Ετικέτες

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Soulmates "9. Ένας αναπάντεχος σύμμαχος"



Έντουαρτ

Μόλις είδα τον πατέρα μου να πέφτει δεν μπορούσα να καταλάβω τι του είχε κάνει αλλά βλέποντας το παλούκι καρφωμένο πάνω στο στήθος του κατάλαβα ότι ήταν μαλακία του Έμετ γιατί το συγκεκριμένο παλούκι ήταν ένα από τα δικά μας... Εκείνη δεν θα μπορούσε να το είχε στα χέρια της αλλά αφού ήταν ακριβώς μπροστά του, πως γίνετε να κάρφωσε τον πατέρα μου και όχι εκείνη; Σκέφτηκα για μια στιγμή αλλά πριν τον χάσω για πάντα βλέποντας την να είναι έτοιμη να φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξα κοντά της και την παρακάλεσα να τον αποτελειώσει για να μπορέσει να ξαναγυρίσει χάρη στο δαχτυλίδι που φόραγε.
 

Αυτό το δαχτυλίδι καθώς και το δικό μου, ανήκουν στην οικογένεια μας πάνω από 1400 χρόνια και περνάνε από γενιά σε γενιά για να μας προστατεύουν από αυτά τα πλάσματα... Είναι μόνο δύο γι αυτό και πάντα το ένα το κρατάει ο προστάτης της οικογένειας και το άλλο ο πρωτότοκος γιος της για να αποτρέψουν να χαθεί η οικογένεια μας... Κάθε φορά που το κοίταζα πάντα μου έφερνε ένα περίεργο μούδιασμα, ιδίως το σκάλισμα που είχε πάνω... Ήταν ένας λύκος που ούρλιαζε κοιτώντας προς το φεγγάρι και που ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω τι σχέση έχει με μας αλλά ο πατέρας έλεγε πως είναι το σύμβολο της οικογένειας μας που με κάποιο τρόπο μας δίνει δύναμη για να αντιμετωπίζουμε οποιοδήποτε υπερφυσικό πλάσμα που συναντάμε στον δρόμο μας.

Ποτέ δεν τα πίστεψα όλα αυτά αλλά να που τελικά ήρθε η ώρα να τα ζήσω...

Όταν ο πατέρας μου επανήλθε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τα μάτια του, η Μπέλλα του χαμογέλασε ειρωνικά.

«Καλωσόρισες πίσω...» του είπε και καθώς του σήκωσε το χέρι προς το μέρος της, κοιτάζοντας το δαχτυλίδι του με ένα σατανικό βλέμμα... «Βλέπω ότι ακόμα κάνει καλά την δουλειά του...» συνέχισε ενώ τον κοίταξε και ο πατέρας μου της ανταπέδωσε το βλέμμα με μίσος... «Όμως ξέρεις πολύ καλά ότι ανήκει μόνο στα μέλη της οικογένειας που πραγματικά αξίζει να το φοράνε και εσύ δεν αξίζει να το φοράς» του είπε κατηγορηματικά και έκανε την κίνηση να του το αφαιρέσει...

Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι πατέρας μου φόραγε τον ειδικό μηχανισμό με το παλούκι που ήταν κρυμμένο μέσα στο μανίκι του σκακιού του που ενεργοποιούταν μόλις κάποιος άγγιζε το δαχτυλίδι, προσπάθησα να την προειδοποιήσω αλλά ήταν πλέον αργά.

«Μπέλλα όχι...» είπα δυνατά αλλά εκείνη δεν με άκουσε και αγγίζοντας το δαχτυλίδι, ο μηχανισμός ενεργοποιήθηκε και μόλις απελευθερώθηκε το παλούκι που είχε απάνω, την βρήκε ακριβώς στην καρδιά… Μένοντας για μια στιγμή ακίνητη πνίγοντας την κραυγή της τελικά έπεσε στο χώμα με ένα αδειανό βλέμμα και σιγά σιγά το δέρμα της άρχισε να στεγνώνει μέχρι που έγινε όλη γκρι ενώ στα σημεία που ήταν οι φλέβες της το δέρμα της έσκασε όπως ακριβώς έσκαγε η άμμος της ερήμου.

«Τώρα να σε δω τσουλάκι τι μπορείς να κάνεις χωρίς τα μαγικές σου αηδίες» είπε ο πατέρας μου με δηλητήριο στην φωνή του και βγάζοντας το δικό της δαχτυλίδι που ήταν ακριβώς όπως το είχε περιγράψει εχθές ο Έμετ, ο ήλιος άρχισε να καίει το κορμί της αλλά εκείνη παρέμεινε ακίνητη.

Αφού την κοίταξε άλλη μια φορά με απόλυτη ικανοποίηση τελικά γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου και το αίμα μου πάγωσε αυτόματα στις φλέβες μου ενώ ένιωσα ένα κλάσμα του δευτερολέπτου την καρδιά μου να σταματά.

«Με σένα θα λογαριαστούμε στο σπίτι...» μου είπε και έχασα την ανάσα μου αλλά πριν πω οτιδήποτε άλλο γύρισε την ματιά του προς τον Έμετ και συνέχισε... «Πήγαινε να μαζέψεις το όπλο σου και έλα να μας βρεις στο αμάξι... Αυτή δεν πρόκειται να πάει πουθενά πια, είναι παρελθόν» του είπε και μόλις ο Έμετ άρχισε να τρέχει, με άρπαξε από το μπράτσο και άρχισε να με σέρνει με δύναμη προς το πίσω μέρος του νεκροταφείου για να με πάει στο αμάξι.

Την είχα πολύ άσχημα... πάρα πολύ άσχημα.........

Μπέλλα

Ένιωθα τον ήλιο να καίει την σάρκα μου και ουρλιάζοντας μέσα μου δεν μπορούσα να αντιδράσω... Με το παλούκι στην καρδιά μου ήμουν εγκλωβισμένη μέσα στο ίδιο μου το σώμα, ένιωθα τα πάντα αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το σταματήσω και το μαρτύριο μου δεν είχε τελειωμό.

Άξαφνα ένιωσα κάτι να με σκεπάζει και για λίγο τον πόνο να καταλαγιάζει άλλα όχι να σταματά, δύο χέρια με ανασήκωσαν από το έδαφος και με παρέσερναν μακριά με γρήγορα βήματα και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον σταματήσω, ήμουν δέσμια της φωτιάς που ακόμα με έκαιγε και του παλουκιού που μου στερούσε την ελευθερία των κινήσεων... Ήξερα ότι ήταν κάποιος δικός του που είχε έρθει να πάρει το σώμα μου από εδώ για να το κλειδώσει κάπου μακριά από εδώ και ένιωσα τον θυμό μου να με κάνει να βράζω περισσότερο... Σίγουρα αυτός που με μετακινούσε τώρα δεν θα ήταν άλλος από το καθίκι τον αδελφό μου που θα είναι ο μόνος που θα μπορούσε να ξέρει πως να με κρατήσει αδύναμη μετά από αυτό ώστε να μην καταφέρω να γυρίσω ξανά πίσω και με το μυαλό μου να παίρνει φωτιά προσπάθησα να βρω γρήγορα έναν τρόπο να αντιδράσω αλλά οι δυνάμεις μου με είχαν ήδη εγκαταλείψει.

Όταν ένιωσα την δροσιά του κλειστού δωματίου που με είχε φέρει, περίμενα ότι θα με άφηνε παλουκωμένη για να χάσω περισσότερη δύναμη έτσι όταν ένιωσα το παλούκι να βγαίνει από μέσα μου έμεινα ξαφνιασμένη για λίγο ακίνητη αλλά μόλις η μυρωδιά του ανθρώπινου αίματος με κατέκλισε, δεν σκέφτηκα απλά έδρασα.

Από την πρώτη ρουφηξιά που πήρα, κατάλαβα ότι το αίμα που έπινα άνηκε σε κάποιον που είχε το γονίδιο των Κάλλεν και αυτόματα σταματώντας, έκανα το κεφάλι μου ποιο πίσω και μόλις είδα ποιον είχα μπροστά μου έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ.

«Αλάρικ;» αναφώνησα με πνίχτη φωνή και εκείνος μου χαμογέλασε.

«Καλωσόρισες Βασίλισσα μου» κάνοντας μια υπόκλιση ενώ ακόμα με συγκρατούσε στην αγκαλιά του για να μην πέσω και τον κοίταξα με απορία... «Ο Ελθρόρεν Κάλλεν σου στέλνει τα σέβη του» συνέχισε και αφού ξεπάγωσα από το πρώτο σοκ άρχισα να γελάω με την καρδιά μου και με σιγοντάρισε και εκείνος.

«Συγνώμη γι αυτό» του είπα απολογητικά κοιτώντας προς την πληγή που του είχα δημιουργήσει και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Ήμουν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, άλλωστε δεν θα μπορούσες να πεις πολύ, πίνω ιεροβότανο» με πληροφόρησε και καθώς ανακάθισα και απομακρύνθηκα από την αγκαλιά του κατάλαβα ότι ήμασταν μέσα σε αυτοκίνητο.

«Δεν πάμε να φύγουμε από εδώ πριν το αδελφάκι μου κάνει την εμφάνιση του γιατί δεν έχω την δύναμη ακόμα να τον αντιμετωπίσω;» του είπα συνωμοτικά και εκείνος αμέσως κατένευσε αφήνοντας με μόνη στο πίσω κάθισμα... Μπήκε στην θέση του οδηγού και βάζοντας μπρος, έφυγε πατώντας τέρμα το γκάζι.

«Διπλά τζάμια... κουλλλλ» σχολίασα και εκείνος χαμογέλασε.

«Ο πατέρας μου με έχει προετοιμάσει πολύ καλά γι αυτό που έρχεται...» είπε με νόημα και τον κοίταξα ζαρώνοντας τα φρύδια μου... «Νιώθει πολλές τύψεις που δεν κατάφερε τότε να σε βοηθήσει και με έχει προειδοποιήσει ότι θα είσαι αρνητική σε αυτό που θα σου προτείνω αλλά Μπέλλα πριν το αρνηθείς θέλω να το σκεφτείς καλά» συνέχισε σοβαρός κοιτώντας με μέσα από τον μεσαίο καθρέφτη και αναστέναξα.

«Μην αγχώνεσαι Αλάρικ, το έχω ξεπεράσει αιώνες τώρα απλά μου κρύβεται πολύ καλά για να του το πω και καταπρόσωπο, οπότε οποιαδήποτε βοήθεια είναι δεκτή, δεν χρειάζεται καν να μου κάνεις την πρόταση αλλά κάνε μου την χάρη και πες στον πατέρας σου να σταματήσει να σπέρνει καινούργιους σπόρους πια, στο τέλος θα αρχίσουν οι αιμομιξίες πάλι και θα τρέχουμε και δεν θα φτάνουμε» του είπα και εκείνος γελώντας κατένευσε.

«Θα του το πω αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να με ακούσει» μου ανταπέδωσε και κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη.

«Έλεος πια... 3000 χρόνων είναι πότε πια θα βάλει μυαλό;» είπα απηυδισμένα και ο Αλάρικ ανασήκωσε τους ώμους του.

«Ποτέ ίσως;» είπε και συμφώνησα και εγώ.

«Τουλάχιστον κρατάει λίστα ή θα πρέπει να γυρίσω όλη την γη για να ανακαλύψω τα κουτάβια του μόνη μου πάλι;» τον ρώτησα.

«Ναι την έχω μαζί μου, ήταν σίγουρος ότι θα ήταν το πρώτο που θα ζητούσες» μου επιβεβαίωσε σοβαρός και ξεφύσησα.

«Κάτι είναι και αυτό... Να φανταστώ ότι περιμένεις και εσύ την μεγάλη πανσέληνο ή δεν γεννήθηκες εδώ;» τον ρώτησα.

«Ναι εδώ γεννήθηκα και την περιμένω πως και πως» είπε με έναν περίσσιο ενθουσιασμό και αναστέναξα.

«Καλά μην κάνεις και χαρούλες γιατί πιστεύω ότι ξέρεις ήδη τι σε περιμένει» του είπα και εκείνος αμέσως μαζεύτηκε σοβαρεύοντας... «Θα έρθει για να σε εκπαιδεύσει ο ίδιος;» τον ρώτησα και μόλις έφτασε στο σπίτι μου, έσβησε την μηχανή και γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου.

«Ναι θα έρθει» απάντησε και του χαμογέλασα.

«Πες του ότι αν το σπίτι μου δεν είναι το πρώτο που θα επισκεφτεί, να ξεχάσει το κεφάλι του για αρκετούς αιώνες» του είπα κατηγορηματικά και ο Αλάρικ άρχισε πάλι να γελάει ευδιάθετα.

«Δεν άλλαξες καθόλου» σχολίασε και γελώντας του έκανα νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού μου να με ακολουθήσει, άνοιξα την πόρτα και πριν προλάβει ο ήλιος να αρχίσει να με καίει πάλι, μπήκα στο σπίτι... Πήγα κατευθείαν στο υπόγειο, άνοιξα το ψυγείο με τις προμήθειες και πήρα τρία σακουλάκια από το αίμα των εθελοντών αιμοδοτών από το νοσοκομείο που κράταγα εκεί, τα ήπια και αφού επανήλθαν οι δυνάμεις μου πλήρως πήγα να βρω τον Αλάρικ που σίγουρα είχαμε πάρα πολλά να πούμε.

Έντουαρτ

Όλα είχαν πάει στράφι και οι συνέπειες ήταν τελείως καταστροφικές... Το ξύλο που έφαγα σήμερα σίγουρα μου έφτανε και μου περίσσευε για μια ζωή αλλά το χειρότερο ήταν ότι εκείνη είχε φύγει για πάντα και μάλιστα εξαιτίας μου και αυτό δεν μπορούσα να μου το συγχωρέσω με τίποτα.

Πριν καταφέρουν τα παυσίπονα να καταλαγιάσουν λίγο τον πόνο, δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς αν αυτό που με πόναγε ήταν περισσότερο το ότι την έχασα για πάντα ή ότι την έχασα πριν μου αποκαλύψει την αλήθεια όπως μου είχε υποσχεθεί αλλά μόλις τα μάτια μου σφράγισαν και η στιγμή που εκείνη έχανε την ζωή της γύρισε ξανά στην μνήμη μου και την έβλεπα να πεθαίνει ξανά και ξανά, το σώμα μου πάγωσε η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά και αυτόματα κατάλαβα ότι ο χαμός της μου στοίχιζε πολύ περισσότερο από το ότι έμεινα για άλλη μια φορά με τόσα αναπάντητα ερωτηματικά να σιγοσβήνω μέσα μου αβοήθητος κάτω από την απόλυτη τυραννική κυριαρχία του πατέρα μου χωρίς να είμαι ικανός για άλλη μια φορά να κάνω τίποτα γι αυτό.

«Μπέλλα όχι...» φώναξα την στιγμή που στον ύπνο μου την είδα να είναι έτοιμη να πιάσει το δαχτυλίδι του πατέρα μου και λουσμένος στον ιδρώτα με την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που μπορούσα να την ακούσω μέχρι και εγώ, ανασήκωσα το σώμα μου πιάνοντας το κεφάλι μου με το ένα μου χέρι και ακουμπώντας την παλάμη μου πάνω στο στρώμα για να υποβαστάξω το βάρος μου προσπάθησα να βρω ξανά την ανάσα μου που είχε χαθεί.

«Είναι πολύ άτιμες η Ερινύες έτσι δεν είναι;...» άκουσα την φωνή της να έρχεται από πολύ κοντά μου και αυτόματα πάγωσα και σταματώντας την ανάσα μου στην μέση άρχισα να τρέμω από τον φόβο που με είχε κατακλίσει... «Όσο και να τρέχεις μακριά τους εκείνες πάντα βρίσκουν τον τρόπο να έρθουν για να σε βασανίσουν» συνέχισε και κατεβάζοντας αργά το χέρι μου από το πρόσωπο μου άνοιξα τα μάτια μου με τρόμο και μόλις επιβεβαίωσα ότι η φωνή της δεν ήταν μόνο της φαντασία μου, άπλωσα μπροστά τα χέρια μου αμυντικά και προσπάθησα να την μεταπείσω όσο είχα ακόμα χρόνο, αν είχα χρόνο για κάτι τέτοιο.

«Συγγνώμη, συγγνώμη εγώ....» είπα γρήγορα με όση ανάσα μου είχε απομείνει και πριν προλάβω να δω την κίνηση της εκείνη βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το σώμα μου και συγκρατώντας το κεφάλι μου από τον αυχένα μου, σφράγισε το στόμα μου και την στιγμή που κατέπνιξα την κραυγή μου εκείνη μου έκανε νόημα να μην μιλήσω και γυρίζοντας το κεφάλι της στο πλάι έμεινε για λίγο ακίνητη αφουγκράζοντας την ατμόσφαιρα.

Κάποιος πίσω από την πόρτα μου έπιασε το πόμολο αλλά λίγο πριν το γυρίσει τελείως, τελικά το μετάνιωσε και μόλις το άφησε άκουσα ταυτόχρονα με εκείνην τα βήματα του να ξεμακραίνουν και μόλις άκουσα την πόρτα στο τέλος του διαδρόμου να κλείνει, κατάλαβα ότι ήταν ο Έμετ που προφανώς με είχε ακούσει να φωνάζω αλλά τελικά αφού δεν άκουσε τίποτα άλλο, δεν έκανε στον κόπο να με ελέγξει και γύρισε στο δωμάτιο του... Γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου με κοίταξε ήρεμα.

«Δεν θα σου κάνω κακό, ξέρω ότι δεν γνώριζες τα σχέδια τους» με ενημέρωσε και μόλις κατένευσα εκείνη αφήνοντας με ελεύθερο έκανε πιο πίσω για να μου δώσει λίγο τον χρόνο που χρειαζόμουν για να επανέλθω από την τρομάρα μου και εγώ αυτόματα άρχισα να ανασαίνω άπληστα βάζοντας το χέρι μου πάνω στο στήθος.

«Πως;» κατάφερα με κόπο να πω και εκείνη μου χαμογέλασε.

«Πως ξέρω ότι είχες πλήρη άγνοια, πως ξέρω τι σχεδιάζανε ή πως είμαι τώρα ζωντανή;» εκείνη συμπλήρωσε για μένα και καταπίνοντας το σάλιο μου που κόντευε να με πνίξει πήρα μια βαθιά ανάσα και αφού κατάφερα να σταθεροποιήσω για λίγο την αναπνοή μου συνέχισα.

«Και τα τρία» απάντησα και άφησε άλλο ένα γελάκι.

«Στο πρώτο σε παρακολούθησα, στο δεύτερο το σχεδιάζανε από εχθές γιατί σε άκουσαν όταν μου το πρότεινες και όσο αφορά το τρίτο είμαι πρωτόγονη βρικόλακας... Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;...» με ρώτησε σοβαρή χωρίς να υπάρχει χιούμορ στην φωνή της και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου για απάντηση... «Δεν μου κάνει εντύπωση...» σχολίασε αφήνοντας ένα γελάκι να της ξεφύγει και συνέχισε το ίδιο σοβαρά με πριν... «Σημαίνει ότι ανήκω στην πρώτη γενιά βρικολάκων που υπήρξαν στην ιστορία, δεν με δημιούργησε κάποιος άλλος βρικόλακας» διευκρίνισε και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία.

«Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να σε σκοτώσουν;» την ρώτησα ξέπνοα και εκείνη γέλασε πονηρά.

«Και αν υπήρχε σε σένα θα το έλεγα για να μπορέσεις μετά να με σκοτώσεις;» με πείραξε και χαμήλωσα το κεφάλι με ντροπή.

«Δεν το εννοούσα έτσι» απολογήθηκα και εκείνη αμέσως βάζοντας τον δείκτη της κάτω από το σαγόνι μου, ανασήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Ένας Κάλλεν, ένας γνήσιος Κάλλεν όπως είσαι εσύ, δεν σκύβει ποτέ το κεφάλι του...» είπε αυστηρά και χαλαρώνοντας τα χαρακτηριστικά της συνέχισε... «Αν το θέτεις έτσι, αυτή είναι η δική μου κατάρα και όχι δεν υπάρχει τρόπος να την αναστρέψω όσο και να το θέλω γιατί κάποιοι φρόντισα να μην σπάσει ποτέ... Εκείνοι πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο με ευλόγησαν για να μου ανταποδώσουν το καλό που ένιωθαν ότι τους έκανα αλλά αν ρωτήσεις την γνώμη μου, χειρότερη κατάρα δεν θα μπορούσα να μου είχαν δώσει και για να σου λυθεί η απορία και το πως, ακόμα και να με κάψεις μέχρι το επόμενο φεγγάρι εγώ αναγεννιέμαι από τις στάχτες μου, ακόμα και αν διαμελίσεις τα μέλη του σώματος μου πάντα βρίσκουν τρόπο να συγκεντρωθούν ώστε να γίνουν ξανά ένα» μου είπε και γέλασα στιγμιαία χαλαρώνοντας και με κοίταξε με απορία.

«Αυτό μου θυμίζει λίγο την οικογένεια Άνταμς...» εξήγησα τον λόγο και εκείνη με κοίταξε με περισσότερη περιέργεια... «Σαν εκείνο το χέρι που έχει η οικογένεια και μετακινείτε με τα δάχτυλα» διευκρίνισα και άρχισε να γελάει και εκείνη.

«Ναι αν το δεις από αυτήν την άποψη είναι λίγο γελοίο αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος που βρίσκει το σώμα μου τρόπο να συγκεντρώσει όλα τα μέλη του ξανά...» την κοίταξα με περιέργεια και συνέχισε... «Όποιος πλησιάζει στο σημείο που βρίσκετε ένα μέλος τους σώματος μου τρελαίνετε και δεν μπορεί να ησυχάσει αν δεν καταφέρει να βρει και τα υπόλοιπα μέλη» διευκρίνισε κλείνοντας μου το μάτι και την κοίταξα έκπληκτος.

«Σοβαρά;...» ρώτησα και ανασήκωσε τους ώμους της για επιβεβαίωση... «Και αυτή η κατάρα είναι η ίδια που έλεγες το πρωί;» πήρα το θάρρος και την ρώτησα αυτό μου με έκαιγε περισσότερο και με κοίταξε βαθιά στα μάτια απόλυτα σοβαρή.

«Πίστεψε με αν ήταν η ίδια, θα έκανα τα πάντα για να σπάσει αντί να προσπαθώ να την αποτρέψω όπως κάνω τώρα» μου είπε και ζάρωσα τα φρύδια μου σκεπτικός.

«Γιατί να θες κάτι τέτοιο;» την ρώτησα περίεργος και κρυφογέλασε.

«Αν έχεις ζήσει τόσα χρόνια όσο εγώ και ιδίως όπως τα έζησα εγώ, σίγουρα θα ευχόσουν να υπήρχε κάποια στιγμή ένα τέλος για να περιμένεις...» μου είπε και με μπέρδεψε περισσότερο και καταλαβαίνοντας το συνέχισε... «Δεν ζήτησα ποτέ κάτι τέτοιο Έντουαρτ, για μένα το ότι κάποιος αποφάσισε να μου κλέψει την ανθρώπινη ύπαρξη μου και να την μετατρέψει σε ένα τέρας διψασμένο για αίμα, ήταν εξίσου κατάρα όσο είναι το ίδιο και για έναν άνθρωπο που φέρει το όνομα Κάλλεν όσο και να σου φαίνεται απίστευτο και άσχετο με το τι θέλει ο πατέρας σου να πιστεύεις, πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι έχεις μια πολύ βαριά κληρονομιά που είσαι υποχρεωμένος να κουβαλήσεις στους ώμους σου είτε σου αρέσει είτε όχι και δυστυχώς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αναστρέψεις αυτό, όπως ακριβώς δεν μπορώ να κάνω ούτε και εγώ...» μου είπε και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα, τι υποτίθεται ότι σημαίνει τώρα αυτό... «Αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να σου εξηγήσω περισσότερα γι αυτό γι αυτό χαλάρωσε λίγο τον σφυγμό σου πριν το νιώσει η αδελφή σου και ξυπνήσει...» συνέχισε και κοιτώντας την πάλι με απορία άρχισα να παίρνω ήρεμες ανάσες για να κατευνάσω τον καρδιακό μου παλμό όπως μου είχε ζητήσει... «Είσαστε δίδυμοι το ξέχασες» απάντησε αμέσως στην απορία που έβλεπε στο πρόσωπο μου και κατένευσα αλλά ακόμα δεν ήμουν σίγουρος ότι αυτό ακριβός εννοούσε.

«Ποιος σου το έκανε αυτό;» ρώτησα με περιέργεια και εξεπλάγει προς στιγμή αλλά μου απάντησε στην απορία μου ήρεμα.

«Η μητέρα μου...» είπε και γούρλωσα τα μάτια μου χωρίς να μπορώ να το πιστέψω.

«Γιατί να σου κάνει κάτι τέτοιο;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και άφησε ένα πικρό χαμόγελο να της ξεφύγει.

«Δεν το έκανε σε μένα αλλά στον πατέρα μου...» διευκρίνισε και συνέχισε... «Ο πατέρας μου δεν ήταν ο ίδιος πατέρας που με μεγάλωσε...»

«Ο Σάλβατορ το έμαθε και προσπάθησε να τον σκοτώσει» διαπίστωσα και εκείνη μου το επιβεβαίωσε με τα επόμενα της λόγια.

«Και για να μην χάσει τη μεγάλη της αγάπη, η μητέρα μου έβαλε την πιο ισχυρή μάγισσα του τόπου μας που ήταν αδελφική της φίλη, να τον κάνει άφθαρτο, φυσικά δεν υπολόγισαν τις συνέπειες και μόλις ο πατέρας μου έγινε βρικόλακας, μαζί με εκείνον ταυτόχρονα γίναμε βρικόλακες και όλοι οι απόγονοι του είτε το θέλαμε είτε όχι» μου είπε και την κοίταξα με κατανόηση στα μάτια, καταλάβαινα ακριβώς πως ένιωθε γι αυτό.

 
Πριν προλάβω να εκφράσω την επόμενη μου απορία δυνατά, κάνοντας νόημα, με το δάχτυλος της στο στόμα μου να σφραγίζει τα χείλια μου, αφουγκράστικε ξανά για λίγο την ατμόσφαιρα κοιτώντας το κενό και αφήνοντας να εκδηλωθεί στα υπέροχα χαρακτηριστικά της ένα δαιμόνιο χαμόγελο με κοίταξε πονυρά.

«Τώρα αρχίζει το πάρτι, έλα» μου είπε και κατεβαίνοντας από το κρεβάτι μου πήγε προς την πόρτα και έμεινα να την κοιτάω.

«Αν δεν τ’ ακούσεις με τα ίδια σου τα αυτιά δεν πρόκειται να με πιστέψεις ποτέ» διευκρίνισε και μόλις άνοιξε την πόρτα περίμενε να πάω κοντά της και σαν υπνωτισμένος την ακολούθησα.

Στον διάδρομο μου έκανε νόημα να παραμείνω ήσυχος και μόλις κατεβήκαμε στο αποκάτω όροφο και φτάσαμε μπροστά από την πόρτα του δωματίου των γονιών μου, έβαλε τα χείλια της στο αυτί μου και άρχισε να ψιθυρίζει.

«Μείνε κρυμμένος, μην σε πάρει είδηση ότι άκουσες γιατί μετά θα μετράς μπαλώματα για να τα ξεχάσεις» με προειδοποίησε και αμέσως κατένευσα καθώς την κοίταζα σαν χαζός και μόλις εκείνη έπιασε το πόμολο ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει..........




Μην ξεχάσετε να δείτε και το γεναιολογικό δέντρο πως διαμορφώθηκε με τα καινούργια στοιχεία που σας έδωσα.

Soulmates "Γεναιολογικό Δέντρο"
http://xrysanthi-fanfictions.blogspot.com/2012/04/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA