«Άλις μας
αφήνεις για λίγο μόνους;» την ρώτησε και εκείνη αφού πρώτα έριξε μια ματιά προς
το μέρος μου τελικά τον κοίταξε ξανά, κατένευσε για απάντηση και αφού του έδωσε
ένα απαλό φιλί στο μάγουλο έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Ο Έντουαρτ
κάρφωσε την ματιά του προς το μέρος μου χωρίς να μιλά και εγώ ενώ σηκώθηκα τον
προσπέρασα και πήγα προς το μίνι μπαρ του δωματίου μου.
«Μπορώ να
μάθω για ποιον λόγο με κατηγορείς;» με ρώτησε εκνευρισμένα και την στιγμή που
γέμιζα ένα ποτήρι με ουίσκι άφησα ένα ειρωνικό γελάκι να μου ξεφύγει.
«Άκουσες την
συζήτηση που είχα με τον Αλάρικ, πριν σε βρω στην τάξη που κρυβόσουν!» δήλωσα
παρά ρώτησα και εκείνος για λίγο πάγωσε χωρίς να ξέρει πως να απαντήσει σε αυτό
και γυρίζοντας την ματιά μου εριστική προς το μέρος του εκείνος τελικά
ηττημένος έκατσε πάνω στο κρεβάτι μου κουρασμένα και αναστέναξε επιβεβαιώνοντας
το μου με μια κίνηση του κεφαλιού του...
«Και για
ποιον λόγο θεώρησες σωστό να μου το κρύψεις;» ρώτησα εγώ ενώ παρέμενα στην θέση
μου καθώς έπινα μια γουλιά από το ποτό μου και κατέβασε την ματιά του προς το
πάτωμα.
«Δεν
ξέρω...» παραδέχτηκε... «Πίστευα...» δεν μπορούσε να συνεχίσει.
«Ότι αν το
πεις θα εκπληρώσω την απειλή μου; Αυτή που σε έκανε να χάσεις την ανθρώπινη σου
υπόσταση;» κοιτάζοντας με ξαφνιασμένος ζάρωσε τα φρύδια του και με κοίταξε
χωρίς να καταλαβαίνει.
«Τι εννοείς»
ρώτησε ξέπνοα και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά κοίταξα μακριά πριν
συνεχίσω.
«Εννοώ ότι
αφήνεις την λυκίσια σου πλευρά να σε κυριαρχήσει Έντουαρτ» του δήλωσα και για
λίγο έπεσε η απόλυτη σιωπή ενώ εγώ κατέβαζα με μια γουλιά όλο το υπόλοιπο
περιεχόμενο του ποτηριού που κρατούσα.
«Δεν
καταλαβαίνω» είπε τελικά με την ανάσα του να τρέμει.
«Δεν μου
κάνει εντύπωση» του είπα απλά ξαναγεμίζοντας το ποτήρι μου και εκείνος μην
αντέχοντας άλλο κάλυψε την απόσταση που μας χώριζε και απαίτησε να γυρίσω προς
το μέρος του, τραβώντας με από το μπράτσο μου.
«Θα μου
εξηγήσεις επιτέλους τι διάολο συμβαίνει εδώ ή θα με κάνεις να χάσω το μυαλό μου
τελείως;» ρώτησε εκνευρισμένα και τον κοίταξα ειρωνικά.
«Εσύ θα μου
πεις επιτέλους τι διάολο συνέβη την ώρα που σε άφησα μόνο σου εχθές στο
υπόγειο;» τον ρώτησα το ίδιο εκνευρισμένα με εκείνον και ζάρωσε τα φρύδια του
ενώ πισωπατούσε για να αφήσει απόσταση μεταξύ μας.
«Δεν ξέρω»
απάντησε τελικά και με έβγαλε από τα ρούχα μου.
«Πως γίνετε
να μην ξέρεις Έντουαρτ, που να σε πάρει είσαι άνθρωπος, πως διάολο γίνετε να σε
πειράξει το λυκοπαίνιο; Πως γίνετε να με γαμάς σαν να έχει την δύναμη 1200
χρόνων; Πως γίνετε να έχεις ανάγκη να πιεις αίμα για να ικανοποιήσεις την νεκρή
σου φύση; Αλλά χειρότερα από όλα αυτά... πως μπορείς να με αποκαλείς βασίλισσα
σου;» ξέσπασα φωνάζοντας χωρίς να έχω άλλο κουράγιο να συγκρατήσω μέσα μου την
αγανάκτηση μου και εκείνος δεν ήξερε τι να μου απαντήσει...
«Πες μου που
να σε πάρει....» συνέχισα ενώ τον κράτησα από την μπλούζα του κοιτώντας τον με
όλον τον εκνευρισμό που με είχε ξεπεράσει... «Τι στο διάολο έγινε εκεί κάτω;»
απαίτησα πιο πεισματικά και άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα μπερδεμένος.
«Δεν
ξέρωωωω...» αναφώνησε και βλέποντας ότι αυτή του η απάντηση με έκανε χειρότερα
συνέχισε με περισσότερο πείσμα... «Από την στιγμή που μύρισα εκείνο το
κωλολούλουδο και μετά δεν έχω ιδέα τι έγινε... Ένιωθα να καίγομαι, το κεφάλι
μου ήταν έτοιμο να εκραγεί και εκεί που πάλευα για λίγο αέρα ξαφνικά ένιωσα σαν
κάποιον να μου έβαλε ένα καλώδιο πάνω στο στήθος μου και με τίναξε
δεν ξέρω και εγώ με πόσα βολτ... Εκεί που ένιωθα ότι πέθαινα εκεί ξαφνικά όλα
μαύρισαν και έχασα κάθε επαφή» υπερασπιστικέ τον εαυτό του και αφήνοντας την
μπλούζα του με νεύρο του γύρισα την πλάτη και πιάνοντας το ποτήρι μου στο ένα
μου χέρι κατέβασα για άλλη μια φορά το περιεχόμενο του και κλείνοντας τα μάτια
μου έμεινα ακίνητη ώστε να καταφέρω να καλμάρω λίγο την ένταση μου.
«Σε παρακαλώ
Μπέλλα μην με αφήνεις έτσι βοήθησε με, νιώθω ότι χάνω το μυαλό μου» παρακάλεσε
και τρίζοντας τα δόντια μου άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα μακριά.
«Πως;»
ρώτησα αγανακτισμένα.
«Εξήγησε
μου» συνέχισε το ίδιο παρακλητικά πιο ήρεμα ενώ με γύριζε ξανά προς την μεριά
του.
«Τι ακριβώς
θες να σου εξηγήσω Έντουαρτ» τον ρώτησα απελπισμένα.
«Που κολλάει
ο Αλάρικ με μας και ποιος είναι επιτέλους αυτός ο σωσίας που ανάφερε;» ρώτησε
και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά ενώ απέφυγα το βλέμμα του.
«Ο Αλάρικ
είναι ο τελευταίος γιος του Έλθρορεν» απάντησα στην πρώτη του ερώτηση
ξεψυχισμένα.
«Και ο
σωσίας;» επέμενε εκείνος ενώ πλαγιάζοντας το πρόσωπο του προσπάθησε να με κάνει
να τον κοιτάξω ξανά.
«Ο σωσίας ή
μετεμψύχωση του αν το θες, του προστάτη της πόλης μας, είσαι εσύ» του απάντησα
πιο σταθερά και έμεινε σοκαρισμένος να με κοιτά χωρίς να ξέρει τι να πει γι
αυτό.
«Δηλαδή όλα
αυτά που έλεγες.....» δεν μπορούσε να συνεχίσει και αναστέναξα βαριά.
«Ναι
αφορούσαν εσένα» επιβεβαίωσα και άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά
πεισματικά ενώ πισωπατούσε σοκαρισμένος.
«Όχι δεν
μπορεί...»
«Και όμως
μπορεί» του δήλωσα αυστηρά και τα έχασε τελείως.
«Και θα με
σκοτώσεις;...» ρώτησε ξέπνοα και του έριξα ένα βλέμμα όλο νόημα.
«Αν δεν μου
δώσεις άλλη επιλογή ναι... γι αυτό φρόντισε να μην το κάνεις» του είπα
κατηγορηματικά και έκλεισε το πρόσωπο του μέσα στα δύο του χέρια ενώ ρούφαγε
άπληστα τον αέρα που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο με δυσκολία.
«Πως μπορώ
να το κάνω αυτό;» ρώτησε απελπισμένα.
«Ξεκίνα να
προετοιμάζεσαι Έντουαρτ» του είπα κατηγορηματικά και κατεβάζοντας τα χέρια του
από το πρόσωπο του απότομα με κοίταξε με ένα πληγωμένο ύφος.
«Πως;»
ρώτησε ξανά με περισσότερο πείσμα και ξεφύσησα απελπισμένα.
«Άρχισε να
διαβάζεις» του είπα απλά ανασηκώνοντας τους ώμους μου και προσπερνώντας τον
άρχισα να πηγαίνω προς την πόρτα και αυτό τον έκανε να βγει από τα ρούχα του.
«Πως μπορείς
να μου το κάνεις αυτό; Την μια με βομβαρδίζεις με όλα αυτά και την άλλη με
παρατάς έτσι απλά;» αναφώνησε τρέχοντας πίσω μου και γυρίζοντας προς την μεριά
του μόλις είδε το ύφος μου αυτόματα πάγωσε στην θέση του.
«Μην τα
περιμένεις όλα στο χέρι... Ότι χρειάζεται να μάθεις είναι εκεί κάτω, αν θες να
σώσεις την ζωή σου τράβα και διάβασε τα, αν όχι λίγο με νοιάζει» του είπα ψυχρά
και σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή με κοίταξε νευριασμένα αλλά εγώ
δεν έμεινα περισσότερο και εκείνος πείσμωσε περισσότερο.
«Γιατί μου
το κάνεις αυτό; Το μόνο που σε νοιάζει είναι πως θα καταφέρεις τα δικά σου
σχέδια; Δεν νιώθεις τίποτα για μένα;» ρώτησε αγανακτισμένα και γελώντας
δύσπιστα άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά ενώ κοίταζα προς το ταβάνι
απελπισμένα καθώς σταμάταγα τα βήματα μου στην μέση.
Πως διάολο
γίνετε να λέει τα ίδια του τα λόγια αν δεν είναι εκείνος;... ρώτησα
αγανακτισμένα μέσα μου... Αλλά αν είναι εκείνος γιατί το κρύβει; Γιατί δεν μου
το αποκαλύπτει; Δεν έχει λογική.
Γυρίζοντας
προς το μέρος του τον κοίταξα μέσα στα μάτια και καθώς τον πλησίασα ξανά
ανέκφραστη του έκανα την ερώτηση παγίδα.
«Πες το
όνομα μου» απαίτησα με τραχιά φωνή και έσμιξε τα φρύδια του με απορία.
«Τι πράγμα;»
ρώτησε δύσπιστος.
«Γιατί
Έντουαρτ κάθε φορά που μπορείς να κολλήσεις το όνομα μου σε μια πρόταση εσύ
αυτόματα την σταματάς στην μέση πριν το εκφράσεις δυνατά;» τον ρώτησα με το
ύφος που δήλωνε ότι δεν τρώω κουτόχορτο και εκείνος έμεινε για μια στιγμή να με
κοιτά χωρίς να ανταποκρίνεται ενώ η καρδιά του άρχισε να αυξάνει και πάλι τους
παλμούς της.
«Τι θες να
πεις;» ρώτησε τελικά και άφησα ένα ειρωνικό γελάκι να μου ξεφύγει ενώ όλα τα
χαρακτηριστικά του προσώπου μου αγρίευαν.
«Αλήθεια
πίστεψες ότι θα μπορούσες ποτέ να με κοροϊδέψεις Έντουαρτ;» τον ρώτησα και
προσπάθησε να το καλύψει αλλά ήταν πολύ αργά γι αυτό πια, είχε πλέον προδοθεί.
«Δεν νομίζω
ότι...»
«Σε έζησα
200 χρόνια, ήμουν δίπλα σου από το πρώτο δευτερόλεπτο της ζωής σου και πίστεψες
ότι θα μπορούσες να με κοροϊδέψεις με τα ψεύτικα τεχνάσματα σου; Πίστεψε ότι
δεν θα πιάσω τις ομοιώτητες;» τον ρώτησα ξανά πιο απαιτητικά και με κοίταξε με
ψυχραιμία
«Ίζαμπελ
ξέρω ότι...» ξεφούρνισε τελικά και άρχισα να κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου με
πείσμα κόβοντας του την φράση στην μέση και εκείνος δεν ήξερε πως να
αντιδράσει.
«Πως
τόλμησες να μου το κάνεις αυτό; Πως μπόρεσες;» φώναξα ξαφνικά ενώ τον έσπρωχνα
με τα χέρια μου και εκείνος πισωπατούσε με τα χέρια του στο αέρα αμυντικά.
«Ίζαμπελ σε
παρακαλώ πρέπει να με ακούσεις» προσπάθησε εκείνος να με σταματήσει αλλά εγώ
είχα ήδη βγει εκτός εαυτού.
«Δεν φτάνει
που κατέστρεψες την δική σου ζωή τώρα θες να καταστρέψεις και την ζωή του
κακόμοιρου του παιδιού; Δεν φτάνουν όσα τραβάει από τους άλλους;» ξέσπασα και
άρχισε να ανασαίνει γρήγορα ενώ στο βλέμμα του έβλεπα ότι είχε ήδη αρχίσει να
χάνει την υπομονή του.
«Γιατί
πρέπει πάντα να μπαίνουν όλοι οι άλλοι πριν από μένα;» ρώτησε αγανακτισμένα.
«Γιατί έτσι
είναι τα πράγματα Έντουαρτ, έτσι είναι η ζωή και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι
για να την αλλάξουμε» φώναξα αγανακτισμένα και εκείνος με έπιασε από τους ώμους
μου για να με ακινητοποιήσει.
«Πως μπορείς
να το λες αυτό;...» μου αντιτάθηκε και τον κοίταξα σκληρά... «Ήταν γραφτό να
είμαστε μαζί»
«Και τα
καταστρέψαμε όλα αλλά τώρα είναι αργά να διορθώσουμε τα λάθη μας Έντουαρτ γι
αυτό θα σου το ζητήσω μια φορά και μην με αναγκάσεις να το επαναλάβω... Άφησε
τον ήσυχο μην τον κάνεις να χάσει το μυαλό του περισσότερο» απαίτησα σκληρά και
τα μηλίγγια του άρχισαν να πάλλονται γρήγορα ενώ το σαγόνι του έτρεμε καθώς με
κοίταζε με όλο του το πείσμα όπως και κάθε φορά που δεν του έκανα κάποιο χατίρι...
Δεν τα παρατούσε, όχι ότι περίμενα να το κάνει.
Χρησιμοποιώντας
όλη του την δύναμη με τράβηξε κοντά του για να μου αποδείξει ότι έχω άδικο και
καθώς προσπάθησε να με φιλήσει λύγισα το σώμα μου προς τα κάτω, πέρασα το
κεφάλι μου κάτω από το χέρι του και γυρίζοντας το κορμί μου του έχωσα τον
αγκώνα μου μέσα στο στομάχι του... Καθώς διπλώθηκε στα δύο τον πέταξα κάτω και
τον ακινητοποίησα με το σώμα μου ενώ τον κοίταξα με ένα αμείλικτο βλέμμα και
εκείνος τα έχασε τελείως.
«Δεν θα σε
αφήσω να πάρεις τον έλεγχο του... Το κατάλαβες;» φώναξα εξαγριωμένη.
«Και τι
ακριβώς θα κάνεις βασίλισσα μου;» με προκάλεσε περισσότερο και πιάνοντας τον
από τον λαιμό έχωσα τα δάχτυλα μου μέσα στην σάρκα του και εκείνος ούρλιαξε από
τον πόνο.
«Διάλεξε
Έντουαρτ, θα αφήσεις το πείσμα σου να του αφαιρέσει την ζωή ή θα τον αφήσεις
ήσυχο;» τον ρώτησα με τα μάτια μου να καίνε με μίσος και τα δόντια μου να
κροταλίζουν απειλητικά ενώ το χέρι μου αυτόματα κάηκε από το ιεροβότανο που
περιεχόταν μέσα στο αίμα του αλλά ούτε και αυτό ήταν ικανό τώρα να με
σταματήσει... Έπρεπε να τον κάνω με κάθε τρόπο να κάνει πίσω για να κερδίσω
χρόνο μέχρι να βρω έναν τρόπο να τους ξεχωρίσω ξανά πριν καταφέρει να του
κερδίσει το σώμα και εκείνος με κοίταξε με πόνο.
«Δεν θα το
κάνεις» προσπάθησε με δυσκολία και καθώς έσφιξα την καρδιά του περισσότερο σε
σημείο να είναι έτοιμη να εκραγεί εκείνος άρχισε να παλεύει βογκώντας καθώς
έκλεινε τα μάτια του με δύναμη για να ελέγξει τον πόνο.
«Διάλεξε
Έντουαρτ, ή τον αφήνεις ή φεύγετε και οι δύο» του φώναξα και ανοίγοντας τα
μάτια του με κοίταξε για μια τελευταία φορά.
«Είσαι
άδικη» ήταν τα τελευταία του λόγια και χωρίς να περιμένει απάντηση όλο το
πρόσωπο του Έντουαρτ άλλαξε καθώς άλλαζαν και οι καρδιακοί του σφυγμοί και
καταλαβαίνοντας ότι ο μικρός μου πρίγκιπας είχε υποχωρήσει, έβγαλα αμέσως το
χέρι μου από την σάρκα του και τον λαιμό του και σκίζοντας το μπλουζάκι του
άρχισα να πιέζω την πληγή του για να μην χάσει περισσότερο αίμα μέχρι το αίμα
μου που υπήρχε ακόμα μέσα στης φλέβες του να θρέψει την πληγή του ενώ ο
κακόμοιρος ο Έντουαρτ προσπαθούσε πάση θυσία να ελέγξει τον αφόρητο πόνο που
ένιωθε καθώς τα κύτταρα του αναπλάθονταν ξανά.
«Μπέλλα»
είπε πνιγμένα με δυσκολία ασθμαίνοντας και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο
πρόσωπο του τον ανασήκωσα απαλά για να με κοιτάξει.
«Προσπάθησε
να ηρεμήσεις Έντουαρτ, σου υπόσχομαι ότι θα τελειώσει γρήγορα» του είπα και
εκείνος κοιτώντας γύρω του ξαφνικά εστίασε πάνω στο χέρι μου και με κοίταξε
ξανά τρομοκρατημένος.
«Το χέρι
σου» αναφώνησε ενώ έπαιρνε γρήγορες ανάσες παλεύοντας να μην ουρλιάξει και τον
κοίταξα δύσπιστα.
«Έντουαρτ
μόλις προσπάθησα να σου αφαιρέσω την ζωή και εσύ νοιάζεσαι για το χέρι μου;...
Κάνε μου την χάρη σε παρακαλώ» είπα αγανακτισμένα και εκείνος κούνησε το κεφάλι
του αρνητικά σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή ενώ αγκομαχούσε ακόμα.
«Δεν θα το
έκανες, ήταν σίγουρος γι αυτό» δήλωσε και γέλασα ειρωνικά.
«Αλήθεια;
Και τότε γιατί υποχώρησε;» τον ρώτησα ειρωνικά και εκείνος ξεφύσησε
αποφεύγοντας να μου απαντήσει... «Γιατί Έντουαρτ;» τον ρώτησα με περισσότερο
πείσμα καθώς του πίεσα ασυνείδητα την πληγή του περισσότερο από όσο χρειαζόταν
και καθώς σφράγισε το στόμα του για να κόψει την κραυγή του στην μέση τελικά
απάντησε.
«Γιατί δεν
είχε άλλη δύναμη για να κρατηθεί...» αναφώνησε τελικά και άρχισα να γελάω
δυνατά... «Που είναι το αστείο;» ρώτησε μπερδεμένος και σηκώνοντας το ύφασμα
αφού είδα ότι η πληγή του είχε κλείσει τελείως, σηκώθηκα όρθια και δίνοντας του
χέρι μου για να τον βοηθήσω να σηκωθεί εκείνος το δέχτηκε.
Χωρίς να
σταματάω στιγμή να γελάω νευρικά, τον παρέσυρα μαζί μου προς το δωμάτιο του
Στέφαν και αφού τον άφησα να καθίσει πάνω στο πλαίσιο της μπανιέρας του μπάνιου
του, άρχισα να απομακρύνω τα απομεινάρια της μπλούζας που είχαν κολλήσει απάνω
του πριν γίνουν ένα με το σώμα του και εκείνος με κοίταζε με ένα βλέμμα που
δήλωνε καθαρά ότι πίστευε ότι είχα τρελαθεί τελείως, δεν είχε και άδικο, Χριστέ
μου πόσο κοντά ήμουν.
«Είσαι
καλά;...» ρώτησε ανήσυχος και καθώς άνοιξα την βρύση πίσω του για να του
ξεβγάλω το αίμα από πάνω του πριν ξεραθεί κατένευσα προσπαθώντας πολύ σκληρά να
σταματήσω το γέλιο μου χωρίς μεγάλη επιτυχία... «Θα μου πεις επιτέλους γιατί
γελάς;» ρώτησε αγχωμένα και παίρνοντας το σφουγγάρι στα χέρια μου του καθάρισα
την πλάτη από τα αίματα χωρίς να σταματάω.
«Μπέλλα
ειλικρινά αρχίζω και ανησυχώ» αναφώνησε ενώ με σταμάταγε και γύρισα το βλέμμα
μου προς την μεριά του ενώ κρυφογελούσα ακόμα.
«Σε
ευχαριστώ για την πληροφορία σίγουρα θα μου φανεί πολύ χρήσιμη, όμως μην
ελπίζεις ότι θα σταματήσει να προσπαθεί» του δήλωσα και έσμιξε τα φρύδια του με
απορία.
«Δεν πιστεύω
να το ξανακάνεις» αναφώνησε με μια σοκαρισμένη ματιά.
«Μην με
αναγκάσετε να το ξανακάνω» του γύρισα και για λίγο τρομοκρατήθηκε.
«Είναι αυτός
πουυυ...»
«Αυτός που
μου χάρισε το Evenstar;..» συμπλήρωσα την φράση του και κατένευσε για
απάντηση... «Ναι αυτός είναι» απάντησα σοβαρεύοντας αυτόματα και με κοίταξε
μπερδεμένος.
«Δεν
καταλαβαίνω» είπε τελικά και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.
«Τι ακριβώς
δεν καταλαβαίνεις Έντουαρτ;» τον ρώτησα και άρχισε να ανασαίνει γρήγορα.
«Αν αυτός
είναι η μοναδική σου αγάπη πως γίνεται;... Θέλω να πω, δεν θες να έχεις μια
ευκαιρία να είσαστε ξανά μαζί;» ρώτησε μπερδεμένα όπως ακριβός ήταν και οι
σκέψεις του και γέλασα δύσπιστα.
«Πως
φαίνεται ότι δεν με ξέρεις καθόλου» είπα κουρασμένα και με κοίταξε
ξαφνιασμένος.
«Ακριβώς το
ίδιο είπε και εκείνος ταυτόχρονα με σένα» είπε με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα
του και ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.
«Γιατί
εκείνος ξέρει ακριβώς πως σκέφτομαι και πως πράττω Έντουαρτ και ξέρει πολύ καλά
ότι θα κάνω τα πάντα για να σε αφήσει ήσυχο» τόνισα κατηγορηματικά και για λίγο
ταράχτηκε αλλά αμέσως το μάζεψε και με κοίταξε πιο ψύχραιμα.
«Γιατί να
θες να το κάνεις αυτό;» ρώτησε και τα έχασα τελείως.
«Έντουαρτ
πας καλά; Ξέρεις τι μου λες αυτήν την στιγμή;» τον ρώτησα αγανακτισμένα και
ξεφύσησε απελπισμένα.
«Δεν είπα
ότι θέλω να γίνει Μπέλλα δεν είμαι τόσο ηλίθιος, απλά προσπαθώ να καταλάβω,
κάποιος άλλος στην θέση σου θα παρακάλαγε να συμβεί κάτι τέτοιο εσύ πως μπορείς
να παλεύεις ώστε να μην το κάνει για να ξανακερδίσω την ζωή μου πίσω; Δεν έχει
λογική» είπε τελικά την σκέψη του ωμά και αναστέναξα βαριά.
«Ότι ήταν να
ζήσουμε Έντουαρτ το ζήσαμε, σωστά, λάθος, δεν έχει σημασία... Είχαμε την
ευκαιρία μας και την χάσαμε... Δεν θα διορθώσουμε τα λάθη μας εις βάρος σου...
Αυτή η ζωή σου ανήκει όπως και αυτό το κορμί, γι αυτό μην αφήσεις κανέναν άλλον
να το διεκδικήσει» του είπα απλά και κατηγορηματικά και έμεινε να με κοιτάει
ασθμαίνοντας.
«Είσαι τόσο
περίεργη» παραδέχτηκε ανοιχτά.
«Και εσύ
τόσο μπερδεμένος που δεν έχεις ιδέα τι λες, γι αυτό προσπάθησε σε παρακαλώ να
προσγειωθείς στην πραγματικότητα για να δούμε τι σκατά θα κάνουμε από εδώ και
πέρα εντάξει;» του γύρισα και αναστέναξε αλλά τελικά κατένευσε και αφήνοντας το
χέρι μου με άφησε να συνεχίσω.
Μόλις
τελείωσα με την πλάτη του, καθάρισα το σφουγγάρι ξανά και του το έτεινα για να
συνεχίσει μόνος του στην μπροστινή μεριά του σώματος του ενώ εγώ αφού καθάρισα
το δικό μου χέρι καθώς το στέγνωνα με μια πετσέτα, πήγα προς την ντουλάπα του
Στέφαν για να του βγάλω μια καθαρή αλλαξιά και εκείνος δεν άργησε να με
ακολουθήσει.
«Μπέλλα...»
με φώναξε και γύρισα προς την μεριά του ενώ έκλεινα την ντουλάπα... «Λυπάμαι»
«Για πιο
πράγμα;» τον ρώτησα.
«Θα είναι
δύσκολο να με κοιτάς και...» ξεκίνησε αλλά πλησιάζοντας τον καθώς του έδινα τα
καθαρά ρούχα για να τα κρατήσει κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά σταματώντας την
φράση του στην μέση.
«Μην
πιστεύεις ότι σου λέει Έντουαρτ... Έχουν περάσει αιώνες από τότε, όλα έχουν
αλλάξει, εγώ άλλαξα... Δεν είσαστε ίδιοι και δεν πρόκειται να γίνετε ποτέ» του
είπα ήρεμα και παίρνοντας τα ρούχα στα χέρια του χαμήλωσε την ματιά του ενώ το
σκεφτόταν.
«Δεν ξέρω τι
να πω» παραδέχτηκε τελικά ηττημένα και αναστέναξα βαθιά.
«Γιατί δεν
μου το είπες πιο πριν;» τον ρώτησα τελικά με πόνο και με κοίταξε απολογητικά.
«Πραγματικά
δεν το ήξερα Μπέλλα...» είπε ειλικρινά... «Νόμιζα ότι έχανα το μυαλό μου ότι
μου μίλαγε η ίδια μου η σκέψη, πίστευα ότι αν το έλεγα σε κάποιον θα με πέρναγε
για τρελό» παραδέχτηκε και κατένευσα δίνοντας του να καταλάβει ότι τον
καταλάβαινα απόλυτα.
«Ήταν ο
μόνος που με αποκαλούσε βασίλισσα του Έντουαρτ, πόσο χρόνο θα μου έπαιρνε για
να το καταλάβω;» του είπα και με κοίταξε με πόνο.
«Γιατί δεν
είπες τίποτα όταν σε ρώτησα γιατί δεν με ήθελες;» με ρώτησε και εκείνος με την
σειρά του.
«Δεν ήθελα
να το μάθεις έτσι, είσαι ήδη πιεσμένος με όλα τα άλλα που συμβαίνουν... Από την
άλλη...» είπα μέσα από τον αναστεναγμό μου... «Δεν πίστευα ότι ποτέ, ή μάλλον
να το πω σωστά, δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο αλλά
σου υπόσχομαι ότι θα κάνω τα πάντα για να διορθωθεί, ο κόσμος να χαλάσει θα
πάρεις την ζωή που σου στέρησαν πίσω» είπα με πείσμα και έσμιξε τα φρύδια του
με απορία ενώ ανάσαινε κοφτά με την καρδιά του να επιταχύνετε.
«Γιατί;»
ρώτησε και άφησα ένα θλιμμένο γελάκι να μου ξεφύγει.
«Γιατί όλοι
οι υπόλοιποι κάνουν τα πάντα για να επαναλάβουν την ιστορία, εγώ θα κάνω τα
πάντα για να το αποτρέψω» του δήλωσα και πριν πει κάτι άλλο, τον προσπέρασα και
βγαίνοντας από το δωμάτιο έκλεισα την πόρτα πίσω μου αλλά δεν κινήθηκα αμέσως...
Κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά έκοψα την ανάσα μου στην μέση μόλις ένιωσα τον
πόνο να μου διαλύει το στήθος και μόλις κατάφερα να τον καταλαγιάσω ξανά, τα
άνοιξα και άρχισα να πηγαίνω προς τον κάτω όροφο.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου