Φτάνοντας στο σπίτι πριν προλάβω να βγω από το αμάξι ο Έμετ με σταμάτησε.
«Έντουαρντ;» είπε καθώς κράτησε σφιχτά το μπράτσο μου και γύρισα την ματιά μου νευριασμένα προς το μέρος του.
«Ξέρω ότι δεν είναι η καλύτερη στιγμή για σένα αλλά μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;» είπε παρακλητικά και γυρίζοντας την ματιά μου μπροστά, άφησα την ανάσα μου βαριά.
«Λέγε» του είπα κοφτά μέσα από τα δόντια μου και εκείνος για λίγο δίστασε.
«Αυτό που έγινε με μένα και την Μπέλλα...» είπε και γύρισα το πρόσωπο μου απότομα προς το μέρος του και εκείνος αμέσως σήκωσε τα χέρια του αμυντικά ενώ συνέχιζε... «Γίνετε να μην το πεις στον θείο;» συμπλήρωσε και για λίγο το σκέφτηκα.
«Δεν θα το πω αλλά με έναν όρο» του δήλωσα και με κοίταξε αινιγματικά... «Θέλω και εσύ να μην του πεις όσα μας είπε ο κύριος Σάλτζμαν σήμερα γι’ αυτήν» του είπα κατηγορηματικά και με κοίταξε με περισσότερη περιέργεια.
«Δεν θα το πω αλλά δεν καταλαβαίνω τον λόγο» είπε κοιτώντας με ακόμα με απορία.
«Δεν σου κάνει εντύπωση ότι δεν ξέρουμε τίποτα για εκείνην;» τον ρώτησα και ο Έμετ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.
«Ίσως γιατί μπορεί να μην έχει σχέση με μας;» είπε την πρώτη κοτσάνα που σκέφτηκε και τον κοίταξα με νόημα στα μάτια.
«Σύνελθε Έμετ, παρέδωσε τον θρόνο της στον πρώτο Κάλεν που έγινε βασιλιάς στον τόπο μας και δεν έχει σχέση με μας;» τον ρώτησα δύσπιστα και εκείνος συνέχισε να με κοιτάει λες και μίλαγα κινέζικα...
«Ξέρεις κάτι; Άστο, απλά για την ώρα μην πεις τίποτα γι’ αυτό οκ;» τον ρώτησα ξανά και ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.
«Ότι πεις» απάντησε και ανοίγοντας την πόρτα του βγήκε από το αμάξι και τον ακολούθησα και εγώ.
«Έντουαρντ;...» με σταμάτησε και πάλι ο Έμετ λίγο πριν ανοίξω την πόρτα και γύρισα προς το μέρος του... «Πιστεύεις ότι μπαμπάς σου μας λέει ψέματα;» με ρώτησε και τον κοίταξα έκπληκτος που το σκέφτηκε αυτό.
«Φυσικά και όχι... απλά πάντα ένιωθα ότι υπήρχαν κενά στις ιστορίες του και τώρα επιβεβαιώθηκα» του απάντησα και εκείνος το σκέφτηκε για λίγο.
«Και τι θα κάνεις τώρα;» με ρώτησε τελικά και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Δεν ξέρω ακόμα» του απάντησα ειλικρινά και εκείνος με σκούντησε.
«Πάμε μέσα γιατί με όλα αυτά μου άνοιξε η όρεξη» είπε εκείνος και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου απελπισμένα... ο αιώνιος Έμετ.
Ανοίγοντας την πόρτα είδαμε την μαμά μου να έρχεται προς το μέρος μας.
«Καλός τα παιδιά μου, πως ήταν η μέρα σας;» ρώτησε και ο Έμετ – για να αποφύγει την ανάκριση – πέρασε από δίπλα της σαν σίφουνας δίνοντας της ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο και έφυγε πριν προλάβει να τον σταματήσει.
«Τι έπαθες αυτός;» με ρώτησε ενώ αγκαλιάζοντας με, μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο και εγώ της το ανταπέδωσα πριν της απαντήσω.
«Δεν τον ξέρεις τώρα τον Έμετ;» της είπα και εκείνη με κοίταξε εξεταστικά.
«Τι έχεις αγόρι μου;» είπε καταλαβαίνοντας αμέσως το πόσο χάλια ένιωθα μέσα μου.
«Τσακώθηκα με την Έλενα» παραδέχτηκα και με κοίταξε με πόνο στα μάτια.
«Γιατί βρε αγάπη μου;» ρώτησε αμέσως ενώ με παρηγόρησε τρίβοντας απαλά την πλάτη μου.
«Δεν αντέχω τις σκηνές ζηλοτυπίας της» είπα αμέσως αγανακτισμένος και εκείνη μου χαμογέλασε.
«Έλα βρε αγόρι μου και νόμιζα ότι ήταν για κάτι σοβαρό...» την κοίταξα με το ύφος που έλεγε “γιατί δεν με καταλαβαίνεις;” Και εκείνη αμέσως με έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της... «Με τέτοιο όμορφο παλικάρι δίπλα της, είναι δυνατόν να μην ζηλεύει;» με πείραξε αλλά εγώ έγινα χειρότερα.
«Δεν της έχω δώσει κανένα δικαίωμα να με αμφισβητεί...» είπα κατηγορηματικά αλλά πριν συνεχίσει άλλαξα κουβέντα... «Τέλος πάντων δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό τώρα... η Άλις πως είναι;»
«Είναι καλύτερα μην ανησυχείς» με διαβεβαίωσε.
«Θα πάω να την δω» της είπα και αφού της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο, έφυγα από την αγκαλιά της και πήγα προς την σκάλα.
«Μιας που πας, ρώτα την κιόλας αν έχει κουράγιο να φάει μαζί μας» μου είπε και αφού κατένευσα για απάντηση ανέβηκα με γρήγορα βήματα προς τον πάνω όροφο.
Φτάνοντας έξω από το δωμάτιο της, χτύπησα την πόρτα και αφού με άφησε να μπω, άνοιξα την πόρτα και την είδα να είναι κουλουριασμένη σε μια μπάλα.
«Πως είσαι;» την ρώτησα και γυρίζοντας μόνο το κεφάλι της έκανε μια γκριμάτσα.
«Μουδιασμένη αλλά τουλάχιστον δεν πονάω... Εσύ γιατί έχεις βάλει πλερέζες;» με ρώτησε κατευθείαν και αναστέναξα, τόσο ανοιχτό βιβλίο είμαι πια;
«Τσακώθηκα με την Έλενα αλλά δεν θέλω να το συζητήσω» της το ξέκοψα κατευθείαν καθώς έκλεινα την πόρτα και μόλις έκατσα δίπλα της εκείνη γύρισε προς την μεριά μου για να με κοιτάξει καλύτερα.
«Δεν ξέρω τον λόγο αλλά είμαι σίγουρη ότι εσύ είχες δίκιο» μου είπε κατευθείαν και γέλασα καθώς σκύβοντας της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο.
«Τι λες θα τα καταφέρεις να σηκωθείς για να φάμε;» την ρώτησα και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Θέλω να κοιμηθώ» είπε κουρασμένα και χαϊδεύοντας την πλάτη της απαλά κατένευσα με κατανόηση.
«Μέχρι το βράδυ λες να έχεις συνέλθει;» την ρώτησα και εκείνη άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
«Είσαι καλά; Δεν το χάνω με τίποτα, πονάω δεν πονάω θα έρθω, δεν θα χάσω τέτοιο πάρτι για μια χαζοπερίοδο» είπε κατηγορηματικά και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου δύσπιστα.
«Είσαι μια... Άντε κοιμήσου τώρα να ξεκουραστείς και θα τα πούμε το απόγευμα» της είπα και αφού την αγκάλιασα, της έδωσα άλλο ένα φιλί και την άφησα για να πάω στο δωμάτιο μου.
Σήμερα θα γινόταν ο ετήσιος χορός των Κάλεν που διοργάνωναν κάθε χρόνο οι γονείς μου και καλούσαν τα πιο σημαντικά πρόσωπα της πόλης και μέσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα θα ήταν και ο διοικητής Σουάν ο πατέρας της Έλενας και όπως καταλαβαίνετε σίγουρα θα ερχόταν και εκείνη... Ακόμα ήμουν πολύ διχασμένος μετά από όσα είχαν συμβεί και επιπλέον με τα όσα έμαθα για την Μπέλλα, με έκαναν να στρεσάρομαι τόσο πολύ που δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να ηρεμήσω τα νεύρα μου που πια είχαν χτυπήσει κόκκινο.
Τα πάντα ήταν έτοιμα και τα τακτοποιημένα για την σημερινή βραδιά και γι’ αυτόν τον λόγο, σήμερα, θα τρώγαμε στην κουζίνα αντί στην τραπεζαρία που συνηθίζαμε να τρώμε για να αφήσουμε και τους επαγγελματίες που είχαν έρθει για να διοργανώσουν το πάρτι να κάνουν την δουλειά τους... Μόλις η μητέρα μου μας φώναξε, κατέβηκα με τον Έμετ και μόλις μπήκα στην κουζίνα και είδα τον πατέρα μου να είναι ήδη εκεί και να κάθετε, ένιωσα ότι έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου... Δεν ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω την ανάκριση του αλλά περισσότερο δεν ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω εκείνον ιδίως αν άρχισε πάλι της χαζομάρες του.
«Καλός τους, δεν θα κάτσετε;» ρώτησε κοιτώντας μας εξεταστικά και κάτσαμε σχεδόν ταυτόχρονα με τον Έμετ χωρίς να ανταλλάξουμε ματιές.
«Τι έγινε πως ήταν η πρώτη μέρα για την καινούργια μας μαθήτρια» ρώτησε κατευθείαν χλευάζοντας στην τελευταία λέξη και τον κοίταξα με απορία... Ήξερε ότι θα έρθει σήμερα στο σχολείο και δεν μας το είπε;
«Το ήξερες ότι θα έρθει σήμερα;» τον ρώτησα χωρίς να μπορέσω να χαλιναγωγήσω την περιέργεια μου.
«Το έμαθα» είπε απλά και τον κοίταξα δύσπιστα... «Λοιπόν;»
«Ήταν λες και δεν ήταν εκεί» απάντησε αμέσως ο Έμετ και τον κοιτάξαμε και οι δύο ταυτόχρονα.
«Δεν την είχατε σε κανένα μάθημα;» συνέχισε την ανάκριση και η μητέρα μου καθώς σέρβιρε και το δικό της πιάτο έκατσε απέναντι του και τον κοίταξε παρακλητικά.
«Αγάπη μου, άσε τα παιδιά να φάνε και τα λέτε μετά αυτά»
«Μπορείς να μην με διακόπτεις όταν μιλάω;» την επέπληξε σηκώνοντας την φωνή του μια οκτάβα πιο πάνω και η μητέρα μου χαμήλωσε το κεφάλι της ηττημένα μουρμουρίζοντας ένα συγνώμη και βάζοντας την πετσέτα στα πόδια της, πήρε το ποτήρι με το νερό της και έμεινε σιωπηλή... Σφίγγοντας τις μπουνιές μου κάτω από το τραπέζι σφράγισα το στόμα μου πριν του απαντήσω καταλλήλως και καταλαβαίνοντας το ο Έμετ έσπευσε να το σώσει.
«Μόνο στην ιστορία» του είπε για να του αποσπάσει την προσοχή και τα κατάφερε.
«Και είπε ή έκανε τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε τον Έμετ για να συνεχίσει και εκείνος κούνησε σοβαρός το κεφάλι του αρνητικά.
«Σου λέω αλήθεια θείε ήταν σαν να μην είχε έρθει καθόλου... ακόμα και στο διάλλειμα δεν την είδε κανείς, λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε» τον διαβεβαίωσε και ο πατέρα μου φάνηκε να πείστηκε.
«Περίεργο...» είπε σκεπτικός τρίβοντας το σαγόνι του και ξαφνικά κάρφωσε την ματιά του απάνω μου... «Σου μίλησε καθόλου;» με ρώτησε αυστηρά και τον κοίταξα με απορία.
«Για ποιον λόγο; Γνωριζόμαστε και από χθες;» τον ρώτησα και εκείνος χαλαρώνοντας πήρε το πιρούνι του και την στιγμή που άρχισε να τσιμπάει λίγο από τα λαχανικά του έριξε μια γρήγορη ματιά προς το μέρος μας.
«Τρώτε τι περιμένετε;... Μετά το φαί θα συνεχίσουμε την κουβέντα μας στο γραφείο, μην αφήνουμε και την μάνα σας να ξεροσταλιάζει περιμένοντας μας» συμπλήρωσε και δεν έχω ιδέα πως κρατήθηκα να μην τον κρατήσω από τα μαλλιά και να του χώσω την μούρη μέσα στο πιάτο.
Ήταν το λιγότερο απαράδεκτος απέναντι στην μητέρα μου και συνέχεια αν όχι πάντα, με έκανε να βγαίνω από τα ρούχα μου με την συμπεριφορά του... Εκείνη κλεισμένη όλη μέρα μέσα στο σπίτι να μας περιποιείται και να κάνει τα πάντα για να είμαστε όλοι ικανοποιημένοι και εκείνος δεν ήταν ικανοποιημένος με τίποτα... Πάντα θα είχε έναν λόγο να της φωνάξει, πάντα θα έβρισκε κάτι να μην του αρέσει και εκείνη πάντα θα έκανε τα πάντα και πάλι να τον ευχαριστήσει παίρνοντας όλη την ευθύνη απάνω της... Πως μπορεί να είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μην βλέπει το πόσο τον αγαπάει; Πως μπορεί ο ίδιος να μην έχει τα ίδια συναισθήματα για εκείνην;
Καθώς έτρωγα, μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα λόγια που είπε πριν... Γιατί να με ρωτήσει αν μου μίλησε και μάλιστα με τέτοιο ύφος; Και στην τελική γιατί να μου μιλήσει και τι να μου πει ακριβώς;... Τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου για μια στιγμή... Μήπως φοβάται ότι εκείνη έχει κάτι να πει που εμείς δεν πρέπει να μάθουμε; Μήπως αυτό το κάτι είναι αυτό που μας είπε σήμερα ο κύριος Σάλτζμαν;... Δεν καταλαβαίνω τίποτα, γιατί να μας το κρύψει από την αρχή ή ακόμα χειρότερα, γιατί να μην πρέπει εμείς να το μάθουμε;
Πάντα ήξερα ότι υπήρχαν κι άλλα, όμως αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί ο πατέρας, μας τα λέει επιλεκτικά.
Όταν μας οδήγησε στην βιβλιοθήκη, υπενθύμισα με τρόπο στον Έμετ να μην πει κουβέντα και μόλις κάτσαμε και οι τρεις εκείνος άρχισε να μας κοιτάει σαν να ήταν ο διοικητής της αστυνομίας και εμείς μόλις είχαμε κάνει το χειρότερο έγκλημα.
«Τι κρύβεται εσείς οι δύο;» ρώτησε χωρίς υπεκφυγές και τον κοιτάξαμε και οι δύο σοβαρά στα μάτια.
«Δεν σου κρύβουμε τίποτα θείε... Την είδαμε όταν ήρθε, στο διάλλειμα δεν εμφανίστηκε πουθενά και την ώρα της ιστορίας έσκασε μύτη στο μάθημα, έκατσε σε ένα θρανίο και έμεινε εκεί χωρίς να πει ή να κάνει κάτι άλλο» τον διαβεβαίωσε ο Έμετ που ήταν διάνοια στο να λέει ψέματα και να μην τον καταλαβαίνει κανείς και εγώ τον σιγοντάριζα κρατώντας το ύφος μου σοβαρό χωρίς να τα χάνω στιγμή και εκείνος αφού επιτέλους πείστηκε, χαλάρωσε και άρχισε τα δικά του.
«Καλός...» είπε παρατώντας τα και αφού άνοιξε το συρτάρι του έβγαλε έναν φάκελο της αστυνομίας και το πέταξε προς το μέρος μας... «Τώρα θέλω να με ακούσετε καλά γιατί θα το πω μια φορά και αν δω ότι με παρακούτε θα υπάρχουν επιπτώσεις...» δήλωσε αυστηρά και με την ματιά του έδειξε τον φάκελο... «Αυτό είναι το τελευταίο της θύμα» μας ενημέρωσε και ο Έμετ ανυπόμονα το άνοιξε και άρχισε να κοιτάει τις φωτογραφίες αχόρταγα με ενθουσιασμένο ύφος... Τι να πω πια γι’ αυτό το παιδί, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια της ψηλά.
Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στις φωτογραφίες, διαπίστωσα ότι τα σημάδια ήταν ίδια και με τις άλλες δύο δολοφονίες που μας είχε δείξει ο πατέρας μου μέσα στο καλοκαίρι και κλείνοντας τον φάκελο τον έτεινα προς το μέρος του.
«Πιστεύω τώρα να έχετε καταλάβει πόσο επικίνδυνη είναι...» είπε με μια σιγουριά που εμένα περισσότερο με προβλημάτισε παρά με έκανε να νιώσω φόβο μέσα μου για εκείνην... «Θέλω να μείνετε όσο μπορείτε πιο μακριά από αυτόν τον διάβολο που ήρθε για να μας χαλάσει την ησυχία μας και όπου και να πηγαίνετε να μην είσαστε ποτέ μόνοι, όσο θα σας βλέπει με παρέα δεν θα τολμήσει να σας πλησιάσει γιατί σίγουρα δεν την συμφέρει να αποκαλυφθεί... Αν προσπαθήσει να σας μιλήσει, αποφύγετε την, είναι πανούργα και σίγουρα θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να σας χωρίσει, για να καταφέρει να πάρει αυτό που θέλει...» είπε γυρίζοντας την ματιά του προς το μέρος μου... «Και σίγουρα δεν θα την αφήσουμε να το πάρει, έτσι δεν είναι Έντουαρντ;» με ρώτησε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Μιλάς σαν να την ξέρεις πολύ καλά...» του πέταξα και άφησε ένα ειρωνικό γελάκι.
«Δεν την ξέρω προσωπικά, αν αυτό υπονοείς, αλλά ξέρω ακριβώς πως σκέφτονται αυτά τα αηδιαστικά πλάσματα που όπου εμφανιστούν σπέρνουν μόνο το κακό και τον θάνατο» είπε σταθερά αλλά δεν με έπεισε και πολύ.
«Και πως είσαι τόσο σίγουρος, ότι αυτή η καινούργια, είναι αυτή που έκανε τους φόνους;» συνέχισα να τον πιέζω και εκείνος με κοίταξε ερευνητικά.
«Με αμφισβητείς;» μου γύρισε την ερώτηση και ξεφύσησα απηυδισμένος.
«Μα πατέρα, δεν υποτίθεται ότι οι βρικόλακες καίγονται στον ήλιο; Πως μπορεί να είναι η καινούργια και να κυκλοφορεί ανενόχλητη το πρωί;» τον ρώτησα πίσω και άφησε ένα γελάκι πριν απαντήσει.
«Είδατε κανένα περίεργο κόσμημα απάνω της;» ρώτησε και έσμιξα τα φρύδια μου σε μια προσπάθεια να θυμηθώ.
«Είχε ένα περίεργο δαχτυλίδι» είπε αμέσως ο Έμετ και γύρισα την ματιά μου απότομα προς το μέρος του, φυσικά εκείνος θα ήξερε μέχρι και τι χρώμα εσώρουχο φόραγε, αν φόραγε, αυτό δεν θα ήξερε;
«Θυμάσαι πως ήταν;» τον ρώτησε ο πατέρας μου και εκείνος το σκέφτηκε για λίγο.
«Ήταν τεράστιο και μπλε» του είπε αδιάφορα.
«Είχε τίποτα απάνω;» τον πίεσε περισσότερο ο πατέρας μου και ο Έμετ το σκέφτηκε λίγο περισσότερο.
«Θείε δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο...» είπε ξινίζοντας τα μούτρα του... «Ένα απλό δαχτυλίδι ήταν με μια ψεύτικη πέτρα σαν σκαθάρι... Στο πανηγύρι που πήγαμε την προηγούμενη βδομάδα, το είχαν σε κάθε πάγκο που υπήρχε με τα ασημένια κοσμήματα και σίγουρα δεν κοστίζει πάνω από 5€» του είπε ειλικρινά ο Έμετ και ο μπαμπάς τον κοίταξε σχεδόν σοκαρισμένος.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν φόραγε κάποιο άλλο δαχτυλίδι;» τον ρώτησε πιο επίμονα και αυτό με έκανε ακόμα πιο βέβαιο ότι ξέρει περισσότερα για εκείνην από όσο θέλει να δείξει αλλά περισσότερο με έκανε να καταλάβω ότι δεν του άρεσε καθόλου αυτό το νέο... Το γιατί σίγουρα θα μου μείνει αναπάντητο.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν ξέρεις τίποτα παραπάνω για εκείνην από όσα μας έχεις πει ήδη;» τον προκάλεσα εγώ και εκείνος γύρισε απότομα την ματιά του άγρια προς το μέρος μου.
«Πως τολμάς να αυθαδιάζεις μπροστά στον πατέρα σου;» μου γύρισε πίσω και τον κοίταξα με ύφος.
«Τουλάχιστον γνωρίζεις πόσο χρονών είναι;» συνέχισα εγώ ακάθεκτος και έσμιξε τα φρύδια του ενώ με κοίταζε με ένα ύφος λες και προσπαθούσε να μπει μέσα στο μυαλό μου.
«Έχεις ιδιαίτερο λόγο που ρωτάς;» μου γύρισε πάλι την ερώτηση αποφεύγοντας να μου απαντήσει και αυτό με έκανε ακόμα πιο πεπεισμένο ότι κρύβει κάποια πράγματα επίτηδες ιδίως για εκείνην.
«Απλά ρώτησα» του απάντησα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου αλλά δεν τον έπεισα.
«Εσείς είσαστε σίγουροι ότι δεν σας μίλησε;» το γύρισε στην επίθεση και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.
«Όχι δεν μας μίλησε...» του είπα σχεδόν ειρωνικά και εκείνος σκλήρυνε το ύφος του... «Αλλά ο κύριος Σάλτζμαν μας ρώτησε σήμερα αν γνωρίζουμε ποιο είναι το όνομα της πρώτης και μοναδικής Αρχόντισσας του τόπου μας... μήπως εσύ γνωρίζεις ποια ήταν η απάντηση;» τον προκάλεσα περισσότερο και αμέσως όλο του το ύφος άλλαξε αλλά παρέμεινε το ίδιο αυστηρό.
«Δεν θα σας χρειαστώ άλλο προς το παρόν... Μείνετε μακριά της... Μην με αναγκάσετε να το πω δεύτερη φορά γιατί τότε θα έχει και συνέπειες» δήλωσε κατηγορηματικά και μας άδειασε αφήνοντας μας με όλα τα ερωτήματα μας αναπάντητα.
Χωρίς επιλογή, κάναμε ότι μας είπε και όταν γύρισα στο δωμάτιο μου έκατσα και σκέφτηκα πολύ καλά όλα όσα είχα μάθει σήμερα για εκείνην... Κάτι δεν κολλούσε εδώ και σίγουρα θα έψαχνα για να το βρω αλλά το θέμα είναι το πως... Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να ρωτήσω την ίδια, από την άλλη ο πατέρας μου δεν θα μου απαντούσε ποτέ... πως σκατά θα ανακαλύψω την αλήθεια;
Με το σούρουπο ο κόσμος άρχισε να έρχεται σιγά-σιγά και εγώ καθώς φόρεσα ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο, έστρωσα τα μαλλιά μου, μετά από απαίτηση του κύριου Κάλλεν γιατί δεν άντεχε να τα βλέπει να πετάνε και καθώς κατέβηκα κάτω, πήγα να βρω τα αδέλφια μου στην πίσω αυλή που είχαν μαζευτεί για να ξεχαστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου