Θέλοντας να μείνω μακριά από όλους και από όλα, βρήκα μια άδεια τάξη και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα, έκατσα σε ένα από τα άδεια θρανία και καθώς έβαλα τα χέρια μου να ακουμπήσουν πάνω στο γραφείο άφησα το κεφάλι μου να ξεκουραστεί πάνω στα χέρια μου... Κλείνοντας τα μάτια μου απομονώθηκα στην ησυχία που επικρατούσε και προσπάθησα να ξαναβρώ την λογική μου αλλά ήταν τόσο δύσκολο που το μόνο που κατάφερα τελικά ήταν να κάνω την ένταση μου μεγαλύτερη καθώς όλα όσα είχαν συμβεί κατέκλυζαν τον νου μου και τα ερωτήματα αντί να μειώνονταν γινόντουσαν διπλάσια και τριπλάσια.
Καθώς το σώμα μου αντιδρούσε σε αυτές τις σκέψης κάποια στιγμή μια γνώριμη γυναικεία φωνή έφτασε στ’ αυτιά μου και χωρίς να το κάνω συνειδητά, συγκεντρώθηκα σε αυτήν ώστε να καταφέρω να την ακούσω πιο καλά... Όσο περισσότερο συγκεντρωνόμουν τόσο περισσότερο τα λόγια της άρχισαν να ξεκαθαρίζουν σε σημείο μάλιστα να είμαι πλέον ικανός να ακούω μέχρι και τον συνομιλητή της, τον κύριο Σάλτζμαν; Δεν ήμουν σίγουρος γι αυτό.
«Πως το πήρε ο μικρός» εκείνος ρώτησε και άκουσα την Μπέλλα να ξεφυσάει αγανακτισμένα.
«Για την ώρα ψύχραιμα αλλά πολύ φοβάμαι ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ...» απάντησε εκείνη και αμέσως η καρδιά μου άρχισε να επιταχύνετε... «Δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από όσο τα περίμενα...» συνέχισε αφήνοντας ένα γελάκι να της ξεφύγει... «Ο Καρλάιλ ήξερε ακριβώς τι έκανε, είχε προετοιμάσει το έδαφος πολύ καλά και πολύ φοβάμαι ότι κατάφερε τον σκοπό του»
«Θα έπρεπε να τον είχες πάρει να τον μεγαλώσεις εσύ όταν σου δόθηκε η ευκαιρία αλλά μάλλον δεν μπόρεσες» της είπε εκείνος.
«Δεν μπόρεσα» επιβεβαίωσε εκείνη κάτω από τον αναστεναγμό της αλλά δεν είπε και τίποτα άλλο... Οπότε δεν είχε σκοπό να με σκοτώσει ήθελε μόνο να κάνει τον πατέρα μου να το πιστεύει ώστε να με αφήσει στην ησυχία μου... αυτόματα σκέφτηκα και μια νέα ελπίδα άρχιζε να φωλιάζει ξανά μέσα μου.
«Πιστεύεις ότι θα πάρει το μέρος του;» την ρώτησε και παρέμεινε για λίγο στην σιωπή.
«Είναι στην χειρότερη φάση της ζωής του, μόνο το γεγονός ότι έχει μπει στην εφηβεία φτάνει για να του φέρει όλη την σύγχυση που τον κάνει να τρελαίνεται, συν την καταπίεση του Καρλάιλ, την άγνοια και τα όσα τον βομβαρδίζω τώρα εγώ λόγο έλλειψης χρόνου... Πολύ θέλει ένα μυαλό για να καταρρεύσει; Και πάλι καλά που κρατάει ακόμα, αυτό είναι η μόνη μου ελπίδα, άλλος στην θέση του θα ήταν ήδη σε κάποιο φρενοκομείο λόγο της πίεσης που του ασκεί η ίδια του η φύση» τελικά του απάντησε με πόνο και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο καθώς ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι τα όσα έπρεπε να μάθω ακόμα όχι μόνο δεν θα μου ξεκαθάριζαν τα ερωτηματικά που μου είχαν δημιουργηθεί αλλά θα μου δημιουργούσαν άλλα τόσα.
«Και θα το ρισκάρεις;» ρώτησε ο κύριος Σάλτζμαν που η φωνή του πλέον ήταν πιο ξεκάθαρη στ’ αυτά μου που ήταν λες και αυτή η κουβέντα γινόταν ακριβώς μπροστά μου.
«Δεν έχω άλλη επιλογή, είναι ο μόνος τρόπος να προστατέψει το είδος του και φυσικά την οικογένεια του...» είπε αδιάφορα και αυτό έκανε το αίμα μου να αρχίζει να βράζει μέσα μου... «Αλλά ακόμα και αυτό πιστεύω ότι όσο περνάει ο καιρός και μαθαίνει περισσότερα για το τι τον περιμένει, δεν θα είναι ικανό να τον πείσει ότι είναι η μόνη λύση για εκείνον»
«Εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να το πιέσεις άλλο, αν δεν βρει τις ψυχικές τους ισορροπίες ξέρεις πολύ καλά τι θα συμβεί» της τόνισε.
«Δεν έχω άλλη επιλογή, αν δεν σπάσει την κατάρα του δεν έχουμε καμία ελπίδα να καταφέρουμε να τους σταματήσουμε Αλάρικ» του είπε με πείσμα και η καρδιά μου άρχισε και πάλι να επιταχύνετε... Που κολλάει ο κύριος Σάλτζμαν σε όλα αυτά;
«Δεν τον χρειαζόμαστε ο πατέρας μου....»
«Ο πατέρας σου είναι ένας ηλίθιος που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να σπέρνει κουτάβια και μετά να τα αφήνει στο έλεος τους με μένα από πίσω να ψάχνω να τα βρίσκω ώστε να τα προετοιμάζω για την μοίρα τους για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα γίνει κανένα λάθος πάλι» του είπε σκληρά με δηλητήριο στην φωνή της.
«Δεν είναι αλήθεια αυτό, έχει αλλάξει πλέον, μας προετοιμάζει για όλα» διαφώνησε αμέσως ο κύριος Σάλτζμαν και η Μπέλλα άφησε ένα ειρωνικό γελάκι ρουθουνίζοντας.
«Αλήθεια;;;... Αφού τότε είσαστε πλέον προετοιμασμένοι για όλα, αφού γνωρίζετε όλη την αλήθεια, για ποιον λόγο προσπαθείς να μου αλλάξεις γνώμη για το θέμα του Έντουαρτ;» τον ρώτησε με μια δόση ειρωνείας στην φωνή της και ο κύριος Σάλτζμαν έμεινε για λίγο σιωπηλός ενώ η δική μου καρδιά άρχισε να αυξάνει περισσότερους τους χτύπους της.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο σημαντική η δική του μεταμόρφωση» είπε τελικά ηττημένα.
«Ακριβώς στα λόγια μου έρχεσαι...» σχολίασε πικρόχολα... «Ο πατέρας σου το μόνο που ξέρει να κάνει Αλάρικ είναι να σπέρνει, το θέρισμα το αφήνει για το κορόιδο που δεν έχει άλλη επιλογή από το τρέχει σε όλες τις ηπείρους να ψάχνει τα μούλικα του...» συνέχισε ενώ η φωνή της άρχισε να ξεμακραίνει από την απόσταση της φωνή του κύριου Σάλτζμαν.
«Και πες μου τώρα εσύ, για ποιον λόγο εγώ θα πρέπει να συνεχίζω να το κάνω όταν ο δημιουργός μας ο ίδιος αδιαφορεί για τις ίδιες τους τις πράξεις; Όταν στην τελική εκείνος είναι ο πατέρας μας που θα έπρεπε να καθοδηγεί τα παιδιά του;» τον ρώτησε με πόνο.
«Εκείνος μπορεί να είναι ο πατέρας μας Μπέλλα αλλά εσύ είσαι η μητέρα όλων μας» της είπε με μια βαθιά φωνή γεμάτη θαυμασμό.
«Και εγώ ένα από τα παιδιά του είμαι Αλάρικ και μάλιστα από μια απόγονος του! Ούτε δικό του παιδί ήμουν, ούτε παιδί μιας πρωτότοκης απόγονος του αλλά ακόμα και εκεί η μοίρα μου θέλησε να μου παίξει άσχημο παιχνίδι, από την μία από τις επτά γενιές που θα έπρεπε να περαστεί σε έναν πρωτότοκο το γονίδιο της επιλέχτηκε να το πάρω εγώ και πες μου τώρα εσύ γιατί; Γιατί θα έπρεπε εγώ συγκεκριμένα να έχω αυτό τον ρόλο; Για τον θεό ήμουν μόνο ένα παιδί, ένα δεκαεξάχρονο παιδί που το μόνο που ήξερε στην ζωή του να κάνει ήταν να λατρεύει την φύση και να γίνετε ένα με αυτήν... Στο μυαλό μου όλα ήταν τόσο τέλεια, χαιρόμουν την ζωή με όλα τα καλά που μου πρόσφερε, δεν ζήτησα ποτέ να γίνω αθάνατη, το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, να αγαπήσω και να αγαπηθώ, να κάνω οικογένεια όταν θα ερχόταν η σειρά μου, να μεγαλώσω τα παιδιά μου και να αναπαυθώ εν ειρήνη και μου τα στέρησαν όλα, την αθωότητα μου, την ίδια μου την ανθρώπινη φύση αδιαφορώντας, φορτώνοντας και απάνω όλη την ευθύνη των περασμένων χρόνων, απαιτώντας να είμαι εγώ αυτή που θα τους προστατέψει γιατί ήμουν η μόνη που είχα την δύναμη να το κάνει αλλά ποιος από όλους σας έκατσε ποτέ να σκεφτεί έστω και για λίγο όλα αυτά τι σημάδια άφησαν απάνω στην ψυχή μου; Ποιος ενδιαφέρθηκε να μάθει όλα αυτά τι επιπτώσεις είχαν σε μένα; Αλλά περισσότερο τι επιπτώσεις θα έχουν σε σας αν εγώ σταματήσω να ενδιαφέρομαι;...» την άκουσα να εκφράζει με παράπονο όλα όσα και η δική μου ψυχή ρωτάει αγανακτισμένα και αμέσως ένιωσα μια μεγάλη ανάγκη να πάω να την βρω αλλά μόλις άκουσα τα επόμενη της λόγια παρέμεινα ξανά στην θέση μου...
«Κανείς Αλάρικ, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς, γιατί όλοι με έχετε δεδομένη, θεωρείτε ότι ακόμα έχω την δύναμη να παλεύω αλλά η αλήθεια είναι τόσο μακριά που κανένας σας δεν έχει ιδέα τι ηράκλειες προσπάθειες χρειάζεται να καταβάλω καθημερινά ώστε να καταφέρω να κλειδώνω το τέρας που γρυλίζει μέσα μου περιμένοντας την πρώτη ευκαιρία που θα κάνω το λάθος ώστε να πάρει τα ηνία για να με κυριαρχήσει... Έχεις ιδέα πόσο κοντά είναι; Έχεις ιδέα πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται να καταβάλω για να του κλείνω την πόρτα στην μούρη κάθε φορά που επιχειρεί να την ανοίξει που έχει πια λιώσει από τα χτυπήματα της μοίρας μου; Κουραστικά Αλάρικ να το πολεμώ αλλά χειρότερα νιώθω ότι δεν υπάρχει λόγος πλέον να το κάνω άλλο»
«Αυτό δεν είναι αλήθεια και το ξέρεις, δεν είσαι μόνη σου πια Μπέλλα είμαστε εμείς εδώ να σε στηρίζουμε» επέμενε με πείσμα και άκουσα ένα ειρωνικό γελάκι να ξεφεύγει από τα χείλια της.
«Αλήθεια; Που ακριβώς είσαστε Αλάρικ; Γιατί μάλλον είμαι πολύ τυφλή πια για να μην σας βλέπω» του γύρισε ειρωνικά και η φωνή του κύριου Σάλτζμαν άρχισε να πλησιάζει την δική της φωνή.
«Θα κάνουμε τα πάντα για να σταθούμε στο πλευρό σου, δεν είμαστε λίγοι πια και έχουμε την δύναμη...»
«Για ποια δύναμη μου μιλάς Αλάρικ; Εσύ είσαι μόλις 35 χρόνων και ακόμα δεν έχεις σπάσει την κατάρα σου, δεν έχεις εκπαιδευτεί ώστε να δαμάζεις το τέρας, δεν έχεις μάθει να πολεμάς, πως ακριβώς η δύναμη του κουταβιού θα με βοηθήσει; Για να έχεις την δύναμη που λες πρέπει να φτάσεις 100 χρόνων για να μπορείς να πεις ότι θα καταφέρεις να παλέψεις, με έναν από αυτούς όχι με όλους, ίσως ισάξια και πάλι να χάσεις την ζωή σου γιατί εκείνοι έχουν στο σώμα τους 1500 χρόνων δύναμη, ξέρεις τις σημαίνει αυτό; Έχεις ιδέα πόσοι από εσάς χρειάζονται να τα βάλουν μαζί τους για να καταφέρουμε να τους κάνουμε να υποχωρήσουν; Όχι να χάσουν την ζωή τους Αλάρικ αλλά να υποχωρήσουν, χιλιάδες μην σου πω εκατομμύρια και θες να μου πεις ότι ο πατέρας σου έχει καταφέρεις να μαζέψει, να προετοιμάσει και να εκπαιδεύσει τόσους πολλούς;...» τον ρώτησε με αμφιβολία διακόπτοντας τον... «Πολύ αμφιβάλω»
«Μην φέρνεις την καταστροφή Μπέλλα, δεν είναι έτσι τα πράγματα και το ξέρεις και όσο αφορά τον πατέρα μου να ξέρεις ότι πάντα ενδιαφερόταν και προσπαθούσε...»
«Προσπαθούσε;...» αναφώνησε αγανακτισμένα... «Που ακριβώς ήταν όταν ο πατέρας μου γύριζε για να πάρει την εκδίκηση του, όταν σχεδόν όλη η πόλη αφανίστηκε για να τον σταματήσει, όταν οι εναπομείναντας εκμεταλλευόμενοι τον θρήνο μου διατελούσαν το σώμα μου σε μικρά κομμάτια και τα έθαβαν σε διάφορα μέρη της γης αφήνοντας με να σαπίζω στους αιώνες μέσα στο υγρό χώμα κάνοντας την οργή μου να μεγαλώνει και την ψυχή μου να μαυρίζει από όλη την αδικία που με έπνιγε και με βασάνιζε για να μπορέσουν εκείνοι ανενόχλητοι να αφανίσουν όλους τους Κάλλεν που είχαν απομείνει ώστε να καταφέρουν πάρουν την πόλη στα χέρια τους και να κερδίσουν όλη την δόξα;... Που ήταν εκείνος Αλάρικ όταν όλα όσα εμείς ζήσαμε εκείνοι φρόντιζαν να τα κάνουν μύθους για να τρομάζουν τα μικρά παιδιά, όταν η άνθρωποι άρχιζαν να ξεχνάνε, όταν όλα τα ιστορικά ντοκουμέντα καιγόντουσαν στην πυρά για να μην τολμήσει κανείς άλλος να φέρει την αλήθεια ξανά στην επιφάνεια;... Αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα ζούνε στην πιο ιστορική πόλη των αιώνων, στην πόλη που η ζωή άρχισε και πάλι να ανθίζει ξανά λίγο πριν τον πρώτο της αφανισμό, στην πόλη που η ζωή θα σταματήσει και πάλι να υπάρχει μόλις όλα θα έχουν τελειώσει και δεν έχουν ιδέα για την ιστορία τους, πιστεύουν ότι όλοι εμείς απλά είμαστε ένας μύθος, ακούνε όλες τις μαλακίες που τους ποτίζουν τα μίντια και γελάνε γιατί δεν πιστεύουν ότι αφανισμός της ανθρώπινης ζωής είναι τόσο κοντά... Και εσύ μου λες ότι προσπαθεί; Πως ακριβώς δηλαδή προσπαθεί Αλάρικ;» τον ρώτησε με πόνο στην φωνή της με αγανάκτηση και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.
«Που ήταν εκείνος όταν τα μοναδικά πλάσματα σε όλον τον κόσμο που νοιάστηκαν για όλα αυτά και προσπάθησαν να κάνουν τα πάντα για να μην χαθούν στον χρόνο παλεύοντας με κίνδυνο την ίδια τους την ζωή να βρουν και να κρύψουν τα ημερολόγια μου που υπήρχαν στο παλάτι για να γράψουν την ιστορία ξανά από την αρχή, όταν φρόντιζαν με όλες τις αντίξοες συνθήκες την κρυφή γυναίκα του Κοτρέζε με το αγέννητο παιδί της μέχρι να ξεχαστούν όλα για να μπορούν σήμερα οι Κάλλεν να έχουν πίσω το όνομα τους και την κληρονομιά τους ξανά, όταν φρόντιζαν να κρύψουν και να κρατήσουν φυλαγμένες τις στάχτες των δικών μου ώστε να μην καταφέρει κανείς να τους βρει, όταν έψαχναν σπιθαμή προς σπιθαμή όλον τον πλανήτη αιώνες ολόκληρους για να καταφέρουν να βρουν τα κομμάτια του διαμελισμένου μου κορμιού ώστε να τα ενώσουν ξανά με την ελπίδα να ξαναγυρίσω, όταν πάλευαν με όλη τους την ψυχή να με κάνουν να βρω την λογική μου που είχα χάσει; Δεν ήταν πουθενά Αλάρικ, δεν νοιάστηκε ποτέ του» συνέχισε με πικρία ενώ η φωνή της έσπαγε στην μέση και τα μάτια μου αυτόματα βούρκωσαν από τον δικό της πόνο.
«Γι αυτό αν θέλετε σήμερα να ευχαριστήσετε κάποιον που υπάρχετε τότε ευχαριστήστε τους Σάλβατορ όχι εμένα, ούτε καν τον πατέρα σου γιατί εκείνοι ακόμα και χωρίς να έχουν καμία σχέση με την οικογένεια μας, χωρίς να έχουν καμία επιπλέον δύναμη από αυτή που έχουμε εμείς ήταν οι μοναδικοί που νοιάστηκαν για την δική μας κληρονομιά και δεν ζήτησαν ποτέ τίποτα για αντάλλαγμα» κατέληξε και άκουσα τον κύριο Σάλτζμαν να αναστενάζει.
«Και αν εμείς δεν έχουμε την δύναμη να τους σταματήσουμε, πως ακριβώς θα μπορέσει να το κάνει ο σωσίας από την στιγμή που είναι μόνο ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι που δεν έχει καν βρει τις ψυχικές τους ισορροπίες για να μπορέσει να κυριεύσει τον ίδιο του τον εαυτό;» τελικά ρώτησε μετά από μια σύντομη σιωπή και αμέσως η φωνή της Μπέλλας πήρε την ίδια αχρωμάτιστη χροιά που είχε πάντα.
«Η προφητεία λέει ότι είναι ο μόνος που θα καταφέρει να βρει τον τρόπο να σκοτώσει όσους θέλουν να καταφέρουν να επαναλάβουν την ιστορία για να εκπληρώσουν τα αρχικά σχέδια του πατέρα μου» του απάντησε απλά και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία... Για ποιον σωσία μιλάνε;... αναρωτήθηκα για μια στιγμή αλλά μόλις άκουσα την απορία του κύριου Σάλτζμαν το άφησα στην άκρη του μυαλού μου για να ακούσω παρακάτω.
«Μα πως μπορεί να γίνει αυτό;»
«Λέει ότι η δύο ψυχές θα γίνουν μία και θα πάρει όλη την δύναμη του αδικοχαμένου πρίγκιπα για να μπορέσει να εκπληρώσει την δική του μοίρα ελευθερώνοντας το ανθρώπινο είδος από μια μελλοντική απειλή» του απάντησε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.
«Με ποιον τρόπο;» την ρώτησε με απορία και ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Και που θες να ξέρω εγώ;... Δεν είμαι εγώ αυτή που κάνει τις προφητείες Αλάρικ εγώ απλά ελπίζω να έχουν δίκιο για να εκπληρώσω επιτέλους τον σκοπό της δικής μου ύπαρξης μπας και με παρατήσετε στην ησυχία μου» απάντησε αγανακτισμένα.
«Και αν δεν καταφέρει να κοντρολάρει τα ένστικτά του;» συνέχισε τις απορίες του ο κύριος Σάλτζμαν και τότε η φωνή της Μπέλλας άλλαξε ξανά, έγινε πιο ψυχρή και από πάγο ενώ ακούγοντας τα επόμενα της λόγια έκανε όλο μου το κορμί να παγώσει.
«Αν δεν τα καταφέρει τότε δεν θα μου δώσει άλλη επιλογή από το να τον σκοτώσω για δεύτερη φορά» τα λόγια της ξυράφια έσκιζαν την καρδιά μου και εκείνη μάτωσε, έγινε κομμάτια και με μια δυνατή έκρηξη άρχισε να επιταχύνετε τόσο έντονα που έκανε όλο μου το στήθος να πονά σε σημείο να μην μπορώ να πάρω ούτε μια αρκετή ανάσα ώστε να καταφέρω να ανανεώσω τον αέρα στα πνευμόνια που αναζητούσαν απελπισμένα για λίγο οξυγόνο.
«Μα τι στο διάολο κάνει πάλι;...» την άκουσα να λέει αγανακτισμένα... «Μα τον θεό αυτός θα με αποτρελάνει»
«Ποιος;» ρώτησε ο κύριος Σάλτζμαν και την άκουσα να μετακινείτε νευρικά και εκείνος την ακολούθησε.
«Ο μικρός ποιος άλλος;...» απάντησε νευριασμένα και η πόρτα του δωματίου που βρίσκονταν άνοιξε απότομα... «Η καρδιά του κοντεύει να εκραγεί» συνέχισε και τα βήματα της γρήγορα και νευρικά ακουγόντουσαν από μακριά ενώ άνοιγε διάφορες πόρτες ξανά και ξανά.
«Λες να μας άκουσε;» την ρώτησε παγωμένα ο κύριος Σάλτζμαν.
«Γιατί εσύ μπορείς να ακούσεις όσα λέγονται στην διπλανή τάξη;» τον ρώτησε με μια ειρωνεία στην φωνή της.
«Όχι»
«Τότε πως θα μπορούσε εκείνος να μας ακούσει αφού δεν είναι καν τόσο κοντά;... Μα που στο διάολο έχει κρυφτεί γαμώτο του...» συνέχισε με αγωνία στην φωνή της... «Δεν ακούω κανέναν άλλον καρδιακό παλμό γύρω του άρα είναι μόνος, ποιες τάξεις είναι ελεύθερες αυτήν την ώρα;» τον ρώτησε ξαφνικά ενώ σταμάτησε τα βήματα της.
«Πιθανολογώ του δευτέρου ορόφου που τα παιδιά της δευτέρας τάξης έχουν πάει εκδρομή» την πληροφόρησε και αμέσως άκουσα τα βήματα τους στην σκάλα να ανεβαίνουν γρήγορα και προσπάθησα να φύγω ώστε να μην με βρει αλλά μου ήταν αδύνατον, ο πόνος στο στήθος μου με είχε παραλύσει και το κορμί μου δεν υπάκουσε πια στις εντολές μου.
«Ο Χριστός και η μάνα του...» αναφώνησε μόλις η πόρτα της τάξης όπου βρισκόμουν άνοιξε απότομα και αμέσως ένιωσα να τρέχει κοντά μου αλλά δεν ήμουν ικανός ούτε το κεφάλι μου να σηκώσω... «Αλάρικ τρέχα και φέρ’ του κάτι για να πιεί» συνέχισε αγχωμένα ενώ βάζοντας το χέρι της κάτω από το σαγόνι μου ανάγκασε το κεφάλι μου να σηκωθεί και ανοίγοντας τα βλέφαρα μου άρχισε να ελέγχει τις κόρες των ματιών μου όπως θα έκανε ένας γιατρός που εξετάζει κάποιον λιπόθυμο ασθενή την στιγμή που ο κύριος Αλάρικ την ρωτούσε.
«Νερό;»
«Οτιδήποτε μόνο γρήγορα» τον πρόσταξε ξανά με την ανάσα της να πηγαίνει γρήγορα και συγκρατώντας το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια προσπάθησε να με καθοδηγήσει.
«Έντουαρτ με ακούς;...» με ρώτησε αλλά εγώ ακόμα παλεύοντας για λίγο αέρα δεν μπορούσα να μιλήσω... «Αν με ακούς προσπάθησε να μου απαντήσεις με οποιονδήποτε τρόπο μπορείς» με παρακάλεσε αγχωμένα και καθώς ένιωσα το χέρι της να καλύπτει το δικό μου, σε μια απελπισμένη κίνηση άνοιξα τα δάχτυλά μου και τα πέρασα ανάμεσα στα δικά της και ξανακλείνοντας τα, τα έσφιξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει για να μπορέσω να την κρατήσω κοντά μου.
«Έντουαρτ άκουσε με προσεκτικά, είναι μεγάλη ανάγκη να χαλαρώσεις και να κάνεις την καρδιά σου να γυρίσει στους φυσιολογικούς της παλμούς...» μου είπε αγχωμένα και αυτό για κάποιον λόγο με έκανε χειρότερα... «Σε παρακαλώ προσπάθησε να ηρεμήσεις η καρδιά σου είναι δυνατή θα αντέξει αλλά πρέπει να την κάνεις να ξαναβρείς του φυσιολογικούς της ρυθμούς» με παρακάλεσε ξανά και δεν είχα ιδέα τι να κάνω.
"Βοήθησε με" ούρλιαζα μέσα μου αλλά οι λέξεις δεν κατάφεραν να βγουν από τα χείλια μου και εκείνη σαν να την είχε ακούσει συνέχισε να μου δείχνει τον τρόπο.
«Μετέφερε τον εαυτό σου κάπου μακριά, κάπου που να νιώθεις ασφάλεια... σκέψου όμορφες στιγμές που θα σε κάνουν να χαλαρώσεις και μείνε εκεί μέχρι να νιώσεις την καρδιά σου να ηρεμεί...» μου είπε πιο ήρεμα ενώ ταυτόχρονα την ένιωθα που ακουμπούσε το κεφάλι μου πάνω στο στερνό της με τα δάχτυλα της εισχωρούσαν μέσα τα μαλλιά μου ανακατεύοντας τα απαλά... «Προσπάθησε να γυρίσεις, έχεις την δύναμη να το κάνεις» την άκουσα να λέει ξανά με φωνή που έσπαγε και αυτό για μια στιγμή με μπέρδεψε περισσότερο... Τι εννοούσε;
Καθώς η ανάσα της μέσα από το στήθος της έφτανε στα αυτιά μου ρυθμικά, τα πάντα ξεχάστηκαν και αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο να γευτεί αυτήν την γλυκιά μελωδία διάφορες αναμνήσεις άρχισαν να ξεπηδούν στην μνήμη μου και αυτόματα με έκαναν να χαλαρώσω.
Ήταν μεσημέρι, σε ένα τεράστιο λιβάδι με ηλίανθους και της κρυβόμουν στα τεράστια κλωνάρια τους ενώ εκείνη μου φώναζε από μακριά και εγώ γελούσα που πίστευα ότι είχα καταφέρει να της κρυφτώ.
«Έντουαρττττ...» την άκουγα να με φωνάζει και εγώ γέλαγα με το χέρι μου να καλύπτει το στόμα μου... «Που κρύβεσαι;» ρωτούσε και πριν προλάβω να μετακινηθώ δύο χέρια κύκλωσαν το κορμί μου και καθώς με γύριζαν προς την μεριά της εγώ έκανα ένα παραπονιάρικο μουτράκι που εκείνη κατάφερε να με βρει... «Με έκανες να σε χάσω;» ρώτησε και όλο μου το πρόσωπο φωτίστηκε αλλά πριν προλάβω να πω κάτι εκείνη αμέσως με σήκωσε ψηλά στον αέρα και στριφογυρίζοντας τον κορμό της με έκανε να πετάω και εγώ ανοίγοντας τα χέρια μου άρχισα να ξεφωνίζω από χαρά.
«Λέει ότι η δύο ψυχές θα γίνουν μία και θα πάρει όλη την δύναμη του αδικοχαμένου πρίγκιπα για να μπορέσει να εκπληρώσει την δική του μοίρα ελευθερώνοντας το ανθρώπινο είδος από μια μελλοντική απειλή» του απάντησε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.
«Με ποιον τρόπο;» την ρώτησε με απορία και ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Και που θες να ξέρω εγώ;... Δεν είμαι εγώ αυτή που κάνει τις προφητείες Αλάρικ εγώ απλά ελπίζω να έχουν δίκιο για να εκπληρώσω επιτέλους τον σκοπό της δικής μου ύπαρξης μπας και με παρατήσετε στην ησυχία μου» απάντησε αγανακτισμένα.
«Και αν δεν καταφέρει να κοντρολάρει τα ένστικτά του;» συνέχισε τις απορίες του ο κύριος Σάλτζμαν και τότε η φωνή της Μπέλλας άλλαξε ξανά, έγινε πιο ψυχρή και από πάγο ενώ ακούγοντας τα επόμενα της λόγια έκανε όλο μου το κορμί να παγώσει.
«Αν δεν τα καταφέρει τότε δεν θα μου δώσει άλλη επιλογή από το να τον σκοτώσω για δεύτερη φορά» τα λόγια της ξυράφια έσκιζαν την καρδιά μου και εκείνη μάτωσε, έγινε κομμάτια και με μια δυνατή έκρηξη άρχισε να επιταχύνετε τόσο έντονα που έκανε όλο μου το στήθος να πονά σε σημείο να μην μπορώ να πάρω ούτε μια αρκετή ανάσα ώστε να καταφέρω να ανανεώσω τον αέρα στα πνευμόνια που αναζητούσαν απελπισμένα για λίγο οξυγόνο.
«Μα τι στο διάολο κάνει πάλι;...» την άκουσα να λέει αγανακτισμένα... «Μα τον θεό αυτός θα με αποτρελάνει»
«Ποιος;» ρώτησε ο κύριος Σάλτζμαν και την άκουσα να μετακινείτε νευρικά και εκείνος την ακολούθησε.
«Ο μικρός ποιος άλλος;...» απάντησε νευριασμένα και η πόρτα του δωματίου που βρίσκονταν άνοιξε απότομα... «Η καρδιά του κοντεύει να εκραγεί» συνέχισε και τα βήματα της γρήγορα και νευρικά ακουγόντουσαν από μακριά ενώ άνοιγε διάφορες πόρτες ξανά και ξανά.
«Λες να μας άκουσε;» την ρώτησε παγωμένα ο κύριος Σάλτζμαν.
«Γιατί εσύ μπορείς να ακούσεις όσα λέγονται στην διπλανή τάξη;» τον ρώτησε με μια ειρωνεία στην φωνή της.
«Όχι»
«Τότε πως θα μπορούσε εκείνος να μας ακούσει αφού δεν είναι καν τόσο κοντά;... Μα που στο διάολο έχει κρυφτεί γαμώτο του...» συνέχισε με αγωνία στην φωνή της... «Δεν ακούω κανέναν άλλον καρδιακό παλμό γύρω του άρα είναι μόνος, ποιες τάξεις είναι ελεύθερες αυτήν την ώρα;» τον ρώτησε ξαφνικά ενώ σταμάτησε τα βήματα της.
«Πιθανολογώ του δευτέρου ορόφου που τα παιδιά της δευτέρας τάξης έχουν πάει εκδρομή» την πληροφόρησε και αμέσως άκουσα τα βήματα τους στην σκάλα να ανεβαίνουν γρήγορα και προσπάθησα να φύγω ώστε να μην με βρει αλλά μου ήταν αδύνατον, ο πόνος στο στήθος μου με είχε παραλύσει και το κορμί μου δεν υπάκουσε πια στις εντολές μου.
«Ο Χριστός και η μάνα του...» αναφώνησε μόλις η πόρτα της τάξης όπου βρισκόμουν άνοιξε απότομα και αμέσως ένιωσα να τρέχει κοντά μου αλλά δεν ήμουν ικανός ούτε το κεφάλι μου να σηκώσω... «Αλάρικ τρέχα και φέρ’ του κάτι για να πιεί» συνέχισε αγχωμένα ενώ βάζοντας το χέρι της κάτω από το σαγόνι μου ανάγκασε το κεφάλι μου να σηκωθεί και ανοίγοντας τα βλέφαρα μου άρχισε να ελέγχει τις κόρες των ματιών μου όπως θα έκανε ένας γιατρός που εξετάζει κάποιον λιπόθυμο ασθενή την στιγμή που ο κύριος Αλάρικ την ρωτούσε.
«Νερό;»
«Οτιδήποτε μόνο γρήγορα» τον πρόσταξε ξανά με την ανάσα της να πηγαίνει γρήγορα και συγκρατώντας το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια προσπάθησε να με καθοδηγήσει.
«Έντουαρτ με ακούς;...» με ρώτησε αλλά εγώ ακόμα παλεύοντας για λίγο αέρα δεν μπορούσα να μιλήσω... «Αν με ακούς προσπάθησε να μου απαντήσεις με οποιονδήποτε τρόπο μπορείς» με παρακάλεσε αγχωμένα και καθώς ένιωσα το χέρι της να καλύπτει το δικό μου, σε μια απελπισμένη κίνηση άνοιξα τα δάχτυλά μου και τα πέρασα ανάμεσα στα δικά της και ξανακλείνοντας τα, τα έσφιξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει για να μπορέσω να την κρατήσω κοντά μου.
«Έντουαρτ άκουσε με προσεκτικά, είναι μεγάλη ανάγκη να χαλαρώσεις και να κάνεις την καρδιά σου να γυρίσει στους φυσιολογικούς της παλμούς...» μου είπε αγχωμένα και αυτό για κάποιον λόγο με έκανε χειρότερα... «Σε παρακαλώ προσπάθησε να ηρεμήσεις η καρδιά σου είναι δυνατή θα αντέξει αλλά πρέπει να την κάνεις να ξαναβρείς του φυσιολογικούς της ρυθμούς» με παρακάλεσε ξανά και δεν είχα ιδέα τι να κάνω.
"Βοήθησε με" ούρλιαζα μέσα μου αλλά οι λέξεις δεν κατάφεραν να βγουν από τα χείλια μου και εκείνη σαν να την είχε ακούσει συνέχισε να μου δείχνει τον τρόπο.
«Μετέφερε τον εαυτό σου κάπου μακριά, κάπου που να νιώθεις ασφάλεια... σκέψου όμορφες στιγμές που θα σε κάνουν να χαλαρώσεις και μείνε εκεί μέχρι να νιώσεις την καρδιά σου να ηρεμεί...» μου είπε πιο ήρεμα ενώ ταυτόχρονα την ένιωθα που ακουμπούσε το κεφάλι μου πάνω στο στερνό της με τα δάχτυλα της εισχωρούσαν μέσα τα μαλλιά μου ανακατεύοντας τα απαλά... «Προσπάθησε να γυρίσεις, έχεις την δύναμη να το κάνεις» την άκουσα να λέει ξανά με φωνή που έσπαγε και αυτό για μια στιγμή με μπέρδεψε περισσότερο... Τι εννοούσε;
Καθώς η ανάσα της μέσα από το στήθος της έφτανε στα αυτιά μου ρυθμικά, τα πάντα ξεχάστηκαν και αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο να γευτεί αυτήν την γλυκιά μελωδία διάφορες αναμνήσεις άρχισαν να ξεπηδούν στην μνήμη μου και αυτόματα με έκαναν να χαλαρώσω.
Ήταν μεσημέρι, σε ένα τεράστιο λιβάδι με ηλίανθους και της κρυβόμουν στα τεράστια κλωνάρια τους ενώ εκείνη μου φώναζε από μακριά και εγώ γελούσα που πίστευα ότι είχα καταφέρει να της κρυφτώ.
«Έντουαρττττ...» την άκουγα να με φωνάζει και εγώ γέλαγα με το χέρι μου να καλύπτει το στόμα μου... «Που κρύβεσαι;» ρωτούσε και πριν προλάβω να μετακινηθώ δύο χέρια κύκλωσαν το κορμί μου και καθώς με γύριζαν προς την μεριά της εγώ έκανα ένα παραπονιάρικο μουτράκι που εκείνη κατάφερε να με βρει... «Με έκανες να σε χάσω;» ρώτησε και όλο μου το πρόσωπο φωτίστηκε αλλά πριν προλάβω να πω κάτι εκείνη αμέσως με σήκωσε ψηλά στον αέρα και στριφογυρίζοντας τον κορμό της με έκανε να πετάω και εγώ ανοίγοντας τα χέρια μου άρχισα να ξεφωνίζω από χαρά.
«Κι άλλο θεία, κι άλλο» φώναζα και εκείνη δεν μου χάλαγε χατίρι...
«Κι άλλοοοοοο» έλεγα και καθώς άρχιζε να γελά χωρίς να σταματά να με
στριφογυρνά με κατέβασε στο ύψος του στήθους της και με άφησε να ακουμπήσω το
κεφάλι μου πάνω στο στερνό της.
Η ανάσα της που πήγανε και ερχόταν μέσα της ήταν τόσο περίεργη που αυτόματα χωρίς να μπορέσω να το σταματήσω με έκανε να γελάσω δυνατά.
«Μπορώ να μάθω το αστείο;» ρώτησε η Μπέλλα και γέλασα πιο δυνατά καθώς ακόμα με τα μάτια μου έβλεπα όλους τους ηλίανθους να κινούνται απαλά στο απαλό αεράκι που τους χάιδευε και εγώ στην αγκαλιά της ένιωθα το πιο ευτυχισμένο πεντάχρονο αγόρι όλου του κόσμου.
«Η ανάσα σου είναι τόσο αστεία» εξέφρασα δυνατά αυτό που με έκανε να γελάσω και εκείνη απομακρύνοντας με από πάνω της με κοίταξε για μια στιγμή και της ανταπέδωσα το βλέμμα με απορία.
«Μπέλλα...» η φωνή του κύριου Σάλτζμαν έκοψε στην μέση αυτήν την επαφή που είχαν οι ματιές μας και περίεργη γύρισε προς την μεριά του καθώς έτεινε το χέρι της για να πάρει το μπουκάλι με το νερό που εκείνος της πρόσφερε... «Έχουμε και άλλο πρόβλημα» είπε συνωμοτικά και εκείνη κατένευσε καθώς άνοιγε το μπουκάλι.
«Πιες το» με διέταξε εκνευρισμένα.
«Έχουν καλέσει ασθενοφόρο» συνέχισε ο κύριο Σάλτζμαν και εκείνη τον κοίταξε επιβλητικά.
«Δεν είμαι κουφή Αλάρικ» του είπε με νόημα και καθώς έκλεινα το μπουκάλι την στιγμή που ήπια όλο το περιεχόμενο του μπουκαλιού με μια γουλιά τους κοίταξα με περιέργεια.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα και εκείνη γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου άδεια.
«Η αδελφή σου είναι δίδυμη το ξέχασες;» με ρώτησε με μια δόση κατηγορίας στην φωνή της και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
«Η αδελφή μου έπαθε τίποτα;» ρώτησα ξέπνοα ενώ πήγα να σηκωθώ αλλά εκείνη με το χέρι της ακόμα πάνω στο δικό μου με τράβηξε πίσω.
«Είναι μια χαρά αλλά αν συνεχίσεις να κάνεις τέτοιες μαλακίες σίγουρα θα την στείλεις πριν της ώρας της» συνέχισε εκείνη εκνευρισμένα και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.
«Δεν καταλαβαίνω τι συνέβη;» ρώτησα μπερδεμένα.
«Νιώθει ότι ακριβώς νιώθεις και εσύ... Η δικιά σου καρδιά είναι φτιαγμένη για να αντέχει τέτοιους είδους καρδιακούς παλμούς αλλά η δική της όχι, γι αυτό την επόμενη φορά που θα βρεθείς στην ίδια κατάσταση καλό θα είναι να το θυμάσαι ώστε να μην κάνεις την δική της να εκραγεί» είπε κατηγορηματικά και γούρλωσα τα μάτια μου από την έκπληξη.
«Που είναι που την έχουν;» ρώτησα πεισματικά ενώ προσπάθησα να ξεκολλήσω το χέρι της από πάνω μου αλλά φυσικά εκείνη δεν μου έκανε την χάρη.
«Είναι μια χαρά...» τόνισε κατηγορηματικά... «Την έχουν στο ιατρείο και την κρατάνε εκεί μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο»
«Πρέπει να την δω» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση ενώ σηκωνόμουν ξανά όρθιος παλεύοντας να απελευθερώσω το χέρι μου από το δικό της.
«Όχι τόσο γρήγορα» είπε εκείνη και με καθήλωσε ξανά στην θέση μου με το έτσι θέλω.
«Άφησε με επιτέλους» φώναξα αλλά εκείνη δεν άλλαζε ύφος.
«Αλάρικ δεν πας να δεις πως είναι η Άλις;» τον έδιωξε με τρόπο χωρίς να αποχωρίζετε την ματιά μου και εκείνος έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του χωρίς να πει κάτι άλλο... «Λοιπόν θα μου πεις τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνη αυστηρά και άφησα μια απελπισμένη ανάσα να ξεφύγει από μέσα μου.
«Η αδελφή μου είναι στο ιατρείο και εσύ θέλεις να κάνουμε και κουβεντούλα από πάνω;» την ρώτησα εκνευρισμένος.
«Είναι μια χαρά και θα παραμείνει όσο εσύ είσαι ήρεμος... Τώρα λέγε τι συμβαίνει, τι το προκάλεσε όλο αυτό;» με ρώτησε επιτακτικά και έμεινα για λίγο να την κοιτώ.
«Δεν ξέρω, εγώ καθόμουν εδώ για να ηρεμήσω και ξαφνικά άρχισα να νιώθω ότι η καρδιά μου θα σπάσει» είπα το 1/10 της αλήθεια και εκείνη με κοίταξε ειρωνικά.
«Ναι και εγώ είμαι ο πάπας της Ρώμης, που τα πουλάς αυτά;» μου αντιγύρισε και ξεφύσησα απελπισμένα.
«Δεν έγινε τίποτα σου λέω... απλά σκεφτόμουν όσα έχουν συμβεί και... Άσε με επιτέλους να πάω να δω την αδελφή μου» απαίτησα ξανά και εκείνη ελευθερώνοντας τα χέρια μου έγειρε το κορμί της προς τα πίσω και βάζοντας τα χέρια στις τσέπες της έμεινε να με κοιτάει με έναν ύφος που δήλωνε ότι σίγουρα δεν τελειώσαμε εδώ αυτήν την κουβέντα αλλά εγώ δεν της έδωσα άλλη σημασία και τρέχοντας πήγα προς το ιατρείο του σχολείου για να πάω να δω την Άλις.
Φτάνοντας άνοιξα την πόρτα με ορμή χωρίς να την χτυπήσω και κάποιος προσπάθησε να με σταματήσει αλλά εγώ δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου... Καθώς άνοιξα και την δεύτερη πόρτα που οδηγούσε στα εξεταστήρια και βρίσκοντας την Άλις καθισμένη πάνω στο κρεβάτι να μιλάει και να γελάει με κάποιον άγνωστο κοντά στην ηλικία μας, τα έχασα τελείως... Εκείνη γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου άφησε ένα γελάκι και άνοιξε την αγκαλιά της για μένα... Διασχίζοντας την απόσταση με δύο δρασκελιές την έκλεισα στην αγκαλιά μου και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα πριν καταφέρω ξανά να μιλήσω.
«Βρε μπουμπούνα δεν έχω τίποτα, μια χαζή ταχυπαλμία ήταν» εκείνη αμέσως έσπευσε να με καθησυχάσει αλλά καθώς είχα βιώσει όλον αυτόν τον πόνο πριν δεν με έπεισε καθόλου.
«Συγνώμη» κατάφερα να ψιθυρίσω και καθώς εκείνη με απομάκρυνε από το σώμα της κράτησε το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια και κοιτώντας με έντονα στα μάτια έμεινε ανέκφραστη και σοβαρή.
«Είμαι απολύτως καλά» είπε μόνο και αμέσως παίρνοντας μια βαθιά ανάσα όλα τα μέσα μου αυτόματα ηρέμισαν και η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπά σε φυσιολογικούς ρυθμούς.
«Πραγματικά εντυπωσιάστηκα» ακούσαμε την Μπέλλα να λέει από την πόρτα και η ματιές μας αυτόματα γυρίσανε προς το μέρος της με απορία.......
Η ανάσα της που πήγανε και ερχόταν μέσα της ήταν τόσο περίεργη που αυτόματα χωρίς να μπορέσω να το σταματήσω με έκανε να γελάσω δυνατά.
«Μπορώ να μάθω το αστείο;» ρώτησε η Μπέλλα και γέλασα πιο δυνατά καθώς ακόμα με τα μάτια μου έβλεπα όλους τους ηλίανθους να κινούνται απαλά στο απαλό αεράκι που τους χάιδευε και εγώ στην αγκαλιά της ένιωθα το πιο ευτυχισμένο πεντάχρονο αγόρι όλου του κόσμου.
«Η ανάσα σου είναι τόσο αστεία» εξέφρασα δυνατά αυτό που με έκανε να γελάσω και εκείνη απομακρύνοντας με από πάνω της με κοίταξε για μια στιγμή και της ανταπέδωσα το βλέμμα με απορία.
«Μπέλλα...» η φωνή του κύριου Σάλτζμαν έκοψε στην μέση αυτήν την επαφή που είχαν οι ματιές μας και περίεργη γύρισε προς την μεριά του καθώς έτεινε το χέρι της για να πάρει το μπουκάλι με το νερό που εκείνος της πρόσφερε... «Έχουμε και άλλο πρόβλημα» είπε συνωμοτικά και εκείνη κατένευσε καθώς άνοιγε το μπουκάλι.
«Πιες το» με διέταξε εκνευρισμένα.
«Έχουν καλέσει ασθενοφόρο» συνέχισε ο κύριο Σάλτζμαν και εκείνη τον κοίταξε επιβλητικά.
«Δεν είμαι κουφή Αλάρικ» του είπε με νόημα και καθώς έκλεινα το μπουκάλι την στιγμή που ήπια όλο το περιεχόμενο του μπουκαλιού με μια γουλιά τους κοίταξα με περιέργεια.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα και εκείνη γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου άδεια.
«Η αδελφή σου είναι δίδυμη το ξέχασες;» με ρώτησε με μια δόση κατηγορίας στην φωνή της και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
«Η αδελφή μου έπαθε τίποτα;» ρώτησα ξέπνοα ενώ πήγα να σηκωθώ αλλά εκείνη με το χέρι της ακόμα πάνω στο δικό μου με τράβηξε πίσω.
«Είναι μια χαρά αλλά αν συνεχίσεις να κάνεις τέτοιες μαλακίες σίγουρα θα την στείλεις πριν της ώρας της» συνέχισε εκείνη εκνευρισμένα και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.
«Δεν καταλαβαίνω τι συνέβη;» ρώτησα μπερδεμένα.
«Νιώθει ότι ακριβώς νιώθεις και εσύ... Η δικιά σου καρδιά είναι φτιαγμένη για να αντέχει τέτοιους είδους καρδιακούς παλμούς αλλά η δική της όχι, γι αυτό την επόμενη φορά που θα βρεθείς στην ίδια κατάσταση καλό θα είναι να το θυμάσαι ώστε να μην κάνεις την δική της να εκραγεί» είπε κατηγορηματικά και γούρλωσα τα μάτια μου από την έκπληξη.
«Που είναι που την έχουν;» ρώτησα πεισματικά ενώ προσπάθησα να ξεκολλήσω το χέρι της από πάνω μου αλλά φυσικά εκείνη δεν μου έκανε την χάρη.
«Είναι μια χαρά...» τόνισε κατηγορηματικά... «Την έχουν στο ιατρείο και την κρατάνε εκεί μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο»
«Πρέπει να την δω» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση ενώ σηκωνόμουν ξανά όρθιος παλεύοντας να απελευθερώσω το χέρι μου από το δικό της.
«Όχι τόσο γρήγορα» είπε εκείνη και με καθήλωσε ξανά στην θέση μου με το έτσι θέλω.
«Άφησε με επιτέλους» φώναξα αλλά εκείνη δεν άλλαζε ύφος.
«Αλάρικ δεν πας να δεις πως είναι η Άλις;» τον έδιωξε με τρόπο χωρίς να αποχωρίζετε την ματιά μου και εκείνος έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του χωρίς να πει κάτι άλλο... «Λοιπόν θα μου πεις τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνη αυστηρά και άφησα μια απελπισμένη ανάσα να ξεφύγει από μέσα μου.
«Η αδελφή μου είναι στο ιατρείο και εσύ θέλεις να κάνουμε και κουβεντούλα από πάνω;» την ρώτησα εκνευρισμένος.
«Είναι μια χαρά και θα παραμείνει όσο εσύ είσαι ήρεμος... Τώρα λέγε τι συμβαίνει, τι το προκάλεσε όλο αυτό;» με ρώτησε επιτακτικά και έμεινα για λίγο να την κοιτώ.
«Δεν ξέρω, εγώ καθόμουν εδώ για να ηρεμήσω και ξαφνικά άρχισα να νιώθω ότι η καρδιά μου θα σπάσει» είπα το 1/10 της αλήθεια και εκείνη με κοίταξε ειρωνικά.
«Ναι και εγώ είμαι ο πάπας της Ρώμης, που τα πουλάς αυτά;» μου αντιγύρισε και ξεφύσησα απελπισμένα.
«Δεν έγινε τίποτα σου λέω... απλά σκεφτόμουν όσα έχουν συμβεί και... Άσε με επιτέλους να πάω να δω την αδελφή μου» απαίτησα ξανά και εκείνη ελευθερώνοντας τα χέρια μου έγειρε το κορμί της προς τα πίσω και βάζοντας τα χέρια στις τσέπες της έμεινε να με κοιτάει με έναν ύφος που δήλωνε ότι σίγουρα δεν τελειώσαμε εδώ αυτήν την κουβέντα αλλά εγώ δεν της έδωσα άλλη σημασία και τρέχοντας πήγα προς το ιατρείο του σχολείου για να πάω να δω την Άλις.
Φτάνοντας άνοιξα την πόρτα με ορμή χωρίς να την χτυπήσω και κάποιος προσπάθησε να με σταματήσει αλλά εγώ δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου... Καθώς άνοιξα και την δεύτερη πόρτα που οδηγούσε στα εξεταστήρια και βρίσκοντας την Άλις καθισμένη πάνω στο κρεβάτι να μιλάει και να γελάει με κάποιον άγνωστο κοντά στην ηλικία μας, τα έχασα τελείως... Εκείνη γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου άφησε ένα γελάκι και άνοιξε την αγκαλιά της για μένα... Διασχίζοντας την απόσταση με δύο δρασκελιές την έκλεισα στην αγκαλιά μου και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα πριν καταφέρω ξανά να μιλήσω.
«Βρε μπουμπούνα δεν έχω τίποτα, μια χαζή ταχυπαλμία ήταν» εκείνη αμέσως έσπευσε να με καθησυχάσει αλλά καθώς είχα βιώσει όλον αυτόν τον πόνο πριν δεν με έπεισε καθόλου.
«Συγνώμη» κατάφερα να ψιθυρίσω και καθώς εκείνη με απομάκρυνε από το σώμα της κράτησε το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια και κοιτώντας με έντονα στα μάτια έμεινε ανέκφραστη και σοβαρή.
«Είμαι απολύτως καλά» είπε μόνο και αμέσως παίρνοντας μια βαθιά ανάσα όλα τα μέσα μου αυτόματα ηρέμισαν και η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπά σε φυσιολογικούς ρυθμούς.
«Πραγματικά εντυπωσιάστηκα» ακούσαμε την Μπέλλα να λέει από την πόρτα και η ματιές μας αυτόματα γυρίσανε προς το μέρος της με απορία.......