ δεν σταμάτησα να σε ψάχνω και όταν ο πατέρας μου με πήρε μακριά σου, εγώ γύριζα πάντα τα καλοκαίρια και συνέχιζα τις προσπάθειες... κάθε φόρα όμως που έφευγα η καρδιά μου πάντα έμενε εδώ να σε περιμένει... είσαι η μόνη που με έκανες να νιώθω τόσο ζωντανός τόσο ολοκληρωμένος... Μπέλα, δεν μπορώ να σου περιγράψω με λόγια πόσο σε αγαπώ... ποτέ δεν σταμάτησα να ελπίζω και ότι έκανα στην ζωή μου πάντα τα σχέδια μου περιελάμβανα και εσένα» είχα ξεχάσει πως αναπνέουν και τα πνευμόνια μου άρχισαν να διαμαρτύρονται... τον κοίταζα στα μάτια και προσπαθούσα να πιστέψω ότι δεν ονειρεύομαι
«πες μου ότι δεν ονειρεύομαι... του ζήτησα παρακλητικά και γέρνοντας προς το μέρος μου άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που ένιωσα να τρελαίνομαι... σ’ αγαπώ, πάντα σε αγαπούσα... είπα κλαψουρίζοντας... και ποτέ δεν σταμάτησα να ελπίζω ότι μια μέρα θα γυρίσεις κοντά μου» τελείωσα την φράση μου και αγκαλιάζοντας τον σφιχτά συνέχισα το φιλί μας.
Μείναμε για αρκετή ώρα να απολαμβάνουμε ο ένας την αγκαλιά του άλλου μέχρι που η κοιλιά μας άρχισε να γουργουρίζει και τότε σηκωθήκαμε από το πάτωμα και άρχισε πάλι να μου μαγειρεύει ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να μου δείξει και να μου μάθει όσα περισσότερα μπορούσε.
Ο ενθουσιασμός και η ευτυχία ξεχείλιζε από μέσα του και ήταν τόσο υπέροχος, τόσο τρυφερός... τον κοίταζα μαγεμένη, ρούφαγα κάθε του λέξη, κάθε του κίνηση και κάθε λεπτό που περνούσε ένιωθα την καρδιά μου να γεμίζει και να χτυπάει όλο και πιο τρελά για εκείνον.
Μόλις φάγαμε θυμήθηκε το δωμάτιο που είχε φτιάξει για μένα και με την χαρά ενός μικρού παιδιού... με πήρε από το χέρι και σχεδόν τρέχοντας με πήγε σε ένα τεράστιο δωμάτιο που έμοιαζε με την σπηλιά μου... άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν αληθινό.
«δεν έχει την μαγεία που είχε η σπηλιά σου αλλά προσπάθησα να το κάνω όσο καλύτερο μπορούσα» είπε δειλά και τον αγκάλιασα για να του δείξω όλην μου την ευγνωμοσύνη και γέλασε
«είναι υπέροχο... αναφώνησα και άρχισα να περιεργάζομαι τον χώρο από κοντά... πως το έφτιαξες όλο αυτό;;;» είπα χωρίς να πιστεύω ότι ήταν πραγματικότητα
«με βράχους και άμμο και αυτό... μου είπε δείχνοντας μου το νερό... είναι μια μικρή πισίνα»
«το έχεις κάνει τόσο ίδιο που νιώθω σαν να γύρισα πίσω» είπα δακρύζοντας και μου σκούπισε το δάκρυ μου με τον αντίχειρα του
«σου λείπουν... διαπίστωσε και κούνησα το κεφάλι μου με θλιμμένο ύφος... όποτε θες μπορούμε να πάμε σε εκείνους, αν φυσικά θυμάσαι σε πιο σημείο είναι η σπηλιά για να μπορέσουμε να έχουμε και λίγο αέρα στον βυθό»
«το λες αλήθεια;» τον ρώτησα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω
«φυσικά καρδιά μου... είπε και με φυλάκισε στην αγκαλιά του... και τώρα αν θες μπορούμε να πάμε»
«σε ευχαριστώ» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω και μου χάιδεψε παρηγορητικά την πλάτη μου
«έλα πάμε» είπε και με τράβηξε από το χέρι
«που;» των ρώτησα περίεργη
«στην σπηλιά» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο που μου έκοψε την ανάσα και άρχισα να τον ακολουθώ.
Σε όλη την διαδρομή προς το λιμάνι μου εξηγούσε όλα όσα θα βλέπαμε και όσα θα κάναμε και θα φοράγαμε για να μπορέσουμε να μπούμε στο νερό και να φτάσουμε στην σπηλιά αλλά εγώ δεν καταλάβαινα και πολλά από όσα μου έλεγε μέχρι που μου τα έδειξε και μου τα εξήγησε για άλλη μια φορά.
Όταν μπήκαμε στο σκάφος του, με έβαλε μπροστά από ένα τεράστιο στρογγυλό τιμόνι και αφού με έκλεισε στην αγκαλιά του έβαλε μπρος και αρχίσαμε να καλπάζουμε τα κύματα... ήταν τόσο όμορφα, με τον καθαρό θαλασσινό αέρα να αγγίζει τα πρόσωπα μας που μας έκανε να χαμογελά με σαν μικρά παιδιά.
Όταν φτάσαμε στο ίδιο σημείο που τον είχα βγάλει στην επιφάνεια της θάλασσας την ημέρα που τον έσωσα σταμάτησε την μηχανή και άρχισε να με ετοιμάζει για να μπούμε στην θάλασσα... αφού ντύθηκε και εκείνος με την ίδια στολή που είχε βάλει και σε μένα έφερε τις μπουκάλες... από το βάρος λύγισα προς τα πίσω και με έβαλε να κάτσω μέχρι να ετοιμαστεί και εκείνος και αφού πέσαμε στο νερό μου έβαλε τον αναπνευστήρα για να τον δοκιμάσω πριν μπω στο νερό.
Αφού ήμασταν πλέον έτοιμοι μπήκαμε στο νερό και χέρι χέρι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς τον βυθό... ήταν τόσο μαγικά, ένιωσα τόσο μεγάλη χαρά που ήξερα ότι θα μπορούσα όποια στιγμή ήθελα να γυρίσω και πάλι πίσω για να δω την οικογένεια μου που η χαρά μου θόλωσε την ματιά μου και με έκανε να ξεχάσω όλα τα άλλα.
Όταν μπήκαμε στην σπηλιά και ανεβήκαμε στην επιφάνεια με βοήθησε να ξεφορτωθώ τον εξοπλισμό και κάνοντας και εκείνος το ίδιο πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω του... κοίταζα με περιέργεια της αντιδράσεις του και ένιωσα τόσο χαρούμενη που αυτό που έβλεπε φαινόταν να του αρέσει.
«Μπέλα τι έχεις μαζέψει εδώ;;» με ρώτησε με ενθουσιασμό στην φωνή του
«σου αρέσουν;»
«μόνο;;;... συνέχισε κοιτώντας γύρω του με γουρλωμένα μάτια... αυτά είναι τα πιο υπέροχα κοράλλια που έχω δει ποτέ στην ζωή μου» συνέχισε και δειλά σήκωσε το χέρι του να τα αγγίξει με τα ακροδάχτυλα του τόσο απαλά
«για σένα τα μάζευα... του είπα πλησιάζοντας τον και αμέσως με πήρε στην αγκαλιά του... είχα την ελπίδα ότι μια μέρα θα καταφέρω να σου τα φέρω» είπα δακρύζοντας και αμέσως άρχισε να με φιλάει με τόση αγάπη που ένιωθα να χάνω τον αέρα από τα πνευμόνια μου.
«βρε βρε τα πουλάκια μου, δεν χάνουν καιρό» άκουσα την φωνή της Ρόζαλι και γύρισα σοκαρισμένη και την κοίταξα
«Ρόζαλι;;; Τι κάνεις εδώ;;;» της είπα σαστισμένη
«ήρθα να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει»
«δεν καταλαβαίνω;»
«αγάπη μου δεν φταίω εγώ που δεν διαβάζεις τι υπογράφεις» είπε ειρωνικά και την κοίταξα δύσπιστα στα μάτια
«Μπέλα τι συμβαίνει;» με ρώτησε ο Έντουαρντ κρατώντας με προστατευτικά στην αγκαλιά του νιώθοντας το άγχος μου... φυσικά εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει την θαλασσινή γλώσσα που μιλάγαμε με την Ρόζαλι και ήταν δύσκολο να καταλάβει τι συμβαίνει αλλά η Ρόζαλι δεν μου άφησε το περιθώριο να του εξηγήσω.
«τι θες από μας;» την ρώτησα ευθέως
«το συμβόλαιο έλεγε ότι αν έρθετε ποτέ πίσω στην σπηλιά τότε o καλός σου θα ανήκει σε μένα για πάντα» είπε με έναν τόνο σαν να βαριόταν όλο αυτό που γινόταν και έγινα έξαλλη από θυμό
«όχι ποτέ το ακούς.... ποτέ δεν θα σε αφήσω να του κάνεις κακό» φώναζα και την ώρα που την είδα να σηκώνει το χέρι της για να του κάνει το ξόρκι της έπεσα απάνω της και καθώς το χέρι της ακούμπησε απάνω μου τότε άρχισε όλο μου το κορμί να παγώνει...
Έντουαρντ
Άκουγα την Μπέλα να μιλάει με αυτήν την περίεργη γυναίκα και δεν καταλάβαινα τίποτα αλλά η ένταση και η νευρικότητας της με έκανε για κάποιον λόγο να ανησυχώ και να νιώθω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μέχρι που την είδα να πέφτει απάνω της με δύναμη και όλοι μου οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν...
Την στιγμή που η Μπέλα έπεσε πάνω στο χέρι αυτής της περίεργης γυναίκας που ήρθε να μας αναστατώσει, έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή και μου κόπηκαν τα πόδια αλλά την ώρα που είδα την Μπέλα μου να μαρμαρώνει και να βυθίζετε στο νερό δεν σκέφτηκα τίποτα...
Άρπαξα την μπουκάλα και την μάσκα μου και αφού τα φόρεσα γρήγορα έπεσα στο νερό και άρχισα να κολυμπώ προς την μεριά που την παρέσερνε αυτό το απαίσιο τέρας που από την μέση και πάνω ήταν μια προκλητική καλλονή από την μέση και κάτω ήταν σαν ένα γιγάντιο μαύρο χταπόδι.
Εκείνη δεν με είχε ακόμα καταλάβει ότι τις ακολουθώ και είχα το πλεονέκτημα να την ακινητοποιήσω... έπεσα απάνω της με φόρα και τρομάζοντας άφησε το μαρμαρωμένο σώμα της Μπέλας να πέσει από τα χέρια της... χωρίς να χάνω χρόνο άρχισα να παλεύω μαζί της αλλά εκείνη με χτύπησε με τα πλοκάμια της και καρφώνοντας με πάνω σε έναν βράχο μου αφαίρεσε την μάσκα και το οξυγόνο από το στόμα...
Πριν χάσω και τον τελευταίο αέρα από τα πνευμόνια μου τράβηξα το μαχαίρι από το θηκάρι που είχα στο πόδι μου και χωρίς να βλέπω καθαρά το κάρφωσα απάνω της και εκείνη έβγαλε μια σπαραχτική φωνή και με άφησε από τα δεσμά της... τα πνευμόνια μου είχαν αρχίσει ήδη να πονάνε και η άβυσσος με τράβαγε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι μέχρι που το κορμί μου λύγισε και στο τέλος τα παράτησα και παραδόθηκα σε αυτό...
Άλις
Έβλεπα την απαίσια μάγισσα να τραβάει το μαρμαρωμένο σώμα της αδελφής μου και δεν άντεξα τον πόνο που ένιωσα στο στήθος μου... κολύμπησα αμέσως με όση δύναμη είχα μέχρι την σπηλιά του πατέρα μου και όταν έφτασα εκεί τον παρακάλεσα να με ακολουθήσει...
«κόρη μου τι έπαθες και είσαι σε τέτοια χάλια»
«πατέρα η Μπέλα» προσπάθησα να του πω με κομμένη ανάσα ενώ τον τράβαγα για να με ακολουθήσει
«η Μπέλα δεν είναι πλέον κόρη μου έκανε την επιλογή της» άκουγα τα σκληρά λόγια του πατέρα μου και ο πόνος στο στήθος μου μεγάλωσε και με έκανα να σαστίσω
«η Μπέλα πατέρα... την αιχμαλώτισε η μάγισσα... την έκανε άγαλμα» προσπάθησα άλλη μια φορά σπαρακτικά και τότε είδα στην ματιά του ότι λύγισε
«που την έχει;» είπε άγρια
«έλα μαζί μου» τον παρακάλεσα και την στιγμή που ένευσε άρχισα πάλι να κολυμπάω προς το μέρος που την είχα δει
Φτάνοντας έξω από την σπηλιά είδα τον κακόμοιρο τον Έντουαρντ πεσμένο πάνω σε έναν βράχο να παλεύει με την μάγισσα και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια...
«σε παρακαλώ πατέρα βοήθησε τον» τον παρακάλεσα αλλά ο πατέρας ήταν ακόμα πολύ νευριασμένος για να πάρει οποιαδήποτε απόφαση
Η μάγισσα του αφαίρεσε αυτά που φορούσε και εκείνος έχανε αέρα αλλά δεν το έβαζε κάτω, όμως όταν την κάρφωσε με το μαχαίρι του έχασε της δυνάμεις του και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο κλείνοντας τα μάτια του και ήξερα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου καλό.
Χωρίς να περιμένω τις αποφάσεις του πατέρα μου έτρεξα κοντά του και τραβώντας τον από το χέρι προσπάθησα να τον μεταφέρω στην σπηλιά...
Μπέλα
Εκεί που ένιωθα παγωμένη και χωρίς ζωή ξαφνικά ένιωσα μια φλόγα να καίει το κορμί μου και να παίρνει ξανά ζωή... άνοιξα τα μάτια μου και βλέποντας την ουρά μου σάστισα... κοίταξα γύρω μου και τότε είδα τον πατέρα μου να καρφώνει με την τρίαινα του την μάγισσα για να με απελευθερώσει από τα ξόρκια που μου είχε κάνει.
Παίρνοντας μια ανάσα για να γεμίσω τα πνευμόνια μου και πάλι με ζωή έτρεξα κοντά του...
«πατέρα» του φώναξα κλαίγοντας και με φυλάκισε στην αγκαλιά του
«όλα τελείωσαν τώρα μην μου κλαις» με παρηγορούσε και τότε σκέφτηκα τον Έντουαρντ και φεύγοντας από την αγκαλιά του άρχισα να κολυμπάω προς την σπηλιά και όταν ανέβηκα στην επιφάνεια τα έχασα.
Η αδελφή μου ήταν πάνω από τον Έντουαρντ και τον κοίταζε που ήταν αναίσθητος πάνω στην άμμο...
«Άλις;» είπα σπαρακτικά και ανέβηκα με ένα σάλτο στην επιφάνεια για να πάω κοντά του
«προσπάθησε να σταματήσει την μάγισσα και εκείνη του έβγαλε αυτά που φορούσε και την στιγμή που της κάρφωσε με το μαχαίρι του έκλεισε τα μάτια του και έμεινε ακίνητος» μου εξηγούσε εκείνη όσο πιο γρήγορα μπορούσε αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα
Έπεσα πάνω στο στήθος του και άρχισα να κλαίω φυλακίζοντας τον στην αγκαλιά μου... ένας απότομος βήχας όμως με τάραξε και ανασηκώθηκα για να τον κοιτάξω... έβηχε άτσαλα προσπαθώντας να ξανά ανακτήσει την αναπνοή του και σηκώνοντας τον στην αγκαλιά μου άρχισε να βγάζει όλο το νερό που είχε γεμίσει τα πνευμόνια του.
«Έντουαρντ» του φώναζα με αγωνία και εκείνος έβαλε το χέρι του στον λαιμό του και μόλις πήρε μια ικανοποιητική ανάσα γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου
«Μπέλα μου... είπε με δυσκολία και με πήρε στην αγκαλιά του... νόμιζα ότι σε έχασα» συνέχισε και άρχισε να κλαίει
«είμαι καλά... τον καθησύχασα... είμαι καλά» συνέχισα και άρχισα να κλαίω μαζί του μέχρι που ο πατέρας μου μας επανέφερε
«βλέπω ότι πράγματι την αγαπάς πολύ» ακούσαμε τα λόγια του και γυρίσαμε αυτόματα και τον κοιτάξαμε
«είναι όλη μου η ζωή κύριε» του είπε σοβαρά και ο πατέρας μου άρχισε να τρίβει σκεπτικός το σαγόνι του
«καταλαβαίνω... Μπέλα καλό είναι να τον γυρίσεις πίσω πριν καταλάβει κανείς άλλος τίποτα και μετά δεν θα μπορώ να τους σταματήσω» είπε μόνο πριν φύγει και ένευσα χωρίς να μπορώ να μιλήσω από την απελπισία που ένιωσα να με πνίγει
«εγώ θα σας πάω να δω μην έρχεται κανείς» είπε η Άλις με πόνο στα μάτια και μπήκε πάλι στο νερό αφήνοντας μας μόνους
«τι σημαίνει αυτό;» με ρώτησε με αγωνία στην φωνή του
«τα μάγια λύθηκαν Έντουαρντ... του είπα με πόνο στην φωνή μου και γύρισα το βλέμμα στην ουρά μου και μόλις την είδε με έκλεισε στην αγκαλιά του χωρίς να μπορεί να μιλήσει... πάμε πριν έρθει κανείς» του είπα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του και με κοίταξε στα μάτια και μου κόπηκε η ανάσα.
Χωρίς να πούμε τίποτα άλλο έβαλε και πάλι τον εξοπλισμό του και βουτήξαμε στο νερό... τον τράβαγα προς την επιφάνεια και η καρδιά μου ένιωθα ότι θα σπάσει... μόλις βγήκαμε στην επιφάνεια έβγαλε τον αναπνευστήρα και την μάσκα και με πήρε στην αγκαλιά του.
«πάντα θα σε περιμένω να έρθεις ξανά... κάθε ηλιοβασίλεμα» τον άκουσα να λέει και τον κράτησα πιο σφιχτά απάνω μου αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχειλίσουν
«σ’ αγαπάω και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ» τον άκουσα να μου λέει και μόλις τον αντίκρισα έβαλα το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο του και άρχισα να τον φιλάω με όλη την δύναμη της ψυχής μου
«θα έρχομαι κάθε ηλιοβασίλεμα» του υποσχέθηκα και ξαναβούτηξα γρήγορα στο νερό διαλυμένη και ματωμένη από τον πόνο που ένιωθα στην ψυχή μου.
Είχα γυρίσει στην σπηλιά μου και έκλαιγα προσπαθώντας να ξεσπάσω όλον μου τον πόνο που μου είχε διαλύσει όλο μου το είναι... η Άλις με κράταγε στην αγκαλιά της χωρίς να μου μιλά...
«οοο σταμάτα να κλαις» άκουσα την αυστηρή φωνή του πατέρα μου και απότομα γύρισα και τον κοίταξα
«τον αγαπώ πατέρα γιατί δεν μπορείς να το καταλάβεις;;;» του φώναξα άλλα εκείνος δεν άλλαξε καθόλου το ύφος του
«μα Μπέλα είναι ένας άνθρωπος... πως θα ζήσεις μακριά από την θάλασσα για την υπόλοιπη σου ζωή;»
«δεν είπα ποτέ ότι θα είναι εύκολο αλλά δεν μπορώ να ζήσω και χωρίς εκείνον»
«και είσαι σίγουρη ότι αυτό θες;» τον κοίταξα με απορία στα μάτια
«τι εννοείς;;» τον ρώτησα με κομμένη την ανάσα
«είσαι σίγουρη ότι θα αντέξεις να επιβιώσεις στην στεριά, προκειμένου να είσαι κοντά του»
«ναι» είπα με σιγουριά χωρίς να είμαι σίγουρη που για το που το πήγαινε
«τότε τρέχα να τον βρεις... και μην ξεχάσεις να έρχεσαι που και που να μας βλέπεις» είπε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια του
Κοίταξα την Άλις και εκείνη εμένα αλλά καμία από τις δύο μας δεν είχε καταλάβει τα λόγια του πατέρα μας...
«πατέρα δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»
«θα καταλάβεις ότι φτάσεις στην στεριά... άντε τρέχα τώρα να προλάβεις το ηλιοβασίλεμα» μου είπε κλείνοντας μου το μάτι και έπεσα στην αγκαλιά του
«σε ευχαριστώ πατέρα μου... σε ευχαριστώ»
«άσε τώρα της ευχαριστίες και τρέχα κοντά του... ελπίζω να μας επισκεφτείτε και πάλι σύντομα»
«όσο πιο σύντομα μπορούμε» του είπα με δάκρυα στα μάτια και αφού τον φίλησα άρχισα να κολυμπάω με όλη την δύναμη της ψυχής μου για να βρεθώ κοντά του...
Όταν έφτασα στην παραλία μας ήταν εκεί και με περίμενε... μόλις με είδε έτρεξε μέσα στο νερό και φτάνοντας κοντά μου με φυλάκισε στην αγκαλιά του φιλώντας με σε όλο μου το πρόσωπο και η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς...
«φοβήθηκα τόσο πολύ ότι θα σε χάσω» μου είπε μέσα από τα δάκρυα του
«ο πατέρας μου μας έδωσε την ευχή του» του είπα με ενθουσιασμό και με κοίταξε στα μάτια χωρίς να καταλαβαίνει
«τι σημαίνει αυτό;» είπε με κομμένη την ανάσα
«δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε αλλά μου είπε ότι μπορώ να μείνω μαζί σου» του είπα και με έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά του παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα
«μην με κάνεις όμως να το μετανιώσω» ακούσαμε την φωνή του πατέρα μου και γυρίσαμε προς το μέρος του
«σας το ορκίζομαι αυτό» του είπε ο Έντουαρντ σοβαρά και εκείνος ένευσε
«πηγαίνετε τότε να ζήσετε την ζωή σας»
«μα πατέρα πως θα γίνει αυτό αφού δεν είμαι πια άνθρωπος» του είπα παραπονεμένα
«όταν θα είσαι στην στεριά θα είσαι... όταν όμως θα μπαίνεις ξανά στην θάλασσα θα γίνεσαι και πάλι γοργόνα για να έρχεσαι και πάλι κοντά μας... μου είπε γλυκά και μας πλησίασε... όσο φοράς αυτό το κοράλλι θα μπορείς να είσαι άνθρωπος και στην στεριά και στην θάλασσα αλλά όταν δεν θα το φοράς μέσα στο νερό θα γίνεσαι και πάλι γοργόνα»
«πατέρα μου δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω» είπα με δάκρυα στα μάτια και έπεσα στην αγκαλιά του
«θα με ευχαριστήσεις μόνο αν είσαι ευτυχισμένη»
«είμαι ευτυχισμένη» του είπα ζεστά κοιτώντας τον στα μάτια και μου χαμογέλασε
«σας ευχαριστώ που μου την εμπιστεύεστε» του είπε ο Έντουαρντ δίνοντας του το χέρι και ο πατέρας μου τον κοίταξε για μια στιγμή και αφού τον τράβηξε από το χέρι, τον αγκάλιασε και του έδωσε την ευχή του
«εγώ σε ευχαριστώ που την κάνεις ευτυχισμένη» του είπε και αφήνοντας τον από την αγκαλιά του βούτηξε στο νερό και χάθηκε
*_*_*_*_*
Επίλογος
Τον κοίταζα που κοιμόταν τόσο ήρεμα και γλυκά και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο υπέροχος άνθρωπος ήταν μόνο δικός μου... είχαν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα που ο πατέρας μου μας είχε δώσει την ευχή του και κάθε μέρα κοντά του ένιωθα όλο και πιο ευτυχισμένη...
Ο Έντουαρντ είναι από τους πιο σπάνιους ανθρώπους που υπάρχουν πάνω στην στεριά και τώρα μπορώ να το δω πιο καθαρά... κάθε μέρα μου χαρίζει ζωντάνια και ζεστασιά προσφέροντας μου όλην την αγάπη που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος ή μια γοργόνα σαν και εμένα και κάνει την καρδιά μου να χτυπάει με ζωντάνια.
Με την ζεστασιά και την αγάπη του η μετάβαση μου από την θάλασσα στην στεριά έγινε τόσο ομαλά που ποτέ δε με έκανε να νιώσω, ούτε μια μέρα, ότι δεν ανοικώ εδώ... με υπομονή και πολύ θέληση μου έδειξε όλες της ομορφιές του κόσμου του και εγώ έγινα ένα με αυτόν και ταίριαξα απόλυτα...
Η δουλειά του πήγαινε καλύτερα και βάζοντας και εμένα στην ομάδα του πολύ σύντομα αρχίσαμε να παίρνουμε πολλές διακρίσεις και αρκετά μετάλλια... εγώ από την άλλη έκανα ακριβώς αυτό που αγαπούσα και έδινα όλον μου τον εαυτό και η ευτυχία και η ικανοποίηση που ένιωθα γι αυτό τον έκανε τόσο υπερήφανο για μένα...
«καρδιά μου άνοιξε τα ματάκια σου... του είπα γλυκά αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλο του και ένα χαμόγελο ξεπρόβαλε στο υπέροχο του πρόσωπο... σε μια ώρα θα πρέπει να πάμε στην πισίνα» του ξανά είπα ήρεμα και τυλίγοντας το χέρι του γύρω από την μέση μου με έριξε απάνω στο κρεβάτι και άρχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος που έχασα το μυαλό μου
«έχουμε χρόνο» είπε μέσα στα φιλιά του και γέλασα
«θα αργήσουμε» επέμενα εγώ αλλά εκείνος δεν με άφηνε να φύγω και παραδόθηκα στο φιλί του...
«είσαι η γυναίκα της ζωής μου... δεν χορταίνω να σε έχω στην αγκαλιά μου» συνέχισε και άρχισε να με φιλάει προς τον λαιμό μου και άφησα έναν βογκητό να βγει από τα χείλια μου
«σ’ αγαπώ» είπα μόνο με δυσκολία και άρχισε να εξερευνεί το κορμί μου και εκείνο άρχισε να αντιδράει στο άγγιγμα του...
Έντουαρντ
Η ζωή μου με την Μπέλα ήταν ένα όνειρο που δεν τόλμησα ποτέ να κάνω... η ευτυχία ξεχείλιζε από μέσα μου και κάθε μέρα ένιωθα να μεγαλώνει... όσο έβλεπα το χαμόγελο της όλος μου ο κόσμος ένιωθα να μου χαμογελάει...
«σ’ αγαπώ» είπα βαθιά παρασυρμένος από το πάθος μου για εκείνην και συνέχισα να εξερευνώ το θεσπέσιο κορμί της που μέσα στα χέρι μου το ένιωθα να σπαρταράει από ηδονή...
Κάθε φορά που έκανα έρωτα με την Μπέλα ήταν και μια καινούργια εμπειρία... η ανταπόκριση και οι αναστεναγμοί της με έστελναν στον έβδομο ουρανό και με έκαναν να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου...
Τα ζεστά της χείλια πάνω στα δικά μου έκαναν έναν τρελό χορό παρασέρνοντας με στο όνειρο της ηδονής και με έκανε να πετάω στα ουράνια... το κορμί της τόσο καυτό με άρωμα αλμύρας με έκανε να θέλω να το γεύομαι με λαχτάρα και ευχόμουν με όλην την δύναμη της ψυχής μου αυτό το όνειρο να μην τελειώσει ποτέ...
«σ’ αγαπώ» της ψιθύριζα καθώς κατέβαζα την τιράντα από το μπλουζάκι της και τεντώνοντας το κορμί της πέρασε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά μου και άρχισε να τα χαϊδεύει απαλά τρελαίνοντας το μυαλό μου περισσότερο...
Απελευθερώνοντας την από τα ρούχα της, την φυλάκισα στην αγκαλιά μου αφήνοντας όλον μου το πόθο να εκδηλωθεί... αρχίζοντας και πάλι να γεύομαι τα τρυφερά της χείλια και εκείνη με τα χέρια της εξερευνούσε το κορμί μου τόσο τρυφερά που δεν άντεξα να μείνω μακριά της...
Η ένωση των κορμιών μας ήταν τόσο ταιριαστή και όλες οι κινήσεις μας ήταν τόσο συντονισμένες που ένιωθες ότι τα κορμιά μας είχαν πλαστεί ακριβώς γι αυτόν τον σκοπό... η αγάπη μου για εκείνην ξεπερνούσε την σφαίρα της φαντασία και ο πόθος μου άναβε με κάθε βλέμμα ή άγγιγμα της που μου ήταν αδύνατον να τον συγκρατήσω...
Κάθε άγγιγμα μου της ξύπναγε όλες της, της αισθήσεις και οι αναστεναγμοί της με έστελναν στον έβδομο ουρανό... η τρυφερή της φλόγα ήταν πάντα τόσο καυτή που μου ήταν αδύνατον να μείνω μακριά της και τα φιλιά της ήταν τόσο πύρινα που έκαιγαν κάθε κύτταρο του κορμιού μου...
Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και την συγκράτησα εκεί την στιγμή που κάθισα πάνω στα πόδια μου... πέρασε το χέρι της πίσω από τον λαιμό μου και η ματιά της με έκανε να χάσω τα λογικά μου... επιτάχυνα τον ρυθμό μου και εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω... άρχισα να την φιλάω και πάλι αχόρταγα πάνω στον λαιμό της και το στήθος της και το κορμί της άρχισε να τρέμει μέσα στα χέρια μου...
Η καυτή της λάβα μου επιβεβαίωνε όλο της τον πόθο και με έκανε να ξεχάσω και το όνομα μου... την ήθελα απελπισμένα, ήθελα αυτό το όνειρο να μην τελειώσει ποτέ και κάθε λεπτό να βρίσκομαι μέσα σε αυτήν την καυτή αγκαλιά που δεν θα την χόρταινα όσα χρόνια και αν περάσουν...
Η κορύφωση μου ήταν πολύ κοντά και το λίκνισμα του κορμιού της το έκανε να έρθει πιο γρήγορα... την ξάπλωσα και πάλι στα μαξιλάρια και τυλίγοντας τα πόδια της γύρω από την μέση μου άρχισα να κάνω τις ωθήσεις μου πιο βαθιές ώστε να την νιώσω ως τα βάθη της ύπαρξης της και όλο της το κορμί συγκλονίστηκε τόσο πολύ που άρχισε να τρέμει από τον πόθο και την επιθυμία μόνο για μένα...
Το μυαλό μου για άλλη μια φορά θόλωσε και άρχισα να την διεκδικώ όλο και πιο πολύ μέχρι που δεν άντεξα άλλο όλο αυτό το βάρος και άφησα τον εαυτό μου να απελευθερωθεί... τα βογκητά μας κάλυψαν την σιωπή και οι καρδιές μας και οι ανάσες μας είχαν γίνει τόσο γρήγορες που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα απογειωνόντουσαν... τα χέρια της Μπέλας πάνω στα μαλλιά μου έπαιζαν έναν τρυφερό παιχνίδι και εγώ πάλευα να βρω και πάλι τον εαυτό μου πάνω στο στήθος της που ανεβοκατέβαινε γρήγορα, ακούγοντας τους δυνατούς παλμούς της καρδιά της....
«Έντουαρντ» άκουσα την γλυκιά της φωνή και σήκωσα το κεφάλι μου για να δω την ματιά της και εκείνη μου χαμογέλασε τρυφερά...
«τι είναι καρδιά μου;» την ρώτησα απαλά και πλησιάζοντας την άρχισα να χαϊδεύω το πρόσωπο της κοιτώντας την βαθιά μέσα στα μάτια
«νομίζω ότι πρέπει να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί από εδώ και πέρα» είπε δειλά και την κοίταξα με απορία
«τι εννοείς;;»
«να... ξεκίνησε και δάγκωσε τα θεσπέσια χείλια της και δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην πάρω την θέση των δοντιών της για να τα γευτώ για άλλη μια... ο γιατρός είπε» άκουσα τα επόμενα της λόγια και μου κόπηκαν τα πόδια... είχε πάει στον γιατρό χωρίς να μου το πει;; Της συμβαίνει κάτι;;; Άρχισα να κάνω σενάρια με κομμένη την ανάσα και βλέποντας την ανησυχία στα μάτια μου αμέσως προσπάθησε να με καθησυχάσει...
«είμαι έγκυος» είπε και όλος μου ο κόσμος γέμισε με αγάπη και ευτυχία... το χαμόγελο μου είχε κολλήσει στο πρόσωπο μου και τα λόγια δεν έβγαιναν όσο και να το ήθελα...
«δεν θα πεις κάτι;» με ρώτησε με αγωνία και αμέσως την πήρα στην αγκαλιά μου και άρχισα να την φιλάω σε όλο της το πρόσωπο και φτάνοντας στα χείλια της την φίλησα με τέτοιο πάθος που άλλος ένας αναστεναγμός της έσπασε την σιωπή και με έκανε να ανατριχιάσω...
«σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ...» έλεγα ξανά και ξανά πάνω στα φιλιά μας και τότε χαλάρωσε και άρχισε να γελάει με την καρδιά της...
«και εγώ σ’ αγαπώ... μου είπε δακρύζοντας... είσαι όλος μου ο κόσμος και θα σε αγαπώ για πάντα»
«είσαι όλη μου η ζωή... δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα... όλες οι μέρες της ζωής μου ήταν μαύρες χωρίς εσένα και από τότε που αντίκρισα αυτήν την ματιά όλα γίνανε τόσο φωτεινά που έχασα το φως μου... σ’ αγαπώ... και θα σε αγαπώ για πάντα» τελείωσα την φράση μου και την φυλάκισα στην αγκαλιά μου για το υπόλοιπο της ζωής μου γεύοντας κάθε μέρα όλην την ευτυχία που μπορεί να γευτεί ένας άνθρωπος πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.