Ετικέτες

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "2. Για πάντα μαζί"



13 Ιουλίου 3 χρόνια πριν.....

Θυμάμαι πόσο ανυπομονούσα να φτάσω κοντά της... πόσο ήθελα να σβήσω την απόσταση και να χωθώ στην ζεστή της αγκαλιά... είχα να την δω 10 ώρες και μου φαινόταν σαν να είχα να την δω 10 αιώνες... τόσο αργά περνούσαν οι ώρες για μένα μακριά της... αλλά ποτέ δεν φαντάστηκα ότι αυτές οι 10 ώρες που πέρασαν εκείνην την ημέρα τόσο βασανιστικά αργά θα κατάληγαν να γίνουν παντοτινές.

Ακόμη η καρδιά δεν μπορεί να ξεπεράσει τον πόνο… Αβάσταχτη η στιγμή που η ζωή που ονειρευόσουν, η ζωή που ήλπιζες, η ζωή που πίστευες σου χαριζόταν απλόχερα, να χάνεται σε μια στιγμή…

Επιστρέφοντας σπίτι εκείνη τη μέρα… Από το γκαράζ ακόμα ακούγαμε τις υστερικές της φωνές και για μια στιγμή εγώ και ο Τάηλερ κοιταχτήκαμε με απορία στα μάτια... έβγαλα φτερά στα πόδια και άρχισα να τρέχω προς το κυρίως σπίτι για να φτάσω κοντά της... μόλις όμως έφτασα στη σκάλα και πριν πατήσω στο πρώτο σκαλοπάτι, κατάλαβα με ποιον μιλούσε… Πάγωσα... και όλες μου οι λογικές σκέψεις έπαψαν πια να λειτουργούν.

«Σου είπα να ανακαλέσεις Τσάρλι... τι δεν καταλαβαίνεις?» ούρλιαζε από το δωμάτιο μας και μόλις κατάλαβα ότι πάλι εκείνος έφταιγε για την κατάσταση που εκείνη βρισκόταν αυτήν την στιγμή, θόλωσα από οργή και μίσος για τον άνθρωπο που δεν άφηνε ήσυχη την Μπέλα μου.

Πέταξα την τσάντα και χωρίς να κάτσω να ακούσω τίποτα άλλο άρχισα να τρέχω και πάλι προς το γκαράζ.

«Έντουαρντ... που νομίζεις ότι πας?» ούρλιαζε πίσω μου ο Τάηλερ προσπαθώντας να με σταματήσει.

«Πάω να δώσω ένα τέλος... αρκετά πια Τάηλερ... αυτός ο άνθρωπος θα την τρελάνει, δεν το καταλαβαίνεις... δεν μπορώ να καταλάβω τι σκατά έχει μέσα το κουφιοκέφαλο του και δεν το καταλαβαίνει πόσο την πληγώνει. Πρέπει να σταματήσει όλο αυτό!»

«Άκουσέ με» με σταμάτησε ο Τάηλερ που κόβοντας μου το δρόμο με το σώμα του, με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Ηρέμησε. Η Μπέλα σε έχει ανάγκη... μην την αφήσεις τώρα μόνη της... πήγαινε επάνω, μάθε τι συμβαίνει και μόλις ηρεμήσει σου υπόσχομαι ότι θα πάμε μαζί να βρούμε αυτό το καθίκι και να του δώσουμε ένα καλό μάθημα... μην την παρατάς τώρα».

Δεν είχε άδικο... αλλά πώς θα βρω την ψυχραιμία να μείνω πάλι αμέτοχος?... Η Μπέλα δε θέλει να τον κατηγορώ αλλά πώς μπορώ να μην το κάνω όταν βλέπω πόσο πολύ την πληγώνει?

Το σπαρακτικό ουρλιαχτό της Μπέλα που έφτασε στα αφτιά μας έφτασε να μου δώσει την απάντηση που ζητούσα... Ταυτόχρονα με τον Τάηλερ τρέξαμε στο δωμάτιο μου και την στιγμή που ανοίξαμε την πόρτα βρήκαμε μέσα μια έξαλλη Μπέλα να γυρίζει από την μια άκρη του δωματίου ως την άλλη σαν αφηνιασμένο λιοντάρι κλεισμένο σε κλουβί, να φωνάζει και να οδύρεται τραβώντας τα μαλλιά της... είχε χάσει τη λογική της... ήταν τόσο εκτός εαυτού που δεν είχε καταλάβει καν την παρουσία μας.

Προσπάθησα να την πλησιάσω αλλά ο Τάηλερ με σταμάτησε πιάνοντας με από το μπράτσο και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του... αλλά εγώ δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι... κάτι έπρεπε να κάνω.

Πήρα απότομα το χέρι μου από το δικό του και έτρεξα κοντά της... αλλά την στιγμή που την έπιασα από τα μπράτσα να την ακινητοποιήσω κατάλαβα αμέσως το λάθος μου.

Δεν είχε καταλάβει την παρουσία μου μέχρι που την άγγιξα και τότε αντέδρασε ενστικτωδώς , σαν να ήμουν ο εχθρός της.

«Μη με ακουμπάςςςςςςς!!» ούρλιαξε και γύρισε επιτόπου προς την μεριά μου σπρώχνοντας με προς τα πίσω, κάνοντας με να πέσω στο πάτωμα... και μόλις αντίκρισα τη ματιά της το ορκίζομαι ότι ένιωσα να χάνω όλον τον αέρα από τα πνευμόνια μου... τέτοιο άγριο βλέμμα... τέτοια διαολεμένη ματιά δεν είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου.
Για μια στιγμή έμεινε ακίνητη προσπαθώντας να καταλάβει τι της συμβαίνει. Μόλις αντίκρισε τη ματιά μου, έκλεισε τα μάτια της και έμεινε στην ίδια θέση παλεύοντας να βρει την αναπνοή της... σφραγίζοντας και τρίζοντας τα δόντια της τόσο σφιχτά που ένιωσα ότι θα μπορούσε μέχρι και να τα σπάσει στην προσπάθεια της να βρει ξανά τον εαυτό της.

«Μπέλα» προσπάθησα και με όση αναπνοή της είχε απομείνει ούρλιαξε μέσα από τα δόντια της.

«Δε με λένε Μπέλα... η Μπέλα δεν υπάρχει... δεν υπήρξε ποτέ» έλεγε συνέχεια με σφραγισμένο το στόμα της αφρίζοντας και κοίταξα τον Τάηλερ για βοήθεια... Αλλά μόλις εκείνος έκανε μια κίνηση να μπει στο δωμάτιο τον σταμάτησε.

«Μείνε εκεί που είσαι... μην κουνηθείτε... μην τολμήσετε να κουνηθείτε... δεν ξέρω τι είμαι ικανή να κάνω... μην κουνιέστε» έλεγε μέσα από τα δάκρυα της που άρχισαν να ξεχύνονται από τα σφραγισμένα της μάτια στα μάγουλα της που είχαν γίνει κατακόκκινα από όλο το θυμό που έβραζε μέσα της.

Πέρασαν μερικές στιγμές που το μόνο που ακουγόταν ήταν οι αναπνοές που προσπαθούσε να πάρει η Μπέλα... κανείς από τους δύο μας δεν τολμούσε να κουνηθεί... η Μπέλα ήταν εκτός εαυτού και όταν μας προειδοποιούσε για κάτι εμείς την υπακούγαμε πιστά γιατί ξέραμε τις επιπτώσεις... τις δώσαμε το χρόνο που χρειαζόταν για να τα βρει με τον εαυτό της και να ηρεμήσει για να μας εξηγήσει τι συμβαίνει και μόλις βρήκε την κανονική της αναπνοή τότε μου μίλησε.

«Έντουαρντ?» ρώτησε μετά από μια σύντομη σιωπή ακόμα ακίνητη χωρίς να ανοίγει τα μάτια της.

«Τι είναι καρδιά μου?» τη ρώτησα και η φωνή μου βγήκε σαν ένας ψίθυρος... ακόμα σοκαρισμένος από το θέαμα που έβλεπα μπροστά μου.

«Σου έκανα κακό Έντουαρντ?»

«Όχι καρδιά μου, είμαι καλά... τι σου συμβαίνει?»

«Μη μου λες ψέματα» ξεσπάθωσε και άρχισε να τρέμει αλλά ακόμα πάλευε να συγκρατηθεί.

«νιώθω το φόβο σου... τι σου έκανα?»

«Τίποτα αγάπη μου, σου το ορκίζομαι... δεν έπαθα τίποτα... άνοιξε τα μάτια σου σε παρακαλώ» την παρακάλεσα αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της με πείσμα μένοντας στο ίδιο σημείο. Πώς με πονούσε που δεν ήθελε να με κοιτάξει… Πώς ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να της ψιθυρίσω πως όλα θα διορθωθούν.

«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω Έντουαρντ... δεν έχω την δύναμη να το γυρίσω... συγχώρεσε με» με παρακαλούσε και νέα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα της που με έκαναν να διαλυθώ.

«Να καταφέρεις τι Μπέλα... μίλησε μου... τι σου έκανε πάλι?»

«Μη με αποκαλείς Μπέλα» άφρισε μέσα από τα δόντια της.

«η Μπέλα δεν υπάρχει... το καταλαβαίνεις?... δεν υπήρξε ποτέ... ποτέ».

Κατάπιε το σάλιο της με δυσκολία σφίγγοντας τις γροθιές της πιο δυνατά και τότε είδα ότι τα νύχια της είχαν μπηχτεί μες στη σάρκα της και οι πληγές που είχαν δημιουργήσει άρχισαν να αιμορραγούν. Μα γιατί δε με αφήνει να τη βοηθήσω? Μπέλα σ’ αγαπώ ούρλιαζε η ψυχή μου… Αλλά σ’ αυτήν είπα μόνο

«Πες μου τι θες να κάνω για να βοηθήσω... σε παρακαλώ μίλησε μου» έκανα άλλη μια προσπάθεια κι εκείνη άρχισε πάλι να παίρνει πιο ήρεμες αναπνοές. Σε παρακαλώ Μπέλα μου, είμαι εδώ δίπλα σου, γιατί με αποκόβεις??? ούρλιαζα μέσα μου αλλά δεν τολμούσα να πω τίποτα από όλα αυτά... ξέρω ότι πρέπει να της δώσω τον χρόνο της να τα βρει με τον εαυτό της... αλλά δεν αντέχω να την βλέπω έτσι και να μην μπορώ να κάνω κάτι…. πρέπει να κάνω κάτι αλλά τι???

«Μείνε εκεί που είσαι και μην κουνηθείς... δεν θα σου κάνω κακό... ξέρω ότι εσύ είσαι μπροστά μου αλλά δεν θέλω να το διακινδυνεύσω... μην κουνηθείς σε παρακαλώ» παρακάλεσε με τρέμοντας και ένιωσα έναν πόνο να διαλύει το στήθος μου.

Την ανάγκη μου δεν την αισθάνεσαι Μπέλα? Την ανάγκη να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να σε γλιτώσω απ όλα αυτά? Γιατί με αποκόβεις?

«Δε θα κουνηθώ σου το υπόσχομαι... αλλά πες μου τι έγινε σε παρακαλώ... κοντεύω να τρελαθώ... μην με αποκόβεις» την παρακάλεσα άλλη μια φορά και εκείνη άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αριστερά και δεξιά απελπισμένη.

«Όλα ήταν ένα ψέμα Έντουαρντ... δεν υπήρξα ποτέ... είμαι ένα ψέμα το καταλαβαίνεις?»

«Δεν είναι αλήθεια αυτό αγάπη μου και το ξέρεις». Μα τι μου λέει? Είναι δυνατόν ο λόγος της ύπαρξης μου να πιστεύει ότι είναι ένα ψέμα? Τότε…. Και η αγάπη μας είναι ένα ψέμα? Όχι βροντοφωνάζει η καρδιά μου αλλά εκείνη δεν ακούει…

«Είναι» φώναξε και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα με πείσμα.

«Δεν υπήρξα ποτέ... η Ιζαμπέλα Ολίβια Σουάν... δεν υπήρξε ποτέ... όλα ήταν ένα καλοστημένο σχέδιο για να με εξοντώσει... αλλά όλα του γύρισαν πίσω».

«Δεν καταλαβαίνω... για ποιο σχέδιο μιλάς?... να σε εξοντώσει ποιος Μπέλα?»

«Ποιος άλλος» είπε ειρωνικά και γέλασε με ένα σατανικό γέλιο που μας έκοψε την ανάσα.

«Το άχρηστο κομμάτι κρέας, αυτό που πήρε στα χέρια του τις ζωές μας και της κατέστρεψες λες και του άνηκαν... όλοι θεωρείτε ότι ο Πάολο ήταν ένα τέρας... όλοι πέσαμε μέσα στην ίδια παγίδα αλλά κανείς, κανείς δεν κοίταξε πίσω από την ίδια την παγίδα ποιος πραγματικά κινούσε όλα αυτά τα χρόνια τα νήματα».

«Αν δεν ήταν ο Πάολο τότε ποιος?»

«Ο Τσάρλι Έντουαρντ... ο Τσάρλι ήταν από την αρχή... αυτό το κομμάτι κρέας τα έκανε όλα... εκείνος φταίει για όλα».

«Ο πατέρας σου?»

«Μην τολμήσεις να ξαναπείς αυτό το άχρηστο καταραμένο κομμάτι κρέας πατέρα μου... γιατί δεν ξέρω και εγώ τι είμαι ικανή να κάνω» ούρλιαξε και μετακίνησε το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο συγκρατώντας με νύχια και με δόντια τον εαυτό της πνίγοντας έναν λυγμό.

«Έντουαρντ σε ικετεύω... δεν ξέρω πόσο μπορώ να το κρατήσω... σε ικετεύω συγκεντρώσου... δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να με προκαλέσεις... γι αυτό σε εκλιπαρώ... θυμήσου... ποιος ήταν εκείνος που είδες την πρώτη φορά που πήγες στην κρεβατοκάμαρα της Τάνιας και την έπιασες με τον εραστή της μετά τον θάνατο του πατέρα σου... θυμήσου πως ήταν…»

«Μπέλα…»

«Μη με αποκαλείς Μπέλα... Η Μπέλα δεν υπήρξε ποτέ» ούρλιαξε πάλι και τραντάχτηκε ολόκληρη μετατοπίζοντας το βάρος της και πάλι από το ένα της πόδι στο άλλο παλεύοντας σκληρά να βρει την αυτοκυριαρχία της.

«Τι θες να σου πω?» ξέσπασα και η Μπέλα κράτησε την ανάσα της.

«Πες μου πώς ήταν εκείνος» είπε πιέζοντας περισσότερο τα δόντια της κάνοντας ένα ανατριχιαστικό ήχο και πήρα μια ανάσα για να συγκεντρωθώ και να της απαντήσω.

«Έχει περάσει τόσος καιρός»

«Προσπάθησε» είπε με επιτακτικό τόνο σφίγγοντας κι άλλο τις γροθιές της κάνοντας το αίμα που είχε στο χέρι της να στάξει στο χαλί... και η καρδιά μου  έγινε χίλια κομμάτια βλέποντας την πόσο υπέφερε…

«Ηρέμησε σε παρακαλώ, θα πάθεις τίποτα» την παρακάλεσα προσπαθώντας να αποφύγω την απάντηση αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.

«Πες μου!» ούρλιαξε και ξεροκατάπια. Αποφάσισα να μιλήσω.

«Ήταν ο Τσάρλι... αυτό θες να σου πω?» Μούγκρισε σαν αφηνιασμένο λιοντάρι και πάλεψε σκληρά να παραμείνει ακίνητη χωρίς αποτέλεσμα... αφού μετατόπισε για άλλη μια φορά το σώμα της αριστερά και δεξιά τελικά έκανε ένα βήμα προς τα πίσω αλλά έμεινε και πάλι ακίνητη.

«Ποια ήταν τα τελευταία λόγια της Τάνιας, Έντουαρντ?»

«Τι?»

«Άκουσες τι είπα... ποια ήταν τα τελευταία της λόγια?» απαίτησε μέσα από τα δόντια της και ξεροκατάπια... γιατί θέλει να τα μάθει τώρα αυτά... γιατί??

«Τι σημασία έχουν όλα αυτά καρδιά μου... σε παρακαλώ».

«Ποια ήταν τα τελευταία της λόγια Έντουαρντ» απαίτησε πιο σκληρά και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου κοιτώντας τον Τάηλερ για βοήθεια αλλά και εκείνος τι μπορούσε να κάνει?

«Μην κοιτάς τον Τάηλερ... πες μου» απαίτησε και την κοίταξα... τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά . Πώς σκατά κατάλαβε ότι κοίταξα τον Τάηλερ?

«Όταν μπήκα στο δωμάτιο επαναλάμβανε μια φράση» άρχισα αλλά αμέσως με διέκοψε.

«Είναι ίδια σαν και μένα... με κορόιδεψε... είναι ίδια σαν και μένα... πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό» είπε την φράση που επαναλάμβανε η μητέρα μου ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το επαναλάμβανε και εκείνη και την κοίταξα σοκαρισμένος χωρίς να μπορέσω να αντιδράσω.

«Πώς το ξέρεις αυτό?» ρώτησα ξέπνοα και η Μπέλα γέλασε ειρωνικά μέσα από το κλάμα της.

«Την ίδια φράση επαναλάμβανε τη στιγμή που προσπάθησε να με σκοτώσει».

«Να σε σκοτώσει?»

«Ποιος νομίζεις ότι προκάλεσε το ατύχημα Έντουαρντ?»

«Δεν το προκάλεσε η Ολβία?» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... αφήνοντας να ξεχυθούν καινούργια δάκρυα στο πρόσωπο της.

«Έχασε για λίγο τον έλεγχο... αλλά δεν το προκάλεσε εκείνη Έντουαρντ... αλλά η Τάνια... εκείνη έπεσε απάνω μας με φόρα... και όταν τα αυτοκίνητα ακινητοποιήθηκαν... βγήκε έξω σέρνοντας το κορμί της προς το μέρος μας για να βεβαιωθεί αν έχω πεθάνει... όταν είδε ότι κουνιόμουν ήρθε πιο κοντά μου... αλλά όταν με κοίταξε στα μάτια έπαθε σοκ... και τότε άρχισε να επαναλαμβάνει αυτή τη φράση ξανά και ξανά μέχρι που την έχασα από τα μάτια μου».

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα... γιατί η μητέρα μου να θέλει να σε σκοτώσει?»

«Ποια ήταν τα τελευταία της λόγια Έντουαρντ?» απαίτησε πάλι και εγώ τα παράτησα. Θα της έδινα αυτό που ήθελε με όσες συνέπειες κι αν συνεπαγόταν.

«Όταν έφτασα κοντά της με άρπαξε από την μπλούζα και με κοίταξε μέσα στα μάτια με το ίδιο μίσος που με κοίταζε πάντα... και τότε...» έκανα μια παύση ξεφυσώντας και έβγαλα από μέσα μου αυτό που της έκρυβα όλον αυτόν τον καιρό...

«Τότε μου είπε «Είναι ίδια σαν εμένα... το ακούς?... μην τολμήσεις ποτέ να την αγγίξεις... μην τολμήσεις ποτέ να την πλησιάσεις... είναι ίδια σαν και μένα»... Άρχισε να βήχει πολύ άσχημα μέχρι που έβγαλε αίμα από το στόμα της και μετά συνέχισε διακεκομμένα «Είναι ίδια σαν και μένα η Ιζαμπέλα» και ένα νέο ξέσπασμα βήχα την έκανε να χάσει την τελευταία της πνοή χωρίς να πει τίποτα άλλο».

«Και δεν κατάλαβες τι εννοούσε?» ξέσπασε η Μπέλα με τα δάκρυα της να τρέχουν ανεξέλεγκτα από τα κλειστά της μάτια και άρχισε να τρέμει όλο της το κορμί.

«Δεν κατάλαβα για ποια έλεγε... μόνο αυτό μου είπε... δεν πρόλαβα να την ρωτήσω τίποτα άλλο».

«Τι δεν κατάλαβες γλυκό μου αγόρι... τι???» ούρλιαξε αλλά αμέσως ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και άρχισε να παίρνει ήρεμες ανάσες από τη μύτη και έβγαζε την ανάσα της από το στόμα για να καλμάρει τον εαυτό της και συνέχισε πιο ήρεμα.

«Τι άλλο θα μπορούσε να εννοεί Έντουαρντ?... ποιαν άλλην λένε Ιζαμπέλα?» Δίστασα και κατέβασα το κεφάλι μου πιάνοντας τα μαλλιά μου... δεν ήθελα να το μάθει αυτό... ιδίως τώρα.

«Μίλα Έντουαρντ... τι άλλο μου κρύβεις?» επέμενε εκείνη και δεν ήξερα τι να κάνω.

«Μίλα που να σε πάρει... ποιαν άλλη λένε Ιζαμπέλα?»

«Εμένα» απάντησα.

«Τι?» ρώτησε και άνοιξε τα μάτια της κοιτώντας με σοκαρισμένη.

«Τι είπες?» επανέλαβε δύσπιστα.

«Οι εραστές της με φωνάζανε Ιζαμπέλα... όταν με βιάζανε... εκείνη όταν ήμασταν μόνοι μας με φώναζε Ιζαμπέλα».

Ένας σπαραχτικός ήχος βγήκε από μέσα της και έπεσε στα γόνατα της τραβώντας δυνατά τα μαλλιά της με τα χέρια της που ήταν γεμάτα αίματα... πασαλείβοντας ταυτόχρονα και το πρόσωπο της... προσπάθησα να την πλησιάσω αλλά μόλις ένιωσε την κίνηση μου ακινητοποιήθηκε και σταμάτησε να αναπνέει.

«Μη με πλησιάζειςςςςς» ούρλιαξε με την ίδια σπαρακτική φωνή και μου διέλυσε το στήθος.

«Μη με ακουμπάς... δε θέλω να σου κάνω κακό» συνέχισε ξεσπώντας μέσα από τους λυγμούς της.

«Ήμασταν πιόνια, Έντουαρντ... πιόνια του... από την ημέρα που γεννηθήκαμε... πιόνια του» συνέχισε και τότε όλο της το κορμί τραντάχτηκε και έπεσε άδεια στο πάτωμα ανάσκελα... Κρατώντας το πρόσωπο της κλειστό και με τα δύο της χέρια που εξακολουθούσαν να αιμορραγούν.

«Σε παρακαλώ Μπέλα... σε ικετεύω ηρέμησε και εξήγησε μου τι συμβαίνει... και τι σημασία έχουν πια όλα αυτά?» Γύρισε προς το μέρος μου και βάζοντας τα χέρια της στο πάτωμα ανασήκωσε το σώμα της και πλησιάζοντας με, με κοίταξε επιβλητικά... για μια στιγμή τα έχασα... την είχα δει και άλλες φορές να τα χάνει... αλλά αυτό το βλέμμα, αυτή η άγρια της ματιά με συνδυασμό το αιματοβαμμένο της πρόσωπο... μου έκοψε την ανάσα.

«Μη με ξανααποκαλέσεις ποτέ... πο-τέ... ξανά Μπέλα... η Μπέλα δεν υπάρχει... δεν υπήρξε ποτέ... το καταλαβαίνεις?»

«Δεν καταλαβαίνω, γιατί το λες αυτό?»

«Γεννηθήκαμε την ίδια μέρα Έντουαρντ... ο πατέρας σου πήρε το κανονικό του παιδί και το μεγάλωσε... αλλά η Τάνια έμεινε πάντα με την γνώση ότι το παιδί της πέθανε στην γέννα».

«Τι?... Τι λες?»

«Σκάσε και άκου» είπε και αμέσως το βούλωσα και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ... χωρίς να πιστεύω στα αυτιά μου.

«Η Ολίβια είναι η μητέρα σου, όχι η Τάνια... η Τάνια και ο Τσάρλι ανακάλυψαν τη σχέση τους και θέλησαν να τους εκδικηθούν από κοινού... αλλά η Τάνια δεν τα ήξερε όλα... άκουγε μόνο ό, τι την πότιζε ο Τσάρλι και τον εμπιστευόταν πιστά... εκείνος την πήγε στον Πάολο... αλλά ο Πάολο δεν την δέχτηκε όταν ένιωσε το μίσος που έκρυβε μέσα της... αλλά πριν την διώξει την εκμεταλλεύτηκε... το καταλαβαίνεις???... την εκμεταλλεύτηκε» έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε πάλι να βρει την αυτοκυριαρχία της με τις ανάσες της για να μπορέσει να συνεχίσει... εγώ και ο Τάηλερ παραμέναμε σιωπηλοί δίνοντας της τον χρόνο που χρειαζόταν για να καλμάρει.

«όταν έσπασαν τα νερά της Τάνιας και άρχισε να πονάει... πήρε πρώτα τον Τσάρλι τηλέφωνο και μετά τον πατέρα σου... γι αυτό και εκείνος άργησε να πάει στο σπίτι... αλλά βλέπεις ήμουν τόσο ανυπόμονη να γευτώ τη ζωή που δεν τους έκανα τη χάρη και έτσι ο πατέρας σου αναγκάστηκε να την βοηθήσει... όμως δεν γεννήθηκα στο σπίτι... αλλά στο ασθενοφόρο... και δεν ήταν ο πατέρας σου αυτός που ήταν μαζί της στο ασθενοφόρο αλλά ο Τσάρλι».

«Γεννήθηκες... εννοείς?»

«Ναι... εγώ είμαι η κόρη της Τάνιας... εμένα εννοούσε Έντουαρντ όχι εσένα... ο Τσάρλι τα κανόνισε έτσι με την Τάνια ώστε να παρουσιάσει εσένα για παιδί της... ενώ της είπε ότι το παιδί που γέννησε... γεννήθηκε νεκρό... και έτσι εκείνος κράτησε εμένα... λέγοντας στην Ολίβια το ίδιο ψέμα».

«Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό?»

«Αυτό ήταν το μόνο εύκολο... η Τάνια αιμορραγούσε από τη στιγμή που έσπασαν τα νερά της και είχε χάσει τις αισθήσεις της πριν έρθει το ασθενοφόρο... την Ολίβια την έριξε από τις σκάλες για να σε γεννήσει πρόωρα και ήταν στην ίδια κατάσταση... και πώς τα φέρνει ο διάβολος... ή μάλλον να πω το καλό χέρι του Πάολο... κανόνισε τους τραυματιοφορείς και κλείσανε το στόμα τους και δεν μίλησε κανένας».

«Πώς τα έμαθες όλα αυτά?»

«Είναι το δώρο μου για τα φετινά μου γενέθλια... βαρέθηκε λέει να περιμένει τον άχρηστο τον Έντουαρντ να δράσει επιτέλους... όλη του η εκπαίδευση πήγε στράφι... οπότε σκέφτηκε να πάρει τα ηνία στα χέρια του».

«Για ποια εκπαίδευση μιλάς?»

«Όλα αυτά τα χρόνια... σε εκπαίδευαν για να με σκοτώσεις Έντουαρντ... και η πιο τρανή απόδειξη... ότι σε αποκαλούσε πάντα με το όνομα μου».

«Με αποκαλούσε?... Για ποιον μιλάς?»

«Δεν ήταν αγορασμένοι εραστές Έντουαρντ... ήταν μόνο ο Τσάρλι... εκείνος ήταν πάντα... και αν το σκεφτείς καλύτερα, θα καταλάβεις ότι λέω αλήθεια από το σημάδι που έχει στον ώμο του».

«Το σημάδι!» αναφώνησα και αμέσως ήρθαν όλες οι εφιαλτικές στιγμές που είχα βιώσει σαν ταινία μέσα στο μυαλό μου.

«Σου έκανε πλύση εγκεφάλου Έντουαρντ... ήταν ένα καλοστημένο κόλπο... όλη μας η ζωή ήταν ένα καλοστημένο κόλπο του Τσάρλι για να εκδικηθεί το πατέρα σου και την Ολίβια... ακόμα και η απαγωγή μου από τον Πάολο ήταν ένα καλοστημένο κόλπο... εκείνος με προώθησε με τρόπο σε εκείνον... και παρακάλαγε κάθε βράδυ να μη βγάλω την επόμενη ημέρα... να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω... αλλά κανείς από τους δύο τους δεν υπολόγιζαν στον Τζέηκομπ ή ακόμα χειρότερα... ο Τσάρλι δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο Πάολο θα μπορούσε ποτέ να με ερωτευτεί»

«Και τα λεφτά?»

«Πού έδινε η Τάνια τόσα λεφτά?»

«Ναι».

«Στα ναρκωτικά... ήταν ναρκομανής, όχι άρρωστη όπως όλοι νομίζανε... την είχε εθίσει στα ναρκωτικά και την έκανε ό, τι ήθελε... ήταν πιόνι του Έντουαρντ... ήταν άλλο ένα του πιόνι».

«Δηλαδή τώρα αυτό σημαίνει ότι ήμαστε αδέλφια?» ρώτησα μπερδεμένος και την κοίταξα με αγωνία στα μάτια αλλά εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Ο πατέρας μου Έντουαρντ... ήταν ο Πάολο... όχι ο πατέρας σου... ήταν ο Πάολο».

Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου... όλα αυτά ήταν τόσα πολλά για μένα... αλλά ακόμα περισσότερο για εκείνην... τώρα μπορώ να καταλάβω γιατί είχε βγει εκτός ορίων... τώρα καταλαβαίνω γιατί μου ζήτησε συγνώμη.

«Άσε με να το κάνω εγώ» την παρακάλεσα αλλά και πάλι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και ήρθε κοντά μου... με κράτησε από τα μπράτσα και με κοίταξε επιβλητικά χωρίς να δέχεται αντίρρηση.

«Ορκίσου μου ότι δεν θα ξαναβλάψεις ποτέ τον εαυτό σου».

«Μπέλα…»

«Μη με ξανά αποκαλέσεις Μπέλα... πόσες φορές θα σου το πω?»

«Σε παρακαλώ…»

«Ορκίσου μου ότι θα κρατήσεις τους όρκους που μου έχεις δώσει... ορκίσου μου ότι δεν θα κοιτάξεις ποτέ ξανά πίσω... δεν ήταν μητέρα σου... όλα τα έκανε εκείνος... και θα πληρώσει... κάθε... πόνο... που... μας... προκάλεσε... κάθε... πόνο... αυτό σου το υπογράφω» είπε σφίγγοντας τα δόντια της για άλλη μια φορά και άρχισε και πάλι να παίρνει ήρεμες ανάσες για να ελέγξει την οργή της που είχε πλέον ξεχειλίσει.

«Δεν υπάρχει για μένα πλέον γυρισμός Έντουαρντ» είπε με πόνο και ανοίγοντας τα μάτια της άρχισαν καινούργια δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα της.

«δεν υπήρξα ποτέ... μην καταστρέψεις την ζωή σου... ζήσε την κάθε μέρα... κάνε μια νέα αρχή... θυμάσαι τι μου είπες?»

«Μη με αφήνεις, σε παρακαλώ…»

«Θυμάσαι τι μου είπες?... αν μπορούσα να τα διαγράψω όλα αυτά, θα έδινα ολόκληρη την περιουσία μου γι αυτό... δεν ήταν μητέρα σου... και το κάθαρμα που σου προκάλεσε όλον αυτόν τον πόνο... θα πληρώσει για ό, τι έχει κάνει... από τα ίδια μου τα χέρια... θα πληρώσει Έντουαρντ... μην τον αφήσεις να σε καταστρέψει άλλο... μην κοιτάξεις ποτέ πια πίσω... δεν υπάρχει τίποτα να βρεις…»

Έβαλε τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο μου και γέρνοντας, μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο μου... παραμένοντας για λίγο εκεί ενώ τα δάκρυα της στάζανε πάνω στο πρόσωπο μου.

«Ξέχασε με... δεν υπήρξα ποτέ» ψιθύρισε και αμέσως σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει φεύγοντας μακριά μου.

Έμεινα για λίγο ακίνητος παγωμένος στην ίδια θέση να προσπαθώ να βρω τις ισορροπίες μου... αλλά μόλις άκουσα την πόρτα να κλείνει άρχισα να τρέχω πίσω της... Άδικος κόπος... Εκείνη είχε φύγει μια για πάντα από την ζωή μου... είχε επιλέξει να την κυριαρχήσει και πάλι η σκοτεινή της πλευρά... και με άφησε πίσω για να μην με επηρεάσει... Όμως αυτό που δεν θα μπορέσω να της συγχωρέσω ποτέ... είναι που δεν γύρισε ξανά όταν όλα αυτά είχαν τελειώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA