Ετικέτες

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Soulmates "30. Save his soul"




Έντουαρτ

Σταματώντας το αμάξι έξω από το σπίτι της, άρπαξα το μπουφάν μου και ανοίγοντας την πόρτα μου έκανα το γύρω του αυτοκινήτου γρήγορα προς την άλλη μεριά για να την βοηθήσω να βγει.

«Πήγαινε μέσα και πάρε τους δικού σου τηλέφωνο για να μην ανησυχούν» με διέταξε εκείνη μόλις έπιασε το μπουφάν αλλά εγώ δεν άκουσα κουβέντα.

«Άσε με να σε βοηθήσω» παρακάλεσα καθώς έγειρα προς το μέρος της προσπαθώντας να περάσω το μπουφάν από τους ώμους της και εκείνη με κοίταξε νευριασμένα.

«Μην είσαι τόσο πεισματάρα πια» επέμενα εγώ πριν προλάβει να μου το αρνηθεί ξανά και κλείνοντας τα μάτια της άφησε την ανάσα της να βγει βίαια από μέσα της και τελικά κατένευσε απρόθυμα.

Μόλις κατάφερε να φορέσει το μπουφάν προσπάθησα να την βοηθήσω να βγει από το αυτοκίνητο αλλά για λίγο δίστασα... πραγματικά δεν ήξερα από που να την πιάσω, ήταν τόσο χάλια.

«Μην το σκέφτεσαι» είπε εκείνη κουρασμένα και καθώς απομάκρυνα λίγο το κορμί μου προς τα πίσω για να της αφήσω λίγο χώρο για να σηκωθεί πέρασα το χέρι μου στην μέση της και μόλις έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου την παρέσυρα μαζί μου προς τα έξω και έπνιξε ένα βογκητό πόνου.

«Θες να σε πάρω στα χέρια;» ρώτησα διστακτικά και εκείνη αμέσως κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου, πέρασα ξανά το χέρι μου από την μέση της ενώ εκείνη το δικό της από τον αυχένα μου αλλά από τα πρώτα κιόλας βήματα κατάλαβα ότι δεν ήταν και τόσο εφικτό αυτό λόγο της διαφορά του ύψους μας και σταματώντας την κοίταξα για λίγο.

«Καλύτερα να σε πάρω στα χέρια» της είπα πιο αποφασιστικά και χωρίς να περιμένω την ανταπόκριση της το έκανα πράξη και μαγκώθηκε από πάνω μου κλείνοντας τα μάτια της σφιχτά ενώ ακουμπούσε το μέτωπο της πάνω στο στερνό μου και δεν είχα ιδέα πως κρατήθηκα εκείνην ακριβός την στιγμή για να μην της δώσω ένα φιλί πάνω στα μαλλιά της για παρηγοριά.

«Συγνώμη» μουρμούρισα αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου και άρχισα να προχωρώ όσο πιο απαλά μπορούσα για να μην την πονέσω περισσότερο προς την πόρτα... Πριν προλάβω να χτυπήσω εκείνη άνοιξε απότομα και ο Στέφαν στάθηκε μπροστά μας σοκαρισμένος.

«Τι πάθατε;» ρώτησε με αγωνία και η Μπέλλα έσφιξε περισσότερο το πουκάμισο μου μέσα στην χούφτα της.

«Όχι τώρα Στέφαν» παρακάλεσε και εκείνος αμέσως μας έκανε χώρο για να περάσουμε.

«Πήγαινε την στο δωμάτιο της και βάλ’ την κάτω από το νερό... θα έρθω να σε βοηθήσω» μου είπε εκείνος κατευθείαν και καθώς κατένευσα πήγα προς την σκάλα και άρχισα να την ανεβαίνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Μπαίνοντας μέσα στο μπάνιο της την άφησα απαλά μέσα στην μπανιέρα της και την βοήθησα να βγάλει το μπουφάν μου πριν ανοίξω την βρύση.

«Δεν θα έπρεπε να είχαν επουλωθεί οι πληγές σου;» ρώτησα παραξενευμένος και με κοίταξε δύσπιστα... «Τι;» ρώτησα και ξεφύσησε.

«Το ότι είμαι λυκάνθρωπος Έντουαρτ δεν αναιρεί ότι είμαι και βρικόλακας» μου είπε εκείνη και κατένευσα.

«Σε δηλητηριάζει το δάγκωμα τους όπως οποιονδήποτε άλλον βρικόλακα λόγο της κατάρας» είπα δυνατά την διαπίστωση μου και εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω στην βρύση και την άνοιξε καθώς απαντούσε.

«Ακριβώς»

«Πήγαινε στο δωμάτιο μου να πλυθείς και εσύ και θα την βοηθήσω εγώ...» άκουσα τον Στέφαν πίσω μου και γύρισα την ματιά μου ξαφνιασμένος προς το μέρος του... «Έχεις χτυπήσει πουθενά;» συνέχισε εκείνος και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Όχι είμαι καλά» είπα ηττημένα και καθώς σηκώθηκα έκανα αυτό που μου είχε πει ενώ εκείνος πλησιάζοντας μας, έτεινε το ένα από τα δύο σακουλάκια με αίμα που κρατούσε στο χέρι του προς την Μπέλλα.


Μπαίνοντας στο μπάνιο του Στέφαν, πλησίασα τον νιπτήρα και μόλις άνοιξα την βρύση η ματιά μου έπεσε στα ματωμένα μου χέρια και έμεινε εκεί χωρίς να είναι ικανή να στραφεί πουθενά αλλού... Άξαφνα ένιωσα μια τεράστια επιθυμία να το γευτώ και αυτόματα το μυαλό μου άρχισε και πάλι να δουλεύει πυρετωδώς... Από περιέργεια έφερα το ένα μου χέρι κοντά στην μύτη μου και καθώς το μύρισα η επιθυμία μου έγινε ακόμα πιο ισχυρή ενώ ένιωθα τον πρόγονο μου να σαστίζει για λίγο.

~ Μπορείς να βγάλεις επιτέλους όλο αυτό το αίμα από πάνω σου; ~... ρώτησε ο πρόγονος μου νευριασμένα και κάρφωσα την ματιά μου στο είδωλο μου στο καθρέφτη σοκαρισμένος με την διαπίστωση που μόλις είχα κάνει.

«Το αίμα της ήταν αυτό που σε κρατούσε ζωντανό...» είπα δυνατά την διαπίστωση μου και εκείνος έγινε χειρότερος.

~ Πόσο ηλίθιος παίζει να είσαι; ~... ρώτησε εκείνος εκνευρισμένα αλλά δεν του έδωσα καμία σημασία.

«Όχι το αίμα της, το αίμα των βρικολάκων» συνέχισα εγώ πιο κατηγορηματικά και ακούγοντας την πόρτα να ανοίγει διάπλατα με δύναμη γύρισα ξαφνιασμένος την ματιά της προς το μέρος της και είδα την Μπέλλα με μια πετσέτα περασμένη γύρω από το σώμα της να στέκεται στο κατώφλι με τα μαλλιά της υγρά να στάζουν στο πάτωμα ενώ η ματιά της ήταν τόσο σκληρή που με έκανε για λίγο να τα χάσω.

«Το αίμα που έχεις στο υπόγειο δεν είναι ανθρώπινο, έτσι δεν είναι;» ρώτησα αμέσως την απορία μου πριν τα χάσω τελείως και εκείνη ανασήκωσε το ένα της φρύδι με μια δόση ειρωνείας στα χαρακτηριστικά της.

«Έχει και από τα δύο αλλά αυτό που διάλεξες εσύ ήταν από βρικόλακα» μου επιβεβαίωσε εκείνη και κατένευσα ενώ κατάλαβα ότι και η ίδια το ήξερε ήδη απλά τώρα έπαιρνε την επιβεβαίωση της.

«Πόσο καιρό;» ρώτησε ψυχρά και ζάρωσα τα μάτια μου με απορία.

~ Από την ημέρα που έχασα την Αλίσια ~... απάντησε ο πρόγονος μου και καταλαβαίνοντας ότι απευθύνεται σε εκείνον παρέμεινα σιωπηλός.

«Πως;» συνέχισε τις απορίες της.

~ Κατά τύχη ~... απάντησε εκείνος και πάλι και καθώς η Μπέλλα κατένευσε κοίταξε για λίγο μακριά πριν συνεχίσει με απογοήτευση να καλύπτει τα χαρακτηριστικά της.

«Και δεν κατάλαβες το πόσο αυτό σε διέφθειρε; Δεν καταλάβαινες την διαφορά;...» τον ρώτησε με πόνο στην φωνή της αγανακτισμένα ενώ με κοίταζε σκληρά.

~ Με κράταγε δυνατό, πίστευα ότι με αυτό θα μπορούσαμε να τους νικήσουμε ~... της γύρισε εκείνος με νεύρο πεισματικά.

«Κάνε γρήγορα και κατέβα κάτω...» απευθύνθηκε σε μένα χωρίς να ακούσει λέξη από όσα της είπε εκείνος δείχνοντας με την ματιά της την μπανιέρα... «Θα καλέσω τους δικούς σου αλλά σίγουρα θα θελήσουν να μιλήσουν και προσωπικά μαζί σου» συνέχισε και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της χωρίς να με κοιτάξει ξανά ενώ εγώ κατένευσα μηχανικά.

Καθαρίζοντας το σώμα μου από το αίμα και το χώμα που είχαν γίνει πλέον ένα με το δέρμα μου ένιωθα ότι κάτι δεν μου κόλλαγε και με την σκέψη μου τον ρώτησα την απορία μου ελπίζοντας να μην είναι τόσο νευριασμένος μαζί μου ώστε να μου απαντήσει.

~ Δεν μπορώ να καταλάβω, αφού είχες βρει τον τρόπο να παρατείνεις την ζωή σου γιατί θέλησες να γίνεις και βρικόλακας; ~... τον ρώτησα και για λίγο επικράτησε σιωπή.

~ Δεν ήθελα να γίνω βρικόλακας ~... είπε τελικά και μπερδεύτηκα περισσότερο.

~ Τότε... ~

~ Ήταν ένα ηλίθιο ατύχημα εντάξει; ~... απάντησε αμέσως νευριασμένος διακόπτοντας με και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την άφησα βαριά να βγει από μέσα μου χωρίς να συμπληρώσω κάτι άλλο και προς μεγάλη μου έκπληξη εκείνος συνέχισε...

~ Απείχα αρκετό καιρό από αυτήν την διατροφή για να μπορέσω να την πείσω ότι η μέρες μου ήταν μετρημένες ώστε να καταφέρω να την κάνω να δεχτεί να με παντρευτεί σαν τελευταία μου επιθυμία ~... είπε και γούρλωσα τα μάτια μου σοκαρισμένος...

~ Όταν οι δικοί της μας χτύπησαν ήμουν πολύ αδύναμος και όταν κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή ζήτησα από τον αδελφό της να με πάει σε ένα ασφαλές μέρος μακριά από όλα τα άγρυπνα βλέμματα τους για να μην καταλάβει κανείς το μυστικό μου αλλά ήμουν πολύ βαριά τραυματισμένος για να έχω χρόνο να του εξηγήσω τι ήθελα από εκείνον... Όταν άρχισα να πίνω το αίμα του εκείνος τα έχασε και με έσπρωξε μακριά του, έπεσα προς τα πίσω, έσπασα τον αυχένα μου και τα υπόλοιπα τα ξέρεις ~... συνέχισε εκείνος και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.

~ Αυτό είναι πολύ λυπηρό ~... σκέφτηκα με πόνο και ένιωσα να ξαφνιάζετε.

~ Εσύ λυπάσαι εμένα; ~... ρώτησε ρητορικά αλλά δεν του απάντησα.

~ Τι εννοούσε ότι το αίμα τους σε διέφθειρε; ~... ρώτησα την επόμενη μου απορία με περισσότερο θάρρος.

~ Όταν ξεγελάς την φύση εκείνη πάντα βρίσκει τρόπο να σε εκδικείται ~... είπε με έναν σκληρό τόνο στην φωνή του...

~ Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις συνέπειες, οι μάγισσες λένε ότι γίνεται για να επανέρθει η ισορροπία ~... συνέχισε και επαναφέροντας στην μνήμη μου τα όσα είχα δει μέσα από τις αναμνήσεις του που εγώ θεωρούσα ότι ήταν φαντασιώσεις κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε.

~ Ήσουν σαν και εμένα ~... είπα αφήνοντας ένα γελάκι να μου ξεφύγει...

~ Αυτό είδε σε σένα, αυτό την κάνει τώρα να μην μπορεί να με σκοτώσει γιατί μέσα σε μένα βλέπει αυτό που ήσουν, αυτό που θα ήθελε να συνεχίσεις να είσαι, αυτό που τελικά την έκανε να αποτραβηχτεί από σένα γιατί την απογοήτευσες ~... του είπα την διαπίστωση μου αλλά εκείνος δεν απάντησε και γέλασα πιο δυνατά.

~ Έχω δίκιο έτσι δεν είναι; Γι αυτό δεν απαντάς! ~... συνέχισα πιο δυναμικά και τον ένιωσα να νευριάζει περισσότερο.

~ Νομίζεις ~... απάντησε μόνο με δηλητήριο στην φωνή του και ένιωσα τόση ικανοποίηση που με έκανε να μην ξέρω πως να πανηγυρίσω.

~ Θα τελειώνεις καμία φορά με αυτό το ντουζ; ~... συνέχισε εκνευρισμένα και αυτό με έκανε να σκεφτώ κάτι περισσότερο.

~ Δεν αντέχεις μακριά της ~... είπα την διαπίστωση μου και αυτό μου έφερε μια περίεργη θλίψη κάνοντας με αυτόματα να σοβαρέψω και ξεβγάζοντας γρήγορα το σώμα μου, άρπαξα μια πετσέτα από δίπλα μου, στέγνωσα το κορμί μου και τα μαλλιά μου όπως όπως, την τύλιξα γύρω από το κορμί μου και πήγα προς την κρεβατοκάμαρα... Φόρεσα την φόρμα που βρήκα να είναι αφημένη πάνω στο κρεβάτι και με πιο αποφασιστικά βήματα κατέβηκα να την βρω.

«Πάρε τηλέφωνο στο σπίτι σου» μου είπε κατευθείαν μόλις με άκουσε να πλησιάζω προς το μέρος όπου εκείνη καθόταν μπροστά από το τζάκι της σκαλίζοντας την φωτιά χωρίς να γυρίζει την ματιά της προς το μέρος μου και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά πήρα το τηλέφωνο πάνω από το τραπεζάκι που το είχε αφήσει και καθώς έκατσα στον καναπέ, πληκτρολόγησα το νούμερο και το έβαλα στο αυτί μου περιμένοντας να απαντήσουν.

«Ναι... Έντουαρτ;» άκουσα την αγχωμένη φωνή της μητέρας μου να απαντά και αυτόματα έτριψα τα μάτια μου με μανία.

«Ναι μαμά εγώ είμαι» της απάντησα σταθερά και την άκουσα να παίρνει μια ανακουφιστική ανάσα.

«Είσαι καλά αγόρι μου; Έπαθες τίποτα;» ρώταγε ακατάπαυστα και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Μαμά ηρέμησε σε παρακαλώ, είμαι μια χαρά» της είπα παρακλητικά και εκείνη αμέσως φρέναρε.

«Μην μου το ξανακάνεις αυτό σε παρακαλώ» παρακάλεσε εκείνη με σπασμένη φωνή και αφού της το υποσχέθηκα και μιλήσαμε λίγο ακόμα τελικά κατάφερα να το κλείσω με τα χείλια ζόρια.

«Η μητέρα μου, μου είπε ότι τα κοιμηθώ εδώ;» ρώτησα δύσπιστα και εκείνη γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου.

«Δεν θα σταματήσουν μέχρι να καταφέρουν να σε πάρουν» δήλωσε το προφανές και κατένευσα.

Γυρίζοντας την ματιά της ξανά προς το τζάκι δεν είπε τίποτα άλλο και όλη αυτή η σιωπή με έκανε νευρικό, δεν μπορούσα να καταλάβω αν τα είχε βάλει μαζί μου και αυτό με τρέλαινε περισσότερο.

«Αν είσαι κουρασμένος μπορείς να πας να ξαπλώσεις» μου είπε με μια αδιάφορη φωνή σαν να μην την ένοιαζε ιδιαίτερα το θέμα και αναστέναξα.

«Συγνώμη που εξαιτίας μου...» προσπάθησα αλλά η ματιά της μου έκοψε την φόρα.

«Ήταν πολύ γενναίο αυτό που έκανες αλλά την επόμενη φορά σκέψου πρώτα προστατέψεις τον εαυτό σου και μετά εμένα» μου είπε σκληρά και μαγκώθηκα.

«Τι άλλο να έκανα, θα με έπαιρνε μαζί του» είπα προς υπεράσπιση μου.

«Και αργά ή γρήγορα θα σε έβρισκα» μου απάντησε με μια δόση κατηγορίας σαν να έπρεπε να το ήξερα ήδη αυτό και δεν ήξερα τι άλλο να πω για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου χωρίς να προδώσω αυτό που ήδη ήξερα από όσα μου είχε πει ο πρόγονος μου.

«Τέλος πάντων πάει τελείωσε τώρα, πήγαινε να ξεκουραστείς» σχεδόν με διέταξε αλλά εγώ δεν έκανα καμία κίνηση να φύγω.

«Και εσύ;» ρώτησα και με κοίταξε με μια απελπισμένη γκριμάτσα.

«Κάνε μου την χάρη Έντουαρτ» είπε αγανακτισμένα και τα παράτησα, πως μπορούσα να της το αρνηθώ, φαινόταν από μίλια μακριά ότι ήταν κομμάτια.

Καθώς σηκώθηκα και άρχισα να προχωρώ προς την σκάλα εκείνη με σταμάτησε.

«Σε ευχαριστώ» είπε τελικά και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της χαμογέλασα προς απάντηση της αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο και κατάλαβα ότι ήταν ώρα να αποχωρίσω.

Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι που είχα κοιμηθεί και εχθές, έκλεισα τα μάτια μου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κοιμηθώ αλλά αυτό δεν ήταν και τόσο εφικτό, πως θα μπορούσε άλλωστε με όλα όσα είχαν συμβεί και όσα είχα μάθει.

Ανοίγοντας τα μάτια μου έβαλα το χέρι μου να ακουμπήσει πάνω στο μέτωπο μου και κοιτώντας το ταβάνι έκανα την πιο σημαντική ερώτηση που μου τριβέλιζε το μυαλό.

~ Τι μπορεί να τους σκοτώσει; ~... ρώτησα αλλά δεν πήρα καμία απάντηση...

~ Νόμιζα ότι ήθελες την βοήθεια μου ~... προσπάθησα ξανά και τελικά τα παράτησε.

~ Θυμήσου τι έπαθε το χέρι της όταν ήρθε σε επαφή με το αίμα σου και θα καταλάβεις το πως ~... μου απάντησε εκείνος και γούρλωσα τα μάτια μου με έκπληξη.

~ Το αίμα μου είναι η απάντηση; ~... ρώτησα με δυσπιστία.

~ Το αίμα μας ~... τόνισε και αναστέναξα βαριά.

~ Και πως δεν το κατάλαβε και εκείνη; ~... ρώτησα με απορία χωρίς πραγματικά να πιστέψω πως θα μπορούσε να ήταν αυτό δυνατόν.

~ Δεν την ξάφνιασε το κάψιμο άρα πιθανολογώ ότι σε ποτίζει με ιεροβότανο γι αυτό και δεν κατάλαβε την διαφορά ~... απάντησε εκείνος απλά και ξαφνιάστηκα τελείως.

~ Θα μπορούσε να την είχε σκοτώσει και δεν έκανες κάτι να την σταματήσεις; ~... ρώτησα με αγωνία και εκείνος άφησε ένα γελάκι.

~ Δεν είναι τόσο ισχυρό ακόμα ώστε να την σκοτώσει, όταν γίνουμε όμως ένα ~... είπε με υπονοούμενο και αυτό με προβλημάτισε περισσότερο.

Ανασηκώνοντας το σώμα μου έκλεισα το στόμα μου με το χέρι μου κοιτώντας μακριά μέσα στο μισοσκόταδο καθώς το επεξεργαζόμουνα και πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω και εγώ ο ίδιος συνέχισα με μια περίεργη υποψία να με βασανίζει.

~ Γιατί είναι τόσο σημαντικό για σένα να σε συγχωρέσει; ~... τον ρώτησα κατηγορηματικά αλλά εκείνος δεν μου απάντησε.

~ Αν θες να δεχτώ κάτι τέτοιο θα πρέπει να έχω έναν καλό λόγο για να σε αφήσω να το κάνεις ~... του είπα πιο σκληρά.

~ Έκανα πολλά λάθη εν ζωή, λάθη που επιβαρύνουν την ψυχή μου και δεν πρόκειται να αναπαυθεί αν δεν με συγχωρέσει εκείνη ~... απάντησε τελικά και αναστέναξα.

~ Και τι θα συμβεί αν δεν το δεχτώ; ~... συνέχισα εγώ.

~ Τότε θα αναγκαστώ να περιμένω τον επόμενο σωσία αλλά αν φύγει πριν από μένα δεν πρόκειται να αναπαυθεί η ψυχή μου ποτέ ~... απάντησε εκείνος και η καρδιά μου αμέσως σφίχτηκε.

~ Τι σκοπεύεις να κάνεις; ~... ρώτησα και ένιωσα μια ικανοποίηση από μέρους του.

~ Για αρχή θα βεβαιωθώ ότι δεν πρόκειται να χάσει την ζωή της, μετά θα αυτοσχεδιάσω ~... είπα απλά αλλά δεν με ξεγέλασε, ήδη είχε καταστρώσει τα σχέδια του που σίγουρα ήταν εναντίων μου.

~ Πως; ~... πίεσα περισσότερο.

~ Το Evenstar είναι άχρηστο αν δεν το φοράει, οπότε θα χρειαστεί να το πάρουμε πίσω για να ενισχύσουμε τα μάγια του ~... δήλωσε και κατένευσα προς απάντηση.

~ Θα βρούμε τον τρόπο ~... του επιβεβαίωσα εγώ και η ικανοποίηση του έγινε πιο ισχυρή.

~ Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι έχω την έγκριση σου να προχωρήσω; ~... με ρώτησε και σταμάτησα την ανάσα μου από το ξάφνιασμα.

~ Γι αυτό χάνεις την δύναμη σου ~... διαπίστωσα και εκείνος γέλασε.

~ Είσαι τόσο έξυπνος που πραγματικά με ξαφνιάζεις ώρες, ώρες που το παίζεις τόσο χαζός ~... επιβεβαίωσε εκείνος.

~ Ξέρεις ότι τώρα βρήκα το αδύναμο σου σημείο ~... του γύρισα τα λόγια του με ικανοποίηση και εκείνος άρχισε πάλι να νευριάζει.

~ Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ και πάλι να σε κυριεύω μόλις βρω την ευκαιρία ~... μου χτύπησε και εκείνος με την σειρά του και νευριασμένα πέταξα την κουβέρτα από πάνω μου και άρχισα να κατεβαίνω προς τα κάτω χωρίς πραγματικά να ξέρω τι ήθελα να κάνω.

~ Αν σκοπεύεις να μου την φέρεις θα σε κάνω να το μετανιώσεις ~... με απείλησε σκληρά και κόντεψα να ουρλιάξω.

~ Σάλτα πηδήξου μαλάκα, δεν φτάνουν όσα έκανες με απειλείς και από πάνω; ~... του είπα εγώ εκνευρισμένα και μπαίνοντας μέσα στην κουζίνα άνοιξα το ψυγείο και άρχισα να το κοιτώ χωρίς να ξέρω τι ήταν αυτό που πραγματικά έψαχνα.

Μόλις η ματιά μου έπεσε πάνω στα μπουκάλια της μπύρας, άρπαξα μια και κλείνοντας το ψυγείο με το πόδι μου, την άνοιξα και ήπια μια γερή γουλιά... Καθώς η ματιά μου χαμήλωσε ξανά, έπεσε πάνω στο τραπέζι και βλέποντας το πακέτο με τα τσιγάρα δεν το σκέφτηκα, έσβησα την απόσταση με δύο δρασκελιές και παίρνοντας το μαζί με τον αναπτήρα στο χέρι άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω για να πάρω λίγο καθαρό αέρα ελπίζοντας αυτό να βοηθούσε να ξεκαθαρίσει λίγο τις σκέψεις μου.

Καθώς έκατσα στα σκαλιά, άφησα την μπύρα που κρατούσα στο ξύλινο δάπεδο και ανάβοντας ένα τσιγάρο κράτησα τον καπνό κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά και παρέμεινα έτσι μέχρι που ένιωσα κάτι να με αγκαλιάζει.

Γυρίζοντας την ματιά μου ξαφνιασμένη προς τα πίσω είδα την Μπέλλα να καλύπτει τους ώμους μου με μια κουβέρτα και αφήνοντας τον καπνό να βγει από μέσα μου βεβιασμένα πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.

«Είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία στην φωνή της και αμέσως κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά καθώς απέφευγα την ματιά της.

«Θες να το συζητήσεις;» ρώτησε πιο απαλά αλλά δεν της απάντησα αμέσως... Παίρνοντας μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο κοίταξα μακριά και τελικά ξεφούρνισα την απορία μου χωρίς να αντέχω άλλο.

«Πως τον άντεχες;» ρώτησα αγανακτισμένα πιάνοντας το κεφάλι μου και την άκουσα που άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει και την κοίταξα με απορία.

«Σε έχει τρελάνει ήδη;» ρώτησε ρητορικά ενώ κούναγε το κεφάλι της απηυδισμένα καθώς καθόταν δίπλα μου και άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο».........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA