Σημείωση συγγραφέα: Το τραγούδι που έχω επιλέξει γι αυτό το κεφάλαιο ίσως να σας δυσκολέψει στην ανάγνωση γιατί ο τραγουδιστής περισσότερο απαγγέλει τους στοίχους παρά τους τραγουδάει... Είτε επιλέξετε να το διαβάσετε χωρίς την μουσική είτε με την μουσική, σας συνιστώ να το ακούσετε ξεχωριστά και να δώσετε σημασία στους στοίχους, είναι τα λόγια που ο πρίγκιπας Έντουαρτ ψιθυρίζει νοητά στον Έντουαρτ του παρόν.
Σας εύχομαι καλή ανάγνωση και περιμένω με μεγάλη αγωνία τα σχόλια σας.
~*~*~*~*~*~*~
Στο μεγάλο διάλλειμα παίρνοντας ένα βιβλίο στα χέρια μου, πήγα στο προαύλιο του
σχολείου και αφού βρήκα ένα μοναχικό δέντρο μακριά από όλους και από όλα,
έκατσα στην σκιά του και απομονώθηκα... Φυσικά η Άλις μου πρότεινε να έρθει
μαζί μου για παρέα αλλά εγώ αμέσως της το αρνήθηκα, ήθελα να μείνω μόνος και
εκείνη το σεβάστηκε ακολουθώντας την κοριτσοπαρέα της ενώ ο Έμετ που φυσικά τα
είχαμε ξαναβρεί, με πίεζε να πάω μαζί του ώστε να ξεχαστώ αλλά εγώ δεν είχα
καμία όρεξη να κάθομαι να ακούω τα παινέματα του για το πως έσκισα την γάτα,
πως έδειξα ποιος είναι ο άντρας και άλλες τέτοιες μαλακίες που είχε αρχίσει να
διαδίδει σε όλο το σχολείο για να με κάνει πιο δημοφιλή ώστε να μου βρει
σύμφωνα με το δικό του μυαλό το επόμενο θηλυκό που πίστευε ότι είχα ανάγκη για
να ξεκολλήσω τελείως από πάνω της αλλά εγώ δεν τα είχα ανάγκη όλα αυτά, το μόνο
που είχα ανάγκη αυτήν την στιγμή ήταν να βρω ξανά τις εσωτερικές μου ισορροπίες
αλλά ένιωθα βαθιά μέσα μου ότι θα ήταν τόσο δύσκολο.
Ανοίγοντας το βιβλίο που κρατούσα, δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε μια λέξη, την ματιά μου τραβούσαν τα ζευγαράκια που είχαν έρθει στο ίδιο σημείο που ήμουν εγώ για να ξεκλέψουν τον χρόνο που τους δίνονταν ώστε να ζήσουν το έρωτα τους μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των συμμαθητών τους και χωρίς να το καταλάβω ένας αναστεναγμός ξεπήδησε μέσα από τα χείλια μου κοιτώντας τους με παράπονο...
Ανοίγοντας το βιβλίο που κρατούσα, δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε μια λέξη, την ματιά μου τραβούσαν τα ζευγαράκια που είχαν έρθει στο ίδιο σημείο που ήμουν εγώ για να ξεκλέψουν τον χρόνο που τους δίνονταν ώστε να ζήσουν το έρωτα τους μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των συμμαθητών τους και χωρίς να το καταλάβω ένας αναστεναγμός ξεπήδησε μέσα από τα χείλια μου κοιτώντας τους με παράπονο...
Γιατί και εγώ να μην μπορώ να ζήσω έστω μια φορά ανέμελα όπως εκείνοι, να αγαπήσω και να αγαπηθώ άνευ όρων;... σκέφτηκα και ακούγοντας την γλυκιά κελαριστή φωνούλα της ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει...
«Η μελέτη δεν τελειώνει ποτέ γλυκό μου παιδί...» είπε και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της θαμπώθηκα αυτόματα και ξέχασα ότι με προβλημάτιζε... Τα υπέροχα χαρακτηριστικά της ήταν τόσο ήρεμα τόσο αρμονικά, με έναν περίεργο τρόπο τόσο εκτυφλωτικά που ένιωθα να την ζηλεύω που εκείνη είχε καταφέρει να είναι τόσο ισορροπημένη μέσα της ενώ εγώ ακόμα πάλευα με τα πρέπει και τα θέλω χωρίς να είμαι ικανός να βρω μια χρυσή τομή...
Φορώντας ένα γαλάζιο λεπτό φόρεμα που έμοιαζε σαν πέπλο που σκέπαζε απαλά το λεπτοκαμωμένο σώμα της, χωρίς ίχνος περιττών κοσμημάτων να την στολίζουν καθώς εκείνη πάντα πίστευε ότι το μεγαλύτερο στολίδι απάνω μας είναι η ψυχή μας και μόνο αυτή είναι που μας ομορφαίνει...
Με τα μαλλιά της πιασμένα τα μισά να τονίζουν τα απίστευτα χαρακτηριστικά της που καθώς την κοίταζες σε έκαναν να νιώθεις αμέσως όλη την αρμονία, την παιδική της αθωότητα που δεν είχε χαθεί παρόλο τα όσα είχε περάσει και την ψυχική ισορροπία που είχε μέσα της ενώ καθώς την κοίταζες δεν πίστευες πότε ότι αυτό το πρόσωπο άνηκε σε μια γυναίκα τριακοσίων χρόνων, αντιθέτως σε έκανε να νιώθεις ότι θα μπορούσε ακόμα να ήταν και πιο μικρή από μας παρόλο που το σώμα της είχε παγώσει στα δεκαέξι της χρόνια που εκείνη έχασε την ανθρώπινη της πλευρά...
Και όμως και πάλι ήταν τόσο ανθρώπινη, γεμάτη ζωντάνια, με ένα χαμόγελο πάντα να σου γλυκαίνει την καρδιά... Με το που την κοίταζες αμέσως ένιωθες το πόσο ιδιαίτερη ήταν, μια νεράιδα βγαλμένη μέσα από τα παραμύθια μιας άλλης εποχής, μια κυρά της λίμνης, ρευστή και λαμπερή να σε θαμπώνει και να σε κάνει ανίκανο να σκεφτείς κάτι άλλο πέρα από εκείνην... Μα καθώς τα χείλια της άνοιγαν και οι λέξεις βγαίνανε μέσα από την ψυχή της, τότε καταλάβαινες το πόσο αγνή ήταν και η ίδια, το πόσο πάθος για ζωή υπήρχε μέσα σε αυτό το πλάσμα που όμοιο του δεν υπήρξε και ούτε θα δημιουργηθεί ποτέ ξανά...
Η κόρη του ουρανού όπως την αποκαλούσα εγώ ένα παντοτινό αστέρι, που φιλοξενούσε απάνω της όλα τα μικρά αστέρια που ζητούσαν παρηγοριά και εκείνη τα φιλοξενούσε στο σώμα της για να τα προστατέψει, να τους δώσει την παρηγοριά που τα ίδια ζητούσαν και σε αντάλλαγμα εκείνα την έκαναν να λάμπει, την έκαναν να βγάζει όλη την λάμψη που είχε η ψυχή της κάνοντας την αύρα της να φέγγει ακόμα και στο σκοτάδι για να μπορεί να μας οδηγεί στα πιο φωτεινά μέρη ακόμα και όταν όλες οι ελπίδες έχουν χαθεί, με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε.
«Άσε το βιβλίο στην άκρη και πήγαινε μαζί τους γλυκό μου αγόρι, ζήσε τις υπέροχες στιγμές που σου προσφέρει η ηλικία σου και άσε όλα τα άλλα στην άκρη για λίγο» με παρότρυνε με το ζεστό της χαμόγελο και βουρκώνοντας χαμήλωσα την ματιά μου προς το βιβλίο αποφεύγοντας την ματιά της με το στήθος μου να νιώθω να με διαλύει από τον πόνο που με διαπερνούσε.
«Η μητέρα μου...»
«Η μητέρα σου θέλει το καλύτερο για σένα και το βασίλειο μας αλλά θέλει και να είσαι ευτυχισμένος» αμέσως με διέκοψε πριν ολοκληρώσω την φράση μου ξέροντας ακριβώς ποιος ήταν ο λόγος που εγώ αποτραβιόμουν από όλα τα παιδιά της ηλικίας μου καθώς εκείνη μου τόνιζε πάντα πια είναι η θέση μου και πως έπρεπε να τους βλέπω σαν τους μελλοντικούς μου υπηκόους και όχι ίσους με μένα, αντίθετα με την άποψη της θείας μου που εκείνη πάντα έλεγε ότι όλοι είμαστε ίσοι άσχετα με το πια είναι η κοινωνική μας θέση.
Η ματιά μου περιπλανήθηκε για άλλη μια φορά προς το μέρος που όλοι οι συνομήλικοι χωρικοί μου σε διάφορα πηγαδάκια διασκεδάζανε ανέμελα άλλοι απλώς μιλώντας και γελώντας με διάφορα αστεία που κάποιος θα έλεγε, άλλοι πειράζοντας με γαργαλητά και κυνηγητά ενώ κάποια άλλα ζευγαράκια είχα αποτραβηχτεί πιο μακριά σε κάποια ησυχία που θα τους χάριζε μια σκιά ενός δέντρου μιλώντας και χαμογελώντας ευτυχισμένοι... Καθώς η ματιά μου στάθηκε ακριβώς εκεί η θεία μου καταλαβαίνοντας το σκεπτικό μου, χάιδεψε απαλά την πλάτη μου και το μπράτσο μου που σχεδόν την ακουμπούσε και αυτόματα γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.
«Θα έρθει και η δική σου σειρά, μικρέ μου πρίγκιπα... Κανένας άνθρωπος δεν ξέφυγε από το θαύμα της αγάπης και μόλις το ζήσεις και εσύ τότε θα νιώσει ο πιο ευλογημένος άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη» με διαβεβαίωσε και ένιωσα όλο μου το σώμα να μυρμηγκιάζει ενώ την κοίταζα βαθιά μέσα στα μάτια με την ανάσα μου να έχει χαθεί μακριά.
«Και εσύ;» ρώτησα πριν προλάβω να το συγκρατήσω μέσα μου και μου χαμογέλασε με ένα ήρεμο χαμόγελο.
«Εγώ δεν είμαι άνθρωπος πια
Έντουρτ» μου υπενθύμισε με έναν πειραχτικό τόνο αλλά εγώ αμέσως διαφώνησα.
«Είσαι πιο ανθρώπινη από όλους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στην ζωή μου» είπα και χαχάνισε για λίγο.
«Σε ευχαριστώ που με βλέπεις έτσι αλλά η πραγματικότητα είναι άλλη και το ξέρεις πολύ καλά αυτό» μου τόνισε αλλά εγώ συνέχισα να επιμένω.
«Εσύ πάντα λες ότι όλοι έχουν δικαίωμα στον έρωτα και την αγάπη...» προσπάθησα αλλά εκείνη αμέσως με διέκοψε καθώς γύρισε την ματιά της μακριά ενώ έπαιρνε ένα σοβαρό ύφος κάτι που μου δήλωνε ότι η συζήτηση αυτή τελείωνε εδώ αλλά εγώ δεν τα παρατούσα... «Γιατί όχι και εσύ;» την ρώτησα και αφήνοντας ένα θλιμμένο χαμόγελο να της ξεφύγει κοίταξε προς τα χέρια της που τώρα πια ήταν σταυρωμένα πάνω στο βιβλίο που ήταν ακόμα ανοιχτό πάνω στα πόδια της.
«Πως θα μπορούσα ποτέ να χαρίσω σε έναν άντρα όλα όσα ζητάει από μια γυναίκα... όταν εγώ δεν μπορώ να του προσφέρω μια ολοκληρωμένη οικογένεια, όταν δεν μπορώ να του προσφέρω τους γιους που θα θέλει για να διαιωνίσει το είδος του... αλλά παραπάνω από όλα αυτά... πως θα μπορούσα ποτέ να αφήσω τον εαυτό μου να αφεθεί να αγαπήσει κάποιον ξέροντας από την αρχή ότι το μόνο που θα μου αποφέρει αυτή η αγάπη θα είναι τον μεγαλύτερο πόνο από όλους που θα με βασανίζει στους αιώνες των αιώνων που θα ζω μακριά του γνωρίζοντας ότι δεν θα υπάρχει ποτέ κανένας τρόπος να καταφέρω να φύγω από αυτήν την ζωή ώστε να τον ακολουθήσω μεταθάνατον;» ρώτησε και ένιωσα την καρδιά μου να γίνετε χίλια κομμάτια... Ήταν τόσο άδικο για εκείνην.
«Μα πως μπορεί κάποιος να μένει τριακόσια χρόνια στην μοναξιά;» την ρώτησα και γυρίζοντας την ματιά της μου χαμογέλασε ξανά με το χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει.
«Μα δεν υπήρξα ποτέ μόνη μικρέ μου πρίγκιπα...» μου είπε με την γλυκιά φωνή της αλλά δεν μπορούσα ακόμα να το φανταστώ πως μπορεί ένας άνθρωπος ή ένα τόσο ιδιαίτερο πλάσμα όπως ήταν εκείνη, να ζει χωρίς την ανάγκη ενός μεγάλου έρωτα.
«Δεν εννοούσα την συντροφιά που σου χαρίζουμε εμείς...» είπα ντροπαλά και με κοίταξε έντονα ενώ με την ματιά της με παρότρυνε να συνεχίσω... «Δεν έχεις αναζητήσει ποτέ την ζεστασιά που θα σου πρόσφερε ένας άντρας;» συνέχισα με την καρδιά μου να καλπάζει σαν τρελή ενώ τα μάγουλα μου φλογίζονταν από την ντροπή που ένιωσα αμέσως καθώς ήξερα ότι δεν ήταν σωστό να συζητάω τέτοια θέματα μαζί της.
«Πότε μεγάλωσες τόσο πολύ και έχεις τέτοιες ανησυχίες;» με ρώτησε και χαμηλώνοντας την ματιά μου μετανιωμένος ζήτησα αμέσως συγνώμη για την αναίδεια μου αλλά εκείνη δεν έδειχνε να είχε και τόσο ενοχληθεί.
«Αν πω όχι, θα είναι ψέματα...» τελικά απάντησε και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της την κοίταξα με αγωνία ελπίζοντας να συνεχίσει... «Άλλα οι ψυχικές μου ισορροπίες είναι πολύ πιο σημαντικές για μένα από το να ζήσω έστω και για μερικές στιγμές έναν εφήμερο έρωτα που θα ξέρω από την αρχή το πόσο θα με σημαδέψει για το υπόλοιπο της ύπαρξης μου» συμπλήρωσε και πριν προλάβω να το σταματήσω εξέφρασα την επόμενη μου απορία.
«Πως μπορείς να έχεις τόσο καλές ψυχικές ισορροπίες όταν στερείσαι το πιο δυνατό συναίσθημα απ’ όλα;» την ρώτησα και άφησε ένα χαμόγελο να της ξεφύγει.
«Ποιος σου είπε ότι στερούμε κάτι;» με ρώτησε εκείνη και έμεινα περίεργος να την κοιτώ ξέροντας πολύ καλά ότι ιδίως από τότε που γεννήθηκα εγώ δεν θα μπορούσε να έχει έστω και κρυφά κάποιον άντρα στο πλευρό της αφού είχε εμένα όλη μέρα να είμαι κολλημένος απάνω της.
«Δεν καταλαβαίνω» είπα ειλικρινά και αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό χωρίς να χάνει καθόλου το χαμόγελο της σηκώθηκε αφήνοντας το βιβλίο της στην άκρη και καθώς προχώρησε μέχρι το άνοιγμα που υπήρχε στο κιόσκι όπου καθόμασταν ακούμπησε την πλάτη της πάνω στο ξύλινο στύλο και κοίταξε μακριά με μια νοσταλγική ματιά ενώ ο ήλιος που άγγιξε το εκτεθειμένο της δέρμα την έκανε αμέσως να λάμψει τόσο πολύ που τα μισά της χαρακτηριστικά σχεδόν δεν φαινόντουσαν από την λάμψη που ανέδυε όλο της το πρόσωπο.
«Δεν νιώθω ότι στερούμε κάτι γιατί είμαι ερωτευμένη με την φύση...» ξεκίνησε και ακουμπώντας και το πίσω μέρος του κεφαλιού της πάνω στον ξύλινο στύλο, άφησε την ματιά της να ταξιδέψει μέσα στις εικόνες που είχαν ξεπηδήσει μέσα στο μυαλό της και καθώς συνέχιζε μέσα στην φωνή της υπήρχε τόσο πάθος που με έκανε αυτόματα να την ζηλέψω αλλά θέλοντας να ακούσω κάθε λέξη που θα έβγαινε από τα χείλια της έμεινα σιωπηλός και δεν την διέκοψα ξανά.
«Η πρωινή αύρα που αναδύουν τα λουλούδια μου χαρίζουν όλη την ανάλαφρη μυρωδιά που κάνει τα πνευμόνια μου να την αναζητούν κάθε πρωινό την στιγμή που σκάει ο ήλιος και τα πάντα φωτίζουν με τα παιχνιδιάρικα χρώματα του ουρανού που μοιάζουν με ουράνιο τόξο... Οι δροσοσταλίδες των χορταριών μου χαρίζουν όλη την δροσιά που έχει ανάγκη το σώμα μου να νιώσει ενώ καθώς το άγριο χορτάρι αγγίζει την εκτεθειμένη μου επιδερμίδα...» συνέχιζε ενώ τα δάχτυλα της πέρναγαν πάνω στον λαιμό της και κλείνοντας τα μάτια επανέφερε στην μνήμη της όλες τα συναισθήματα που ένιωθε κάθε φορά που πήγαινε για κυνήγι κάθε πρωί...
«Της χαρίζει το χάδι καθώς τα πόδια μου τρέχουν με την ταχύτητα που μας χαρίζει η φύση μας σχίζοντας τον άνεμο στην μέση κάνοντας το αίμα μου να ρέει με τέτοια ορμή που όλα μου τα άκρα μου παίρνουν ζωντάνια σε τέτοιο βαθμό που νιώθω ότι υπάρχουν ακόμα και στιγμές που η άψυχη πλέον καρδιά μου μπορεί να αρχίσει να χτυπά ξανά ενώ η ηλιαχτίδες που ξεπηδούν μέσα από τα σύννεφα ζεστάνουν το παγωμένο μου κορμί και το κάνουν να κλέβει λίγο από την ζεστασιά που του προσφέρει... Η μυρωδιά της λείας μου όμως είναι αυτή που μου δίνει την έξαψη που το σώμα μου αναζητεί, αυτή και μόνο φέρνει την υπέρτατη χαρά και καθώς το σώμα χορταίνει τότε και η ψυχή νιώθει την ολοκλήρωση που αναζητά...» είπε και για λίγο χαμήλωσε την ματιά της χωρίς να πει κάτι άλλο.
«Ακούγετε σαν να κάνεις
έρωτα μαζί της» τόλμησα να πω και αφήνοντας ένα δειλό χαμόγελο αμέσως τα
μάγουλα της φλογίστηκαν και γύρισε την ματιά της προς το μέρος που ήταν
μαζεμένα όλα τα παιδιά περνώντας ανέμελα της τελευταίες ώρες πριν το επόμενο
λυκόφως μας καλύψει και μας κάνει να κλειστούμε και πάλι μέσα στου κρύους
τοίχους που μας προσέφεραν την προστασία από όλα τα κακά που μας απειλούσαν.
«Αγαπάω όλα μου τα παιδιά...» συνέχισε κοιτώντας τα ένα, ένα με τέτοια λατρεία σαν να ήταν δικά της που με έκανε αυτόματα να ζηλέψω που έπρεπε να μοιράζομαι την αγάπη της μαζί τους...
«Εσείς μου αναπληρώνετε όλη την αγάπη της θηλυκής μου πλευράς που η ψυχή μου έχει ανάγκη και την ανταποδίδετε τόσο απλόχερα που νιώθω το πιο ευλογημένο πλάσμα σε ολόκληρο τον πλανήτη που σας έχω κοντά μου, που σας βλέπω να μεγαλώνετε γενιές ολόκληρες, να μαθαίνετε μέσα από μένα και εγώ να μαθαίνω μέσα από εσάς όλες της αξίες της ζωής ώστε να γινόμαστε πιο σοφοί, να σας βλέπω να στέκεστε στα πόδια σας να με κάνετε υπερήφανη, τόσο ευτυχισμένη που έστω και για λίγο νιώθω ότι είμαι η μητέρα όλων σας...
«Αγαπάω όλα μου τα παιδιά...» συνέχισε κοιτώντας τα ένα, ένα με τέτοια λατρεία σαν να ήταν δικά της που με έκανε αυτόματα να ζηλέψω που έπρεπε να μοιράζομαι την αγάπη της μαζί τους...
«Εσείς μου αναπληρώνετε όλη την αγάπη της θηλυκής μου πλευράς που η ψυχή μου έχει ανάγκη και την ανταποδίδετε τόσο απλόχερα που νιώθω το πιο ευλογημένο πλάσμα σε ολόκληρο τον πλανήτη που σας έχω κοντά μου, που σας βλέπω να μεγαλώνετε γενιές ολόκληρες, να μαθαίνετε μέσα από μένα και εγώ να μαθαίνω μέσα από εσάς όλες της αξίες της ζωής ώστε να γινόμαστε πιο σοφοί, να σας βλέπω να στέκεστε στα πόδια σας να με κάνετε υπερήφανη, τόσο ευτυχισμένη που έστω και για λίγο νιώθω ότι είμαι η μητέρα όλων σας...
»Και τέλος λατρεύω την γνώση, όλη αυτή που μπορεί να μου δώσει απλόχερα η φύση, να μου χαρίσουν μέσα από τις δικές τους εμπειρίες όλα μου τα παιδία και να εισπράξω μέσα από όλα τα βιβλία όλα όσα έγραψαν εκείνοι που πέρασαν από αυτήν την ζωή και άφησαν την δική τους σφραγίδα, την δική τους εμπειρία, την δική τους φαντασία... Όλα αυτά γλυκό μου αγόρι είναι αυτά που με ολοκληρώνουν που μου φέρνουν την ισορροπία ώστε να μπορώ να ζω και εγώ σαν ένας κανονικός άνθρωπος μακριά από όλα τα επιπλέον ένστικτα που υπάρχουν μέσα μου ώστε να μην παρασυρθώ και γίνω και εγώ άλλο ένα ανεξέλεγκτο τέρας...» είπε στο τέλος με πικρία ενώ το πρόσωπο της σκοτείνιαζε με μια αρχαία θλίψη να καλύπτει όλα τα υπέροχα χαρακτηριστικά της και μην αντέχοντας να την βλέπω έτσι έτρεξα κοντά της και έπεσα αμέσως στην αγκαλιά της και εκείνη τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το κορμί μου αμέσως μου έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου καθώς αναστέναζε βαθιά.
«Εσύ όμως γλυκό μου αγόρι, είσαι άνθρωπος και ακόμα και όταν θα σπάσεις την δική σου κατάρα και το σώμα σου γίνει αυτό ακριβώς που είναι και πάλι θα παραμένεις άνθρωπος, με όλα τα προτερήματα που σου χαρίζει απλόχερα η φύση... γι αυτό και πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να αγαπήσει, να αφήσεις την καρδιά σου ελεύθερη να διαλέξει το άλλο σου μισό, να βρει την αδελφή ψυχή που αναζητεί και μαζί να κάνετε μια ευλογημένη οικογένεια που θα σου δώσει την ολοκλήρωση που αναζητάς» είπε και κοιτώντας μακριά μέσα από τα βάθη της ψυχής μου αναπήδησε ένας αναστεναγμός καθώς η ματιά μου έπεσε πάνω σε ένα γνωστό πρόσωπο και καθώς εκείνη κατάλαβε ότι την κοιτούσα αυτόματα κοκκίνισε και χαμήλωσε την ματιά της ντροπαλά ενώ δάγκωνε το κάτω της χείλος καθώς συνέχιζε να μας κρυφοκοιτά.
«Όμορφο κορίτσι» αμέσως η θεία μου σχολίασε ενώ ακολούθησε την ματιά μου και φεύγοντας από την αγκαλιά της γυρίζοντας στο μαρμάρινο παγκάκι έκατσα χωρίς να την κοιτώ.
«Όποια και να διαλέξει η καρδιά μου η μητέρα μου δεν θα συμφωνήσει ποτέ» εξέφρασα αυτό που με έπνιγε με πόνο στην φωνή μου και καθώς ήρθε ξανά κοντά μου έκατσε δίπλα μου και αγκαλιάζοντας τους ώμους μου με έκλεισε στην αγκαλιά της παρηγορητικά.
«Τα λόγια της καρδιάς μικρέ μου πρίγκιπα δεν μπορεί κανείς να τα αγνοήσει άλλωστε μην ξεχνάς ότι η μητέρα σου θέλει να είσαι ευτυχισμένος... Το ίδιο και εγώ» μου είπε τρυφερά και σήκωσα την ματιά μου προς την δική της.
«Την αγαπάς την Κατρίνα μικρέ μου πρίγκιπα;» με ρώτησε και κοίταξα χαμηλά.
«Είναι όμορφη κοπέλα...» είπα διστακτικά.
«Άλλα η καρδιά σου ακόμα δεν την έχει γνωρίσει» συμπλήρωσε εκείνη για μένα και την κοίταξα φοβισμένα.
«Αν την γνωρίσει και καταλάβει ότι είναι αυτή η μία που αναζητεί, εσύ θα την δεχτείς;» ρώτησα και μου χαμογέλασε με μια ελπίδα να φωτίζει την ματιά της.
«Ακόμα και αν μου πεις ότι η καρδιά σου ανήκει στην Ντρακόλιαν...»
«Στην Ντρακόλιαν;» αναφώνησα και εκείνη γέλασε σιγανά.
«Η καρδιά μας γλυκό μου αγόρι, δεν μας ρωτάει ποιον θα αγαπήσει»
«Ε όχι και η Ντακόλιαν, αυτή είναι σαν μάγισσα, η πιο άσχημη από όλες» συνέχισα εγώ με πείσμα και με κοίταξε σοβαρά.
«Η αγάπη γλυκό μου αγόρι είναι τυφλή και όταν βρει την αδελφή ψυχή της τότε στα μάτια σου γίνετε το πιο όμορφο κορίτσι από όλα, γίνετε το μοναδικό, το αναντικατάστατο, το παντοτινό σου αστέρι που σου φωτίζει όλα τα σκοτεινά μέρη και σε κάνει να βρίσκεις τον δρόμο σου ακόμα και εκεί που η ελπίδα έχει χαθεί... Αυτό είναι το θαύμα της αγάπης αυτό που σε κάνει να μην έχεις μάτια για άλλην, ακοή μόνο για την φωνή της, και καρδιά να χτυπάει μόνο για να χτυπάει μαζί με την δική της» είπε τα λόγια που πάντα σκεφτόμουν εγώ για εκείνην αλλά ποτέ δεν τολμούσα να τα εξωτερικεύσω και η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά.
«Δεν μου απάντησες όμως...» είπα ξέπνοα και εκείνη χαμογέλασε καθώς κατένευσε.
«Όποια και να μου πεις ότι αγαπάς, εγώ με όλη μου την καρδιά θα σας δώσω την ευχή μου»
«Όποια και να είναι αυτή;» ρώτησα ξεροκαταπίνοντας.
«Αν είναι αυτή που η καρδιά σου, σου λέει ότι είναι η μοναδική, τότε θα την δεχτώ» μου απάντησε και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Και αν εκείνη δεν με θέλει;» ρώτησα ενώ έτρεμα μόνο με την ιδέα.
«Πως θα μπορούσε ποτέ κάποια κοπέλα να καταλάβει ότι είσαι ερωτευμένος μαζί της και να μην νιώσει αμέσως το ίδιο;» με ρώτησε και μασώντας το κάτω μου χείλος ένιωσα τα μάγουλα μου να φλογίζονται.
«Πως μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;» την ρώτησα ξανά και μου χαμογέλασε με το πιο εκθαμβωτικό της χαμόγελο ενώ πλαισίωνε το μάγουλο μου με το ένα της χέρι και αμέσως η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
«Μια τόσο αγνή ψυχή σαν την δική σου, μια τόσο λαμπερή καρδιά πως θα μπορούσε κανείς να την αγνοήσει; Όταν ο πιο όμορφος πίνακας που δημιούργησαν τα χέρια του θεού μας ευλογώντας τον με όλα τα καλά του κόσμου αναζητά το άλλο του μισό; Όταν ένας δυνατός αυριανός ηγέτης κοιτάει την ψυχή σου;...» μου είπε και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα καθώς την κοίταζα τρέμοντας ολόκληρος... «Πήγαινε μικρέ μου πρίγκιπα κοντά τους, άνοιξε την καρδιά σου, άφησε την να διαλέξει για σένα αυτήν που αναζητά η ψυχή σου» συνέχισε πιο τρυφερά καθώς παραμέριζε μια τούφα από τα μαλλιά μου στο πλάι και με τρεμάμενη φωνή την ρώτησα φοβισμένα.
«Και αν την έχει βρει;»
«Τότε μην φοβηθείς να της το αποκαλύψεις» με παρότρυνε και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.
«Και αν δεν είναι η σωστή;» συνέχισα εγώ.
«Όλοι είμαστε πλάσματα του θεού γλυκό μου αγόρι, κάτω από τα μάτια του, ήμαστε όλοι ίδιοι... Η καρδιά μας μικρέ μου πρίγκιπα ξέρει περισσότερα από όσα λέει η λογική μας γι αυτό μην φοβηθείς να την ακούσεις, εκείνη μόνο ξέρει» μου είπε και την στιγμή που τα χείλια μου άνοιξαν για να της εκφράσουν όλα όσα η καρδιά μου έλεγε μια κίνηση στο άνοιγμα που είχε το κιόσκι μου τράβηξε την προσοχή και γυρίζοντας την ματιά μου προς τα εκεί τα πάντα χάθηκαν και τα μάτια μου ξανά είδαν όλες τις εικόνες που υπήρχαν στο παρόν καθώς η συνείδηση μου γύριζε και βλέποντας την Έλενα να με πλησιάζει αυτόματα έκλεισα το βιβλίο που κρατούσα και σε μια προσπάθεια να την αποφύγω σηκώθηκα για να φύγω μακριά της.
«Γιατί εσύ το ίδιο δεν έκανες;» με ρώτησε και την κοίταξα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά.
«Τελείωσε Έλενα, όλα χάθηκαν» της είπα και την στιγμή που πήγα να φύγω εκείνη με σταμάτησε ξανά.
«Έντουαρτ σε παρακαλώ μην
φεύγεις, πρέπει να μιλήσουμε» είπε εκείνη καθώς με πρόλαβε και κρατώντας με από
το μπράτσο με ανάγκασε να γυρίσω προς την μεριά της.
«Δεν νομίζω ότι έχουμε τίποτα άλλο να πούμε» είπα κατηγορηματικά και εκείνη με κοίταξε με ένα πληγωμένο ύφος.
«Δεν με αγαπάς πια;» ρώτησε με την φωνή της να σπάει από τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να αναβλύσουν από τα μάτια της και κοίταξα για λίγο μακριά.
«Σε αγαπούσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήσουν τα πάντα για μένα, ο ήλιος μου, το φεγγάρι, όλη μου η ύπαρξη, ξύπναγα και κοιμόμουν με την δική σου εικόνα αλλά τώρα... Πως τώρα μπορώ ξανά να σε εμπιστευτώ; Πως μπορώ να σε κοιτάξω όταν ξέρω ότι με πρόδωσες με τον χειρότερο τρόπο... Εγώ κράταγα τον εαυτό μου για σένα και τον έδωσες στον πρώτο τυχόντα ενώ ήξερες πόσο σε αναζητούσα;» την ρώτησα με πικρία.
«Δεν νομίζω ότι έχουμε τίποτα άλλο να πούμε» είπα κατηγορηματικά και εκείνη με κοίταξε με ένα πληγωμένο ύφος.
«Δεν με αγαπάς πια;» ρώτησε με την φωνή της να σπάει από τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να αναβλύσουν από τα μάτια της και κοίταξα για λίγο μακριά.
«Σε αγαπούσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήσουν τα πάντα για μένα, ο ήλιος μου, το φεγγάρι, όλη μου η ύπαρξη, ξύπναγα και κοιμόμουν με την δική σου εικόνα αλλά τώρα... Πως τώρα μπορώ ξανά να σε εμπιστευτώ; Πως μπορώ να σε κοιτάξω όταν ξέρω ότι με πρόδωσες με τον χειρότερο τρόπο... Εγώ κράταγα τον εαυτό μου για σένα και τον έδωσες στον πρώτο τυχόντα ενώ ήξερες πόσο σε αναζητούσα;» την ρώτησα με πικρία.
«Γιατί εσύ το ίδιο δεν έκανες;» με ρώτησε και την κοίταξα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά.
«Τελείωσε Έλενα, όλα χάθηκαν» της είπα και την στιγμή που πήγα να φύγω εκείνη με σταμάτησε ξανά.
«Καταλαβαίνω ότι ένιωσες
προδομένος και ήθελες να μου το ανταποδώσεις γι αυτό και μπορώ να το ξεχάσω...»
«Εγώ όμως όχι Έλενα...» της είπα καθώς γύρισα απότομα προς την μεριά της... «Με κορόιδευες ένα ολόκληρο καλοκαίρι, όλοι οι φίλοι μας και οι γνωστή μας σιγομουρμούριζαν τα κατορθώματα σου πίσω από την πλάτη μου, σταματούσαν την κουβέντα τους όταν καταλάβαιναν ότι εγώ τους ακούω και εγώ εθελοτυφλούσα, έλεγα ότι ήταν οι μαλάκες που προσπαθούσαν να διαλύσουν ότι όμορφο είχαμε εμείς οι δύο αλλά τελικά ο μόνος μαλάκας ήμουν εγώ που αρνιόμουν να δω την σκληρή πραγματικότητα που φώναζε μπροστά μου και εγώ έκλεινα τα αυτιά μου... Γιατί Έλενα, τουλάχιστον πες μου το γιατί, τι περισσότερο είχε εκείνος που δεν είχα εγώ;» την ρώτησα και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα.
«Συγχώρεσε με Έντουαρτ, σου το ορκίζομαι ήταν μια φορά, είχα μεθύσει, δεν καταλάβαινα τι έκανα» προσπάθησε να δικαιολογηθεί και αυτό έκανε το αίμα μου να ανέβει στο κεφάλι.
«Μια φορά;» ρώτησα δύσπιστα.
«Σου το ορκίζομαι Έντουαρτ» είπε ξανά και γέλασα με πικρία κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου ενώ γυρίζοντας την πλάτη μου άρχισα και πάλι να προχωρώ χωρίς να της πω τίποτα άλλο...
«Σε παρακαλώ Έντουαρτ σε αγαπώ, μόνο εσένα αγαπώ, δώσε μου μια ευκαιρία να σου το αποδείξω... Μην αφήνεις να χαθούν όλες οι καλές στιγμές που ζήσαμε για μία άτυχη στιγμή...» παρακάλαγε αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα... Από το βάθος του δάσους η φωνή του Έμετ έφτασε στα αυτιά μου και αυτόματα σταμάτησα από ένστικτο για να ακούσω τι έλεγε.
«Μην με τρελαίνεις άλλο μανάρι μου, δεν το βλέπεις ότι είμαι έτοιμος να εκραγώ;» έλεγε και για κάποιον λόγο η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα.
«Σοβαρέψου Έμετ, βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, έλα το βράδυ από το μπαράκι του Στέφαν κατά τις επτά και θα δούμε» άκουσα την φωνή της και τότε όλα μαύρισαν... Τα μηλίγγια μου άρχισα να πάλλονται σαν τρελά ενώ η ζήλια που με χτύπησε κατάστηθα έκανε το στήθος μου να διαλυθεί και γυρίζοντας προς την μεριά της Έλενας την κοίταξα με ένα βλέμμα που για λίγο την έκανε να τρομάξει.
«Θες ακόμα μια δεύτερη ευκαιρία;» την ρώτησα χωρίς να χαλαρώνω στιγμή και εκείνη κατένευσε μηχανικά ενώ η καρδιά τις χτυπούσε τόσο δυνατά που την άκουγα πεντακάθαρα... «Τότε έλα να με βρεις στο μπαράκι του Στέφαν στης επτά» της είπα το μέρος που κανόνιζαν και εκείνοι... «Μόνη» τόνισα και χωρίς να περιμένω απάντηση γυρίζοντας την πλάτη μου άρχισα να βγαίνω από το δασάκι σχεδόν τρέχοντας για να απομακρυνθώ από κοντά τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα...
«Εγώ όμως όχι Έλενα...» της είπα καθώς γύρισα απότομα προς την μεριά της... «Με κορόιδευες ένα ολόκληρο καλοκαίρι, όλοι οι φίλοι μας και οι γνωστή μας σιγομουρμούριζαν τα κατορθώματα σου πίσω από την πλάτη μου, σταματούσαν την κουβέντα τους όταν καταλάβαιναν ότι εγώ τους ακούω και εγώ εθελοτυφλούσα, έλεγα ότι ήταν οι μαλάκες που προσπαθούσαν να διαλύσουν ότι όμορφο είχαμε εμείς οι δύο αλλά τελικά ο μόνος μαλάκας ήμουν εγώ που αρνιόμουν να δω την σκληρή πραγματικότητα που φώναζε μπροστά μου και εγώ έκλεινα τα αυτιά μου... Γιατί Έλενα, τουλάχιστον πες μου το γιατί, τι περισσότερο είχε εκείνος που δεν είχα εγώ;» την ρώτησα και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα.
«Συγχώρεσε με Έντουαρτ, σου το ορκίζομαι ήταν μια φορά, είχα μεθύσει, δεν καταλάβαινα τι έκανα» προσπάθησε να δικαιολογηθεί και αυτό έκανε το αίμα μου να ανέβει στο κεφάλι.
«Μια φορά;» ρώτησα δύσπιστα.
«Σου το ορκίζομαι Έντουαρτ» είπε ξανά και γέλασα με πικρία κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου ενώ γυρίζοντας την πλάτη μου άρχισα και πάλι να προχωρώ χωρίς να της πω τίποτα άλλο...
«Σε παρακαλώ Έντουαρτ σε αγαπώ, μόνο εσένα αγαπώ, δώσε μου μια ευκαιρία να σου το αποδείξω... Μην αφήνεις να χαθούν όλες οι καλές στιγμές που ζήσαμε για μία άτυχη στιγμή...» παρακάλαγε αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα... Από το βάθος του δάσους η φωνή του Έμετ έφτασε στα αυτιά μου και αυτόματα σταμάτησα από ένστικτο για να ακούσω τι έλεγε.
«Μην με τρελαίνεις άλλο μανάρι μου, δεν το βλέπεις ότι είμαι έτοιμος να εκραγώ;» έλεγε και για κάποιον λόγο η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα.
«Σοβαρέψου Έμετ, βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, έλα το βράδυ από το μπαράκι του Στέφαν κατά τις επτά και θα δούμε» άκουσα την φωνή της και τότε όλα μαύρισαν... Τα μηλίγγια μου άρχισα να πάλλονται σαν τρελά ενώ η ζήλια που με χτύπησε κατάστηθα έκανε το στήθος μου να διαλυθεί και γυρίζοντας προς την μεριά της Έλενας την κοίταξα με ένα βλέμμα που για λίγο την έκανε να τρομάξει.
«Θες ακόμα μια δεύτερη ευκαιρία;» την ρώτησα χωρίς να χαλαρώνω στιγμή και εκείνη κατένευσε μηχανικά ενώ η καρδιά τις χτυπούσε τόσο δυνατά που την άκουγα πεντακάθαρα... «Τότε έλα να με βρεις στο μπαράκι του Στέφαν στης επτά» της είπα το μέρος που κανόνιζαν και εκείνοι... «Μόνη» τόνισα και χωρίς να περιμένω απάντηση γυρίζοντας την πλάτη μου άρχισα να βγαίνω από το δασάκι σχεδόν τρέχοντας για να απομακρυνθώ από κοντά τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου