Και οι δύο ξυπόλητοι και ημίγυμνοι, φορώντας μόνο το εσώρουχο μας, ξεκινήσαμε για το ταξίδι της αλήθειας... Μιας αλήθειας που για μένα ήταν η αρχή του ταξιδιού μου... για εκείνον θα ήταν το τέλος του δικού του για να μπορέσει να καταλάβει και όλα τα άλλα... για να μπορέσει μέσα από αυτό να κάνει τις συγκρίσεις και να δει την ζωή με άλλο μάτι... να καταλάβει όλα όσα ακόμα τον κάνουν να αναρωτιέται γιατί είμαι αυτό που είμαι... ένα ταξίδι που θα σηματοδοτήσει το νέο μας ξεκίνημα... ή θα τερματίσει για πάντα ό, τι υπήρξε μεταξύ μας...
Τον κράτησα από την μέση κρατώντας το χέρι του μέσα στο δικό μου και μαζί ξεκινήσαμε για το ταξίδι της ζωής.
Τον κράτησα από την μέση κρατώντας το χέρι του μέσα στο δικό μου και μαζί ξεκινήσαμε για το ταξίδι της ζωής.
Τον παρέσερνα προς το πίσω μέρος του σπιτιού για να βγούμε στην αυλή και να τον οδηγήσω στο σπίτι που Πάολο που με είχε όσο ήμασταν μαζί εξιστορώντας του όλα όσα είχα ζήσει μαζί του.
«Ήμουν στην βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου και όπως πάντα είχα ξεχαστεί πάνω στα βιβλία που διάβαζα για την έρευνα που έκανα για την πτυχιακή μου. Είχε νυχτώσει όταν αποφάσισα να επιστρέψω σπίτι μου».
«Τι θέμα είχε?» ρώτησε ο Έντουαρντ κι εγώ χαμογελώντας του απάντησα.
«Πώς επηρεάζουν τα παιδικά βιώματα την ζωή του ανθρώπου» είπα και χαμογέλασε και εκείνος.
«Όταν βγήκα από τη βιβλιοθήκη ήταν σκοτάδι και καθώς προχωρούσα προς το αυτοκίνητο μου ένιωθα πολύ έντονα ότι κάποιος με ακολουθούσε... στην αρχή γέλασα και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι χαζή να σκέφτομαι κάτι τέτοιο αλλά όσο προχωρούσα τόσο αυτό το συναίσθημα άρχισε να γίνεται πιο έντονο... Κοίταξα πίσω μου για μια στιγμή να δω αν πράγματι με παρακολουθούσαν και έπεσα πάνω σε κάποιον που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Κράτησα με μεγάλη προσπάθεια την κραυγή που ανέβηκε στο στόμα από το φόβο μου για να μην γίνω ρεζίλι...
«Γύρισα αργά την ματιά μου προς το μέρος του και μόλις είδα τον άνθρωπο που είχα πέσει επάνω του πάγωσα... ήταν σαν βράχος... πιο ψηλός από εσένα και ντυμένος στα μαύρα... μαύρο κουστούμι... μαύρη κάπα... μαύρη περούκα και καπέλο... αλλά αυτό που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση απάνω του ήταν η άσπρη μάσκα που φόραγε... είχε ένα σαρδόνιο χαμόγελο που σου έκοβε την ανάσα...
«Σ-σ-συγγνώμη» τραύλισα με κομμένη την ανάσα και με μια αργή και ρευστή κίνηση έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και μου μίλησε με μια βαθιά φωνή που με έκανε να ανατριχιάσω από φόβο αλλά προσπάθησα με πολύ κόπο να μην του δείξω το πόσο με επηρέασε η εμφάνιση του.
«Είσαι καλά?... φαίνεσαι τρομοκρατημένη, σαν κάποιος να σε κυνηγάει» έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα για να καλμάρω την έντασή μου... Εκείνος περίμενε υπομονετικά και αφού βρήκα το κουράγιο που χρειαζόμουν άνοιξα τα μάτια και τον αντιμετώπισα πιο ήρεμα... φυσικά εκείνος δεν το περίμενε και αυτό έφτασε να με γλυτώσει από τα νύχια του εκείνην την στιγμή.
«Θα σε σκότωνε?» ρώτησε ο Έντουαρντ ξέπνοος από την μέχρι στιγμής αφήγηση μου και εγώ του χαμογέλασα.
«Ήταν ο Πάολο... δεν μπορούσε να με σκοτώσει... αλλά αν δεν έβρισκα την αυτοκυριαρχία μου εκείνην την στιγμή θα με είχε αρπάξει και θα με είχε πάει στο σπίτι του... μόλις είδε ότι δεν άφησα τον φόβο μου να με κυριεύσει με άφησε για να δοκιμάσει τα όρια μου».
«Και τι έκανε?»
«Συνέχισα εγώ την επαφή ... του χαμογέλασα γλυκά και του μίλησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
«Τώρα που συνειδητοποίησα ότι δεν κινδυνεύω είμαι μια χαρά.. συγχωρέστε με αν σας αναστάτωσα», είπα στον Πάολο και για μία στιγμή έμεινες αποσβολωμένος να με κοιτάει.
Το ξάφνιασμα του Έντουαρντ ήταν εμφανές στα χαρακτηριστικά του όσο και του Πάολο στην ανάσα του όταν άκουσε τα λόγια μου.
«Με αργή κίνηση ίσιωσε το κεφάλι του και είμαι σίγουρη ότι από μέσα του χαμογελούσε αυτάρεσκα...
«Καμία ανησυχία γλυκιά μου αλλά απορώ... δεν με φοβάσαι?» με ρώτησε μην μπορώντας να χαλιναγωγήσει την περιέργεια του και του χαμογέλασα με περισσότερη αυτοπεποίθηση... Του είχα κινήσει το ενδιαφέρον και δεν ένιωθα οι προθέσεις του να είναι κακές... η περιέργεια του είχε νικήσει τον αρχικό του στόχο.
«Δε δείχνετε να θέλετε να μου κάνετε κακό... συγχωρήστε με που έπεσα απάνω σας... ελπίζω να μην σας τραυμάτισα». Γέλασε δυνατά και εγώ έπνιξα με μεγάλο κόπο την κραυγή μου από την αναστάτωση που μου προκάλεσε εκείνη τη στιγμή με αυτό του το γέλιο... ήταν τόσο σατανικό που με ταρακούνησε για τα καλά και με έκανε να ψάχνω τρόπο να φύγω από κοντά του... αλλά το πάλεψα σκληρά και δεν τον άφησα να δει το πόσο με είχε τρομοκρατήσει.
«Είναι περισσότερο από χαρά μου να πέφτουν δεσποινίδες τόσο όμορφες σαν και εσένα επάνω μου» είπε με την ίδια σπαστή συρτή φωνή... και έτεινε το χέρι του για να μου χαϊδέψει το μάγουλο μου αλλά εγώ έκανα αμέσως μισό βήμα προς τα πίσω για να αποφύγω το άγγιγμα του και εκείνος κοκάλωσε σφίγγοντας το χέρι του σε γροθιά... Βλέπεις δεν ήταν συνηθισμένος να τον απορρίπτουν και αυτό τον είχε αναστατώσει...
«Συγχωρέστε με και πάλι αλλά θα πρέπει να πηγαίνω... η μητέρα μου βλέπετε με περιμένει στο αυτοκίνητο και δεν είναι σωστό να την αφήσω να περιμένει άλλο» είπα ψέματα και έδειξα με την ματιά μου προς ένα αυτοκίνητο που εκείνη την στιγμή η οδηγός του μπήκε μέσα... και εκείνος από περιέργεια γύρισε να κοιτάξει το σημείο που του έδειξα με την ματιά μου... γύρισε πάλι προς το μέρος μου και έγειρε για άλλη μια φορά το κεφάλι του στο πλάι κοιτάζοντας με έντονα.
«Παρακαλώ» είπε μόνο και με το χέρι του, κάνοντας μια ευγενική κίνηση, μου έδωσε την άδεια να προχωρήσω.
«Με συγχωρείτε και πάλι για το ατυχές συμβάν» του είπα ευγενικά και με σταθερά βήματα άρχισα να προχωρώ προς το αυτοκίνητο που είχε μπει η κυρία που είδα πιο πριν και πριν προλάβει να φύγει άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και την κράτησα ανοιχτή αναγκάζοντας την να με περιμένει... Γύρισα για άλλη μια φορά προς το μέρος του για να τον δω... Εκείνος, ακίνητος σαν άγαλμα παρέμενε στην ίδια θέση διαβάζοντας την κάθε μου κίνηση... του χαμογέλασα γλυκά και εκείνος μου έκανε μια υπόκλιση...Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο και πριν προλάβει η κυρία να πει τίποτα την πήρα μονότερμα και με μια ανάσα της ζήτησα να με βοηθήσει.
«Συγχωρέστε με που μπήκα έτσι μέσα στο αυτοκίνητο σας αλλά έχω την εντύπωση ότι ο τύπος πίσω μας θέλει να μου κάνει κακό... Μπορείτε να με πάτε πιο κάτω μέχρι να τον χάσουμε?... Μετά μπορείτε να με αφήσετε όπου θέλετε... σας παρακαλώ». Εκείνη κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη της τον Πάολο και κλειδώνοντας τις ασφάλειες του αυτοκινήτου έβαλε πρώτη και ξεκίνησε χωρίς να πει τίποτα... Πήρα μια ανάσα και έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή για να ηρεμήσω αλλά κάτι στην σιωπή της μου προκαλούσε μεγαλύτερη νευρικότητα.
«Με συγχωρείτε και πάλι για όλη την αναστάτωση που σας προκάλεσα. Φοβήθηκα πολύ! Ένας άγνωστος με μάσκα στο πρόσωπό του! » προσπάθησα άλλη μια φορά να κάνω την κυρία να μου μιλήσει κοιτάζοντας την και εκείνη χαμογέλασε απλώς σιωπηλά χωρίς να με κοιτάει.
«Δεν πειράζει καλή μου... απορώ όμως... πώς βρήκες την ψυχραιμία να τον αντιμετωπίσεις τόσο ήρεμα?» Αυτό για μια στιγμή με πονήρεψε και έτσι άρχισα να της πιάνω κουβέντα για να δω που θα το πάει.
«Δεν ήταν και τόσο τρομακτικός όσο τον είδατε εσείς... αλλά η φωνή του είχε κάτι το σατανικό που σε έκανε να θες να φύγεις μακριά του»
«Πού θες να σε αφήσω?» με ρώτησε χωρίς να το σχολιάσει και τότε σιγουρεύτηκα ότι ήταν και εκείνη μέσα στο κόλπο.
«Το αυτοκίνητο μου ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω από το δικό σας αλλά δεν το διακινδύνευσα να το πάρω μόνη μου και τώρα είμαστε πολύ μακριά για να γυρίσουμε πίσω... οπότε αν δεν σας είναι κόπος μπορείτε να με αφήσετε στο βενζινάδικο που είναι πιο κάτω για να μπορέσω να καλέσω τους δικούς μου να έρθουν να με πάρουν?»
«Και δεν φοβάσαι μην μας ακολουθεί?» ρώτησε τρομερά ξαφνιασμένη.
«Και να μας ακολουθεί, τι μπορεί να κάνει στο βενζινάδικο?... Είμαι σίγουρη ότι δεν θέλει να αποκαλύψει το πρόσωπο του μπροστά σε τρίτους... και δεν θα τολμήσει να εμφανιστεί με την μάσκα για να μην κινήσει υποψίες... Αν εμφανιστεί χωρίς αυτήν, το ύψος του και ο σωματότυπος του θα τον προδώσουν... Οπότε αν τον δω θα τον καταγγείλω» της απάντησα. Το στόμα της είχε μείνει ανοιχτό από το σοκ αλλά πολύ γρήγορα βρήκε την ψυχραιμία της και το μάζεψε.
«Είσαι απίστευτη» αναφώνησε κουνώντας το κεφάλι της με θαυμασμό και έκανε ό, τι της ζήτησα χωρίς να φέρει την παραμικρή αντίρρηση.
«Και πάλι σας ευχαριστώ για ό, τι κάνατε για μένα... δεν θα το ξεχάσω ποτέ» της είπα και τότε αυτή γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε μέσα στα μάτια χαμογελώντας.
«Επί τη ευκαιρία, το όνομα μου είναι Μπέλα... Μπέλα Σουάν... αν ποτέ χρειαστείτε τη βοήθεια μου... θα είμαι πάντα στην διάθεση σας» συνέχισα και της έτεινα το χέρι μου... Εκείνη το φυλάκισε αμέσως μέσα στο δικό της και μου χαμογέλασε πιο εγκάρδια.
«Μαντάμ Ορντάνζ... είναι τιμή μου που σε γνωρίζω... είσαι πολύ γενναίο κορίτσι» ανταποκρίθηκε εκείνη και μόλις μου άφησε το χέρι έφυγα και έτρεξα να καλέσω τους δικούς μου για να έρθουν να με πάρουν.
«Την είχε βάλει εκείνος?» ρώτησε ο Έντουαρντ.
«Η Μαντάμ Ορντάνζ είναι η γυναίκα που του είχε φέρει ο πατέρας μου Έντουαρντ... τα πάντα τα κάνανε μαζί... και την στιγμή που τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη, ουσιαστικά τον κοίταξε για να πάρει εντολή για το τι πρέπει να κάνει... Αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε από τη θέση του, οπότε της έδωσε την άδεια να κάνει αυτό που της ζήτησα εγώ».
«Δηλαδή αν δε σκεφτόσουν το βενζινάδικο…»
«Αν της έλεγα να με γυρίσει πίσω να πάρω το αυτοκίνητο μου ή αν της έλεγα να με αφήσει σε κάποιο μέρος χωρίς κόσμο τότε θα με είχε απαγάγει ο ίδιος τη στιγμή που η μαντάμ Ορντάνζ θα με άφηνε».
«Και αυτό τον εξόργισε περισσότερο, υποθέτω»
«Δεν φαντάζεσαι πόσο».
«Και τελικά, πώς κατάφερε να σε απαγάγει?»
«Για τον επόμενο μήνα τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια... και εγώ άρχισα να πνίγομαι... δεν είχα συνηθίσει να πηγαίνω μέχρι και στην τουαλέτα με συνοδεία και όλο αυτό άρχισε να μου την δίνει στα νεύρα... Έτσι ένα βράδυ το έσκασα και πήγα σε ένα μπαράκι για ποτό... Όταν πήγα κάποια στιγμή στην τουαλέτα σχεδόν μεθυσμένη για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου για να συνέλθω, εκείνος ήταν εκεί... Φαντάζεσαι το σοκ που έπαθα όταν σήκωσα τη ματιά μου στον καθρέφτη και τον αντίκρισα να στέκεται ακριβώς από πίσω μου»
«Και τι έκανες τότε?»
«Έκλεισα τα μάτια μου και έλεγα στον εαυτό μου ότι... είναι της φαντασίας σου Μπέλα, δεν υπάρχει... ξανά και ξανά μέχρι που πήρα την απόφαση να τα ξανά ανοίξω... Εκείνος ακίνητος, σαν άγαλμα, με κοίταζε εξονυχιστικά και μελετούσε τις αντιδράσεις μου... Έκλεισα τη βρύση και τον αγνόησα... πήρα λίγο χαρτί για να στεγνώσω το πρόσωπο μου και άκουσα την απελπισμένη του ανάσα... είχε απηυδήσει... Ικανοποιούνταν με τον φόβο των άλλων»
«Και όσο σε έβλεπε ψύχραιμη τόσο φούντωνε» συμπλήρωσε ο Έντουαρντ την φράση μου και χαμογέλασα.
«Ακριβώς... αλλά ήταν αποφασισμένος αυτή την φορά να μην με αφήσει να το σκάσω, οπότε θα με έκλεβε είτε τα έχανα είτε όχι... Και αυτό έκανε... Τον προσπέρασα και πήγα να βγω από την τουαλέτα όμως την στιγμή που άνοιξα την πόρτα η μαντάμ Ορντάνζ έκανε την κίνηση να μπει και μου έκλεισε τον δρόμο...
«Συγνώμη αλλά δεν έχω επιλογή » ήταν τα μοναδικά λόγια που βγήκαν από το στόμα της και παίρνοντας με από το χέρι, με οδήγησε στον δρόμο έξω από το μπαράκι.
«Δεν μου κάνει εντύπωση» την ειρωνεύτηκα εγώ και αναστέναξε.
Όταν σταθήκαμε μπροστά από μια λιμουζίνα είδα τον σωματοφύλακα μου να τρέχει καταπάνω μας... ο βλάκας αντί να τους αφήσει να με πάρουν και να τους ακολουθήσει, προσπάθησε να με γλιτώσει και φυσικά τον ακινητοποίησαν οι δικοί του... Η μαντάμ Ορντάνζ με έβαλε γρήγορα μέσα στην λιμουζίνα και άρχισε να με ετοιμάζει για εκείνον...
Αφού πρώτα με έγδυσε , με έβαλε να κάτσω σε εμβρυακή στάση... μου είπε να αγκαλιάσω τα πόδια μου κάτω από τα γόνατα και αφού τα έδεσε, μου λύγισε τα γόνατα και τα ακούμπησε πάνω στα πόδια μου... έδεσε και τα πόδια μαζί με τα χέρια μου και με κοίταξε στα μάτια.
«Δεν έχω δει ποτέ στην ζωή μου πιο γενναίο κορίτσι... Λυπάμαι πολύ που η μοίρα σε έριξε στα χέρια του... Ελπίζω να επιβιώσεις» είπε θλιμμένα και της χαμογέλασα...
Εκείνη σοκαρίστηκε από την αντίδραση μου... δεν περίμενε ότι τα λόγια της δεν θα με επηρεάσουν... δεν περίμενε καν ότι θα έμενα όλην αυτήν την ώρα σιωπηλή και ανέκφραστη... δεν είπα τίποτα την άφησα να τελειώσει την προετοιμασία της και μόλις μου έκλεισε τα μάτια αναστέναξε άλλη μια φορά και μου χάιδεψε το πρόσωπο.
«Μακάρι να επιβιώσεις» είπε για τελευταία φορά και με άφησε μόνη μου.
Η πόρτα άνοιξε και εκείνη βγήκε για να μπει ο Πάολο...
Στην αρχή έμεινε για λίγο σιωπηλός... και όταν η λιμουζίνα ξεκίνησε εκείνος αναστέναξε απογοητευμένος.
«Τanto hermoso... tanto airosamente»
«Τόσο όμορφη... τόσο γενναία» είπε και μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι και έπεσα πάνω στο κάθισμα.
Σε όλη την διαδρομή με γαμούσε και με χτυπούσε αλύπητα αλλά εγώ δεν λυγούσα... άφηνα τα δάκρυα μου να κυλούν αλλά δεν έβγαζα άχνα... Τον άφηνα να με κακοποιεί χωρίς να αντιδράω και όσο περισσότερο παρέμενα αμέτοχη τόσο περισσότερο με σάπιζε στο ξύλο... μέχρι που δεν άντεξα άλλο και ούρλιαξα από τον πόνο και τότε εκείνος τελείωσε και με άφησε μέχρι που το αυτοκίνητο σταμάτησε»
Άνοιξα την πίσω πόρτα και οδήγησα τον Έντουαρντ στην αυλή. Τα γυμνά μας πόδια άρχισαν να γδέρνονται από τα άγρια χαλίκια και ο Έντουαρντ έκανε μια γκριμάτσα πόνου αλλά δεν με σταμάτησε και εγώ συνέχισα την αφήγηση μου.
«Μόλις άνοιξε την πόρτα εκείνος με άρπαξε από το μαλλί και άρχισε να με σέρνει πάνω στα χαλίκια μέχρι που φτάσαμε εδώ».
Του είπα και έβαλα το χέρι του να ακουμπήσει πάνω στην πόρτα και σταμάτησε να αναπνέει... είχε καταλάβει που τον είχα φέρει... άνοιξα την πόρτα... εκείνη έτριξε και ο Έντουαρντ ανατρίχιασε από τον ήχο... Μπήκαμε μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μας και την ασφάλισα ώστε να μην μπει κανείς άλλος όσο θα ήμασταν εδώ... Ο Έντουαρντ παρέμενε ψύχραιμος χωρίς να βγάζει άχνα... Τον κράτησα και πάλι από τη μέση και αφού του έπιασα το χέρι συνέχισα να τον καθοδηγώ και να εξιστορώ τη συνέχεια της ιστορίας.
«Συνέχισε να με σέρνει κρατώντας με από τα μαλλιά μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο μου δωμάτιο» συνέχισα, και τον καθοδήγησα να κατέβει τα σκαλιά προσέχοντας να μην πέσει.
«Σε έσερνε πάνω στα σκαλιά?» ρώτησε ο Έντουαρντ με φρίκη.
«Ναι».
«Και εσύ τι έκανες?»
«Πάλευα να του ξεφύγω αλλά όσο περισσότερο πάλευα τόσο εκείνος γινότανε και πιο βίαιος»
Μόλις φτάσαμε στο δωμάτιο τον έβαλα μέσα και τον βοήθησα να καθίσει στο πάτωμα.
«Μόλις ένιωσα το υγρό και κρύο πάτωμα και μύρισα τη μούχλα και την υγρασία του δωματίου... πήρα μια ανακουφιστική ανάσα... Όλο μου το σώμα πόναγε και αιμορραγούσε αλλά εγώ ένιωθα ανακούφιση που απλά είχε τελειώσει... εκείνος με άφησε μόνη μου»
Συνέχισα και αφού βγήκα από το δωμάτιο τον άφησα μόνο του και έκλεισα την πόρτα βάζοντας την ασφάλεια για να την ακούσει και συνέχισα την διήγηση έξω από το δωμάτιο... Ο Έντουαρντ δεν έλεγε τίποτα...δεν άκουγα ούτε την ανάσα του. Περίμενε υπομονετικά για τη συνέχεια.
«Δεν πέρασε πολύ ώρα από τη στιγμή που με άφησε και άρχισα να ακούω τα ποντίκια να με πλησιάζουν... Αυτό με τρομοκράτησε... Ο αηδιαστικός ήχος που κάνανε έστελναν στην σπονδυλική μου στήλη κύματα ανατριχίλας και μόλις ένιωσα το πρώτο δάγκωμα πάνω στις πληγές μου τότε ούρλιαξα και άρχισα να παλεύω για να τα διώξω μακριά... Δεν ξέρω πόση ώρα πάλευα... αλλά όσο εγώ πάλευα, τόσο εκείνα γινόντουσαν πιο επιθετικά... Με δάγκωναν με μανία αλλά επειδή κουνιόμουν σπασμωδικά δεν κατάφερναν να πάρουν αυτό που ήθελαν και έτσι έκαναν την επίθεση τους πιο άγρια...
κάποια στιγμή κατάκοπη τα παράτησα και του άφησα να κάνουν αυτό που ήθελαν... προσπαθώντας να μείνω όσο το δυνατόν πιο ακίνητη... και αυτό ήταν... Εκείνα πήραν αυτό που ήθελαν και με άφησαν στην ησυχία μου μέχρι την επόμενη μέρα... ώρες... λεπτά?... θα σε γελάσω... Ο χρόνος για μένα είχε πλέον σταματήσει να υπάρχει...
Όσο δεν με αγγίζανε, άκουγα την ανάσα του... όσο με αγγίζανε, άκουγα το ξέσπασμα του... Δεν πίστευε ότι κατάφερα τόσο γρήγορα να βρω την λύση και αυτό τον εξόργιζε... δεν ήξερε τι να κάνει... Μέχρι που μετά από τρεις μέρες, άνοιξε την πόρτα» είπα και ταυτόχρονα άνοιξα την πόρτα.
«Με πλησίασε» .Τον πλησίασα και εγώ.
«Έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου», συνέχισα και έκανα την ίδια κίνηση που είχε κάνει και ο Πάολο σε μένα και ο Έντουαρντ, παίρνοντας με στην αγκαλιά του, και ασθμαίνοντας είπε:
«Σε ευχαριστώ που δεν με άφησες μόνο μου... δεν ξέρω αν θα το άντεχα αυτό αν δεν ένιωθα ότι ήσουν απέξω».
«Είπα στον Πάολο και εκείνος σταμάτησε να αναπνέει» ο Έντουαρντ τα έχασε και έμεινε ακίνητος... Του φίλησα τον ώμο του και τον βοήθησα να σηκωθεί.
«Ήταν μεγάλο σοκ για εκείνον... Περίμενε ότι θα άρχιζα να τον διώχνω μακριά ή ότι θα ούρλιαζα μόλις ένιωθα το άγγιγμα του... Εγώ το μόνο που ένιωθα ήταν ευγνωμοσύνη γιατί δεν με άφησε να το περάσω μόνη μου». Τον πήρα από το χέρι και τον οδήγησα στο κόκκινο δωμάτιο.
«Αφού είδε ότι δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου, αποφάσισε να με δοκιμάσει... και με έφερε εδώ» . Τον έβαλα να ακουμπήσει την μπανιέρα.
«Και αφού άνοιξε το καυτό νερό και με έβαλε μέσα... με άφησε μόνη μου... εγώ καιγόμουν αλλά ταυτόχρονα ένιωθα και ανακούφιση... Ήμουν τρεις μέρες με τα ποντίκια, φαντάζεσαι σε τι κατάσταση ήμουν... από την μια οι πληγές από την άλλην η βρόμα από τα ίδια μου τα περιττώματα... Εκείνη τη στιγμή όσο καυτό και να ήταν το νερό για μένα ήταν λύτρωση... ήταν σαν απολύμανση... Ήμουν όμως και εξαντλημένη έτσι άφησα τις αισθήσεις μου να χαλαρώσουν και αποκοιμήθηκα...
Ένα κάψιμο πιο δυνατό και από το ίδιο το νερό ήρθε να με ξυπνήσει και άνοιξα απότομα τα μάτια μου τρομαγμένη... αλλά ήταν το απόλυτο σκοτάδι... τα μάτια μου ήταν ακόμα καλυμμένα με την μάσκα και τα χέρια και τα πόδια μου ήταν δεμένα για να μην κουνιέμαι... Αφού άλειψε όλο μου το σώμα με εκείνη την απαίσια κρέμα, με γύρισε στο δωμάτιο όπου με είχε φέρει και με άφησε τελείως μόνη μου...
Από τη μυρωδιά τα ποντίκια δεν με πλησιάζανε και εγώ βρήκα την ευκαιρία και κοιμήθηκα, παρά τον πόνο και το κάψιμο που ένιωθα... η εξάντληση μου ήταν μεγαλύτερη από τον ίδιο τον πόνο και η ανάγκη του ύπνου μεγαλύτερη από το ίδιο το κάψιμο...
Όταν ένιωσα την παρουσία του με ρώτησε...
«Πεινάς?»
«Μμμχχχμμμ» κατάφερα μόνο να απαντήσω αδύναμα.
«Διψάς?»
«Μμμχχχμμμ» επανέλαβα
«Πρέπει να τα κερδίσεις για να σου τα δώσω»
«Τι πρέπει να κάνω?» τον ρώτησα και με έφερε σε αυτό το δωμάτιο... Μου έλυσε τα χέρια διατάζοντας με να μην κουνηθώ και βγήκε από το δωμάτιο»
Έκανα και εγώ το ίδιο στον Έντουαρντ, αφήνοντας τον μόνο του και μόλις έκλεισα την πόρτα τον είδα να τινάζεται... είχε καταλάβει που βρισκόταν και δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να το δει.
«Άνοιξε τα μάτια σου Έντουαρντ» του είπα ήρεμα και ενώ στην αρχή δίστασε, τελικά πήρε την απόφαση και έβγαλε την μάσκα από τα μάτια του.
Έμεινε για λίγο σοκαρισμένος να κοιτάει γύρω του ανοιγοκλείνοντας πολλές φορές τα μάτια του για να συνειδητοποιήσει αν αυτό που έβλεπε ήταν αλήθεια ή ψέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου