«΄Εντουαρντ, όλα αυτά τα χρόνια ψάχνεις μέσα από τις αναμνήσεις σου να βρεις ένα καλό στοιχείο της μητέρας σου για να μπορέσεις να τη συγχωρέσεις» Με κοίταξε στα μάτια αναστατωμένος και άρχισε να ανασαίνει γρήγορα
«Είσαι έτοιμος να το ανακαλύψεις?»
«Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω μόνος μου αυτό Μπέλα»
«Θες να σου το πω εγώ?» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και έμεινε με κομμένη την ανάσα κοιτάζοντάς με, περιμένοντας να συνεχίσω
«Το μόνο καλό που έκανε αυτή η γυναίκα ήταν να μην σε αφήσει ποτέ να δεις το πόσο ισχυρός είσαι... Το πόση δύναμη έχεις μέσα σου... Το πόσο πιο πάνω από εκείνην ήσουν πάντοτε».
«Και γιατί αυτό είναι καλό για μένα?»
«Γιατί αν σε άφηνε να το ανακαλύψεις τότε, την ίδια στιγμή θα πέθαινε».
«Τότε θα γινόμουν ένα τέρας, χειρότερο κι από τον Πάολο κι αυτό δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το αντέξω Μπέλα».
«Γιατί δεν την άφηνες να σε εκπαιδεύσει όπως δεν άφησε και εκείνη τον Πάολο να την εκπαιδεύσει... γι αυτό και την απέρριψε»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Ήθελε την γνώση και όχι την ουσία... ήθελε να τιμωρεί και όχι να εκπαιδεύει... Όλοι όσοι πέρασαν από πάνω σου ήρθαν να σε εκπαιδεύσουν αλλά εσύ δεν τους άφηνες και κατέληγαν να σε τιμωρούν».
«Ήταν του Πάολο?»
«Αν ήταν του Πάολο όπως το εννοείς εσύ, τότε δεν θα σε ακουμπάγανε ποτέ».
«Ήταν όσοι είχαν διωχθεί από τον Πάολο, λοιπόν?»
«Ναι, ήταν τα αποβράσματα... που δεν δέχτηκε πίσω ο Πάολο... και αν τους άφηνες να σε εκπαιδεύσουν τότε δεν θα μπορούσε να σε πλησιάσει κανείς»
«Και τότε όλες οι κοπέλες που περάσανε από μένα όλα αυτά τα χρόνια θα ήταν νεκρές... φρίκη!»
«Δεν είναι αυτό το χειρότερο Έντουαρντ, δε το βλέπεις?»
«Υπάρχει και χειρότερο από αυτό? Πώς είναι δυνατόν?»
«Αν δεν ήσουν τόσο ισχυρός χαρακτήρας Έντουαρντ και τους άφηνες να σε κάνουν αυτό που ήθελαν να σου κάνουν... τότε θα ήσουν ο μοναδικός Κάλεν που θα υπήρχε σήμερα».
Άφησε τα χέρια μου και μάζεψε τα πόδια του κολλώντας τα στο στήθος του... τύλιξε το ένα του χέρι γύρω από τα πόδια του και ακουμπώντας το κεφάλι του πάνω στα γόνατά του έβαλε το αριστερό του χέρι πάνω στον αυχένα του και άρχισε να τον τρίβει. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει όλες τις αλήθειες που του είχαν φανερωθεί.
Εγώ παρέμεινα σταθερά στην ίδια θέση σιωπώντας... για να του δώσω λίγο χρόνο να τα βρει με τον εαυτό του... Πέρασε αρκετή ώρα. Μόλις η αναπνοή του έγινε πιο σταθερή, συνέχισα.
«Ήταν ο μόνος τρόπος που σε ακουμπούσε?» ρώτησα και σήκωσε ξαφνιασμένος τη ματιά του σε μένα.
«Ήταν ο μόνος τρόπος που με τιμωρούσε ο πατέρας μου».
«Και σου λείπει...» Χαμογέλασε θλιμμένα... εγώ συνέχισα τις διαπιστώσεις μου.
«Και ο μόνος τρόπος που σε ακουμπούσε εκείνη ήταν όταν σου τράβαγε τα μαλλιά...»
Κατένευσε και παρέμεινε σιωπηλός να με κοιτάζει με παράπονο που έβγαζα με τόσο σκληρό τρόπο στην επιφάνεια τις αλήθειες του.
«Γιατί δεν το κάνεις?» με ρώτησε.
«Δεν κάνω τι?»
«Βλέπω στα μάτια σου το πόσο θες να με αγκαλιάσεις... τι σε σταματάει?»
«Δε με αφήνεις» Ζάρωσε τα φρύδια του με απορία.
«Είναι η στάση του σώματος σου» εξήγησα
«Μου δηλώνεις ότι θέλεις να μείνεις για λίγο μόνος σου, να τα βρεις με τον εαυτό σου... γιατί νιώθεις πληγωμένος με τον πατέρα σου που σε άφησε μόνο σου με εκείνην»
«Δεν ξέρω τι να σκεφτώ Μπέλα... από τη μια θέλω να την συγχωρέσω, από την άλλη αν το κάνω νιώθω ότι θα μισήσω εκείνον».
«Δε φταίει εκείνος που δεν ζει... εκτός και αν πιστεύεις ότι αυτοκτόνησε. Αυτό πιστεύεις?»
«Είμαι σίγουρος ότι δεν αυτοκτόνησε».
«Πώς?»
«Μου είχε ορκιστεί ότι δεν θα με αφήσει ποτέ μόνο μου».
«Τότε γιατί νιώθεις ότι θα τον μισήσεις?»
«Δεν ξέρω... έτσι νιώθω αυτή τη στιγμή».
«Όμως αν δεν την συγχωρέσεις?»
«Δεν θα καταφέρω ποτέ να ξεπεράσω το μίσος της»
«Δε χρειάζεται να το κάνεις τώρα... μην πάρεις τις αποφάσεις σου εν θερμώ... άσε τον εαυτό σου να συνειδητοποιήσει πρώτα τι έχει συμβεί και μετά εκείνος θα κάνει την επιλογή για σένα»
«Μπέλα?»
«Ναι?»
«Πώς ένιωσες την πρώτη φορά που με φίλησες?»
Χαμογέλασα στην ανάμνηση. «Περίεργα» του απάντησα.
«Δηλαδή?»
«Μου άλλαξες όλα μου τα σχέδια... με έκανες να θέλω να γευτώ περισσότερα... Πώς λες να ένιωσα?»
Κούνησε το κεφάλι του σοβαρός κοιτώντας χαμηλά, αποφεύγοντας τη ματιά μου...
«Εσύ πως ένιωσες?» τον ρώτησα και εκείνος γέλασε για αρκετή ώρα καθώς σκεφτόταν την ιδιαίτερη στιγμή που μας ένωσε με έναν περίεργο τρόπο.
«Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι... Εκείνην την στιγμή δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν σου έσπασα το κεφάλι».
«Αλλά? Τι ένιωσες μετά από από αυτή την πρώτη αντίδραση?»
«Με έκανε να ανυπομονώ να σε πάω στο σπίτι» παραδέχτηκε με έναν αναστεναγμό.
«Και γιατί δεν έκανες καμία κίνηση μέσα στο αυτοκίνητο?»
«Γιατί με σταμάτησες εσύ»
«Πώς σε σταμάτησα Έντουαρντ?»
«Είχες τόσο αέρα... τόση αυτοπεποίθηση που ένιωσα ότι αν σε ακουμπούσα...»
«Θα σε σκότωνα» επιβεβαίωσα συμπληρώνοντας την φράση του.
«Δεν είχα ποτέ σκοπό να σε αφήσω να με ακουμπήσεις... αν μπορούσα να σε σκοτώσω θα το έκανα πριν φτάσουμε στο σπίτι» του είπα σοβαρά.
«Πώς?» ρώτησε και έκλεισα τα μάτια μου για να συγκεντρωθώ και έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές για να ελέγξω τον εαυτό μου και να μην του κάνω κανένα κακό πάνω στην θύμηση τον συναισθημάτων εκείνης της μέρας... Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός αλλά η ανάσα του με παρέσερνε και πάλευα να βρω πολύ σκληρά την αυτοκυριαρχία μου.
«Έτσι» είπα μέσα από τα δόντια μου και πέφτοντας απάνω του αιφνιδιάζοντας τον έκλεισα τη μύτη του και το στόμα του με το χέρι μου ενώ ταυτόχρονα του πίεζα τα μπαλάκια του για να τον λυγίσω από τον πόνο και να τον κάνω να χάσει την αναπνοή του... εκείνος προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τα δεσμά μου αλλά όσο περισσότερο πάλευε, τόσο περισσότερο τον πίεζα εγώ για να πονέσει.
«Μπέλα?» άκουσα την τρομαγμένη του φωνή και άνοιξα απότομα τα μάτια μου και άφησα να βγει από μέσα μου η ανάσα που κράταγα όλη αυτή την ώρα προσπαθώντας σκληρά να κοντρολάρω τα φονικά ένστικτά μου. Δεν ήθελα το κακό του. Σιγά σιγά αυτή η συνειδητοποίηση άρχισε να κυριαρχεί μέσα μου.
Έφερα τα πόδια μου στο στήθος μου και αφού τύλιξα τα χέρια μου γύρω τους ενώ άρχισα να τρίβω τα μπράτσα μου παρηγορητικά ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στα γόνατα μου και άρχισα πάλι να παίρνω ήρεμες ανάσες για να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία μου.
«Τι άλλαξε?» με ρώτησε με αγωνία.
«Δε με ακούμπησες» είπα και σήκωσα το κεφάλι μου για να αντικρίσω τη ματιά του.
«Και αυτό έφτασε για να αλλάξεις γνώμη?»
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Εκείνη την στιγμή ένιωσα ότι δεν είσαι σαν και εκείνον και πήρα την απόφαση να σου δώσω μια ευκαιρία».
«Και στο σπίτι?... θέλω να πω... όταν μπήκαμε μέσα ήταν σαν να μεταλλάχτηκες... ήσουν τόσο νευρική».
«Ήμουν αναποφάσιστη... γι αυτό είχα ανάγκη να μιλήσω στην Άλις... να μου θυμίσει για ποιον λόγο βρισκόμουν εκεί».
«Τι σου είπε?».
Γέλασα. «Με ρώτησε αν ήμουν καλά».
«Μόνο αυτό?»
«Ναι».
«Και έφτασε αυτό για να πάρεις τόσο δύναμη?»
«Ναι».
«Πώς?»
«Έκανα την ίδια ακριβώς ερώτηση στον εαυτό μου»
«Και τι σου απάντησε ο εαυτός σου?»
«Ότι είμαι ικανή για όλα... δε θα κολλήσω τώρα σε έναν ψευτοπαλικαρά».
Γέλασε δυνατά αλλά ξαφνικά σοβάρεψε και στενεύοντας τα μάτια του με κοίταξε με μια περίεργη θλίψη στα μάτια.
«Ποιο ήταν το χειρότερο από εκείνη τη βραδιά?»
«Το ότι δεν περίμενα ποτέ ότι το σώμα μου θα αντιδρούσε με τον τρόπο που αντέδρασε στο άγγιγμα σου... είμαι ανώμαλη τελικά».
«Εγώ δεν θα το έλεγα έτσι».
«Και πώς θα το έλεγες?»
«Περισσότερο ότι είσαι μαζόχα» Γέλασα θλιμμένα και ανασήκωσα τος ώμους μου.
«Μπορεί και να έχεις δίκιο... εσένα ποιο ήταν το χειρότερο σου?»
«Το ότι θυμάμαι τα πάντα... την κάθε λεπτομέρεια» τόνισε και για μια στιγμή έμεινα μετέωρη να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τα λόγια του...
Γούρλωσα τα μάτια μου στην συνειδητοποίηση της αλήθειας και σταμάτησα να αναπνέω.
«Όταν σε επηρεάζει και τα χάνεις...» είπα ξέπνοα.
«Δεν θυμάμαι τίποτα μετά» συνέχισε εκείνος την φράση μου και κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου έχωσα τα νύχια μου μέσα στην σάρκα μου και ακούμπησα το μέτωπό μου πάνω στα γόνατά μου για να ελέγξω τον εαυτό μου για να μην κάνω τίποτα που θα το μετάνιωνα μετά... Έσφιξα τα δόντια μου για να μην ουρλιάξω.
«Μπέλα?» με ρώτησε με αγωνία ο Έντουαρντ.
«Μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις... μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις ξανά» ούρλιαξα ενώ τα δάκρυά μου άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου και έχωσα τα νύχια μου πιο βαθιά στην σάρκα μου και προσπάθησα με όση δύναμη που είχε απομείνει να βρω τη λογική μου πριν τον κάνω κομμάτια.
Εκείνος σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι και μόλις γύρισε με σκέπασε με ένα ύφασμα και με κλείδωσε στην αγκαλιά του αναγκάζοντας με να ακουμπήσω στο στήθος του αφού πρώτα το κάλυψε με το ύφασμα που με είχε τυλίξει για να μην ακουμπήσω πάνω στο γυμνό του δέρμα.
Με έκανε μια μπάλα και με ανάγκασε να κάτσω στα πόδια του... παρέμενα αμέτοχη από φόβο ότι αν αντιδρούσα θα μπορούσα να του κάνω κακό και πάλεψα πολύ σκληρά για να ξαναβρώ τις ισορροπίες μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει αλλά εγώ παρέμενα στην ίδια στάση χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω ακόμα... αυτό ήταν πάρα πολύ για μένα... ήταν πάρα πολύ... είχα βγει εκτός εαυτού... το μόνο που ένιωθα ήταν οργή και αγανάκτηση... το ορκίζομαι θα τρελαθώ.
Κι αυτός εκεί. Να με έχει κουλουριασμένη στην αγκαλιά του. Να περιμένει...
«Έντουαρντ?»
«Ναι?» ρώτησε διστακτικά.
«Χτύπα με».
«Τι?»
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα άγρια στα μάτια.
«Χτύπα με» του είπα μέσα από τα δόντια μου και εκείνος με κοίταζε χωρίς να ξέρει πως να αντιδράσει.
«Μπέλα, δεν μπορώ να σε χτυπήσω»
Πέταξα από πάνω μου το ύφασμα που με είχε καλύψει και άρχισα να τον χτυπάω στο στήθος του με μανία.
«Χτύπα με που να σε πάρει... χτύπα με γιατί αν δεν το κάνεις εσύ θα το κάνω εγώ» ξέσπασα απάνω του όλο μου τον πόνο που με έκανε να νιώθω εκείνη τη στιγμή.
Μου έπιασε τα χέρια για να με ακινητοποιήσει κοιτώντας με στα μάτια προειδοποιητικά για να σταματήσω.
«Χτύπα με» ούρλιαξα παλεύοντας να απελευθερώσω τα χέρια μου από το κράτημα του και εκείνος άρχισε να με φιλάει βάζοντας τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου για να μην τον σταματήσω και τα δάκρυά μου άρχισαν πάλι να ξεχειλίζουν... εκείνος όμως δεν σταμάτησε.
Άφησε τα χείλια μου και συνέχισε να μου φιλάει στο λαιμό κατηφορίζοντας αργά προς τον ώμο μου και μόλις έφτασε στο σημείο που ήταν η αόρατη ουλή μου και την φίλησε, λύγισα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς.
«Με σκοτώνεις» είπα ανάμεσα από τα αναφιλητά μου και τότε ο Έντουαρντ, αφήνοντας τα χέρια μου με φυλάκισε μέσα στην αγκαλιά του.
«Ο Έντουαρτ δεν μπορεί να σου κάνει κακό» είπε με δυσκολία με ένα λυγμό πάνω στο λαιμό μου.
Τον ένιωθα, το σώμα του, τον ίδιο ολόκληρο, πάνω στο κορμί μου να τρέμει.... Ανασηκώθηκα και κλείδωσα τη ματιά μου μέσα στην δική του πιάνοντας και με τα δύο μου χέρια το πρόσωπο του.
«Πες της ότι αν τολμήσει να σε ξανά αγγίξει θα της βγάλω τα μάτια και θα της τα δώσω να τα φάει» απείλησα και έβαλε το κεφάλι του πάνω στον ώμο μου και με έσφιξε στην αγκαλιά του χωρίς να πει τίποτα άλλο... τα δάκρυά του ύγραιναν το δέρμα μου και άφησα και εγώ τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφραστεί ακουμπώντας το μάγουλο μου πάνω στον δικό του ώμο.
Τα χείλια του άρχισαν να πιπιλίζουν τον λαιμό μου και εγώ αναστέναξα βαθιά ενώ αντανακλαστικά τα χέρια μου αμέσως βρέθηκαν μέσα στα μαλλιά του τραβώντας τον πιο κοντά μου για να μην σταματήσει... τον είχα τόσο ανάγκη... είχα τόσο ανάγκη να σβήσουμε όλα τα παλιά... να τα αφήσουμε όλα πίσω και να κάνουμε μια νέα αρχή απαλλαγμένοι από ό, τι μας έπνιγε.
«Μάθε μου να κάνω έρωτα» παρακάλεσε και έκανα λίγο πιο πίσω για να μπορέσω να τον κοιτάξω βαθιά στα μάτια και του χάιδεψα το μάγουλό του τρυφερά.
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και το σεξ?» τον ρώτησα και αμέσως με βούτηξε και με ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι.
Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που μου έκοψε την ανάσα... τα χείλια μας συγχρονίστηκαν και μόλις άνοιξα λίγο το στόμα μου για να πάρω μια ανάσα ένιωσα την γλώσσα του πάνω στην δική μου και βόγκηξα τεντώνοντας το κορμί μου... Κόλλησε το δικό του πάνω μου και μόλις ένιωσα τον ερεθισμό του ανασήκωσα το κεφάλι μου και βόγκηξα δυνατά... το χέρι του κατηφόρισε προς τα κάτω και πιάνοντας με από την μέση μου με κόλλησε απάνω του και άρχισε να τρίβει τον ερεθισμό του εκεί ακριβώς που τον είχα ανάγκη, ενώ τα χείλια του κατηφόρισαν προς το στήθος μου.
Με ανασήκωσε για λίγο και αφού μου αφαίρεσε την πέρτα μου από τα χέρια μου... με άφησε και πάλι να ξαπλώσω πάνω στα μαξιλάρια απομακρύνοντας τα μαλλιά που είχαν καλύψει το πρόσωπο μου. Κοιτώντας με πάντα μέσα στα μάτια... δεν μίλησε... δεν είπε τίποτα... δεν υπήρχαν άλλα λόγια να εκφράσουν ότι η ψυχή μας ούρλιαζε πάνω σε όλο μας το κορμί.
Ήμασταν μόνοι. Αυτός κι εγώ.
Τα χείλια του για άλλη μια φορά βρέθηκαν πάνω στα δικά μου και τα χέρια του άρχισαν να εξερευνούν το κορμί μου κάνοντας με να βογκήξω σύγκορμη... έχω τόσο ανάγκη να τον νιώσω... που δεν αντέχω άλλο... αλλά πρέπει να κάνω υπομονή για εκείνον... πρέπει να βρει τις ισορροπίες του και πρέπει να το κάνει μόνος του.
Όταν τα πνευμόνια μου άρχισαν να διαμαρτύρονται για λίγο αέρα εκείνος άφησε τα χείλη μου και συνέχισε να σκορπίζει φιλιά σε όλο μου το πρόσωπο... βόγκηξα και σταμάτησε για να με κοιτάξει.
«Τι συμβαίνει?» ρώτησα με απορία.
«Θέλω να σε γευτώ»
«Και τι σε σταματάει?»
«Φοβάμαι μην τα χάσω»
«Αν τα χάσεις?»
«Θα την κάνεις να το μετανιώσει» είπε χαμογελώντας και συνέχισε να με φιλάει με περισσότερο πάθος.
Άρχισε να κατηφορίζει και μόλις το στόμα του έφτασε στην αρχή του εσωρούχου μου, πέρασε τα δάχτυλα του γύρω από το λάστιχο και το κατέβασε βασανιστικά αργά κάνοντας με να αναστενάξω... Το πέρασε από τα παπούτσια μου αλλά το αφαίρεσε χωρίς να τα βγάλει.
Γύρισε κοντά μου αφήνοντας διάσπαρτα φιλιά πάνω στα πόδια μου και μόλις έφτασε στο χνούδι μου άνοιξε ξανά τα πόδια μου χωρίς να σταματάει να αφήνει υγρά φιλία στο εσωτερικό των μηρών μου.
Πέρασε το χέρι του απαλά πάνω την κλειτορίδα μου κατηφορίζοντας προς την είσοδο μου και μόλις ένιωσε πόσο υγρή είμαι έκλεισε τα μάτια του και έτριξα τα δόντια του αλλά δεν τα παράτησε.... πήρε μια βαθιά ανάσα και έσκυψε προς την τρυφερή μου σάρκα και περνώντας την μύτη του γύρω από τα χείλια μου άρχισε να μυρίζει το ιδιαίτερο άρωμα μου.
Η ανάσα του χάιδευε απαλά το δέρμα μου και αναστέναξα βαριά βάζοντας αντανακλαστικά τα χέρια μου πάνω στα μαλλιά του αλλά μόλις συνειδητοποίησα την κίνηση μου κοκάλωσα και περίμενα την αντίδραση του.
«Μη σταματάς να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά» παρακάλεσε και συνέχισα να του τα χτενίζω με τα δάχτυλα μου εκφράζοντας όλο το πάθος που μου ξύπναγε... και εκείνος συνέχισε να με βασανίζει γλυκά χωρίς να βγάζει το χέρι του από μέσα μου.
«Θέλω να τελειώσεις για μένα μωράκι μου... μουρμούρισε... το έχω ανάγκη να τελειώσεις για μένα» παρακάλεσε και τα δάχτυλα του ξεκίνησαν να εξερευνούν τον εσωτερικό μου κόσμο με περισσότερο πάθος και ένιωσα την έκρηξη μου να πλησιάζει.
Τέντωσα το κορμί μου και εκείνος πέρασε άλλη μια φορά την μύτη του από την τρυφερή μου σάρκα εξιτάροντας με περισσότερο... η γλώσσα του πέρασε για μια στιγμή από την κλειτορίδα μου και τότε δεν άντεξα άλλο... Ξέσπασα όλο το καταπιεσμένο μου πάθος πάνω στο χέρι του με ορμή και μόλις ένιωσε τα καυτά μου υγρά να τυλίγουν τα δάχτυλά του τα έβγαλε από μέσα μου και πιάνοντας με από τους γλουτούς μου τα αντικατέστησε με το στόμα του και την γλώσσα του.
Άπληστα άρχισε να ρουφάει όλους μου τους χυμούς και ο οργασμός μου με ξεπέρασε σε τέτοιο σημείο που άρχισα να ουρλιάζω και να σπαρταράω πάνω στα χέρια του... η αναπνοή μου, μου είχε κοπεί και τα πνευμόνια μου ζητούσαν απελπισμένα για λίγο αέρα.
«Έντουαρντ... κατάφερα να πω μέσα από τα δάκρυα της ηδονής και τα αγκομαχητά μου... με σκοτώνεις» ούρλιαξα με όση ανάσα μου είχε απομείνει και τότε εκείνος χαλάρωσε τον ρυθμό του και μετά από λίγο με άφησε σηκώνοντας το κεφάλι του για να συναντήσει την ματιά μου. Μόλις τα βλέμματα μας κλειδώθηκαν το ένα μέσα στο άλλο, αναστέναξε.
«...και σε λυτρώνω ταυτόχρονα» συμπλήρωσε την φράση μου και με άφησε να ξαναβρώ του φυσιολογικούς μου ρυθμούς.
«Από την ημέρα που με ανάγκασες να σε γευτώ... κούνησε το κεφάλι του σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή... ήταν ο χειρότερος μου θάνατος που θα μπορούσες να μου προσφέρεις... Από εκείνη την ημέρα δεν μπόρεσα να ξαναπάω με άλλη... Και όταν έφυγες με έκανες να τρελαθώ... λες και δεν ήμουν ήδη αρκετά τρελός...» γέλασε θλιμμένα χαμηλώνοντας τη ματιά του και του χάιδεψα το μάγουλο του αναγκάζοντας τον να με ξανακοιτάξει.
«Είσαι ο παράδεισος και η κόλαση μαζί... δάκρυσε και αναστέναξε... έχεις την πιο γλυκιά γεύση που έχω γευτεί... την πιο υπέροχη μυρωδιά που έχω μυρίσει ποτέ στην ζωή μου... αλλά μόλις σκεφτώ ότι θέλω να σε γευτώ όλα μαυρίζουν» είπε και μια αρχαία θλίψη κάλυψε τα υπέροχα χαρακτηριστικά του.
«Και τώρα τι άλλαξε?»
«Δεν άλλαξε Μπέλα... δεν νομίζω ότι θα αλλάξει ποτέ» σκούπισε το δάκρυ του και με κοίταξε με πόνο στα μάτια... η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο από τον πόνο που ένιωθα να βιώνει και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Αν δεν με σταμάταγες...» συνέχισε μέσα από την αναπνοή του και έβαλε το πρόσωπο του να ακουμπήσει πάνω στην κοιλιά μου.
«Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω Μπέλα... δεν σταματάει με τίποτα» Του χάιδευα ήρεμα τα μαλλιά και με έσφιξε με τα χέρια του ζητώντας παρηγοριά.
«Αλλά δεν τα παρατάω Μπέλα... εσύ είσαι η μόνη που θέλω στην ζωή μου... δεν θα την αφήσω ξανά να σου κάνει κακό αλλά θέλω την βοήθεια σου».
«Έλα εδώ» του ζήτησα τρυφερά ανοίγοντας την αγκαλιά μου για εκείνον και εμμέσως ανασήκωσε το κορμί του και ήρθε πιο κοντά μου, κοιτώντας με μέσα στα μάτια σαν πληγωμένο κουτάβι και κρεμόταν από τα χείλια μου για να τον καθησυχάσω.
«Θες να σταματήσουμε και να προσπαθήσουμε άλλη μέρα πιο ήρεμα? Σου έχουν έρθει όλα μαζί και είσαι πιεσμένος... μην στρεσάρεις τον εαυτό σου από πείσμα... ξέρεις ότι δεν θα σε αφήσω ανικανοποίητο» του είπα.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά με πείσμα.
«Θέλω και εγώ να σε ικανοποιήσω μια φορά σωστά» απάντησε.
«Μα με ικανοποίησες, καρδιά μου».
«Όχι έτσι».
«Τότε πως?»
«Όπως θες εσύ να κάνεις έρωτα».
«Έντουαρντ... δεν είναι η τελευταία φορά που θα ήμαστε μαζί. Μπορούμε να προσπ...»
«Όχι» είπε με πείσμα διακόπτοντας με και τότε εγώ γέλασα.
«Θέλω να σε ευχαριστήσω... συνέχισε πιο ήρεμα... αλλά βοήθησε με... αν δεις ότι ξεφεύγω θέλω να με σταματήσεις» κούνησα το κεφάλι μου και τον άφησα να κάνει αυτό που ήθελε... μου χάιδεψε το μάγουλο και μου χαμογέλασε δίνοντας μου ένα τρυφερό φιλί στα χείλια.
«Το ξέρω ότι σε σκοτώνω Μπέλα... αλλά σ’ αγαπάω και θέλω να κάνω τα πάντα για σένα».
Δε με άφησε να πω τίποτα άλλο... Τα χείλια του σφράγισαν τα δικά μου και μου χάρισε το πιο ζεστό και το πιο τρυφερό φιλί που είχα γευτεί ποτέ στην ζωή μου παίρνοντας μου την ανάσα μου μακριά.
Τα χείλια του, με αργές και βασανιστικές κινήσεις, γευόντουσαν την επιδερμίδα μου, η γλώσσα του χάραζε ένα πύρινο μονοπάτι από το αυτί μου μέχρι το στήθος μου και εγώ βογκούσα δυνατά... τα χέρια του εξερευνούσαν κάθε σπιθαμή του κορμιού μου και τα χέρια μου αυτόματα βρέθηκαν στα μαλλιά του να παίζουν με τις τούφες του ένα τρυφερό παιχνίδι... μόλις ένιωσα τα χείλια του να αγκαλιάζουν την ρώγα μου αναστέναξα και τέντωσα το κορμί μου...
Ζούληξε το στήθος μου και τα δόντια του άρχισαν να γδέρνουν αισθησιακά το δέρμα μου ενώ η γλώσσα του πιπίλιζε παιχνιδιάρικα τη ρώγα μου.
«Έντουαρντ» αναστέναξα και αυτός βόγκηξε.
Το πάθος του τον συνεπήρε και συνέχισε να κατακτά το στήθος μου με περισσότερη μανία... το ελεύθερο χέρι του έπιασε και το άλλο μου στήθος και αφού ανασήκωσε λίγο το κορμί του συνέχισε να κατακτά τα στήθια μου εναλλάξ... έγειρα προς τα πίσω το κεφάλι μου και έβγαλα μια κραυγή... αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του.
Έβαλε το μέτωπο του να ακουμπήσει ανάμεσα στο στήθος μου και προσπάθησε να βρει τις ισορροπίες του... ακινητοποιήθηκα και σταμάτησα να αναπνέω μέχρι να δω τις αντιδράσεις του.
«Μη σταματάς μωρό μου... θέλω να ακούω την φωνή σου» μου είπε και χαλάρωσα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ελευθερώνοντας το στήθος μου άρχισε να με φιλάει στο υπόλοιπο κορμί μου... σε κάθε μου αναστεναγμό το πάθος του φούντωνε περισσότερο και τα φιλιά του και τα χάδια του γινόντουσαν όλο πιο αισθησιακά... όλο πιο παθιασμένα... αλλά όχι βίαια... το πάλευε και έβγαινε νικητής.
Μόλις τα χείλια του έφτασαν στο εσωτερικό των μοιρών μου αναστέναξε... δεν μπόρεσε να το επαναλάβει... δεν ήθελε να το διακινδυνέψει και έτσι συνέχισε να κατηφορίζει.
Ανασήκωσε το κορμί του και παίρνοντας το πόδι μου στο χέρι του συνέχιζε το γλυκό του βασανιστήριο... αλλά μόλις έφτασε στο πόδι μου έπιασε το παπούτσι μου για να το βγάλει και πάγωσα... προσπάθησα να μην το δείξω αλλά περίμενα υπομονετικά την αντίδραση του... εκείνος δεν ένιωσε το πάγωμα μου και αφού έβγαλε το παπούτσι μου και το άφησε να πέσει στο πάτωμα συνέχιζε να μου φιλάει και να μου πιπιλίζει τα δάχτυλα... πήρα μια βαθιά ανάσα και δάγκωσα τα χείλια μου.
Μόλις η γλώσσα του έφτασε στην πατούσα μου και πάγωσε... άνοιξε τα μάτια του έντρομος και με κοίταξε κατάματα πριν κοιτάξει την πατούσα μου που πλέον είχε καταλάβει τι υπήρχε εκεί...
Δε μίλησα...
Χαμήλωσε τη ματιά του στο σημείο που ήταν το σημάδι μου και τότε ένιωσε σαν να έφαγε μπουνιά και κόλλησε στα πίσω κάγκελα του κρεβατιού, κλείνοντας τα μάτια του με τα χέρια του... ανάσαινε γρήγορα.
Μάζεψα τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου και περίμενα υπομονετικά το ξέσπασμα του... αλλά εκείνος δεν μίλησε.
«για ποιον λόγο νομίζεις ότι έκανα 5 χρόνια για να έρθω να σε βρω?» τον ρώτησα και σήκωσε την ματιά του για να συναντήσει την δική μου
«Μπέλα...» κατάφερε να πει ξέπνοος. Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία και η φωνή του ίσα που ακούστηκε.
«Ίσως θα έπρεπε να μην το κάνω...» συνέχισα ποιο επιθετικά καταλαβαίνοντας ότι άρχιζε να με λυπάται...
«ίσως θα έπρεπε από την αρχή να σε αφήσω να το δεις...» συνέχισα πιο άγρια...
«ίσως θα ήταν καλύτερα να με δεις έτσι όπως με είδαν και οι άλλοι για να με σεβαστείς» του κοπάνησα και άφησα τα δάκρυα μου να κυλήσουν στα μάγουλα μου.
«ίσως θα έπρεπε από την αρχή να σε αφήσω να το δεις...» συνέχισα πιο άγρια...
«ίσως θα ήταν καλύτερα να με δεις έτσι όπως με είδαν και οι άλλοι για να με σεβαστείς» του κοπάνησα και άφησα τα δάκρυα μου να κυλήσουν στα μάγουλα μου.
«Μπέλα... εγώ»
«Σκάσε!» απαίτησα
«δεν θέλω την λύπηση σου... όσοι καταφέρνουν να πιστεύουν σε μένα μόλις τους αφήνω να δουν αυτό το σημάδι... τότε τους πετάω έξω σαν σκυλιά... ο μόνος λόγος που άφησα αυτό το σημάδι είναι για να βλέπουν οι άπιστοι για ποιον λόγο είμαι Βαρόνη... για ποιον λόγο νομίζεις ότι είμαι Βαρόνη Έντουαρντ?... επειδή έτυχε να κληρονομήσω τον Πάολο?»
«δεν θέλω την λύπηση σου... όσοι καταφέρνουν να πιστεύουν σε μένα μόλις τους αφήνω να δουν αυτό το σημάδι... τότε τους πετάω έξω σαν σκυλιά... ο μόνος λόγος που άφησα αυτό το σημάδι είναι για να βλέπουν οι άπιστοι για ποιον λόγο είμαι Βαρόνη... για ποιον λόγο νομίζεις ότι είμαι Βαρόνη Έντουαρντ?... επειδή έτυχε να κληρονομήσω τον Πάολο?»
«Όχι, ποτέ μου δεν το πίστεψα αυτό».
«Τότε γιατί Έντουαρντ νομίζεις ότι είμαι Βαρόνη? Γιατί κανείς δεν καταφέρνει να πάει στο 4ο στάδιο?... γιατί Έντουαρντ νομίζεις ότι σε άφησα τώρα να το δεις?»
Έπεσε επάνω μου και με κράτησε από τα μαλλιά για να με ακινητοποιήσει. Προσπάθησα να αποτραβηχτώ αλλά το κράτημα του ήταν πολύ δυνατό.
«Όποιος τολμήσει να σε ξανά αγγίξει θα περάσει πάνω από το πτώμα μου... αν τολμήσεις να αγγίξεις ξανά με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό σου θα σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος... αν τολμήσει να σε αγγίξει ξανά... θα της βγάλω εγώ τα μάτια και θα της τα δώσω να τα φάει. Το κατάλαβες?»
Τον κοίταζα μέσα στα μάτια χωρίς να απαντάω...
«Το κατάλαβες?... κανείς... κανείς δεν θα ακουμπήσει αυτό το σώμα ξανά με οποιονδήποτε τρόπο... κανείς» είπε πιο άγρια και με έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Με σκοτώνεις» είπα παραπονιάρικα και αφήνοντας τα μαλλιά μου άρχισε να με χαϊδεύει τρυφερά.
«Αλλά και σε λυτρώνω ταυτόχρονα» Σήκωσε το κεφάλι του και μου σκούπισε τα δάκρυα.
«σ’ αγαπάω Μπέλα... είσαι ότι το πιο πολύτιμο έχω στην ζωή μου... χίλιες φορές να μου κόψεις τα χέρια παρά να με αφήσεις να σε αγγίξω ξανά με αυτόν τον τρόπο... γι αυτό θα το πω μια φορά και δεν θα το ξαναεπαναλάβω... αν τολμήσεις και μου ζητήσεις να σε χτυπήσω θα πάρω ότι βρω μπροστά μου και θα αυτομαστιγωθώ... το κατάλαβες?» κούνησα το κεφάλι μου και μου σκούπισε για άλλη μια φορά τα μάγουλα από τα καινούργια δάκρυα που είχαν κυλήσει...
«Μπέλα?»
«Ναι?»
«Μπορούμε να φύγουμε από εδώ μέσα?... και μόνο που τα βλέπω όλα αυτά μου έρχεται να σηκωθώ, να τους βάλω φωτιά και να τα κάψω».
Έβαλα τα χέρια μου πάνω στο πρόσωπο του και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια.
«Δεν μπορούμε να φύγουμε ακόμα».
Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Μπορώ να ξαπλώσω λίγο στην αγκαλιά σου?» παρακάλεσε και του χάιδεψα το μάγουλο του παρηγορητικά.
«Δε χρειάζεται να ρωτάς για να το κάνεις... είσαι στο στάδιο 5 Έντουαρντ».
Άνοιξε τα μάτια του απότομα και με κοίταξε σοκαρισμένος.
«Είσαι ο μόνος που κατάφερε ποτέ να με προκαλέσει και να με αντιμετωπίσει με αυτόν τον τρόπο... ούτε ο Τζέηκ δεν τολμά να το κάνει και ας είναι στο στάδιο 5»
«Δεν το καταλαβαίνω αυτό»
«Βάζει σε κίνδυνο τη δική του ζωή, όχι τη δική μου... όταν με προκαλεί... γι αυτό δεν μπορεί να γίνει Βαρόνος».
«Θες να μου πεις ότι εγώ τώρα θα γίνω Βαρόνος?» ρώτησε δύσπιστα και γέλασα.
«Όχι, τώρα αρχίζει η εκπαίδευση σου».
«Είσαι ένας γρίφος» αναστέναξε απηυδισμένος.
«Έντουαρντ... ανήκεις στην γκρι ομάδα πως περιμένεις να γίνεις Βαρόνος?»
Κοίταξε το δαχτυλίδι του.
«Πώς βγαίνει αυτό?» γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου.
«Έτσι» είπα και πιάνοντας στα χέρια μου το χέρι που φορούσε το δαχτυλίδι... το έβγαλα και το πέταξε στο πάτωμα και πιάνοντας το πρόσωπο του άρχισα να τον φιλώ με πάθος και αμέσως μου ανταποκρίθηκε και βάθυνε το φιλί μας.
«Κάνε με δική σου Έντουαρντ... μην με βασανίζεις άλλο» παρακάλεσα με βαθιά φωνή παρασυρμένη από το πάθος μου πάνω στα χείλια του και ένιωσα τα χέρια του να χαμηλώνουν.
Κατέβασε το εσώρουχο του πιο χαμηλά και μόλις τύλιξε ξανά τα χέρια του γύρω από το σώμα μου ένιωσα τον ερεθισμό του να με γεμίζει και ούρλιαξα σύγκορμη από την αίσθηση... άφησα τα χείλια του για να πάρω μια ανάσα... εκείνος έμεινε ακίνητος μέσα μου και συνέχισε να με φιλάει στον λαιμό λαίμαργα.
«Έντουαρνττττ!!!» σίριξα μέσα από τα δόντια μου μην αντέχοντας άλλο όλη αυτή την αναμονή... και ένιωσα τα δόντια του να δαγκώνουν τρυφερά τον λοβό του αυτιού μου ενώ η βαριά του αναπνοή γαργαλούσε βασανιστικά την επιδερμίδα μου κάνοντας με να ξεπεράσω κάθε μου όριο.
«Δεν ξέρω πόσο μπορώ να κρατηθώ ... είμαι έτοιμος να εκραγώ» είπε με πνιχτή φωνή προσπαθώντας πολύ σκληρά να συγκρατήσει όλα του τα συναισθήματα για να μην απελευθερώσει την έκρηξη που ένιωθε μέσα του... για να μπορέσει να το κάνει να κρατήσει λίγο ακόμα.
Τέντωσα το κορμί μου και τύλιξα τα χέρια και τα πόδια μου γύρω από το κορμί μου για να τον νιώσω απόλυτα πάνω μου... και βόγκηξε ρίχνοντας το κεφάλι του πάνω στον ώμο μου... δεν ήθελε πολύ για να τελειώσει και δεν μπορούσε να το διαχειριστεί.
«Μη σταματάς να μου μιλάς... του ζήτησα ασθμαίνοντας... είμαι ικανή να τελειώσω μόνο με την φωνή σου»
«Σ’ αγαπώ...» αναστέναξε με πάθος εκδηλώνοντας όλην την αγάπη που ένιωθε να τον πνίγει... «όταν σε ακούω να βογκάς...» άκουσα μέσα στο αυτί μου να ψιθυρίζει και ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλια μου τεντώνοντας άλλη μια φορά το κορμί μου και η κίνηση μου τον έκανε να ξεπεράσει κάθε του όριο.
Τον ένιωσα να κινείται μέσα μου αργά και βασανιστικά τρίβοντας απαλά το τέρμα μου και μαγκώθηκα απάνω του μπήγοντας τα νύχια μου μέσα στην σάρκα του από τον ηλεκτρισμό που μου προκάλεσε. Ούρλιαξα από ηδονή.
«Όταν ακούω τα ουρλιαχτά σου» συνέχισε και ούρλιαξα μόλις τον ένιωσα να μου χτυπάει το τέρμα και άρχισαν τρέμω... ήμουν τόσο κοντά.
«Όταν σε νιώθω να τελειώνεις» άκουσα τα λόγια του και η έκρηξή μου ήρθε να με συνεπάρει... κάνοντας τα καυτά μου υγρά να ξεχειλίσουν με μεγάλη ορμή καθώς και εκείνος έκανε της ωθήσεις του πιο γρήγορες, πιο βαθιές και πιο κατακτητικές... ο Έντουαρντ βόγκηξε ως απάντηση και απελευθέρωσε όλο το καταπιεσμένο του πάθος μέσα μου στέλνοντας με στον έβδομο ουρανό.
Ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο στήθος μου και πάλεψε ταυτόχρονα με μένα να βρει την ανάσα του αλλά δεν σταμάτησε εκεί.
«Αλλά όταν ακούω αυτήν την καρδιά να μου τραγουδά» ακούμπησε το αυτί του ακριβώς στο σημείο της καρδιάς μου και αναστέναξε.
«Είναι ο πιο υπέροχος ήχος στον κόσμο μου... η πιο γλυκιά μελωδία που έχω ακούσει σε ολόκληρη την ζωή μου.... όλη μέρα να κάθομαι στην αγκαλιά σου και να την ακούω και πάλι δεν θα μπορούσα ποτέ να την χορτάσω... μην μου την στερήσεις ποτέ... γι αυτήν την καρδιά θα έκανα τα πάντα... χίλιες φορές να σκοτωθώ παρά να φανταστώ την ζήσω μακριά από το άκουσμα αυτού του ήχου»
«Έντουαρντ, με εμπιστεύεσαι?» τον ρώτησα και σήκωσε το κεφάλι του για να με αντικρίσει με απορία.
«Με κλειστά τα μάτια, καρδιά μου»
«Αν σου κλείσω τα μάτια θα φοβηθείς?»
«Όχι γιατί ξέρω ότι δεν έχεις σκοπό να με βλάψεις»
«Τότε βάλε το εσώρουχο σου και πάμε»
«Να πάμε που?»
«Θα μάθεις στο ταξίδι» είπα και με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του με απορία.
«με εμπιστεύεσαι?» χαμογέλασε και αφού μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί σηκώθηκε και μου έκανε χώρο για να μπορέσω να σηκωθώ και εγώ.
Σήκωσε το εσώρουχο του και καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού με περίμενε υπομονετικά διαβάζοντας τις κινήσεις μου...
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και φορώντας μόνο το εσώρουχο μου και βγάζοντας το παπούτσι που φόραγα ακόμα... πήγα στην ντουλάπα.
Ανοίγοντας την, πήρα τη μάσκα του ύπνου και πήγα κοντά του... τείνοντας την προς το μέρος του... ακόμα με αινιγματικό ύφος.
Την πήρε στα χέρια του και την φόρεσε χωρίς να πει τίποτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου