Ετικέτες

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Soulmates "7. Πόσα να αντέξω ακόμα;"




Μπέλλα

Πάρτι το λένε αυτό ή παιδική χαρά; Πιο ξενέρωτο δεν θα μπορούσε να γίνει... σκεφτόμουν καθώς χαμουρευόμουν με ένα ηλίθιο λιγούρη για να περάσει η ώρα μου πιο ευχάριστα αλλά μόλις έπιασα την μυρωδιά του, τον άδειασα μονομιάς και καθώς σηκώθηκα όρθια άρχισα να κοιτάω γύρω μου... Πως διάολο μπήκε αυτός μέσα;

«Τι συμβαίνει; Έκανα κάτι που σε πείραξε;» ρώτησε το λιγούρη που είχα ήδη ξεχάσει ότι ήταν δίπλα μου… Πιάνοντας τον από το ξεκούμπωτο πουκάμισο του, τον έφερα κοντά μου ενώ τον ανασήκωσα στον αέρα και πριν προλάβει να αντιδράσει, τον σαγήνευσα με την ματιά μου.

«Μείνε εδώ και μην το κουνήσεις ρούπι... Αν σε ρωτήσει κανείς για μένα, ήμασταν όλη αυτήν την ώρα μαζί» τον διέταξα και αφού τον άδειασα για άλλη μια φορά στο έδαφος, άρχισα να τρέχω.

Άλις

«Καλή η μπύρα αλλά το κακό της είναι ότι σε τρέχει συνέχεια τουαλέτα» είπα χαχανίζοντας στην Ρόζαλι και γέλασε μαζί μου την στιγμή που σηκώθηκα και της έδινα το μπουκάλι για να το κρατήσει.

«Που πας;» άκουσα να με ρωτάει ο Έντουαρντ πριν προλάβω να κάνω δεύτερο βήμα και γύρισα με περιέργεια προς το μέρος του.

«Που αλλού θα μπορούσα να πάω αλλού εκτός από το σπίτι;» τον ρώτησα ειρωνικά και εκείνος αμέσως σηκώθηκε σαν ελατήριο.

«Θα έρθω μαζί σου» είπε χωρίς να δέχεται αντίρρηση.

«Τι σε έχει πιάσει πια; Πέντε βήματα είναι όλα και όλα» τον ρώτησα σαν να είχε τρελαθεί τελείως, πράγμα που άρχισα να πιστεύω.

«Έχει δίκιο η Άλις αγάπη μου» είπε η Έλενα προς υπεράσπιση μου και την ευχαρίστησα με την ματιά μου και ο Έντουαρντ τελικά τα παράτησε.

«Καλά αλλά πρόσεχε» με προειδοποίησε και του έκανα μια αγανακτισμένη γκριμάτσα.

«Ναι, μην σκίσω το καλτσόν» του απάντησα και πριν αλλάξει γνώμη, άρχισα να πηγαίνω προς το σπίτι.

Πριν φτάσω στην σκάλα που οδηγούσε στην πίσω αυλή, άκουσα από το σημείο που ήταν οι θάμνοι στα δεξιά μου κάποιον να βήχει άσχημα και γυρίζοντας την ματιά μου προς τα εκεί, είδα έναν μελαχρινό κύριο να είναι διπλωμένος στα δύο κρατώντας την κοιλιά του, έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω προς το μέρος του κρατώντας το φόρεμα μου μέσα στο χέρι μου για να μην σκοντάψω και πέσω.

«Κύριε είσαστε καλά;» τον ρώτησα με αγωνία και πριν φτάσω κοντά του, εκείνος γονάτισε βάζοντας το ένα του χέρι μπροστά ενώ με το άλλο του ακόμα να κρατάει την κοιλιά του άφησε ένα βογκητό πόνου και γονατίζοντας δίπλα του τον συγκράτησα από τον ώμο ενώ βάζοντας το χέρι μου στο πρόσωπο του, το γύρισα προς το μέρος μου.

«Τι σας συμβαίνει; Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησα χωρίς πραγματικά να ξέρω τι να κάνω για να τον βοηθήσω, απελπισμένη και τα γκρίζα διαπεραστικά του μάτια χαμογέλασαν με ένα δαιμόνιο τρόπο που με έκανε αμέσως να τρέμω ενώ η μια άκρη των χειλιών του ανασηκώθηκε κάνοντας το χαμόγελο πιο έντονο.

«Όχι ευχαριστώ, έχω ακριβώς ότι χρειάζομαι» μου απάντησε και πριν προλάβω να αντιδράσω , συγκρατώντας σφιχτά τον αυχένα μου με το ένα του χέρι, χωρίς να δω την κίνηση του ένιωσα να με δαγκώνει δυνατά πάνω στον λαιμό μου και άφησα την κραυγή μου να ελευθερωθεί.

Μπέλλα

Τον έβλεπα να πίνει το αίμα της και δεν το πίστευα... αλλά μόλις ήπιε αρκετή ποσότητα και άρχισε το ιεροβότανο να κάνει την δουλειά του, άφησα ένα ειρωνικά γελάκι και σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος περίμενα μέχρι εκείνος να σωριαστεί κάτω.

«Πραγματικά περίμενες ότι δεν θα έπαιρνα τα μέτρα μου;» τον ρώτησα και καθώς έπιασε την κοιλιά του και σωριάστηκε στο έδαφος κάρφωσε την δολοφονική του ματιά προς το μέρος μου.

«Παλιοβρόμα θα μου το πληρώσεις» σχεδόν φώναξε ενώ πήγαινε το σώμα του αριστερά και δεξιά βογκώντας από τον πόνο που ένιωθε και εγώ πήγα γρήγορα δίπλα στην Άλις που έτρεμε από τον φόβο της και πριν προλάβει να βάλει πάλι τις φωνές, έκλεισα το στόμα της και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια.

«Δεν ένιωθες καλά και λιποθύμησες, αυτό δεν συνέβη ποτέ» της είπα καθώς την σαγήνευα και πριν προλάβω να της σβήσω τα σημάδια, νιώθοντας ότι οι άλλοι είναι κοντά, άφησα απαλά την Άλις που μόλις είχε λιποθυμήσει στα χέρια μου. Άρπαξα το καθίκι από το σακάκι του και χώνοντας τον μέσα στους θάμνους, του έκλεισα το στόμα και περίμενα μέχρι να πάρουν την Άλις από εδώ πριν τον κάνω να μιλήσει.

«Άλιςςςς» έτρεξε πρώτος ο Έντουαρντ και γονάτισε μπροστά στο ακίνητο σώμα της... «Άλις μίλα μου σε παρακαλώ» έλεγε καθώς την ταρακουνούσε και μόλις είδε τα σημάδια, γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε σαν τρελός γύρω του.

«Έντουαρντ τι συμβαίνει εδώ;» ακούστηκε η φωνή του ακατανόμαστου και μόλις είδε την κόρη του στην αγκαλιά του Έντουαρντ και τα σημάδια, έριξαν μια γρήγορη ματιά μεταξύ τους και ο Έντουαρντ την ανασήκωσε στα χέρια του.

«Τι έγινε εδ....» πήγε να ρωτήσει ο Έμετ καθώς δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί... Πως θα μπορούσε άλλωστε αφού με την Καρολάιν οργώνανε ώρες τώρα το χορτάρι... «Χριστέ μου η Άλις... τι έπαθε;» ρώτησε τρομοκρατημένος και έτρεξε κοντά τους.

«Λιποθύμησε» είπε αμέσως δυνατά ο ακατανόμαστος για να το ακούσουν όσοι είχαν μαζευτεί γύρω τους και κάνοντας πάλι νόημα προς το Έντουαρντ και οι τρεις μαζί κίνησαν προς το σπίτι.

«Πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο» είπε κατηγορηματικά ο Έντουαρντ και τους άκουσα να ξεμακραίνουν.

«Θα την πάμε στο δωμάτιο της» του είπε το καθίκι σαν απάντηση, χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι αυτό και μόλις το πεδίο ήταν ελεύθερο, γύρισα την ματιά μου προς το άλλο καθίκι και εκείνος μου γύρισε το βλέμμα με ειρωνεία.

«Είναι δική του δουλειά έτσι δεν είναι;» του είπα την διαπίστωση μου και εκείνος άρχισε να γελάει.

«Γεια σου αδελφούλα, πως τα περνάς;»

«Άσε τις μαλακίες σε μένα και λέγε πριν σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα και την στιγμή που γεννήθηκες» τον απείλησα ενώ ξεγύμνωνα τα δόντια μου γρυλίζοντας ενώ τον κοίταγα με το ποιο διαβολικό μου βλέμμα και εκείνος σήκωσε τα χέρια του αμυντικά ψιλά.

«Χαλάρωσε αδελφάκι μου, πω πωωω όσο πας με τα χρόνια, γίνεσαι όλο και χειρότερη»

«Δεν μου απαντάς» του είπα πιο απειλητικά και τα παράτησε.

«Ποιος άλλος να μου έδινε την άδεια του να μπω στο σπίτι» είπε τελικά και τον άδειασα στο πάτωμα ενώ σηκώθηκα όρθια.

«Γύρνα στην τρύπα σου και μην σε ξαναδώ μπροστά μου, αλλιώς θα το μετανιώσει πικρά» του έκανα ρητό και έφυγα για να προλάβω τα χειρότερα.

Έντουαρντ

«Πατέρα δεν ξέρουμε πόσο αίμα έχει χάσει πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο» είπα απαιτητικά την στιγμή που την άφησα απαλά πάνω στο κρεβάτι της... Εκείνος πιάνοντας με από το μπράτσο, με έκανε πιο πίσω και πιάνοντας τον καρπό της άρχισε να μετράει τον σφυγμό της κοιτώντας το ρολόι της.

«Ο σφυγμός της είναι δυνατός, θα γίνει καλά...» δήλωσε και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου... «Εσύ πήγαινε να αλλάξεις και να πας στην Έλενα, δεν πρέπει να την αφήνεις πολύ ώρα μόνη...» με διέταξε χωρίς να δέχεται δεύτερη κουβέντα... «Και εσύ...» συνέχισε προς τον Έμετ... «Καθάρισε την πληγή της, κλείσ’ την και μείνε μαζί της... μόλις συνέλθει έλα να με φωνάξεις... Κράτα το παράθυρο και την πόρτα κλειδωμένη και κακομοίρηδες, κουβέντα στην μάνα σας γι αυτό, θα πούμε ότι ήταν μόνο μια λιποθυμία... Συνεννοηθήκαμε;»

«Γιατί πρέπει να μείνω εγώ;» αντέδρασε ο Έμετ και τον κάρφωσε με την δολοφονική του ματιά.

«Αρκετά δεν πήδηξες για μια μέρα;...» του γύρισε και ο Έμετ χαμήλωσε το κεφάλι... «Να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα και ιδίως εσύ...» είπε κατηγορηματικά και στους δύο μας αλλά περισσότερο σε μένα... «Τώρα βλέπεις και μόνος σου τι είναι ικανή να κάνει και τι όχι» είπε και αφού μας κοίταξε καλά καλά, μας προσπέρασε και έφυγε.

Θα μου το πληρώσει η πουτάνα... Από μένα θα την βρει... έλεγα από μέσα μου με πείσμα αλλάζοντας πουκάμισο σε κλάσματα δευτερολέπτου και μόλις κατέβηκα κάτω άρχισα να την ψάχνω παντού.

Εκεί που ήμουν απελπισμένος, άξαφνα άκουσα ηδονικά αγκομαχητά... γύρισα για να φύγω ώστε να μην ενοχλήσω το παράνομο ζευγαράκι αλλά μόλις άκουσα την φωνή του Μάικ πάγωσα.

«Ωωωω Μπέλλα, απλά δεν υπάρχεις... Τι μωρό είσαι εσύ... ναι... ναι... ναιιιι έτσιιιι» έλεγε και γυρίζοντας προς το μέρος που ακουγόντουσαν οι φωνές, πήγα πιο κοντά και την στιγμή που έφτασα κοντά τους, είδα την Μπέλλα να είναι από πάνω του φορώντας ακόμα το φόρεμα της που το είχε ανασηκώσει κάνοντας το τουρλωτό της κωλαράκι να φαίνεται φόρα παρτίδα καθώς το ανασήκωνε με γρήγορες κινήσεις ενώ είχε κατεβάσει το πάνω μέρος αφήνοντας ακάλυπτα τα στητά της στήθη να ανεβοκατεβαίνουν ηδονικά.

Δεν ήξερα πως να αντιδράσω, έπρεπε να φύγω αλλά το θέαμα με έκανε ανίκανο να καταφέρω να το κάνω, όταν όμως την είδα να σκύβει προς τον λαιμό του και άκουσα τον Μάικ να βγάζει μια κραυγή, το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι μου και χωρίς πραγματικά να σκεφτώ τις πράξεις μου, σε μια προσπάθεια να τον γλυτώσω από τα δόντια της, έτρεξα κατά πάνω της και με όλην την δύναμη που διέθετα την έσπρωξα μακριά του ουρλιάζοντας.

«Άφησε τον ήσυχοοοο»

«Πας καλά αγόρι μου, η αγαμία σε έχει χτυπήσει τόσο πολύ στο κεφάλι που δεν αντέχεις να βλέπεις τους άλλους να το απολαμβάνουν;» με ρώτησε σχεδόν εκνευρισμένη και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ.

Στα χείλι της δεν υπήρχε σταγόνα αίμα... γυρίζοντας την ματιά μου προς τον Μάικ είδα ότι στο σημείο που πριν ήταν τα χείλια της, δεν υπήρχε κανένα σημάδι.

«Νόμιζα...»

«Ότι τον έκανα να τελειώσει;... Ναι ακριβώς αυτό έκανα, υπάρχει κάποιο πρόβλημα μ’ αυτό;» με ρώτησε ειρωνικά ενώ ανακάθισε πάνω στο χώμα χωρίς να κάνει καν τον κόπο να καλύψει την γύμνια της και γύρισα το κεφάλι μου αλλού για να μην τους κοιτάω.

«Μικέ...»

«Μάικ» την διόρθωσε και εκείνη άφησε μια βαριεστημένη ανάσα.

«Ότι πεις... τράβα τώρα να κάνεις καμία βόλτα, θα έρθω να σε βρω μετά να πάμε αλλού να συνεχίσουμε το προσωπικό μας πάρτι» του έδωσε εντολή και έσφιξα τις μπουνιές μου για να μην αντιδράσω μπροστά στον Μάικ και καταλάβει ότι κάτι τρέχει.

«Αλήθεια το λες, θα έχει και συνέχεια;» την ρώτησε γεμάτος ενθουσιασμό και με την άκρη του ματιού μου την είδα που τον κοίταζε με ένα έντονο ύφος.

«Μην με κάνεις να το μετανιώσω» του απάντησε και πριν πράγματι το μετανιώσει εκείνος σηκώθηκε γρήγορα, κουμπώθηκε και άρχισε να τρέχει προς το κιόσκι.

Μόλις τον είδα ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά γύρισα προς το μέρος της απειλητικά.

«Πως μπόρεσες να το κάνεις αυτό;...» την ρώτησα με όλον τον εκνευρισμό μου να αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά μου και εκείνη με κοίταξε χαμογελώντας ειρωνικά.

«Δεν ήξερα ότι έπρεπε να ζητήσω την άδεια σου για να διασκεδάσω λίγο με τους φίλους σου» μου γύρισε και έγινα χειρότερα.

«Δεν με νοιάζει με ποιον πηδιέσαι και με ποιον όχι... και επιτέλους δεν μπορείς να καλύψεις λίγο την γύμνια σου για να μιλήσουμε καταπρόσωπο;» την ρώτησα ενώ γύριζα ξανά προς το πλάι για να μην την κοιτώ.

«Γιατί φοβάσαι μην δεις κάτι που δεν έχεις δει ήδη;» χλεύασε και γυρίζοντας προς το μέρος της την κοίταξα με την πιο άγρια ματιά που είχα κοιτάξει ποτέ κάποιο μέχρι στιγμής και διασκεδάζοντας το, σήκωσε τα χέρια της ψηλά αμυντικά και καθώς σηκώθηκε όρθια, έστρωσε τα ρούχα της και έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της.

«Καλύτερα τώρα;» είπε κοροϊδευτικά και πριν το καταλάβω, πήγα κοντά της για να την αντιμετωπίσω καταπρόσωπο.

«Κόψε τις μαλακίες σου γιατί δεν με ξεγελάς Μπέλλα, ξέρω πάρα πολύ καλά και τι είσαι και τι κάνεις» της δήλωσα και άρχισε να σιγογελάει.

«Αλήθεια; Και τι ακριβός είμαι Έντουαρντ;» με προκάλεσε.

«Βρικόλακας» της είπα και αυτό έκανε το γέλιο της να γίνει πιο τρανταχτό.

«Α Χριστέ μου τι λίγη φαντασία που έχεις» είπε ενώ κούναγε το κεφάλι της δύσπιστα.

«Θες να μου πεις ότι δεν είσαι βρικόλακας ή ακόμα χειρότερα ότι πριν λίγο δεν προσπάθησες να σκοτώσεις την αδελφή μου;» την ρώτησα δύσπιστα και εκείνη χαλαρώνοντας το γέλιο της με κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Αν σου πω ότι δεν το έκανα εγώ θα με πιστέψεις;» μου γύρισε την ερώτηση και γούρλωσα τα μάτια μου με έκπληξη.

«Είσαι η μόνη βρικόλακας που υπάρχεις στην πόλη και πολύ περισσότερο μέσα μέσα σε αυτό το σπίτι, πως μπορώ να το πιστέψω;» της χτύπησα και άφησε άλλο ένα ειρωνικό γελάκι.

«Είσαι σίγουρος γι αυτό; Εκατό τα εκατό σίγουρος;» με ρώτησε πίσω ενώ σταύρωνε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της και δεν ήξερα τι να πιστέψω.

«Υπονοείς ότι υπάρχει κι άλλος βρικόλακας στην πόλη μας και μάλιστα βρίσκετε ανάμεσα μας αυτήν την στιγμή;» ρώτησα ξέπνοα.

«Ελπίζω για το καλό του όχι για πολύ ακόμα αλλά ναι υπάρχει» μου επιβεβαίωσε και έμεινα να την κοιτώ χωρίς να ξέρω αν μπορώ να την πιστέψω ή όχι.

«Μπορείτε να μπαίνετε στα σπίτια χωρίς την άδεια μας πια;» ήταν το πρώτο που σκέφτηκα να την ρωτήσω και εκείνη μου χαμογέλασε με ικανοποίηση.

«Κοίτα, πραγματικά θαυμάζω το θάρρος σου να έρχεσαι να με αντιμετωπίζεις στα ίσια, ιδίως μετά τις παπαριές που σας έχει ποτίσει ο πατέρας σου και πραγματικά είμαι εδώ για να σου λύσω κάθε σου απορία γιατί όχι μόνο δικαιούσαι να ξέρεις αλλά και γιατί έχεις χρέος να ξέρεις... αλλά με τον πατέρα σου να είναι καθ οδόν μετά την ενημέρωση του Μικέ ότι ήμαστε εδώ και μιλάμε μόνοι μας, μάλλον δεν είναι η καλύτερη ώρα δεν νομίζεις;» μου είπε και μόλις κοίταξα πίσω από τον θάμνο και είδα πράγματι να έρχεται γούρλωσα τα μάτια μου και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Πρέπει να μιλήσουμε, οι δύο μας» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση.

«Πες το μέρος και την ώρα και θα είμαι εκεί» μου είπε και το σκέφτηκα γρήγορα.

«Αύριο, στο παλιό νεκροταφείο που είναι πίσω από το σχολείο, μετά το σχόλασμα» της είπα το πρώτο ασφαλές μέρος που σκέφτηκα και άφησε ένα πονηρό χαμόγελο.

«Καλόοοο ειλικρινά με εντυπωσιάζεις δεν σε είχα για τόσο κίνκη» με πείραξε και τα πήρα πάλι στο κρανίο.

«Μπέλλα μιλάω σοβαρά» της είπα απηυδισμένος και γέλασε για μια στιγμή.

«Θα είμαι εκεί» είπε μόνο και πριν ανοιγοκλείσω τα μάτια μου ένα αεράκι με δρόσισε και εκείνη έγινε άφαντη.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» με ρώτησε ο πατέρας μου φτάνοντας κοντά μου.

«Σκέφτομαι» του απάντησα αυτόματα και εκείνος έσμιξε τα φρύδια του και με κοίταξε σκληρά.

«Που τα πουλάς τα ψόφια σου, ξέρω ότι εκείνη ήταν εδώ, λέγε τι σου είπε» απαίτησε να μάθει και τον κοίταξα σκεπτικός.

«Είσαι σίγουρος ότι είναι η μοναδική βρικόλακας που είναι στην πόλη μας;» τον ρώτησα και εκείνος άφησε ένα ειρωνικό χαμόγελο όπως ακριβός έκανε και εκείνη πριν.

«Δεν σου είπα ότι είναι πανούργα; Δεν σου είπα ότι θα κάνει τα πάντα για να σπείρει την διχόνοια μεταξύ μας; Πόσα πρέπει να δεις και να ακούσεις ακόμα για να πιστέψεις ότι αυτό το παλιογύναιο θέλει μόνο να μας χωρίσει και να μας καταστρέψει;» με ρώτησε με δηλητήριο καθώς έφερνε το σώμα του κοντά στο δικό μου και εγώ αμυντικά έκανα λίγο πιο πίσω ανίκανος να κάνω μια καθαρή σκέψη... Ποιος διάολο τώρα λέει την αλήθεια και ποιος όχι;

«Πρόσεχε μην καταπιείς το σάλιο σου και δηλητηριαστείς» του είπε η Μπέλλα και αυτόματα γυρίσαμε τις ματιές μας προς το μέρος της.

«Σου έκανα ρητό ότι δεν θέλω να έχεις παρτίδες με την οικογένεια μου» απαίτησε ο πατέρας μου και εκείνη τον πλησίασε περισσότερο με ένα απειλητικό βλέμμα που πραγματικά με έκανε να ανησυχήσω για την σωματική του ακεραιότητα.

«Σου έκανα ρητό ότι είναι υποχρέωση σου να περάσεις την κληρονομιά σου στα παιδιά σου» του γύρισε πίσω και εκείνος άρχισε να ανασαίνει γρήγορα ενώ όλο του το πρόσωπο κοκκίνιζε από τα νεύρα του που είχαν ξεπεράσει κατά πολύ το προσωπικό του όριο.

«Τα παιδιά μου ξέρουν την κληρονομιά τους» δήλωσε κατηγορηματικά και εκείνη τον κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Έντουαρντ αγόρι μου, γνωρίζεις ποιος ήταν ο πρώτος Κάλλεν και γιατί ήταν τόσο σημαντικός ώστε να μείνει στην ιστορία;» ρώτησε εκείνη και κοίταξα για λίγο τον πατέρα μου πριν απαντήσω.

«Δεν θα δώσουμε και εξετάσεις για να πιστοποιήσεις εσύ ότι τα παιδιά μου γνωρίζουν...»

«Όσα εσύ θες να τους πασάρεις» συμπλήρωσε εκείνη την πρόταση του διακόπτοντας τον... «Γιατί αν ξέρανε όπως ισχυρίζεσαι τα πάντα, τώρα θα ξέρανε και ότι από το μοναδικό μυθικό πλάσμα που δεν κινδυνεύουν είμαι εγώ και αντι γι αυτό, τρέχουν να κρυφτούνε από μένα;... Δεν έχουν ιδέα ποια είμαι Κάρλαιλ, αλλά το χειρότερο είναι ότι δεν έχουν ιδέα ποιος είναι ο ρόλος μου στην ιστορία μας και μου πουλάς φούμαρα ότι ξέρουν;... Σκατά στα μούτρα τους ξέρουν και αν δεν το διορθώσεις αυτό και τώρα, να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω εγώ και αν έχεις τα κότσια, αν έχεις την δύναμη, προσπάθησε να με σταματήσεις» του είπε και γυρίζοντας του την πλάτη άρχισε να ξεμακραίνει.

«Θα περάσεις πάνω από το πτώμα μου για να τα πλησιάσεις» της φώναξε ο πατέρα μου και γυρίζοντας το μισό της σώμα προς το μέρος μας ενώ δεν σταμάταγε να προχωράει προς την πορεία που είχε αρχικά χαράξει, άφησε ένα σατανικό γελάκι καθώς έλεγε.

«Πολύ ευχαρίστως».........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA