«Πραγματικά
εντυπωσιάστηκα» άκουσα την Μπέλλα να λέει και ταυτόχρονα με την Άλις γύρισα την
ματιά μου προς το μέρος της.
Ήταν
ακουμπισμένη πάνω στο πλαίσιο της πόρτας με τα χέρια της διπλωμένα πάνω στο
στήθος να μας κοιτά την Άλις με έναν περίεργο θαυμασμό και για λίγο σάστισα...
Για ποιο πράγμα είχε εντυπωσιαστεί;
«Εγώ να
δεις!» άκουσα τη φωνή του τύπου που ήταν μαζί με την Άλις και γύρισα την ματιά
μου προς το μέρος του ξαφνιασμένος... Είχα ξεχάσει τελείως ότι ήταν εδώ.
«Τι
εννοείτε;» ρώτησε η Άλις πριν από μένα και την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Δεν έχεις
ιδέα τι έκανες;» την ρώτησε εκείνος σοκαρισμένος και η Μπέλλα μπαίνοντας μέσα
στο ιατρείο έκλεισε την πόρτα πίσω της απαλά ενώ απαντούσε αντί της Άλις.
«Δεν έχει
πάρει καν το χρίσμα» τον ενημέρωσε και εγώ με την Άλις ανταλλάξαμε ένα βλέμμα
απορίας... Για ποιο πράγμα μιλάνε;... «Άλλα δεν νομίζω ότι είναι ο κατάλληλος
χώρος για να συζητάμε για τέτοια θέματα δεν νομίζετε;...» συνέχισε και άρχισα
να τρελαίνομαι τελείως... Τι άλλο υπάρχει που μας κρατάνε κρυφό;
«Γνωρίζεστε;»
ρώτησε η Άλις υποψιασμένη κοιτώντας την Μπέλλα και τον τύπο που ήταν πίσω μου
και η Μπέλλα άφησε ένα γελάκι για επιβεβαίωση.
«Φυσικά...»
απάντησε αδιάφορα ενώ ο τύπος κρυφογέλαγε... «Τι κάνει ο πατέρας σου Τζαζ;»
απευθύνθηκε σε εκείνον και αμέσως της ανταποκρίθηκε θερμά.
«Ζήτησε να
σας δει μόλις φυσικά έχετε λίγο χρόνο για εκείνον» της απάντησε και εκείνη
άρχισε να γελά δύσπιστα.
«Όλους μαζί
ή μόνο εμένα;» τον πείραξε και εκείνος την κοίταξε νευρικά.
«Όχι εσάς
εννοούσα» είπε ντροπαλά και εκείνη πλησιάζοντας τον του τάραξε τα μαλλιά
παιχνιδιάρικα.
«Ξεκόλλα
Τζαζ, είμαστε συνομήλικοι το ξέχασες;» του είπε κλείνοντας του το μάτι και ένα
δειλό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του.
«Θα μου
εξηγήσει κανείς τι γίνετε εδώ;» ρώτησα εκνευρισμένα και γύρισε την ματιά της
προς το μέρος μου.
«Άλλη ώρα...
τώρα έχουμε μάθημα και δεν θέλω να το χάσει κανείς σας» δήλωσε χωρίς να δέχεται
αντίρρηση γι αυτό κινώντας προς την πόρτα και αυτό με έκανε αυτόματα να εκραγώ.
«Είσαι
σοβαρή;... Η Άλις...»
«Η Άλις
είναι μια χαρά και θα παραμείνει αν δεν επαναλάβεις τις ίδιες μαλακίες στο
μέλλον, τουλάχιστον μέχρι να σπάσεις την κατάρα σου, μετά κάνε ότι θες, δεν θα
την επιβαρύνεις άλλο» μου γύρισε σκληρά και η ανάσα μου άρχισε να επιτυγχάνετε.
«Πρέπει να
την δει γιατρός τώρα» απαίτησα αλλά δεν ίδρωσε το αυτί της.
«Μπορεί να
την δει και το απόγευμα» είπε αδιάφορα και κάνοντας την κίνηση να την πλησιάσω
για να της απαντήσω καταλλήλως η Άλις κρατώντας με από τα ρούχα αυτόματα με
σταμάτησε.
«Έντουαρτ...»
απαίτησε την προσοχή μου και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της
εκνευρισμένα.
«Πρέπει να
σε δει γιατρός» επέμενα εγώ.
«Είμαι μια
χαρά δεν έχω τίποτα» προσπάθησε εκείνη να μου αλλάξει γνώμη και αυτό με έκανε
να βγω από τα ρούχα.
«Τότε θα σε
πάω σπίτι τώρα» απαίτησα ξανά και εκείνη ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Έντουαρτ,
σε παρακαλώ... δεν θέλω να φύγω» είπε συνωμοτικά ενώ με την ματιά της
προσπαθούσε να μου δώσει να καταλάβω τον λόγο που δεν ήταν άλλος από τον τύπο
που ήταν πίσω μου.
«Είσαι
τελείως τρελή;...»
«Θα πάει
μακριά η βαλίτσα;...» η Μπέλλα με διέκοψε βαριεστημένα και γύρισα την ματιά μου
προς το μέρος της αγανακτισμένα... «Είναι μια χαρά...»
«Και εσύ που
το ξέρεις;... Έχεις κάνει και γιατρός;» την ειρωνεύτηκα διακόπτοντας την αλλά
εκείνη συνέχισε έτσι κι αλλιώς.
«Έχω καλή
ακοή αυτό φτάνει;...» γύρισε το σχόλιο μου και συνέχισε πριν την διακόψω
πάλι... «Είναι μια χαρά και δεν υπάρχει λόγος να χάσει αυτό το μάθημα...»
«Τι διάολο
σε έχει πιάσει με αυτό το μάθημα πια;» ρώτησα απελπισμένα και εκείνη ανασήκωσε
τους ώμους της αδιάφορα.
«Αν δεν
έρθετε δεν θα το μάθετε ποτέ» ήταν τα μόνα λόγια που είπε και ανοίγοντας την
πόρτα άρχισε να προχωράει προς το διάδρομο.
«Και το
ασθενοφόρο;» φώναξα εγώ πίσω της.
«Είμαι
σίγουρος ότι το έχει κανονίσει η ίδια και όχι μόνο αυτό» είπε ο τύπος πίσω μου
και γύρισα απότομα την ματιά μου προς το μέρος του... «Τι; Θα προτιμούσατε να
μάθει ο πατέρας σας τι συνέβη από τα ηλίθια κουτσομπολιά τους;» ρώτησε δύσπιστα
και αμέσως μου ανέβηκε το αίμα μου στο κεφάλι.
«Ποιος είσαι
πάλι εσύ και με ποιο δικαίωμα ανακατεύεσαι πια;» τον ρώτησα εκδηλώνοντας όλον
τον εκνευρισμό μου.
«Έντουαρτττ...»
προσπάθησε η Άλις να με σταματήσει αλλά εγώ είχα πια ξεπεράσει κάθε μου όριο.
«Προχώρα
τώρα» της είπα κατηγορηματικά και πιάνοντας το χέρι της άρχισα να την τραβάω με
το έτσι θέλω για να την πάρω από εδώ και εκείνη καταλαβαίνοντας το τι είχα
σκοπό να κάνω προσπάθησε για άλλη μια φορά να με σταματήσει.
«Σταμάτα
παιδί μου να με τραβάς... Τι σε έχει πιάσει επιτέλους σήμερα;» τσίριζε ενώ
πάλευε να τραβήξει το χέρι της από το δικό μου.
«Δεν θέλω να
έχεις καμία σχέση μαζί του» απαίτησα και αυτό την έκανε χειρότερα.
«Συγνώμη;...»
αναφώνησε ενώ με σταμάτησε και γύρισα προς την μεριά της... «Ποιος είσαι εσύ
που θα μου πεις ποιος θα μου αρέσει και ποιος όχι;... Έχω επέμβει ποτέ εγώ στα
προσωπικά σου;» είπε με πείσμα και προσπάθησα να κοντρολάρω τα νεύρα μου πριν
ξεσπάσω απάνω της.
«Είναι
γνωστός της, δεν τον εμπιστεύομαι καθόλου» της είπα και εκείνη με κοίταξε
μπερδεμένη.
«Πας
καλά;... Πριν δεν έλεγες ότι είναι η μόνη που εμπιστεύεσαι; Τι άλλαξε τώρα;» με
ρώτησε σαστισμένη και δεν ήξερα πως να απαντήσω σε αυτό... Τι να της έλεγα; Ότι
άκουσα μια συζήτηση που έγινε σε απόσταση ενός ορόφου; Πως θα το εξηγούσα αυτό;
«Τι ξέρεις
γι αυτόν Άλις; Πως μπορείς να ξέρεις αν δεν είναι ένας από αυτούς;» της είπα
αποφεύγοντας να της απαντήσω και μπερδεύτηκε περισσότερο.
«Μα είναι
μόνο ένα παιδί και μάλιστα στην ίδια ηλικία με μας» προσπάθησε να τον
υπερασπιστεί.
«Και εκείνη
ήταν μόνο δεκαέξι ετών όταν της το κάνανε, νομίζεις ότι έχει σημασία γι αυτούς
η ηλικία;» την ρώτησα πίσω και άνοιξε διάπλατα τα μάτια και το στόμα της από
την έκπληξη.
«Ήταν τόσο
μικρή;...» ρώτησε πνιγμένα με πόνο στην φωνή της και αμέσως μαγκώθηκα... Τι
ηλίθιος που είμαι; Δεν έπρεπε να το πω αυτό.
«Ναι...»
απάντησα μόνο κάτω από τον αναστεναγμό μου χωρίς να προσθέσω κάτι άλλο και
αμέσως η Άλις χαμήλωσε την ματιά της στο πάτωμα με θλίψη.... «Αλλά δεν είναι
αυτό το θέμα μας» της υπενθύμισα και εκείνη με κοίταξε πιο αποφασιστικά.
«Θα το
ρισκάρω και αν είναι... εεεε... σαν και εκείνη τέλος πάντων... θα δω τι θα
κάνω...» την κοίταξα πιο επίμονα και εκείνη ξεσπάθωσε... «Μου αρέσει και
φαίνετε ότι του αρέσω και εγώ εντάξει;... Και δεν θα σε αφήσω να μου το
χαλάσεις...» δήλωσε τραβώντας το χέρι της απότομα από το σφιχτό μου κράτημα...
«Στην τελική φαίνεται να γνωρίζει αρκετά για μας και όλα όσα ο πατέρας μας μάς
κρύβει οπότε γιατί να μην το εκμεταλλευτούμε ώστε να μάθουμε περισσότερα;» είπε
και δεν μπορούσα να της πω κάτι γι αυτό, στην τελική είχε δίκιο αλλά πόσο
μπορούσα να τον εμπιστευτώ όταν εκείνος είναι με το μέρος της; Μπορεί στην
τελική να τον είχε βάλει εκείνη να την πέσει στην Άλις για να την έχει από
κοντά αλλά και πάλι αν ίσχυε αυτό δεν θα έκρυβε ότι τον γνώριζε; Σκατά, σκατά,
σκάτα, δεν μπορώ να βγάλω άκρη.
Η Άλις από
την έλλειψη της ανταπόκρισης μου κατάλαβε ότι είχα ήδη υποχωρήσει και ερχόμενη
κοντά μου με αγκάλιασε.
«Σταμάτα να
ανησυχείς για όλα Έντουαρτ... Θα την βρούμε την άκρη, μαζί» προσπάθησε να με
καθησυχάσει και ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο άφησα την ανάσα μου να
βγει βαριά από μέσα μου.
«Νιώθω τόσο
πιεσμένος» είπα μέσα από τον αναστεναγμό μου και εκείνη κατένευσε με κατανόηση.
«Δεν είσαι
όμως μόνος σου σε όλο αυτό...» μου υπενθύμισε και κατένευσα... «Έλα να πάμε στο
περιβόητο μάθημα...» προσπάθησε ξανά και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου έκανα
πιο πίσω.
«Αν θες
πήγαινε μόνη σου» της είπα κατηγορηματικά και εκείνη τα παράτησε.
«Όπως θες»
είπε μόνο και καθώς με φίλησε απαλά στο μάγουλο, μου έτριψε παρηγορητικά το
μπράτσο και έφυγε.
Μένοντας
μόνος μέσα στον άδειο διάδρομο του σχολείου, άφησα τον εαυτό μου να αδειάσει
προς το πάτωμα και καθώς έπιασα το κεφάλι μου έμεινα εκεί ανασαίνοντας βαριά.
Ένιωθα τα
πάντα να με πνίγουν... βρισκόμουν σε ένα ατελείωτο αδιέξοδο και το χειρότερο
ήταν ότι δεν υπήρχε κανείς να με καταλάβει... ούτε καν η αδελφή μου.
Τα μάτια μου
για άλλη μια φορά έκλεισαν και εκεί που η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει πιο
γρήγορα αυτόματα προσπάθησα να βρω έναν τρόπο για να την κάνω να ηρεμήσει και
διάφορες εικόνες από ένα άγνωστο σε μένα παρελθόν άρχισαν και πάλι να κάνουν
την εμφάνιση τους...
Το πνεύμα
μου ένιωσα ξανά να μπαίνει σε περίεργα μονοπάτια που δεν είχα δει ξανά και όπως
και στο όνειρο μου έτσι και τώρα ένιωθα ότι γύριζα ξανά στην ηλικία τον δέκα,
με όλες τις αγωνίες και τις σκέψεις που είχα τότε να με κάνουν να αγωνιώ για το
άγνωστο μέλλον που με τρομοκρατούσε, ένα μέλλον που δεν το είχα επιλέξει εγώ.
Οι τοίχοι
γύρω μου έγιναν ξανά πέτρινοι και καθώς προχωρούσα όλα όσα κάλυπταν το κορμί
μου με ενοχλούσαν αλλά περισσότερο από όλα με ενοχλούσε εκείνη η κορώνα που μου
φόρεσε η μητέρα μου για να υπενθυμίζει σε όλους τους άλλους ποιος είμαι και
ποια είναι η θέση μου, λες και υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να το ξεχάσει.
Φτάνοντας
όμως στην αυλή και βλέποντας εκείνην από μακριά αυτόματα ένιωσα όλη την
ασφάλεια που η ψυχή μου αναζητούσε και ξεχνώντας όλες τις φοβίες μου έτρεξα
κοντά της...
«Τι
συμβαίνει Έντουαρτ;» την άκουσα να μου λέει εκείνη με αγωνία και αυτόματα
σταμάτησα στο άνοιγμα της τέντας που είχε στηθεί για να μας προστατέψει από τον
ζεστό ήλιο και μόλις της χαμογέλασα εκείνη αμέσως χαλάρωσε και μου ανταπέδωσε
το χαμόγελο ενθαρρύνοντας με να πάω κοντά της με την ματιά της αλλά βλέποντας
αυτό το εκτυφλωτικό χαμόγελο παρέμεινα στην θέση μου χωρίς να είμαι ικανός να
κάνω τίποτα άλλο εκτός από το να την κοιτάω ενώ η καρδιά μου άρχιζε να
φτερουγίζει γαργαλώντας με.
Ήταν πιο
εκτυφλωτική και από τον ίδιο τον ήλιο, η εσωτερική της λάμψη με μάγευε... Η
εσωτερική της ηρεμία που ενέδυε όλο το σώμα της έκανε το δικό μου αυτόματα να
χαλαρώνει και να με καθησυχάζει ενώ τα απίστευτα χαρακτηριστικά της με έκαναν
να νιώθω ότι κοίταζα την πύλη του παραδείσου που θα μου χάριζε όλη την
ευδαιμονία με το που εκείνη θα με κρατούσε για άλλη μια φορά στην αγκαλιά της.
Βλέποντας
την να χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά ενός κοριτσιού που είχε στην αγκαλιά της καθώς
άφησε ένα απαλό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της, χαμογελώντας της ζεστά ενώ
συνέχισε να της μιλάει χωρίς πια να με κοιτάει, η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει
από την ζήλια που με έκανε να θέλω να πάω κοντά τους και να τραβήξω με βία
μακριά από την αγκαλιά της αυτήν την άσχημη χωριατοπούλα ώστε να μην την
λερώνει άλλο με τα βρόμικα της χέρια... Ήταν μόνο δικιά μου, πως τολμούσε να
την ακουμπάει;
«Έντουαρτ;
Τι συμβαίνει;» με ρώτησε άλλη μια φορά καθώς αφήνοντας το κοριτσάκι να φύγει
άρχισε να έρχετε κοντά μου κοιτώντας με υπομονετικά πάντα χαμογελώντας μου.
«Τι δουλειά
έχω εγώ ανάμεσα στα παιδιά των χωρικών;» αντέδρασα με πείσμα και εκείνη
γονατίζοντας χαμήλωσε στο ύψος μου και μου χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο.
«Αυτά τα
παιδιά είναι οι φίλοι σου Έντουαρτ, όλοι εσείς μαζί είσαστε το μέλλον αυτού του
τόπου» μου είπε με την απαλή της φωνή και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος
τους και τους κοίταξα απαξιωτικά.
«Μα είμαι ο
πρίγκιπας, ο μελλοντικός τους βασιλιάς, πως μπορώ να κάτσω εγώ μαζί τους;» την
ρώτησα με περισσότερο πείσμα και χαρίζοντας μου το πιο εκτυφλωτικό της
χαμόγελο, άφησε τα χείλια της να ακουμπήσουν απαλά πάνω στο μέτωπο μου πριν μου
απαντήσει.
«Αγαπητό μου
παιδί, κάτω από τα μάτια του Θεού μας, ήμαστε όλοι ίδιοι...» μου είπε τρυφερά
βγάζοντας από το κεφάλι μου την κορώνα που με βάραινε όλη αυτήν την ώρα... «Και
όλοι έχουμε δικαίωμα στην αγάπη, την φροντίδα και την γνώση που μας προσφέρει»
συνέχισε χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλο μου.
«Μα εγώ
είμαι ο πρίγκιπας, ο μελλοντικός τους ηγέτης...» επέμενα με περισσότερο πείσμα
και το εκτυφλωτικό της χαμόγελο μου έκοψε την φράση μου στην μέση.
«Γι αυτό
ακριβώς πρέπει να τους γνωρίσεις, να γίνεις ένας από αυτούς, να τους κάνεις
κομμάτι της ζωής σου, να τους νιώσεις...» είπε απαλά και γύρισα την ματιά μου
ξανά προς το μέρος τους κοιτώντας τους φοβισμένα... «Για να παλέψεις για
εκείνους πρέπει πρώτα να μάθεις τις ανάγκες τους, να δεις τα προβλήματα τους,
να τα ζήσεις και εσύ μαζί τους ώστε μετά να ξέρεις τι να κάνεις για να τους
βοηθήσεις... Άνοιξε την καρδιά σου πρίγκιπα μου και βάλτους μέσα σου, δείξ’
τους ότι είσαι ένας από αυτούς και εκείνοι όταν θα τους χρειαστείς θα σε
στηρίξουν με όλη τους την καρδιά γιατί θα ξέρουν ότι ο ηγέτης τους θα κάνει τα
πάντα για να τους προστατέψει... γιατί ο ηγέτης τους είναι ένας από αυτούς...»
γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της και ζαρώνοντας τα φρύδια μου με
παράπονο, χαμήλωσα την ματιά μου... «Ένας Κάλλεν ποτέ δεν χαμηλώνει την ματιά
του, πάντα αντιμετωπίζει τα προβλήματα του με το κεφάλι ψηλά» με μάλωσε όπως
πάντα έκανε όταν με έβλεπε να λυγίζω και με μια τρεμάμενη ανάσα την σήκωσα
ξανά.
«Θεία
Ίζαμπελ;...» ρώτησα δειλά και με κοίταξε υπομονετικά... «Τι θα γίνει αν δεν με
αγαπήσουν; Αν δεν είμαι ικανός να γίνω βασιλιάς τους;» της εξέφρασα τις φοβίες
μου και καθώς μου χάρισε το πιο ζεστό της χαμόγελο, ανασήκωσε το σώμα της και
γερνώντας προς το μέρος μου άφησε άλλο ένα απαλό φιλί πάνω στην κορυφή του
κεφαλιού μου ενώ με τα χέρια της με έκλεινε στην ζεστή της αγκαλιά παρηγορώντας
με.
«Δεν υπάρχει
άνθρωπος που θα σε γνωρίσει και θα καταφέρει να μην σε αγαπήσει Έντουαρτ...
Είσαι γεννημένος βασιλιάς και εκείνοι θα το καταλάβουν και θα σε εμπιστευτούν
πολύ γρήγορα γιατί θα ξέρουν ότι ποτέ δεν θα τους προδώσεις...» είπε με μια
σιγουριά που με έκανε να νιώσω μια απίστευτη ηρεμία και ανασηκώνοντας το κεφάλι
μου την κοίταξα μέσα στα μάτια... «Έλα να καθίσεις, οι φίλοι σου σε περιμένουν»
συνέχισε και πηγαίνοντας με προς το μπούγιο που είχε δημιουργηθεί, έκανε χώρο
και με έβαλε να κάτσω ακριβώς στην μέση ανάμεσα σε όλα τα παιδιά που είχαν
μαζευτεί για να μας διδάξει όλα όσα εκείνη ήξερε......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου