Έντουαρτ
Μόλις μπήκε
στο δωμάτιο, χαμηλώνοντας πήγα κοντά στην πόρτα και από την μικρή χαραμάδα που
είχε αφήσει ανοιχτή για να μπορέσω να κρυφοκοιτάξω, είδα τον πατέρα μου αλαφιασμένο να ψάχνει με μανία τα
πράγματα του... Η Μπέλλα τον είχε πλησιάσει τόσο αθόρυβα που εκείνος δεν την
είχε πάρει είδηση και μόλις εκείνη μίλησε, χέστηκε πάνω του από τον φόβο του...
Ειλικρινά πρώτη φορά έβλεπα τον πατέρα μου τόσο τρομοκρατημένο που δεν είχα
ιδέα πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια, το θέαμα απλά δεν υπήρχε.
«Μήπως
ψάχνεις γι αυτό;» τον ρώτησε παίζοντας στα δάχτυλα της το δαχτυλίδι του και
εκείνος γυρίζοντας απότομα προς το μέρος της, από την ταραχή του, έπεσε πάνω
στο κομοδίνο και την στιγμή που το πορτατίφ έπεσε κάτω γύρισε την ματιά του
γρήγορα προς την μαμά μου ασθμαίνοντας.
«Μην
ανησυχείς για εκείνην είναι εξαναγκασμένη να μην ξυπνήσει και να μην ακούσει
τίποτα από όσα θα υποθούν...» του είπε η Μπέλλα και μόλις έσμιξε τα φρύδια του
νευριασμένα γυρίζοντας την ματιά του προς το μέρος της, εκείνη συνέχισε με
δυσπιστία... «Θα προτιμούσες να μάθεις τις βρομιές σου με αυτόν τον τρόπο;» τον
ρώτησε και ο πατέρας μου ισιώνοντας το κορμί του προσπάθησε να την
αντιμετωπίσει στα ίσια βρίσκοντας ξανά την αυτοκυριαρχία του.
«Με ποιο
δικαίωμα επεμβαίνεις στις ζωές μας;» την ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε με ένα
επιβλητικό βλέμμα που έκανε την ανάσα μου να κοπή στην μέση.
«Με το
δικαίωμα που μου έδωσε ο λαός μας ώστε να είναι σίγουρος ότι αυτή η ιστορία δεν
θα επαναληφθεί, με το δικαίωμα που μου έδωσε ο ίδιος ο Eλθρόρεν Κάλλεν ώστε να είναι
σίγουρος ότι κάθε απόγονος του θα μάθει για ποιον λόγο είναι τόσο σημαντικός
και ποια είναι η μοίρα του, με το δικαίωμα που μου έδωσες εσύ όταν με
παρακάλαγες γονατιστός να του δώσω μια ευκαιρία να ζήσει γιατί ήταν άδικο να
χάσει την ζωή του μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε για να σπάσει μια ηλίθια
κατάρα» του είπε με βαθιά φωνή και η καρδιά μου άρχισε να επιταχύνεται...
Προσπάθησε να με σκοτώσει την ημέρα της γέννησης μου και ο πατέρας μου την
σταμάτησε;
«Ορκιζόσουν
ότι θα τον μεγαλώσεις με όλα τα εφόδια ώστε να είναι δυνατός να αντιμετωπίσει
το μέλλον του και ανταυτού τον έκανες ένα άβουλο πλάσμα που φοβάται ακόμα και
την σκιά του...
»Ορκιζόσουν
ότι θα του μάθεις όλην την ιστορία των προγόνων του ώστε να ξέρει πόσο
σημαντικός είναι για να μπορεί να σταθεί στο πλευρό μου όταν θα έρθει η ώρα και
ανταυτού τον άφησες στην άγνοια και τον φόρτωσες με ένα σωρό διαστρεβλωμένες
αλήθειες ώστε όχι μόνο να με φοβάται αλλά και να μην μου έχει εμπιστοσύνη αλλά
περισσότερο να σιχαίνεται ακόμα και την ιδέα ότι είναι ένας Κάλλεν, να
παρακαλάει μέσα του να μπορέσει να ξεφύγει από αυτό το όνομα, να θέλει μέχρι
και να πεθάνει γιατί δεν αντέχει άλλο αυτήν την καταπίεση ώστε να ηρεμήσει από
σένα και όλες τις αηδίες που του φορτώνεις...
»Ορκιζόσουν
ότι θα τον κάνεις έναν γνήσιο, περήφανο Κάλλεν όπως ακριβώς είναι και ανταυτού
τον έκανες χειρότερο και από τον χειρότερο δούλο που είχε ο πατέρας μου να τον
υπηρετεί και από πάνω τολμάς να με ρωτάς με ποιο δικαίωμα εγώ τώρα έρχομαι να
επέμβω ώστε να βεβαιωθώ ότι κράτησες τους όρκους σου;...
»Ποιον από
όλους αυτούς τους όρκους κράτησες Καρλάιλ; Για ποιον λόγο εγώ τώρα να τον αφήσω
να ζήσει για να συνεχίσει μια άχρηστη γενιά που δεν θα ξέρει ούτε τα πιο
ουσιώδες; Ή μήπως τελικά ο λόγος που δεν τα ξέρει είναι ακριβώς επειδή δεν θα
ζήσει και πολύ για να καταφέρει να συνεχίσει την οικογενειακή του κληρονομιά
γιατί εσύ ο ίδιος θα είσαι αυτός που θα τον παραδώσεις σε εκείνους που τον
θέλουν μαζί με την κόρη σου και την γυναίκα σου, ώστε να καταφέρουν να σπάσουν
αυτήν την ηλίθια κατάρα για να μπορέσεις εσύ και τα μπάσταρδα – στρατιωτάκια
που έχεις σπήρει σε όλην χώρα να ξεκινήσετε μια νέα γενιά από την αρχή, με
στρατηγό τον άχρηστο τον ανιψιό σου που είναι τόσο επιρρεπής όσο και μια
πατάτα;»
«Δεν ξέρεις
τι λες»
«Εγώ δεν
ξέρω τι λέω ή εσύ δεν ξέρεις τι κάνεις, επειδή η δύναμη της εξουσίας σου έχουν
θολώσει το μυαλό και δεν μπορείς να δεις τίποτα άλλο πέρα από το να πετύχεις να
ολοκληρώσεις τα σχέδια σου; Αλλά το πιο γελοίο της υπόθεσης δεν είναι αυτό, το
πιο γελοίο από όλα είναι ότι πραγματικά πιστεύεις ότι θα μπορέσεις ποτέ να
περάσεις πάνω από το πτώμα μου για να το πετύχεις»
«Δεν
πρόκειται να σε αφήσω ποτέ να...»
«Και τι
ακριβώς θα κάνεις για να με σταματήσεις;...» τον ρώτησε προκαλώντας τον ανοιχτά
διακόπτοντας την φράση του στην μέση... «Θα βάλεις τον αγαπημένο μου αδελφούλη
να με κάνει ντα, όπως τον έβαλες να δαγκώσει την κόρη σου για να με
ενοχοποιήσεις;...» τον ρώτησε και άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα από την
έκπληξη... «Αν νομίζεις ότι γύρισα απροετοίμαστη γι αυτήν την μάχη Καρλάιλ δεν
ξέρεις τίποτα για μένα, αν νομίζεις ότι είμαι μόνη σε όλο αυτό, τότε έχεις τα
ίδια μαύρα μεσάνυχτα με τον γιο σου...
»Είμαι εδώ
για να σταματήσω αυτήν την ηλίθια κατάρα και δεν θα αφήσω κανέναν και τίποτα να
με εμποδίσει... γι αυτό... θα περάσετε πάνω από το πτώμα μου για να καταφέρετε να
επαναλάβετε την ιστορία και όπως πολύ καλά ξέρεις ήδη αυτό το σώμα είναι το
μόνο άυθραστρο στην ιστορία και ότι και να κάνεις πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να
γυρίζει ώστε να μπορεί να εμποδίζει τα άπληστα καθίκια σαν και εσένα να
ολοκληρώνουν τα σχέδια τους... Αυτή είναι η δική μου κληρονομιά και εγώ ξέρω να
κρατάω το μυαλό μου καθαρό ώστε να την εκπληρώνω και το ίδιο σου συνιστώ να
κάνεις και εσύ...
»Άρχισε να
διορθώνεις τα λάθη σου Καρλάιλ, μην με αναγκάσεις να το πω δεύτερη φορά, ο
μόνος λόγος που ζεις ακόμα είναι για χάρη του γιου σου, άρχισε να του
ανταποδίδεις την χάρη με το να μην τον μπερδεύεις με άλλες διαστρεβλωμένες
αλήθειες και σταμάτα να του φέρεσαι σαν να είναι κανένα παιδί ενός κατώτερου
θεού γιατί κακομοίρη μου την επόμενη φορά που θα σηκώσεις χέρι απάνω του θα
νιώσεις ακριβώς πως είναι να είσαι... Όσο για τα μπάσταρδα σου, θα τ’ αφήσω να
ζήσουν γιατί είναι πραγματικά άδικο να χάσουν την ζωή τους επειδή έτυχε να
έχουν εσένα για πατέρα αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα φροντίσω να μάθουν όλην
την βαριά τους κληρονομιά, θα φροντίσω να μάθουν όλην τους την ιστορία και τον
πραγματικό λόγο της ύπαρξης τους όπως ακριβώς θα φροντίσω να τα μάθει και ο
πρωτότοκος γιος σου που έχει το μεγαλύτερο βάρος όλων τους» του δήλωσε
κατηγορηματικά και σοκαρισμένος από όλα αυτά άρχισα να πηγαίνω προς την σκάλα
με βαριά βήματα.
Δεν άντεχα να ακούσω περισσότερα, όσα άκουσα μου έφταναν για να επιβεβαιώσω ότι είχα δίκιο από την αρχή σε ότι σκέψη είχα κάνει μέχρι τώρα για τον πατέρα μου, ποτέ του δεν με αγάπησε, ποτέ του δεν με είδε σαν πραγματικό του παιδί, πάντα για εκείνον ήμουν ένα στρατιωτάκι που έπρεπε να εκτελώ κάθε εντολή του χωρίς να μπορώ να έχω προσωπική άποψη σε αυτό, πάντα με έκανε να θέλω να πάρω φόρα και να τερματίσω την ζωή μου για να μπορέσω να ξεφύγω από την τυραννία του και μόνο τότε εκείνος μου έδειχνε έναν άλλο εαυτό μόνο και μόνο για να μην το κάνω... Τελικά όμως δεν τον ένοιαζε αν θα ζήσω, τον ένοιαζε μόνο να καταφέρω να επιβιώσω, για να εκπληρώσει τα μεγάλα του σχέδια και εγώ τώρα για ποιον λόγο να θέλω πια αυτήν την ζωή, για ποιον λόγο να τον αφήσω να συνεχίσει να μου το κάνει αυτό;
Φτάνοντας
στο δωμάτιο μου, έπεσα πάνω στο κρεβάτι και αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι μου
έμεινα να κοιτώ το κενό... Δεν υπήρχε κανένας λόγος πλέον να υπάρχω... όλοι με
είχαν προδώσει... ακόμα και εκείνη που λάτρευα και αγαπούσα από τότε που
θυμόμουν τον εαυτό μου, ακόμα και εκείνη με είχε προδώσει με τον χειρότερο
τρόπο αλλά η αγάπη μου έφτανε για να την συγχωρήσει, όμως τώρα που χρειάζομαι
κάποιον να μου σταθεί ποιος μου εγγυάται ότι δεν είναι δασκαλεμένη και εκείνη
ώστε να με κρατάει σε μια ισορροπία μόνο για τα ηλίθια σχέδια τους;... Δεν
μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν τους πια, δεν είχα κανέναν.
Μόλις ένιωσα
την παρουσία της, έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια ανάσα για να καταφέρω να
κατευνάσω τον εαυτό μου.
«Μπορείς να
με αφήσεις μόνο μου;» παρακάλεσα με φωνή που ίσα έβγαινε από τα βάθη της ψυχής
μου και εκείνη αφήνοντας την ανάσα της να βγει από μέσα της βαριά, ήρθε κοντά
μου και καθώς έκατσε απαλά πάνω στο στρώμα, έβαλε το χέρι της μέσα στα μαλλιά
μου και συγκρατώντας το πρόσωπο μου το γύρισε έτσι ώστε να με αναγκάσει να την
κοιτάξω αλλά εγώ αρνιώμουν να ανοίξω τα μάτια μου... Σμίγοντας τα χείλια μου σε
μια ίσια γραμμή προσπάθησα να καταπνίξω το ξέσπασμα μου αλλά το σαγόνι μου που
έτρεμε με πρόδιδε.
«Το μόνο
καλό που έκανε ο πατέρας σου, είναι ότι μέσα από τα λάθη του σε έκανε πιο
δυνατό από όσο ο ίδιος θέλει να πιστεύει ότι είσαι...» μου ψιθύρισε με το
πρόσωπο της να είναι σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου και με την καρδιά μου να
καλπάζει δυνατά, άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα με παράπονο.
«Δεν είμαι
δυνατός, ένας δειλός είμαι που δεν έχει τα κότσια να τον στείλει από εκεί που
ήρθε, αν ήμουν δυνατός τώρα σίγουρα θα ήμουν χιλιόμετρα μακριά του» απάντησα με
ντροπή ενώ απέφευγα την ματιά της και εκείνη άρχισε να γελά.
«Ναι έκλασαν
οι δειλοί και βγήκες εσύ» μου γύρισε πίσω και την κοίταξα δύσπιστα.
«Σε
ευχαριστώ που προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα αλλά...»
«Που έχεις
δει εσύ δειλό να τα βάζει με έναν βρικόλακα την ώρα που προσπαθεί να φάει το
δείπνο του ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν έχει την δύναμη να τον σταματήσει;» με
ρώτησε διακόπτοντας την φράση μου στην μέση και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία.
«Θα τον
δάγκωνες;» ρώτησα ξέπνοα ενώ η καρδιά μου να επιταχύνετε.
«Ποιος σου
είπε ότι δεν το έκανα;» με ρώτησε πίσω αδιάφορα και δεν μπορούσα να πιστέψω στα
αυτιά μου.
«Μα δεν είχε
σημάδια» θυμήθηκα καθώς ήταν το πρώτο που κοίταξα απάνω του την στιγμή που το
συνάντησα και γέλασε και πάλι ειρωνικά.
«Φροντίζω να
τα σβήνω...» είπε ενώ μου έκλεινε το μάτι και κλείνοντας το πρόσωπο μου μέσα
στο χέρι μου άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά ενώ έτριζα τα δόντια μου για να
μην ουρλιάξω από όλον τον πόνο και την αγανάκτηση που ένιωθα μέσα μου να βράζει... «Θα
μπορούσα να σβήσω και τα δικά σου ώστε να σου πάρω τον πόνο αλλά με εσάς τους
Κάλλεν ποτέ δεν ξέρεις γι αυτό λυπάμαι αλλά θα περιμένεις να γιατρευτείς μόνος
σου» συνέχισε καταλαβαίνοντας τον λόγο που έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες για
να τον καταλαγιάσω πριν αρχίσω να βογκάω μπροστά της... Δεν θα άντεχα να το
κάνω και αυτό, δεν επέτρεπα ποτέ τον εαυτό μου να λυγίζει μπροστά σε τρίτους
πόσο μάλλον σε εκείνην.
«Τι
εννοείς;» ρώτησα μόλις συνειδητοποίησα τι είχε μόλις πει και ξεφύσησε
απηυδισμένα.
«Ειλικρινά
υπάρχει κάτι που να γνωρίζεις;...» ρώτησε ρητορικά και μόλις κατέβασα το χέρι
μου για να την κοιτάξω συνέχισε... «Το αίμα των βρικολάκων γιατρεύει τις πληγές
των ανθρώπων» διευκρίνισε και την κοίταξα δύσπιστα.
«Δεν
υποτίθεται ότι τους μετατρέπει σε βρικόλακες;» την ρώτησα και κατένευσε σοβαρή.
«Και αυτό...
αλλά μόνο στην περίπτωση που αυτός που έχει πιει το αίμα πεθάνει... Το αίμα
κρατάει μόνο ένα εικοσιτετράωρο από την στιγμή που θα το πιεις, αν μέσα σε αυτό
το διάστημα η ζωή δεν τερματιστεί τότε
εξατμίζεται και συνεχίζετε την ζωή σας κανονικά» μου εξήγησε και δαγκώνοντας το
κάτω χείλος μου κοίταξα μακριά ενώ έπαιρνα και πάλι κοφτές ανάσες παλεύοντας να
κατευνάσω τον πόνο.
«Όλα θα πάνε
καλά Έντουαρτ...» προσπάθησε για άλλη μια φορά να με παρηγορήσει και άφησα ένα
δύσπιστο χαμόγελο να μου ξεφύγει χωρίς να γυρίσω να την κοιτάξω... «Έχε μου
λίγη εμπιστοσύνη, δεν θα είναι για πάντα και εσύ θα μπορέσεις να εκπληρώσεις
όλα σου τα όνειρα, θα καταφέρεις περισσότερα από όσα πιστεύεις ότι μπορείς να
κάνεις και ελεύθερος από όλα αυτά θα μπορείς ανεμπόδιστος να ζήσεις την ζωή σου
όπως την έχεις ονειρευτεί με μερικές παραλλαγές βέβαια αλλά θα καταφέρεις να το
κάνεις...» συνέχισε με περισσότερη πειθώ και γυρίζοντας την ματιά μου προς το
μέρος της την κοίταξα με ένα παράπονο.
«Δεν είσαι
μόνος πια Έντουαρτ, όσο είμαι εγώ εδώ δεν θα αφήσω κανέναν να σε θολώσει με
άλλα ψέματα, μόλις είσαι έτοιμος γι αυτό, θα μάθεις όλην την αλήθεια, θα
απαντήσεις όλα σου τα ερωτηματικά και θα ξεκαθαρίσεις όλα όσα τώρα σε κάνουν να
πνίγεσαι... Μέχρι τότε όμως προσπάθησε να κρατήσεις την ψυχραιμία σου,
προσπάθησε να ηρεμήσεις και να κοιμηθείς ώστε να έχεις πιο καθαρό μυαλό για να
έχεις την δύναμη να αντιμετωπίσεις την αλήθεια, μην πιέζεις τον εαυτό σου
περισσότερο, αρκετά σε πιέζει ο πατέρας σου και για τους δύο σας...
»Ξέχασε τον,
κάνε πως δεν υπάρχει, αν δεν ήσουν εσύ τώρα έτσι κι αλλιώς δεν θα υπήρχε και
βρες την δύναμη που υπάρχει μέσα σου για να τον αντιμετωπίσεις... Σου δίνω τον
λόγο μου πως πολύ σύντομα όχι μόνο θα μπορείς να αντικρούεις τα χτυπήματα του
αλλά θα του ανταποδώσεις κιόλας και εκείνος δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα για
να σε σταματήσει» μου είπε με μια σιγουριά και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
«Προσπάθησε
να χαλαρώσεις και να κοιμηθείς, είναι το μόνο που έχεις ανάγκη αυτήν την στιγμή
και όταν θα είσαι έτοιμος εγώ θα είμαι εδώ για να σου λύσω όποια απορία έχεις»
συνέχισε χαϊδεύοντας το πρόσωπο μου παρηγορητικά και νιώθοντας να με πνίγει το
άδικο μέσα μου, τα μάτια μου βούρκωσαν χωρίς να είμαι ικανός να τα σταματήσω.
Την στιγμή
που εκείνη κατάλαβε ότι ήθελα τον χρόνο μου για να μπορέσω να συνέλθω,
αφαιρώντας το χέρι της από το πρόσωπο μου, έκανε την κίνηση να σηκωθεί και πριν
προλάβω να σκεφτώ τις πράξεις μου, άρπαξα το χέρι της γρήγορα και εκείνη γύρισε
και με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Μην φύγεις
ακόμα...» την παρακάλεσα με δυσκολία και εκείνη έκατσε ξανά δίπλα μου
υπομονετικά.
Χωρίς να
σταματώ να της κρατάω το χέρι, έκλεισα το πρόσωπο μου με το άλλο μου χέρι και
προσπάθησα να σταματήσω την ορμή των δακρύων μου και τον λυγμών μου αλλά όσο
και να προσπαθούσα εκείνα δεν μπορούσαν να κατευναστούν... Δεν είπε τίποτα δεν
κουνήθηκε σπιθαμή, απλά έμεινε εκεί δίπλα μου να με παρηγορεί με την παρουσία
της και μόνο όπως ακριβώς το είχα ανάγκη.
Δεν ήμουν
συνηθισμένος να ξεσπώ ότι με πνίγει μπροστά σε τρίτους αλλά αυτήν την στιγμή
ένιωθα ότι αν έφευγε, αν με άφηνε μόνο, πάνω στην απελπισία μου θα ήμουν ικανός
μέχρι και να πάρω φόρα και να πέσω στο κενό... Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η
μοίρα μου ήταν τόσο άδικη μαζί μου, ήθελα όμως όσο τίποτα να είχε δίκιο σε ότι
είπε, ήθελα όσο τίποτα να πιστέψω ότι όλο αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα όπως
μου είχε υποσχεθεί... Ήθελα και εγώ μια φορά να ζήσω όπως ζουν και όλα τα άλλα
παιδιά της ηλικίας μου έστω και για μια φορά χωρίς να έχω το βάρος όλης αυτής
της ηλίθιας κληρονομιάς που κανείς ποτέ δεν με ρώτησε αν ήθελα να την κουβαλάω
απάνω μου ή όχι, που ποτέ κανείς δεν με ρώτησε αν έχω την δύναμη να την
κουβαλήσω, που ποτέ κανείς δεν νοιάστηκε να μάθει το τι επιπτώσεις έχει όλο
αυτό σε μένα.
Μόλις
ηρέμησα λίγο, το άγαλμα ξεπάγωσε.
«Καλύτερα;»
με ρώτησε ήρεμα και σκουπίζοντας τα δάκρυα μου ντροπιασμένος κατένευσα ενώ
έπαιρνα κοφτές ανάσες για να μπορέσω να αντιμετωπίσω και τον πόνο τον
χτυπημάτων που είχα δεχτεί από εκείνον.
«Προσπάθησε
να κοιμηθείς Έντουαρτ, με καθαρό μυαλό θα δεις ότι όλα είναι μια ιδέα και
προσπάθησε να θυμάσαι ότι δεν θα είναι για πάντα... Δεν υπόσχομαι ότι δεν θα
γίνει χειρότερο όσο πλησιάζει η ώρα για να δώσουμε την μάχη μας, για να
κερδίσεις πίσω την ζωή σου αλλά σου υπόσχομαι ότι αυτήν την μάχη δεν θα την
δώσεις μόνο σου, θα είμαι στο πλευρό σου» με διαβεβαίωσε και πήρα μια βαθιά
ανάσα.
«Γιατί
θέλουν εμένα;» την ρώτησα με δυσκολία και το σκέφτηκε για λίγο.
«Έντουαρτττ...»
είπε απηυδισμένα.
«Πες μου,
γιατί έμενα Μπέλλα;» επέμενα σφίγγοντας το χέρι της από φόβο μην φύγει
και εκείνη χαμηλώνοντας το κεφάλι της κουρασμένα, πήρε μια βαθιά ανάσα και
γύρισε την ματιά της αποφασιστικά προς το μέρος μου.
«Οκ θα σου
πω, αλλά και εσύ θα μου υποσχεθείς ότι μετά θα πέσεις να κοιμηθεί, είμαστε
σύμφωνοι;...» ρώτησε απαιτητικά σχεδόν νευριασμένα και κατένευσα για απάντηση και
εκείνη συνέχισε... «Γιατί φυλάκισα τα σώματα της οικογένεια μου με το αίμα ενός
προγόνου σου και τώρα χρειάζονται το δικό σου για να γυρίσουν πίσω» είπε και
άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα από την έκπληξη.
«Εσύ;...»
δεν μπορούσα να συνεχίσω.
«Ναι εγώ»
επιβεβαίωσε ανέκφραστα και έμεινα να την κοιτώ σοκαρισμένος.
«Γιατί;» δεν
μπορούσα να μην ρωτήσω και ήμουν σίγουρος ότι εκείνη το περίμενε και γι αυτό
και μου απάντησε αμέσως.
«Γιατί ότι
άλλο δοκίμασα για να τους σταματήσω απλά απέτυχε, ήταν η τελευταία μου ελπίδα,
δεν είναι άθραυστοι, αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχω βρει τον τρόπο να τους
σκοτώσω, αν και είμαι απόλυτα σίγουρη ότι είμαι πολύ κοντά στον να τον βρω για να το κάνω» μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Αυτή είναι
η κατάρα που θέλουν να σπάσουν;» συνέχισα και σήκωσε την ματιά της προς το ταβάνι
με μια απελπισμένη γκριμάτσα.
«Όχιιι...»
είπε ξεψυχισμένα ξεφυσώντας... «Οι κατάρες είναι τρεις και για να τις σπάσουν
πρέπει να θυσιαστής εσύ, η αδελφή σου και η μητέρα σου»
«Τι πράγμα;»
αναφώνησα και μου έκλεισε αυτόματα το στόμα πριν τελειώσω την φράση μου...
Αφουγκράστηκε για λίγο την ησυχία και μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν άκουγε τίποτα το
αφαίρεσε από το στόμα μου και με κοίταξε επιβλητικά.
«Είσαι
τελείως ηλίθιος; Θες να καταλάβουν ότι είμαι εδώ;...» με ρώτησε νευριασμένα και
χαμήλωσα την ματιά μου καθώς ψιθύρισα ένα συγνώμη... «Πέσε κοιμήσου και έλα
αύριο να με βρεις, θα σου πω ότι χρειάζεσαι, σταμάτα να ανησυχείς πια» είπε με
πείσμα και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της.
«Εύκολο να
το λες, δεν είσαι εσύ αυτή που ουρλιάζει από τους πόνους και όλην αυτήν την
τρέλα να σου στροβιλίζει το κεφάλι» της γύρισα πίσω εξίσου νευριασμένα όσο
ήταν και εκείνη.
«Δεν
τρώγεσαι πια...» είπε ενώ φέρνοντας το καρπό της μπροστά στο στόμα της, το
δάγκωσε και κρατώντας το κεφάλι μου σφιχτά από τον αυχένα, έκλεισε το στόμα μου
με τον καρπό της πριν ακόμα προλάβω να καταλάβω τι έκανε και την στιγμή που
προσπάθησα να αντισταθώ ένιωσα το αίμα της να πλημμυρίζει όλο μου το στόμα.
«Κοίτα
κακομοίρη μου να με κάνεις να το μετανιώσω, μόνο αυτό σου λέω... Αν σε δω τις
επόμενες μέρες να έχεις μεταμορφωθεί σε βρικόλακα, να ξέρεις ότι θα είναι και η
τελευταία σου» με απείλησε και τα έχασα.
Στην αρχή
προσπάθησα να αντισταθώ αλλά μόλις η γεύση του αίματος της με κατέκλυσε τότε τα έχασα
τελείως... Ήταν τόσο γλυκό, τόσο βελούδινο που με έκανε να νιώθω σαν να είχα
μόλις γευτεί μέλι και εκεί που προσπαθούσα να την σταματήσω εκεί πιάνοντας το
χέρι της χωρίς πραγματικά να σκεφτώ τι έκανα, άρχισα να το πίνω άπληστα... Όλες
μου οι αισθήσεις αμέσως πήραν φωτιά, ένιωθα κάθε μου φλέβα μέσα στο σώμα μου να
μυρμηγκιάζει, να απλώνει αυτό το γλυκόπιοτο υγρό και να κάνει κάθε κύτταρο μου
πιο δυνατό... Ήταν τόσο περίεργο που πραγματικά δεν μπορούσα να το
εξηγήσω, κάθε μου αίσθηση οξύνθηκε και η σκέψη μου αμέσως άρχισε να λειτουργεί
με περισσότερη γρηγοράδα και αρμονία που ένιωσα όλα τα καινούργια κομμάτια του
παζλ να ενώνονται και να με κάνουν να νιώθω πιο ήρεμος ενώ ο πόνος εξαφανίστηκε
σε χρόνο μηδέν.
«Ξέρω ότι
είναι γλυκόπιοτο αλλά δεν είναι και για χόρταση» είπε ενώ το τράβηξε από το
σφιχτό μου κράτημα και ασθμαίνοντας την κοίταξα σαν πληγωμένο κουτάβι που μόλις
του είχαν πάρει το πιάτο με το γάλα από μπροστά του την στιγμή που την είδα να
γλύφει το αίμα που είχε πασαλειφτεί γύρω από το σημείο που είχε δαγκώσει καθώς
εκείνο έκλεινε ξανά... «Σκούπισε τα μούτρα σου και πέσε κοιμήσου» με διέταξε ενώ πήγε πάλι να σηκωθεί αλλά εγώ δεν την άφησα.
«Ένα
λεπτό...» απαίτησα και μόλις έκατσε ξανά στο κρεβάτι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά
της απελπισμένη.
«Τι είναι
πάλιιιιιι» σύριξε χαμηλόφωνα μέσα από τα δόντια της και ανασαίνοντας γρήγορα
έμεινε με γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος μου.
«Πριν φύγεις
τουλάχιστον πες μου τι είναι αυτές οι κατάρες» παρακάλεσα και με τα χέρια της
να κοιτάνε προς τα πάνω άρχισε να μουρμουρίζει τόσο γρήγορα που δεν είχα την
παραμικρή ιδέα τι στο καλό έλεγε.
«Έλεος βρε
Έντουαρτ δεν καταλαβαίνεις ότι αν σου πω τι είναι αυτές οι κατάρες θα σου
δημιουργηθούν άλλες τόσες απορίες;...» ρώτησε ρητορικά και μόλις γύρισε την
ματιά της προς το μέρος μου με κοίταξε σοβαρά και επιβλητικά ταυτόχρονα... «Δεν
έχεις κανέναν λόγο να φοβάσαι γιατί αν το σκεφτείς καλύτερα, αυτήν την στιγμή
είσαι ο πιο σημαντικός άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη γι αυτούς και δεν
πρόκειται να σε αφήσουν να πάθεις κάτι ακόμα και αν εσύ ο ίδιος το θελήσεις...
Σε παραφυλάνε από παντού και σε προστατεύουν μόνο και μόνο για να τους γυρίσεις
πίσω και να σπάσεις μαζί με την αδελφή σου και την μητέρα σου τις κατάρες...
Για να το καταφέρουν πρέπει πρώτα να τους βρουν και σου εγγυώμαι ότι είναι
σχεδόν ακατόρθωτο γιατί μόνο εγώ ξέρω που βρίσκονται... Γι αυτό σου το λέω για
τελευταία φορά, σταμάτα να ζορίζεις το μυαλουδάκι σου και πέσε κοιμήσου και
αύριο μέρα είναι, δεν θα αλλάξει τίποτα για μερικές ώρες» είπε με μια ανάσα
τόσο γρήγορα που αν δεν ήμουν συγκεντρωμένος ειλικρινά δεν θα έπιανα ούτε τα
μισά και το σκέφτηκα για λίγο.
«Μόνο αυτό,
σε εκλιπαρώ και δεν θα ρωτήσω τίποτα άλλο, σου το υπόσχομαι» έκανα άλλη μια
απελπισμένη προσπάθεια κοιτώντας την παραπονιάρικα και κλείνοντας το πρόσωπο
της με το χέρι της αφού ακούμπησε τον αγκώνα της πάνω στο γόνατο της άρχισε να
βρίζει ακατάπαυστα.
«Ω ρε πούστη
μου ποιος διάολος ήταν αυτός που με καταράστηκε πια... μόνο να ζούσε, μόνο....»
μονολογούσε ενώ παράλληλα το σώμα της έπαιρνε ένα περίεργο σχήμα και αν και δεν
ήμουν σίγουρος γι αυτό, είχα την εντύπωση ότι με κάποιον τρόπο άρχισε να
γίνεται πιο μεγάλο αλλά πριν το επιβεβαιώσω εκείνη σήκωσε το κεφάλι της, το
γύρισε όπως κάνουμε όταν θέλουμε να ξεπιαστούμε και αφού ξεφύσησε δύο τρεις
φορές, έβαλε τα χέρια της αριστερά και δεξιά από το κορμί της και έμεινε για
λίγο ακίνητη σχεδόν χωρίς να ανασαίνει κοιτώντας μακριά.
«Εν τάχη...
η πρώτη κατάρα είναι ο λόγος που δεν μπορούνε οι βρικόλακες να περπατήσουν στο
φως της ημέρας, η δεύτερη είναι ο λόγος που όταν ένας λυκάνθρωπος δαγκώσει έναν
βρικόλακα εκείνος δηλητηριάζεται και πεθαίνει και η τρίτη είναι ο λόγος που δεν
υπάρχουν άλλοι πρώτοι γόνοι βρικολάκων σαν εμάς... Ικανοποιήθηκες τώρα;» με
ρώτησε νευριασμένα και πριν προλάβω να το χαλιναγωγήσω πέταξα την επόμενη μου
απορία.
«Δηλαδή
υπάρχουν πράγματι λυκάνθρωποι;» ρώτησα και πριν προλάβω να δω την κίνηση της
εκείνη ήταν ακριβώς από πάνω μου με τα χέρια της να είναι αριστερά και δεξιά
ασφυκτικά κοντά στο σώμα μου να με κοιτάει απειλητικά γρυλίζοντας ακριβώς όπως
γρυλίζει ένα λυσσασμένο σκυλί με τα χείλια της να τρέμουν σαν μανιασμένα και
μένοντας ακίνητη έχοντας το πρόσωπο της σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου
άρχισε να ξεφυσά από το στόμα την ανάσα της πάνω στο πρόσωπο μου.
Μα τον θεό
τα είδα όλα... Το πρόσωπο της είχε πάρει μια αγριάδα που όμοια της δεν είχα δει
ποτέ ξανά στην ζωή μου... Τα μάτια της είχαν ένα περίεργο χρώμα που δεν
μπορούσα να το προσδιορίσω πάντως σίγουρα δεν ήταν το ίδιο κόκκινο όπως ήταν
πριν που δάγκωσε τον καρπό της, θα μπορούσα να πω ότι με έναν περίεργο τρόπο
είχε μια χρυσαφή απόχρωση αλλά αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν τα
δόντια της που τώρα τα είχε ξεγυμνώσει... Ενώ πριν τα μόνα δόντια που ήταν
μεγάλα και μυτερά ήταν τα δύο σκυλόδοντα της, τώρα ήταν όλα πολύ μεγαλύτερα
κι όλα μυτερά.
Το μυαλό μου
είχε σταματήσει να λειτουργεί, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή ενώ το
αίμα στις φλέβες μου παλλόταν με τόση ορμή που ένιωθα κάθε μου άκρο να πονάει
σε μεγάλο βαθμό... η ανάσα μου πια μετρούσε χιλιόμετρα αλλά μόλις εκείνη μίλησε
ξανά... τα πάντα πάγωσαν μέσα μου.
«Νομίζεις
ότι η μόνη μου δουλειά είναι να κάθομαι και να νταντεύω πεισματάρικα κουτάβια
που δεν ξέρουν που τους παν τα τέσσερα; Νομίζεις ότι το μεγαλύτερο μου μέλημα
είναι αν μάθεις εσύ μέσα σε λίγες ώρες όσα θα έπρεπε να ξέρεις μέχρι τώρα;
Νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις προβλήματα με τους διαβόλους που προσπαθούν να
καταστρέψουν ότι πετάει και περπατάει σε αυτήν την γη;...» με ρώτησε με μια
διαβολική φωνή που με έκανε να νιώσω σαν αν έβλεπα το ψυχό ξανά και πνίγοντας
την κραυγή μου κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά... «Τότε πέσε κοιμήσου και
σταμάτα να με πρήζεις» απαίτησε και καταπίνοντας άτσαλα πήρα μια κοφτή ανάσα
πριν καταφέρω να μιλήσω ξανά.
«Μάλλον θα
χρειαστώ λίγο χώρο για να το καταφέρω αυτό» είπα απολογητικά κοιτώντας με την
ματιά μου τα χέρια της και εκείνη μουγκρίζοντας απελπισμένα πριν προλάβω να
ανοιγοκλείσω τα μάτια μου εξαφανίστηκε από το παράθυρο μου που πριν ήταν
κλειστό........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου