Ετικέτες

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Soulmates "11. Η Ένωση"



Στριφογυρίζοντας πάνω στο κρεβάτι μου δεν έβρισκα ησυχία με τίποτα και προκειμένου να μην τρελαθώ περισσότερο, φορώντας το μπουφάν μου και τα αθλητικά μου, κατέβηκα στην κουζίνα... Πήρα μια μπύρα από το ψυγείο και βγαίνοντας στην πίσω αυλή, πήγα μέχρι το πέτρινο γεφυράκι... Ανάβοντας ένα τσιγάρο, ακούμπησα τους αγκώνες μου πάνω στο τοιχίο γέρνοντας το σώμα μου μπροστά και πίνοντας μια γουλιά από την μπύρα μου η ματιά μου καρφώθηκε στο σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι και αναστέναξα.

Πάντα με επηρέαζε χωρίς πραγματικά να ξέρω τον λόγο αλλά αυτό το φεγγάρι κόβω το κεφάλι μου ότι έχει κάτι το διαφορετικό... Από την πρώτη μέρα που άρχισε να σχηματίζετε μου έφερνε τέτοια υπερένταση που δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί... Κάθε φορά που νύχτωνε και εκείνο έκανε την εμφάνιση του, ένιωθα όλα τα μέσα μου να εντείνονται σε τόσο μεγάλο βαθμό που δεν μπορούσα να καταφέρω να τα κοντρολάρω, ιδίως την στιγμή που ήταν στο αποκορύφωμα της βραδιάς, με αποτέλεσμα να μένω ξάγρυπνος, κοιτώντας το με τις ώρες χωρίς να είμαι ικανός να πάρω την ματιά μου από πάνω του.

Όλοι πάντα μου λέγανε ότι παραείμαι ρομαντικός για την εποχή μου αλλά ο λόγος που με μαγνητίζει δεν πιστεύω πια ότι είναι αυτός, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι είναι κάτι πιο βαθύ αλλά τι;

«Υποτίθεται ότι είχαμε κάνει μια συμφωνία...» άκουσα την φωνή της ακριβώς δίπλα στο αυτί μου και σταμάτησα την ανάσα μου στην μέση πνίγοντας την κραυγή μου πριν αυτή καταφέρει να ξεπηδήσει από τα χείλια μου και μόλις κατάφερα να βρω ξανά την ψυχραιμία μου, γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της αργά για να την αντιμετωπίσω.

«Υποτίθεται ότι είχες και άλλες δουλειές να κάνεις από το να νταντεύεις πεισματάρικα κουτάβια» της γύρισα τα λόγια της και άφησε ένα ειρωνικό γελάκι ενώ ξεμάκραινε από το σώμα μου.

«Τις έχω ήδη τελειώσει, εσύ τι δικαιολογία έχεις;» μου χτύπησε πίσω και αναστέναξα.

«Κιόλας;» ρώτησα δύσπιστα και γυρίζοντας ξανά την ματιά μου προς το νερό που κυλούσε ήρεμο ήπια άλλη μια γερή γουλιά από την μπύρα μου και εκείνη με την πιο απλή κίνηση, ακούμπησε την πλάτη της πάνω στο τοιχίο και σταυρώνοντας τα χέρια της πάνω στο στήθος της με κοίταξε δύσπιστα.

«Έχεις ιδέα με πόσα χιλιόμετρα τρέχω την ώρα;» με ρώτησε και το αίσθημα της ζήλιας ήρθε να με χτυπήσει κατάστηθα κάνοντας με να κοπώ στην μέση.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο σε ζηλεύω γι’ αυτό...» είπα κάτω από τον αναστεναγμό μου και τράβηξα μια τζούρα από το τσιγάρο μου για να μπορέσω να χαλαρώσω πριν συνεχίσω... «Ήταν πάντα το μόνο που ευχόμουν να μπορούσα να κάνω αλλά όσο γρήγορα και να τρέχω δεν είναι ποτέ αρκετό ώστε να καταφέρω να φύγω από αυτό το κωλομέρος» της είπα την σκέψη μου ανοιχτά και εκείνη έκανε μια απολογητική γκριμάτσα.

«Λυπάμαι αλλά όσο και να το θες θα είναι το μόνο που ποτέ δεν θα καταφέρεις να κάνεις, γι’ αυτό καλό είναι να το βγάλεις από τα μεγάλα σου σχέδια» είπε σαν να λυπόταν πραγματικά αλλά δεν πίστεψα ότι το εννοούσε.

«Μπορώ να ρωτήσω και το γιατί;» την ρώτησα νευριασμένος μέσα από τα δόντια μου.

«Γιατί αν το κάνεις τότε θα είναι πιο εύκολο για εκείνους να βρουν την οικογένεια μου... άλλωστε θα είναι μια άχρηστη προσπάθεια, γιατί ποτέ δεν θα καταφέρεις να τους ξεφύγεις... Όπου και να πας όσο καλά και να κρυφτείς, η μυρωδιά σου πάντα θα σε προδίδει και πριν προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου εκείνοι θα σε αρπάζουν και θα σε γυρίσουν πίσω ώστε να τους απελευθερώσεις» είπε απλά σαν να ήταν κάτι αυτονόητο που εγώ θα έπρεπε ήδη να το ξέρω και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά με απελπισία.

«Ωραία» ήταν το μοναδικό πράγμα που μπόρεσα να πω και παίρνοντας άλλη μια μεγάλη τζούρα από το τσιγάρο μου κοίταξα μακριά ελπίζοντας αυτό να με βοηθήσει να καταφέρω να κατευνάσω όλα όσα βράζανε μέσα μου και προσπαθούσαν πάση θυσία να βρουν έναν τρόπο να εξωτερικευθούν.

Παίρνοντας το τσιγάρο από τα χέρια μου, τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά, έτεινε το χέρι της μπροστά κοιτώντας το με περιέργεια και καθώς άφησε τον καπνό να βγει από μέσα της φυσώντας το πάνω στο τσιγάρο έκανε μια αδιάφορη γκριμάτσα καθώς μου το έδινε πίσω.

«Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς βρίσκετε σε αυτόν τον αργό θάνατο» σχολίασε.
«Εσύ τι βρίσκεις στο ποτό και το κατεβάζεις σαν να είναι νερό;» την ρώτησα και ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα καθώς απαντούσε.

«Με βοηθάει να ελέγχω την δίψα μου»

«Και εμένα να χαλαρώνω και να σκέφτομαι πιο ήρεμα» της απάντησα στο αρχικό της σχόλιο και άρχισε να γελάει δύσπιστα.

«Αυτή η αηδία σας βοηθάτε να χαλαρώνετε;...» γέλασε ενώ κούναγε το κεφάλι της απηυδισμένα αρνητικά... «Εσείς οι θνητοί είσαστε τόσο αξιολύπητοι...»

«Γιατί εσείς οι βρικόλακες τι κάνετε για να χαλαρώνετε;» την ρώτησα και εκείνη με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο ενώ ανασήκωσε το φρύδι της.

«Ξέρεις ακριβώς τι κάνουμε...» απάντησε με υπονοούμενο και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου γύρισα την ματιά μου προς το ποτάμι και ήπια μια γουλιά από την μπύρα μου... «Αν έκανες και εσύ το ίδιο...» γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της άγρια που δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν ήμουν διατεθειμένος να το συζητήσω αυτό μαζί της, εκείνη έκοψε την φράση της στην μέση και ξεφυσώντας χαλάρωσε τα υπέροχα χαρακτηριστικά της, η ματιά της έγινε πιο γλυκιά και αφήνοντας απαλά το χέρι της πάνω στον ώμο μου, γέρνοντας το πρόσωπο της κοντά στο δικό μου συνέχισε με πιο σοβαρή φωνή... «Δεν είναι η μόνη»

«Για μένα είναι...» είπα κατηγορηματικά γυρίζοντας την ματιά μου προς το ποτάμι... «Πάντα ήταν» συνέχισα μέσα από τον αναστεναγμό μου και νιώθοντας το ξαφνικό της πάγωμα γύρισα να την αντικρίσω περίεργος, η έκφραση της έδειχνε σοκαρισμένη.

«Μου κάνεις πλάκα...» είπε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία... «Μην μου πεις ότι είσαι ακόμα...»

«Δεν νομίζω ότι σε αφορά το θέμα» της το ξέκοψα ενοχλημένος αποφεύγοντας το βλέμμα της και εκείνη με το χέρι της πάνω στο σαγόνι μου γύρισε το πρόσωπο μου προς το μέρος της.

«Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα» επανέλαβε απαιτητικά και άρχισα να τα παίρνω άσχημα.

«Γιατί με έχεις βάλεις στο μάτι και σου χαλάει η παρθενιά μου τα σχέδιά σου;» της απάντησα με μια αηδία και εκείνη σμίγοντας τα χείλια της άρχισε να ανασαίνει γρήγορα ενώ τα χαρακτηριστικά της αμέσως σκλήρυναν.

«Πίστεψε με ακόμα και αν η ζωή μου εξαρτιόταν από αυτό θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να πάω μαζί σου» μου απάντησε με δηλητήριο στην φωνή της και τα πήρα στο κρανίο.

«Τότε τι στο διάολο σε νοιάζει εσένα αν είμαι παρθένος ή όχι» της φώναξα αγανακτισμένος.

«Γιατί δεν έχουμε άλλο χρόνο...» αναφώνησε πίσω το ίδιο αγανακτισμένα και αφού απομακρύνθηκε από κοντά μου γυρίζοντας την πλάτη της, έβαλε το χέρι της πάνω στο πρόσωπο της και προσπάθησε να ηρεμήσει παίρνοντας κοφτές ανάσες.

«Δεν έχουμε άλλον χρόνο για ποιο πράγμα;…» ρώτησα σοκαρισμένος αλλά εκείνη δεν απάντησε... Πλησιάζοντας την, έβαλα το χέρι μου πάνω στον ώμο της και την ανάγκασα να γυρίσει προς το μέρος μου... Τα χαρακτηριστικά της ήταν ακόμα άγρια και το χρώμα των ματιών της είχα πάρει μια χρυσαφή απόχρωση αλλά ακόμα και αυτό δεν με πτόησε ώστε να συνεχίσω... «Απάντησε μου που να σε πάρει... Για ποιο πράγμα δεν έχουμε άλλο χρόνο Μπέλλα;»

Έμεινε για λίγο να με κοιτάει ανασαίνοντας γρήγορα και αφού κοίταξε για λίγο μακριά, πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε πάλι την ματιά της προς το μέρος μου πιο αποφασιστικά.

«Αν είναι να κάνουμε αυτήν την κουβέντα τώρα, τότε σίγουρα θα χρειαστούμε και οι δύο κάτι πιο δυνατό από μια μπύρα... Έλα μαζί μου» είπε χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι’ αυτό και άρχισε να πηγαίνει προς την μάντρα της αυλής χωρίς να περιμένει ανταπόκριση μου... Χωρίς να έχω άλλη επιλογή την ακολούθησα και εγώ.

«Μπέλλα σταμάτα, τουλάχιστον δώσε μου λίγο χρόνο να πάω να ντυθώ...» την παρακάλεσα αλλά εκείνη αντί να σταματήσει ή έστω να χαλαρώσει λίγο τον βηματισμό της, ανοίγοντας το βήμα της έφτασε στην μάντρα και με περίμενε... «Τι έχεις στο μυαλό σου να κάνεις;» την ρώτησα μόλις έφτασα κοντά της και χωρίς να μου απαντήσει, αρπάζοντας με από το μπουφάν, μου έδωσε μια ώθηση προς τα πάνω και ένιωσα το σώμα μου να αιωρείται με δύναμη στο αέρα.

Πριν προλάβω να τα χάσω, ένιωσα τα χέρια της να αγκαλιάζουν την μέση μου και μόλις τα πόδια μας προσγειώθηκαν απαλά το έδαφος εκείνη χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα προς το μέρος μου, κίνησε προς την μηχανή της με γρήγορα βήματα και εγώ την ακολούθησα. Δίνοντας μου το κράνος, καβάλησε την μηχανή και μόλις το φόρεσα την καβάλησα και εγώ και εκείνη ξεκίνησε.

Ο αέρας μαστίγωνε το σώμα μου περνώντας μέσα από τα ρούχα μου, η αίσθηση ήταν τόσο απερίγραπτη που ήθελα να βγάλω το κράνος για να τον νιώσω και στο πρόσωπο μου αλλά έτσι όπως οδηγούσε δεν τολμούσα να το κάνω και κρατώντας την σφιχτά με το σώμα μου να γίνεται ένα με το δικό της, άφησα τον εαυτό μου να το απολαύσει...

Το αίμα στις φλέβες μου άρχισε να τρέχει με ορμή, το σώμα μου να παίρνει φωτιά και όλες μου οι αισθήσεις να εντείνονται σε τέτοιο βαθμό που δεν είχα ιδέα πως να το ελέγξω, όσο για τον ανδρισμό μου εκείνος πια είχε ξεπεράσει κάθε προσωπικό του όριο από την έξαψη της στιγμής κάνοντας με να νιώθω τελείως ξευτίλα καθώς ακουμπούσε ακριβώς πάνω στο αισθησιακό της κωλαράκι αλλά εκείνην δεν έδειχνε να την νοιάζει και τόσο, χωρίς να χάνει τον παλμό της έτρεχε σαν τον δαίμονα...

Καθώς το σώματα μας έγερναν στις στροφές ένιωθα ότι θα ακουμπήσουν στην άσφαλτο αλλά εκείνη με απίστευτη ευελιξία τελευταία στιγμή μας επανέφερε και συνέχιζε την πορεία της χωρίς κανένα πρόβλημα... Η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει κόκκινο και εκεί που παρακάλαγα μέσα μου να μην τελειώσει εκεί είδα το σπίτι της να κάνει την εμφάνιση του και εκείνη να ελαττώνει ταχύτητα.

«Ουαααουυυυυυ...» αναφώνησα την στιγμή που έβαζε το σταντ αλλά εκείνη ήταν ακόμα σοβαρή και κοιτώντας με έντονα, μου έδωσε να καταλάβω ότι ήταν η ώρα να κατέβω.

Κατεβαίνοντας έβγαλα το κράνος και την στιγμή που με μιμήθηκε το έτεινα προς το μέρος της.

«Είναι το όνειρο μου να πάρω μια τέτοια μηχανή αλλά ο πατέρας μου δεν με αφήνει» είπα με παράπονο καθώς εκείνη έπαιρνε το κράνος στα χέρια της και γυρίζοντας την πλάτη της άρχισε να πηγαίνει προς την πόρτα.

«Και πολύ καλά κάνει...» μου απάντησε εκείνη και την στιγμή που έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα την κοίταξα με απορία... «Με τέτοια σύγχυση που έχεις μέσα σου το πιθανότερο είναι να σκοτωθείς» συμπλήρωσε και αναστέναξα ενώ την ακολουθούσα στο εσωτερικό του σπιτιού.

«Το ήξερες ότι ήθελα να πάρω την συγκεκριμένη μηχανή;» την ρώτησα ξαφνικά κλείνοντας την πόρτα πίσω μου χωρίς πραγματικά να ξέρω γιατί μου ήρθε να της κάνω μια τέτοια ερώτηση και εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.

«Φυσικά και το ήξερα...» απάντησε αδιάφορα σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και έσμιξα τα φρύδια μου ανασαίνοντας γρήγορα καθώς κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι εκείνη την είχε αγοράσει επίτηδες για να μου την μπει... «Αλλά δεν είναι η μηχανή το θέμα μας τώρα Έντουαρντ, έχουμε πολύ πιο σοβαρά θέματα να λύσουμε…» συνέχισε αυστηρά σαν να ήταν καθηγήτρια που μάλωνε τον μαθητή της και αυτόματα μηχανικά μαζεύτηκα και κοίταξα γύρω μου... «Βολέψου σαν στο σπίτι σου, θα πάω να βάλω κάτι να πιω, αν θες ποτό έχει πάνω στο έπιπλο» μου έδειξε με το χέρι της και χωρίς να περιμένει την ανταπόκριση μου έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας με μόνο.

Για κάποιον λόγο ένιωσα μια ανατριχίλα που έκανε όλες τις τρίχες του σβέρκου μου να σηκωθούν ενώ πραγματικά δεν ένιωθα να κρυώνω και αφήνοντας την ανάσα που δεν είχα καταλάβει ότι κράταγα ακόμα, να βγει από μέσα μου βαριά, πήγα προς το έπιπλο που μου είχε υποδείξει, αναποδογύρισα ένα κρυστάλλινο ποτήρι και γεμίζοντας το με ουίσκι, το πήρα στα χέρια μου και έκατσα στον καναπέ να την περιμένω... Η ματιά μου περιπλανήθηκε στο χώρο αδιάφορα αλλά μόλις έπεσε πάνω στην τεράστια βιβλιοθήκη της έμεινε εκεί... Παρόλο που δεν ήταν πολύ μακριά μου, τα καλλιγραφικά γράμματα των τίτλων με δυσκόλευαν να τους διαβάσω ακόμα και ζαρώνοντας τα μάτια μου και την στιγμή που σηκώθηκα για να πλησιάσω την βιβλιοθήκη εκείνη γύρισε, άφησε το ποτήρι της πάνω στο έπιπλο και πήγε κατευθείαν προς το σβηστό τζάκι.

«Κρυώνεις;» ρώτησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει και καθώς έκατσα ξανά στον καναπέ, ήπια μια γουλιά από το ποτό μου για να χαλαρώσω την ξαφνική υπερένταση που με είχε κάνει να τρέμω πριν απαντήσω.

«Για την ακρίβεια νιώθω να ζεσταίνομαι πάρα πολύ» είπα ειλικρινά και εκείνη αφού τακτοποίησε τα ξύλα τα άναψε και ισιώνοντας ξανά το κορμί της τίναξε τα χέρια της και γύρισε ξανά προς το έπιπλο για να πάρει το δικό της ποτό.

«Τότε γιατί δεν βγάζεις το μπουφάν σου;» με ρώτησε με απορία και μόλις έκατσε δίπλα μου, ήπιε μια γουλιά από το ποτό της με αμέριστη ικανοποίηση και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου αδιάφορα.

Αφήνοντας το ποτήρι μου πάνω στο τραπεζάκι που ήταν μπροστά μου, έβγαλα το μπουφάν και βάζοντας πάνω στο μπράτσο του καναπέ, γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της διστάζοντας για μια στιγμή.

«Πες το αγόρι μου δεν ήρθαμε εδώ για να κοιτιόμαστε» μου είπε εκείνη αμέσως δίνοντας μου το έναυσμα να εκφράσω αυτό που με βασανίζει.

«Όσο και να παλεύω να βρω μια λογική σε αυτό που έγινε το πρωί... Απλά δεν υπάρχει...» ξεκίνησα και με την ματιά της μου έδωσε το περιθώριο να συνεχίσω... «Ο πατέρας μου ξέρει ότι δεν υπάρχει τρόπος για να σε σκοτώσει σωστά;» την ρώτησα την διαπίστωση μου.

«Μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσε και πήρε άλλη μια ικανοποιητική γουλιά από το ποτό της χαμογελώντας πονηρά.

«Αυτό είναι που με μπερδεύει...» συνέχισα και με κοίταξε υπομονετικά... «Αφού ήξερε ότι θα γυρίσεις και θα είσαι πιο νευριασμένη με την πράξη του αυτή γιατί να το κάνει από την αρχή;» την ρώτησα και το χαμόγελο της έγινε πιο λαμπερό σε σημείο να με κάνει να κολλήσω την ματιά μου πάνω στα χείλια της χωρίς να είμαι ικανός να το ελέγξω.

«Γιατί πολύ απλά δεν περίμενε να γυρίσω» τόνισε με νόημα και μόλις η φωνή της έφτασε στα αυτιά μου έκανε την καρδιά μου να φτερουγήσει ενώ η ανάσα μου αυτόματα άρχισε να επιταχύνετε.

«Δεν καταλαβαίνω» είπα αποπροσανατολισμένα καθώς με μεγάλο κόπο ανασήκωσα την ματιά μου προς την δική της.

«Όπως ξέρει ότι δεν μπορεί να με σκοτώσει, έτσι ξέρει και πως να με αποδυναμώσει...» διευκρίνισε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία χωρίς να είμαι ικανός να καταλάβω το πως... «Έλα θα σου δείξω» με παρότρυνε η ίδια ενώ σηκώθηκε και άρχισε να προχωράει προς τον διάδρομο και εγώ την ακολούθησα.

Φτάνοντας στο υπόγειο άνοιξε μια σιδερένια βαριά πόρτα που το τρίξιμο της με έκανε να ανατριχιάσω περισσότερο... Η απίστευτη βαριά μυρωδιά που με περιτριγύρισε με έκανε να σαστίσω και η ανάσα μου άρχισε να γίνετε πιο δύσκολη.

«Τι είναι εδώ;» ρώτησα με τρεμάμενη φωνή και άφησε ένα γελάκι.

«Εδώ κρατάω τα άτυχα θύματα μου...» είπε με μια προκλητική ματιά και άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα από την έκπληξη... «Χαλάρωσε βρε αγόρι μου, πλάκα κάνω...» είπε σκουντώντας με απαλά και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα... «Δες και μόνος σου...» με παρότρυνε και κάνοντας ένα δειλό βήμα μπροστά την κοίταξα για άλλη μια φορά... «Δεν έχει σκελετούς το υπόσχομαι» είπε πειρακτικά και γυρίζοντας την ματιά μου προς το εσωτερικό αυτού του ιδιόρρυθμου κελιού πράγματι ήταν άδειο και πήρα το θάρρος να μπω πιο μέσα.

«Στ’ αριστερά σου είναι αυτό που θέλω να δεις...» συνέχισε εκείνη και γυρίζοντας την ματιά μου προς τα εκεί που μου υπέδειξε είχα ένα τοιχίο να χωρίζει τον κομμάτι που ήμουν εγώ με έναν πιο μεγάλο χώρο και άρχισα να το πλησιάζω.

Πίσω από το τοιχίο υπήρχαν αποπνικτικά διάσπαρτα λουλούδια άλλα σε μοβ και άλλα σε κίτρινο χρώμα και περίεργος γύρισα προς το μέρος της και την είδα να είναι στο πλαίσιο της πόρτας κρατώντας ακόμα το ποτό της στα χέρια της κοιτώντας με ήρεμα.

«Συγνώμη αλλά δεν μπορώ να μπω πιο μέσα... Αν θες να τα δεις από κοντά θα πρέπει να προχωρήσεις μόνος» με ενημέρωσε και περίεργος άρχισα να τα πλησιάζω.

«Μυρίζουν πολύ έντονα» είπα πιάνοντας την ράχη της μύτης μου για να μπορέσω λίγο να ελέγξω την έντονη μυρωδιά που άρχισε να με ζαλίζει.

«Είναι γιατί σου έρχονται οι μυρωδιές ταυτόχρονα, αν τα μυρίσεις όμως μεμονωμένα λένε ότι για έναν άνθρωπο είναι η πιο όμορφη μυρωδιά που έχει μυρίσει ποτέ στην ζωή του» μου είπε και με την περιέργεια μου να με ξεπερνά πήγα κοντά σε ένα από τα μοβ λουλούδια και σκύβοντας προς το μέρος του πήρα μια βαθιά εισπνοή και γούρλωσα τα μάτια μου με έκπληξη.

«Απίστευτο...» αναφώνησα και το εισέπνευσα άλλη μια φορά με λαχτάρα... «Η μυρωδιά του είναι απερίγραπτη» συνέχισα και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Για σένα... για μένα είναι όξινη» μου απάντησε αδιάφορα λες και δεν την ένοιαζε και τόσο πολύ.

«Τι είναι;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.

«Ιεροβότανο και πλέον βγαίνει μόνο σε αυτό το σημείο που βλέπεις καθώς και το Λυκοπαίνιο που είναι δίπλα του» μου εξήγησε και πηγαίνοντας πιο δίπλα το πλησίασα αλλά εξέφρασα την επόμενη μου απορία δυνατά πριν το μυρίσω.

«Και σε επηρεάζει;» ρώτησα και κατένευσε.

«Ναι... όπως το Λυκοπαίνιο πειράζει του λυκάνθρωπους... Ο λαός μας προσευχήθηκε στον θεό του να προστατεύει τα κόκαλα του προστάτη τους απ’ όλα τα μυθικά πλάσματα που θα προσπαθούσαν να τα αφαιρέσουν για να μπορέσουν να περάσουν τις πύλες της πόλης για να την κατακτήσουν ξανά και την επόμενη μέρα φύτρωσαν αυτά τα άνθη και πράγματι τα προστάτευαν και από τα δύο είδη» είπε και κατένευσα δηλώνοντας ότι το γνώριζα ήδη αυτό.

«Δεν ήξερα ότι υπήρχαν ακόμα» της είπα και χαμογέλασε.

«Όπως προείπα είναι το μόνο μέρος που φυτρώνουν πλέον...» τόνισε.

«Και με αυτό μπορούν να σε αποδυναμώσουν;» την ρώτησα με περιέργεια.

«Αν το είχαν ναι αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπο...» κοιτώντας την παρακλητικά εκείνη συνέχισε... «Άλλος ένας τρόπος είναι να με δέσουν και να με αφήσουν νηστική... Όσο δυνατή και να είμαι αν μου στερήσεις την βασική μου τροφή τότε φτάνω να γίνομαι ακόμα και πιο αδύναμη από έναν άνθρωπο, αν με αφήσεις και εκτεθειμένη στον ήλιο να με κάψει τότε η διαδικασία της αποδυνάμωσης μου γίνετε πιο γρήγορη καθώς τα αποθέματα του αίματος που έχω στον οργανισμό μου εξατμίζονται πιο γρήγορα» είπε καθώς μου έδειχνε με νόημα το ποτήρι της και την κοίταξα σοκαρισμένος.

«Αυτό είναι αίμα;» ρώτησα ξέπνοα.

«Ναι» είπε και πίνοντας και το υπόλοιπο προκαλώντας με.

«Πως;» είπα με δυσκολία και άρχισε να γελάει με το ύφος μου.

«Χαλάρωσε Έντουαρντ, υπάρχει και στα λαχταριστά σακουλάκια της αιμοδοσίας ξέρεις...» είπε πειραχτικά και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα... «Και μιας και που το ανέφερα, μου επιτρέπεις να πάω να το ξαναγεμίσω μέχρι να επεξεργαστείς τον χώρο» συνέχισε και χωρίς να περιμένει απάντηση πήγε προς τα μέσα αφήνοντας με για άλλη μια φορά μόνο.


Αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου έξυσα το κεφάλι μου νευρικά και γυρίζοντας την ματιά μου προς τα λουλούδια τα κοίταξα για άλλη μια φορά... Γέρνοντας προς το κίτρινο λουλούδι που ήταν μπροστά μου πήρα μια βαθιά εισπνοή και καθώς το άρωμα του με κατέκλισε ένιωσα όλα τα μέσα μου να καίγονται σε τέτοιο βαθμό που χάνοντας την ανάσα μου λύγισα τα γόνατα μου και αφήνοντας το σώμα μου να πέσει προς το πάτωμα, έβαλα το χέρι μου μπροστά για προστασία ώστε να μην πέσω με τα μούτρα πάνω στα λουλούδια.

Μόλις το χέρι μου ακούμπησε το χώμα τα πάντα έγιναν χειρότερα... Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει, το χέρι μου ένιωθα να καίγετε όπως ακριβώς καιγόταν και τα σωθικά μου ενώ το κεφάλι μου ένιωθα να με πιέζει τόσο ώστε πίστευα ότι δεν θα αργούσε να έρθει το εγκεφαλικό.

Προσπάθησα να φωνάξω άλλα μου ήταν αδύνατον, ο λαιμός μου ήταν τόσο ξερός που ακόμα και η ανάσα μου δεν μπορούσε να βρει διέξοδο να βγει μέσα από τα πνευμόνια μου καθώς εκείνα διαμαρτύρονταν απεγνωσμένα να ανανεώσουν τον αέρα που υπήρχε ακόμα μέσα τους και καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούσαν ένιωθα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου, οι φλέβες πάνω στο πρόσωπο μου γινόντουσαν πιο έντονες καθώς πιεζόμουν περισσότερο και τα δάχτυλά μου χωνόντουσαν μέσα στο χώμα.

Τα αυτιά μου βουίζανε σε τέτοιο βαθμό που όταν η φωνή της Μπέλλας τα διαπέρασε σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της και την κοίταξα παρακλητικά... Προσπάθησα να μιλήσω, να της ζητήσω να με βοηθήσει αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από τα χείλια μου... Εκείνη τα είχε χάσει τελείως, μου φώναζε κάτι αλλά εγώ ήμουν ανίκανος να ακούσω τι έλεγε, την φωνή της την επισκίασαν διάφορες νευριασμένες φωνές που άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό μου παρακαλώντας με να τους ελευθερώσω ενώ μια πιο δυνατή φωνή που θα ορκιζόμουν ότι ήταν η δική μου αλλά πιο μπάσα με διέταζε να μην τους ακούσω και να βρω την δύναμη να σηκωθώ και να φύγω από εδώ...

«Βγάλε μας από εδώ» τους άκουγα να μου λένε τόσο επιτακτικά που από το ουρλιαχτό τους ένιωθα ότι το μυαλό μου θα μπορούσε να ανατιναχτεί από στιγμή σε στιγμή.

«Μην τους ακούς το ξέρεις ότι έχεις την δύναμη να τους αγνοήσεις... έχεις την δύναμη να σηκωθείς και να φύγεις» άκουγα τον εαυτό μου να με διατάζει ξανά με περισσότερο πείσμα και τρελάθηκα τελείως.

Τα χέρια μου που με καίγανε χώθηκαν πιο βαθιά στο χώμα ψάχνοντας για λίγη δροσιά ενώ όλο το σώμα μου άρχισε να τρέμει και μόλις ένιωσα να ακουμπάω κάτι σκληρό κάτι μέσα μου με έκανε να μαγκωθώ από πάνω του και αφήνοντας το ουρλιαχτό μου να ξεπηδήσει από μέσα μου με όλη την δύναμη την ψυχής μου φώναξα μέσα στην σκέψη μου... «ΟΧΙΙΙΙΙΙ»... ταυτόχρονα με την φωνή που έμοιαζε με την δική μου που ούρλιαζε τώρα μέσα στην σκέψη μου και καθώς ένιωσα ένα δυνατό ρεύμα να διαπερνάει το κορμί μου, τινάχτηκα ολόκληρος και το σώμα μου προσέκρουσε πάνω στο τοίχο που ήταν πίσω μου με δύναμη και έπεσε ξανά βαρύ και άδειο πάνω στο έδαφος ενώ τα πάντα νέκρωσαν ακριβός την στιγμή που άκουγα εκείνην να τρέχει προς το μέρος μου ουρλιάζοντας το όνομα μου με τέτοια αγωνία που έκανε την καρδιά μου να σπάσει σε χίλια κομμάτια.........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA