Ετικέτες

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Haunted Love "12. Συμβιβασμός"



Έντουαρτ

Είχαν περάσει πέντε ώρες από την ώρα που την πήγα στο δωμάτιο της και ακόμα έτρεμε σύγκορμη πάνω στο στρώμα βογκώντας και ξεσπώντας σε κλάματα χωρίς να σταματά... Τέτοια δύναμη σε μια γυναίκα δεν είχα δει ποτέ μου και πραγματικά δεν είχα ιδέα τι άλλο να κάνω με αυτό το κορίτσι ώστε να καταφέρω να την κάνω να καταλάβει ότι δεν αστειεύομαι... Είχε ξεπεράσει κάθε όριο... και το θράσος της δεν περιγράφεται... Είμαι πολύ περίεργος να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει.

Μόλις πλησίασα το κρεβάτι και ένιωσε την παρουσία μου γύρισε απότομα προς το μέρος μου και με κοίταξε με μια δολοφονική ματιά που σχεδόν με έκανε να γελάσω... Δεν τα παρατά με τίποτα.

«Πως τολμάς να μου τα κάνεις όλα αυτά;... Με ποιο δικαίωμα με κρατάς αιχμάλωτη σου και με κακοποιείς με αυτόν τον τρόπο;... Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» τσίριζε ενώ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με χτυπήσει... Ακινητοποιώντας την της ανταπέδωσα το βλέμμα αλλά εκείνη δεν ταράχτηκε ούτε στο ελάχιστο... αντιθέτως με έφτυσε στην μούρη και αναστέναξα.

«Βούλωσε το και μαζέψου πριν σου το βουλώσω εγώ μόνιμα... Έγινα κατανοητός;»

«Τι άλλο μένει πια να κάνεις;... Να με σκοτώσεις;... Κάν' το τι περιμένεις» συνέχισε απτόητη και χρειάστηκε να βάλω όλην την δύναμη της ψυχής μου εκείνην ακριβός την στιγμή για να μην την αποτελειώσω... αλλά όσο πείσμα είχε εκείνη άλλο τόσο είχα και εγώ... Επένδυσα πάρα πολλά απάνω της... ξόδεψα μια ολόκληρη περιουσία για χάρη της ώστε να έχει τα πάντα... και αν νομίζει ότι θα της κάνω την χάρη να μην πάρω τίποτα για αντάλλαγμα για όλα αυτά τότε είναι πολύ γελασμένη.

«Όλα στην ώρα τους» της απάντησα και άρχισα να την γδύνω και εκείνη άρχισε να παλεύει για να ξεφύγει από το σφιχτό μου κράτημα.

«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου... άθλιο τέρας» τσίριζε αλλά δεν της έδινα σημασία και μόλις σχεδόν κομματιάζοντας έβγαλα από πάνω τα ρούχα της... πήρα λίγη κρέμα από το βαζάκι, άρχισα να την απλώνω απάνω της και εκείνη άρχισε να τσιρίζει πιο δυνατά ενώ τέντωνε το σώμα της από τον πόνο που ένιωθε.

Μόλις την άπλωσα σε όλο της το σώμα την άφησα και εκείνη άρχισε να παλεύει με όση δύναμη της είχε απομείνει πάνω στο στρώμα σφίγγοντας τα σεντόνια με δύναμη μέσα στα χέρια της... Κλείνοντας και κλειδώνοντας την πόρτα της την άφησα να ξεσπάσει πηγαίνοντας στο δωμάτιο μου.

Τι διάολο θα κάνω με αυτό το κορίτσι δεν ξέρω... αντί να βάζει μυαλό κάθε λεπτό που περνάει γίνεται όλο και πιο χειρότερη... Πως σκατά θα καταφέρω να την εκπαιδεύσω μέσα σε ένα μήνα δεν έχω την παραμικρή ιδέα...

«Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά... το ακούςςςςςςςςςςς... πάρα πολύ ακριβάαααα... Δεν ξέρω πως αλλά σου το ορκίζομαι ότι θα σε κάνω να μετανιώσεις πολύ πικρά όλα όσα μου έχεις κάνει... Από μένα θα την βρεις το ακούςςςςς... Απο μέναααααααααα» τσίριζε κοπανώντας την πόρτα και έκλεισα το πρόσωπο μου μέσα στα δύο μου χέρια απελπισμένος.

«Από μένααααα» συνέχιζε πιο ξεψυχισμένα και το νέο κύμα ξεσπάσματος της κάλυψε ότι άλλο ήθελε να ξεστομίσει και κλείνοντας το στόμα μου με το χέρι μου έμεινα να κοιτώ το κενό... Ήταν η χειρότερη απόφαση που είχα πάρει ποτέ στην ζωή μου... άφησα τον εγωισμό μου και το πάθος μου για εκείνην να με καθοδηγήσει και τώρα το πληρώνουμε και οι δύο πολύ ακριβά... αλλά είναι πολύ αργά πια για πισωγυρίσματα... Αν την αφήσω τώρα να φύγει το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα ζήσουμε μέρα παραπάνω... και αυτό δεν θα το επιτρέψω ποτέ.

Μπέλα

Η βδομάδα που κύλησε ήταν στο ίδιο μοτίβο με την πρώτη... Στις πέντε πρωινό ξύπνημα και γυμναστική... πολεμικές τέχνες... σκοποβολή... μαγείρεμα... και πάει λέγοντας... συν στο πρόγραμμα συμπλήρωσε και πολύυυυυ μελέτη... αλλά εγώ δεν το έβαζα κάτω... με κάθε δυνατό τρόπο τον τρέλαινα και φυσικά το πλήρωνα ακριβά αλλά δεν με ένοιαζε πια... γιατί όσο περισσότερο μου έδειχνε την οργή του τόσο περισσότερο εγώ πείσμωνα και γέμιζα μέσα μου μίσος και αγανάκτηση τα οποία με βοηθούσαν να μαθαίνω όσο μπορούσα όλες αυτά που εκείνος προσπαθούσε να μου επιβάλει και εγώ πωρωνόμουν περισσότερο και τα μάθαινα για να τα χρησιμοποιήσω την ημέρα που θα τον έκανα να τα πληρώσει όλα αυτά και με το παραπάνω.

Κανείς από τους δύο μας δεν τα παράταγε... κανείς από τους δύο μας δεν έκανε ούτε και στο ελάχιστο πίσω και κάθε μέρα που περνούσε η κατάσταση μας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο... Ακόμα και ο σκύλος του πια δεν τόλμαγε να με ακουμπήσει... όχι γιατί με φοβόταν αλλά γιατί κάτι στο βλέμμα του με έκανε να νιώθω ότι ακόμα και εκείνος άρχισε να με λυπάται... και όσο τον κοίταζα τόσο εξοργιζόμουν περισσότερο μέχρι που άρχισα να τα βάζω μαζί του μέχρι που κάποια στιγμή εκείνο με κοίταξε με ένα παραπονεμένο ύφος και ξεφυσώντας γρύλισε παραπονιάρικα, έφυγε από κοντά μου και δεν με ξαναπλησίασε.

Είχα γίνει ένα αγρίμι... δεν αναγνώριζα πια ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό... και μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα φρέναρα και έκατσα στο δωμάτιο μου και άρχισα να αναλογίζομαι τις συνέπειες των πράξεων μου... Ήθελα να γίνω σαν και εκείνον;... Αυτό ήθελα;

Έντουαρτ

Την κοίταζα από μακριά να είναι καθισμένη πάνω στο κρεβάτι της, να κοιτάει το κενό και προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε αλλάξει... Μετά από την τελευταία φορά που μέσα στον παραλογισμό της με απειλούσε ότι θα με κάνει να το πλήρωσα ακριβά γι αυτό, δεν είχε ρίξει ούτε ένα δάκρυ παραπάνω και κάθε μέρα την έβλεπα να με συναγωνίζεται με τόσο πείσμα λες και ήθελε να με ξεπεράσει... αλλά τώρα είναι σαν να είχε γυρίσει τον χρόνο πίσω και είχε γυρίσει στην πρώτη μέρα που την γνώρισα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που την έκανε να παρατηθεί.

Με αργά βήματα την πλησίασα και εκείνη γυρίζοντας το κεφάλι της προς το μέρος μου το άφησε να ξεκουραστεί πάνω στα γόνατα της που τα είχε μαζέψει κοντά στο στήθος της και με κοίταξε με ένα άδειο βλέμμα χωρίς να πει τίποτα.

«Τι άλλαξε;» την ρώτησα ήρεμα καθώς έκατσα στο κρεβάτι αντικριστά της και ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλα της χωρίς καν να βλεφαρίσει ενώ με κοίταζε σταθερά στα μάτια.

«Δεν θέλω να γίνω σαν εσένα» είπε με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα της και την κοίταξα συγκαταβατικά ενώ μάζεψα απαλά το δάκρυ της και εκείνη με κοίταξε πληγωμένη.

«Δεν θέλω να γίνεις σαν εμένα» της απάντησα και εκείνη γυρίζοντας το πρόσωπο της στην ευθεία έβαλε το σαγόνι της πάνω στα γόνατα της και έμεινε και πάλι σιωπηλή... και την άφησα να τα βρει με τον εαυτό της κλείνοντας πίσω μου την πόρτα της χωρίς να την κλειδώσω.

Μπέλα

Μετά από εκείνην την ημέρα τα πράγματα άλλαξαν... εκείνος ήταν πιο υπομονετικός μαζί μου και εγώ πιο δεκτική ώστε να μην τον προκαλώ και η οργή μας έτσι ξαφνικά εξανεμίστηκε... Δεν είχα ιδέα τι σχέδια είχε για μένα... και για να είμαι ειλικρινής πλέον δεν με ένοιαζε και τόσο... το μόνο που ήθελα ήταν όταν κλεινόμουν μέσα στο δωμάτιο μου να με αφήνει στην ησυχία μου και εκείνος το σεβόταν και δεν με ενοχλούσε.

Την ώρα που κάτσαμε να φάμε βραδινό έβαλα τον αγκώνα μου πάνω στο τραπέζι και ακουμπώντας το μάγουλο μου πάνω στην παλάμη μου άρχισα να παίζω με την σούπα μου χωρίς να την αγγίζω βουτώντας το κουτάλι μέσα στην σούπα και μόλις το σήκωνα άφηνα το ημιπηχτό πράμα να πέφτει μέσα ξανά και ξανά αφήνοντας το μυαλό μου να περιπλανηθεί σε μέρη μακρινά στις μέρες που ζούσε η γιαγιά μου και χωρίς να το καταλάβω τα μάγουλα μου είχαν αρχίσει να υγραίνονται και η φωνή του με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ενώ γονάτισε μπροστά μου και από το ξάφνιασμα μου έφυγε το κουτάλι από το χέρι μου και μόλις προσγειώθηκε μέσα στην σούπα ξανά μας έκανε χάλια και παίρνοντας την πετσέτα μου και σκουπίζοντας το πρόσωπο μου άρχισα να τρέχω χωρίς προορισμό.

Ένιωθα να πνίγομαι... για πρώτη φορά στην ζωή μου, η απουσία της μου στοίχιζε τόσο πολύ που δεν είχα αντοχή να κρύψω το πόνο που ένιωθα μέσα μου... Μόλις τα χέρια του με ακινητοποίησαν δεν άντεξα άλλο και ξέσπασα απάνω του ότι με βάραινε... Αιφνιδιάζοντας με αντί να με σταματήσει παρέμεινε ακίνητος και άρχισε να δέχεται όλα μου τα χτυπήματα αδιαμαρτύρητα και από το ξάφνιασμα πάγωσα στην θέση μου κοιτάζοντας τον χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί.

«Πήγαινε να ξαπλώσεις... θα σου φέρω ένα ποτήρι γάλα να σε ηρεμήσει» είπε με τρυφερή φωνή και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.

«Γιατί;» ρώτησα και εκείνος χαμογέλώντας θλιμμένα, χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπο μου, με παρότρυνε να πάω στο δωμάτιο μου για άλλη μια φορά και γυρίζοντας προς την κουζίνα με άφησε μόνη μου να κοιτώ την πλάτη του χωρίς να είμαι ικανή να κάνω μια λογική σκέψη... Τι διάολο συνέβη μόλις τώρα;... Με άφησε να τον χτυπήσω;... Με παρηγόρησε;... Δεν μπορώ να καταλάβω.

Όταν γύρισε κοντά μου με ένα ποτήρι γάλα στα χέρια με βρήκε να παραμένω στην ίδια θέση να τον κοιτώ ακόμα με την απορία ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά μου... Αφήνοντας το ποτήρι με το γάλα στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα μου, με σήκωσε στα δύο του χέρια και άρχισε να με πηγαίνει προς το δωμάτιο μου χωρίς να με κοιτά και μόλις με άφησε πάνω στο στρώμα απαλά έφυγε... Μετά από λίγο γύρισε ξανά με το ποτήρι που κράταγε πριν και έκατσε δίπλα μου και μου το πρόσφερε.

«Πιες το» με παρότρυνε.

«Γιατί;» επανέλαβα εγώ χωρίς να δίνω σημασία στο ποτήρι και εκείνος αναστενάζοντας το έβαλε πάνω στο κομοδίνο και γύρισε και πάλι προς την μεριά μου.

«Προσπάθησε να κοιμηθείς και θα τα πούμε το πρωί» είπε αχρωμάτιστα βάζοντας τα χέρια του πάνω στους ώμους μου για να με αναγκάσει να ξαπλώσω αλλά εγώ κράτησα αντίσταση και επέμενα και πάλι.

«Γιατί;»

«Γιατί δικαιούμαι πολλά περισσότερα από όσα μπορείς να μου κάνεις... Το μόνο που ήθελα ήταν να σε κάνω να δεις τον εαυτό σου όχι να σε κάνω να τον χάσεις... Απέτυχα παταγωδώς... αλλά είναι πολύ αργά να αλλάξουμε την κατάσταση πια... και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω» είπε και βάζοντας με να ξαπλώσω με άφησε σοκαρισμένη στην θέση μου να τον κοιτώ να φεύγει χωρίς να ξέρω πως να αντιδράσω σε αυτό.

Ρίχνοντας μου άλλη μια τελευταία ανέκφραστη ματιά... έκλεισε το φως και αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή με άφησε μόνη.

Δεν ξέρω πόση ώρα είχα παραμείνει στην ίδια θέση αλλά ακόμα δεν μπορούσα να χωνέψω τα λόγια του και το σώμα μου από δική του πρωτοβουλία ανασηκώθηκε και άρχισε με αργά αλλά σταθερά βήματα να πλησιάζει το δωμάτιο του...  Φτάνοντας στο κατώφλι της πόρτας του ακούμπησα πάνω στο πλαίσιο της και έμεινα να τον κοιτώ... Χαμηλώνοντας το βιβλίο που διάβαζε γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου και με κοίταξε χωρίς να μιλά.

«Όταν είχα ρωτήσει κάποτε την γιαγιά μου γιατί ο παππούς την παράτησε... εκείνη μου είπε γιατί εκείνος δεν ήξερε τι εκείνη ήθελε από εκείνον και εκείνη τι ήθελε εκείνος από αυτήν... Όταν επέμενα να μου πει το γιατί... μου είπε ότι όταν μια σχέση παύει να υπάρχει δεν φταίει μόνο ο ένας... φταίνε πάντα και οι δύο γιατί αφήσαν να συμβεί αυτό» είπα και εκείνος αφήνοντας το βιβλίο του στο κομοδίνο του χτύπησε το στρώμα του με το χέρι του περιμένοντας να πάω κοντά του.

Έκατσα στην άκρη του κρεβατιού και παίρνοντας μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα τον κοίταξα πιο αποφασιστικά.

«Τι θέλεις από μένα;» ρώτησα και μου χαμογέλασε με ένα τρυφερό χαμόγελο.

«Μόνο να με αφήσεις να σε καθοδηγήσω» απάντησε απλά με την βελούδινη φωνή του και χαμηλώνοντας την ματιά μου το σκέφτηκα για λίγο.

«Τι είναι αυτό που σε εκνευρίζει περισσότερο σε μένα;» ρώτησα και σηκώνοντας  πάλι την ματιά μου προς το μέρος του τον, είδα να μου χαμογελάει πιο πλατιά.

«Η γκρίνια σου και η μουρμούρα σου... Όταν μιλάς κάτω από την αναπνοή σου δεν έχεις ιδέα πως με τρελαίνει» είπε και κατένευσα ενώ κοίταζα και πάλι τα χέρια μου και βάζοντας τον δείκτη του κάτω από το σαγόνι μου με ανάγκασε να τον κοιτάξω ξανά... «Εσένα τι σε εκνευρίζει περισσότερο;» ρώτησε και αναστέναξα.

«Δεν αντέχω να με κοροϊδεύεις» είπα με ένα πληγωμένο ύφος και κατένευσε και εκείνος.

«Τι λες να κάνουμε μια συμφωνία» είπε και τον κοίταξα με περιέργεια... «Είναι αργά να πάρουμε πίσω όσα έγιναν... αλλά μπορούμε πάντα να διορθώσουμε το αύριο... Τι λες να το πάρουμε απο την αρχή και να προσπαθήσουμε ξανά;» ρώτησε και πήρα μια βαθιά ανάσα... «Ιζαμπέλα... δεν είχα ποτέ σκοπό να σε ακουμπήσω αλλά πρέπει να παραδεχτείς ότι δεν μου άφησες άλλα περιθώρια... Είναι στο χέρι σου να μην σε ακουμπήσω ξανά... Σκέψου το λίγο» χαμήλωσα την ματιά μου και αναστενάζοντας έμεινα σιωπηλή... «Μην φοβάσαι να μου πεις αυτό που σκέφτεσαι... Η ψευτιά και η κοροϊδία είναι αυτή που με ενοχλεί και όχι η αλήθεια» είπε και σηκώνοντας την ματιά μου προς το μέρος του έμεινα αναποφάσιστη... «Δεν πρόκειται να θυμώσω» υποσχέθηκε χαϊδεύοντας το μάγουλο μου τρυφερά παροτρύνοντας με να εξωτερικεύσω την σκέψη μου.

«Δεν είχες κανένα δικαίωμα να κάνεις ότι μου έκανες»

«Δεν είπες ποτέ όχι...» τόνισε με ένα πονηρό χαμόγελο αλλά σοβαρεύοντας συνέχισε πριν του απαντήσω... «Αλλά έχεις δίκιο... Όχι δεν είχα κανένα δικαίωμα να το κάνω»

«Γιατί το έκανες;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.

«Γιατί είμαι εγωιστής... και όταν βάλω κάτι στο μυαλό μου, μου είναι αδύνατον να σταματήσω τον εαυτό μου από το να πάρω αυτό που πραγματικά θέλω»

«Και τι θες από μένα;» χαμογέλασε με το στραβό του χαμόγελο και χαϊδεύοντας το μάγουλο μου απαλά... απάντησε απλά.

«Εσένα»

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς ακριβός» είπα και αναστέναξε.

«Τι με άκουσες να λέω στην Ρόουζ την ημέρα που κρυφάκουσες» μου είπε και τότε κατάλαβα τι εννοούσε.

«Δεν έχεις σκοπό να με αφήσεις ποτέ να φύγω» είπα χαμηλώνοντας το πρόσωπο μου και ανασηκώνοντας το ξανά με ανάγκασε να τον κοιτάξω και πάλι στα μάτια.

«Όταν θα είσαι έτοιμη γι αυτό θα σε αφήσω να επιλέξεις... Έχεις τον λόγο μου...» είπε με σταθερή φωνή εννοώντας το και τον κοίταξα δύσπιστα... «Όταν θα είσαι έτοιμη θα έχεις την επιλογή» επανέλαβε και δεν ήξερα τι να πω γι αυτό... «Νυστάζεις;» ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου... «Θες να σου διαβάσω;» με ρώτησε και παίρνοντας μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα ανασήκωσα τους ώμους μου και εκείνος χαμογέλασε ενώ με παρότρυνε να ξαπλώσω δίπλα του.

Βγάζοντας τα παπούτσια μου πήγα να ξαπλώσω πάνω στα μαξιλάρια που ήταν δίπλα του αλλά εκείνος τραβώντας με απαλά κοντά του με ανάγκασε να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του και παίρνοντας ξανά το βιβλίο του στα χέρια του άρχισε να μου διαβάζει με την βελούδινη φωνή του... Χωρίς να το καταλάβω αναστέναξα και μου έτριψε τον ώμο μου απαλά.

Χωρίς να ακούω λέξη από όσα έλεγε το μυαλό μου άρχισε να ταξιδεύει πίσω στον χρόνο και μόλις η ανάμνηση του πατέρα μου να με κρατά στην αγκαλιά του και να μου διαβάζει ακριβός με τον ίδιο τρόπο που μου διάβαζε τώρα εκείνος τρύπησε στην μνήμη μου, τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν και εκείνος σταματώντας να διαβάζει με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε τρυφερά καθαρίζοντας τα μάγουλα μου από τα δάκρυα και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Μου θυμίζεις τόσο πολύ τον πατέρα μου» είπα με τρεμάμενη φωνή και εκείνος έσμιξε τα φρύδια του με απορία... «Δεν τον θυμάμαι πολύ... πάντα έλειπε το περισσότερο της ημέρας και όταν ήταν στο σπίτι μονίμως διέταζε και γκάριζε σαν τρελός... Ήταν στρατιωτικός νομίζω... και ήθελε τα πάντα στην τάξη... και αν δεν κάναμε ότι μας έλεγε πάντα μας τιμωρούσε για την ανυπακοή μας... Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες άλλα πάντα ένιωθα ότι αυτό ίσχυε... Όμως όταν ερχόταν η ώρα να κοιμηθώ πάντα ερχόταν στο δωμάτιο μου και παίρνοντας με αγκαλιά μου διάβαζε με μια βελούδινη φωνή που αμέσως με έκανε να νιώθω ασφαλής στην αγκαλιά του και με έπαιρνε ο ύπνος» είπα και κοίταξε για λίγο μακριά καταπίνοντας το σάλιο του ενώ αναστέναζε και όταν γύρισε ξανά το πρόσωπο του προς το μέρος μου, για μια στιγμή ένιωσα ότι από την ματιά του πέρασε ένα συναίσθημα αλλά δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβός ήταν αυτό που είχε νιώσει εκείνην την στιγμή.

«Πως ένιωσες όταν τον έχασες;» ρώτησε και χρειάστηκε να το σκεφτώ λίγο.

«Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την εποχή που ήμουν μαζί τους ή μετά που έφυγα για να έρθω να ζήσω με την γιαγιά μου... αλλά τώρα νιώθω ότι μου λείπουν περισσότερο γιατί δεν μπορώ να τους θυμηθώ»

«Και όταν έχασες την γιαγιά σου;»

«Ακόμα πονάει» είπα με φωνή που έβγαινε με τα βίας από μέσα μου ενώ απέφυγα την ματιά του και εκείνος με ανάγκασε να τον κοιτάξω ξανά χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπο μου.

«Τι είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο από εκείνην» ρώτησε και τα δάκρυα μου άρχισαν πάλι να κυλάνε στα μάγουλα μου ακατάπαυστα.

«Όταν δεν είχαμε τίποτα να φάμε και πήγαινα παραπονιάρικα να της το πω εκείνη πάντα με έπαιρνε στην αγκαλιά της και μου έλεγε... “Σημασία έχει ότι έχουμε η μια την άλλη... όλα τα άλλα θα γίνουν, μην μου στεναχωριέσαι και θα δεις... για όλους έχει ο θεός ποτέ μην απελπίζεσαι... Όσο έχουμε η μια την άλλη μην φοβάσαι τίποτα”» είπα με την φωνή μου να σπάει και το σαγόνι μου να τρέμει και εκείνος χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλο μου με ανάγκασε και πάλι να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του, τρίβοντας τον ώμο μου παρηγορητικά χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Έντουαρτ

Συνέχιζα να της διαβάζω μέχρι που άκουσα το πρώτο της σιγανό ροχαλητό και χαμογελώντας έκλεισα το βιβλίο... Βάζοντας το στην άκρη την βόλεψα καλύτερα πάνω στα μαξιλάρια απαλά για να μην την ξυπνήσω και έμεινα να την κοιτώ... Ήταν τόσο ήρεμη τόσο γαλήνια που με έκανε να νιώθω ότι είχε φύγει από πάνω της ένα τεράστιο βάρος και αναστέναξα χωρίς να είμαι σίγουρος για το πως πρέπει να νιώσω για αυτό.

Οι μέρες περνάγανε... μας είχαν μείνει μόνο 15 μέρες για την πρώτη της αποστολή... και εκείνη δεν είχε μάθει τίποτα... πως σκατά θα της χωρέσω μέσα στο μυαλό της όλα όσα πρέπει να μάθει μέσα σε τόσο μικρό διάστημα... δεν είχα την παραμικρή ιδέα.

Ξαφνικά νιώθοντας ότι πια δεν την ακουμπώ έκανε μια απότομη κίνηση προς το πλάι και άλλη μια προς το μέρος μου και μόλις ένιωσε το κορμί μου πήρε μια ανακουφιστική ανάσα... Γαληνεύωντας και πάλι σκαρφάλωσε ξανά στην αγκαλιά μου και μόλις βολεύτηκε καλύτερα γουργούρισε σαν γατούλα ενώ το απαλό της ροχαλητό επέστρεψε πιο ρυθμικό.

Ένιωσα τελείως άβολα... ήμουν συνηθισμένος να κοιμάμαι μόνος μου και αυτή η επαφή με τάραξε τόσο πολύ που ένιωθα ότι ήμουν έτοιμος να εκραγώ από επιθυμία για εκείνην, σε σημείο να με κάνει να πονάω αλλά για έναν περίεργο λόγο... εκεί που ήμουν έτοιμος να νιώσω θυμό αντίθετα ένιωσα τόσο καλά που παραξένεψε και εμένα τον ίδιο.

Προσπάθησα για άλλη μια φορά να την απομακρύνω από την αγκαλιά μου αλλά μόλις ένιωσε τα χέρια μου πάνω στο κορμί της τύλιξε το ένα της χέρι γύρω από τον αυχένα μου ενώ το πόδι της αμέσως βρέθηκε ακριβός εκεί που την είχα περισσότερο ανάγκη και χτυπώντας το κεφάλι μου πάνω στο μαξιλάρι έκλεισα τα μάτια μου και βόγκηξα πριν προλάβω να το ελέγξω... Κολλώντας το σώμα της απόλυτα απάνω μου γουργούρισε άλλη μια φορά και έτριψε το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου βολεύοντας το καλύτερα και λες και το έκανε επίτηδες άρχισε να περνάει το χέρι της από την επιφάνεια του κορμιού μου τόσο απαλά που ένιωσα όλο μου το σώμα να ανατριχιάζει... Ανασαίνοντας γρήγορα έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και προσπάθησα να ελέγξω της ορμές μου πριν μου γυρίσει το μάτι μου τελείως ανάποδα και την πάρω έτσι όπως είναι αυτήν την στιγμή.

Για λίγο έμεινε ακίνητη και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα προσπάθησα άλλη μια φορά να την απαγκιστρώσω από πάνω μου... Τι το ήθελα.

Με το που ένιωσε ξανά τα χέρια μου απάνω της γουργούρισε άλλη μια φορά αλλά μόλις κατάλαβε ότι προσπάθησα να την γυρίσω στο πλάι με το σώμα μου... άρχισε να μουγκρίζει παραπονιάρικα... Ανεβάζοντας το πόδι της πιο πάνω πιέζοντας τον ερεθισμό μου μούγκρισα και εγώ τρίζοντας τα δόντια μου ενώ σταμάτησα να αναπνέω και τυλίγοντας το χέρι της ξανά γύρω από τον λαιμό μου ανέβασε το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου ενώ βόγκηξε ακριβός την στιγμή που ένιωσε τον ερεθισμό μου να ακουμπά πάνω στην φλόγα της και γυρίζοντας πάλι το σώμα μου ανάσκελα έκλεισα το πρόσωπο μου μέσα στο χέρι μου και έτριξα τα δόντια μου δυνατά για να μην τσιρίξω... Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι το ζω αυτό.

Εκεί που τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο και ήμουν έτοιμος να την πετάξω από κάτω, εκείνη άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα ενώ ένα βογκητό της έσπασε την σιωπή, κάνοντας με να καταλάβω απόλυτα το τι όνειρο έβλεπε και αφοπλίζοντας με, έμεινα αναποφάσιστος για το τι να την κάνω και εκεί που πάλευα με νύχια και με δόντια να βρω την ψυχραιμία μου μια μικρή λέξη από τα χείλια της με έκανε να σαστίσω.

«Έντουαρτ» ψιθύρισε μέσα από ένα βογκητό και έμεινα τελείως μαλάκας.

Τι είπε μόλις τώρα;... Άκουσα καλά είπε το όνομα μου;... Ονειρεύεται εμένα και μάλιστα να της κάνω, όσα με το ζόρι κρατάω αυτήν την στιγμή τον εαυτό μου να μην κάνω;

Η ανάσα της πιο γρήγορη με έκανε να καταλάβω ότι δεν ήθελε πολύ να φτάσει στην κορύφωση της και εκεί που είχα μείνει εντελώς ακίνητος παλεύοντας σκληρά να κατευνάσω τον εαυτό μου, εκείνη άρχισε να κινείτε απάνω στο σώμα μου με την φλόγα της να καίει πάνω στον ερεθισμό μου, βογκώντας δυνατά... Κάνοντας μπουνιά το χέρι μου άρχισα να κοπανάω το μέτωπο μου ελπίζοντας αυτό να βοηθήσει ώστε να με σταματήσει να κάνω τίποτα που θα το μετανιώσω μετά αλλά όσο εκείνη έφτανε στην κορύφωση της, τόσο τα πράγματα σκουρένανε περισσότερο για μένα... Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι μου και εκεί που έβαλα ξανά τα χέρια μου πάνω στο σώμα της αποφασισμένος να την ξεκολλήσω από πάνω μου, με μια κραυγή εκείνη τελείωσε τεντώνοντας το κορμί της εφαρμόζοντας το απόλυτα πάνω στο σώμα μου... Μόλις η υγρασία της νότισε το ύφασμα της φόρμας που φόραγε με έκαψε και χωρίς να έχω άλλες αντοχές για να κρατηθώ, έβαλα το χέρι μου πάνω στους γλουτούς της ενώ τρίβοντας τον ερεθισμό μου πάνω στην καυτή της φλόγα άφησα τον εαυτό μου να εκφραστεί και εκείνη τραβώντας μου τα μαλλιά άρχισε πάλι να αγκομαχά φτάνοντας τον οργασμός της ταυτόχρονα με μένα στα ύψη, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά το όνομα μου.

Δεν είχα λόγια... δεν είχα ιδέα αν την είχα ξυπνήσει... η καρδιά μου κόντευε να ξεπηδήσει από το στήθος μου και το μυαλό μου αδυνατούσε να κάνει μια λογική σκέψη... Ήταν μακράν πολύ καλύτερο από όλες της φορές που την είχα φαντασθεί και ακόμα δεν την είχα ακουμπήσει... Πως σκατά τώρα θα την έχω μπροστά μου και θα μπορώ να συγκρατηθώ;

11 σχόλια:

€l!n@ είπε...

Άντε και σε σύμβουλο γάμου!!χαχα Την να πω όχι πές μου τι να πω?ότι είναι ότι να'ναι?φαίνεται!!Ότι έχουν θέματα μαζοχισμου?εμφανές!Ότι θα καταστρέψει ο ένας τον άλλο στο τέλος?πιθανό και επόμενο...

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

Πες τα βρε Ελινάκι μου γιατί εμένα πια δεν με ακούει καθόλου χαχαχα
ότι θα καταστρέψουν στο τέλος ο ένας τον άλλον είναι το μόνο σίγουρο ;)

€l!n@ είπε...

Γιατί νομίζεις ότι εμένα με ακούει?Του κεφαλιού της κάνει το παλιόκοριτσο γι'αυτό και τα παθαίνει αυτά!!Αχ αχ...θα το φάει το κεφάλι της!!

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

το έχει ήδη φάει αλλά δεν το ξέρει χαχαχαχα

€l!n@ είπε...

Όλοι μας το έχουμε καταλάβει εκτός από εκείνην!!Τουλάχιστον η καταστροφή της είναι ψηλή,στιβαρη,με πράσινα μάτια,μπρονζε μαλλί και λογικά προικισμενος με κρυφες χάρες και ταλέντα!!Όσο να πεις ο δρόμος προς την κόλαση θα είναι ευχάριστος...

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

είναι ο άτιμος είναι... με μια διαφορά έχει γκρι μάτια χαχαχαχα

€l!n@ είπε...

Αυτό έλειπε και να μην ήταν και μαλάκας και ανίκανος πάει πολύ ενώ την μαλακία σκέτη κάπως την παλεύεις!!Τα πράσινα μάτια είναι καλύτερα και εγώ τέτοια έχω οπότε αν δεν παινέψουμε το σπίτι μας... Χαχαχα

Ανώνυμος είπε...

Μου αρέσει τρελά αυτή η ιστορία θέλω και άλλο το επόμενο κεφάλαιο θα είναι η πρώτη τους φόρα η αργεί ακόμα

Ανώνυμος είπε...

pistepse me glukia mou eisai h kaluterh parea gia mia xwrismenh(klamenh kleismenh s spiti vamena ola maura mousikh tou thanata k ta sxetika.)DUNAMIKH kata t alla gunaika...se xairomai apisteuta..polu tha hthela na evazes t kefalaia pio suntoma alla exeis k zwh..mpravo s k pali exeis apisteuto mualo kai o tropos pou ekfrazeis tis skepseis seinai ekplhktikos...a k epitelous as pei s bella kapoios na skasei k na apolausei t entouart..filia!vivi

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια... συγνώμη που απαντώ τώρα αλλά για κάποιο λόγο δεν δημοσιεύτηκαν αμέσως...

ελπίζω η συνέχεια να μην σας απογοητεύσει.

Βιβή μου λυπάμαι πάρα πολύ... ελπίζω πολύ σύντομα να πάρεις τα πάνω σου... Η ζωή τώρα αρχίζει ;)

natalie είπε...

Εγω εχω μια απορια ...στο τελος οτι εγινε , εγινε με τις φορμες ??? Χαχαχαχαχα!!!!Θεε μου βγαζουν παντως απιστευτο γελιο και οι δυο ετσι οπως κανουν...Χαχαχαχα!

ESCAPE POLH FANTASMA