Με το σώμα
μου να συσπάτε, την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα, την ανάσα μου να πνίγεται
μέσα μου και το κεφάλι μου να είναι έτοιμο να εκραγεί, ούρλιαζα πανικόβλητος
καθώς πάλευα να βρω από κάπου να πιαστώ και μόλις ένιωσα να φεύγει από πάνω
μου, εκείνη αμέσως με ανασήκωσε στην αγκαλιά της και χαϊδεύοντας με
παρηγορητικά έβαλε το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο στήθος της
ενώ άρχισε να με καθοδηγεί.
«Πάρε ήρεμες
ανάσες και προσπάθησε να χαλαρώσεις, σου υπόσχομαι ότι θα περάσει πολύ γρήγορα»
την άκουγα να μου λέει και κλείνοντας τα χέρια μου γύρω από το κορμί της έκανα
ότι μου είπε ενώ την έσφιγγα απόλυτα απάνω μου για να νιώσω ασφάλεια.
«Καλύτερα;»
ρώτησε την στιγμή που η ανάσα μου άρχισε να επανέρχεται στο φυσιολογικό της και
κατένευσα για απάντηση ανίκανος ακόμα να καταφέρω να μιλήσω.
Δεν πονούσα
πια σωματικά αλλά για κάποιον λόγο ένιωθα να πονάει η ψυχή μου, κάτι μέσα μου
με έκανε ακόμα να μην μπορώ να χαλαρώσω και το χειρότερο από όλα ήταν ότι το
στόμα μου, ο λαιμός μου και γενικότερα όλο μου το κορμί το ένιωθα τόσο
στερημένο, τόσο στραγγισμένο που ήθελα απεγνωσμένα να πιω κάτι για να
μπορέσω να συνέλθω... Πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωθα τόσο διψασμένος σε σημείο
να με κάνει να θέλω να πιω μια λίμνη ολόκληρη για να ξεδιψάσω.
«Έλα να σε
βοηθήσω να κάτσεις στον καναπέ» είπε με μια τρυφερότητα στην φωνή της που με
έκανε να νιώσω σαν να μου μίλαγε η μητέρα μου.
Χωρίς να
περιμένει να της απαντήσω, βάζοντας το ένα της χέρι κάτω από την μασχάλη μου
και το άλλο της γύρω από την μέση μου, ανασήκωσε το κορμί της και παρασέρνοντας
με μαζί της με άφησε απαλά πάνω στον καναπέ και έκατσε και εκείνη δίπλα μου
βαριά σαν να την έπνιγε κάτι.
«Πως νιώθεις;»
ρώτησε με μια περίεργη αγωνία στην φωνή της και το σκέφτηκα για λίγο πριν
απαντήσω.
«Διψάω»
κατάφερα μόνο να πω και αφήνοντας την ανάσα της να βγει από μέσα της
ξεψυχισμένα, σηκώθηκε και πήγε προς τον διάδρομο.
Γυρίζοντας
μου έτεινε το ποτήρι με το κρύο νερό που κράταγε και την κοίταξα
παραξενευμένος.
«Νερό;»
ρώτησα και χαμηλώνοντας το σώμα της προκλητικά προς το δικό μου ανασήκωσε το
ένα της φρύδι ενώ σκλήραινε την έκφραση της.
«Γιατί έχεις
όρεξη για κάτι άλλο;» με προκάλεσε και έκανα αμυντικά το σώμα μου πιο πίσω για
να αποφύγω την οργή που αμέσως ένιωσα να βράζει μέσα της ενώ κούναγα αρνητικά
το κεφάλι μου καθώς έπαιρνα το ποτήρι από τα χέρια της, χαμηλώνοντας την ματιά
μου για να αποφύγω το βλέμμα της.
Πρώτη φορά
την έβλεπα να είναι τόσο οργισμένη και δεν ήξερα πως να αντιδράσω, ξαφνικά
ένιωσα να την φοβάμαι τόσο πολύ που ήθελα να φύγω από κοντά της αλλά μια
μεγαλύτερη δύναμη μέσα μου με έκανε να θα θέλω να παραμείνω.
Παίρνοντας
το ποτήρι στα χέρια μου εκείνη αμέσως άρχισε να μαζεύει τα ρούχα μου από το
πάτωμα και πετώντας τα απάνω μου με δύναμη, άρπαξε και τα δικά της και άρχισε
να ντύνεται νευριασμένα... Με το ποτήρι με το νερό στο ένα μου χέρι και με τα
ρούχα μου στο άλλο είχα μπερδευτεί δεν ήξερα αν έπρεπε πρώτα να ντυθώ ή να πιω
για να ξεδιψάσω... Τελικά αποφάσισα πρώτα να ντυθώ αν και αυτήν την στιγμή
ζεσταινόμουν τόσο πολύ που το σώμα μου έσταζε από τον ιδρώτα που με είχε
λούσει.
Ενώ
ξανακαθόμουν στο καναπέ, πήρα το ποτήρι με το νερό στα χέρια μου και χωρίς να
γυρίσω να την κοιτάξω, το έβαλα στα χείλια μου ενώ σηκώνοντας το κεφάλι μου
άρχισα να το πίνω... Καθώς η ματιά μου περιπλανήθηκε στον γύρω χώρο αμέσως
ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, το δωμάτιο ήταν ξένο για μένα και σαν να το
έβλεπα για πρώτη φορά σταματώντας να πίνω άρχισα να το επεξεργάζομαι.
Στα μάτια
μου αυτό το δωμάτιο ήταν πολύ περίεργο, τα έπιπλα οι τοίχοι, ακόμα και το
παράθυρο που ήταν απέναντι μου είχαν μια περίεργη διαρρύθμιση που έβλεπα για
πρώτη φορά αλλά αυτό που μου έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν ότι δεν αναγνώριζα
τίποτα από όσα έβλεπα... Κοιτάζοντας σπιθαμή προς σπιθαμή όλον τον χώρο η ματιά
μου έπεσε πάνω στο τζάκι και αυτό για κάποιον λόγο με έκανε να αναπηδήσω, οι
φλόγες που αναπηδούσαν με τρόμαζαν ενώ η ζεστασιά που ανέδιδε με έκανε να
καίγομαι περισσότερο από όσο καιγόμουν ήδη μέσα μου αλλά το πιο απίστευτο από
όλα ήταν ότι με έκανε να θέλω να τρέξω μακριά του.
Η επικριτική
ματιά της Μπέλλας μπήκε ανάμεσα σε μένα και το τζάκι και καταλαβαίνοντας ότι με
κοίταζε αυτόματα γύρισα την ματιά μου προς την άλλη μεριά με ντροπή ενώ τα
μάγουλα μου αμέσως άρχιζαν να φλογίζονται και χαμηλώνοντας την ματιά μου στο
πάτωμα μαζεύτηκα σαν να ήμουν ένα πληγωμένο κουτάβι που κάποιος μόλις το είχε
μαλώσει... Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε, όλα αυτά ήταν τόσο
περίεργα για μένα που μου δημιουργούσαν μια απίστευτη σύγχυση... Κατά βάθος
ήξερα ότι αυτές οι αντιδράσεις δεν ήταν δικές μου αλλά δεν μπορούσα να κάνω
τίποτα ώστε να μπορέσω να βρω ξανά τον εαυτό μου και αφήνοντας την ανάσα μου
βαριά ακούμπησα ξανά το ποτήρι στα χείλια μου και συνέχισα να πίνω λίγο από το
νερό μου αλλά καθώς η ματιά μου για άλλη μια φορά έπεσε στο παράθυρο που ήταν
απέναντι μου για λίγο έμεινε εκεί προσπαθώντας πολύ σκληρά να καταλάβει το
λάθος που υπήρχε σε αυτήν την εικόνα.
Θα
ορκιζόμουν ότι είχε ξημερώσει... πριν λίγο οι ακτίνες του ήλιου έλουζαν το
κορμάκι της, το έκαναν να λαμπιρίζει, πως γίνεται τώρα το φως του φεγγαριού να
δημιουργεί όλες αυτές τις σκιές από τα φυλλώματα των δέντρων που υπήρχαν στην
αυλή της;
«Τι
σκέφτεσαι τόσο έντονα;» με ρώτησε με περιέργεια και αυτόματα της είπα τον
προβληματισμό μου.
«Θα
ορκιζόμουν ότι είχε ξημερώσει» είπα με φωνή που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής
μου.
«Θες να με
τρελάνεις τελείως;....» αναφώνησε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της
ξαφνιασμένος... «Είναι μια η ώρα τα μεσάνυχτα Έντουαρτ» συνέχισε και
ανασαίνοντας γρήγορα έμεινα να την κοιτώ χωρίς να καταλαβαίνω τι γίνετε.
Αφήνοντας
την ανάσα την να βγει ξεψυχισμένα, άφησε τους αγκώνες της να ακουμπήσουν πάνω
στα πόδια της και κλείνοντας το στόμα της με το χέρι της κοίταξε μακριά αλλά
πριν προλάβω να δω την έκφραση της, τα μαλλιά της κάλυψαν τα άψογα
χαρακτηριστικά της και η καρδιά μου αυτόματα σταμάτησε να χτυπά... Δεν άντεχα
να μου κρύβει το πρόσωπο της, ήταν σαν να μου στερούσε τον ίδιο τον ήλιο και το
χέρι μου αυτόματα χωρίς την έγκριση μου σηκώθηκε για να τραβήξει την τούφα που
έμπαινε εμπόδιο ανάμεσα μας.
Καταλαβαίνοντας
το, γύρισε την ματιά της απότομα προς το μέρος μου και το χέρι μου έμεινε
μετέωρο στον αέρα ενώ η ανάσα μου κόπηκε στην μέση... Δεν είπε τίποτα, η ματιά
της έφτανε για να εκφράσει όλα όσα έβραζαν μέσα της και φοβισμένα, τράβηξα το
χέρι μου ξανά πίσω ενώ την κοίταζα πληγωμένα... Δεν μπορούσα να καταλάβω την
συμπεριφορά της, ποτέ δεν την είχα δει τόσο θυμωμένη και αυτό με έκανε να
μπερδεύομαι περισσότερο... Πάντα την θυμόμουν να αντιμετωπίζει όλες τις
καταστάσεις με μια απίστευτη τρυφερότητα, με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο που
έπαιρνε την ανάσα μου μακριά, τώρα τι άλλαξε;... Τι ήταν αυτό που είχα κάνει
και την είχε φτάσει σε σημείο να ξεπεράσει τα όρια της;
«Με
τρομάζεις» εξέφρασα δυνατά πριν προλάβω να το σταματήσω και παίρνοντας μια
βαθιά ανάσα χαλάρωσε τα χαρακτηριστικά της ενώ γυρίζοντας την ματιά της προς το
παράθυρο έμεινε και πάλι σιωπηλή.
«Πως με λένε
Έντουαρτ;» ρώτησε ξαφνικά και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία... Γιατί μου
ζητάει συνέχεια να της πω το όνομα της;... Από την έλλειψη ανταπόκρισης μου
εκείνη γύρισε την ματιά της ξανά προς το μέρος μου και με το βλέμμα της με
παρότρυνε να το πω δυνατά.
«Μπέλλα;»
ρώτησα παρά δήλωσα και άφησε ένα γελάκι ξεφυσώντας από την μύτη.
«Με ρωτάς;
Δεν είσαι σίγουρος;» ρώτησε δύσπιστα και αμέσως κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Όχι είμαι
σίγουρος απλά δεν ήξερα αν... εννοώ...»
«Ναι αυτήν
την απάντηση περίμενα...» συμπλήρωσε αντί για μένα και την κοίταξα μπερδεμένος.
«Έκανα κάτι
που σε πλήγωσε;» δεν άντεξα και την ρώτησα τελικά αυτό που με προβλημάτιζε
περισσότερο και χαμογέλασε με ένα περίεργο ύφος που δεν μπορούσα να
αποκωδικοποιήσω.
«Σου φάνηκε
σαν να μην το απολάμβανα;» με ρώτησε και αυτό με μπέρδεψε ακόμα περισσότερο.
«Δεν
καταλαβαίνω, τότε γιατί με κοιτάς με αυτό το ύφος;» συνέχισα και αναστενάζοντας
γύρισε στην προηγούμενη της κατάσταση ενώ έκλεινε το πρόσωπο της μέσα στο χέρι
της.
«Τι να σου
πω και τι να καταλάβεις και εσύ τώρα» μουρμούρισε τόσο γρήγορα από μέσα της που
έμεινα έκπληκτος που κατάφερα να το ακούσω αλλά δεν την άφησα να το καταλάβει
καθώς κάτι με έκανε να πιστεύω ότι δεν είχε σκοπό να το εξωτερικεύσει και
έμεινα να την περιμένω υπομονετικά μέχρι να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της.
«Πες μου
ειλικρινά Έντουαρτ, την αγαπάς την Έλενα; Την αγαπάς πραγματικά;» με ρώτησε
ξαφνικά και κάνοντας ένα κλικ το μυαλό μου όλες οι προηγούμενες σκέψεις γίνανε
παρελθόν και καθώς ένιωσα το σώμα μου να μυρμηγκιάζει, μιμήθηκα την στάση του
σώματος της, βάζοντας το χέρι μου να ακουμπήσει πάνω στο μέτωπο μου αναστενάζοντας βαριά.
«Δεν είμαι
και τόσο σίγουρος πια» παραδέχτηκα κάτω από την ανάσα μου και ένιωσα όλο το
σώμα της να γυρίζει προς το μέρος μου αλλά εγώ παρέμενα στην ίδια θέση αποφεύγοντας
το βλέμμα της.
«Μπορώ να
μάθω και το γιατί;» ρώτησε με μια απαλή φωνή που με έκανε να ανατριχιάσω αλλά
δεν αντέδρασα αμέσως για να μην προδοθώ.
«Μετά από
αυτό που έκανε, δεν ξέρω αν μπορώ να την εμπιστευτώ ξανά» είπα ανοιχτά
πληγωμένος.
«Δηλαδή
ξέρεις;» ρώτησε ξαφνιασμένη και κατένευσα με πικρία.
«Ο Έμετ μου
είπε ότι εκείνη με πρόδωσε στον πατέρα μου όταν μας άκουσε ότι κανονίζαμε
ραντεβουδάκι» ειρωνεύτηκα.
«Α αυτό»
σχολίασε αδιάφορα και γύρισα την ματιά μου απότομα προς το μέρος της καθώς επεξεργαζόμουν
τα λόγια της.
«Υπάρχει κι
άλλο» είπα με σιγουριά, σίγουρος ότι υπήρχε και κάτι περισσότερο από αυτό.
«Ναι...»
απάντησε κοφτά χωρίς ίχνος συναισθήματος και ζάρωσα τα φρύδια μου πεισματικά
απαιτώντας να συνεχίσει... «Πως να το πω ευγενικά...» δίστασε για μια στιγμή.
«Με απατάει
έτσι δεν είναι;...» την ρώτησα εγώ μην αντέχοντας το άλλο όλο αυτό και με
κοίταξε απολογητικά... «Το ήξερα... Ήξερα ότι είχε βρει άλλον» ξέσπασα
κλείνοντας ξανά το πρόσωπο μου μέσα στο χέρι μου ενώ όλα τα μέσα μου έβραζαν
και ανασαίνοντας γρήγορα προσπάθησα να χαλαρώσω όλα όσα με έπνιγαν.
«Είμαι
περίεργη... Πως σε κάνει αυτό να νιώθεις;» ρώτησε αλλά δεν της απάντησα
αμέσως... Κοιτώντας μακριά, έμεινα για λίγο επεξεργάζοντας το.
«Είναι
περίεργο... Ενώ νιώθω πολύ έντονα ότι θέλω να την κάνω να μου το πληρώσει αυτό,
κάτι άλλο πιο δυνατό με κάνει να θέλω να την συγχωρέσω... Είναι φυσιολογικό
αυτό;» ρώτησα περισσότερο τον εαυτό μου παρά εκείνην.
«Πόσο
φυσιολογικό είναι να αγαπάς κάποιον από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, να του
συγχωρείς και να δέχεσαι κάθε μαλακία που κάνει, να μην έχεις μάτια για άλλην
πάρα μόνο για εκείνην, να μην μπορείς να πας με άλλην ή ακόμα χειρότερα, να μην
μπορεί να πάει κάποια άλλη με σένα όσο και να το θέλει;» ρώτησε για μένα όλες
τις ερωτήσεις που τριβέλιζαν το μυαλό μου και γύρισα την ματιά μου προς το
μέρος της.
«Τι θες να
πεις ακριβώς;» ρώτησα ασθμαίνοντας και εκείνη μου χαμογέλασε ήρεμα ενώ
παραμέριζε μια τούφα που είχε πέσει πάνω στο πρόσωπο μου στο πλάι.
«Δεν φταις
εσύ για ότι σου συμβαίνει Έντουαρτ, έχουν δέσει την ζωή σου με την δική της»
μου εξήγησε απλά σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στο κόσμο και έμεινα
έκπληκτος.
«Εννοείς...»
δεν μπορούσα να συνεχίσω, μου φαινόταν τελείως παράλογο.
«Ότι σου
έχουν κάνει μάγια» συνέχισε για μένα επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου και άνοιξα
τα μάτια μου διάπλατα από το σοκ.
«Αυτό είναι
εξωφρενικό... Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν τέτοια
πράγματα» δήλωσα με δυσπιστία και χαμογέλασε ειρωνικά.
«Ούτε ότι
υπήρχαν μυθικά πλάσματα πίστευες και να τώρα που στέκεσαι μπροστά σε ένα»
μου γύρισε πίσω και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα... Μπορεί πράγματι να είναι
αλήθεια κάτι τέτοιο;
«Αν είναι
αλήθεια τότε πως εξηγείς ότι από την στιγμή που σε είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω
την σκέψη μου από σένα;» της είπα και αυτό φάνηκε ότι την ενόχλησε περισσότερο
από όσο η ίδια ήθελε να δείξει.
«Δεν μπορώ
να το εξηγήσω» παραδέχτηκε καθώς σηκώθηκε για να πάει προς το έπιπλο που
είχε απάνω τα ποτά και την ακολούθησα με την ματιά μου.
«Γι αυτό δεν
με ήθελες;» συνέχισα εγώ και γεμίζοντας ένα καθαρό ποτήρι με ουίσκι άφησε ένα
ειρωνικό γελάκι να της ξεφύγει.
«Όχι, γι
αυτό δέχτηκα» μου απάντησε σκληρά ενώ παίρνοντας το ποτήρι στα χέρια της το
έβαλε στα χείλια της και ήπιε το περιεχόμενο του με μια γουλιά.
«Νόμιζα ότι
δεν σου κακόπεσε» την χτύπησα πίσω το ίδιο σκληρά και με κοίταξε αδιάφορα.
«Αυτό δεν
σημαίνει ότι αλλάζει τίποτα» απάντησε κατηγορηματικά και γυρίζοντας το σώμα μου
στην ευθεία πήγα να πάρω το ποτήρι με το νερό μου αλλά παρατήρησα ότι ήταν άδειο
και αυτό με έκανε να εκραγώ... Η ίδια δίψα που με είχε καταβάλει πριν είχε
γυρίσει με περισσότερη ορμή που για κάποιον λόγο αυτό μου έφερνε τόσο
εκνευρισμό που ήθελα να σπάσω τα πάντα εδώ μέσα προκειμένου να ξεσπάσω ότι
ένιωθα να βράζει μέσα μου.
«Διψάς;»
ρώτησε σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου και παίρνοντας το ποτήρι στα χέρια
μου σηκώθηκα όρθιος ενώ έπαιρνα μια βαθιά ανάσα για να καταλαγιάσω τον
εκνευρισμό μου.
«Που είναι η
κουζίνα» ρώτησα νευριασμένα χωρίς να μπορώ να το χαλιναγωγήσω.
«Στα δεξιά
της σκάλας» απάντησε αδιάφορα και χωρίς να την κοιτάξω κίνησα αμέσως προς τα
εκεί... «Θα είμαι στο δωμάτιο μου, αν θες κάτι φώναξε με» μου είπε αλλά χωρίς
να της δώσω καμία σημασία μπήκα στην κουζίνα και μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω
μου ακούμπησα την πλάτη μου πάνω της και άρχισα να παίρνω γρήγορες ανάσες
προσπαθώντας πολύ σκληρά να ηρεμίσω αλλά μου ήταν αδύνατον, το αίσθημα της
δίψας με είχε καταβάλει για άλλη μια φορά τόσο πολύ που θόλωνε το μυαλό μου σε
σημείο που δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο πέρα από αυτό.
Ανοίγοντας
το ψυγείο, έβγαλα την κανάτα και προσπάθησα να γεμίσω το ποτήρι μου αλλά από
τον εκνευρισμό και την νευρικότητα που είχα δεν κατάφερα να
κατευθύνω το νερό μέσα στο ποτήρι και μουγκρίζοντας πέταξα το καπάκι της
κανάτας στο πάτωμα και άρχισα να πίνω το κρύο νερό που περιείχε άπληστα.
Πίνοντας
μέχρι και την τελευταία σταγόνα του νερού, η δίψα μου με έκανε να σαστίσω, αντί
να ηρεμίσει ένιωθα να γίνετε χειρότερη και κοιτάζοντας γύρω μου προσπάθησα να
βρω κάτι που θα μπορούσε να την καταλαγιάσω αλλά τίποτα από όσα έβλεπα μπροστά μου
δεν ικανοποιούσε την ματιά μου, μέχρι που στην σκέψη μου, ήρθε η δική της
εικόνα να πίνει εκείνο το κόκκινο απολαυστικό υγρό που η θύμηση της μυρωδιάς του γαργαλούσε την μύτη μου
και πριν το σκεφτώ, βγαίνοντας από την κουζίνα άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά
που οδηγούσαν προς το υπόγειο τρέχοντας... Η ανάσα μου είχε ξεπεράσει ήδη το
φυσιολογικό και η καρδιά μου την σιγοντάριζε σε σημείο να με κάνει να νομίζω
ότι δεν ήθελε πολύ για να σταματήσει... Έπρεπε να βρω που το έκρυβε, ένιωθα μέσα
μου πολύ έντονα ότι ήταν το μόνο που θα με βοηθούσε αυτήν την στιγμή αλλά για έναν περίεργο λόγο
δεν μπορούσα να θυμηθώ τι ακριβώς ήταν, το μόνο που ήξερα ήταν ότι το είχα
ανάγκη.
Φτάνοντας
κοντά στην κλειστή πλέον πόρτα του υπογείου φρέναρα απότομα και έμεινα να την κοιτώ,
κάτι με έκανε να θέλω να την ανοίξω αλλά κάτι πιο δυνατό μου έλεγε μέσα μου ότι
δεν έπρεπε να το κάνω και ακούγοντας το ένστικτο μου, την προσπέρασα γρήγορα
και προσπάθησα να εκτελέσω τον αρχικό σκοπό που με έκανε να κατέβω σε αυτό το
ανατριχιαστικά απαίσιο μέρος του σπιτιού.
Βρίσκοντας
μια πόρτα στ’ αριστερά μου την άνοιξα και μπήκα μέσα με βαριά βήματα, ήταν τόσο
περίεργο που για λίγο με έκανε να σταματήσω... Ακόμα και με κλειστό φως εγώ
μπορούσα να διακρίνω τα ράφια που ήταν ασφυκτικά φορτωμένα με όλα τα όπλα που
θα χρειαζόταν κάποιος για να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα φρικτά μυθικά πλάσματα
που ο πατέρας μου μας προετοίμαζε από την ημέρα της γέννησης μας για την άφιξη
τους, αυτό το δωμάτιο μου θύμιζε τόσο το κρυφό δωμάτιο που είχε και εκείνος που
για λίγο αυτό με έκανε να παραξενευτώ...
Για ποιον
λόγο ένας βρικόλακας να χρειάζεται όπλα και παλούκια για να προστατέψει τον
εαυτό του;... Υπήρχε βέβαια και ο Στέφαν που ζούσε σε αυτό το σπίτι, όμως ήταν
πράγματι άνθρωπος ή μήπως ήταν κάτι άλλο;... Σκατά, δεν θα βγάλω άκρη πια με
όλα αυτά... σκέφτηκα και μόλις η άκρη της ματιάς μου έπιασε έναν τεράστιο
ψυγείο καταψύκτη δαπέδου από περιέργεια άρχισα να τον πλησιάζω χωρίς να κάνω
τον κόπο να ανοίξω το φως καθώς μπορούσα να διακρίνω τα πάντα με άνεση και φτάνοντας
κοντά του, το άνοιξα και κοίταξα το περιεχόμενο του εκστασιασμένος.
Η μυρωδιά
του αίματος που ερχόταν μέσα από τα σακουλάκια αιμοδοσίας που ήταν αποπνικτικά
στοιβαγμένα διάσπαρτα το ένα πάνω στο άλλο, έκανε την δίψα μου χειρότερη και
μην αντέχοντας να αντισταθώ στο κάλεσμα του, αρπάζοντας ένα γεμάτο σακουλάκι,
άφησα την πόρτα του ψυγείου να γλιστρήσει από τα χέρια μου ενώ με την πιο αργή
κίνηση, άνοιξα το πώμα και φέρνοντας το κοντά στην μύτη μου, πήρα μια βαθιά
εισπνοή.
Το ψυγείο
έκλεισε θορυβωδώς αλλά ακόμα και αυτό δεν κατάφερε να μου αποσπάσει την προσοχή
μου από την απίστευτα λαχταριστή μυρωδιά που είχε κατακλύσει τον νου που με
προκαλούσε να γευτώ το περιεχόμενο του και ακουμπώντας το άνοιγμα στα χείλια
μου πήγα να σηκώσω το χέρι μου ψηλά για να το πιω.
«Εγώ δεν θα
το έκανα αν ήμουν στην θέση σου...» άκουσα την φωνή της να έρχεται από κάπου
κοντά μου αλλά δεν με πτόησε ούτε καν αυτό και την στιγμή που συνέχισα τα φώτα
άνοιξαν και τα μάτια μου πόνεσα από αυτήν την αλλαγή... Βάζοντας το χέρι μου
μπροστά στα μάτια μου για να τα προστατέψω, ένιωσα το χέρι της να
αρπάζει το σακουλάκι από τα χέρια μου... «Αν γευτείς ανθρώπινο αίμα μετά είναι
ακόμα πιο δύσκολο να το ξεπεράσεις» συνέχισε και μόλις την είδα να ξανακλείνει
το πώμα κάτι μέσα μου με έκανε να εκραγώ και πέφτοντας απάνω της προσπάθησα να
το πάρω με οποιονδήποτε τρόπο μπορούσα.
«Δώσ’το μου
πίσωωω» μούγκριζα λυσσασμένα καθώς πάλευα μαζί της με εκείνην να με απωθεί με ευκολία από
κοντά της κάτι που έκανε τον εκνευρισμό μου και το πείσμα μου να φουντώνουν
περισσότερο.
«Είσαι
τελείως ηλίθιος αγόρι μου; Τι σε έχει πιάσει πια;» με ρώτησε εκνευρισμένα καθώς
με έσπρωξε με δύναμη κάνοντας με να πέσω στο πάτωμα και μια τεράστια δύναμη που
ξεχύθηκε μέσα μου με έκανε να πάρω θέση επίθεσης και γυρίζοντας το σώμα μου
έτσι ώστε οι παλάμες μου και οι μύτες των ποδιών μου να ακουμπούν το πάτωμα,
την κοίταξα με την πιο άγρια ματιά μου ενώ ξεγύμνωνα τα δόντια μου τρίζοντας τα
ξεφυσώντας από το στόμα.
«Είπα δώσ’
το μου πίσω τώρααα» απαίτησα με μια φωνή που έβγαινε από τα βάθη της ύπαρξης
μου ενώ στ’ αυτιά μου έφτανε παραμορφωμένη και τόσο αγριεμένη που στ’ αυτιά
κάποιου τρίτου θα ακούγονταν σαν φωνή κάποιου δαίμονα και καθώς εκείνη μου
ανταπέδωσε την ίδια ματιά ξαφνικά το σώμα της άρχισε να μακραίνει, τα δόντια της
που τώρα πια ήταν ξεγυμνωμένα να γίνονται όλα μυτερά και τα μάτια της να
παίρνουν ένα χρυσαφή έντονο χρώμα ενώ κάθε γωνία του προσώπου της άρχισε να
μακραίνει όπως ακριβώς μάκραινε και το σώμα της αλλά το πιο τρομακτικό απάνω
της δεν τόσο αυτό όσο η φωνή της.
«Είπα...
ΟΧΙ» ήταν οι μοναδικές λέξεις που βγήκαν από μέσα της γρυλίζοντας μανιασμένα
αλλά ακόμα και αυτές έφταναν να με κάνουν να τρομοκρατηθώ.
«Σε
παρακαλώ... το έχω ανάγκη» παρακάλεσα καθώς μαζευόμουν από φόβο σε μια μπάλα
κρύβοντας το κεφάλι μου πίσω από τα γόνατα μου κλαψουρίζοντας σαν ένα πληγωμένο
κουτάβι τρέμοντας σύγκορμος.
«Θες να με
τρελάνεις τελείως; Πως μπορεί το σώμα σου να έχει ανάγκη να πιεί αίμα Έντουαρτ;
Για τον θεό είσαι άνθρωπος ακόμα» αναφώνησε με την κανονική της φωνή και σήκωσα
την ματιά μου προς το μέρος της με απορία.
«Τι εννοείς
ακόμα;» ρώτησα ξέπνοα ενώ ταυτόχρονα μάζευα τα δάκρυα μου και εκείνη ξεφύσησε
γυρίζοντας την πλάτη της και πριν προλάβω ακόμα να δω την κίνηση της έβαλε
γρήγορα το σακουλάκι ξανά στην θέση του και κλείδωσε το ψυγείο με μια κλειδαριά
που πήρε από το ράφι δίπλα της.
Μόλις την
είδα να το κλειδώνει, αυτόματα ξέχασα τι την είχα μόλις ρωτήσει και σε μια
απελπισμένη προσπάθεια να πάρω ξανά πίσω ότι μου είχε στερήσει έτρεξα καταπάνω
της και γυρίζοντας προς την μεριά μου, με άρπαξε από την μπλούζα και με σήκωσε
στον αέρα... Πάλευα με χέρια και με πόδια να της ξεφύγω αλλά
εκείνη δεν κουνήθηκε σπιθαμή, τα χτυπήματα μου δε, δεν την επηρέαζαν καθόλου.
«Δεν το
έχεις ανάγκη...» φώναξε αλλά ακόμα και αυτό δεν με έκανε να χαλαρώσω ούτε στο
ελάχιστο την προσπάθεια μου... «Δεν είσαι ακόμα λυκάνθρωπος Έντουαρτ» συνέχισε
πιο νευριασμένα και στην λέξη λυκάνθρωπος το σώμα μου ακινητοποιήθηκε ενώ
ανασαίνοντας γρήγορα την κοίταξα χωρίς να είμαι ικανός να πιστέψω τα λόγια της.
«Τι είπες;»
ρώτησα ξεψυχισμένα και εκείνη με άφησε να σταθώ στα πόδια μου πριν το
επαναλάβει.
«Ότι δεν
είσαι ακόμα λυκάνθρωπος για να το έχεις ανάγκη αλλά πολύ σύντομα θα
γίνεις».......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου