Ετικέτες

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Soulmates "17. Ηeartbeat "


Θέλοντας να μείνω μακριά από όλους και από όλα, βρήκα μια άδεια τάξη και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα, έκατσα σε ένα από τα άδεια θρανία και καθώς έβαλα τα χέρια μου να ακουμπήσουν πάνω στο γραφείο άφησα το κεφάλι μου να ξεκουραστεί πάνω στα χέρια μου... Κλείνοντας τα μάτια μου απομονώθηκα στην ησυχία που επικρατούσε και προσπάθησα να ξαναβρώ την λογική μου αλλά ήταν τόσο δύσκολο που το μόνο που κατάφερα τελικά ήταν να κάνω την ένταση μου μεγαλύτερη καθώς όλα όσα είχαν συμβεί κατέκλυζαν τον νου μου και τα ερωτήματα αντί να μειώνονταν γινόντουσαν διπλάσια και τριπλάσια.

Καθώς το σώμα μου αντιδρούσε σε αυτές τις σκέψης κάποια στιγμή μια γνώριμη γυναικεία φωνή έφτασε στ’ αυτιά μου και χωρίς να το κάνω συνειδητά, συγκεντρώθηκα σε αυτήν ώστε να καταφέρω να την ακούσω πιο καλά... Όσο περισσότερο συγκεντρωνόμουν τόσο περισσότερο τα λόγια της άρχισαν να ξεκαθαρίζουν σε σημείο μάλιστα να είμαι πλέον ικανός να ακούω μέχρι και τον συνομιλητή της, τον κύριο Σάλτζμαν; Δεν ήμουν σίγουρος γι αυτό.

«Πως το πήρε ο μικρός» εκείνος ρώτησε και άκουσα την Μπέλλα να ξεφυσάει αγανακτισμένα.

«Για την ώρα ψύχραιμα αλλά πολύ φοβάμαι ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ...» απάντησε εκείνη και αμέσως η καρδιά μου άρχισε να επιταχύνετε... «Δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από όσο τα περίμενα...» συνέχισε αφήνοντας ένα γελάκι να της ξεφύγει... «Ο Καρλάιλ ήξερε ακριβώς τι έκανε, είχε προετοιμάσει το έδαφος πολύ καλά και πολύ φοβάμαι ότι κατάφερε τον σκοπό του»

«Θα έπρεπε να τον είχες πάρει να τον μεγαλώσεις εσύ όταν σου δόθηκε η ευκαιρία αλλά μάλλον δεν μπόρεσες» της είπε εκείνος.

«Δεν μπόρεσα» επιβεβαίωσε εκείνη κάτω από τον αναστεναγμό της αλλά δεν είπε και τίποτα άλλο... Οπότε δεν είχε σκοπό να με σκοτώσει ήθελε μόνο να κάνει τον πατέρα μου να το πιστεύει ώστε να με αφήσει στην ησυχία μου... αυτόματα σκέφτηκα και μια νέα ελπίδα άρχιζε να φωλιάζει ξανά μέσα μου.

«Πιστεύεις ότι θα πάρει το μέρος του;» την ρώτησε και παρέμεινε για λίγο στην σιωπή.

«Είναι στην χειρότερη φάση της ζωής του, μόνο το γεγονός ότι έχει μπει στην εφηβεία φτάνει για να του φέρει όλη την σύγχυση που τον κάνει να τρελαίνεται, συν την καταπίεση του Καρλάιλ, την άγνοια και τα όσα τον βομβαρδίζω τώρα εγώ λόγο έλλειψης χρόνου... Πολύ θέλει ένα μυαλό για να καταρρεύσει; Και πάλι καλά που κρατάει ακόμα, αυτό είναι η μόνη μου ελπίδα, άλλος στην θέση του θα ήταν ήδη σε κάποιο φρενοκομείο λόγο της πίεσης που του ασκεί η ίδια του η φύση» τελικά του απάντησε με πόνο και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο καθώς ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι τα όσα έπρεπε να μάθω ακόμα όχι μόνο δεν θα μου ξεκαθάριζαν τα ερωτηματικά που μου είχαν δημιουργηθεί αλλά θα μου δημιουργούσαν άλλα τόσα.

«Και θα το ρισκάρεις;» ρώτησε ο κύριος Σάλτζμαν που η φωνή του πλέον ήταν πιο ξεκάθαρη στ’ αυτά μου που ήταν λες και αυτή η κουβέντα γινόταν ακριβώς μπροστά μου.

«Δεν έχω άλλη επιλογή, είναι ο μόνος τρόπος να προστατέψει το είδος του και φυσικά την οικογένεια του...» είπε αδιάφορα και αυτό έκανε το αίμα μου να αρχίζει να βράζει μέσα μου... «Αλλά ακόμα και αυτό πιστεύω ότι όσο περνάει ο καιρός και μαθαίνει περισσότερα για το τι τον περιμένει, δεν θα είναι ικανό να τον πείσει ότι είναι η μόνη λύση για εκείνον»

«Εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να το πιέσεις άλλο, αν δεν βρει τις ψυχικές τους ισορροπίες ξέρεις πολύ καλά τι θα συμβεί» της τόνισε.

«Δεν έχω άλλη επιλογή, αν δεν σπάσει την κατάρα του δεν έχουμε καμία ελπίδα να καταφέρουμε να τους σταματήσουμε Αλάρικ» του είπε με πείσμα και η καρδιά μου άρχισε και πάλι να επιταχύνετε... Που κολλάει ο κύριος Σάλτζμαν σε όλα αυτά;

«Δεν τον χρειαζόμαστε ο πατέρας μου....»

«Ο πατέρας σου είναι ένας ηλίθιος που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να σπέρνει κουτάβια και μετά να τα αφήνει στο έλεος τους με μένα από πίσω να ψάχνω να τα βρίσκω ώστε να τα προετοιμάζω για την μοίρα τους για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα γίνει κανένα λάθος πάλι» του είπε σκληρά με δηλητήριο στην φωνή της.

«Δεν είναι αλήθεια αυτό, έχει αλλάξει πλέον, μας προετοιμάζει για όλα» διαφώνησε αμέσως ο κύριος Σάλτζμαν και η Μπέλλα άφησε ένα ειρωνικό γελάκι ρουθουνίζοντας.

«Αλήθεια;;;... Αφού τότε είσαστε πλέον προετοιμασμένοι για όλα, αφού γνωρίζετε όλη την αλήθεια, για ποιον λόγο προσπαθείς να μου αλλάξεις γνώμη για το θέμα του Έντουαρτ;» τον ρώτησε με μια δόση ειρωνείας στην φωνή της και ο κύριος Σάλτζμαν έμεινε για λίγο σιωπηλός ενώ η δική μου καρδιά άρχισε να αυξάνει περισσότερους τους χτύπους της.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο σημαντική η δική του μεταμόρφωση» είπε τελικά ηττημένα.

«Ακριβώς στα λόγια μου έρχεσαι...» σχολίασε πικρόχολα... «Ο πατέρας σου το μόνο που ξέρει να κάνει Αλάρικ είναι να σπέρνει, το θέρισμα το αφήνει για το κορόιδο που δεν έχει άλλη επιλογή από το τρέχει σε όλες τις ηπείρους να ψάχνει τα μούλικα του...» συνέχισε ενώ η φωνή της άρχισε να ξεμακραίνει από την απόσταση της φωνή του κύριου Σάλτζμαν.

«Και πες μου τώρα εσύ, για ποιον λόγο εγώ θα πρέπει να συνεχίζω να το κάνω όταν ο δημιουργός μας ο ίδιος αδιαφορεί για τις ίδιες τους τις πράξεις; Όταν στην τελική εκείνος είναι ο πατέρας μας που θα έπρεπε να καθοδηγεί τα παιδιά του;» τον ρώτησε με πόνο.

«Εκείνος μπορεί να είναι ο πατέρας μας Μπέλλα αλλά εσύ είσαι η μητέρα όλων μας» της είπε με μια βαθιά φωνή γεμάτη θαυμασμό.

«Και εγώ ένα από τα παιδιά του είμαι Αλάρικ και μάλιστα από μια απόγονος του! Ούτε δικό του παιδί ήμουν, ούτε παιδί μιας πρωτότοκης απόγονος του αλλά ακόμα και εκεί η μοίρα μου θέλησε να μου παίξει άσχημο παιχνίδι, από την μία από τις επτά γενιές που θα έπρεπε να περαστεί σε έναν πρωτότοκο το γονίδιο της επιλέχτηκε να το πάρω εγώ και πες μου τώρα εσύ γιατί; Γιατί θα έπρεπε εγώ συγκεκριμένα να έχω αυτό τον ρόλο; Για τον θεό ήμουν μόνο ένα παιδί, ένα δεκαεξάχρονο παιδί που το μόνο που ήξερε στην ζωή του να κάνει ήταν να λατρεύει την φύση και να γίνετε ένα με αυτήν... Στο μυαλό μου όλα ήταν τόσο τέλεια, χαιρόμουν την ζωή με όλα τα καλά που μου πρόσφερε, δεν ζήτησα ποτέ να γίνω αθάνατη, το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, να αγαπήσω και να αγαπηθώ, να κάνω οικογένεια όταν θα ερχόταν η σειρά μου, να μεγαλώσω τα παιδιά μου και να αναπαυθώ εν ειρήνη και μου τα στέρησαν όλα, την αθωότητα μου, την ίδια μου την ανθρώπινη φύση αδιαφορώντας, φορτώνοντας και απάνω όλη την ευθύνη των περασμένων χρόνων, απαιτώντας να είμαι εγώ αυτή που θα τους προστατέψει γιατί ήμουν η μόνη που είχα την δύναμη να το κάνει αλλά ποιος από όλους σας έκατσε ποτέ να σκεφτεί έστω και για λίγο όλα αυτά τι σημάδια άφησαν απάνω στην ψυχή μου; Ποιος ενδιαφέρθηκε να μάθει όλα αυτά τι επιπτώσεις είχαν σε μένα; Αλλά περισσότερο τι επιπτώσεις θα έχουν σε σας αν εγώ σταματήσω να ενδιαφέρομαι;...» την άκουσα να εκφράζει με παράπονο όλα όσα και η δική μου ψυχή ρωτάει αγανακτισμένα και αμέσως ένιωσα μια μεγάλη ανάγκη να πάω να την βρω αλλά μόλις άκουσα τα επόμενη της λόγια παρέμεινα ξανά στην θέση μου...

«Κανείς Αλάρικ, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς, γιατί όλοι με έχετε δεδομένη, θεωρείτε ότι ακόμα έχω την δύναμη να παλεύω αλλά η αλήθεια είναι τόσο μακριά που κανένας σας δεν έχει ιδέα τι ηράκλειες προσπάθειες χρειάζεται να καταβάλω καθημερινά ώστε να καταφέρω να κλειδώνω το τέρας που γρυλίζει μέσα μου περιμένοντας την πρώτη ευκαιρία που θα κάνω το λάθος ώστε να πάρει τα ηνία για να με κυριαρχήσει... Έχεις ιδέα πόσο κοντά είναι; Έχεις ιδέα πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται να καταβάλω για να του κλείνω την πόρτα στην μούρη κάθε φορά που επιχειρεί να την ανοίξει που έχει πια λιώσει από τα χτυπήματα της μοίρας μου; Κουραστικά Αλάρικ να το πολεμώ αλλά χειρότερα νιώθω ότι δεν υπάρχει λόγος πλέον να το κάνω άλλο»

«Αυτό δεν είναι αλήθεια και το ξέρεις, δεν είσαι μόνη σου πια Μπέλλα είμαστε εμείς εδώ να σε στηρίζουμε» επέμενε με πείσμα και άκουσα ένα ειρωνικό γελάκι να ξεφεύγει από τα χείλια της.

«Αλήθεια; Που ακριβώς είσαστε Αλάρικ; Γιατί μάλλον είμαι πολύ τυφλή πια για να μην σας βλέπω» του γύρισε ειρωνικά και η φωνή του κύριου Σάλτζμαν άρχισε να πλησιάζει την δική της φωνή.

«Θα κάνουμε τα πάντα για να σταθούμε στο πλευρό σου, δεν είμαστε λίγοι πια και έχουμε την δύναμη...»

«Για ποια δύναμη μου μιλάς Αλάρικ; Εσύ είσαι μόλις 35 χρόνων και ακόμα δεν έχεις σπάσει την κατάρα σου, δεν έχεις εκπαιδευτεί ώστε να δαμάζεις το τέρας, δεν έχεις μάθει να πολεμάς, πως ακριβώς η δύναμη του κουταβιού θα με βοηθήσει; Για να έχεις την δύναμη που λες πρέπει να φτάσεις 100 χρόνων για να μπορείς να πεις ότι θα καταφέρεις να παλέψεις, με έναν από αυτούς όχι με όλους, ίσως ισάξια και πάλι να χάσεις την ζωή σου γιατί εκείνοι έχουν στο σώμα τους 1500 χρόνων δύναμη, ξέρεις τις σημαίνει αυτό; Έχεις ιδέα πόσοι από εσάς χρειάζονται να τα βάλουν μαζί τους για να καταφέρουμε να τους κάνουμε να υποχωρήσουν; Όχι να χάσουν την ζωή τους Αλάρικ αλλά να υποχωρήσουν, χιλιάδες μην σου πω εκατομμύρια και θες να μου πεις ότι ο πατέρας σου έχει καταφέρεις να μαζέψει, να προετοιμάσει και να εκπαιδεύσει τόσους πολλούς;...
»  τον ρώτησε με αμφιβολία διακόπτοντας τον... «Πολύ αμφιβάλω»

«Μην φέρνεις την καταστροφή Μπέλλα, δεν είναι έτσι τα πράγματα και το ξέρεις και όσο αφορά τον πατέρα μου να ξέρεις ότι πάντα ενδιαφερόταν και προσπαθούσε...»

«Προσπαθούσε;...» αναφώνησε αγανακτισμένα... «Που ακριβώς ήταν όταν ο πατέρας μου γύριζε για να πάρει την εκδίκηση του, όταν σχεδόν όλη η πόλη αφανίστηκε για να τον σταματήσει, όταν οι εναπομείναντας εκμεταλλευόμενοι τον θρήνο μου διατελούσαν το σώμα μου σε μικρά κομμάτια και τα έθαβαν σε διάφορα μέρη της γης αφήνοντας με να σαπίζω στους αιώνες μέσα στο υγρό χώμα κάνοντας την οργή μου να μεγαλώνει και την ψυχή μου να μαυρίζει από όλη την αδικία που με έπνιγε και με βασάνιζε για να μπορέσουν εκείνοι ανενόχλητοι να αφανίσουν όλους τους Κάλλεν που είχαν απομείνει ώστε να καταφέρουν πάρουν την πόλη στα χέρια τους και να κερδίσουν όλη την δόξα;... Που ήταν εκείνος Αλάρικ όταν όλα όσα εμείς ζήσαμε εκείνοι φρόντιζαν να τα κάνουν μύθους για να τρομάζουν τα μικρά παιδιά, όταν η άνθρωποι άρχιζαν να ξεχνάνε, όταν όλα τα ιστορικά ντοκουμέντα καιγόντουσαν στην πυρά για να μην τολμήσει κανείς άλλος να φέρει την αλήθεια ξανά στην επιφάνεια;... Αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα ζούνε στην πιο ιστορική πόλη των αιώνων, στην πόλη που η ζωή άρχισε και πάλι να ανθίζει ξανά λίγο πριν τον πρώτο της αφανισμό, στην πόλη που η ζωή θα σταματήσει και πάλι να υπάρχει μόλις όλα θα έχουν τελειώσει και δεν έχουν ιδέα για την ιστορία τους, πιστεύουν ότι όλοι εμείς απλά είμαστε ένας μύθος, ακούνε όλες τις μαλακίες που τους ποτίζουν τα μίντια και γελάνε γιατί δεν πιστεύουν ότι αφανισμός της ανθρώπινης ζωής είναι τόσο κοντά... Και εσύ μου λες ότι προσπαθεί; Πως ακριβώς δηλαδή προσπαθεί Αλάρικ;» τον ρώτησε με πόνο στην φωνή της με αγανάκτηση και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.

«Που ήταν εκείνος όταν τα μοναδικά πλάσματα σε όλον τον κόσμο που νοιάστηκαν για όλα αυτά και προσπάθησαν να κάνουν τα πάντα για να μην χαθούν στον χρόνο παλεύοντας με κίνδυνο την ίδια τους την ζωή να βρουν και να κρύψουν τα ημερολόγια μου που υπήρχαν στο παλάτι για να γράψουν την ιστορία ξανά από την αρχή, όταν φρόντιζαν με όλες τις αντίξοες συνθήκες την κρυφή γυναίκα του Κοτρέζε με το αγέννητο παιδί της μέχρι να ξεχαστούν όλα για να μπορούν σήμερα οι Κάλλεν να έχουν πίσω το όνομα τους και την κληρονομιά τους ξανά, όταν φρόντιζαν να κρύψουν και να κρατήσουν φυλαγμένες τις στάχτες των δικών μου ώστε να μην καταφέρει κανείς να τους βρει, όταν έψαχναν σπιθαμή προς σπιθαμή όλον τον πλανήτη αιώνες ολόκληρους για να καταφέρουν να βρουν τα κομμάτια του διαμελισμένου μου κορμιού ώστε να τα ενώσουν ξανά με την ελπίδα να ξαναγυρίσω, όταν πάλευαν με όλη τους την ψυχή να με κάνουν να βρω την λογική μου που είχα χάσει; Δεν ήταν πουθενά Αλάρικ, δεν νοιάστηκε ποτέ του» συνέχισε με πικρία ενώ η φωνή της έσπαγε στην μέση και τα μάτια μου αυτόματα βούρκωσαν από τον δικό της πόνο.

«Γι αυτό αν θέλετε σήμερα να ευχαριστήσετε κάποιον που υπάρχετε τότε ευχαριστήστε τους Σάλβατορ όχι εμένα, ούτε καν τον πατέρα σου γιατί εκείνοι ακόμα και χωρίς να έχουν καμία σχέση με την οικογένεια μας, χωρίς να έχουν καμία επιπλέον δύναμη από αυτή που έχουμε εμείς ήταν οι μοναδικοί που νοιάστηκαν για την δική μας κληρονομιά και δεν ζήτησαν ποτέ τίποτα για αντάλλαγμα» κατέληξε και άκουσα τον κύριο Σάλτζμαν να αναστενάζει.

«Και αν εμείς δεν έχουμε την δύναμη να τους σταματήσουμε, πως ακριβώς θα μπορέσει να το κάνει ο σωσίας από την στιγμή που είναι μόνο ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι που δεν έχει καν βρει τις ψυχικές τους ισορροπίες για να μπορέσει να κυριεύσει τον ίδιο του τον εαυτό;» τελικά ρώτησε μετά από μια σύντομη σιωπή και αμέσως η φωνή της Μπέλλας πήρε την ίδια αχρωμάτιστη χροιά που είχε πάντα.

«Η προφητεία λέει ότι είναι ο μόνος που θα καταφέρει να βρει τον τρόπο να σκοτώσει όσους θέλουν να καταφέρουν να επαναλάβουν την ιστορία για να εκπληρώσουν τα αρχικά σχέδια του πατέρα μου» του απάντησε απλά και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία... Για ποιον σωσία μιλάνε;... αναρωτήθηκα για μια στιγμή αλλά μόλις άκουσα την απορία του κύριου Σάλτζμαν το άφησα στην άκρη του μυαλού μου για να ακούσω παρακάτω.

«Μα πως μπορεί να γίνει αυτό;»

«Λέει ότι η δύο ψυχές θα γίνουν μία και θα πάρει όλη την δύναμη του αδικοχαμένου πρίγκιπα για να μπορέσει να εκπληρώσει την δική του μοίρα ελευθερώνοντας το ανθρώπινο είδος από μια μελλοντική απειλή» του απάντησε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.

«Με ποιον τρόπο;» την ρώτησε με απορία και ξεφύσησε απηυδισμένα.

«Και που θες να ξέρω εγώ;... Δεν είμαι εγώ αυτή που κάνει τις προφητείες Αλάρικ εγώ απλά ελπίζω να έχουν δίκιο για να εκπληρώσω επιτέλους τον σκοπό της δικής μου ύπαρξης μπας και με παρατήσετε στην ησυχία μου» απάντησε αγανακτισμένα.

«Και αν δεν καταφέρει να κοντρολάρει τα ένστικτά του;» συνέχισε τις απορίες του ο κύριος Σάλτζμαν και τότε η φωνή της Μπέλλας άλλαξε ξανά, έγινε πιο ψυχρή και από πάγο ενώ ακούγοντας τα επόμενα της λόγια έκανε όλο μου το κορμί να παγώσει.

«Αν δεν τα καταφέρει τότε δεν θα μου δώσει άλλη επιλογή από το να τον σκοτώσω για δεύτερη φορά» τα λόγια της ξυράφια έσκιζαν την καρδιά μου και εκείνη μάτωσε, έγινε κομμάτια και με μια δυνατή έκρηξη άρχισε να επιταχύνετε τόσο έντονα που έκανε όλο μου το στήθος να πονά σε σημείο να μην μπορώ να πάρω ούτε μια αρκετή ανάσα ώστε να καταφέρω να ανανεώσω τον αέρα στα πνευμόνια που αναζητούσαν απελπισμένα για λίγο οξυγόνο.

«Μα τι στο διάολο κάνει πάλι;...» την άκουσα να λέει αγανακτισμένα... «Μα τον θεό αυτός θα με αποτρελάνει»

«Ποιος;» ρώτησε ο κύριος Σάλτζμαν και την άκουσα να μετακινείτε νευρικά και εκείνος την ακολούθησε.

«Ο μικρός ποιος άλλος;...» απάντησε νευριασμένα και η πόρτα του δωματίου που βρίσκονταν άνοιξε απότομα... «Η καρδιά του κοντεύει να εκραγεί» συνέχισε και τα βήματα της γρήγορα και νευρικά ακουγόντουσαν από μακριά ενώ άνοιγε διάφορες πόρτες ξανά και ξανά.

«Λες να μας άκουσε;» την ρώτησε παγωμένα ο κύριος Σάλτζμαν.

«Γιατί εσύ μπορείς να ακούσεις όσα λέγονται στην διπλανή τάξη;» τον ρώτησε με μια ειρωνεία στην φωνή της.

«Όχι»

«Τότε πως θα μπορούσε εκείνος να μας ακούσει αφού δεν είναι καν τόσο κοντά;... Μα που στο διάολο έχει κρυφτεί γαμώτο του...» συνέχισε με αγωνία στην φωνή της... «Δεν ακούω κανέναν άλλον καρδιακό παλμό γύρω του άρα είναι μόνος, ποιες τάξεις είναι ελεύθερες αυτήν την ώρα;» τον ρώτησε ξαφνικά ενώ σταμάτησε τα βήματα της.

«Πιθανολογώ του δευτέρου ορόφου που τα παιδιά της δευτέρας τάξης έχουν πάει εκδρομή» την πληροφόρησε και αμέσως άκουσα τα βήματα τους στην σκάλα να ανεβαίνουν γρήγορα και προσπάθησα να φύγω ώστε να μην με βρει αλλά μου ήταν αδύνατον, ο πόνος στο στήθος μου με είχε παραλύσει και το κορμί μου δεν υπάκουσε πια στις εντολές μου.

«Ο Χριστός και η μάνα του...» αναφώνησε μόλις η πόρτα της τάξης όπου βρισκόμουν άνοιξε απότομα και αμέσως ένιωσα να τρέχει κοντά μου αλλά δεν ήμουν ικανός ούτε το κεφάλι μου να σηκώσω... «Αλάρικ τρέχα και φέρ’ του κάτι για να πιεί» συνέχισε αγχωμένα ενώ βάζοντας το χέρι της κάτω από το σαγόνι μου ανάγκασε το κεφάλι μου να σηκωθεί και ανοίγοντας τα βλέφαρα μου άρχισε να ελέγχει τις κόρες των ματιών μου όπως θα έκανε ένας γιατρός που εξετάζει κάποιον λιπόθυμο ασθενή την στιγμή που ο κύριος Αλάρικ την ρωτούσε.

«Νερό;»

«Οτιδήποτε μόνο γρήγορα» τον πρόσταξε ξανά με την ανάσα της να πηγαίνει γρήγορα και συγκρατώντας το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια προσπάθησε να με καθοδηγήσει.

«Έντουαρτ με ακούς;...» με ρώτησε αλλά εγώ ακόμα παλεύοντας για λίγο αέρα δεν μπορούσα να μιλήσω... «Αν με ακούς προσπάθησε να μου απαντήσεις με οποιονδήποτε τρόπο μπορείς» με παρακάλεσε αγχωμένα και καθώς ένιωσα το χέρι της να καλύπτει το δικό μου, σε μια απελπισμένη κίνηση άνοιξα τα δάχτυλά μου και τα πέρασα ανάμεσα στα δικά της και ξανακλείνοντας τα, τα έσφιξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει για να μπορέσω να την κρατήσω κοντά μου.

«Έντουαρτ άκουσε με προσεκτικά, είναι μεγάλη ανάγκη να χαλαρώσεις και να κάνεις την καρδιά σου να γυρίσει στους φυσιολογικούς της παλμούς...» μου είπε αγχωμένα και αυτό για κάποιον λόγο με έκανε χειρότερα... «Σε παρακαλώ προσπάθησε να ηρεμήσεις η καρδιά σου είναι δυνατή θα αντέξει αλλά πρέπει να την κάνεις να ξαναβρείς του φυσιολογικούς της ρυθμούς» με παρακάλεσε ξανά και δεν είχα ιδέα τι να κάνω.

"Βοήθησε με" ούρλιαζα μέσα μου αλλά οι λέξεις δεν κατάφεραν να βγουν από τα χείλια μου και εκείνη σαν να την είχε ακούσει συνέχισε να μου δείχνει τον τρόπο.

«Μετέφερε τον εαυτό σου κάπου μακριά, κάπου που να νιώθεις ασφάλεια... σκέψου όμορφες στιγμές που θα σε κάνουν να χαλαρώσεις και μείνε εκεί μέχρι να νιώσεις την καρδιά σου να ηρεμεί...» μου είπε πιο ήρεμα ενώ ταυτόχρονα την ένιωθα που ακουμπούσε το κεφάλι μου πάνω στο στερνό της με τα δάχτυλα της εισχωρούσαν μέσα τα μαλλιά μου ανακατεύοντας τα απαλά... «Προσπάθησε να γυρίσεις, έχεις την δύναμη να το κάνεις» την άκουσα να λέει ξανά με φωνή που έσπαγε και αυτό για μια στιγμή με μπέρδεψε περισσότερο... Τι εννοούσε;

Καθώς η ανάσα της μέσα από το στήθος της έφτανε στα αυτιά μου ρυθμικά, τα πάντα ξεχάστηκαν και αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο να γευτεί αυτήν την γλυκιά μελωδία διάφορες αναμνήσεις άρχισαν να ξεπηδούν στην μνήμη μου και αυτόματα με έκαναν να χαλαρώσω.

Ήταν μεσημέρι, σε ένα τεράστιο λιβάδι με ηλίανθους και της κρυβόμουν στα τεράστια κλωνάρια τους ενώ εκείνη μου φώναζε από μακριά και εγώ γελούσα που πίστευα ότι είχα καταφέρει να της κρυφτώ.

«Έντουαρττττ...» την άκουγα να με φωνάζει και εγώ γέλαγα με το χέρι μου να καλύπτει το στόμα μου... «Που κρύβεσαι;» ρωτούσε και πριν προλάβω να μετακινηθώ δύο χέρια κύκλωσαν το κορμί μου και καθώς με γύριζαν προς την μεριά της εγώ έκανα ένα παραπονιάρικο μουτράκι που εκείνη κατάφερε να με βρει... «Με έκανες να σε χάσω;» ρώτησε και όλο μου το πρόσωπο φωτίστηκε αλλά πριν προλάβω να πω κάτι εκείνη αμέσως με σήκωσε ψηλά στον αέρα και στριφογυρίζοντας τον κορμό της με έκανε να πετάω και εγώ ανοίγοντας τα χέρια μου άρχισα να ξεφωνίζω από χαρά.


«Κι άλλο θεία, κι άλλο» φώναζα και εκείνη δεν μου χάλαγε χατίρι... «Κι άλλοοοοοο» έλεγα και καθώς άρχιζε να γελά χωρίς να σταματά να με στριφογυρνά με κατέβασε στο ύψος του στήθους της και με άφησε να ακουμπήσω το κεφάλι μου πάνω στο στερνό της.

Η ανάσα της που πήγανε και ερχόταν μέσα της ήταν τόσο περίεργη που αυτόματα χωρίς να μπορέσω να το σταματήσω με έκανε να γελάσω δυνατά.


«Μπορώ να μάθω το αστείο;» ρώτησε η Μπέλλα και γέλασα πιο δυνατά καθώς ακόμα με τα μάτια μου έβλεπα όλους τους ηλίανθους να κινούνται απαλά στο απαλό αεράκι που τους χάιδευε και εγώ στην αγκαλιά της ένιωθα το πιο ευτυχισμένο πεντάχρονο αγόρι όλου του κόσμου.

«Η ανάσα σου είναι τόσο αστεία» εξέφρασα δυνατά αυτό που με έκανε να γελάσω και εκείνη απομακρύνοντας με από πάνω της με κοίταξε για μια στιγμή και της ανταπέδωσα το βλέμμα με απορία.

«Μπέλλα...» η φωνή του κύριου Σάλτζμαν έκοψε στην μέση αυτήν την επαφή που είχαν οι ματιές μας και περίεργη γύρισε προς την μεριά του καθώς έτεινε το χέρι της για να πάρει το μπουκάλι με το νερό που εκείνος της πρόσφερε... «Έχουμε και άλλο πρόβλημα» είπε συνωμοτικά και εκείνη κατένευσε καθώς άνοιγε το μπουκάλι.

«Πιες το» με διέταξε εκνευρισμένα.

«Έχουν καλέσει ασθενοφόρο» συνέχισε ο κύριο Σάλτζμαν και εκείνη τον κοίταξε επιβλητικά.

«Δεν είμαι κουφή Αλάρικ» του είπε με νόημα και καθώς έκλεινα το μπουκάλι την στιγμή που ήπια όλο το περιεχόμενο του μπουκαλιού με μια γουλιά τους κοίταξα με περιέργεια.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα και εκείνη γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου άδεια.

«Η αδελφή σου είναι δίδυμη το ξέχασες;» με ρώτησε με μια δόση κατηγορίας στην φωνή της και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.

«Η αδελφή μου έπαθε τίποτα;» ρώτησα ξέπνοα ενώ πήγα να σηκωθώ αλλά εκείνη με το χέρι της ακόμα πάνω στο δικό μου με τράβηξε πίσω.

«Είναι μια χαρά αλλά αν συνεχίσεις να κάνεις τέτοιες μαλακίες σίγουρα θα την στείλεις πριν της ώρας της» συνέχισε εκείνη εκνευρισμένα και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.

«Δεν καταλαβαίνω τι συνέβη;» ρώτησα μπερδεμένα.

«Νιώθει ότι ακριβώς νιώθεις και εσύ... Η δικιά σου καρδιά είναι φτιαγμένη για να αντέχει τέτοιους είδους καρδιακούς παλμούς αλλά η δική της όχι, γι αυτό την επόμενη φορά που θα βρεθείς στην ίδια κατάσταση καλό θα είναι να το θυμάσαι ώστε να μην κάνεις την δική της να εκραγεί» είπε κατηγορηματικά και γούρλωσα τα μάτια μου από την έκπληξη.

«Που είναι που την έχουν;» ρώτησα πεισματικά ενώ προσπάθησα να ξεκολλήσω το χέρι της από πάνω μου αλλά φυσικά εκείνη δεν μου έκανε την χάρη.

«Είναι μια χαρά...» τόνισε κατηγορηματικά... «Την έχουν στο ιατρείο και την κρατάνε εκεί μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο»

«Πρέπει να την δω» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση ενώ σηκωνόμουν ξανά όρθιος παλεύοντας να απελευθερώσω το χέρι μου από το δικό της.

«Όχι τόσο γρήγορα» είπε εκείνη και με καθήλωσε ξανά στην θέση μου με το έτσι θέλω.

«Άφησε με επιτέλους» φώναξα αλλά εκείνη δεν άλλαζε ύφος.

«Αλάρικ δεν πας να δεις πως είναι η Άλις;» τον έδιωξε με τρόπο χωρίς να αποχωρίζετε την ματιά μου και εκείνος έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του χωρίς να πει κάτι άλλο... «Λοιπόν θα μου πεις τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνη αυστηρά και άφησα μια απελπισμένη ανάσα να ξεφύγει από μέσα μου.

«Η αδελφή μου είναι στο ιατρείο και εσύ θέλεις να κάνουμε και κουβεντούλα από πάνω;» την ρώτησα εκνευρισμένος.

«Είναι μια χαρά και θα παραμείνει όσο εσύ είσαι ήρεμος... Τώρα λέγε τι συμβαίνει, τι το προκάλεσε όλο αυτό;» με ρώτησε επιτακτικά και έμεινα για λίγο να την κοιτώ.

«Δεν ξέρω, εγώ καθόμουν εδώ για να ηρεμήσω και ξαφνικά άρχισα να νιώθω ότι η καρδιά μου θα σπάσει» είπα το 1/10 της αλήθεια και εκείνη με κοίταξε ειρωνικά.

«Ναι και εγώ είμαι ο πάπας της Ρώμης, που τα πουλάς αυτά;» μου αντιγύρισε και ξεφύσησα απελπισμένα.

«Δεν έγινε τίποτα σου λέω... απλά σκεφτόμουν όσα έχουν συμβεί και... Άσε με επιτέλους να πάω να δω την αδελφή μου» απαίτησα ξανά και εκείνη ελευθερώνοντας τα χέρια μου έγειρε το κορμί της προς τα πίσω και βάζοντας τα χέρια στις τσέπες της έμεινε να με κοιτάει με έναν ύφος που δήλωνε ότι σίγουρα δεν τελειώσαμε εδώ αυτήν την κουβέντα αλλά εγώ δεν της έδωσα άλλη σημασία και τρέχοντας πήγα προς το ιατρείο του σχολείου για να πάω να δω την Άλις.

Φτάνοντας άνοιξα την πόρτα με ορμή χωρίς να την χτυπήσω και κάποιος προσπάθησε να με σταματήσει αλλά εγώ δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου... Καθώς άνοιξα και την δεύτερη πόρτα που οδηγούσε στα εξεταστήρια και βρίσκοντας την Άλις καθισμένη πάνω στο κρεβάτι να μιλάει και να γελάει με κάποιον άγνωστο κοντά στην ηλικία μας, τα έχασα τελείως... Εκείνη γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου άφησε ένα γελάκι και άνοιξε την αγκαλιά της για μένα... Διασχίζοντας την απόσταση με δύο δρασκελιές την έκλεισα στην αγκαλιά μου και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα πριν καταφέρω ξανά να μιλήσω.

«Βρε μπουμπούνα δεν έχω τίποτα, μια χαζή ταχυπαλμία ήταν» εκείνη αμέσως έσπευσε να με καθησυχάσει αλλά καθώς είχα βιώσει όλον αυτόν τον πόνο πριν δεν με έπεισε καθόλου.

«Συγνώμη» κατάφερα να ψιθυρίσω και καθώς εκείνη με απομάκρυνε από το σώμα της κράτησε το πρόσωπο μου μέσα στα δύο της χέρια και κοιτώντας με έντονα στα μάτια έμεινε ανέκφραστη και σοβαρή.

«Είμαι απολύτως καλά» είπε μόνο και αμέσως παίρνοντας μια βαθιά ανάσα όλα τα μέσα μου αυτόματα ηρέμισαν και η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπά σε φυσιολογικούς ρυθμούς.

«Πραγματικά εντυπωσιάστηκα» ακούσαμε την Μπέλλα να λέει από την πόρτα και η ματιές μας αυτόματα γυρίσανε προς το μέρος της με απορία.......

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Soulmates "16. The love-gift of a fairy-tale"



Σημείωση συγγραφέα: Το τραγούδι που έχω επιλέξει γι αυτό το κεφάλαιο ίσως να σας δυσκολέψει στην ανάγνωση γιατί ο τραγουδιστής περισσότερο απαγγέλει τους στοίχους παρά τους τραγουδάει... Είτε επιλέξετε να το διαβάσετε χωρίς την μουσική είτε με την μουσική, σας συνιστώ να το ακούσετε ξεχωριστά και να δώσετε σημασία στους στοίχους, είναι τα λόγια που ο πρίγκιπας Έντουαρτ ψιθυρίζει νοητά στον Έντουαρτ του παρόν.

Σας εύχομαι καλή ανάγνωση και περιμένω με μεγάλη αγωνία τα σχόλια σας.

~*~*~*~*~*~*~ 


Στο μεγάλο διάλλειμα παίρνοντας ένα βιβλίο στα χέρια μου, πήγα στο προαύλιο του σχολείου και αφού βρήκα ένα μοναχικό δέντρο μακριά από όλους και από όλα, έκατσα στην σκιά του και απομονώθηκα... Φυσικά η Άλις μου πρότεινε να έρθει μαζί μου για παρέα αλλά εγώ αμέσως της το αρνήθηκα, ήθελα να μείνω μόνος και εκείνη το σεβάστηκε ακολουθώντας την κοριτσοπαρέα της ενώ ο Έμετ που φυσικά τα είχαμε ξαναβρεί, με πίεζε να πάω μαζί του ώστε να ξεχαστώ αλλά εγώ δεν είχα καμία όρεξη να κάθομαι να ακούω τα παινέματα του για το πως έσκισα την γάτα, πως έδειξα ποιος είναι ο άντρας και άλλες τέτοιες μαλακίες που είχε αρχίσει να διαδίδει σε όλο το σχολείο για να με κάνει πιο δημοφιλή ώστε να μου βρει σύμφωνα με το δικό του μυαλό το επόμενο θηλυκό που πίστευε ότι είχα ανάγκη για να ξεκολλήσω τελείως από πάνω της αλλά εγώ δεν τα είχα ανάγκη όλα αυτά, το μόνο που είχα ανάγκη αυτήν την στιγμή ήταν να βρω ξανά τις εσωτερικές μου ισορροπίες αλλά ένιωθα βαθιά μέσα μου ότι θα ήταν τόσο δύσκολο.

Ανοίγοντας το βιβλίο που κρατούσα, δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε μια λέξη, την ματιά μου τραβούσαν τα ζευγαράκια που είχαν έρθει στο ίδιο σημείο που ήμουν εγώ για να ξεκλέψουν τον χρόνο που τους δίνονταν ώστε να ζήσουν το έρωτα τους μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των συμμαθητών τους και χωρίς να το καταλάβω ένας αναστεναγμός ξεπήδησε μέσα από τα χείλια μου κοιτώντας τους με παράπονο...

Γιατί και εγώ να μην μπορώ να ζήσω έστω μια φορά ανέμελα όπως εκείνοι, να αγαπήσω και να αγαπηθώ άνευ όρων;... σκέφτηκα και ακούγοντας την γλυκιά κελαριστή φωνούλα της ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει...




«Η μελέτη δεν τελειώνει ποτέ γλυκό μου παιδί...» είπε και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της θαμπώθηκα αυτόματα και ξέχασα ότι με προβλημάτιζε... Τα υπέροχα χαρακτηριστικά της ήταν τόσο ήρεμα τόσο αρμονικά, με έναν περίεργο τρόπο τόσο εκτυφλωτικά που ένιωθα να την ζηλεύω που εκείνη είχε καταφέρει να είναι τόσο ισορροπημένη μέσα της ενώ εγώ ακόμα πάλευα με τα πρέπει και τα θέλω χωρίς να είμαι ικανός να βρω μια χρυσή τομή...


Φορώντας ένα γαλάζιο λεπτό φόρεμα που έμοιαζε σαν πέπλο που σκέπαζε απαλά το λεπτοκαμωμένο σώμα της, χωρίς ίχνος περιττών κοσμημάτων να την στολίζουν καθώς εκείνη πάντα πίστευε ότι το μεγαλύτερο στολίδι απάνω μας είναι η ψυχή μας και μόνο αυτή είναι που μας ομορφαίνει...


Με τα μαλλιά της πιασμένα τα μισά να τονίζουν τα απίστευτα χαρακτηριστικά της που καθώς την κοίταζες σε έκαναν να νιώθεις αμέσως όλη την αρμονία, την παιδική της αθωότητα που δεν είχε χαθεί παρόλο τα όσα είχε περάσει και την ψυχική ισορροπία που είχε μέσα της ενώ καθώς την κοίταζες δεν πίστευες πότε ότι αυτό το πρόσωπο άνηκε σε μια γυναίκα τριακοσίων χρόνων, αντιθέτως σε έκανε να νιώθεις ότι θα μπορούσε ακόμα να ήταν και πιο μικρή από μας παρόλο που το σώμα της είχε παγώσει στα δεκαέξι της χρόνια που εκείνη έχασε την ανθρώπινη της πλευρά...


Και όμως και πάλι ήταν τόσο ανθρώπινη, γεμάτη ζωντάνια, με ένα χαμόγελο πάντα να σου γλυκαίνει την καρδιά... Με το που την κοίταζες αμέσως ένιωθες το πόσο ιδιαίτερη ήταν, μια νεράιδα βγαλμένη μέσα από τα παραμύθια μιας άλλης εποχής, μια κυρά της λίμνης, ρευστή και λαμπερή να σε θαμπώνει και να σε κάνει ανίκανο να σκεφτείς κάτι άλλο πέρα από εκείνην... Μα καθώς τα χείλια της άνοιγαν και οι λέξεις βγαίνανε μέσα από την ψυχή της, τότε καταλάβαινες το πόσο αγνή ήταν και η ίδια, το πόσο πάθος για ζωή υπήρχε μέσα σε αυτό το πλάσμα που όμοιο του δεν υπήρξε και ούτε θα δημιουργηθεί ποτέ ξανά...


Η κόρη του ουρανού όπως την αποκαλούσα εγώ ένα παντοτινό αστέρι, που φιλοξενούσε απάνω της όλα τα μικρά αστέρια που ζητούσαν παρηγοριά και εκείνη τα φιλοξενούσε στο σώμα της για να τα προστατέψει, να τους δώσει την παρηγοριά που τα ίδια ζητούσαν και σε αντάλλαγμα εκείνα την έκαναν να λάμπει, την έκαναν να βγάζει όλη την λάμψη που είχε η ψυχή της κάνοντας την αύρα της να φέγγει ακόμα και στο σκοτάδι για να μπορεί να μας οδηγεί στα πιο φωτεινά μέρη ακόμα και όταν όλες οι ελπίδες έχουν χαθεί, με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε.


«Άσε το βιβλίο στην άκρη και πήγαινε μαζί τους γλυκό μου αγόρι, ζήσε τις υπέροχες στιγμές που σου προσφέρει η ηλικία σου και άσε όλα τα άλλα στην άκρη για λίγο» με παρότρυνε με το ζεστό της χαμόγελο και βουρκώνοντας χαμήλωσα την ματιά μου προς το βιβλίο αποφεύγοντας την ματιά της με το στήθος μου να νιώθω να με διαλύει από τον πόνο που με διαπερνούσε.


«Η μητέρα μου...»


«Η μητέρα σου θέλει το καλύτερο για σένα και το βασίλειο μας αλλά θέλει και να είσαι ευτυχισμένος» αμέσως με διέκοψε πριν ολοκληρώσω την φράση μου ξέροντας ακριβώς ποιος ήταν ο λόγος που εγώ αποτραβιόμουν από όλα τα παιδιά της ηλικίας μου καθώς εκείνη μου τόνιζε πάντα πια είναι η θέση μου και πως έπρεπε να τους βλέπω σαν τους μελλοντικούς μου υπηκόους και όχι ίσους με μένα, αντίθετα με την άποψη της θείας μου που εκείνη πάντα έλεγε ότι όλοι είμαστε ίσοι άσχετα με το πια είναι η κοινωνική μας θέση.

Η ματιά μου περιπλανήθηκε για άλλη μια φορά προς το μέρος που όλοι οι συνομήλικοι χωρικοί μου σε διάφορα πηγαδάκια διασκεδάζανε ανέμελα άλλοι απλώς μιλώντας και γελώντας με διάφορα αστεία που κάποιος θα έλεγε, άλλοι πειράζοντας με γαργαλητά και κυνηγητά ενώ κάποια άλλα ζευγαράκια είχα αποτραβηχτεί πιο μακριά σε κάποια ησυχία που θα τους χάριζε μια σκιά ενός δέντρου μιλώντας και χαμογελώντας ευτυχισμένοι... Καθώς η ματιά μου στάθηκε ακριβώς εκεί η θεία μου καταλαβαίνοντας το σκεπτικό μου, χάιδεψε απαλά την πλάτη μου και το μπράτσο μου που σχεδόν την ακουμπούσε και αυτόματα γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Θα έρθει και η δική σου σειρά, μικρέ μου πρίγκιπα... Κανένας άνθρωπος δεν ξέφυγε από το θαύμα της αγάπης και μόλις το ζήσεις και εσύ τότε θα νιώσει ο πιο ευλογημένος άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη» με διαβεβαίωσε και ένιωσα όλο μου το σώμα να μυρμηγκιάζει ενώ την κοίταζα βαθιά μέσα στα μάτια με την ανάσα μου να έχει χαθεί μακριά.

«Και εσύ;» ρώτησα πριν προλάβω να το συγκρατήσω μέσα μου και μου χαμογέλασε με ένα ήρεμο χαμόγελο.

«Εγώ δεν είμαι άνθρωπος πια Έντουρτ» μου υπενθύμισε με έναν πειραχτικό τόνο αλλά εγώ αμέσως διαφώνησα.

«Είσαι πιο ανθρώπινη από όλους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στην ζωή μου» είπα και χαχάνισε για λίγο.

«Σε ευχαριστώ που με βλέπεις έτσι αλλά η πραγματικότητα είναι άλλη και το ξέρεις πολύ καλά αυτό» μου τόνισε αλλά εγώ συνέχισα να επιμένω.

«Εσύ πάντα λες ότι όλοι έχουν δικαίωμα στον έρωτα και την αγάπη...» προσπάθησα αλλά εκείνη αμέσως με διέκοψε καθώς γύρισε την ματιά της μακριά ενώ έπαιρνε ένα σοβαρό ύφος κάτι που μου δήλωνε ότι η συζήτηση αυτή τελείωνε εδώ αλλά εγώ δεν τα παρατούσα... «Γιατί όχι και εσύ;» την ρώτησα και αφήνοντας ένα θλιμμένο χαμόγελο να της ξεφύγει κοίταξε προς τα χέρια της που τώρα πια ήταν σταυρωμένα πάνω στο βιβλίο που ήταν ακόμα ανοιχτό πάνω στα πόδια της.

«Πως θα μπορούσα ποτέ να χαρίσω σε έναν άντρα όλα όσα ζητάει από μια γυναίκα... όταν εγώ δεν μπορώ να του προσφέρω μια ολοκληρωμένη οικογένεια, όταν δεν μπορώ να του προσφέρω τους γιους που θα θέλει για να διαιωνίσει το είδος του... αλλά παραπάνω από όλα αυτά... πως θα μπορούσα ποτέ να αφήσω τον εαυτό μου να αφεθεί να αγαπήσει κάποιον ξέροντας από την αρχή ότι το μόνο που θα μου αποφέρει αυτή η αγάπη θα είναι τον μεγαλύτερο πόνο από όλους που θα με βασανίζει στους αιώνες των αιώνων που θα ζω μακριά του γνωρίζοντας ότι δεν θα υπάρχει ποτέ κανένας τρόπος να καταφέρω να φύγω από αυτήν την ζωή ώστε να τον ακολουθήσω μεταθάνατον;» ρώτησε και ένιωσα την καρδιά μου να γίνετε χίλια κομμάτια... Ήταν τόσο άδικο για εκείνην.

«Μα πως μπορεί κάποιος να μένει τριακόσια χρόνια στην μοναξιά;» την ρώτησα και γυρίζοντας την ματιά της μου χαμογέλασε ξανά με το χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει.

«Μα δεν υπήρξα ποτέ μόνη μικρέ μου πρίγκιπα...» μου είπε με την γλυκιά φωνή της αλλά δεν μπορούσα ακόμα να το φανταστώ πως μπορεί ένας άνθρωπος ή ένα τόσο ιδιαίτερο πλάσμα όπως ήταν εκείνη, να ζει χωρίς την ανάγκη ενός μεγάλου έρωτα.

«Δεν εννοούσα την συντροφιά που σου χαρίζουμε εμείς...» είπα ντροπαλά και με κοίταξε έντονα ενώ με την ματιά της με παρότρυνε να συνεχίσω... «Δεν έχεις αναζητήσει ποτέ την ζεστασιά που θα σου πρόσφερε ένας άντρας;» συνέχισα με την καρδιά μου να καλπάζει σαν τρελή ενώ τα μάγουλα μου φλογίζονταν από την ντροπή που ένιωσα αμέσως καθώς ήξερα ότι δεν ήταν σωστό να συζητάω τέτοια θέματα μαζί της.

«Πότε μεγάλωσες τόσο πολύ και έχεις τέτοιες ανησυχίες;» με ρώτησε και χαμηλώνοντας την ματιά μου μετανιωμένος ζήτησα αμέσως συγνώμη για την αναίδεια μου αλλά εκείνη δεν έδειχνε να είχε και τόσο ενοχληθεί.

«Αν πω όχι, θα είναι ψέματα...» τελικά απάντησε και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της την κοίταξα με αγωνία ελπίζοντας να συνεχίσει... «Άλλα οι ψυχικές μου ισορροπίες είναι πολύ πιο σημαντικές για μένα από το να ζήσω έστω και για μερικές στιγμές έναν εφήμερο έρωτα που θα ξέρω από την αρχή το πόσο θα με σημαδέψει για το υπόλοιπο της ύπαρξης μου» συμπλήρωσε και πριν προλάβω να το σταματήσω εξέφρασα την επόμενη μου απορία.

«Πως μπορείς να έχεις τόσο καλές ψυχικές ισορροπίες όταν στερείσαι το πιο δυνατό συναίσθημα απ’ όλα;» την ρώτησα και άφησε ένα χαμόγελο να της ξεφύγει.

«Ποιος σου είπε ότι στερούμε κάτι;» με ρώτησε εκείνη και έμεινα περίεργος να την κοιτώ ξέροντας πολύ καλά ότι ιδίως από τότε που γεννήθηκα εγώ δεν θα μπορούσε να έχει έστω και κρυφά κάποιον άντρα στο πλευρό της αφού είχε εμένα όλη μέρα να είμαι κολλημένος απάνω της.

«Δεν καταλαβαίνω» είπα ειλικρινά και αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό χωρίς να χάνει καθόλου το χαμόγελο της σηκώθηκε αφήνοντας το βιβλίο της στην άκρη και καθώς προχώρησε μέχρι το άνοιγμα που υπήρχε στο κιόσκι όπου καθόμασταν ακούμπησε την πλάτη της πάνω στο ξύλινο στύλο και κοίταξε μακριά με μια νοσταλγική ματιά ενώ ο ήλιος που άγγιξε το εκτεθειμένο της δέρμα την έκανε αμέσως να λάμψει τόσο πολύ που τα μισά της χαρακτηριστικά σχεδόν δεν φαινόντουσαν από την λάμψη που ανέδυε όλο της το πρόσωπο.

«Δεν νιώθω ότι στερούμε κάτι γιατί είμαι ερωτευμένη με την φύση...» ξεκίνησε και ακουμπώντας και το πίσω μέρος του κεφαλιού της πάνω στον ξύλινο στύλο, άφησε την ματιά της να ταξιδέψει μέσα στις εικόνες που είχαν ξεπηδήσει μέσα στο μυαλό της και καθώς συνέχιζε μέσα στην φωνή της υπήρχε τόσο πάθος που με έκανε αυτόματα να την ζηλέψω αλλά θέλοντας να ακούσω κάθε λέξη που θα έβγαινε από τα χείλια της έμεινα σιωπηλός και δεν την διέκοψα ξανά.

«Η πρωινή αύρα που αναδύουν τα λουλούδια μου χαρίζουν όλη την ανάλαφρη μυρωδιά που κάνει τα πνευμόνια μου να την αναζητούν κάθε πρωινό την στιγμή που σκάει ο ήλιος και τα πάντα φωτίζουν με τα παιχνιδιάρικα χρώματα του ουρανού που μοιάζουν με ουράνιο τόξο... Οι δροσοσταλίδες των χορταριών μου χαρίζουν όλη την δροσιά που έχει ανάγκη το σώμα μου να νιώσει ενώ καθώς το άγριο χορτάρι αγγίζει την εκτεθειμένη μου επιδερμίδα...» συνέχιζε ενώ τα δάχτυλα της πέρναγαν πάνω στον λαιμό της και κλείνοντας τα μάτια επανέφερε στην μνήμη της όλες τα συναισθήματα που ένιωθε κάθε φορά που πήγαινε για κυνήγι κάθε πρωί...

«Της χαρίζει το χάδι καθώς τα πόδια μου τρέχουν με την ταχύτητα που μας χαρίζει η φύση μας σχίζοντας τον άνεμο στην μέση κάνοντας το αίμα μου να ρέει με τέτοια ορμή που όλα μου τα άκρα μου παίρνουν ζωντάνια σε τέτοιο βαθμό που νιώθω ότι υπάρχουν ακόμα και στιγμές που η άψυχη πλέον καρδιά μου μπορεί να αρχίσει να χτυπά ξανά ενώ η ηλιαχτίδες που ξεπηδούν μέσα από τα σύννεφα ζεστάνουν το παγωμένο μου κορμί και το κάνουν να κλέβει λίγο από την ζεστασιά που του προσφέρει... Η μυρωδιά της λείας μου όμως είναι αυτή που μου δίνει την έξαψη που το σώμα μου αναζητεί, αυτή και μόνο φέρνει την υπέρτατη χαρά και καθώς το σώμα χορταίνει τότε και η ψυχή νιώθει την ολοκλήρωση που αναζητά...» είπε και για λίγο χαμήλωσε την ματιά της χωρίς να πει κάτι άλλο.

«Ακούγετε σαν να κάνεις έρωτα μαζί της» τόλμησα να πω και αφήνοντας ένα δειλό χαμόγελο αμέσως τα μάγουλα της φλογίστηκαν και γύρισε την ματιά της προς το μέρος που ήταν μαζεμένα όλα τα παιδιά περνώντας ανέμελα της τελευταίες ώρες πριν το επόμενο λυκόφως μας καλύψει και μας κάνει να κλειστούμε και πάλι μέσα στου κρύους τοίχους που μας προσέφεραν την προστασία από όλα τα κακά που μας απειλούσαν.

«Αγαπάω όλα μου τα παιδιά...» συνέχισε κοιτώντας τα ένα, ένα με τέτοια λατρεία σαν να ήταν δικά της που με έκανε αυτόματα να ζηλέψω που έπρεπε να μοιράζομαι την αγάπη της μαζί τους...

«Εσείς μου αναπληρώνετε όλη την αγάπη της θηλυκής μου πλευράς που η ψυχή μου έχει ανάγκη και την ανταποδίδετε τόσο απλόχερα που νιώθω το πιο ευλογημένο πλάσμα σε ολόκληρο τον πλανήτη που σας έχω κοντά μου, που σας βλέπω να μεγαλώνετε γενιές ολόκληρες, να μαθαίνετε μέσα από μένα και εγώ να μαθαίνω μέσα από εσάς όλες της αξίες της ζωής ώστε να γινόμαστε πιο σοφοί, να σας βλέπω να στέκεστε στα πόδια σας να με κάνετε υπερήφανη, τόσο ευτυχισμένη που έστω και για λίγο νιώθω ότι είμαι η μητέρα όλων σας...

»Και τέλος λατρεύω την γνώση, όλη αυτή που μπορεί να μου δώσει απλόχερα η φύση, να μου χαρίσουν μέσα από τις δικές τους εμπειρίες όλα μου τα παιδία και να εισπράξω μέσα από όλα τα βιβλία όλα όσα έγραψαν εκείνοι που πέρασαν από αυτήν την ζωή και άφησαν την δική τους σφραγίδα, την δική τους εμπειρία, την δική τους φαντασία... Όλα αυτά γλυκό μου αγόρι είναι αυτά που με ολοκληρώνουν που μου φέρνουν την ισορροπία ώστε να μπορώ να ζω και εγώ σαν ένας κανονικός άνθρωπος μακριά από όλα τα επιπλέον ένστικτα που υπάρχουν μέσα μου ώστε να μην παρασυρθώ και γίνω και εγώ άλλο ένα ανεξέλεγκτο τέρας...» είπε στο τέλος με πικρία ενώ το πρόσωπο της σκοτείνιαζε με μια αρχαία θλίψη να καλύπτει όλα τα υπέροχα χαρακτηριστικά της και μην αντέχοντας να την βλέπω έτσι έτρεξα κοντά της και έπεσα αμέσως στην αγκαλιά της και εκείνη τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το κορμί μου αμέσως μου έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου καθώς αναστέναζε βαθιά.

«Εσύ όμως γλυκό μου αγόρι, είσαι άνθρωπος και ακόμα και όταν θα σπάσεις την δική σου κατάρα και το σώμα σου γίνει αυτό ακριβώς που είναι και πάλι θα παραμένεις άνθρωπος, με όλα τα προτερήματα που σου χαρίζει απλόχερα η φύση... γι αυτό και πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να αγαπήσει, να αφήσεις την καρδιά σου ελεύθερη να διαλέξει το άλλο σου μισό, να βρει την αδελφή ψυχή που αναζητεί και μαζί να κάνετε μια ευλογημένη οικογένεια που θα σου δώσει την ολοκλήρωση που αναζητάς» είπε και κοιτώντας μακριά μέσα από τα βάθη της ψυχής μου αναπήδησε ένας αναστεναγμός καθώς η ματιά μου έπεσε πάνω σε ένα γνωστό πρόσωπο και καθώς εκείνη κατάλαβε ότι την κοιτούσα αυτόματα κοκκίνισε και χαμήλωσε την ματιά της ντροπαλά ενώ δάγκωνε το κάτω της χείλος καθώς συνέχιζε να μας κρυφοκοιτά.

«Όμορφο κορίτσι» αμέσως η θεία μου σχολίασε ενώ ακολούθησε την ματιά μου και φεύγοντας από την αγκαλιά της γυρίζοντας στο μαρμάρινο παγκάκι έκατσα χωρίς να την κοιτώ.

«Όποια και να διαλέξει η καρδιά μου η μητέρα μου δεν θα συμφωνήσει ποτέ» εξέφρασα αυτό που με έπνιγε με πόνο στην φωνή μου και καθώς ήρθε ξανά κοντά μου έκατσε δίπλα μου και αγκαλιάζοντας τους ώμους μου με έκλεισε στην αγκαλιά της παρηγορητικά.

«Τα λόγια της καρδιάς μικρέ μου πρίγκιπα δεν μπορεί κανείς να τα αγνοήσει άλλωστε μην ξεχνάς ότι η μητέρα σου θέλει να είσαι ευτυχισμένος... Το ίδιο και εγώ» μου είπε τρυφερά και σήκωσα την ματιά μου προς την δική της.

«Την αγαπάς την Κατρίνα μικρέ μου πρίγκιπα;» με ρώτησε και κοίταξα χαμηλά.

«Είναι όμορφη κοπέλα...» είπα διστακτικά.

«Άλλα η καρδιά σου ακόμα δεν την έχει γνωρίσει» συμπλήρωσε εκείνη για μένα και την κοίταξα φοβισμένα.

«Αν την γνωρίσει και καταλάβει ότι είναι αυτή η μία που αναζητεί, εσύ θα την δεχτείς;» ρώτησα και μου χαμογέλασε με μια ελπίδα να φωτίζει την ματιά της.

«Ακόμα και αν μου πεις ότι η καρδιά σου ανήκει στην Ντρακόλιαν...»

«Στην Ντρακόλιαν;» αναφώνησα και εκείνη γέλασε σιγανά.

«Η καρδιά μας γλυκό μου αγόρι, δεν μας ρωτάει ποιον θα αγαπήσει»

«Ε όχι και η Ντακόλιαν, αυτή είναι σαν μάγισσα, η πιο άσχημη από όλες» συνέχισα εγώ με πείσμα και με κοίταξε σοβαρά.

«Η αγάπη γλυκό μου αγόρι είναι τυφλή και όταν βρει την αδελφή ψυχή της τότε στα μάτια σου γίνετε το πιο όμορφο κορίτσι από όλα, γίνετε το μοναδικό, το αναντικατάστατο, το παντοτινό σου αστέρι που σου φωτίζει όλα τα σκοτεινά μέρη και σε κάνει να βρίσκεις τον δρόμο σου ακόμα και εκεί που η ελπίδα έχει χαθεί... Αυτό είναι το θαύμα της αγάπης αυτό που σε κάνει να μην έχεις μάτια για άλλην, ακοή μόνο για την φωνή της, και καρδιά να χτυπάει μόνο για να χτυπάει μαζί με την δική της» είπε τα λόγια που πάντα σκεφτόμουν εγώ για εκείνην αλλά ποτέ δεν τολμούσα να τα εξωτερικεύσω και η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά.

«Δεν μου απάντησες όμως...» είπα ξέπνοα και εκείνη χαμογέλασε καθώς κατένευσε.

«Όποια και να μου πεις ότι αγαπάς, εγώ με όλη μου την καρδιά θα σας δώσω την ευχή μου»


«Όποια και να είναι αυτή;» ρώτησα ξεροκαταπίνοντας.


«Αν είναι αυτή που η καρδιά σου, σου λέει ότι είναι η μοναδική, τότε θα την δεχτώ» μου απάντησε και πήρα μια βαθιά ανάσα.


«Και αν εκείνη δεν με θέλει;» ρώτησα ενώ έτρεμα μόνο με την ιδέα.


«Πως θα μπορούσε ποτέ κάποια κοπέλα να καταλάβει ότι είσαι ερωτευμένος μαζί της και να μην νιώσει αμέσως το ίδιο;» με ρώτησε και μασώντας το κάτω μου χείλος ένιωσα τα μάγουλα μου να φλογίζονται.


«Πως μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;» την ρώτησα ξανά και μου χαμογέλασε με το πιο εκθαμβωτικό της χαμόγελο ενώ πλαισίωνε το μάγουλο μου με το ένα της χέρι και αμέσως η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.


«Μια τόσο αγνή ψυχή σαν την δική σου, μια τόσο λαμπερή καρδιά πως θα μπορούσε κανείς να την αγνοήσει; Όταν ο πιο όμορφος πίνακας που δημιούργησαν τα χέρια του θεού μας ευλογώντας τον με όλα τα καλά του κόσμου αναζητά το άλλο του μισό; Όταν ένας δυνατός αυριανός ηγέτης κοιτάει την ψυχή σου;...» μου είπε και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα καθώς την κοίταζα τρέμοντας ολόκληρος... «Πήγαινε μικρέ μου πρίγκιπα κοντά τους, άνοιξε την καρδιά σου, άφησε την να διαλέξει για σένα αυτήν που αναζητά η ψυχή σου» συνέχισε πιο τρυφερά καθώς παραμέριζε μια τούφα από τα μαλλιά μου στο πλάι και με τρεμάμενη φωνή την ρώτησα φοβισμένα.


«Και αν την έχει βρει;»


«Τότε μην φοβηθείς να της το αποκαλύψεις» με παρότρυνε και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.


«Και αν δεν είναι η σωστή;» συνέχισα εγώ.


«Όλοι είμαστε πλάσματα του θεού γλυκό μου αγόρι, κάτω από τα μάτια του, ήμαστε όλοι ίδιοι... Η καρδιά μας μικρέ μου πρίγκιπα ξέρει περισσότερα από όσα λέει η λογική μας γι αυτό μην φοβηθείς να την ακούσεις, εκείνη μόνο ξέρει» μου είπε και την στιγμή που τα χείλια μου άνοιξαν για να της εκφράσουν όλα όσα η καρδιά μου έλεγε μια κίνηση στο άνοιγμα που είχε το κιόσκι μου τράβηξε την προσοχή και γυρίζοντας την ματιά μου προς τα εκεί τα πάντα χάθηκαν και τα μάτια μου ξανά είδαν όλες τις εικόνες που υπήρχαν στο παρόν καθώς η συνείδηση μου γύριζε και βλέποντας την Έλενα να με πλησιάζει αυτόματα έκλεισα το βιβλίο που κρατούσα και σε μια προσπάθεια να την αποφύγω σηκώθηκα για να φύγω μακριά της.

 
­­­­­­­­­­­
«Έντουαρτ σε παρακαλώ μην φεύγεις, πρέπει να μιλήσουμε» είπε εκείνη καθώς με πρόλαβε και κρατώντας με από το μπράτσο με ανάγκασε να γυρίσω προς την μεριά της.

«Δεν νομίζω ότι έχουμε τίποτα άλλο να πούμε» είπα κατηγορηματικά και εκείνη με κοίταξε με ένα πληγωμένο ύφος.

«Δεν με αγαπάς πια;» ρώτησε με την φωνή της να σπάει από τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να αναβλύσουν από τα μάτια της και κοίταξα για λίγο μακριά.

«Σε αγαπούσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήσουν τα πάντα για μένα, ο ήλιος μου, το φεγγάρι, όλη μου η ύπαρξη, ξύπναγα και κοιμόμουν με την δική σου εικόνα αλλά τώρα... Πως τώρα μπορώ ξανά να σε εμπιστευτώ; Πως μπορώ να σε κοιτάξω όταν ξέρω ότι με πρόδωσες με τον χειρότερο τρόπο... Εγώ κράταγα τον εαυτό μου για σένα και τον έδωσες στον πρώτο τυχόντα ενώ ήξερες πόσο σε αναζητούσα;» την ρώτησα με πικρία.

«Γιατί εσύ το ίδιο δεν έκανες;» με ρώτησε και την κοίταξα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά.

«Τελείωσε Έλενα, όλα χάθηκαν» της είπα και την στιγμή που πήγα να φύγω εκείνη με σταμάτησε ξανά.

«Καταλαβαίνω ότι ένιωσες προδομένος και ήθελες να μου το ανταποδώσεις γι αυτό και μπορώ να το ξεχάσω...»

«Εγώ όμως όχι Έλενα...» της είπα καθώς γύρισα απότομα προς την μεριά της... «Με κορόιδευες ένα ολόκληρο καλοκαίρι, όλοι οι φίλοι μας και οι γνωστή μας σιγομουρμούριζαν τα κατορθώματα σου πίσω από την πλάτη μου, σταματούσαν την κουβέντα τους όταν καταλάβαιναν ότι εγώ τους ακούω και εγώ εθελοτυφλούσα, έλεγα ότι ήταν οι μαλάκες που προσπαθούσαν να διαλύσουν ότι όμορφο είχαμε εμείς οι δύο αλλά τελικά ο μόνος μαλάκας ήμουν εγώ που αρνιόμουν να δω την σκληρή πραγματικότητα που φώναζε μπροστά μου και εγώ έκλεινα τα αυτιά μου... Γιατί Έλενα, τουλάχιστον πες μου το γιατί, τι περισσότερο είχε εκείνος που δεν είχα εγώ;» την ρώτησα και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα.

«Συγχώρεσε με Έντουαρτ, σου το ορκίζομαι ήταν μια φορά, είχα μεθύσει, δεν καταλάβαινα τι έκανα» προσπάθησε να δικαιολογηθεί και αυτό έκανε το αίμα μου να ανέβει στο κεφάλι.

«Μια φορά;» ρώτησα δύσπιστα.

«Σου το ορκίζομαι Έντουαρτ» είπε ξανά και γέλασα με πικρία κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου ενώ γυρίζοντας την πλάτη μου άρχισα και πάλι να προχωρώ χωρίς να της πω τίποτα άλλο...

«Σε παρακαλώ Έντουαρτ σε αγαπώ, μόνο εσένα αγαπώ, δώσε μου μια ευκαιρία να σου το αποδείξω... Μην αφήνεις να χαθούν όλες οι καλές στιγμές που ζήσαμε για μία άτυχη στιγμή...» παρακάλαγε αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα... Από το βάθος του δάσους η φωνή του Έμετ έφτασε στα αυτιά μου και αυτόματα σταμάτησα από ένστικτο για να ακούσω τι έλεγε.

«Μην με τρελαίνεις άλλο μανάρι μου, δεν το βλέπεις ότι είμαι έτοιμος να εκραγώ;» έλεγε και για κάποιον λόγο η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα.

«Σοβαρέψου Έμετ, βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, έλα το βράδυ από το μπαράκι του Στέφαν κατά τις επτά και θα δούμε» άκουσα την φωνή της και τότε όλα μαύρισαν... Τα μηλίγγια μου άρχισα να πάλλονται σαν τρελά ενώ η ζήλια που με χτύπησε κατάστηθα έκανε το στήθος μου να διαλυθεί και γυρίζοντας προς την μεριά της Έλενας την κοίταξα με ένα βλέμμα που για λίγο την έκανε να τρομάξει.

«Θες ακόμα μια δεύτερη ευκαιρία;» την ρώτησα χωρίς να χαλαρώνω στιγμή και εκείνη κατένευσε μηχανικά ενώ η καρδιά τις χτυπούσε τόσο δυνατά που την άκουγα πεντακάθαρα... «Τότε έλα να με βρεις στο μπαράκι του Στέφαν στης επτά» της είπα το μέρος που κανόνιζαν και εκείνοι... «Μόνη» τόνισα και χωρίς να περιμένω απάντηση γυρίζοντας την πλάτη μου άρχισα να βγαίνω από το δασάκι σχεδόν τρέχοντας για να απομακρυνθώ από κοντά τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα...

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Soulmates "15. Ξεκαθαρίσματα και Υποσχέσεις"




«Μικρέ πρίγκιπα είναι ώρα να ξυπνήσειςςςς» άκουσα την κελαριστή φωνούλα της και ανοίγοντας τα μάτια μου είδα ότι ήμουν σε ένα δωμάτιο που δεν αναγνώριζα και ξαφνιασμένος ανασηκώθηκα απάνω την στιγμή που εκείνη άνοιγε την πόρτα.

«Τέλειος συγχρονισμός...» είπε γελώντας και ερχόμενη κοντά μου άφησε μερικά ρούχα που κρατούσε στο χέρι της πάνω στο κρεβάτι και εγώ την κοίταζα σαν χαζός... «Προλαβαίνεις να κάνεις ένα ντους και να κατέβεις για πρωινό» συμπλήρωσε καθώς πήγαινε ξανά προς την πόρτα και συνέχισα να την κοιτώ παραξενευμένος... Τι στο καλό μου συμβαίνει; Ποιος με ξύπνησε πριν;

«Μπέλλα;...» την σταμάτησα και εκείνη γύρισε προς το μέρος μου... «Εσύ με έφερες εδώ;...» ρώτησα και με κοίταξε με απορία.

«Θα προτιμούσες να κοιμηθείς στον καναπέ;» με ρώτησε και εκείνη με την σειρά της ενώ έβλεπα στην ματιά της ότι ήταν έτοιμη να αρχίσει πάλι να με πειράζει και κούνησα αμέσως το κεφάλι μου αρνητικά.

«Σε ευχαριστώ» είπα και ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.

«Δεν κάνει τίποτα... Να φανταστώ ότι δεν διάβασες τίποτα από το βιβλίο;» ρώτησε και την κοίταξα απολογητικά.

«Με πήρε ο ύπνος... Ωχ η μαμά μου θα έχει τρελαθεί τελείως από την αγωνία της» αναφώνησα ξαφνικά και πήγα να σηκωθώ αλλά εκείνη με πρόλαβε.

«Την έχω ειδοποιήσει ήδη» με ενημέρωσε και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.

«Γαμώτο ο πατέρας μου θα γίνει έξαλλος» συνέχισα με την ανάσα μου να πνίγεται μέσα μου από τον φόβο που με κατέλαβε.

«Μην ανησυχείς για τον ακατανόμαστο, δεν πρόκειται να σε ενοχλήσει ξανά για τις επόμενες 4 μέρες…» είπε και την κοίταξα με απορία... «Το έσκασε ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν θα του χαλάσω την μεγάλη βραδιά»

«Την μεγάλη βραδιά;» επανέλαβα και με κοίταξε κουρασμένα.

«Για να σπάσει την κατάρα του Έντουαρτ» μου εξήγησε και αυτό με έκανε ακόμα πιο νευρικό.

«Δηλαδή σε τέσσερις μέρες...» είπα ξέπνοα πιάνοντας αυτόματα τον λαιμό μου καθώς τον ένιωσα να αρχίζει να ξεραίνετε.

«Θα γίνετε λυκάνθρωποι...» επιβεβαίωσε τις υποψίες μου και δεν ήξερα τι να πω... «Σταμάτα να ανησυχείς γι αυτό από τώρα Έντουαρτ, όλα θα πάνε καλά...» προσπάθησε να με καθησυχάσει αλλά δεν ήταν αρκετό... «Μην αργήσεις γιατί το σχολικό θα φύγει χωρίς εσένα» συνέχισε πειραχτικά και φεύγοντας έκλεισε την πόρτα πίσω της αφήνοντας με μόνο με όλα τα άγχη και τα αναπάντητα ερωτηματικά μου να με βασανίζουν αλύπητα.

Κάνοντας ένα γρήγορο ντους, φόρεσα τα ρούχα που είχε αφήσει πάνω στο κρεβάτι και με γρήγορα βήματα κατέβηκα για να την βρω αλλά αντί για εκείνη βρήκα τον Στέφαν να είναι ήδη καθισμένος στην τραπεζαρία και να τρώει ενώ άλλη μια πιατέλα γεμάτη με ότι βάζει ο νους σου για πρωινό ήταν ακριβώς απέναντι του περιμένοντας με.

«Καλημέρα» είπα καθώς τον πλησίασα και παίρνοντας την ματιά του από την εφημερίδα που διάβαζε με κοίταξε ευγενικά.

«Καλημέρα Έντουαρτ, έλα κάτσε να φας» με παρότρυνε κοιτώντας προς την ανέγγιχτη πιατέλα.

«Η Μπέλλα;» ρώτησα και άφησε ένα γελάκι πριν απαντήσει.

«Τρώει το δικό της πρωινό» με ενημέρωσε κλείνοντας μου το μάτι και καθώς έκατσα και η μυρωδιά από την πιατέλα που είχα μπροστά μου τρύπωσε βαθιά μέσα στα ρουθούνια μου, ένιωσα ξαφνικά τόσο πεινασμένος που άρχισα να τρώω χωρίς να πω τίποτα άλλο.

Πριν τελειώσω άκουσα την κεντρική, εξώπορτα να ανοίγει και να κλείνει και από περιέργεια γύρισα την ματιά μου προς τον διάδρομο για να δω ποιος είχε μπει... Ήταν εκείνη φορώντας μόνο ένα αντρικό μακρύ πουκάμισο μισοκουμπωμένο και ξυπόλητη να περπατάει με τόσο αέρινα βήματα ακτινοβολώντας ολόκληρη που έμοιαζε με άγγελο επί γης... Όλο της το σώμα είχε μια απίστευτη λάμψη που σε έκανε να πιστεύεις ότι όλες οι ηλιαχτίδες του ήλιου είχαν τρυπώσει μέσα στο σώμα της και με κάποιον περίεργο τρόπο τώρα προσπαθούσαν να βγουν ξανά προς τα έξω, στα μάτια μου ήταν ο ίδιος ο ήλιος που με θάμπωνε καθώς τον κοιτούσα αλλά με έκανε ταυτόχρονα και να μην θέλω να πάρω τα μάτια μου από πάνω της.

«Καλώς την, πως ήταν σήμερα το κυνήγι σου;» ρώτησε ο Στέφαν πειραχτικά και εκείνη χαμογελώντας με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο που σε έκανε να νιώθεις ότι μόλις είχε ζήσει την υπέρτατη ολοκλήρωση, με τα μάγουλα της να είναι ροδοκόκκινα από την έξαψη και τα μάτια της μεγάλα και λαμπερά, έριξε το κεφάλι της προς τα πίσω ενώ βάζοντας τα χέρια της μέσα στα μαλλιά της τα τίναξε με ζωηράδα και εκείνα άρχισαν να διασκορπίζουν στον αέρα διάφορες δροσοσταλίδες που είχαν σταθεί στις άκρες τους ενώ αφήνοντας ένα επιφώνημα απόλυτης ικανοποίησης του απάντησε με μια παθιασμένη φωνή που έκανε όλα τα μέσα μου να ξεσηκωθούν.

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο μαγικό από ένα πρωινό κυνήγι στην άγονη γη του Μίστικ Φόρκς... Ακόμα και μετά από τόσους αιώνες με κάνει να νιώθω ακριβώς όπως ένιωσα και την πρώτη μέρα που πάτησα πάνω της σαν λύκος» είπε και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει καθώς μια περίεργη ζήλια άρχισε να φωλιάζει μέσα μου... Μια ακατανίκητη επιθυμία με έκανε να θέλω να γευτώ και εγώ αυτό το μαγικό κυνήγι έτσι ακριβώς όπως το είχε περιγράψει εκείνη.

«Μόνο γι αυτό πιστεύω ότι αξίζει να γυρίζει πιο συχνά στα μέρη μας» της πρότεινε ο Στέφαν με ένα ύφος που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω και γέρνοντας προς το μέρος του, του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο ενώ τον κοίταξε με τέτοια τρυφερότητα όπως ακριβώς θα κοίταζε μια μάνα το παιδί της με μια περίεργη θλίψη στα μάτια της καθώς βάζοντας το χέρι της απαλά να ακουμπήσει πάνω στο μάγουλο του, του απαντούσε.

«Γλυκέ μου Στέφαν...» πρόφεραν τα χείλια της με μια απαλότητα που έκανε όλο μου το κορμί να ανατριχιάσει καθώς απομάκρυνε και πάλι το κορμί της από το δικό του... «Το πιστεύεις ότι πέτυχα αγριογούρουνο;» συνέχισε πιο ανάλαφρα βάζοντας το χέρι της μέσα στο άνοιγμα του πουκαμίσου της και γούρλωσα τα μάτια μου από την έκπληξη.

«Αγριογούρουνο;» ρώτησα εγώ πριν τον Στέφαν και άρχισε να γελάει με το ύφος μου.

«Πίστεψε με και εγώ την ίδια έκπληξη είχα όταν το πέτυχα αλλά το άτιμο ήταν μόνο του οπότε το άφησα να φύγει» μου επιβεβαίωσε ενώ κρατώντας κάτι στην χούφτα της που πριν ακουμπούσε το στερνό της, πέρασε την αλυσίδα από τον λαιμό της και μόλις πέρασε και από τα μαλλιά της, το φίλησε ευλαβικά και ξαφνικά όλη της η λάμψη χάθηκε ενώ η επιδερμίδα της έγινε ξανά πιο ανθρώπινη ίσως και λίγο πιο θαμπή.

«Δεν φοράς το δαχτυλίδι σου... πως μπορείς να περπατάς στο φως της ημέρας;» παρατήρησα και γέλασε δύσπιστα.

«Έλα τώρα Έντουαρτ σε είχα και για έξυπνο...» είπε απογοητευμένα ο Στέφαν και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του... «Πως θα μπορούσε να σταθεί το δαχτυλίδι της στα λυκίσια πόδια της;» ρώτησε και έκανα μια απολογητική γκριμάτσα.

«Δηλαδή έχεις και άλλα κοσμήματα που σε προστατεύουν από το φως της ημέρας» διαπίστωσα αλλά ο Στέφαν μίλησε πριν εκείνη απαντήσει.

«Όταν έχει την ανθρώπινη μορφή της ναι αλλά όταν πρέπει να πάρει την λυκίσια της μορφή μόνο το Evenstar μπορεί να την προστατεύει» με ενημέρωσε και με την άκρη του ματιού μου είδα την Μπέλλα να στραβώνει για κάποιον λόγο.

«Το Evenstar;» ρώτησα περίεργος και εκείνη με κοίταξε εξονυχιστικά.

«Πες μου ότι το γνωρίζεις να με στείλεις από εκεί που ήρθα πρωινιάτικα» είπε με μια περίεργη σκληράδα στην φωνή της και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου αν και δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι πράγματι δεν το ήξερα, κάτι μέσα μου με έκανε να νιώθω ότι κάπου το είχα ξανακούσει αλλά δεν ήξερα από που.

«Μπορώ να το δω;» ρώτησα και εκείνη συνεχίζοντας να με κοιτάει έντονα στα μάτια ενώ διάβαζε την κάθε μου κίνηση κρατώντας το περιδέραιο από το σημείο που πέρναγε η αλυσίδα, το έτεινε μπροστά και με άφησε να το δω...



Ήταν ένα σπάνιο κόσμημα που όμοιο του δεν είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου που καθώς οι ηλιαχτίδες του ήλιο πέφτανε απάνω του το έκαναν να διασκορπίζει διάφορες αχτίδες γύρω του κάνοντας το πιο εκτυφλωτικό... Στις δύο άκρες του υπήρχαν το τελείωμα δύο φυλλωμάτων που ενώνονταν στην μέση και διακλαδωνόντουσαν προς τα κάτω δημιουργώντας ένα οκτώ ενώ στο κέντρο του κοσμήματος υπήρχε ένα μεγάλο αστέρι από έξη στο χρώμα του πάγου διαμάντια και ένα επιπλέων διαμάντι από πάνω τους να τα συγκρατεί.

«Τι το ιδιαίτερο έχει;» ρώτησα χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από πάνω του.

«Είναι μαγεμένο και η αλυσίδα παίρνει το μέγεθος του λαιμού της κυράς μας καθώς μεταμορφώνετε» με ενημέρωσε ο Στέφαν και η Μπέλλα γύρισε την ματιά της προς το μέρος του αλλά εγώ χωρίς να τους δίνω σημασία συνέχισα να το κοιτάζω καθώς διάφορες εικόνες άρχιζαν να κατακλύζουν το μυαλό μου.

Έβλεπα εκείνην να είναι μπροστά από έναν καθρέφτη φορώντας μια εντυπωσιακή τουαλέτα στα χρώματα του γκρι που καθώς λαμπίριζε στο φως της ημέρας το έκανε να μοιάζει με ασημή φόρεμα ενώ διάφορες κοπέλες της φτιάχνανε τα μακριά πυκνά της μαλλιά που φτάνανε μέχρι κάτω από τους γλουτούς της και μόλις με είδε μέσα από το είδωλο του καθρέφτη γύρισε την ματιά της απότομα προς το μέρος μου και με κοίταξε ενώ το ίδιο λαμπερό χαμόγελο που είχα δει πριν άστραψε και πάλι στο πρόσωπο της.

Τρέχοντας ήρθε κοντά μου και εγώ αμέσως την αγκάλιασα και κρατώντας την σφιχτά απάνω μου ανασηκώνοντας την πιο ψηλά από το πάτωμα άρχισα να στριφογυρίζω τα κορμιά μας γύρω από τον εαυτό μου καθώς την φιλούσα με όλο μου το πάθος την στιγμή που όλο το δωμάτιο άδειαζε από τις κοπέλες που ήταν πριν κοντά της... Νιώθοντας τα πνευμόνια μου να διαμαρτύρονται για λίγο αέρα την ξάπλωσα στο ανάκλιντρο που ήταν κοντά μου και χωρίς να την αποχωρίζομαι από την αγκαλιά μου καθώς έκατσα δίπλα της την κοίταξα με όλη την λατρεία που έκανε την καρδιά μου να φουσκώνει ενώ έπαιρνα μια βαθιά ανάσα.

«Είσαι η πιο όμορφη νύφη που έχει υπάρξει ποτέ» είπα με βαθιά φωνή και έκανε μια απηυδισμένη γκριμάτσα.

«Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε και χαμογέλασα πονηρά.

«Ήρθα για να σου δώσω το γαμήλιο δώρο σου» της δήλωσα και άρχισε να γελάει δυνατά.

«Και δεν μπορούσες να περιμένεις μερικές ώρες ακόμα για να το κάνεις αυτό;» με ρώτησε και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου, βάζοντας το χέρι μου μέσα στο τσεπάκι του σακακιού μου, έβγαλα το κόσμημα που της είχα φτιάξει με όλη μου την αγάπη ενώ φρόντισα και να το μαγέψουν ώστε να μπορεί να το φοράει ακόμα και με την λυκίσια της μορφή.

«Τι είναι αυτό;» αναφώνησε ενώ το κοίταζε σοκαρισμένη με το χέρι της πάνω στο στερνό της χωρίς να ανασαίνει.

«Είναι το Evenstar, το έφτιαξα για σένα ώστε να μπορείς να το φοράς σε οποιαδήποτε μορφή και να παίρνεις για να το έχεις για πάντα απάνω σου χωρίς να φοβάσαι ότι θα το χάσεις» της είπα και τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν.

«Είναι τόσο όμορφο» είπε με ραγισμένη φωνή καθώς το έπαιρνε μέσα στα χέρια της για να το αγγίξει και την κοίταξα με την ανάσα μου να δυσκολεύεται.

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο σε αυτό τον κόσμο που θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει την ομορφιά σου Βασίλισσα μου» τα χείλια μου πρόφεραν με πάθος και χωρίς να έχω άλλες αντοχές για άλλη μια φορά κάλυψα τα χείλια της με τα δικά μου και αφέθηκα να απολαύσω την πιο γλυκιά γεύση στον κόσμο μου.

Το πάθος που ξεχύθηκε μέσα μου έκανε την καρδιά μου να σπάσει και τα στρώματα από υφάσματα που μας χώριζαν με έκαναν να εκραγώ... Περίμενα δύο ολόκληρους αιώνες γι αυτήν την μοναδική στιγμή και οι ώρες που απομένανε για να την κάνω δικιά μου επίσημα μου φαίνονταν ατελείωτοι... Δεν μπορούσα άλλο να περιμένω είχα ήδη κάνει πολύ υπομονή και εκείνη καταλαβαίνοντας το δεν μου το αρνήθηκε ενώ καθώς τύλιγε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου αφέθηκε στα χέρια μου με όλη την ψυχή της.

Τα χέρια μου καθώς αναζητούσαν να νιώσουν την τρυφερή της σάρκα απομάκρυναν από πάνω της το ύφασμα που κάλυπτε την απίστευτη ομορφιά της και εκείνη αμέσως αντέδρασε.

«Έντουαρττττ» προσπάθησε να με σταματήσει και αυτό αυτόματα με έκανε να εκραγώ.

«Είσαι δικιά μου» είπα με πείσμα ενώ τα χείλια μου αχόρταγα ρούφαγαν την τρυφερή σάρκα του λαιμού της και εκείνη άρχισε να γελά.

«Όχι ακόμα» με πείραξε και σηκώνοντας το κεφάλι μου την κοίταξα αφήνοντας στην ματιά μου να εκφραστεί όλη η αγάπη που υπήρχε πάντα μέσα μου.

«Στα μάτια του θεού, είσαι δικιά μου από την πρώτη στιγμή που με άγγιξες που με κράτησες στην αγκαλιά σου που άνοιξα τα μάτια μου και σε αντίκρισα... Εσύ ήσουν πάντα η μοναδική μου αγάπη, το παντοτινό μου αστέρι, αυτό που θα μείνει για πάντα χαραγμένο μέσα στην ψυχή μου στους αιώνες που θα ακολουθήσουν» της είπα με βαθιά φωνή και καθώς τα μάτια της άρχησαν και πάλι να δακρύζουν ένιωσα από τα χέρια της να γλυστρά το "Evenstar" που της είχα μόλις χαρίσει ενώ αμέσως τα χέρια της πλαισίωναν το πρόσωπο μου και καθώς άπλωνα το χέρι μου να αγγίξω το πρόσωπο της η φωνή του Στέφαν με επανέφερε ξανά στο παρόν.

«Εγώ στην θέση σου δεν θα το έκανα αυτό...» τον άκουσα να λέει και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος του τον κοίταξα με απορία και εκείνος συνέχισε... «Δεν μπορεί να το αγγίξει κανένας άλλος εκτός από τον δημιουργό του...» διευκρίνισε και μόνο τότε κατάλαβα ότι ήμουν έτοιμος να αγγίξω αυτό το αριστούργημα... «Έχω αναφέρει ποτέ ότι ο μακαρίτης εκτός των άλλων ήταν και τρομερά ζηλιάρης;» την πείραξε και η Μπέλλα καθώς μάζεψε το χέρι της παίρνοντας κοντά της το περιδέραιο της τον κοίταξε με μια προειδοποιητική ματιά.

«Έχω αναφέρει ποτέ ότι οι μικρές σου ατασθαλίες είναι πολύ κοντά να βγουν στο φως;» του γύρισε το σχόλιο του αλλά το μυαλό μου που ήταν ακόμα κολλημένο στις προηγούμενες εικόνες που είχαν ξεπηδήσει στην μνήμη μου με έκαναν αδύνατον να σκεφτώ κάτι άλλο και έτσι πέταξα αυτό που με προβλημάτιζε χωρίς να έχω δώσει σημασία σε αυτό που μόλις είχαν ανταλλάξει.

«Αυτός που το έφτιαξε ήταν οοοο...» την ρώτησα αλλά πριν προλάβω να τελειώσω, ο Στέφαν συμπλήρωσε την φράση μου αντί για μένα.

«Ο ένας και μοναδικός... Ο αναντικατάστατος» είπε μισό αστεία μισό σοβαρά και η Μπέλλα τον κοίταξε αυστηρά ενώ ζάρωνε τα μάτια της απειλητικά.

«Και τι απέγινε;» συνέχισα εγώ τις απορίες μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την άφησε να βγει από μέσα της απελπισμένα καθώς γύριζε την ματιά της προς το μέρος μου ξανά.

«Του ξερίζωσα την καρδιά» μου απάντησε κυνικά κάνοντας με να νιώσω ότι με κάποιον τρόπο με αυτό προσπαθούσε να με προειδοποιήσει ότι το ίδιο θα συμβεί και σε μένα αν κάνω κάτι που θα την φτάσει στα όρια της αλλά τα λόγια της τα επισκίασαν τα λόγια του Στέφαν.

«Ναι γιατί εκείνος σε ικέτευε να το κάνεις για να τον λυτρώσεις από το μαρτύριο του και εσύ ήπιες το αίμα που περιείχε μέσα η καρδιά του για να τον κρατήσεις για πάντα μαζί σου μέχρι να βρεις τον τρόπο να λύσεις την κατάρα σου ώστε να μπορέσεις να αφήσεις την ψυχή σου να αναπαυθεί για να καταφέρεις να πας κοντά του και να την ενώσεις ξανά με την δική του μεταθάνατον» της χτύπησε και ένιωσα την Μπέλλα να χάνει την υπομονή της ενώ έτριζε τα δόντια της καθώς ανάσαινε κοφτά.

«Όταν σου έδωσα την άδεια να διαβάσεις τα ημερολόγια μου δεν θυμάμαι να σου έδωσα την άδεια να τα εκμυστηρευτείς και σε τρίτους» του τόνισε και ο Στέφαν χαμήλωσε την ματιά του.

«Συγνώμη... εγώ απλά ήθελα να βοηθήσω» είπε μετανιωμένος και η Μπέλλα τον κοίταξε δύσπιστα.

«Σε τι ακριβώς δηλαδή θα βοηθήσει αυτήν την στιγμή τον Έντουαρτ αυτή η ιστορία συγκεκριμένα;» τον ρώτησε ενώ τον κοίταζε έντονα.

«Θα βοηθήσει να σε καταλάβω καλύτερα» επέμβηκα εγώ και γύρισε απότομα την ματιά της προς το μέρος μου.

«Το θέμα είναι να γνωρίσεις και να καταλάβεις την ιστορία του λαού μας Έντουαρτ, όχι την δικά μου...» είπε κατηγορηματικά και σέρνοντας την καρέκλα της προς τα πίσω σηκώθηκε όρθια νευριασμένα... «Τέλος πάντων πάω να κάνω ένα ντους και μόλις ετοιμαστώ φεύγουμε... Προτιμάς να σε πάω εγώ ή ο Στέφαν για να μην έχεις πρωινή μουρμούρα;» ρώτησε και το σκέφτηκα για λίγο.

«Όχι θα έρθω μαζί σου» της απάντησα με σιγουριά και καθώς κατένευσε έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας μας ξανά μόνους.

«Τα βρήκατε βλέπω» σχολίασε ο Στέφαν και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του.

«Ναι αλλά αν με δει μαζί της είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε νέο γύρω» του απάντησα κάτω από τον αναστεναγμό μου και εκείνος άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει.

«Με την Μπέλλα εννοούσα» διευκρίνισε.

«Α... Εεε ναι, μάλλον» του απάντησα ξανά και συνέχισα να τρώω το πρωινό μου για να αποφύγω οποιαδήποτε άλλη συζήτηση μαζί του... Δεν μου είχε κάνει τίποτα αλλά ποτέ δεν μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς για κάποιον λόγο που δεν μπορούσα να το εξηγήσω.

«Να σε ρωτήσω κάτι;...» τον ρώτησα μόλις βρεθήκαμε στην κουζίνα την στιγμή που μαζέψαμε μαζί το τραπέζι και ανασήκωσε του ώμους του αδιάφορα δίνοντας μου την άδεια να συνεχίσω... «Αν το περιδέραιο αυτό δεν μπορεί να το αγγίξει άλλος γιατί δεν το φοράει συνέχεια ώστε να μην μπορεί να την εκθέσει κάποιος στον ήλιο;» τον ρώτησα και η φωνή της μου έκοψε την ανάσα.

«Φαντάζομαι ότι είδες την λάμψη που ανέδυε το σώμα μου την στιγμή που μπήκα στο σπίτι...» απάντησε αντί για τον Στέφαν και γύρισα την ματιά μου απολογητικά προς το μέρος της ενώ κατένευσα... «Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να περπατάω έξω στο κόσμο λάμποντας έτσι χωρίς να τους κάνω να αναρωτηθούν για το τι στο καλό συμβαίνει με μένα;» ρώτησε πειράχτηκα και χαμογέλασα και εγώ δειλά ενώ κούναγα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Μάλλον όχι» επιβεβαίωσα και μου έκανε νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού της για να την ακολουθήσω.

«Εκτός αυτού όμως, δεν γνωρίζει κανείς αυτήν την στιγμή την ύπαρξη του εκτός του Στέφαν και τώρα εσένα και θα προτιμούσα να παραμείνει έτσι» τόνισε κοιτώντας με έντονα ενώ κράταγε το χερούλι της πόρτα χωρίς να την ανοίγει και εγώ κατένευσα σοβαρός.

«Έχεις τον λόγο μου» της υποσχέθηκα και καθώς κατένευσε άνοιξε την πόρτα και με άφησε να βγω πρώτος.

Βγαίνοντας από το σπίτι βλέποντας την μηχανή με έπιασε μια ακατανίκητη επιθυμία να την οδηγήσω και την σταμάτησα λίγο πριν ανέβει.

«Μπέλλα;...» ρώτησα μόλις μου έτεινε το κράνος και με κοίταξε υπομονετικά αφήνοντας με να συνεχίσω... «Μπορώ να την οδηγήσω εγώ;» ρώτησα παρακλητικά με ελπίδα και άρχισε να γελάει.

«Φυσικά και όχι» δήλωσε κατηγορηματικά και μόλις την καβάλησε, απογοητευμένος έβαλα το κράνος και ανέβηκα και εγώ.

Φτάνοντας στο σχολείο πριν ακόμα προλάβει η Μπέλλα να σταματήσει την μηχανή και να βάλει το σταντ είδα την Έλενα να τρέχει κατά πάνω μας.

«Δεν ντρέπεσαι λίγο;...» με πείρε από τα μούτρα σπρώχνοντας με μόλις κατέβηκα πριν ακόμα προλάβω να βγάλω το κράνος... «Δεν φτάνει που κάνεις ότι κάνεις, έχεις και το θράσος να εμφανίζεσαι στο σχολείο με αυτήν την τσούλα;» συνέχισε νευριασμένα την στιγμή που κατάφερα να βγάλω το κράνος για να την αντιμετωπίσω στα ίσια αλλά πριν προλάβω να μιλήσω η Μπέλλα πήρε πρώτη τον λόγο κάνοντας με να εκραγώ... Ποιος της έδωσε το δικαίωμα να ανακατεύεται;

«Αν κάποιος θα έπρεπε να ντρέπεται αυτή είσαι μόνο εσύ...» είπε και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της την κοίταξα με ένα ύφος που της έκανε ξεκάθαρο να μην ανακατεύεται ταυτόχρονα με την αντίδραση της Έλενας.

«Ποιος σου μίλησε εσένα;» την ρώτησε με θράσος αλλά δεν ίδρωσε το αυτί της.

«Σε ενημέρωσε η παρεούλα σου ότι όλο το βράδυ βόγκαγε εξαιτίας σου από τα χτυπήματα που δέχτηκε από τον πατέρα του επειδή πήγες και τον κάρφωσες ή είναι από τα κοινά μυστικά που όλοι το ξέρουν αλλά κανείς δεν τολμάει να το πει στον ευρύ κύκλο σας;» την ειρωνεύτηκε εκείνη με δηλητήριο στην φωνή της και η Έλενα γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου σοκαρισμένη.

«Ο πατέρας σου...» δεν μπορούσε να συνεχίσει και αναστενάζοντας βαριά γύρισα την ματιά μου προς την Μπέλλα.

«Σε ευχαριστώ για το τίποτα» της είπα και εκείνη έκανε μια αδιάφορη γκριμάτσα ενώ ανασήκωνε τους ώμους της.

«Παρακαλώ μωρό μου... Τα λέμεεεε» ανταποκρίθηκε και με αεράτα βήματα άρχισε να ξεμακραίνει για να μας αφήσει μόνους ενώ πρώτα πήρε από τα χέρια μου το κράνος της.

«Μωρό μου;» ρώτησε η Έλενα ειρωνικά και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της κουρασμένα, φυσικά το γεγονός ότι πλήρωσα ακριβά την προδοσία της έγινε αμέσως παρελθόν για εκείνην.

«Έλενα μην αρχίζεις πρωί πρωί γιατί δεν έχω όρεξη» της δήλωσα και προσπάθησα να την προσπεράσω για να πάω προς την παρέα μας αλλά εκείνη δεν με άφησε... Πιάνοντας το μπράτσο μου με ανάγκασε να γυρίσω προς την μεριά της με το έτσι θέλω.

«Κοιμάσαι στο σπίτι της, έρχεσαι ντυμένος με ρούχα του Στέφαν και μάλιστα μαζί της και τολμάς να μου λες ότι δεν έχεις και όρεξη από πάνω;» είπε μέσα στα νεύρα της και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ.

«Ώστε αυτός ήταν έτσι;...»

«Τι πράγμα;» με διέκοψε αλλά εγώ συνέχισα έτσι κι αλλιώς.

«Με τον Στέφαν μου τα φόραγες όλον αυτόν τον καιρό!» της είπα την διαπίστωση μου και για μια στιγμή κώλωσε αλλά αμέσως βρήκε ξανά την αυτοκυριαρχία της και συνέχισε πιο δυναμικά.

«Πας να βγεις και από πάνω;... Πως τολμάς;» ρώτησε και καλά οργισμένη και με έκανε να βγω από τα ρούχα μου.

«Το αστείο είναι ότι εσύ είσαι αυτή που πάει να βγει από πάνω και μην μου το παίζεις εμένα ανήξερη γιατί τα ξέρω όλα και τα ξέρω καιρό τώρα δεν χρειαζόταν να μου το πει κάποιος αλλά δεν φταις εσύ, εγώ φταίω που καθόμουν και το έτρωγα σαν μαλάκας» της γύρισα πίσω υψώνοντας την φωνή μου με το χέρι μου να τρέμει σπασμωδικά από τα νεύρα μου.

«Δεν ξέρεις τι λες» πήγε να υπερασπιστεί τον εαυτό της και με έκανε χειρότερα.

«Θες επιβεβαίωση; Ναι πήγα μαζί της και ήταν ότι καλύτερο μου έχει συμβεί στην ζωή μου και θες να μάθεις και τον λόγο; Πήγα μαζί της γιατί ξέρω να διεκδικώ αυτό που θέλω, όταν το θέλω όπως ακριβώς ξέρω και να σέβομαι τις επιθυμίες των άλλων, αλλά εσένα δεν σου άξιζε ούτε η αγάπη μου ούτε ο σεβασμός μου, δεν σου άξιζε τίποτα και δεν πρόκειται να μετανιώσω για τίποτα... Ακόμα και αν γύριζε ο χρόνος και πάλι θα το έκανα ξανά και ξανά και ξανά και θες και το γιατί; Γιατί εκείνη είναι γυναίκα, πραγματική γυναίκα και όχι ένα δείγμα που το μόνο που ξέρει να κάνει να σκέφτεται τον εαυτούλη της και πως εκείνη θα περάσει καλά πάνω στις πλάτες αυτού που λέει ότι αγαπάει... Αν αυτό είναι αγάπη τρίψ’ την στην μούρη σου και παράτα με, δεν αξίζεις ούτε να σε φτύσω» ξέσπασα και γυρίζοντας την πλάτη μου άρχισα να προχωράω προς το κτίριο του σχολείου και άκουσα τον Έμετ και την Άλις να τρέχουν πίσω μου.

«Έτσι σε θέλω αγόρι μου, σκίσε την γάτα που μας τα έπρηξε δύο χρόνια τώρα, δείξ’ της ποιος είναι ο άντρας....» έλεγε ο Έμετ.

«Έντουαρτ είσαι καλά; Τι έγινε;...» έλεγε η Άλις ταυτόχρονα αλλά εγώ δεν σταμάταγα, συνεχίζοντας την πορεία μου προς τα σκαλιά προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να ισορροπήσω μέσα μου αλλά δεν τα κατάφερνα με τίποτα... Το πιο περίεργο από όλα ήταν που δεν μπορούσα να καταλάβω το πως νιώθω, από την μια ένιωθα ανακούφιση από την άλλη ήθελα σαν τρελός να γυρίσω πίσω και να της ζητήσω συγνώμη, να πέσω γονατιστός μπροστά της και να την ικετέψω να το ξεχάσουμε και αυτό με έκανε χειρότερα.

Μόλις ένιωσα ένα χέρι να με αρπάζει από το μπράτσο μου γύρισα αγριεμένα προς τα πίσω και ο Έμετ αυτόματα έκανε προς τα πίσω ενώ η Άλις αμέσως έτρεξε με φόρα για να έρθει κοντά μου ασθμαίνοντας.

«Πες μου το ήξερες; Πες μουυυυ» απαίτησα προς τον Έμετ και εκείνος τα έχασα.

«Για ποιο πράγμα μιλάς;» ρώτησε με φωνή που έβγαινε με το ζόρι από μέσα του.

«Ήξερες ότι η οικογένεια μας κατάγετε από τον πρώτο λυκάνθρωπο της ιστορίας;» τον ρώτησα απαιτητικά και εκείνος με κοίταξε σαν να με κοίταζε για πρώτη φορά ενώ η Άλις που με είχε ήδη αγκαλιάσει άρχισε να τρέμει ολόκληρη ενώ με κοίταξε σοκαρισμένη.

«Τι πράγμα;» ρώτησαν ταυτόχρονα με την ίδια σοκαρισμένη ματιά και ξεφυσώντας ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο που ήταν πίσω μου ενώ προσπαθούσα πολύ σκληρά να ηρεμίσω κάτι που ήταν ακατόρθωτο έτσι όπως έβραζα αυτήν την στιγμή.

«Έντουαρτ σου το ορκίζομαι αν το ήξερα...» προσπάθησε ο Έμετ να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τον κοίταξα άγρια.

«Και τότε τι στο διάολο κάνετε με το πατέρα μου όταν πάτε στα ταξιδάκια σας... Τι διάολο σιγομουρμουρίζετε συνέχεια πίσω από την πλάτη μας;» απαίτησα να μου πει με ένα ύφος που δεν δεχόταν ψέματα και εκείνος κοίταξε για λίγο την Άλις και μετά πάλι εμένα με ένα βλέμμα ενόχου.

«Εγώ απλά κάνω αυτό που μου λέει...» είπε και έτριξα τα δόντια μου εκείνη την στιγμή για να μην τον διαολοστείλω πουθενά.

«Κάνε μου την χάρη και κάν’ την από εδώ γιατί δεν θέλω να ξεσπάσω απάνω σου...» είπα απειλητικά και με κοίταξε απολογητικά.

«Εγώ ήθελα μόνο να...» πήγε να πει και άρχισα να μουγκρίζω σαν θηρίο σε κλουβί και ο Έμετ άρχισε να πισωπατεί με τα χέρια του ανασηκωμένα στον αέρα αμυντικά.

«Τώρα είπα...» του είπα ξανά μέσα από τα δόντια μου με μια φωνή που δεν αναγνώριζα ούτε εγώ και εκείνος άρχισε να τρέχει ενώ η Άλις κλείνοντας τα χέρια της σφιχτά γύρω από το σώμα μου προσπάθησε να με κάνει να βρω ξανά τα λογικά μου.

«Έντουαρτ σε παρακαλώ, το ξέρεις ότι ο Έμετ ποτέ δεν θα μας πρόδιδε, ήμαστε αδέλφια του» έλεγε αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τον εκνευρισμό μου αυτήν την στιγμή.

«Και ούτε το έκανε ποτέ...» επιβεβαίωσε η Μπέλλα και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της ακόμα ασθμαίνοντας βαριά... «Μην του γυρίσετε την πλάτη, σας έχει ανάγκη όπως ακριβώς τον έχετε και εσείς... Μπορεί να είναι λίγο – πως να το πω ευγενικά – ελαφρόμυαλος; - Αλλά πάντα σας υποστηρίζει και πάντα την πληρώνει γι αυτό και εσύ Έντουαρτ περισσότερο από κάθε άλλον ξέρεις πολύ καλά με ποιον τρόπο» μου τόνισε και ήθελα τόσο πολύ να την πιστέψω, δεν θα μπορούσα να πιστέψω ποτέ ότι ο ξάδελφος μου ο ίδιος μου ο αδελφός θα μπορούσε να ήταν όλα αυτά τα χρόνια το τσιράκι του πατέρα μου.

«Πιστεύεις ότι θα τον έβλεπα να σας προδίδει και θα τον άφηνα να το συνεχίζει;» με ρώτησε με περισσότερη πειθώ και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βίαια από μέσα μου χαλάρωσα προς στιγμήν και η ματιά της Άλις μου τράβηξε το βλέμμα προς το μέρος της.

«Με τρόμαξες είσαι καλά;» με ρώτησε και κατένευσα για απάντηση, δεν είχα κουράγιο ακόμα να μιλήσω και η Άλις κοίταξε προς την Μπέλλα.

«Ποια είσαι και γιατί επεμβαίνεις στις ζωές μας;» την ρώτησε και η Μπέλλα άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει.

«Να μια πάρα πολύ καλή ερώτηση...» της απάντησε μόνο και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου... «Μην χάσετε το μάθημα της ιστορίας... Θα είναι πολύ επιμορφωτικό» συμπλήρωσε και άρχισε να ξεμακραίνει αφήνοντας το ερώτημα της Άλις αναπάντητο και εκείνη μόλις την είδε να απομακρύνετε γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου.

«Είναι αλήθεια πως το κάνατε;» ρώτησε ψιθυριστά και γέλασα κουρασμένα καθώς ίσιωνα το κορμί μου.

«Ναι» απάντησα μονολεκτικά και παρασέρνοντας την μαζί μου κίνησα προς στην σκάλες για να ανέβουμε στο κύριο κτήριο... Ευτυχώς που μέχρι να τελειώσω το διαπληκτισμό μου με την Έλενα όλοι είχαν μπει μέσα αλλιώς τώρα θα είχαμε γίνει σίγουρα βούκινο με τις μαλακίες που έκανα πριν.

«Καιιιιι» με πίεσε εκείνη περισσότερο και την κοίταξα παραξενευμένος.

«Τι και;» την ρώτησα και έκανε μια αγανακτισμένη γκριμάτσα.

«Πως ήταν, πως ένοιωσες;...» συνέχισε εκείνη πιο επίμονα και μόλις έφτασα στο ερμάριο μου σταμάτησα για να το ανοίξω χωρίς να απαντώ... «Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» ρώτησε πάλι και την κοίταξα κουρασμένα.

«Δεν τα παρατάς...» είπα την διαπίστωση μου και εκείνη σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος κοιτώντας με πείσμα και αναστέναξα... «Την αλήθεια;...» ρώτησα και κούνησε το κεφάλι της για απάντηση... «Δεν ξέρω να σου πω...» απάντησα ειλικρινά και με κοίταξε μπερδεμένη.

«Τι εννοείς δεν ξέρεις, σου άρεσε παιδάκι μου ή όχι;» ρώτησε ξανά και παίρνοντας τα βιβλία μου στο χέρι ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα καθώς έκλεινα το ερμάριο και γύριζα προς την μεριά της.

«Από την μια ήταν η καλύτερη εμπειρία που έχω ζήσει ποτέ μου αλλά από την άλλη...»

«Από την άλλη...» επέμενε εκείνη ανυπόμονα κοιτώντας με έντονα στα μάτια και ξεφύσησα.

«Για κάποιον λόγο ήταν και η χειρότερη... Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω αυτό» της είπα με ειλικρίνεια και εκείνη κοιτώντας το άδειο διάδρομο μια φορά εξονυχιστικά με τράβηξε από το χέρι και άρχισε να με σέρνει προς το προαύλιο.

«Την χάσαμε που την χάσαμε την πρώτη ώρα, ας την εκμεταλλευτούμε σωστά, θα μου τα πεις όλα... Θες δεν θες» είπε με το ύφος που δεν δεχόταν αντίρρηση και άρχισα να γελάω με την καρδιά μου... Την λάτρευα την αδελφή μου όσο άσχημα και να ένιωθα εκείνη πάντα ήξερε τον τρόπο να με κάνει να βγάζω από μέσα μου ότι με βασάνιζε και πάντα της ήμουν ευγνώμον γι αυτό.

Μόλις κάτσαμε σε ένα ξύλινο μπαγκάκι πικνίκ κάτω από την σκιά των δέντρων που υπήρχε στο προαύλιο του σχολείου, άρχισα να της λέω ότι είχε συμβεί από την στιγμή που με άφησαν εχθές στην βιβλιοθήκη και μετά παραλείποντας επιμελώς την συζήτηση του πατέρα μας με την Μπέλλα γιατί δεν ήθελα να ξέρει – τουλάχιστον όχι ακόμα – την βρώμικη ζωή του και μόλις τελείωσα με κοίταξε σοκαρισμένη με την ανάσα της να πνίγεται μέσα της.

«Είσαι καλά; Πονάς πουθενά;» ρώτησε με αγωνία για τα χτυπήματα μου και κούνησα αμέσως αρνητικά το κεφάλι μου.

«Μην ανησυχείς γι αυτά, χάρη στην Μπέλλα επουλώθηκαν όλα» την διαβεβαίωσα και με κοίταξε μπερδεμένη.

«Δεν καταλαβαίνω» παραδέχτηκε και την κοίταξα απολογητικά.

«Μου έδωσε να πιω από το αίμα της» εξήγησα και έπνιξε την κραυγή της βάζοντας το χέρι της μπροστά στο στόμα της.

«Δηλαδή τώρα είσαι...»

«Όχι, όχι...» προσπάθησα να την καθησυχάσω καταλαβαίνοντας την χαζομάρα που είχα κάνει... «Πρέπει να πεθάνω πρώτα για να γίνω βρικόλακας μέσα στο εικοσιτετράωρο πριν εξατμιστεί το αίμα της από το σύστημα μου» εξήγησα γρήγορα και βάζοντας το χέρι της πάνω στο στήθος της προσπαθούσε με μανία να αναπληρώσει την ανάσα που είχε χάσει.

«Φρόντισε τότε να μην πεθάνεις» είπε κατηγορηματικά και γέλασα με το ύφος την και εκείνη με σκούντησε θυμωμένα.

«Θα προσπαθήσω» της έδωσα τον λόγο μου και αφού καταλάγιασε την ανάσα της με κοίταξε ερωτηματικά.

«Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι είμαι και εγώ λυκάνθρωπος;» ρώτησε την επόμενη πιο σημαντική ερώτηση για εκείνην και το σκέφτηκα για λίγο.

«Αυτό είναι το περίεργο... Δεν έχει αναφέρει τίποτα για σένα... αντιθέτως λέει ξανά και ξανά για μένα και τον πατέρα μας συνέχεια» της είπα τον προβληματισμό μου και το σκέφτηκε και εκείνη για λίγο.

«Μάλλον τότε θα περιμένουμε για να το μάθουμε αυτό...» είπε και ανασήκωσα και εγώ τους ώμους μου για επιβεβαίωση... «Πως νιώθεις γι αυτό;» με ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον κρατώντας τα χέρια μου τρυφερά μέσα στα δικά της και αναστέναξα.

«Νιώθω ότι δεν έχω την επιλογή αν θέλω να το κάνω ή όχι και αυτό με φρικάρει τελείως... Δεν ξέρω γιατί αλλά για κάποιον λόγο πιστεύω ότι το να σπάσω την κατάρα και να γίνω λυκάνθρωπος δεν θα είναι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί στην ζωή μου» παραδέχτηκα και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το κορμί μου έβαλε το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου και άρχισε να με παρηγορεί ενώ ταυτόχρονα ένιωθα ότι την ίδια παρηγοριά την είχε ανάγκη και η ίδια και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω της την έσφιξα απάνω μου ενώ της έδωσα ένα παρατεταμένο φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της, αμέσως ένιωσα όλη την ασφάλεια και την δύναμη που χρειαζόμουν για να αντέξω όλα όσα με έπνιγαν και αυτόματα χαλάρωσα.

«Φοβάμαι» παραδέχτηκε και την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Δεν θα αφήσω κανέναν να σε αγγίξει, ούτε εσένα ούτε και την μαμά...» της δήλωσα κατηγορηματικά... «Ούτε καν τον ίδιο μας τον πατέρα αν το προσπαθήσει... Όσοι το προσπαθήσουν θα περάσουν πρώτα πάνω από το πτώμα μου» είπα με πείσμα και κάπου στο βάθος των δέντρων μου φάνηκε σαν να είδα την Μπέλλα να χαμογελά ενώ μας κοίταζε ακριβός όπως μας κοίταζε η μητέρα μας όταν ήταν υπερήφανη για μας αλλά δεν μπορούσα να ήμουν σίγουρος αν αυτό ήταν πραγματικότητα ή μόνο στην φαντασία μου......

ESCAPE POLH FANTASMA