«η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω από που να αρχίσω... αλλά περισσότερο προσπαθώ να καταλάβω πως λειτουργεί όλο αυτό»
«τι δουλειά κάνω?»
«την αντίθετη από αυτήν που κάνει ο πατέρας σου»
«και ο πατέρας μου τι δουλειά κάνει?»
«κάτι άλλο εννοείς τώρα... είπε σκεπτικός... αυτό που ξέρω είναι ότι ψάχνει για εταιρίες που δεν γνωρίζουν την δύναμη τους... τις τρώει από μέσα κάνοντας δελεαστικές προτάσεις με αντιπροσώπους που δεν φαίνονται υπάλληλοι του και μόλις τις ρημάξει... τις αγοράζει για ένα κομμάτι ψωμί και τις αναπτύσσει από την αρχή»
«και εγώ που κολλάω σε όλο αυτό?»
«αυτό δεν μπορώ να καταλάβω... ο Άαρον είπε ότι κλείνεις τις πληγές του Πάολο... αλλά εγώ είμαι η τελευταία... γιατί συνεχίζεις?»
«τι δουλειά έκανε ο Πάολο?»
«ότι δουλειά κάνει και ο πατέρας σου»
«λάθος... ο πατέρας μου κάνει ότι δουλειά έκανε ο Πάολο»
«ήταν ιδέα του Πάολο όλη αυτή η μηχανή»
«ναι»
«πανέξυπνος άνθρωπος»
«πράγματι ήταν» αναστέναξα, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί μου και κοίταξα μακριά.
«και ο πατέρας σου πως το ανακάλυψε... ήταν ενδοτικός του?» γέλασα
«ο Πάολο είχε μόνο γυναίκες ενδοτικούς»
«ήταν υπάλληλος του» διαπίστωσε και του το επιβεβαίωσα
«ναι ήταν υπάλληλος του»
«θες να μου πεις ότι έκλεψε την ιδέα του και έστησε την ίδια μηχανή από την αρχή?»
«ναι»
«γι αυτό τόσο μίσος» διαπίστωσε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί του... εκείνην την στιγμή ήρθε η Μερλίνα και μας σέρβιρε το φαί... με κοίταξε για μια στιγμή την ώρα που άφηνε το πιάτο μπροστά μου και μόλις σέρβιρε το υπόλοιπο φαγητό έφυγε.
«τι ήταν τώρα αυτό?»
«αυτό είναι το πιο σημαντικό για σένα?»
«όχι άλλα είμαι περίεργος... να δω πως λειτουργείς»
«με ενημέρωσε ότι ο Γκουστάβο είναι έτοιμος»
«έτοιμος για πιο πράγμα?»
«για να μου τον σερβίρει... γιατί άλλο»
«σε χάνω λίγο»
«ο Γκουστάβο είναι ο ιδιοκτήτης... και ο πατέρας μου ενδιαφέρετε για το εστιατόριο... οπότε»
«και γιατί τον κάνεις ενδοτικό της?»
«κάποιος πρέπει να τον εκπαιδεύσει» ανασήκωσα τους ώμους μου.
«μα είναι παντρεμένος»
«και η γυναίκα του δεν περνάει από την πόρτα» γέλασε
«θες να του δείξεις το λάθος του»
«μμχχμμ»
«μάλιστα»
«τι κατάλαβες από αυτό»
«ότι δεν διορθώνεις μόνο τις δουλειές αλλά και τις ψυχές τους»
«λίγο με νοιάζει τι κάνουν και τι όχι στην προσωπική τους ζωή»
«άρα αυτό είναι το τρωτό του σημείο»
«αυτό είναι το τρωτό του σημείο» επιβεβαίωσα
«και διορθώνοντας αυτό... θα μπορεί να κρατήσει το εστιατόριο περισσότερο?»
«το έχει στο αίμα του... δεν νομίζω ότι θα μπορέσει ποτέ να το διορθώσει»
«άρα όταν τον αφήσεις... θα κάνει το ίδιο λάθος... γιατί να μπεις εξαρχής στον κόπο να του γλυτώσεις την εταιρία»
«γιατί την θέλει ο πατέρας μου»
«αυτό πάλι δεν το καταλαβαίνω... γιατί να θέλει ένα εστιατόριο»
«ποιος τρώει σε αυτό» είπα και παίρνοντας λίγο από την σαλάτα την έβαλα στο άδειο πιάτο και έφαγα μια μικρή μπουκιά.
«κυνηγάει εσένα»
«μμχχμμ»
«δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί... τι ψύχωση έχει πάθει μαζί σου?»
«δεν μπορεί να μου συγχωρέσει το ότι του κλέβω τις εταιρίες που έχει κλέψει εκείνος από τους φουκαράδες»
«ξέρει ότι είσαι η Βαρόνη?»
«δεν θέλει και πολύ μυαλό για να το καταλάβεις αν πραγματικά θες να μάθεις ποια είναι η Βαρόνη... με κοίταξε δύσπιστα... ποιο ήταν το όνομα της κοπέλας που είχες αγοράσει εκείνο το βράδυ?»
«Ροουζ Κράουν... το ίδιο όνομα που είχε και το συμβόλαιο που υπέγραψες και πριν πάμε στο Παρίσι... το ίδιο όνομα...» κόλλησε
«που έχει και η μόνιμη σύζυγος του Πάολο... συμπλήρωσα εγώ... απείλησε ότι θα με αποκληρώσει αν τον παντρευτώ... τον αποκλήρωσα εγώ»
«αλλά δεν εκδικήσε... το έκανες για εκείνον όχι για σένα»
«ακριβώς... το έκανα για να μην χάσει το κύρος του μπροστά στους υπαλλήλους του»
«είσαι απίστευτη... μόνο εσύ θα έκανες κάτι τέτοιο» ανασήκωσα τους ώμους μου
«δεν καταλαβαίνω... τότε γιατί δίνεις σε όλους εντολή να μην αποκαλύπτουμε το πραγματικό σου όνομα... τον κοίταξα με νόημα στα μάτια... το ξέρει άλλα δεν μπορεί να το αποδείξει»
«προσπαθεί να με ξεσκεπάσει για να με σταματήσει Έντουαρντ... αλλά όσο και να προσπαθεί δεν μπορεί να βρει στοιχεία για να το αποδείξει»
«πως το κατάλαβε?»
«ποιο είναι το πατρικό όνομα της μητέρας μου?»
«Ολίβια Κράουν... σωστά» έκανε αμέσως την σύνδεση και τότε κατάλαβε.
«ναι αλλά και ο Πάολο την ίδια δουλειά έκανε... αυτό πως το ανεχόσουν»
«δεν το ανεχόμουν... γι αυτό και κάναμε προγαμιαίο συμβόλαιο»
«Μπέλα σε ικετεύω πάρτα από την αρχή γιατί αντί να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα γίνονται όλο και πιο μπερδεμένα» γέλασα και πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο μου.
«σε ενοχλεί?»
«καθόλου... μπορώ να ανάψω και εγώ ένα»
«και δεν ανάβεις... δικό μου είναι το μαγαζί ότι θέλω το κάνω» του έκλεισα το μάτι και γέλασε
«από που θες να ξεκινήσω»
«πάρτο από την αρχή»
«εννοώντας?»
«πως του ήρθε του Πάολο να στήσει μια τέτοια μηχανή ενώ ήταν ένα επιτυχημένος πλαστικός χειρούργος... και πως κατάφερε να μην φαίνεται πουθενά ότι έκανε αυτήν την δουλειά?»
«τώρα το πας σωστά» του έκλεισα το μάτι και άφησα το τσιγάρο μου πάνω στο τασάκι... πήρα μια πιρουνιά από το κυρίως φαγητό μου και αφού το έβαλα στο στόμα μου επιδεικτικά... έγλυψα τα χείλια μου... εκείνος έκανε μια αηδιαστική γκριμάτσα αλλά προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος... πίνοντας μια γερή γουλιά από το κρασί του.
«πάνω στην ώρα... είπα και γύρισα προς την μεριά του Τζέικ και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του
«Μπελς» είπε φιλώντας με στο μάγουλο.
«θα κάτσεις?»
«όχι προτιμώ να πάω να διπλαρώσω το λαμόγιο» είπε κάνοντας μια αηδιαστική γκριμάτσα προς τον Έντουαρντ... χωρίς να τον χαιρετήσει.
«οι κακές συνήθειες δεν κόβονται ποτέ... του είπα εγώ επικριτικά και ανασήκωσε τους ώμους του... ποιος την χάρη σου θα γίνεις και ιδιοκτήτης εστιατορίου»
«ναι άλλη όρεξη δεν είχα»
«μίστερ ΜΠ»
«έλα Μπελς... τι να το κάνουμε?... δεν έχει και πολύ κέρδος»
«έχει όμως καλό όνομα... και μετά την ανακαίνιση του θα γίνει πολύ καλό» έκανε μια αηδιαστική γκριμάτσα
«δεν θα σε καταλάβω ποτέ... γιατί δεν του το δίνεις?»
«γιατί μετά θα αναγκαστώ να το δώσω πάλι πίσω στον Γκουστάβο... και μετά πάλι εκείνος πίσω σε μένα... αυτήν την δουλειά θα κάνουμε τώρα... τράβα να του δώσεις την προσφορά... και άσε τα πείσματα... ο άνθρωπος γεννιέται ΜΠ δεν γίνετε... και εγώ βαρέθηκα να παίζω κρυφτούλι»
«καλά, καλά... το έπιασα το υπονοούμενο... έχεις τα συμβόλαια?»
«ναι» του απάντησα και παίρνοντας τον χαρτοφύλακα στα χέρια μου του έδωσα τα δικά του.
«θα τον δω μετά... είναι έτοιμος»
«οκ τα λέμε το βράδυ» είπε και έφυγε.
«δεν με συμπαθεί πολύ»
«για την ακρίβεια αν μπορούσε θα έπινε το αίμα σου με το καλαμάκι» του επιβεβαίωσα και αφού πήρα μια πιρουνιά από το συνοδευτικό του πιάτου μου το έβαλα στο στόμα μου και τον κοίταζα σταθερά στα μάτια μασώντας πολύ αργά.
«ώστε έτσι έχεις αποκτήσει τις εταιρίες που έχεις» δεν απάντησα... συνέχισα να τον κοιτάω σταθερά στα μάτια και αφού ήπια μια γουλιά από το κρασί μου, πήρα ξανά το τσιγάρο στα χέρια μου... εκείνος πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του αποφεύγοντας την ματιά μου και αφού ήπιε και εκείνος μια γουλιά από το κρασί του γύρισε πάλι την ματιά του προς το μέρος μου και χαμογέλασε.
«ήσουν έτοιμη να μου πεις πως ο Πάολο έστησε όλη αυτή την μηχανή» μου έδωσε την άδεια να συνεχίσω και συνέχισα την αφήγηση με σοβαρό ύφος.
«ο Πάολο μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο... εκεί όλα τα παιδιά τον κάνανε να νιώθει πολύ άσχημα με αποτέλεσμα να του μαυρίζουν την ψυχή σε μεγάλο βαθμό... όμως η αγάπη που εισέπραττε από τις καλόγριες τον έφερνα σε διχασμό» ξεκίνησα και πήρα μια πιρουνιά από την σαλάτα που είχα βάλει στο ξεχωριστό πιάτο μου και το μάσησα αργά κοιτώντας τον στα μάτια... εκείνος περίμενε υπομονετικά και μιμούμενος τις κινήσεις μου έφαγε λίγο από την σαλάτα του ασυναίσθητα.
«όταν έγινε γιατρός... ξεκίνησε χωρίς να έχει μια στην τσέπη του... αλλά το πάθος του για την δουλειά του δεν άργησε να βγει στην επιφάνεια... και η εξαιρετική δουλειά που έκανε έφερε την αναγνωσιμότητα... και η αναγνωσιμότητα έφερε πολλά λεφτά» συνέχισα και τσίμπησα μια πιρουνιά από το συνοδευτικό μου και τον κοίταξα σταθερά στα μάτια... εκείνος παρέμεινε σιωπηλός αλλά αυτήν την φορά δεν μιμήθηκε τις κινήσεις μου... ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και περίμενε υπομονετικά να συνεχίσω.
«η δύναμη και το χρήμα άρχισαν να τον διαφθείρουν... σε σημείο να τον κάνουν να νιώθει σαν άρχοντα του σύμπαντος... γέλασα... και σιγά σιγά βρήκε την κλίση του και άρχισε να ψάχνει να βρει τρόπους να αναπτύξει το βίτσιο του»
Πήρα μια πιρουνιά από το κύριο μενού μου και το έβαλα στο στόμα μου επιδεικτικά... εκείνος έκανε πάλι μια αηδιαστική γκριμάτσα και ήπιε λίγο από το κρασί του αλλά δεν είπε τίποτα... συνέχισε να με κοιτάει στα μάτια υπομονετικά για να ακούσει την συνέχεια... αναστέναξα... πήρα το κρασί μου στο χέρι μου ήπια μια γερή γουλιά και έκατσα στην πλάτη της καρέκλας... σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά στο στήθος μου.
«τι λάθος έκανα?» ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πάει καλά.
«πόσα θες να μάθεις?»
«όσα εσύ είσαι διατεθειμένη να μου πεις... δεν έχω την απαίτηση να μου πεις τα πάντα... θέλω μόνο να καταλάβω»
«μμμμ... ενδιαφέρουσα απάντηση»
«γιατί το λες αυτό?»
«γιατί είναι διπλωματική... καίγεσαι να μάθεις το τέλος της ιστορίας... αλλά σου είναι αδιάφορη η αρχή... ωστόσο ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σου πω το τέλος αν δεν ακούσεις όλη την ιστορία» του δήλωσα και πέρασε το χέρι του πάλι μέσα από τα μαλλιά του.
Πήρα το τσιγάρο που ήταν ακόμα στο τασάκι αναμμένο... τράβηξα μια μεγάλη ρουφηξιά την κράτησα μέσα μου για λίγο και μόλις γύρισε την ματιά μου προς το μέρος μου την φύσηξα απάνω του προκλητικά... έκλεισε τα μάτια του και παρέμεινε ψύχραιμος... έσβησα το τσιγάρο και σταύρωσα ξανά τα χέρια μου στο στήθος περιμένοντας την αντίδραση του.
«δεν θέλω να σε προκαλέσω Μπέλα... αλλά για να είμαι ειλικρινής... λίγο με νοιάζει γιατί το έκανε ο Πάολο»
«λυπάμαι... τότε δεν υπάρχει λόγος να χάνεις τσάμπα την ώρα σου και να κάθεσαι μπροστά από ένα πιάτο που σε αηδιάζει, περισσότερο... γιατί χωρίς την αρχή δεν θα μάθεις ποτέ το τέλος αυτής της ιστορίας... ή όλη ή τίποτα» ξεφύσησε
«οκ τότε όλη» είπε πιο αποφασιστικά και με κοίταξε παρακλητικά.
«το πρώτο κομμάτι το ξέρεις ήδη... δεν νομίζω ότι χρειάζεται να το επαναλάβω» είπα και έφαγα πάλι λίγο από την σαλάτα μου
«το δεύτερο... φυσικά και το έχεις ερευνήσει... συνέχισα και άρχισα να κόβω λίγο από τα λαχανικά μου που ήταν στο πιάτο μου και τον κοίταξα μέσα στα μάτια... αναρωτιέμαι πόσα έχεις μάθει?» του είπα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου στιγμιαία προκαλώντας τον και έβαλα την πιρουνιά που είχα ετοιμάσει στο στόμα μου και άρχισα να μασάω την μπουκιά μου πολύ αργά περιμένοντας τον.
«ξέρω ότι ήταν πολύ επιτυχημένος και εμπιστευόντουσαν τα χέρια του από πολλά μέρη της χώρας μας αλλά και όχι μόνο... η φήμη του είχε φτάσει μέχρι και την Ευρώπη... η περιουσία του είχε ξεπεράσει τα όρια της φαντασίας... αλλά όλα αυτά κατάληγαν σε μεγάλες αγαθοεργίες και από όσο ξέρω μέχρι τον θάνατο του, όλη η περιουσία πέρασε σε ιδρύματα και ορφανοτροφεία... και αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω... πως γίνεται εσύ να έχεις τόση περιουσία από την στιγμή που δεν σου άφησε τίποτα»
«πολύ καλή παρατήρηση... δεν μου άφησε τίποτα από την επιφανειακή του περιουσία... γατί όπως προείπα είχαμε κάνει προγαμιαίο συμβόλαιο... από την άλλη όμως?»
«είχε και την κρυφή του περιουσία... πως το έκανε αυτό?»
«εγώ έχω τίποτα στο όνομα μου?»
«όχι»
«έχω διπλή ταυτότητα?»
«όχι»
«τότε πως γίνεται να έχω τόση περιουσία?»
«τα έχεις όλα στο όνομα του ο Τζέηκοπ?»
«ακριβώς»
«και δεν φοβάσαι μην την πάρει και φύγει» γέλασα δυνατά
«αν ποτέ σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο... ε τότε τι να πω... χαλάλι του» με κοίταξε με δυσπιστία
«τι φοβάσαι μην με αφήσει άφραγκη?»
«Μπέλα πως μπορείς να το λες αυτό?»
«είναι πολύ απλό... μπορεί να είμαι ότι είμαι... αλλά ποτέ δεν θα πρόδιδα έναν άνθρωπο σαν την Μπέλα» επενέβει ο Τζέηκ και γύρισε προς το μέρος του αιφνιδιασμένος.
«όλα είναι οκ... όποτε βρεις χρόνο... πήγαινε να τον βρεις» είπε μόνο και κάνοντας τον γύρω του τραπεζιού μου έδωσε ένα φιλί και εξαφανίστηκε.
«νομίζω ότι πήρες την απάντηση που ζήταγες»
«ναι πιστεύω ότι την πήρα» είπε αναστενάζοντας και ήπιε μια γουλιά από το κρασί του αφού πρώτα γέμισε ξανά τα ποτήρια μας.
«πιστεύω ότι έχεις ερευνήσει ήδη την επιταγή που περιέχει το συμβόλαιο που σου έχω δώσει»
«ναι και αυτό ήταν το πιο περίεργο από όλα»
«γιατί?»
«διότι δεν είναι τραπεζική επιταγή»
«και τι είναι?»
«δεν έχω ηδέα... πήγα στην διεύθυνση που έγραφε πίσω από την επιταγή αλλά είναι ένα σπίτι»
«και δεν μπήκες μέσα?»
«όχι... δεν είχα σκοπό να την εξαργυρώσω και δεν ήθελα να δώσω στόχο... γιατί ήμουν σίγουρος ότι όλοι θα με γνωρίζανε αν εμφανιζόμουνα και θα σου το καρφώνανε» γέλασα
«άρα δεν ξέρεις τι περιέχει μέσα αυτό το σπίτι»
«για να είμαι ειλικρινής το έλεγξα... και ανακάλυψα ότι και αυτό είναι στο όνομα του Τζέηκ»
«θες να μάθεις τι είναι αυτό το σπίτι?»
«φυσικά και θέλω»
«το προσωπικό μου θησαυροφυλάκιο... αν πας σαν επισκέπτης το μόνο που θα βρεις είναι ένα απλό σπίτι με υπηρετικό προσωπικό... αλλά στην πραγματικότητα απέχει πολύ»
«εκεί φυλάσσεις το ρευστό σου» διαπίστωσε
«ακριβώς»
«και γιατί το κάνεις αυτό?»
«πολύ απλά γιατί δεν θέλω να κινούμε με τις τράπεζες... ώστε να μην φαίνονται οι κινήσεις μου»
«και είναι νόμιμο αυτό?»
«τα χρήματα που έχεις στον προσωπικό σου θησαυροφυλάκιο που έχεις στο σπίτι σου δεν είναι νόμιμα?»
«φυσικά και είναι»
«τότε γιατί τα δικά μου γιατί να μην είναι?»
«δεν ξέρω μάλλον έχεις δίκιο»
«είναι το ρευστό μου Έντουαρντ... το έχω κερδίσει με νόμιμο τρόπο απλά δεν το επενδύω... το φυλάσσω μόνο για να κάνω την δουλειά μου πιο εύκολα χωρίς να φαίνεται πουθενά το όνομα μου»
«ναι αλλά υπογράφεις με άλλο όνομα»
«και τι με αυτό?»
«δεν ξέρω αυτό φαίνεται ύποπτο» γέλασα
«Έντουαρντ είναι απλά ένα ψευδώνυμο για να ξέρουν οι υπάλληλοι μου ότι τους στέλνω εγώ»
«μάλιστα» είπε σκεπτικός... άρα έτσι λειτουργούσε και ο Πάολο»
«ναι... όλη την κρυφή περιουσία του την είχε στο όνομα του πατέρα του Τζέηκοπ και στο όνομα του είχε μόνο όσα κέρδιζε από την φανερή του δουλειά»
«αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δέχτηκες τα λεφτά από την βρόμικη δουλειά και όχι από την καθαρή του»
«για την ακρίβεια δεν δέχτηκα τίποτα από τα δύο... αλλά βρήκε τον τρόπο να μου την φέρει» αναστέναξα
«πως?»
«πριν πεθάνει ρευστοποίησε όλη του την περιουσία και την έβαλε μέσα σε αυτό σπίτι... στην ουσία το μόνο που κληρονόμησα ήταν αυτό το σπίτι και τίποτα άλλο»
«και το σπίτι που έχεις την αδελφότητα?»
«την πέρασε στον Τζέηκοπ»
«νόμιζα ότι είπες ότι δούλευε με τον πατέρα του»
«ο οποίος ήταν ψυχούλα... εκείνος αμέσως θα το έδινε με την πρώτη ευκαιρία... αλλά όχι ο Τζέηκοπ»
«τον είχε διαφθείρει και εκείνον?»
«όσο δεν φαντάζεσαι»
«και χωρίς να τον εκπαιδεύσει»
«ακριβώς... ο Τζέηκοπ από την στιγμή που τελείωσε τις σπουδές του... άρχισε να δουλεύει δίπλα στον πατέρα του... και πολύ γρήγορα τον ξεπέρασε... ο Πάολο τον εμπιστευόταν περισσότερο από το πατέρα του και έτσι πολύ γρήγορα ο Τζέηκ πήρε τα ηνία και βγάλανε από έξω τον πατέρα του... αλλά τα πάντα παρέμεναν στο όνομα του πατέρα του... όταν άρχισε να δουλεύει το σχέδιο του... τον έβαλε να τα ρευστοποιήσει όλα και δεν τους άφησε τίποτα... ότι δουλειά... ότι κόπο είχαν κάνει μέχρι τον θάνατο του ήταν μάταια... γέλασα θλιμμένα και κοίταξα μακριά με μια αρχαία θλίψη στο πρόσωπο μου... ο Έντουαρντ έκανε την κίνηση να με πλησιάσει και γυρίζοντας και πάλι το βλέμμα μου στο δικό του τον ακινητοποίησα και έκατσε και πάλι βαρύς στην καρέκλα του κοιτώντας με υπομονετικά... πήρα μια ρουφηξιά από το κρασί μου και συνέχισα.
«τέλος πάντων... ήθελε πάση θυσία να με πείσει να επιδιορθώσω το σώμα μου... αλλά εγώ δεν το ήθελα»
«γιατί?»
«για να μην ξεχάσω ποτέ»
«γιατί υπήρχε περίπτωση να τα ξεχάσεις?»
«δυστυχώς ή ευτυχώς Έντουαρντ... ο άνθρωπος έχει αδύναμη μνήμη και αν αφήσει κάτι πίσω του... αν δεν έχει τίποτα να του θυμίζει τα παλιά... τότε είναι πολύ εύκολο να ξεχάσει... και εγώ δεν ήθελα να ξεχάσω... τίποτα» τόνισα
«και τι έκανες μετά?»
«πάλι στο αποτέλεσμα» γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου.
«συγνώμη... συνέχισε από όπου θες» απολογήθηκε και αναστενάζοντας πήρα μια πιρουνιά από το κυρίως μενού μου και άρχισα να το τρώω αργά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου