Ετικέτες

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Soulmates "14. Τα χρόνια της αθωότητας"




Την είδα να γυρίζει την πλάτη της και να φεύγει και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μπορούσε έτσι απλά να πετάξει μια βόμβα στον αέρα και να φύγει αφήνοντας με πίσω χωρίς εξηγήσεις.

«Μπέλλα...» την φώναξα και άρχισα να τρέχω πίσω της... «Μπέλλαααα...» την φώναξα ξανά και μόλις εκείνη μπήκε μέσα στο σαλόνι πήγε κατευθείαν προς την βιβλιοθήκη και εγώ με μεγάλη προσπάθεια έφτασα κοντά της ακριβώς την στιγμή που εκείνη επέλεγε ένα βιβλίο από τα ράφια... «Δεν μπορείς να μου πετάς μια τέτοια βόμβα και να με αφήνεις στα κρύα του λουτρού...» είπα και εκείνη γυρίζοντας προς την μεριά μου με κοίταξε ειρωνικά.

«Υποτίθεται ότι θα έπρεπε ήδη να τα ξέρεις όλα αυτά» σχολίασε με χολή.

«Ναι αλλά δεν τα ξέρω γι αυτό σε παρακαλώ, μπορείς να μου εξηγήσεις τι παλαβομάρες έλεγες πριν; Στο κάτω κάτω μου το υποσχέθηκες» της είπα με περισσότερο πείσμα.

«Παλαβομάρες;» ρώτησε δύσπιστα και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.

«Δηλαδή θες να μου πεις ότι είμαι πραγματικά...» δεν μπορούσα ούτε την λέξη να σκεφτώ πόσο μάλλον να την εκφράσω δυνατά.

«Λυκάνθρωπος;...» συμπλήρωσε αντί για μένα και κατένευσα... «Όχι ακόμα αλλά ναι, έχεις το γονίδιο και πολύ σύντομα θα σπάσεις την κατάρα για να μπορέσεις να γίνεις» μου απάντησε ψυχρά και έμεινα να την κοιτώ σοκαρισμένος.

«Εννοείς την κατάρα που έλεγες πριν;» είπα και άφησε ένα ειρωνικό γελάκι ξεφυσώντας από την μύτη της.

«Όχι Έντουαρτ, εννοώ την δική σου κατάρα, αυτή που δένει το ανθρώπινο σου σώμα ώστε να μην μπορεί να μεταμορφωθεί σε αυτό που πραγματικά είναι» δήλωσε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.

«Πόσες κατάρες υπάρχουν επιτέλους;» αναφώνησα πιάνοντας το κεφάλι μου που λίγο ήθελε ακόμα να εκραγεί με όλα αυτά που μάθαινα.

«Πολλές αλλά προς το παρόν εσένα σε ενδιαφέρει μόνο η δική σου, για τις υπόλοιπες άσε να ανησυχώ μόνο εγώ» μου απάντησε και δεν μπορούσα να το πιστέψω.

«Τι διάολο πια, άλλη δουλειά δεν είχατε να κάνετε και σπέρνατε κατάρες αριστερά και δεξιά για να σπάτε την ανία σας;» χλεύασα και με κοίταξε σκληρά.

«Στα χρόνια μας Έντουαρτ δεν υπήρχαν ούτε δικηγόροι να υπερασπίζονται το δίκιο μας αλλά φυσικά ούτε και δικαστήρια να μας αθωώνουν γι αυτά, υπήρχε μόνο ο λόγος του άρχοντα μας που αν τολμούσαμε να τον παρακούσουμε τότε χάναμε το κεφάλι μας χωρίς δεύτερη σκέψη είτε είχαμε όλο το δίκιο με το μέρος μας είτε όχι... Έτσι ο λαός μας όταν έφτανε στο αμήν το μόνο που μπορούσε να κάνει και να ελπίζει ότι με αυτόν τον τρόπο θα βρει δικαιοσύνη ήταν να παρακαλάει τον θεό να τους γυρίζει πίσω όλα τους τα λάθη με τις κατάρες που τους έριχνε και όπως καταλαβαίνεις για να ισχύουν ακόμα μέχρι και σήμερα τότε οι κατάρες είχα σοβαρό λόγο που τελικά εισακούστηκαν» μου είπε εκείνη και πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμίσω για να μπορέσω να κρατήσω την λογική μου σε μια ισορροπία.

«Και τι πρέπει να κάνω εγώ τώρα γι αυτό;» ρώτησα και μου έτεινε το βιβλίο που κρατούσε όλην αυτήν την ώρα στα χέρια της.

«Δεν περιμένω να μάθεις μέσα σε λίγες μέρες όσα έπρεπε να ξέρεις ήδη αλλά απαιτώ να διαβάσεις αυτό το βιβλίο μέσα στις επόμενες τέσσερις μέρες ώστε να ξέρεις τι σε περιμένει για να είσαι σε θέση να τα αντιμετωπίσεις με περισσότερη ψυχραιμία...»

«Τι με περιμένει;» την διέκοψα ασθμαίνοντας και με κοίταξε υπομονετικά.

«Μέσα από αυτό το βιβλίο θα μάθεις όσα χρειάζεσαι να ξέρεις για την ώρα και φυσικά αν σου δημιουργηθούν ερωτηματικά μην διστάσεις με ρωτήσεις γι αυτά» μου απάντησε ήρεμα και διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου την κοίταξα ερωτηματικά.

«Ελθρόρεν Κάλλεν;» ρώτησα διαβάζοντας τον τίτλο του.

«Ναι, είναι ο πρώτος λυκάνθρωπος στην ιστορία μας και μέσα σε αυτό το βιβλίο είναι καταγεγραμμένα όλα του τα βιώματα... Ο λόγος που έγινε λυκάνθρωπος, ο λόγος που στερήθηκε το δικαίωμα να είναι μετέπειτα και φυσικά ο λόγος που τον οδήγησαν σε όλα αυτά» εξήγησε και ανοίγοντας το βιβλίο άρχισα να το ξεφυλλίζω χωρίς πραγματικά να το διαβάζω... Το εκπληκτικό σε αυτό το βιβλίο ήταν ότι φαινόταν σαν να ήταν η πρώτη έκδοση αλλά και πάλι ήταν τόσο ανέγγιχτο και αναλλοίωτο στον χρόνο που ήταν σαν να το είχε αγοράσει μόλις από κάποιο βιβλιοπωλείο.

«Μπορώ να το πάρω στο σπίτι;» ρώτησα και εκείνη με κοίταξε απολογητικά.

«Λυπάμαι αλλά όχι, θα πρέπει να μελετήσεις όλα αυτά τα βιβλία που βλέπεις...» είπε καθώς έδειχνε όλην την βιβλιοθήκη από πάνω μέχρι κάτω... «Εδώ»

«Να φανταστώ ότι έχουν και αυτά κάποια κατάρα που αν τα βγάλει κάποιος έξω από το σπίτι θα γίνουν στάχτη;» είπα χαριτολογώντας και εκείνη το επιβεβαίωσε.

«Μέσα είσαι... Μόνο που δεν τους δένει κατάρα άλλα μαγεία ώστε να μείνουν αναλλοίωτα στον χρόνο και επιπλέων να μην πέσουν σε λάθος χέρια... Φυσικά όλοι όσοι φέρουν το αίμα του πρώτου Καλλεν είναι ευπρόσδεκτοι να τα διαβάσουν οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμήσουν, για όλους σας αυτή η πόρτα παραμένει πάντα ανοιχτή για να μπορέσετε να μάθετε την κληρονομιά σας» με διαβεβαίωσε και έμεινα να την κοιτώ σκεπτικός.

«Δεν υποτίθεται ότι βρικόλακες είναι εχθροί με τους λυκάνθρωπους;» ρώτησα και ανασήκωσε το ένα της φρύδι θαυμαστικά.

«Είναι» επιβεβαίωσε.

«Τότε πως γίνετε να έχεις εσύ όλα αυτά τα βιβλία και όχι εμείς;» την ρώτησα με περισσότερη περιέργεια.

«Γιατί είμαι η μόνη που ενδιαφέρθηκε να μαζέψει και να καταγράψει όλα όσα συνέβησαν ανά τους αιώνες» απάντησε σοβαρά ενώ υπήρχε μια πικρία και ένας πόνο μέσα στην ματιά της που με έκανε να καρδιοχτυπήσω αλλά χωρίς να αφήσω πάλι τον εαυτό μου να παρασυρθεί συνέχισα τις απορίες που άρχισαν να με κατακλύζουν.

«Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο από την στιγμή που υποτίθεται ότι είσαι εχθρός μας;» συνέχισα και το ύφος της άρχισε να παίρνει μια κουρασμένη έκφραση.

«Γιατί δυστυχώς για μένα, είμαι και εγώ μια Κάλλεν» απάντησε ήρεμα με πόνο στην φωνή της και έμεινα έκπληκτος να την κοιτώ.

«Δηλαδή είσαι και λυκάνθρωπος...» ρώτησα ξέπνοα κάνοντας αυτόματα την σύνδεση.

«Και βρικόλακας...» συμπλήρωσε... «Ή υβρίδιο αν το προτιμάς»

«Μα πως γίνεται κάτι τέτοιο αφού είπες ότι είσαι μια Λοκγουντ» ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να το πιστέψω όλο αυτό.

«Από την μεριά του πατέρα μου ναι είμαι μια Λόκγουντ από την μεριά της μητέρας μου όμως είμαι μια Κάλλεν» επιβεβαίωσε και τα έχασα τελείως.

«Εννοείς την Ντορόθεα Κάλλεν; Την αδελφή του Βινέζε Κάλλεν;» ρώτησα και ξαφνιάστηκε για λίγο.

«Δεν περίμενα ότι θα τους γνώριζες... Ναι είμαι η κόρη της Ντορόθεα Κάλλεν ή Ντορόθεα Σάλβατορ όπως ονομάστηκε μετά τον γάμο της» μου επιβεβαίωσε και πάλι και πιάνοντας το κεφάλι μου, προσπερνώντας την πήγα και έκατσα στον καναπέ κουρασμένα.

«Εσύ το ήξερες ότι ήσουν λυκάνθρωπος πριν γίνεις βρικόλακας;» την ρώτησα και καθώς ήρθε με αργά βήματα προς το μέρος μου έκατσε απαλά δίπλα μου.

«Κανείς μας δεν ήξερε τίποτα για την καταγωγή μας, γι αυτό και φρόντισα να την καταγράψω έτσι ώστε εσείς να μπορείτε να γνωρίζετε τα πάντα τώρα...» μου είπε και μηχανικά κοίταξα για λίγο το βιβλίο που κρατούσα ακόμα στα χέρια μου... «Έχει όλες τις απαντήσεις που ζητάς αλλά μην ξεχαστείς στο διάβασμα γιατί το πρωί έχουμε και σχολείο...» είπε και γέλασα καθώς κατένευσα καταφατικά... «Όταν θα είσαι έτοιμος να γυρίσεις, βάλε μια φωνή» συνέχισε και καθώς σηκώθηκε άρχισε να πηγαίνει προς τον διάδρομο για να με αφήσει μόνο.

«Μπέλλα;...» την σταμάτησα και γύρισε προς την μεριά μου ενώ με κοίταξε υπομονετικά... «Γιατί ο πατέρας μου δεν μου είπε τίποτα μέχρι τώρα για όλα αυτά;» την ρώτησα με ελπίδα ότι εκείνη θα ήξερε τον λόγο που ο πατέρας μου τα έκανε όλα αυτά.

«Γιατί πολύ απλά θέλει να παραμείνεις άνθρωπος» μου απάντησε απλά και το σκέφτηκα για λίγο.

«Είπες ότι θέλει να γίνει ακριβώς σαν και εσένα...» συνέχισα και μου χαμογέλασε με θαυμασμό.

«Ναι;» με παρότρυνε να συνεχίσω.

«Δηλαδή θέλει να σπάσει την κατάρα ώστε να γίνει λυκάνθρωπος και μετά να γίνει και βρικόλακας;...» την ρώτησα και εκείνη κατένευσε για απάντηση... «Γίνετε αυτό;»

«Αν σπάσει τις κατάρες με την βοήθεια σας τότε ναι θα μπορεί να το κάνει χωρίς επιπτώσεις» είπε και μπερδεύτηκα.

«Εννοείς τις κατάρες που μου είπες όταν ήμασταν ακόμα σπίτι...» είπα την διαπίστωση μου και εκείνη κατένευσε για άλλη μια φορά ως απάντηση... «Τότε πως θα τον έκανες βρικόλακα πριν της σπάσει αν ήξερες ότι εκείνος έχει τα ίδια ιδανικά με σένα;»

«Είναι ακόμα άνθρωπος Έντουαρτ, αν τον κάνω βρικόλακα τώρα, δεν θα μπορέσει να γίνει και λυκάνθρωπος μετά» μου είπε και το σκέφτηκα για λίγο.

«Γιατί να θέλει να γίνει βρικόλακας;» ρώτησα αυτό που με μπέρδευε περισσότερο.

«Γιατί θέλει να μείνει αναλλοίωτος στους αιώνες» απάντησε απλά σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα και αμέσως έκανα την σύνδεση.

«Οπότε οι λυκάνθρωποι δεν ζούνε για πάντα όπως εσείς» είπα δυνατά την διαπίστωση μου και εκείνη γέλασε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της.

«Κανείς δεν ζει για πάντα Έντουαρτ, απλά παρατείνουν για λίγο την ζωή τους άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο αλλά στο τέλος όλοι έχετε την ίδια κατάληξη» μου είπε και γέλασα.

«Όλοι εκτός από σένα» συμπλήρωσα και γέλασε και εκείνη.

«Ας ελπίσουμε πως όχι αλλά προς το παρόν ναι εκτός από μένα και για να σου λύσω την αρχική σου απορία ναι, οι λυκάνθρωποι μπορεί να έχουν περισσότερη δύναμη, να γιατρεύεται το σώμα τους πιο γρήγορα και να ζούνε περισσότερα χρόνια από έναν κοινό άνθρωπο αλλά δεν ζουν για πάντα, γερνάνε και πεθαίνουν όπως ακριβώς θα γερνούσαν και θα πέθαιναν ακόμα και αν δεν είχαν σπάσει την κατάρα» διευκρίνισε και αυτόματα εξέφρασα την επόμενη απορία μου.

«Πόσα περισσότερα χρόνια δηλαδή;»

«150 ίσως και 200» είπε και έμεινα με το στόμα ανοιχτό να την κοιτώ σοκαρισμένος.

«200 χρόνια;» ρώτησα ξέπνοα χωρίς να το πιστεύω.

«Μόνο ένας κατάφερε να τα φτάσει εκτός φυσικά του Ελθρόρεν» είπε και το σκέφτηκα για λίγο, 200 χρόνια;;; Μου ήταν αδιανόητο να σκεφτώ τον εαυτό μου τόσο μεγάλο.

«Ένα λεπτό ποιον Ελθρόρεν εννοείς;» την ρώτησα μόλις συνειδητοποίησα τι είχε μόλις πει.

«Του πρώτου λυκάνθρωπου φυσικά... Ήταν ο πρώτος γόνος γι αυτό και είναι άτρωτος στον χρόνο αλλά όχι άφθαρτος όπως και οι οικογένεια μου» εξήγησε και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά έκατσα πιο ψύχραιμα να μαζέψω όλα τα στοιχεία που είχαν έρθει στο φως ώστε να τα βάλω σε μια σειρά και εκείνη περίμενε υπομονετικά δίνοντας μου τον χρόνο να το κάνω χωρίς να πει τίποτα άλλο.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο πατέρας μου να θέλει να κάνει κάτι τέτοιο, τι θα κερδίσει από όλα αυτά;» ρώτησα τελικά το μόνο κομμάτι που μου έλειπε.

«Εσύ τι πιστεύεις ότι δεν έχει ακόμα;» με ρώτησε και ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.

«Αυτό είναι το πρόβλημα, δεν πιστεύω ότι του λείπει κάτι. Και δύναμη έχει και δόξα ακόμα και χρήματα, τι άλλο να θέλει πια;» ρώτησα αγανακτισμένα.

«Την απόλυτη κυριαρχία Έντουαρτ, αυτό είναι το όνειρο του» μου είπε ήρεμα και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.

«Αυτό ήταν το όνειρο και του δικού σου;...» την ρώτησα ξέπνοα και κατένευσε με πόνο στην ματιά της... «Αυτό είναι...» δεν μπορούσα να συνεχίσω... Μου φαίνονταν αδιανόητο ότι ο πατέρας μου είχε τέτοια σχέδια στο μυαλό του και πως ακριβώς πίστευε δηλαδή ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει; Τόσο ερωτηματικά.

«Τελείως τρελό;» συμπλήρωσε την φράση μου και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Μόνο τρελό;...» ρώτησα δύσπιστα... «Αν τα μισά από όσα ξέρω από αυτά είναι αλήθεια, αν πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο τότε οι άνθρωποι θα γίνουν ότι τα ζώα είναι τώρα για μας» αναφώνησα και μια λάμψη άστραψε στην ματιά της ενώ όλο της το πρόσωπο φωτίστηκε αυτόματα και η ομορφιά της με καθήλωσε ενώ όλοι μου προβληματισμοί ξαφνικά πήγαν περίπατο.

«Το ήξερα ότι δεν θα με απογοητεύσεις...» είπε και το χαμόγελο γλύκανε όλα της τα χαρακτηριστικά περισσότερο... «Αλλά πριν ανησυχήσουμε για τον αφανισμό της γης από τα αιμοδιψή τέρατα που δεν υπολογίζουν τίποτα μπροστά στο να ικανοποιήσουν την δίψα τους, ας φροντίσουμε πρώτα να μην τους αφήσουμε να τα καταφέρουν, τι λες;» είπε και κατένευσα πεισματικά.

«Θα κάνω ότι μου πεις» είπα ειλικρινά και μου χαμογέλασε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

«Ψάξε να βρεις την αλήθεια» μου είπε για άλλη μια φορά όπως και εχθές και πηγαίνοντας προς τον διάδρομο άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα και εγώ την ακολούθησα με την ματιά μου μέχρι που έφυγε τελείως από το οπτικό μου πεδίο.

Ανοίγοντας το βιβλίο προσπάθησα να το διαβάσω αλλά τα μυαλό μου δεν μπορούσε με τίποτα να συγκεντρωθεί, τα γράμματα μπροστά μου χόρευαν πάνω στις σελίδα και τα μάτια μου σιγά σιγά άρχισαν να κλείνουν χωρίς την άδεια μου με αποτέλεσμα το κεφάλι μου να πέσει άδειο προς τα πίσω και το βιβλίο να καταλήξει βαρύ πάνω στα πόδια μου με τα χέρια μου από κάτω του να το κρατούν ακόμα ανοιχτό μπροστά μου.

Οι εικόνες που ξεπήδησαν μέσα στο μυαλό μου με έκαναν να τρανταχτώ αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό για να με κάνει να ξυπνήσω.

Περπατούσα σε έναν άδειο και επιβλητικό διάδρομο ενός κάστρου που έμοιαζε βγαλμένο από ταινία εποχής... Πού βρίσκομαι;... αναρωτήθηκα καθώς συνέχιζα να περπατώ και με την άκρη του ματιού μου είδα στο φως του ολόγιομου φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο μια κίνηση... Έστρεψα τη ματιά μου και είδα ένα αγόρι πάνω κάτω 10 χρονών με ένα μακρύ άσπρο νυχτικό να με κοιτάζει με μάτια που γυάλιζαν μέσα στο μισοσκόταδο από τα δάκρυα που έτρεχαν ακατάπαυστα πάνω στο πρόσωπο του... Η εικόνα μου φάνηκε γνώριμη και στην προσπάθεια μου να τον πλησιάσω ώστε να τον δω από πιο κοντά κατάλαβα ότι ήμουν εγώ που έβλεπα το είδωλο μου μέσα από τον αντικατοπτρισμό που έκανε ένα πελώριος μεταλλικός αμφορέας που ήταν τόσο καλά γυαλισμένος που έμοιαζε με καθρέφτη...

Μα πως;... σκέφτηκα ξαφνιασμένος αλλά κάποια κομμάτια της συνείδησης μου άρχισαν σιγά σιγά να έρχονται στην επιφάνεια και τα ψεύτικα ουρλιαχτά λύκων που κάνανε τα αδέρφια μου κοροϊδεύοντας με αυτά με έκαναν να θυμηθώ για ποιον λόγο βρισκόμουν εξαρχής σε αυτό τον διάδρομο και τα δάκρυα μου έκαναν για άλλη μια φορά την εμφάνιση τους πάνω στα μάγουλα μου ενώ τρομοκρατημένος άρχισα και πάλι να τρέχω.

Μια αστραπή φώτισε τον διάδρομο κάνοντας με να τιναχτώ ολόκληρος και καθώς χτύπησα την πλάτη μου πάνω στον τοίχο έκλεισα το στόμα μου και με τα δύο μου χέρια προκειμένου να σταματήσω την κραυγή μου πριν εκείνη καταφέρει να ξεπηδήσει από μέσα μου την στιγμή που η βροντή έφτασε στα αυτιά μου... Ανασαίνοντας γρήγορα έκλεισα τα μάτια μου για να μπορέσω να μαζέψω όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει ώστε να μπορέσω και πάλι να καταφέρω να βρω την δύναμη να εκπληρώσω τον αρχικό σκοπό που με έκανε να βρεθώ σε αυτόν τον τρομακτικό διάδρομο, όταν όμως άκουσα την τρανταχτή φωνή του Ελμοδοράν που με έψαχνε για να με αναγκάσει να γυρίσω πίσω στο δωμάτιο μου κατάλαβα ότι δεν είχα άλλα περιθώρια και πιάνοντας την μακριά μου πιτζάμα στα χέρια μου που έμοιαζε με νυχτικό, άρχισα ξανά να τρέχω προς την πόρτα που ήξερα ότι θα ήταν η μοναδική που θα με οδηγούσε στον παράδεισο, στην πόρτα που θα με οδηγούσε στην ασφάλεια της ζεστής αγκαλιάς που μου πρόσφερε το μοναδικό άτομο στον κόσμο μου που μπορούσε να με καταλάβει και να με κάνει να νιώσω ξανά ότι όλα θα πάνε καλά.

«Πρίγκιπα Έντουαρτ μην προσπαθείς να μου κρυφτείς γιατί ξέρεις ότι θα σε βρω» άκουσα τον Ελμοδοράν με την βαριά του φωνή να λέει και κοιτώντας προς τα πίσω είδα το φως από το κερί του να φωτίζει τον διάδρομο που μόλις είχα περάσει και με περισσότερο πείσμα και τα δάκρυα μου να ρέουν με ορμή, έβαλα όλην την δύναμη της ψυχής μου και έτρεξα σαν τον άνεμο με την καρδιά μου να καλπάζει σαν τρελή.


Ανοίγοντας την πόρτα της θείας μου, πριν προλάβει εκείνη να με σταματήσει όπως πάντα έκανε τον τελευταίο καιρό, έτρεξα κατευθείαν προς το κρεβάτι της και όπως εκείνη ανασηκώθηκε για να με κοιτάξει αφήνοντας στην άκρη το βιβλίο που κρατούσε, σκαρφαλώνοντας γρήγορα στο τεράστιο κρεβάτι της έπεσα απάνω της κλαίγοντας τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό της σφίγγοντας την απάνω μου με τόσο δύναμη που θα μπορούσα μέχρι και να την πνίξω.

«Μικρέ μου πρίγκιπα τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνη με αγωνία καθώς τα χέρια της με συγκράτησαν απάνω της παρηγορητικά και μέσα από τους λυγμούς μου προσπάθησα να μιλήσω.

«Σε παρακαλώ θεία Ίζαμπελ, σε παρακαλώ σε ικετεύω μην τον αφήσεις να με πάει στο δωμάτιο μου ξανά» κλαψούριζα και μόλις άκουσα την φωνή του Ελμοδοράν από την πόρτα αναπήδησα βγάζοντας μια κραυγή και έσφιξα τα χέρια μου με περισσότερο δύναμη γύρω από τον λαιμό της.

«Με συγχωρείτε βασίλισσα μου δεν θέλαμε να ενοχλήσουμε την ησυχία σας» εκείνος απολογήθηκε.

«Μην ανησυχείς Ελμοδοράν, γύρνα στην θέση σου και μόλις τον ηρεμήσω θα τον γυρίσω εγώ στο δωμάτιο του» του απάντησε εκείνη γλυκά και αυτό με έκανε να αντιδράσω.

«Όχιιιιιι δεν θέλω να φύγωωωω» ούρλιαζα και εκείνη προσπάθησε να με ηρεμίσει.

«Σσσς, μικρέ μου πρίγκιπα» έλεγε αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα.

«Δεν θέλω να φύγω θέλω να κοιμηθώ εδώ μαζί σου... Γιατί δεν με αφήνεις πια να κοιμάμαι εδώ;» ρώταγα κλαίγοντας απαρηγόρητος με παράπονο και την άκουσα να αφήνει την ανάσα της βαριά.

«Πήγαινε Ελμοδοράν και θα τον γυρίσω εγώ» του είπε ξανά και πριν προλάβω να αντιδράσω ξανά η φωνή του Ελμοδοράν μου έκοψε την λαλιά.

«Ξέρετε τις εντολές που έχω από την βασίλισσα» εκείνος υπενθύμισε.

«Τις ξέρω και τις σέβομαι» του απάντησε η θεία και αυτό με έκανε να αντιδράσω περισσότερο καθώς έσφιγγα τα χέρια μου πεισματικά γύρω της κρατώντας σφιχτά στις χούφτες μου το κατάλευκο νυχτικό της... «Πήγαινε τώρα» του έδωσε την εντολή της και μόλις ο Ελμοδοράν έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του εκείνη προσπάθησε να με ξεκολλήσει από την αγκαλιά της αλλά εγώ δεν τα παράταγα.

«Μην με γυρίσεις πίσω θεία Ίζαμπελ σε παρακαλώωωω» έλεγα με πείσμα και εκείνη χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου, άφησε ένα αναστεναγμό την στιγμή που μου έδινε ένα τρυφερό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.

«Γιατί δεν μπορώ να κοιμάμαι πια εδώ;» συνέχισα εγώ και ένιωσα αυτόματα να χαμογελάει.

«Μικρέ μου πρίγκιπα δεν είσαι μωρό πια... έχεις γίνει ολόκληρος άντρας δεν είναι σωστό να κοιμάσαι μαζί μου... Είσαι ένας Κάλλεν, ένας γνήσιος Κάλλεν και έχεις όλην την δύναμη που χρειάζεσαι για να αντιμετωπίσεις τα πάντα άλλωστε σε λίγα χρόνια που θα βρεις την πριγκίπισσα σου και θα παντρευτείς τι θα κάνεις; Θα την παρατάς και θα έρχεσαι πάλι να κοιμάσαι μαζί μου;» με πείραξε όπως πάντα έκανε και εγώ κούνησα με πείσμα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν θέλω καμία άλλη πριγκίπισσα, θέλω μόνο εσένα εσύ είσαι η βασίλισσα μου, μόνο με σένα θέλω να κοιμάμαι με κανέναν άλλον» συνέχισα με περισσότερο πείσμα και άρχισε να γελάει ενώ τράνταζε τα κορμιά μας από το γέλιο της που αντηχούσε σε όλο το δωμάτιο.

«Αθώε μου μικρέ μου πρίγκιπα...» είπε με τρυφερή φωνή ενώ μου χάιδευε απαλά την πλάτη μου και προσπάθησε να με ξεκολλήσει για άλλη μια φορά από πάνω της για να την κοιτάξω στα μάτια αλλά εγώ δεν της έκανα την χάρη, όσο περισσότερο εκείνη προσπαθούσε τόσο περισσότερο την έσφιγγα απάνω μου για να μην με αναγκάσει να γυρίσω πίσω.

«Σε ικετεύω βασίλισσα μου μην με γυρίσεις πίσω, μην με αναγκάσεις να κοιμηθώ με τα αδέλφια μου που με κοροϊδεύουν, σε παρακαλώωωω» συνέχιζα ακάθεκτος να προσπαθώ να της αλλάξω γνώμη και ένιωσα να χάνει την υπομονή της αλλά ποτέ το χαμόγελο της.

«Συγκεντρώσου στην ησυχία του παλατιού και πες μου τι ακούς» μου είπε εκείνη και κόβοντας το κλάμα μου στην μέση έμεινα να αφουγκράζομαι την ησυχία όπως μου ζήτησε... Το μόνο που άκουγα ήταν η ρυθμική της ανάσα που έμπαινε και έβγαινε μέσα στο σώμα της και αυτόματα αυτό με έκανε να ηρεμίσω... Ήταν ο πιο υπέροχος ήχος στον κόσμο μου, θα μπορούσα όλη μέρα να κάθομαι και να τον ακούω χωρίς να κάνω τίποτα άλλο, ήταν το μόνο που με ηρεμούσε όταν ένιωθα να πιέζομαι από παντού.

«Τα αδέλφια σου ήδη κοιμούνται Έντουαρτ και είναι ώρα να κάνεις και εσύ το ίδιο» είπε κατηγορηματικά και το δυνατό ουρλιαχτό ενός λύκου που ερχόταν έξω από το παράθυρο με έκανε να γυρίσω στην προηγούμενη μου κατάσταση ενώ τρέμοντας άφησα την κραυγή μου να βγει από μέσα μου.

«Σε παρακαλώ θεία Ίζαμπελ, σε παρακαλώ μην με πας πίσω φοβάμαι, δεν θέλω να γίνω τέρας» της είπα τρομοκρατημένος.

«Έτσι με βλέπεις, σαν τέρας;» με ρώτησε εκείνη και πάγωσα... Καθώς ανασήκωσα το πρόσωπο μου για να την αντικρίσω, πήρα ένα παραπονιάρικο ύφος με το σαγόνι μου να τρέμει και τα μάτια μου να ξεχειλίζουν για άλλη μια φορά από όλην την αδικία που ένιωθα μέσα μου να με πνίγει ενώ κούναγα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Τότε γιατί πιστεύεις ότι θα γίνεις εσύ;» με ρώτησε ξανά ενώ με κοίταζε με την πιο ζεστή της ματιά καθώς μου απομάκρυνε τα δάκρυα από το πρόσωπο μου.

«Φοβάμαι» απάντησα μόνο με τρεμάμενη φωνή και ο ήλιος μου έλαμψε ολόκληρος καθώς μου χαμογελούσε.

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάσαι, δεν είσαι μόνος μικρέ μου πρίγκιπα, ότι και να έρθει θα το αντιμετωπίσουμε μαζί» μου είπε με σιγουριά.

«Και αν δεν τα καταφέρω; Αν γίνω σαν τα τέρατα που ο πατέρας λέει ότι σκοτώνουν τους χωρικούς μας;» ρώτησα με αγωνία και μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο μου.

«Γλυκέ μου πρίγκιπα, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς από τώρα γι αυτά, έχουμε ακόμα αρκετά χρόνια μπροστά μας για να προετοιμαστούμε μέχρι να έρθει η ώρα να σπάσεις την κατάρα και επιπλέον θα έχεις και εμένα δίπλα σου να σε προστατεύω και να σε καθοδηγώ...» μου είπε ξανά τα ίδια λόγια που μου έλεγε κάθε φορά που της εξέφραζα τις φοβίες μου και αναστέναξα... «Έλα τώρα να σε πάω να ξεκουραστείς» συνέχισε και πέφτοντας ξανά απάνω της προσπάθησα να την σταματήσω.

«Όχι δεν θέλω, θέλω να μείνω εδώωω... να κοιμηθώ μαζί σουυυ... Σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ, μην με πας πίσω στα αδέλφια μου δεν θέλω να κοιμηθώ μαζί τους, θα αρχίσουν να με κοροϊδεύουν πάλι» παρακάλεσα κλαψουρίζοντας και εκείνη το σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει και πάλι.

«Δεν πρόκειται να το βάλεις κάτω έτσι δεν είναι;...» ρώτησε ρητορικά καθώς με ανάγκαζε να την αντικρίσω και κοιτάζοντας την με το ύφος ενός πληγωμένου κουταβιού εκείνη αναστέναξε βαριά... «Τι θα κάνω εγώ μαζί σου μου λες;» με ρώτησε με παράπονο και μόλις κατάλαβα ότι είχε ήδη υποχωρήσει, σηκώθηκα από τα σκεπάσματα και καθώς τα παραμέρισα, μπήκα από κάτω τους και βάζοντας το κεφάλι μου πάνω στο στερνό της τύλιξα το χέρι μου γύρω από το σώμα της με ανακούφιση και έμεινα ακίνητος να ακούω και πάλι την ανάσα της να πηγαίνει και να έρχεται ρυθμικά ενώ τα χέρια της αυτόματα τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί μου σκεπάζοντας με και σιγομουρμουρίζοντας το νανούρισμα μου άρχισε να μου χαϊδεύει το κεφάλι απαλά για να κοιμηθώ.

Ήξερα ότι δεν άντεχε να με βλέπει να κλαίω και εγώ ήξερα ακριβώς πως να το εκμεταλλευτώ ώστε να πάρω αυτό που ήθελα αφού της ήταν αδύνατον να μου πει όχι όταν ζήταγα κάτι κοιτώντας την σαν πληγωμένο κουτάβι ακόμα και στα κορκοδήλια δάκρυα μου που πάντα έπιαναν... Ήμουν η αδυναμία της και εκείνη η δικιά μου και όσο προσπαθούσαν οι δικοί μου να με ξεκολλήσουν από πάνω της το μόνο που καταφέρνανε ήταν να με κάνουν να κολλάω περισσότερο......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA