Έντουαρτ
«Στον χαρακτήρα μου έμοιαζε καθόλου;...» ρώτησα αυτό που με
προβλημάτιζε περισσότερο και γύρισε απότομα την ματιά της προς το μέρος μου
κοιτώντας με παραξενευμένη... «Εννοώ πριν...» είπα με νόημα και αμέσως κούνησε
το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι δεν σου έμοιαζε...» είπε και μπερδεύτηκα περισσότερο και
καταλαβαίνοντας το συνέχισε... «Ο πρίγκιπας ποτέ δεν σεβάστηκε τα συναισθήματα
των άλλων, ποτέ δεν έμαθε τι σημαίνει ανιδιοτέλεια, όταν ήθελε κάτι το έπαιρνε
με οποιονδήποτε τρόπο μπορούσε αδιαφορώντας για τις συνέπειες...» είπε σκληρά
με το βλέμμα της να κοιτάει μακριά νευριασμένα... «Αλλά ποιος θα μπορούσε να
τον κατηγορήσει γι αυτό όταν του συγχωρούσαν τα πάντα, όταν όλοι τον είχαν στα
πούπουλα για να μην πάθει κάτι» συνέχισε με ένα περίεργο ύφος που δεν μπορούσα
να αποκωδικοποιήσω.
«Τώρα μπερδεύτηκα τελείως» παραδέχτηκα ανοιχτά και ήπια μια
γουλιά από την μπύρα μου ενώ εκείνη γύριζε προβληματισμένη την ματιά της προς
το μέρος μου.
«Σου έχει περάσει αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία;» ρώτησε
και κατένευσα για απάντηση.
«Ένιωσα σαν να έβλεπα τον εαυτό μου σε μια άλλη εποχή, στην αρχή
δεν κατάλαβα καν ότι ήταν εκείνος και όχι εγώ» είπα και αναστέναξε.
«Ήταν ευαίσθητος, φοβισμένος, μπερδεμένος όπως ακριβώς είσαι και
εσύ τώρα...» επιβεβαίωσε όσα είχα νιώσει και εγώ... «Αλλά ακόμα και τότε η
διαφορές σας ήταν αρκετά ευδιάκριτες» συνέχισε και δεν ήξερα πως να νιώσω γι
αυτό.
«Τότε τι του βρήκες;» δεν άντεξα και την ρώτησα και εκείνη
άρχισε να γελάει.
«Η καρδιά Έντουαρτ, δεν σε ρωτάει ποιον θα αγαπήσει» μου είπε
όπως είχε πει και στον πρόγονο μου.
«Μόλις βρει την αδελφή ψυχή της...» συμπλήρωσα εγώ τα ίδια της
τα λόγια που είχα ακούσει και γύρισε την ματιά της για να αποφύγει το βλέμμα
μου καταλαβαίνοντας το.
«Κλειδώνεται εκεί» συμπλήρωσε εκείνη με την σειρά της κάτω από
τον αναστεναγμό της και έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Και το κατάλαβες όταν πίστεψες ότι ήταν έτοιμος να πεθάνει;...»
πίεσα εγώ περισσότερο και άφησε ένα θλιμμένο γελάκι να της ξεφύγει ενώ κούναγε
αρνητικά το κεφάλι της... «Τότε γιατί;...»
«Έντουαρτ...» με διέκοψε χωρίς να με κοιτά ενώ έκλεινε τα μάτια
της και αφού το σκέφτηκε για λίγο τελικά συνέχισε... «Δεν εξηγείτε με δύο
λόγια...» εξήγησε καθώς γύριζε την ματιά της προς το μέρος μου και την κοίταξα
παρακλητικά ελπίζοντας να συνεχίσει και προς μεγάλη μου έκπληξη το έκανε...
«Την ημέρα που γεννήθηκε κοντέψαμε να τους χάσουμε, η μητέρα του
ήταν πολύ εξουθενωμένη και δεν κατάφερε να τον γεννήσει φυσιολογικά έτσι
αναγκάστηκα να της το πάρω από τα σπλάχνα της» εξήγησε και κατένευσα.
«Της έκανες καισαρική;» ρώτησα και αναστέναξε.
«Μπορείς να το πεις και έτσι...» είπε με δυσκολία... «Και αφού
τον κράτησα στην αγκαλιά μου, έδωσα στην μητέρα του το αίμα μου για να
επουλωθούν οι πληγές της...» συνέχισε κοιτώντας μακριά με μια περίεργη όψη που
δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω.
~ Δεν την ευχαρίστησε ποτέ όπως της άξιζε γι αυτήν της την πράξη
~... εξήγησε ο πρόγονος μου ενώ εκείνη συνέχιζε.
«Ήταν η χειρότερη μου εμπειρία, όλο εκείνο το αίμα...» κόμπιασε
καθώς οι μνήμες της τρύπησαν το μυαλό και καθώς κατάπιε δυνατά συνέχισε πιο
ήρεμα... «Θόλωσα, ξέχασα τον αρχικό μου στόχο, ήμουν τόσο κοντά στο να τα χάσω
τελείως αλλά μόλις άκουσα το κλάμα του ξαφνικά όλα άλλαξαν, γύρισα την ματιά
μου προς το μέρος του και μόλις τον κοίταξα έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου,
η ανάσα μου χάθηκε μακριά, το αίμα στις φλέβες μου έτρεχε με τόσο ορμή που
έκανε όλα μου τα άκρα να πονούν και καθώς άνοιξε τα μάτια του και αιχμαλώτισε
την ματιά μου η άψυχη καρδιά μου ένιωσα ξανά για λίγο να ζωντανεύει
συγχρονίζοντας τους χτύπους της με την δική του καρδιά και από τότε έγινε δική
του» τελείωσε την εξιστόρηση της και έμεινα να την κοιτώ χωρίς να καταλαβαίνω
ακόμα το πως.
«Ήταν τόσο όμορφος;» ρώτησα αυτόματα αυτό που μου ήρθε πρώτο και
ταυτόχρονα γελάσανε μαζί.
«Σίγουρα ήταν ότι πιο όμορφο είχα δει αλλά δεν ήταν αυτός ο
λόγος που με έκανε να του χαρίσω την καρδιά μου» εξήγησε εκείνη ενώ γύριζε την
ματιά της προς το μέρος μου.
«Δεν καταλαβαίνω» είπα ειλικρινά και μου χαμογέλασε με ένα
παρηγορητικό χαμόγελο.
«Κάποια μέρα θα καταλάβεις...» είπε και εγώ αναστέναξα
κουρασμένα δεν άντεχα άλλο τα μυστήρια και τα μισόλογα και καταλαβαίνοντας το
και εκείνη συνέχισε... «Ένας άνθρωπος μπορεί να νιώσει αγάπη αλλά μπορεί και να
καταλάβει στην πορεία ότι αυτό που νόμιζε ότι ήταν αγάπη δεν ήταν τίποτα άλλο
από ένας απλός ενθουσιασμός ή ένας έρωτας που απλά με τον χρόνο μπορεί να
σβήσει αλλά για μας, όντας λυκάνθρωποι, αυτές οι αισθήσεις παύουν να υπάρχουν
και όταν η αγάπη μας στιγματίζει μένει για πάντα χαραγμένη μέσα μας και δεν
αντικαθιστάτε...» εξήγησε και το σκέφτηκα για λίγο.
«Πως είναι;» ρώτησα και χαμογέλασε νοσταλγικά ενώ κοίταζε μακριά
παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ζωής που έκανε όλο της το σώμα να ανατριχιάσει.
«Ανασαίνεις μόνο μέσα από την ανάσα του, η ματιά σου πάντα
αναζητάει να κοιτά μόνο εκείνον, η καρδιά σου χτυπάει μόνο όσο νιώθεις την δική
του καρδιά να χτυπάει και αν πάψει να υπάρχει...» έκανε μια παύση ενώ μια
αρχαία θλίψη κάλυψε τα χαρακτηριστικά της... «Παύεις να υπάρχεις και εσύ»
«Όταν λες ότι παύεις να υπάρχεις;» ρώτησα ξέπνοα.
«Χάνεις το νόημα της ζωής, την ανθρώπινη σου υπόσταση, ο λύκος
σε κυριεύει και εσύ μένεις πίσω να κοιτάς το τέρας να κατασπαράζει όλη σου την
ύπαρξη» είπε με πόνο στην φωνή της και ανασύροντας τις εικόνες μέσα από την
ανάμνηση της καθώς και τα συναισθήματα που είχα νιώσει μέσα από αυτήν ένιωσα
την ανάσα μου να λιγοστεύει.
«Γι αυτό τους άφησες να σε αποτελειώσουν...» είπα δυνατά την
διαπίστωση μου και εκείνη κατένευσε... «Και πως κατάφερες να την πάρεις πίσω;»
δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και ξεφυσώντας βαριά κοίταξε χαμηλά.
«Ακόμα παλεύω αλλά φυσικά βοηθάει και το ότι είμαι και
βρικόλακας» είπε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Εννοείς το ότι μπορείς να σβήνεις τα συναισθήματα σου;» ρώτησα
δειλά και κατένευσε για απάντηση.
«Αλλά δεν είναι πάντα αρκετό, ιδίως όταν μεταμορφώνομαι, γιατί
τα συναισθήματα έρχονται ξανά στην επιφάνεια και με κυριεύουν» συμπλήρωσε
εκείνη.
«Και πως μπορείς να την πάρεις πίσω ολοκληρωτικά;» ρώτησα με
περιέργεια και αναστέναξε.
«Μόνο αν καταφέρεις να βρεις κάτι που θα σε κάνει να έχεις ξανά
λόγο να υπάρχεις τότε ίσως καταφέρεις και να την ξανακερδίσεις αλλά αυτά είναι
παλιοί μύθοι που δεν τους πιστεύω πια» είπε και η καρδία μου έγινε χίλια
κομμάτια.
«Αν γύριζε εκείνος τότε ίσως και να...» προσπάθησα εγώ αλλά δεν
με άφησε να συνεχίσω.
«Δεν θα αλλάξει κάτι Έντουαρτ... η ψυχή μου έχει φθαρθεί
ανεπανόρθωτα και το μόνο που με κρατάει ακόμα σε αυτήν την ζωή είναι οι δικοί
μου, όταν βεβαιωθώ ότι δεν είναι πια απειλή θα φύγω μαζί τους» είπε
κατηγορηματικά και ένιωσα την καρδιά μου να σταματά.
«Μα είπες ότι δεν υπάρχει τρόπος να πεθάνεις» προσπάθησα εγώ και
εκείνη άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει.
«Αλλά είμαι πολύ κοντά στο να βρω τον τρόπο να το κάνω» συμπλήρωσε
εκείνη γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου.
«Τον αγαπάς αλλά δεν τον συγχωρείς» δήλωσα ανοιχτά την
διαπίστωση μου και εκείνη ξεφύσησε κουρασμένα.
«Ξέρεις ποιο είναι το γελοίο της υπόθεσης;...» ρώτησε ρητορικά
κάτω από τον αναστεναγμό της... «Ότι όποτε είμαι τόσο κοντά στο να τον
συγχωρέσω εκείνος πάντα βρίσκει τον τρόπο να μου θυμίζει γιατί δεν μπορώ να το
κάνω» μου απάντησε τελικά και αναστέναξα... Είχα μπερδευτεί τελείως.
«Δεν μπορώ να καταλάβω... Αφού τον αγαπούσες από την πρώτη
στιγμή που τον κράτησες στην αγκαλιά σου γιατί τον αποδέχτηκες όταν πίστεψες
ότι τον έχανες;» ρώτησα αυτό που με έπνιγε και εκείνη κούνησε το κεφάλι της
απελπισμένα.
«Και να σου εξηγήσω δεν νομίζω ότι πρόκειται να καταλάβεις» είπε
κουρασμένα και έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια.
«Δοκίμασε με» γυρίζοντας το πρόσωπο της στην ευθεία κάλυψε το
στόμα της με το χέρι της και για μία στιγμή έδειξε να το σκέφτεται.
«Γιατί σε ενδιαφέρει να μάθεις τόσο πολύ;» με ρώτησε με μια δόση
κατηγορίας στην χροιά της φωνή της ενώ κάρφωνε την ματιά της προς το μέρος μου
ξανά κοιτώντας με, με υποψία.
«Γιατί αυτά που του καταλογίζεις τώρα, δεν συμβαδίζουν με όσα
έχω δει μέσα από τις αναμνήσεις του» της είπα ειλικρινά και άφησε ένα ειρωνικό
γελάκι να της ξεφύγει.
«Πιστεύεις ότι τα λέω πάνω στην πίκρα μου;» με ρώτησε ψυχρά με
το πρόσωπο της να σκληραίνει.
«Όχι δεν είναι αυτό... Ο τρόπος που τον κοίταζες...» είπα κάτω
από τον αναστεναγμό μου... «Ο τρόπος που του μιλούσες... Έδειχνε να είναι όλος
σου ο κόσμος αλλά αυτό τώρα μπορώ – πιστεύω – να το καταλάβω, περισσότερο όμως
από αυτό, ένιωθα ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνον... Ακόμα και όταν ήταν
μικρός όταν ήταν μακριά σου με το ζόρι κατάφερνε να πάρει μια επαρκή ανάσα, η
καρδιά του πνιγόταν μέσα στο στήθος του, τα μάτια του έψαχναν με μανία να σε
βρουν και όταν το έκαναν όλα άλλαζαν... Με το που σε κοιτούσε, έβρισκε ξανά την
ανάσα του, η καρδιά του χτύπαγε με περισσότερη ζωντάνια και μόλις τον έκλεινες
στην αγκαλιά σου ένιωθε ότι ήταν ακριβώς εκεί που άνηκε» της εξήγησα και άφησε
μια βαριά ανάσα.
«Που θες να καταλήξεις Έντουαρτ;» με ρώτησε κουρασμένα και
αναστέναξα.
«Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι, ό,τι συνέβη σε σένα την στιγμή που τον
κράτησες στην αγκαλιά σου συνέβη και σε εκείνον;» ρώτησα την απορία που με
έπνιγε και ένιωσα ένα ξάφνιασμα από την μεριά του προγόνου μου.
~ Πραγματικά δεν σταματάς να με εκπλήσσεις ~... σχολίασε εκείνος
αλλά δεν του έδωσα καμία σημασία.
«Πλέον είναι η μόνη λογική εξήγηση αλλά τότε δεν είχε λογική για
μένα» παραδέχτηκε και εκείνη.
«Γιατί;» πίεσα περισσότερο.
«Υποτίθεται ότι μας συμβαίνει αφού σπάσουμε την κατάρα μας όχι
πιο πριν αλλά ποιος μπορεί να το επιβεβαιώσει αυτό άλλωστε ότι ξέρουμε είναι
μέσα από τις εμπειρίες μας» εξήγησε τελικά αλλά δεν είπε και τίποτα
περισσότερο.
«Θα μου πεις;» ρώτησα παρακλητικά και άφησε την ανάσα της να
βγει από μέσα της βαριά καθώς κοίταζε χαμηλά ενώ έδειχνε να το σκέφτεται ξανά.
«Τι θες να μάθεις;» ρώτησε τελικά.
«Θέλω απλά να καταλάβω» της είπα ειλικρινά και εκείνη κούνησε
καταφατικά το κεφάλι της ενώ και πάλι σήκωνε την ματιά της κοιτώντας μακριά.
«Ήταν ένα λαμπρό παιδί - ο πιο όμορφος πίνακας που δημιούργησαν
τα χέρια του θεού μας ευλογώντας τον με όλα τα καλά του κόσμου – όπως συνήθιζα
να λέω...» είπε με υπερηφάνεια... «Γεννημένος ηγέτης – όλοι είχαν να λένε γι
αυτό – ένας χαρισματικός βασιλιάς που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί κανένα άλλο
βασίλειο πριν από εκείνον... Το έργο του ήταν πέρα από κάθε φαντασία
ανεπανάληπτο... Πήρε στα χέρια του ένα μικρό χωριουδάκι που δεν υπήρχε καν στον
χάρτη – που λέει ο λόγος – και το μετέτρεψε σε μια μεγαλούπολη που όλοι είχαν
να λένε για την ανάπτυξη της... Μεγάλωσε τα σύνορα μας με τις έξυπνες ιδέες
του, έκανε συνθήκες με άλλα βασίλεια και κανείς δεν τολμούσε να μας αγγίξει
ξανά όχι από φόβο αλλά από σεβασμό, φυσικά σε αυτό το κομμάτι όλα τα αρνητικά –
αν το θες – στοιχεία του χαρακτήρα του όσο αφορούσε την ηγεσία του γινόντουσαν
αυτόματα θετικά... Έδινε την ίδια του την ψυχή για τον λαό του και εκείνος τον
σέβονταν και τον ακολουθούσε πιστά δίνοντας ακόμα και την ίδια του την ζωή και επιπλέον
ήταν ένας πάρα πολύ καλός συγγραφέας, είναι πολύ κρίμα που δεν διασώθηκε τίποτα
από όσα είχε γράψει, θα μαθαίνατε πάρα πολλά μέσα από αυτά... Προσπάθησα να τα
γράψω ξανά αλλά δεν μπόρεσα...» συνέχισε με μια θλίψη να καλύπτει τα λόγια
της... «Ίσως κάποια μέρα να καταφέρω να το κάνω» συμπλήρωσε.
«Είσαι πολύ υπερήφανη για εκείνον» διαπίστωσα και όλο της το
πρόσωπο φώτισε ξανά με ένα νοσταλγικό χαμόγελο.
«Πως θα μπορούσα να μην είμαι, δεν απογοήτευσε κανέναν μας»
επιβεβαίωσε εκείνη.
«Αλλά;» πίεσα περισσότερο και άφησε την ανάσα της να βγει βαριά
από μέσα της.
«Άλλα, όσο αφορά την προσωπική του ζωή ήταν η απόλυτη
καταστροφή...» είπε με μια βαριά χροιά στην φωνή της.
«Να φανταστώ ότι δεν σε άφηνε να πάρεις ανάσα;» ρώτησα και άφησε
ένα γελάκι να της ξεφύγει.
«Τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του είχα καταντήσει καγκουρό, αν
δεν τον κράταγα στην αγκαλιά μου ήταν ικανός να σκάσει από το κλάμα ακόμα και
το κυνήγι είχε καταντήσει αγώνας δρόμου... Μια μέρα σταμάτησε η ανάσα του από
το πολύ κλάμα και καταλαβαίνεις...» εξήγησε και κατένευσα για απάντηση...
«Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα μας ήταν ο ύπνος, ότι και να κάναμε
όσες φορές και να προσπαθήσαμε να τον ξεκολλήσουμε από πάνω μου εκείνος πάντα
έβρισκε τον τρόπο να ξεφεύγει και να τρυπώνει στο κρεβάτι μου και μεγαλώνοντας
τα προβλήματα γίνανε χειρότερα... Εκείνος δεν το καταλάβαινε αλλά εγώ είχα
αρχίσει να απελπίζομαι, τα βραδινά του υγρά όνειρα ήταν ένα μαρτύριο και δεν
είχα ιδέα πως να τα αντιμετωπίσω» είπε αφήνοντας ένα γελάκι.
«Και τι έκανες;» ρώτησα με περιέργεια.
«Τι περίμενες να κάνω ακριβώς;» ρώτησε πίσω με ένα πειρακτικό
ύφος και ανασήκωσα τους ώμους.
«Να υποθέσω ότι τον γύριζες στο δωμάτιο του;» ρώτησα και
κατένευσε.
«Αλλά εκείνος μόλις καταλάβαινε ότι δεν κοιμόταν πια μαζί μου,
ξύπναγε και αργά ή γρήγορα γύριζε...» είπε κουνώντας το κεφάλι της απηυδισμένα.
«Και πως κατάφερες να τον ξεκολλήσεις;» ρώτησα με περισσότερη
περιέργεια.
«Δεν τα κατάφερα...» είπε και την κοίταξα με απορία... «Από όταν
ήταν μικρός ακόμα έδειχνε να έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στην Κατρίνα, την
κοίταζε πάντα περισσότερο από όσο κοίταζε οποιαδήποτε άλλη κοπέλα και όταν
εκείνη γύριζε την ματιά της προς το μέρος του η καρδιά του χτύπαγε άρρυθμα...»
συνέχισε και κατένευσα καταλαβαίνοντας το που το πάει... «Πίστευα ότι αν τον
παροτρύνω να την πλησιάσει ίσως αυτό θα ήταν αρκετό για να τον κάνει να δει το
άλλο φύλο με άλλο μάτι πέρα από την φιλία...» είπε κάτω από τον αναστεναγμό
της... «Άλλα τελικά τα έκανα σαλάτα» παραδέχτηκε και δεν μπορούσα να καταλάβω
το πως.
«Δεν καταλαβαίνω το πως» παραδέχτηκα ανοιχτά και γύρισε την
ματιά της προς το μέρος μου.
«Πιθανολογώ ότι σου έχει περάσει την ανάμνηση του από τα δέκατα
πέμπτα γενέθλια του» είπε περιμένοντας να της το επιβεβαιώσω.
«Δεν ξέρω σε ποια αναφέρεσαι» είπα προβληματισμένος.
«Εκείνην την ημέρα του εξήγησα πως είναι τα πράγματα για μένα,
τον παρότρυνα να ανοίξει τα μάτια του και να αφήσει την καρδιά του να επιλέξει
για εκείνον» εξήγησε και κατάλαβα σε πια ανάμνηση αναφερόταν.
«Και εκείνος επέλεξε εσένα αλλά δεν πρόλαβε να σου το εκμυστηρευτεί,
η παρουσία της Κατρίνας έκοψε την συζήτηση σας ακριβώς την στιγμή που θα σου το
έλεγε» συμπλήρωσα εγώ και εκείνη κατένευσε.
«Δεν κρατήθηκε για πολύ... Το ίδιο βράδυ...» με έναν βαθύ
αναστεναγμό έκοψε την φράση της στην μέση και συνέχισε... «Όλο το βράδυ ήταν
δίπλα της, τους κοίταζα και ένιωθα μια ελπίδα να γεννιέται μέσα μου, πίστευα
ότι για εκείνον η Κατρίνα θα γινόταν ότι ήταν εκείνος για μένα αλλά πόσο έξω
είχα πέσει... Ένας πρόξενος από άλλο βασίλειο όποτε ερχόταν στο βασίλειο μας
δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει ανοιχτά το ενδιαφέρον του προς το μέρος μου αλλά
φυσικά εγώ του είχα ξεκαθαρίσει την θέση μου και εκείνος το σεβόταν, όμως
κάναμε καλή παρέα, πάντα περνάγαμε καλά, με έκανε να γελάω με τα αστεία του και
όπως καταλαβαίνεις αυτό δεν άρεσε και πάρα πολύ στον μικρό μου πρίγκιπα...»
είπε και όλα τα συναισθήματα που μου πέρασε ο πρόγονος μου το επιβεβαίωσαν...
«Σε μια στιγμή που αποτραβηχτήκαμε από την γιορτή και βγήκαμε
για έναν περίπατο μόνοι μας εκείνος μας ακολούθησε...» συνέχισε και την κοίταξα
με απορία.
«Πως δεν το κατάλαβες;» ρώτησα με περιέργεια και γέλασε για μια
στιγμή.
«Η ακοή μου ήταν πάντα συντονισμένη με τον χτύπο της καρδιά
του... Μπορούσα να τον ακούσω από χιλιόμετρα μακριά, ο πρόξενος όμως μου είχε
αποσπάσει τόσο την προσοχή που δεν κατάλαβα αμέσως ότι ήταν τόσο κοντά μας όταν
όμως τον είδε να με αγγίζει και ένιωσα την ταραχή του από την ξαφνική αύξηση
των παλμών του και τον ανακάλυψα εκείνος δεν κρατήθηκε άλλο και προσπάθησε να
με διεκδικήσει... Φαντάζεσαι το σοκ που έπαθα...» είπε και γουρλώνοντας τα
μάτια μου κατένευσα προς απάντηση.
«Σαγηνεύοντας τον πρόξενο ώστε να ξεχάσει όσα έγιναν, τον
τράβηξα μαζί μου και προσπάθησα να του εξηγήσω το πόσο λάθος ήταν αυτό αλλά
εκείνος δεν άκουγε κουβέντα... Όσο εγώ πάλευα να του δώσω να καταλάβει ότι έχει
κάνει λάθος τόσο εκείνος επέμενε για το αντίθετο... Με έφερε σε μεγάλο αδιέξοδο
αλλά δεν τα παρατούσα...» συμπλήρωσε και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία.
«Με ποιον τρόπο;» ρώτησα και αναστενάζοντας πέρασε το χέρι της
για λίγο μέσα από τα μαλλιά της καθώς διάλεγε τα επόμενα της λόγια.
«Όσο παράξενο και να φαντάζει για έναν άντρα αυτό... μια γυναίκα
όταν καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να δημιουργήσει οικογένεια τότε παύει και να
νιώθει γυναίκα με την όλη την σημασία της λέξης... Νιώθει ότι δεν είναι
ολοκληρωμένη και ή καταλήγει να το ξεπερνά και να κοιτά την ζωή με άλλο μάτι
όπως ακριβώς την κοιτά ένας άντρας ή αποφασίζει να απέχει από αυτήν» εξήγησε
και την κοίταξα προβληματισμένος.
«Δηλαδή είχε δίκιο;... Στα τρακόσια χρόνια της ζωής σου δεν
είχες κάποιον σύντροφο;» ρώτησα ξέπνοα και εκείνη το επιβεβαίωσε κουνώντας
αρνητικά το κεφάλι της.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι σαν λυκάνθρωποι οι ισορροπία της ψυχής
μας είναι πολύ σημαντικότερη από οτιδήποτε άλλο ακόμα και από την τροφή μας...
Δεν μπορούσα να ρισκάρω να την διαταράξω από την στιγμή που ήξερα ότι όποιον
και να διάλεγα αργά ή γρήγορα θα τον έχανα, δεν είχε νόημα να το κάνω άλλωστε
δεν το είχα ανάγκη από την στιγμή που μπορούσα να το αντικαταστήσω» είπε και το
σκέφτηκα για λίγο.
«Με το κυνήγι;» ρώτησα καθώς θυμόμουν τα λόγια της μέσα από την
ανάμνηση και εκείνη χαμογέλασε ενώ δάγκωσε το κάτω χείλος της με ένα πονηρό
βλέμμα.
«Όλη η αδρεναλίνη, η έξαψη, η ικανοποίηση που νιώθουμε όταν
κυνηγάμε...» μασούλισε λίγο περισσότερο το κάτω της χείλος και αμέσως σταμάτησα
την ανάσα μου στην μέση... Καταλαβαίνοντας σοβάρεψε και συνέχισε... «Όταν
μεταμορφωθείς θα καταλάβεις ακριβώς τι εννοώ»
«Θες να μου πεις ότι είναι σαν το σεξ;...» με κοίταξε
ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι... «Δεν έχει λογική» συμπλήρωσα και χαμογέλασε
καταλαβαίνοντας που ακριβώς το πήγαινα.
«Είναι και πως το βλέπει κανείς ή πως θέλει να χρησιμοποιήσει τα
συναισθήματα που του αποφέρει αλλά ναι είναι ακριβώς όπως και όταν κάνεις σεξ
όσο περίεργο και να σου φαίνεται αυτό απλά λείπει το βασικότερο συναίσθημα, δεν
σε ολοκληρώνει απόλυτα όπως σε ολοκληρώνει ο έρωτας με αυτόν που πραγματικά
επιθυμείς να έχεις δίπλα σου» επιβεβαίωσε και μόλις θυμήθηκα το συναίσθημα που
ένιωθε ο πρόγονος μου όταν τελείωσε με την Έλενα, κατάλαβα ακριβώς τι
εννοούσε... Ναι μεν ένιωθε γεμάτος αλλά δεν ένιωθε ολοκληρωμένος ή έστω και στο
ελάχιστο ικανοποιημένος και αναστέναξα.
«Και τελικά πως κατάφερες να τον μεταπείσεις;» ρώτησα ενώ ήξερα
ήδη την απάντηση.
«Δεν τα κατάφερα ποτέ...» είπε αυτό που ήδη ήξερα... «Το μόνο
που κατάλαβε ήταν ότι όλο μου το πρόβλημα ήταν το γεγονός ότι δεν θα μπορούσα
ποτέ να του χαρίσω τον διάδοχο που εκείνος θα είχε ανάγκη... Πίστεψε ότι ο
μόνος λόγος που τον αρνιόμουν ήταν ακριβώς αυτός και ότι αν έλυνε αυτό το
πρόβλημα τότε θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί...» εξήγησε κάτω από τον
αναστεναγμό της και πήρα μια βαθιά ανάσα παραμένοντας σιωπηλός για να ακούσω
την συνέχεια αλλά εκείνη για λίγο έγινε νευρική... «Μάλλον θα χρειαστώ κάτι πιο
δυνατό από αυτό...» είπε δείχνοντας με την ματιά της προς την μπύρα μου... «Θες
να φέρω κάτι και σε σένα;» ρώτησε και καθώς κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά
εκείνη σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στο σπίτι.
~ Δεν θα μάθεις ποτέ μέσα από τα λάθη σου; Γιατί προσπαθείς να
τα επαναλάβεις; ~... τον ρώτησα απελπισμένα.
~ Άσ’ την να συνεχίσει και θα δεις αν είχα δίκιο ή όχι που
πίστευα ότι ο μόνος λόγος ήταν ακριβώς αυτός ~... μου απάντησε εκείνος με
σιγουριά και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό........