Πρίγκιπας Έντουαρτ
Μετά από 5 ώρες αχαλίνωτου σεξ με έξι επαναλήψεις και ακόμα το κορμί μου ήταν ανικανοποίητο και διψασμένο, αλλά πως να μην ήταν όταν αυτό που πραγματικά αναζητούσε η ψυχή μου ήταν πολύ μακριά από αυτό που μου πρόσφερε αυτό το άχαρο κοριτσάκι που τώρα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα μαλλιά της αναμαλλιασμένα, απλανές βλέμμα και το σώμα της ακόμα να τρέμει από τον τελευταίο οργασμό της απόλυτα ολοκληρωμένη.
«Την σκύλα είχε δίκιο... Αυτό ήταν... μμμμ» μουρμούρισε την σκέψη της καθώς δάγκωνε τα χείλια της με μανία παλεύοντας να κατευνάσει το ηλεκτρισμό που διαπερνούσε το κορμί της με κλειστά μάτια καθώς ανατρίχιαζε ολόκληρη με το χέρι της να ακουμπά πάνω στο μέτωπο της και βλέποντας την έκανα μια αηδιαστική γκριμάτσα.
Όσοι αιώνες και να περάσουν, ο σπόρος της δεν θα αλλοιωθεί ποτέ... σκέφτηκα και αφήνοντας το πνεύμα μου να αδυνατήσει άφησα τον μικρό να πάρει και πάλι τα ινία...
Είναι όλη δικιά σου... του είπα με την σκέψη μου και πέρασα στο παρασκήνιο να βλέπω τις αντιδράσεις του.
Έντουαρτ
Καθώς ένιωθα να ανακτώ και πάλι τον έλεγχο του σώματος μου πετάχτηκα απάνω σαν ελατήριο και έκλεισα το κεφάλι μου μέσα στα δύο μου χέρια...
Πως μπορεί κάποιος να ελέγχει όλο μου το κορμί χωρίς την θέληση μου;... σκέφτηκα και καθώς ένιωσα τα χέρια της Έλενας να αγγίζουν τους ώμους μου ξαφνιασμένος γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος της.
«Μην φεύγειςςςς...» νιαούρισε... «Μείνε να κοιμηθούμε μαζί και σου υπόσχομαι το πρωί να σου φέρω και πρωινό στο κρεβάτι» συνέχισε καθώς άφηνε διάσπαρτα φιλιά πάνω στην πλάτη μου και τον ώμο μου και έμεινα να την κοιτώ σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά στην ζωή μου.
Δεν την αναγνώριζα πια, δεν ήξερα ποια είχα μπροστά μου, ακόμα και πριν που κάναμε έρωτα... για μένα ήταν μια ξένη.
«Πρέπει να φύγω» είπα αποφασιστικά και πιάνοντας το παντελόνι μου το πέρασα από τα πόδια μου βιαστικά ενώ προσπάθησα να σηκωθώ για να το ανεβάσω και εκείνη τραβώντας με κοντά της, φιλώντας με απαιτητικά προσπάθησε να με μεταπείσει.
«Ξεκόλλα επιτέλους από πάνω μου» απαίτησα σπρώχνοντας την βίαια από πάνω μου αηδιασμένος και εκείνη έπεσε ξανά στον κρεβάτι των γονιών της που είχαμε μεταφερθεί κοιτώντας με σοκαρισμένη.
«Έκανα κάτι λάθος;» ρώτησε με ένα πληγωμένος ύφος αλλά δεν έμεινα να της απαντήσω... Καθώς σηκώθηκα όρθιος, κούμπωσα όπως - όπως το παντελόνι μου, φόρεσα το πουκάμισο μου και χωρίς να το κουμπώσω μάζεψα βιαστικά όλα τα υπόλοιπα ρούχα μου και τα παπούτσια μου και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο.
Ήθελα να φύγω, να τρέξω μακριά από όλους και από όλα για να βρω ξανά την γαλήνη μου και την ψυχική μου ηρεμία αλλά από αυτό που ήθελα να φύγω πραγματικά ότι και να έκανα δεν θα κατάφερνα να ξεφύγω ποτέ.
Η Έλενα τυλίγοντας το σεντόνι γύρω από το κορμί της έτρεξε πίσω μου προσπαθώντας να με μεταπείσει αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα από όσα μου έλεγε... Φτάνοντας στο αυτοκίνητο μου, την στιγμή που προσπάθησα να βρω τα κλειδιά μου για να το ανοίξω, εκείνη βρήκε την ευκαιρία για να με σταματήσει.
«Έντουαρτ σε παρακαλώ, μην φεύγεις, μείνε να το συζητήσουμε, σου το ορκίζομαι έχω μετανιώσει για όλα...» είπε και γύρισα την ματιά μου για να την αντικρίσω και αυτό που είδα πραγματικά με σόκαρε.
Ήταν πράγματι μετανιωμένη, το ύφος της δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση και αυτό για λίγο με δίχασε.
«Σ’ αγαπάω Έντουαρτ» προσπάθησε άλλη μια φορά με τα μάτια της να βουρκώνουν και που να την πάρει για πρώτη φορά πραγματικά το εννοούσε αλλά για μένα ήταν πλέον αργά... Εγώ δεν την αγαπούσα και το ήξερα πριν ακόμα τα προβλήματα αρχίσουν μεταξύ μας αλλά εγώ ήμουν πολύ τυφλός ή πολύ δειλός για να το παραδεχτώ, όχι όμως πια.
«Εγώ όμως όχι» της είπα ψυχρά και καθώς βρήκα το κλειδί του αυτοκινήτου, το άνοιξα και μπαίνοντας μέσα πέταξα στην θέση του συνοδηγού τα πράγματα μου... Βάζοντας μπροστά την μηχανή πάτησα το γκάζι τέρμα και χωρίς να κοιτάξω πίσω μου άρχισα να τρέχω σαν δαιμονισμένος.
Άλις
Τα είχα παίξει τελείως... Από την μια τα νεύρα μου με τον ηλίθιο τον Έμετ που ήθελε να μου το παίξει και μπαμπάς στην θέση του μπαμπά και από την άλλη όλα τα συναισθήματα του Έντουαρτ που με κατέκλυζαν, με έκαναν να μην ξέρω τι να κάνω... Δεν μου έφταναν οι δικές μου οι ορμόνες που είχαν χτυπήσει κόκκινο έπρεπε να νιώθω και την δική του ικανοποίηση; Ποια ικανοποίηση δηλαδή που περισσότερο για σύγχυση μου έκανε όλο αυτό παρά όλα τα άλλα και πραγματικά δεν ήξερα τι να κάνω αλλά μόλις ένιωσα να ηρεμεί κάτι δεν μου κόλλαγε και αυτό με έκανε ακόμα χειρότερα... Ένα προαίσθημα ήρθε να με χτυπήσει κατάστηθα και στην προσπάθεια μου να τον πάρω τηλέφωνο για να δω τι του συμβαίνει μόλις άκουσα την φωνή της Έλενας ένιωσα την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου.
«Άλις... Άλις εσύ είσαι;» την άκουγα να μου λέει τελείως τρομοκρατημένη και έχασα την ανάσα μου.
«Έλενα τι συμβαίνει; Γιατί απαντάς εσύ το τηλέφωνο του Έντουαρτ;...» την ρώτησα χωρίς να υπολογίζω την φωνή μου σκληρά και εκείνη με πήρε από τα μούτρα... «Εεεεε πιο σιγά καλέ δεν καταλαβαίνω λέξη από όσα λες» προσπάθησα να την φρενάρω γιατί πραγματικά δεν κατάλαβα τίποτα και εκείνη πήρε μια ανάσα πριν τα επαναλάβει ξανά.
«Δεν ξέρω τι έπαθε... Κάναμε έρωτα και μετά ήταν σαν να μεταλλάχτηκε... Πετάχτηκε απάνω και άρχισε να τρέχει... Πήρε τα ρούχα του στο χέρι και εξαφανίστηκε με το αυτοκίνητο σαν δαιμονισμένος το καταλαβαίνεις;;;;» φώναζε κλαίγοντας ακατάπαυστα και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
«Του είπες τίποτα που τον νεύριασε, του έκανες κάτι;» ρώτησα το προφανές και εκείνη έγινε χειρότερα.
«Εγώ;;;... Εκείνος ήταν που....» κόμπιασε.
«Ο Έντουαρτ σου έκανε κάτι;» ρώτησα δύσπιστα και εκείνη ξεφύσησε καθώς προσπαθούσε να συμμαζέψει τον εαυτό της.
«Ξέρεις κάτι ξέχνα το... Όταν γυρίσει απλά πες του να με πάρει ένα τηλέφωνο γιατί πραγματικά έχω αρχίσει να ανησυχώ οκ;» ρώτησε και αναστέναξα.
«Οκ θα του το πω» της απάντησα κοφτά και κλείνοντας το τηλέφωνο σηκώθηκα και βγαίνοντας από το δωμάτιο μου έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιο του Έμετ.
«Έμετ...» είπα γρήγορα καθώς χτύπησα την πόρτα του αλλά εκείνος δεν μου ανταποκρίθηκε... «Ρε βλαμμένο άνοιξε την πόρτα είναι επείγον» του είπα λίγο πιο δυνατά ενώ κοίταζα και προς την σκάλα ελπίζοντας να μην με είχε ακούσει η μαμά και ανησυχήσει τσάμπα και τον άκουσα που ερχόταν προς την πόρτα με βαριεστημένα βήματα.
«Τι έπαθες βραδιάτικα;» ρώτησε με ένα νυσταγμένο ύφος και σπρώχνοντας τον προς τα πίσω τον έβαλα μέσα στο δωμάτιο του κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
«Κάτι έπαθε ο Έντουαρτ» του είπα γρήγορα με αγωνία και εκείνος με κοίταξε για λίγο ξαφνιασμένος αλλά αμέσως άρχισε τα γνωστά του κουλά.
«Μην αρχίσεις πάλι με τα ηλίθια προαισθήματα σου και όλες αυτές τις αΐδιες...»
«Πας καλά αγόρι μου... Σου λέω ότι κάτι συμβαίνει, πήρα στο κινητό του και απάντησε η Έλενα...»
«Είσαι τελείως μαλακισμένη;;; Άσε το παιδί να ξεκαυλώσει που πας και μπαίνεις συνέχεια...»
«Έμετ, η Έλενα ήταν κλαμένη, μου είπε ότι έφυγε από το σπίτι της σαν δαιμονισμένος και...»
«Και δεν το λες τόση ώρα...» με διέκοψε καθώς αναφώνησε και έτρεξε να πάρει το παντελόνι του από το πάτωμα που το είχε πετάξει την στιγμή που η μαμά άνοιγε την πόρτα με δύναμη.
«Έπαθε κάτι
το παιδί;» ρώτησε με αγωνία καθώς – προφανώς – είχε ακούσει τα πάντα πιάνοντας
την καρδιά της και γυρίσαμε ταυτόχρονα και την κοιτάξαμε ενώ εκείνη έκοβε την
φράση της στην μέση καθώς λύγιζε μπροστά υποβαστάζοντας το βάρος της στο πόμολο
της πόρτα και ταυτόχρονα καλύψαμε την απόσταση που μας χώριζε για να την
προλάβουμε πριν πέσει.
«Μαμαααα» φώναξα αλαφιασμένη ενώ την συγκρατούσα στην αγκαλιά μου.
«Πες μου έπαθε τίποτα ο Έντουαρτ;» είπε ξανά με αγωνία ασθμαίνοντας και κοίταξα προς τον Έμετ.
«Θα είναι μια χαρά, έλα να σε βοηθήσω να ξαπλώσεις» της είπε ο Έμετ χωρίς να δέχεται αντίρρηση αλλά εκείνη δεν τον άφηνε.
«Πες τε μου την αλήθεια... Τι έπαθε το παιδί μου;» απαίτησε ξανά και δεν ήξερα τι να κάνω.
«Μαμαααα» φώναξα αλαφιασμένη ενώ την συγκρατούσα στην αγκαλιά μου.
«Πες μου έπαθε τίποτα ο Έντουαρτ;» είπε ξανά με αγωνία ασθμαίνοντας και κοίταξα προς τον Έμετ.
«Θα είναι μια χαρά, έλα να σε βοηθήσω να ξαπλώσεις» της είπε ο Έμετ χωρίς να δέχεται αντίρρηση αλλά εκείνη δεν τον άφηνε.
«Πες τε μου την αλήθεια... Τι έπαθε το παιδί μου;» απαίτησε ξανά και δεν ήξερα τι να κάνω.
«Μαμά τι αισθάνεσαι; Μήπως...»
«Δεν πάω πουθενά, πες τε μου τι συμβαίνει» απαιτούσε εκείνη και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έκανα νόημα στον Έμετ και εκείνος ερχόμενος δίπλα μου με πολύ λίγη βοήθεια από μέρους της την πήρε στην αγκαλιά του και την πήγε στο δωμάτιο της ενώ εκείνη συνέχιζε να απαιτεί να της πούμε την αλήθεια και για λίγο το σκέφτηκα αλλά δεν ήταν ώρα για ντροπές.
«Μπέλλα...» είπα μόλις την άκουσα να απαντά στην κλήση μου... «Συγνώμη αν σε ενοχλώ αλλά έχουμε πρόβλημα»....
Μπέλλα
Μόλις με ενημέρωσε η Άλις για ότι συνέβη, φόρεσα κάτι πρόχειρο και την στιγμή που ξεκίνησα για το σπίτι τους κάλεσα τον Τζάσπερ στο κινητό.
«Κοιμάσαι;» τον ρώτησα ενώ ταυτόχρονα έτρεχα κοιτάζοντας κάθε γωνιά του δρόμου μήπως και δω πουθενά κανένα ίχνος του Έντουαρτ.
«Όχι, είναι όλα καλά; Σε ακούω...»
«Έχεις το προσωπικό αντικείμενο του Έντουαρτ που σου έχω δώσει;» τον ρώτησα διακόπτοντας τον.
«Ναι... Θες να τον βρω;» με ρώτησε εκείνος κατευθείαν καταλαβαίνοντας για ποιον λόγο του το ζητώ.
«Ναι και πάρε με τηλέφωνο να μου πεις... Να είσαι stand b
Μπαίνοντας στο δωμάτιο της Έσμε γύρισαν ταυτόχρονα προς το μέρος μου τρομαγμένοι αλλά εγώ δεν τους έδωσα σημασία, ο καρδιακός παλμός της Έσμε δεν μου άρεσε καθόλου και μόλις την πλησίασα εκείνη με κοίταξε τρομοκρατημένα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γονάτισα δίπλα της.
«Γλυκιά μου Έσμε δεν έχεις λόγο να με φοβάσαι, είμαι εδώ για να σε βοηθήσω» της είπα απαλά και εκείνη κοίταξε προς τον Έμετ και την Άλις και εκείνοι κατένευσαν ενισχύοντας τα λόγια μου.
«Τι θες από μας;» ρώτησε με σπασμένη φωνή.
«Μόνο το καλό σας, θέλω να με πιστέψεις...» της είπα το ίδιο ήρεμα και ένιωσα το κινητό μου να δονείτε... Το έβγαλα από την τσέπη μου και απάντησα αμέσως στην κλήση... «Έλα Τζαζ»
«Πηγαίνει προς τον λόφο» με ενημέρωσε και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Αν δεις να σταματάει κάπου πάρε με ξανά... Αν χρειαστούμε κάτι άλλο θα σε πάρει η Άλις να σε ενημερώσει» τον ενημέρωσα και το έκλεισα αμέσως.
«Τον βρήκαμε...» ενημέρωσα και τους υπόλοιπους.
«Τον Έντουαρτ είναι καλά;» ρώτησε η Έσμε με αγωνία ενώ η καρδιά της άρχισε να έχει περισσότερες αρρυθμίες.
«Έσμε πρέπει να σε δει γιατρός... Τώρα» της είπα επιτακτικά καθώς ένιωθα ότι κάθε λεπτό που πέρναγε γινόταν χειρότερα και εκείνη άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα.
«Το παιδί μου είναι καλά;» ρώτησε ενώ με έπιανε από την μπλούζα μου και άκουσα την καρδιά της να χάνει περισσότερους χτύπους.
«Έσμε πρέπει να ηρεμήσεις... Θα πάω να σου το φέρω αλλά πρέπει να σε δει γιατρός τώρα» επέμενα εγώ και καθώς έβαλε το χέρι της πάνω στο στήθος της έπνιξε ένα βογκητό πόνου και κοίταξα προς τον Έμετ και την Άλις την στιγμή που την συγκρατούσα στην αγκαλιά μου.
«Σώσε την σε παρακαλώ» είπε η Άλις με δάκρυα στα μάτια της και κατένευσα ενώ φέρνοντας το χέρι μου προς το στόμα μου, δάγκωσα τον καρπό μου και συγκρατώντας το κεφάλι της Έσμε από τον αυχένα, την έγειρα προς τα πίσω και πριν προλάβει να καταλάβει τι έκανα, κάλυψα τα μισάνοιχτα χείλια της με τον καρπό μου επιβάλλοντας την να πιει λίγο από το αίμα μου ενώ εκείνη προσπαθούσε να αντισταθεί.
«Πιες το γλυκιά μου, δεν έχουμε άλλη επιλογή τώρα» της ζήτησα παρακλητικά και εκείνη κοίταξε προς τα παιδιά της τρομοκρατημένα αλλά μόλις είδε εκείνα να την παρακαλέσανε σιωπηλά με την ματιά τους τελικά υπέκυψε και το δέχτηκε.
Έντουαρτ
Έτρεχα σαν τρελός, το μυαλό μου θολωμένο δεν έβλεπε τον δρόμο καθαρά και μόνο με το ένστικτο μου έπαιρνα της στροφές τόσο επικίνδυνα που δεν είχα ιδέα πως κατάφερνα να μην φύγω τελείως στον γκρεμό αλλά αυτό που μου έκανε απίστευτη εντύπωση ήταν πως ο πρόγονος μου δεν έκανε καμία κίνηση για να πάρει τον έλεγχο του σώματος μου για να με σταματήσει μέχρι που προσπάθησε να με μεταπείσει μιλώντας μέσα στην σκέψη μου.
Είσαι σίγουρος ότι θες να το κάνεις αυτό;... ρώτησε και από αντίδραση κράτησα την ανάσα μου τρίζοντας τα δόντια μου με πείσμα και πατώντας περισσότερο το γκάζι επιτάχυνα το αμάξι οδηγώντας το προς τον λόφο, το αγαπημένο μου σημείο για όταν θέλω να ξεφύγω από όλους και από όλα... το σημείο που έχω φανταστεί τον εαυτό μου να αυτοκτονεί ξανά και ξανά για να λυτρωθώ πια από αυτή την ηλίθια ζωή που το μόνο που μου προσφέρει είναι πόνο και αγανάκτηση.
Έχεις το αίμα της ακόμα στο σύστημα σου, ξέρεις τις συνέπειες αν το κάνεις... συνέχισε εκείνος αδιάφορα λες και δεν τον ένοιαζε και τόσο το θέμα αφυπνώντας με και λίγο πριν φτάσω στον γκρεμό πάτησα το φρένο και μόλις κατάφερα να σταματήσω το αμάξι πετάχτηκα έξω από αυτό και άρχισα να ξεσπώ με όποιον τρόπο μπορούσα κλωτσώντας ότι έβρισκα μπροστά μου.
Παράτα μεεεεεεεεεεεεεεεεε... απαίτησα με τα μάτια μου να τσούζουν από τα δάκρυα της αγανάκτησης που ένιωθα μέσα μου να με πνίγουν και εκείνος για λίγο έμεινε σιωπηλός αφήνοντας με να ξεσπάσω.
Νιώθοντας την οργή μου να ξεθυμαίνει ακουμπώντας το σώμα μου πάνω στον κορμό ενός δέντρου που ήταν κοντά μου, άφησα το σώμα μου να αδειάσει στο έδαφος και κλείνοντας το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου προσπάθησα πολύ σκληρά να επαναφέρω την ανάσα μου στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Με ποιο δικαίωμα μου καταστρέφεις την ζωή;... απαίτησα να μου πει και τον άκουσα να γελάει μέσα στην σκέψη μου δύσπιστα.
Στην καταστρέφω;... Αγοράκι μου τόσα ξέρεις τόσα λες... Σε λίγο καιρό θα με ευγνωμονείς για όλα αυτά... απάντησε εκείνος και ανοίγοντας τα μάτια μου κοίταξα μακριά ακουμπώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού μου πάνω στο κορμό εξουθενωμένα.
Να σε ευγνωμονώ που μου κλέβεις την ζωή; Πολύ αμφιβάλω... του απάντησα ξερά.
Θες να μου πεις ότι την προτιμάς όπως είναι; Με τον κάθε μαλάκα να σε κάνει ότι θέλει; Με την κάθε ηλίθια να σε χρησιμοποιεί με τον χειρότερο τρόπο γιατί ξέρει ότι το μπορεί;... μου ρώτησε πίσω δύσπιστα.
Ποια η διαφορά; Και εσύ το ίδιο δεν κάνεις;... του γύρισα και άρχισε να γελάει μέσα στην σκέψη μου.
Πόσα λίγα ξέρεις... μου απάντησε με μια αηδία στην φωνή του.
Ποια είναι τα σχέδια σου;... τον ρώτησα τελικά και αμέσως σοβάρεψε.
Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις ήδη την απάντηση... είπε αδιάφορα και αναστέναξα.
Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα σε αφήσω να μου κλέψεις το σώμα;... τον ρώτησα σκληρά.
Γιατί είμαι ο μοναδικός που μπορεί να σκοτώσει την πρώτη οικογένεια και είμαι σίγουρος ότι δεν είσαι τόσο εγωιστής ώστε να τους αφήσεις να καταστρέψουν τα πάντα για ένα σώμα... μου απάντησε και έμεινα ξαφνιασμένος να κοιτώ το κενό.
Θες να με πείσεις ότι θες το σώμα μου για να γλυτώσεις την ανθρωπότητα και όχι για να κερδίσεις εκείνην πίσω;... τον ρώτησα δύσπιστα.
Όλα με την σειρά τους... επιβεβαίωσε και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
Καθώς σηκώθηκα όρθιος, πλησίασα προς το άνοιγμα και έμεινα σιωπηλός να κοιτώ τα φώτα της πόλης χωρίς να είμαι ικανός να κάνω μια λογική σκέψη... Θα μπορούσε να λέει την αλήθεια;... Πως μπορώ να τον εμπιστευτώ;
Μόλις όλα αυτά τελειώσουν, όλοι θα σε έχουν σαν θεό τους, θα σε προσκυνάμε σαν βασιλιά τους, θα σε υμνούν και θα σε σέβονται... Κανείς δεν θα μπορεί να σου πει ξανά κουβέντα, θα έχεις το απόλυτο έλεγχο, θα κρέμονται από τα χείλια σου, θα έχεις ότι θες από την ζωή και πολλά παραπάνω αλλά περισσότερο από όλα αυτά θα έχεις το μοναδικό πλάσμα που θες και δεν πρόκειται να το αποκτήσεις αν δεν το δεχτείς... συνέχισε εκείνος και πήρα μια βαθιά ανάσα για να κατευνάσω τα συναισθήματα μου.
Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι θα σε δεχτεί ξανά;... τον ρώτησα με μια κοροϊδευτική γκριμάτσα.
Μην σε ξεγελάει η άρνηση της, ξέρω πολύ καλά πόσο παρακαλάει μέσα της να έχει άλλη μια ευκαιρία μαζί μου αλλά είναι πολύ πεισματάρα για να το παραδεχτεί... απάντησε με απόλυτη σιγουριά.
Δεν το δείχνει και τόσο... του γύρισα πίσω και άρχισε να γελά.
Την μελετούσα διακόσια χρόνια, δεν με ξεγελά... είπε με απόλυτη ικανοποίηση.
Και πως σκοπεύεις να την κερδίσεις πίσω, με το να πηγαίνεις με όποιαν βρεις μπροστά σου για να την κάνεις να ζηλέψει;... τον ειρωνεύτηκα εγώ σκληρά με αηδία προς το άτομο του.
Χρειαζόμαστε έναν απόγονο αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να μας δεχτεί... δήλωσε απλά σαν να μίλαγε για τον καιρό και γούρλωσα τα μάτια μου σοκαρισμένος.
«Πας καλά;;;;...» φώναξα δυνατά πιάνοντας το κεφάλι μου... «Μα πως σου ήρθε να κάνεις κάτι τέτοιο και μάλιστα με την....» δεν μπορούσα να συνεχίσω αυτό ήταν πέρα από κάθε φαντασία τρελό.
Μου χρωστάει έναν απόγονο... απάντησε αδιάφορα και δεν ήξερα τι να του απαντήσω σε αυτό.
Έτρεχα σαν τρελός, το μυαλό μου θολωμένο δεν έβλεπε τον δρόμο καθαρά και μόνο με το ένστικτο μου έπαιρνα της στροφές τόσο επικίνδυνα που δεν είχα ιδέα πως κατάφερνα να μην φύγω τελείως στον γκρεμό αλλά αυτό που μου έκανε απίστευτη εντύπωση ήταν πως ο πρόγονος μου δεν έκανε καμία κίνηση για να πάρει τον έλεγχο του σώματος μου για να με σταματήσει μέχρι που προσπάθησε να με μεταπείσει μιλώντας μέσα στην σκέψη μου.
Είσαι σίγουρος ότι θες να το κάνεις αυτό;... ρώτησε και από αντίδραση κράτησα την ανάσα μου τρίζοντας τα δόντια μου με πείσμα και πατώντας περισσότερο το γκάζι επιτάχυνα το αμάξι οδηγώντας το προς τον λόφο, το αγαπημένο μου σημείο για όταν θέλω να ξεφύγω από όλους και από όλα... το σημείο που έχω φανταστεί τον εαυτό μου να αυτοκτονεί ξανά και ξανά για να λυτρωθώ πια από αυτή την ηλίθια ζωή που το μόνο που μου προσφέρει είναι πόνο και αγανάκτηση.
Έχεις το αίμα της ακόμα στο σύστημα σου, ξέρεις τις συνέπειες αν το κάνεις... συνέχισε εκείνος αδιάφορα λες και δεν τον ένοιαζε και τόσο το θέμα αφυπνώντας με και λίγο πριν φτάσω στον γκρεμό πάτησα το φρένο και μόλις κατάφερα να σταματήσω το αμάξι πετάχτηκα έξω από αυτό και άρχισα να ξεσπώ με όποιον τρόπο μπορούσα κλωτσώντας ότι έβρισκα μπροστά μου.
Παράτα μεεεεεεεεεεεεεεεεε... απαίτησα με τα μάτια μου να τσούζουν από τα δάκρυα της αγανάκτησης που ένιωθα μέσα μου να με πνίγουν και εκείνος για λίγο έμεινε σιωπηλός αφήνοντας με να ξεσπάσω.
Νιώθοντας την οργή μου να ξεθυμαίνει ακουμπώντας το σώμα μου πάνω στον κορμό ενός δέντρου που ήταν κοντά μου, άφησα το σώμα μου να αδειάσει στο έδαφος και κλείνοντας το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου προσπάθησα πολύ σκληρά να επαναφέρω την ανάσα μου στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Με ποιο δικαίωμα μου καταστρέφεις την ζωή;... απαίτησα να μου πει και τον άκουσα να γελάει μέσα στην σκέψη μου δύσπιστα.
Στην καταστρέφω;... Αγοράκι μου τόσα ξέρεις τόσα λες... Σε λίγο καιρό θα με ευγνωμονείς για όλα αυτά... απάντησε εκείνος και ανοίγοντας τα μάτια μου κοίταξα μακριά ακουμπώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού μου πάνω στο κορμό εξουθενωμένα.
Να σε ευγνωμονώ που μου κλέβεις την ζωή; Πολύ αμφιβάλω... του απάντησα ξερά.
Θες να μου πεις ότι την προτιμάς όπως είναι; Με τον κάθε μαλάκα να σε κάνει ότι θέλει; Με την κάθε ηλίθια να σε χρησιμοποιεί με τον χειρότερο τρόπο γιατί ξέρει ότι το μπορεί;... μου ρώτησε πίσω δύσπιστα.
Ποια η διαφορά; Και εσύ το ίδιο δεν κάνεις;... του γύρισα και άρχισε να γελάει μέσα στην σκέψη μου.
Πόσα λίγα ξέρεις... μου απάντησε με μια αηδία στην φωνή του.
Ποια είναι τα σχέδια σου;... τον ρώτησα τελικά και αμέσως σοβάρεψε.
Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις ήδη την απάντηση... είπε αδιάφορα και αναστέναξα.
Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα σε αφήσω να μου κλέψεις το σώμα;... τον ρώτησα σκληρά.
Γιατί είμαι ο μοναδικός που μπορεί να σκοτώσει την πρώτη οικογένεια και είμαι σίγουρος ότι δεν είσαι τόσο εγωιστής ώστε να τους αφήσεις να καταστρέψουν τα πάντα για ένα σώμα... μου απάντησε και έμεινα ξαφνιασμένος να κοιτώ το κενό.
Θες να με πείσεις ότι θες το σώμα μου για να γλυτώσεις την ανθρωπότητα και όχι για να κερδίσεις εκείνην πίσω;... τον ρώτησα δύσπιστα.
Όλα με την σειρά τους... επιβεβαίωσε και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
Καθώς σηκώθηκα όρθιος, πλησίασα προς το άνοιγμα και έμεινα σιωπηλός να κοιτώ τα φώτα της πόλης χωρίς να είμαι ικανός να κάνω μια λογική σκέψη... Θα μπορούσε να λέει την αλήθεια;... Πως μπορώ να τον εμπιστευτώ;
Μόλις όλα αυτά τελειώσουν, όλοι θα σε έχουν σαν θεό τους, θα σε προσκυνάμε σαν βασιλιά τους, θα σε υμνούν και θα σε σέβονται... Κανείς δεν θα μπορεί να σου πει ξανά κουβέντα, θα έχεις το απόλυτο έλεγχο, θα κρέμονται από τα χείλια σου, θα έχεις ότι θες από την ζωή και πολλά παραπάνω αλλά περισσότερο από όλα αυτά θα έχεις το μοναδικό πλάσμα που θες και δεν πρόκειται να το αποκτήσεις αν δεν το δεχτείς... συνέχισε εκείνος και πήρα μια βαθιά ανάσα για να κατευνάσω τα συναισθήματα μου.
Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι θα σε δεχτεί ξανά;... τον ρώτησα με μια κοροϊδευτική γκριμάτσα.
Μην σε ξεγελάει η άρνηση της, ξέρω πολύ καλά πόσο παρακαλάει μέσα της να έχει άλλη μια ευκαιρία μαζί μου αλλά είναι πολύ πεισματάρα για να το παραδεχτεί... απάντησε με απόλυτη σιγουριά.
Δεν το δείχνει και τόσο... του γύρισα πίσω και άρχισε να γελά.
Την μελετούσα διακόσια χρόνια, δεν με ξεγελά... είπε με απόλυτη ικανοποίηση.
Και πως σκοπεύεις να την κερδίσεις πίσω, με το να πηγαίνεις με όποιαν βρεις μπροστά σου για να την κάνεις να ζηλέψει;... τον ειρωνεύτηκα εγώ σκληρά με αηδία προς το άτομο του.
Χρειαζόμαστε έναν απόγονο αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να μας δεχτεί... δήλωσε απλά σαν να μίλαγε για τον καιρό και γούρλωσα τα μάτια μου σοκαρισμένος.
«Πας καλά;;;;...» φώναξα δυνατά πιάνοντας το κεφάλι μου... «Μα πως σου ήρθε να κάνεις κάτι τέτοιο και μάλιστα με την....» δεν μπορούσα να συνεχίσω αυτό ήταν πέρα από κάθε φαντασία τρελό.
Μου χρωστάει έναν απόγονο... απάντησε αδιάφορα και δεν ήξερα τι να του απαντήσω σε αυτό.
Είσαι τόσο αξιολύπητος... του είπα με αηδία κλείνοντας τα μάτια μου προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να ελέγξω τα συναισθήματα που μου είχε ξυπνήσει.
Εγώ προτιμώ τον όρο προνοητικός... Ξέρω όλα της τα κουμπιά και ξέρω πως να τα πατάω πολύ δεξιοτεχνικά, πως νομίζεις ότι κατάφερα να την ρίξω την πρώτη φορά;... μου γύρισε εκείνος και κλείνοντας το στόμα μου με το χέρι μου έμεινα να κοιτώ το κενό ανασαίνοντας γρήγορα ενώ με μεγάλο κόπο προσπαθούσα να μην ουρλιάξω.
«Είναι πολύ δύσκολο να μπορέσεις να ελέγξεις όλα τα επιπλέον ένστικτα σου με την μεγάλη πανσέληνο να πλησιάζει...» άκουσα μια βαθιά άγνωστη σε μένα φωνή και έκοψα την ανάσα μου στην μέση καθώς πάγωσα, την στιγμή που ένιωσα το χέρι του να ακουμπά τον ώμο μου... «Άλλα δεν είσαι μόνος Έντουαρτ μην το ξεχνάς... είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε» συνέχισε και η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου