Μπέλα
Τον κοίταζα και δεν το πίστευα... Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;... Ποιος νομίζει ότι είναι πια;
Μόλις είδα τον Φλικ να του ορμάει και εκείνος να βγάζει το όπλο για να τον αποτελειώσει δεν σκέφτηκα, απλά έπραξα.
«Φλικ φύγε» φώναξα πέφτοντας απάνω του και το όπλο άλλαξε πορεία ενώ η σφαίρα βρήκε τον τοίχο και πριν προλάβω να το καταλάβω αρπάζοντας με από τα μαλλιά με κάρφωσε στο πάτωμα και έμεινα για λίγο ακίνητη κοιτώντας τις προθέσεις του... Ήταν ικανός πράγματι να με σκοτώσει;... αναρωτήθηκα στα κλάσματα του δευτερολέπτου που μείναμε να αλληλοκοιταζόμαστε και μόλις τον είδα να τρέχει σιγουρεύτηκα ότι τελικά είχα δίκιο... Όχι δεν είναι.
Με ένα σάλτο σηκώθηκα και τρέχοντας πίσω του εφόσον κατάλαβα ότι δεν μπορώ να τον φτάσω, άρπαξα το ηλίθιο βάζο του και το πέταξα προς το μέρος του ελπίζοντας να τον καθυστερήσω για να μπορέσει ο Φλικ να ξεφύγει αλλά εκείνος νιώθοντας την κίνηση μου γύρισε κατευθείαν προς το μέρος μου και πυροβόλησε.
Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι το έκανε αυτό... Τσιρίζοντας αντανακλαστικά έπεσα στο πάτωμα κλείνοντας τα μάτια μου με τα χέρια μου απελπισμένη χωρίς να έχω ιδέα αν η σφαίρα με είχε πετύχει αλλά μόλις άκουσα τα γρυλίσματα και τα γαβγίσματα του Φλικ και κατάλαβα ότι παλεύανε αυτόματα τα άνοιξα… Βλέποντας το όπλο του να είναι πεσμένο στο πάτωμα πιο μακριά του, έτρεξα με όση δύναμη είχα μέσα μου και την στιγμή που εκείνος έσπρωξε μακριά τον Φλικ από πάνω του με μια αγκωνιά και τον εκσφενδόνισε πάνω στον τοίχο, το άρπαξα πριν εκείνος κάνει την κίνηση να φτάσει κοντά μου και πιάνοντας και με τα δύο μου χέρια το γύρισα προς το μέρος του.
«Κάνε πίσω τώρα... αλλιώς ορκίζομαι ότι θα πυροβολήσω» ούρλιαξα αλλόφρων και εκείνος για λίγο έμεινε ακίνητος αλλά στο ύφος του διάβαζα καθαρά ότι δεν με πίστευε.
«Δεν μπορείς να το κάνεις» είπε με σιγουριά επιβεβαιώνοντας μου ότι είχα δει και στο βλέμμα του και με περισσότερο πείσμα έσμιξα τα χείλια μου και τον κοίταξα με την ανάσα μου να μετράει χιλιόμετρα και την καρδιά μου να είναι έτοιμη να βγει από το στήθος μου.
«Έχεις δίκιο...» είπα ηττημένη... «Δεν μπορώ να το κάνω...» συνέχισα χωρίς να σταματήσω να τον κοιτάω με δηλητήριο στην φωνή μου... «Αλλά το ότι δεν μπορώ να σκοτώσω εσένα δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να σκοτωθώ για να γλιτώσω από σένα» του είπα ενώ ταυτόχρονα γυρίζοντας το όπλο προς το μέρος μου, το έβαλα στον κρόταφο μου και αυτό για λίγο τον δίχασε.
«Δεν μπορείς να το κάνεις» είπε με μια δολοφονική ματιά.
«Μπορώ και θα το κάνω αν δεν κάνεις πίσω τώρα» ούρλιαξα με όλη την δύναμη της ψυχής μου και δαγκώνοντας το εσωτερικό τον χειλιών του κοίταξε προς τα πλάγια ενώ άρχισε να σκέφτεται γρήγορα πως να με μεταπείσει.
«Είσαι τόσο ηλίθια πια;...» φώναξε χωρίς να το πιστεύει... «Θα βάλεις σε κίνδυνο την ζωή σου για ένα κολώσκυλο;» ρώτησε κοιτώντας με, με δυσπιστία.
«Αυτό το κολώσκυλο όπως το αποκαλείς με σέβεται περισσότερο από εσένα... Αυτό το κολώσκυλο όπως το αποκαλείς, έβαλε σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή επανειλημμένα για να με σώσει από εσένα... και ναι... αν δεν κάνεις πίσω τώρα, είμαι ικανή να αφαιρέσω την ζωή μου προκειμένου να σώσω εκείνον... Γιατί αν δεν ήμουν εγώ τώρα θα είχε μια ευκαιρία να ζήσει» είπα και κλείνοντας τα μάτια του με το χέρι του, άρχισε να τα τρίβει με μανία.
«Και τι ακριβώς θες να κάνω;» ρώτησε πιο ήρεμα ενώ με κοίταξε με μια κενή ματιά ζαρώνοντας τα μάτια του και πήρα μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσω.
«Απαιτώ να τον αφήσεις να φύγει» είπα και τα έχασε τελείως.
«Έχεις την ευκαιρία να απαιτήσεις να σε αφήσω να φύγεις και εσύ απαιτείς να αφήσω να φύγει ο Φλικ;» ρώτησε σοκαρισμένος και έτριξα τα δόντια μου.
«Για τόσο ηλίθια με περνάς;... Και να φύγω πόσο μακριά μπορώ να πάω Έντουαρτ χωρίς να βρεθείς ξανά μπροστά μου για να με γυρίσεις πίσω ή χωρίς να βρεθώ με μια σφαίρα στον κρόταφο που τόλμησα να σου την φέρω για να με εκδικηθείς;... Εκείνος ξέρει πως να προστατέψει τον εαυτό του, εγώ όχι... Οπότε επιλέγω εκείνον» του είπα με σιγουριά και κοίταξε για λίγο στα πλάγια πριν μιλήσει ξανά μαζεύοντας τις σκέψεις του.
«Δώσε μου το όπλο και θα τον αφήσω να φύγει» είπε τελικά γυρίζοντας το πρόσωπο του προς το μέρος του και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα.
«Αν δεν τον δω να φεύγει, δεν πρόκειται να σου δώσω τίποτα» είπα και αναστέναξε ενώ γύρισε την ματιά του προς τον Φλικ που όλη αυτήν την ώρα είχε μείνει να μας κοιτά μια τον έναν και μια τον άλλον χωρίς να αντιδράει.
«Προχώρα» του έδωσε εντολή και την στιγμή που πήγε να τον πιάσει από το κολάρο του, τον σταμάτησα.
«Μην τολμήσεις να τον αγγίξεις» φώναξα και με κοίταξε απηυδισμένος αλλά τελικά χωρίς να το σχολιάσει έδωσε ξανά την ίδια εντολή και προχωρώντας ο ένας δίπλα στον άλλον άρχισαν να κατεβαίνουν την σκάλα και εγώ τους ακολούθησα από πίσω.
«Μείνε εδώ και κοίτα τον από το παράθυρο» είπε αυστηρά μόλις φτάσαμε στα παράθυρα που ήταν σαν εξώστης και σταματώντας έμεινα εκεί.
Χωρίς να ανοίγω το παράθυρο τους παρακολουθούσα σιωπηλά ενώ τα δάκρυα μου είχαν ξεχειλίσει με κομμένη την ανάσα... Βλέποντας τον Φλικ να βγαίνει από την πόρτα και εκείνη ξανά να κλείνει, ένιωσα τα πάντα μέσα μου να παγώνουν και κολλημένη όπως ήμουν πάνω στην μπαλκονόπορτα, έβαλα το κεφάλι μου να ακουμπήσει το τζάμι κοιτώντας επίμονα την κλειστή πόρτα νιώθοντας το στήθος μου να με διαλύει από τον πόνο της απελπισίας.
«Ικανοποιημένη;» άκουσα τον ειρωνικό του τόνο πίσω μου με δηλητήριο στην φωνή του και χωρίς να ανταποκρίνομαι άφησα το όπλο να γλιστρήσει από τα χέρια μου άψυχα… Μόλις άκουσα τον γδούπο που έκανε την στιγμή που συγκρούστηκε με το πάτωμα, ένιωσα τα χέρια του να με γυρίζουν προς το μέρος του.
Τον κοίταζα άδεια, κενή χωρίς κανένα συναίσθημα με τα μάτια μου να δακρύζουν ακατάπαυστα...
«Μέχρι να γυρίσω κοίτα να έχεις συνέλθει» είπε μόνο μέσα από τα δόντια μου και αφήνοντας με από το σφιχτό του κράτημα, εξαφανίστηκε.
Ο χρόνος έτρεχε... Τα πάντα γύρω μου παρέμεναν τα ίδια και εγώ αφήνοντας το σώμα μου να πέσει πάνω στο κρύο πάτωμα, έγινα ένα με αυτό και δεν ξανακουνήθηκα.
Από μακριά άκουγα το γάβγισμα του Φλικ και ενώ στην αρχή πίστευα ότι ήταν της φαντασίας μου, όσο τα γαβγίσματα γινόντουσαν πιο δυνατά άρχισε η καρδιά μου να χτυπά άρρυθμα και ανασηκώνοντας το κορμί μου άρχισα να κοιτώ γύρω μου μέχρι που τον είδα και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Φλικ;» ρώτησα χωρίς να το πιστεύω και μόλις έπεσε στην αγκαλιά μου τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του και κλαίγοντας απαρηγόρητα άρχισα να τον χαϊδεύω την στιγμή που εκείνος άρχισε να με γλύφει στο πρόσωπο.
«Δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ!... Γιατί γύρισες;... Μια στιγμή, πως μπήκες μέσα;» τον ρώταγα ακατάπαυστα χωρίς ανάσα, μόλις άρχισα να επανέρχομαι στην πραγματικότητα και εκείνος κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω, γάβγισε μια φορά ανασηκώνοντας το κορμί του και άρχισε να τρέχει... Χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω και εγώ από πίσω του.
«Μια στιγμή...» τον σταμάτησα και εκείνος σταματώντας αυτόματα γύρισε προς το μέρος μου... «Δεν μπορώ να βγω έτσι έξω, ξέρεις που κρύβει τα ρούχα μου;» τον ρώτησα και γαβγίζοντας μια φορά άρχισε να πηγαίνει προς το δωμάτιο μου αλλά πριν φτάσει στην πόρτα του, σταμάτησε στο δωμάτιο που ήταν πριν από το δικό μου και άρχισε να γαβγίζει πάλι ενώ με τα δύο του μπροστινά πόδια είχε ανασηκωθεί και είχε πέσει απάνω στην πόρτα του.
Μόλις τον πλησίασα εκείνος κατέβηκε και παραμένοντας καθισμένος στα δύο του πόδια με περίμενε... Γύρισα το πόμολο αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση ήταν κλειδωμένη.
«Ξέρεις που έχει τα κλειδιά;» τον ρώτησα με ελπίδα και μόλις μου γάβγισε άρχισε να τρέχει χωρίς να με περιμένει και αποφάσισα να τον περιμένω στην ίδια θέση κοιτώντας τον που πήγαινε προς την σκάλα.
Όταν γύρισε ξανά κοντά μου κράταγε στο στόμα του μια αρμαθιά με κλειδιά και έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ... Πραγματικά αυτό το σκυλί είναι το κάτι άλλο, ποτέ δεν θα σταματήσει να με εκπλήσσει με την εξυπνάδα του... Αλήθεια πως είχε μπει στο σπίτι;... αναρωτήθηκα την στιγμή που έσκυψα να πάρω τα κλειδιά από το στόμα του.
«Είσαι το κάτι άλλο» τον επιβράβευσα χαϊδεύοντας παιχνιδιάρικα το κεφάλι του και εκείνο γάβγισε με το σκυλίσιο του ιδιαίτερο χαμόγελο και με έκανε για μια στιγμή να γελάσω και εγώ... αλλά χωρίς να χάνω χρόνο άρχισα να ψάχνω για το σωστό κλειδί και αναστέναξα.
«Πόσες πόρτες έχει πια κλειδωμένες;» αναρωτήθηκα φωναχτά και ο Φλικ γρύλισε με απορία... «Το βρήκα» αναφώνησα και μόλις γύρισα το πόμολο και άνοιξα την πόρτα έκανα ένα βήμα προς τα μέσα και ανοίγοντας το φως έμεινα με το στόμα ανοιχτό... Το άτομο είναι τελείως τρελό, δεν υπάρχει αμφιβολία πια.
Όλο το δωμάτιο που δεν ήταν μικρότερο από το δικό μου το είχε κάνει γκαρνταρόμπα και από όσα έβλεπα, δεν υπήρχε μέσα τίποτα δικό του... Ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ μέχρι και κοσμήματα που θα ζήλευε οποιαδήποτε γυναίκα ήταν όλα σε τόση τάξη τακτοποιημένα και μάλιστα κοιτώντας τα καλύτερα όλα στο μέγεθος μου... Όλα αυτά για μένα;... Γιατί;... δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ σοκαρισμένη, αλλά το γάβγισμα του Φλικ με επανέφερε στην πραγματικότητα και γυρίζοντας προς το μέρος του τον κοίταξα απολογητικά.
«Συγνώμη, δώσε μου ένα λεπτό» του ζήτησα και μόλις βρήκα μια φόρμα την άρπαξα στα χέρια μου και άρχισα να αλλάζω με μια αναπνοή... Βρίσκοντας που ήταν τα εσώρουχα και οι κάλτσες φόρεσα ένα σουτιέν πέρασα και το πάνω μέρος της φόρμας και βάζοντας τις κάλτσες που είχα βρει άρπαξα και ένα ζευγάρι σπορτέξ που βρήκα μπροστά μου και σηκώθηκα όρθια.
«Μήπως ξέρεις που κρύβει τα λεφτά του;» ρώτησα με περιέργεια και μόλις ο Φλικ γάβγισε, άρπαξα ένα τζιν μπουφάν στο χέρι μου και άρχισα να τον ακολουθώ τρέχοντας ενώ το φόραγα.
Φτάνοντας στην βιβλιοθήκη του Έντουαρτ ο Φλικ άρχισε να γαβγίζει σαν τρελός και κατάλαβα ότι κάπου εκεί τα κρύβει... Προσπάθησα να την ανοίξω αλλά ήταν κλειδωμένη και προσπάθησα να την ξεκλειδώσω με τα κλειδιά που μου είχε δώσει... Μόλις βρήκα το σωστό μπήκαμε μαζί μέσα και κοίταξα τον Φλικ με απορία... Εκείνος πηγαίνοντας σε ένα κομμάτι της βιβλιοθήκης που ήταν πίσω από το γραφείο του, σηκώνοντας τα δύο μπροστινά πόδια του, κοίταζε επίμονα ένα σημείο γαβγίζοντας δύο φορές.
Πήγα κοντά του και τον κοίταξα με απορία...
«Έχει τίποτα από πίσω;» ρώτησα και μόλις μου γάβγισε μια φορά για απάντηση έκανε λίγο πίσω για να μου κάνει χώρο.
Έβαλα τα δάχτυλα μου πάνω στα βιβλία και μετακινώντας τα ένα ένα κοίταζα από πίσω αλλά δεν έβλεπα τίποτα και γύρισα ξανά προς τον Φλικ και εκείνος γάβγισε άλλη μια φορά.
«Οκ αφού το λες εσύ κάτι θα ξέρεις» του απάντησα και βγάζοντας τα δύο πρώτα πρόσεξα ότι στο βάθος υπήρχε ένα περίεργο καντράν και κατάλαβα ότι μάλλον αυτό εννοούσε.
Άφησα τα βιβλία στο πάτωμα και κοίταξα ξανά τον Φλικ...
«Θέλει κωδικό, μήπως τον ξέρεις;» ρώτησα και γάβγισε μια φορά για απάντηση και έξυσα το κεφάλι μου... Και που το ξέρει πως ακριβώς θα σου το πει βρε ηλίθια;... ρώτησα τον εαυτό μου και μόλις έβαλα το χέρι μου κοντά στο καντράν ο Φλικ άρχισε να γαβγίζει σαν τρελός.
«Τι είναι αγόρι μου;» τον ρώτησα παραξενεμένη ενώ γύριζα προς το μέρος του… Αφού μου γάβγισε μια φορά πήγε προς το γραφείο του και ανεβαίνοντας πάνω στην καρέκλα έβαλε τα δύο μπροστινά πόδια πάνω στο γραφείο και με την μύτη του ακούμπησε το κουτί με τα χαρτομάντιλα που είχε πάνω και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Πανέξυπνο, να μην αφήσω δακτυλικά αποτυπώματα» αναφώνησα και πηγαίνοντας προς το μέρος του, άρπαξα ένα χαρτομάντιλο, το τύλιξα γύρω από το δάχτυλο μου και γύρισα προς την μεριά του...
«Για να δούμε πως μπορείς να με βοηθήσεις στον κωδικό» του είπα ήρεμα και εκείνος μπαίνοντας στην ίδια θέση, με κοίταζε που γύρναγα πάλι προς το καντράν… Μόλις έφτασα κοντά, έβαλα το δάχτυλο μου απάνω στο πρώτο κουμπί και τον κοίταξα, καμία ανταπόκριση... Έβαλα το δάχτυλο μου στο δεύτερο, επίσης τίποτα και με την ίδια διαδικασία συνεχίζοντας και με τα υπόλοιπα μόλις έφτασα στο νούμερο τέσσερα εκείνος γάβγισε μια φορά.
«Είσαι σίγουρος;» ρώτησα και γαβγίζοντας άλλη μια φορά μου έδωσε να καταλάβω ότι ήταν και το πάτησα.
«Ωραία...» πάμε και για τα υπόλοιπα, είπα με περισσότερη αυτοπεποίθηση με τον ίδιο τρόπο με καθοδήγησε και βρήκα και τα υπόλοιπα νούμερα και πατώντας τον κωδικό του 477539, τον συγκράτησα για καλό και για κακό… Πατώντας και το 9, ένα κλικ ακούστηκε και η βιβλιοθήκη άρχισε να μετακινείτε ανοίγοντας ένα πέρασμα που έχει μια απότομη σκάλα... Ο Φλικ γάβγισε δύο, τρεις φορές και γυρίζοντας προς το μέρος του τον κοίταξα για μια στιγμή.
«Αν ακούσεις τίποτα, ειδοποίησε με εντάξει;» τον ρώτησα και εκείνος μου απάντησε με ένα γάβγισμα και καθώς έκανα τον σταυρό μου, άρχισα να κατεβαίνω την σκάλα και αμέσως η βιβλιοθήκη άρχισε να κλείνει κάνοντας με για μια στιγμή να ανατριχιάσω από τρόμο... Και αν δεν καταφέρω να βγω;... αναρωτήθηκα και μου κόπηκε η ανάσα, αλλά δεν τα παράτησα... Κάτι θα σκεφτώ, δεν μπορεί... είπα με περισσότερο πείσμα και μόλις κατέβηκα και το τελευταίο σκαλί, γύρισα και έκλεισα το στόμα μου για να μην ουρλιάξω.
Χριστέ μου τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;... τσίριξα μέσα μου και ένα ήταν το σίγουρο... δεν ήθελα με τίποτα να μάθω ποτέ ποια ήταν η πραγματική του δουλειά.
Μπροστά μου υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος που από όσο έβλεπα από το σημείο που ήμουν, υπήρχε κάποιο γραφείο με διάφορα εργαλεία, όπως κομπιούτερ, πλοτερ με έναν μισοτελειωμένο πίνακα και διάφορα άλλα που δεν είχα ιδέα ούτε τι ήταν ούτε σε τι χρησιμεύουν... Αλλά στον διάδρομο που στεκόμουν τώρα υπήρχαν τεράστια ράφια γεμάτα με όπλα που ούτε σε ταινίες δεν είχα δει και μόνο με αυτό το θέαμα πραγματικά ήθελα να φύγω το συντομότερο δυνατόν και με αυτήν την σκέψη και μόνο άρχισα να τρέχω...
Φτάνοντας κοντά στο γραφείο του χωρίς να αγγίζω τίποτα, έψαξα με την ματιά μου τριγύρω να βρω κάτι που θα μπορούσε να έχει τα λεφτά του... Την προσοχή μου απέσπασε ένας κλειστός χαρτοφύλακας και πλησιάζοντας τον με την βοήθεια του χαρτομάντιλου που κρατούσα ακόμα στο χέρι μου, τον άνοιξα και για καλή μου τύχη ήταν γεμάτη λεφτά... Μπορεί να μην μπορούσα να τα μετρήσω με το μάτι αλλά καταλάβαινα ότι το ποσό που περιείχε αυτή η βαλίτσα δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο.
Πήρα μια βαθιά ανάσα αναποφάσιστη μέχρι το γάβγισμα του Φλικ μου απέσπασε την προσοχή και χωρίς να το σκεφτώ, έκλεισα την βαλίτσα και την πήρα όπως ήταν και άρχισα και πάλι να τρέχω.
Ανεβαίνοντας την σκάλα είδα ένα περίεργο κουμπί και μόλις έφτασα κοντά του έβαλα το χαρτομάντιλο απάνω του και το πάτησα με την παλάμη μου... Ευτυχώς ήταν το κουμπί για να ανοίξει η βιβλιοθήκη… Μόλις βγήκα, έβαλα τα βιβλία ξανά στην θέση τους και μόλις έκλεισε ξανά, γύρισα προς τον Φλικ.
«Οκ τώρα τι κάνουμε;» τον ρώτησα και γαβγίζοντας μια φορά εκείνος άρχισε να με οδηγεί προς τα πίσω.
Βγαίνοντας από την βιβλιοθήκη, την κλείδωσα ξανά και συνέχισα να ακολουθώ τον Φλικ που με οδηγούσε προς το γκαράζ αλλά φτάνοντας στην πρώτη πόρτα την στιγμή που βρήκα το σωστό κλειδί και την ξεκλείδωσα, θυμήθηκα ότι χρειαζόμουν στοιχεία για να τον ενοχοποιήσω και γύρισα ξανά προς τον Φλικ.
«Πρέπει να έχει κάπου κάποιον φάκελο μου ή κάτι τέτοιο... Ξέρεις που μπορεί να τον κρύβει;» ρώτησα και ενώ η πιο λογική σκέψη ήταν να είχα ψάξει καλύτερα το κρησφύγετο του γιατί λογικά θα το είχε εκεί ο Φλικ προς μεγάλη μου έκπληξη με οδήγησε προς το δωμάτιο του.
«Το κλειδί είναι μέσα στα κλειδιά που κρατάω;» τον ρώτησα και αφού γάβγισε μια φορά, άρχισα με την ψυχή στο στόμα να ψάχνω και πάλι το σωστό.
Ανοίγοντας το δωμάτιο του, ο Φλικ με οδήγησε προς το μπάνιο του... Μόλις έφτασε μπροστά από έναν καθρέφτη, σηκώθηκε στα δύο του πόδια και γάβγισε ενώ γύρισε και με κοίταξε... Τον πλησίασα και κοιτώντας γύρω από το σημείο που εκείνο είχε σταθεί, βρήκα ένα κομμάτι καθρέφτη που έκανε διαφορά από όλα τα άλλα σημεία και βάζοντας το χαρτομάντιλο ξανά στο δάχτυλο μου, άρχισα να το ψηλαφίζω και μόλις το πάτησα ο καθρέφτης άρχισε να ανοίγει στα δύο... Τι άλλο θα δω Χριστέ μου... αναρωτήθηκα και μόλις είδα τον Φλικ να μπαίνει μέσα, τον ακολούθησα.
Ήταν η γκαρνταρόμπα του... Ένα τεράστιο δωμάτιο που τα ρούχα και τα αξεσουάρ που είχε εδώ μέσα δεν τα χώραγε ο νους σου αλλά αδιαφορώντας τελείως γι αυτά, πήγα δίπλα από τον Φλικ στο σημείο που εκείνος είχε σταθεί και γονατίζοντας άνοιξα το συρτάρι που μου είχε υποδείξει και το εγκεφαλικό δεν άργησε να έρθει.
Το συρτάρι είχε όσα εσώρουχα είχα μέχρι στιγμής χρησιμοποιήσει και μάλιστα μόλις μύρισα το ένα, διαπίστωσα ότι δεν ήταν ούτε καν πλυμένα... Χριστέ μου τι ανώμαλος;... σκέφτηκα αλλά πριν αρχίσω να τα παίρνω τελείως, άρχισα να τα πετάω από εδώ και από εκεί για να δω αν υπήρχε τίποτα άλλο μέσα… Μόλις το χέρι μου έπιασε έναν φάκελο χωρίς να κοιτάξω τι περιείχε, άνοιξα τον χαρτοφύλακα τον έβαλα μέσα και μόλις τον ασφάλισα ξανά, σηκώθηκα και άρχισα να πηγαίνω προς τα έξω με τον Φλικ να με ακολουθεί... Αλλά πριν βγω από το δωμάτιο τελείως, γύρισα ξανά προς το κρεβάτι του και άρχισα να ψηλαφίζω το σημείο που έκρυβε το όπλο του... Μόλις το βρήκα, το πήρα στα χέρια μου και βάζοντας το και αυτό μέσα στον χαρτοφύλακα, γύρισα προς τον Φλικ.
«Οκ δείξε μου την έξοδο» του είπα και εκείνος αμέσως άρχισε να τρέχει και εγώ έτρεξα ξωπίσω του.
Φτάνοντας ξανά στην πρώτη πόρτα που οδηγούσε στον λαβύρινθο από πόρτες που είχε φτιάξει για να μην μπορείς να βρεις αν δεν ξέρεις τις σωστές πόρτες, την διαδρομή για το γκαράζ... Άνοιξα την πόρτα που είχα ξεκλειδώσει πριν και μπαίνοντας στο άδειο δωμάτιο με τις άλλες δύο κλειστές πόρτες, τον άφησα να με καθοδηγήσει και μόλις στεκόταν στην σωστή πόρτα, την ξεκλείδωνα και προχωρούσαμε μέχρι που μετά από 12 σωστές πόρτες, φτάσαμε στην πόρτα που οδηγούσε στο γκαράζ… Μόλις μπήκαμε μέσα, εκείνος με οδήγησε στο αυτοκίνητο που ήταν σκεπασμένο με την κουκούλα και αναστέναξα.
«Δεν ξέρω να οδηγώ» του είπα απολογητικά και γρύλισε αποδοκιμαστικά... «Έχω να οδηγήσω από τότε που πήρα το δίπλωμα στο σχολείο, τι να σου κάνω;» τον ρώτησα και αφού ξεφύσησε άρχισε να τραβάει την κουκούλα για να ξεσκεπάσει το αυτοκίνητο και μόλις την έβγαλε έμεινα με το στόμα ανοιχτό...
Μπορεί να μην είχα ιδέα από αυτοκίνητα αλλά αυτό δεν θα μπορούσα να μην το ήξερα...
Μόλις η κουκούλα έπεσε μπροστά στα μάτια μου, έκανε την εμφάνιση της μια Mercedes-Benz SLR McLaren., σε ασημί χρώμα, διθέσιο κάμπριο που και μόνο που το έβλεπες σου έπεφτε το στόμα στο πάτωμα.
«Αυτό είναι για μένα;» αναρωτήθηκα φωναχτά και το κοφτό γάβγισμα του Φλικ μου επιβεβαίωσε ότι όντως ήταν και δεν είχα ιδέα τι να σκεφτώ γι αυτό... Είναι τελείως τρελός, παραείναι τελείως τρελός... Έχει ξοδέψει μια ολόκληρη περιουσία για μένα;... Γιατί;
Το απότομα γάβγισμα του Φλικ μου απέσπασε την προσοχή και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κράτησα το περίεργο μαύρο μπρελόκ που είχε απάνω τα κλειδιά και πάτησα το κουμπί για να δω αν είναι το δικό του και προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν... Τι στο καλό;... Λες αυτά τα κλειδιά να τα προορίζει για μένα;... Είχε στο νου του κάποια στιγμή να μου τα δώσει;
Οι πόρτες άνοιξαν προς τα πάνω και ο Φλικ αμέσως με έσπρωξε για να μπω μέσα με την μουσούδα του...
«Δεν μπορώ να το οδηγήσω... Πως ανοίγει το γαμωγκαράζ» σχεδόν ούρλιαξα και εκείνος ξεφυσώντας, μπήκε μέσα στο αμάξι και γάβγισε ενώ πάταγε με την μουσούδα του ένα κουμπί που ήταν πάνω στο καντράν και μόλις η πόρτα άρχισε να ανοίγει βγήκε από το αμάξι και άρχισε και πάλι να τρέχει.
Ακολουθώντας τον εκείνος, με έβγαλε στον δρόμο μέσα από το δασάκι που ήταν στην πίσω μεριά του σπιτιού και μόλις πήραμε μαζί την κατηφόρα και βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο, κάποια στιγμή σταμάτησε και λυγίζοντας μπροστά προσπάθησα να πάρω μια ανάσα... Μπορεί να είχα τρελαθεί στην προπόνηση όλον αυτόν τον καιρό αλλά να τρέχεις ένα τέταρτο δρόμο και μάλιστα κατηφόρα με οδηγό τον Φλικ, πιστέψτε με δεν είναι και λίγο.
«Οκ... θα βρω ένα ταξί και την κάνουμε από εδώ» του είπα ανασαίνοντας γρήγορα και κοιτάζοντας γύρω μου, άρχισα να ψάχνω με το βλέμμα μου ένα ταξί με την ψυχή στο στόμα ενώ παράλληλα κοίταζα μην δω και το τέρας που θεωρεί για αυτοκίνητο ο Έντουαρτ μιας και που αυτό είχε επιλέξει για να πάρει μαζί του και μόλις βρήκα ένα για καλή μου τύχη, ήταν άδειο και σταμάτησε.
Ανοίγοντας την πόρτα έκανα πιο μέσα για να κάνω χώρο στον Φλικ να μπει και εκείνος και ο άτιμος αντί να με ακολουθήσει γάβγισε μια φορά και έκλεισε την πόρτα... Ο ηλίθιος ο οδηγός ξεκίνησε και εγώ έμεινα κολλημένη στο τζάμι να τον κοιτάω να ανεβαίνει και πάλι τον λόφο για να γυρίσει σπίτι και ξέπνοη δεν ήξερα τι να κάνω.
«Που πάμε;» ρώτησε ο οδηγός και πιάνοντας το κεφάλι μου άρχισα να τρίζω τα δόντια μου.
«Δεν το πιστεύω αυτό που θα πω...» μουρμούρισα στον εαυτό μου... «Σταμάτα να κατέβω»
«Παρακαλώ;» ρώτησε ο οδηγός σαν να μην είχε καταλάβει τι είπα μόλις.
«Σταμάτα να κατέβω» είπα πιο δυνατά και εκείνος με κοίταξε από τον καθρέφτη δύσπιστα.
«Πας καλά κοπελιά;» ρώτησε και τα πήρα στο κρανίο.
«Σου φαίνομαι να πηγαίνω καλά;... Σταμάτα να κατέβω τώρα» απαίτησα πιο δυνατά και εκείνος φρενάροντας απότομα, με έκανε να πέσω πάνω στο κάθισμα του.
«Άρε που να πιάσουν και οι ζέστες» μουρμούρισε εκείνος αλλά χωρίς να του δίνω σημασία, άνοιξα αμέσως την πόρτα και τραβώντας μαζί μου τον χαρτοφύλακα, άρχισα να τρέχω και πάλι προς το σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου