Ετικέτες

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Haunted Love "20. Ο εφιάλτης"




Έντουαρτ

Είχαν περάσει δύο μέρες και δεν υπήρχε ούτε στο ελάχιστο καμία βελτίωση από πάρτη της... Τι άλλο να κάνω πια;... Πραγματικά δεν έχω ιδέα...

Ερχόμενη στην κουζίνα ξυπόλητη, μόλις έκατσε βαριά στην καρέκλα της, έβαλε το πόδι της πάνω στην καρέκλα και με τα χέρια της άρχισε να το ζουλάει ακουμπώντας το μάγουλο της πάνω στο γόνατο της και αναστέναξα.

Πλησιάζοντας την, μόλις άφησα την γαβάθα με την σούπα της πάνω στο πιάτο της, την κοίταξα επίμονα αλλά εκείνη δεν μου έδωσε καμία σημασία.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα ψυχρά και αναστέναξε χωρίς να με κοιτάξει.

«Μου γύρισε το πόδι με τα ηλίθια παπούτσια που μου έδωσες» απάντησε αυτόματα με πικρία στην φωνή της και έτριψα τα μάτια μου απηυδισμένα καθώς γύριζα στον μπάγκο για να πάρω και το δικό μου πιάτο.

«Τα ηλίθια παπούτσια που σου έδωσα λέγονται τακούνια και από όσο θυμάμαι, σου έχω πει να μην τα βγάζεις από τα πόδια σου όσο είσαι μέσα στο σπίτι και δεν κάνεις γυμναστική μπας και καταφέρεις καμία φορά να τα συνηθίσεις» της απάντησα αυτόματα και ανοίγοντας το ντουλάπι παίρνοντας την κρέμα που της είχα φτιάξει, πλησίασα ξανά προς το τραπέζι και μόλις την άφησα δίπλα της πήγα από την μεριά μου και αφήνοντας την γαβάθα μου πάνω στο πιάτο μου, έκατσα γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της, την είδα να με κοιτάει νευριασμένα.

«Μαρμελάδα έχουν τα αυτιά σου;... σου είπα ότι το γύρισα... καλά, καλά δεν μπορώ να περπατήσω ξυπόλητη, θα βάλω και τακούνια;» μου γύρισε και την κοίταξα ξεφυσώντας.

«Τουλάχιστον μπορείς να το κατεβάσεις να φάμε σαν άνθρωποι επιτέλους;» της είπα και μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, κάτι που ήξερε πολύ καλά πόσο με νευριάζει, το κατέβασε και ακουμπώντας τον αγκώνα της πάνω στο τραπέζι έγειρε το σώμα της και αφήνοντας το κεφάλι της ξεκουραστεί πάνω στην γροθιά της, πήρε το κουτάλι της και σκαλίζοντας την σούπα σαν να έψαχνε για κάτι άρχισε να παίζει όπως πάντα έκανε κάθε φορά και άρχισα να αναπνέω με δυσκολία καθώς δεν είχα ιδέα πια πως να συγκρατήσω τον εαυτό μου άλλο για να μην αρχίσω να ωρύομαι.

«Έχει κάτι η σούπα σου;» ρώτησα κάνοντας μια απελπισμένη προσπάθεια να συγκρατήσω τον τόνο μου σταθερό και η απάντηση ήρθε έτοιμη.

«Αυτό είναι το πρόβλημα πάντα με τις σούπες σου, δεν έχουν απολύτως τίποτα... Είναι σκέτο νερό» είπε ενώ υψώνοντας το κουτάλι άφηνε το υγρό να πέφτει και πάλι μέσα στην γαβάθα της με μια γκριμάτσα αηδίας.

«Έχουν πολλά θρεπτικά συστατικά... Τώρα άσε τα πείσματα και άρχισε να τρως» της απάντησα και εγώ ψυχρά και μουρμουρίζοντας πάλι, τελικά πήρε την απόφαση και άρχισε να τρώει με όλη την αηδία να εκδηλώνετε στο πρόσωπο της …Έτριξα τα μάτια μου απελπισμένα  και πήρα μερικές ανάσες μπας και καταφέρω να συγκεντρωθώ πριν εξοστρακιστώ τελείως.

«Έχω περάσεις πάνω από 5 ώρες να βαράω τον σάκο του μποξ με μανία μπας και καταφέρω να χαλιναγωγήσω λίγο τα ένστικτα μου ώστε να μπορέσω να κρατήσω την υπόσχεση μου για να μην αρχίσω πάλι να γκαρίζω... Τουλάχιστον μπορείς να κάνεις μια προσπάθεια να το σεβαστείς και να κρατήσεις και εσύ την δική σου;» ρώτησα τρίζοντας τα δόντια μου και με κοίταξε γυρίζοντας μόνο την ματιά της προς το μέρος μου χωρίς να αλλάζει στάση στο σώμα της σχολιάζοντας χαλαρά.

«Δεν βλέπω να σε ωφέλησε σε τίποτα»

«Ακριβώς γι αυτό μην παίζεις άλλο με την τύχη σου» της γύρισα με μια δολοφονική ματιά με τραχιά φωνή… Αναστενάζοντας, ίσιωσε το κορμί της, πήρε το κουτάλι σωστά στο χέρι της και με ίσια πλάτη μιμούμενη τις κινήσεις που της έχω υποδείξει δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές, έφαγε από την σούπα ευπρεπώς και  άφησε για λίγο το κουτάλι της στην θέση του... Πήρε σωστά το ποτήρι του νερού και πίνοντας μια γουλιά όπως επίσης της έχω υποδείξει και βγάζοντας την πετσέτα από τα πόδια της σκούπισε απαλά της άκρες των χειλιών της, τοποθέτησε ξανά την πετσέτα στα πόδια της όπως έπρεπε να κάνει και έμεινε να με κοιτάει... Εντάξει τώρα έμεινα μαλάκας... Με κοροϊδεύει;;;... Το κάνει επίτηδες για να με εκνευρίζει;... Τι;

«Το ότι δεν το κάνω συνέχεια δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω πως θες να τρώω» μου είπε ενώ ανασήκωνε το φρύδι της επιδεικτικά και άρχισα να κοκκινίζω από οργή.

«Τότε γιατί δεν το κάνεις;... Σου αρέσει να με προκαλείς;» της γύρισα πίσω και αφήνοντας την ανάσα της να βγει βαριεστημένα από μέσα της, χαλάρωσε την στάση του σώματος της με κοίταξε κουρασμένα.

«Σε παρακαλώ, είμαι πολύ κουρασμένη για όλα αυτά... Άλλωστε δεν με βλέπει κανείς οπότε ποιος ο λόγος να μην φάω όπως θέλω»

«Σε βλέπω εγώ, δεν σου φτάνει;»

«Σε παρακαλώ Έντουαρτ» είπε μέσα από τον αναστεναγμό της ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα κουρασμένα.

«Γιατί το κάνεις αυτό για να με εκνευρίσεις;» την ρώτησα και πήρε ένα εξουθενωμένο ύφος κοιτώντας το ταβάνι.

«Όχι» απάντησε κοιτώντας με ξανά σταθερά.

«Τότε γιατί;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και άφησε την ανάσα της εξουθενωμένα.

«Δεν έχω άλλο κουράγιο για καθωσπρεπισμούς... Είμαι κουρασμένη, πεινασμένη και το πόδι μου με πεθαίνει... Τώρα που είδες ότι μπορώ να το κάνω όπως ακριβώς θες να τρώω, μπορώ να φάω όπως θέλω;» ρώτησε παρακλητικά και τα παράτησα... Δεν βγάζω άκρη μαζί της πραγματικά είναι το κάτι άλλο.

Συνεχίζοντας να τρώμε εκείνη δεν παρέλειπε κάθε τόσο να δείχνει ανοιχτά το πόσο την αηδίαζε αυτό που έτρωγε και δεν είχα ιδέα πως να συγκρατηθώ για να μην γελάσω.

«Σου αρέσει;» ρώτησα ενώ ήξερα ήδη την απάντηση και με κοίταξε ανασηκώνοντας μόνο τα μάτια της προς το μέρος μου χωρίς να κουνηθεί σπιθαμή.

«Έχει μια περίεργη γεύση...» είπε κάνοντας μια αηδιαστική γκριμάτσα... «Τι είναι;» ρώτησε και απάντησα αδιάφορα.

«Είναι Ελληνικό φαγητό,  λέγετε κακαβιά»

«Α...» είπε γυρίζοντας την ματιά της πάλι στην σούπα και περίμενα μέχρι να βάλει την επόμενη κουταλιά στο στόμα της πριν συνεχίσω.

«Δηλαδή ψαρόσουπα» διευκρίνισα πριν προλάβει να καταπιεί και εκείνη γουρλώνοντας τα μάτια της για να μην ξεράσει και μόνο στην ιδέα άρχισε να το φτύνει .. Τότε  άρχισα να γελάω με ικανοποίηση καθώς έβαζα την πετσέτα μου μπροστά από το στόμα μου και με κοίταξε με μια δολοφονική ματιά.

«Το ευχαριστιέσαι;» ρώτησε με δηλητήριο στην φωνή της έξαλλη και κούνησα το κεφάλι μου καθώς δεν σταμάταγα να γελάω δυνατά.

«Όσο δεν φαντάζεσαι» είπα και την στιγμή που έκανε να σηκωθεί την σταμάτησα με μια άγρια ματιά.

«Δεν πας πουθενά αν δεν καθαρίσεις το τραπέζι τώρα» της είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι αυτό και αφήνοντας την ανάσα της έκανε ότι της είπα... Φυσικά χωρίς να παραλείπει να μουρμουρίζει και αυτόματα με γύρισε και πάλι στην προηγούμενη μου κατάσταση.

«Μίλα δυνατά» απαίτησα και ρίχνοντας μου μια νευριασμένη ματιά επανέλαβε τα λόγια που τόση ώρα μάσαγε.

«Είπα... Τι μανία έχεις πια με αυτήν την καθαριότητα;... Εσύ ξεπερνάς και την κυρία Μοράλες πια... Μην πέσει μια σταγόνα ολόκληρο θέμα το κάνεις» είπε ενώ συνέχιζε χωρίς να με κοιτάει να καθαρίζει το τραπέζι με το πανί που είχε πάρει από την κουζίνα.

«Τι δουλειά είχες στο γραφείο μου την ημέρα που πήγες να το σκάσεις με τον Φλικ;» την ρώτησα και πάγωσε για μια στιγμή... Μόλις γύρισε προς την μεριά μου ανασήκωσα το φρύδι μου προκαλώντας την... «Λοιπόν;» είπα και αφήνοντας την ανάσα της, έκατσε ξανά στην καρέκλα της, αφήνοντας το πανί πάνω στο τραπέζι ενώ σκεφτόταν πως να απαντήσει παγωμένα.

«Ο Φλικ σε καθοδήγησε να καλύψεις τα δικά σου δακτυλικά αποτύπωμα γιατί βλέπει ότι κάνω το ίδιο και εγώ... Όμως ο ίδιος δεν ξέρει τον λόγο που το κάνω» της απάντησα στην ανείπωτη ερώτηση της.

«Πάτησε με τα πόδια του πάνω στο γραφείο»

«Και εσύ δεν σκέφτηκες να τα καθαρίσεις» της το επιβεβαίωσα και χτύπησε το μέτωπο της.

«Ηλίθια» είπε και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου

«Σε κάλυψα γιατί έχω τόσο ψύχωση με την καθαριότητα;» την ρώτησα και κατένευσε.

«Δεν είσαι θυμωμένος» διαπίστωσε και γέλασα πάλι.

«Κάνεις μεγάλο λάθος... Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα»

«Και ποιο είναι;» ρώτησε προβληματισμένη.

«Ποιος είναι ο κωδικός για να ανοίξει η βιβλιοθήκη;» την ρώτησα και χωρίς να το σκεφτεί απάντησε αυτόματα.

«477539» και πήρα μια βαθιά ανάσα για να κρατηθώ σταθερός πριν συνεχίσω.

«Πότε γεννήθηκε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι;» ρώτησα και το σκέφτηκε σκληρά πριν απαντήσει.

«1470;» ρώτησε και πετώντας την πετσέτα μου πάνω στο τραπέζι κοίταξα το ταβάνι τρίζοντας τα δόντια μου.

«1452...» μούγκρισα μέσα από τα δόντια μου... «Γεννήθηκε στις 15 Απριλίου το 1452» συμπλήρωσα χωρίς να το πιστεύω ότι το ζω όλο αυτό... «Πόσες φορές σε καθοδήγησε ο Φλικ να πληκτρολογήσεις τον κωδικό;» ρώτησα καθώς την κοίταξα και εκείνη βλέποντας το βλέμμα μου σταμάτησε να αναπνέει.

«Μια» είπε χωρίς ανάσα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα της και ήμουν στο τσακ να σηκωθώ και να διαλύσω όλη την κουζίνα από τα νεύρα μου.

«Μια φορά... Πληκτρολόγησες τον κωδικό μια φορά και τον ξέρεις χωρίς καν να το σκεφτείς... Και πόσες φορές έχεις διαβάσεις την βιογραφία του  Λεονάρντο ντα Βίντσι από το πρωί;» συνέχισα και πήρε μια κοφτή ανάσα και με κοίταξε τρομοκρατημένα.

«Πέντε;» ρώτησε και έπιασα το κεφάλι μου απελπισμένος.

«Πως διάολο τελείωσες την νοσηλευτική, με σκονάκια;» ρώτησα προσβλητικά και εκείνη αμέσως αμύνθηκε θιγμένη.

«Να μου κάνεις την χάρη... Το πτυχίο μου το πήρα με την αξία μου και δεν αντέγραψα ούτε μια φορά» είπε νευριασμένα και την κοίταξα επιβλητικά.

«Και πως ακριβώς μάθαινες τα μαθήματα σου;» την ρώτησα πίσω με νευριασμένο τόνο και χαλαρώνοντας δάγκωσε το κάτω της χείλος κοιτώντας προς τα πλάγια για να αποφύγει την ματιά μου.

«Παρακολουθούσα στο μάθημα» είπε ψιθυριστά και τα πήρα τελείως.

«Δυνατά» απαίτησα χτυπώντας το χέρι μου πάνω στο τραπέζι για να μην χτυπήσω την ίδια.

«Παρακολουθούσα στις παραδώσεις... Δεν έχανα κανένα μάθημα γιατί δεν μπορώ να τα μάθω διαφορετικά... Τα μαθαίνω ακουστικά ή παρακολουθώντας πως τα κάνουν»

«Και τι ακριβώς περίμενες για να μου το πεις;» ρώτησα έξαλλος εκτός εαυτού και εκείνη πήρε μια αμυντική θέση και με κοίταξε απολογητικά χωρίς να απαντάει και χρειάστηκαν πολλές ανάσες ηρεμίας για να καταφέρω να ξαναμιλήσω.

«Καλά τα βιβλία, δεν τα παίρνεις διαβάζοντας τα... Όταν σου δείχνω κινήσεις άμυνας τι συμβαίνει;... Μπορείς να μου δώσεις μια καλή δικαιολογία γι αυτό;»

«Είσαι πολύ γρήγορος και προσπαθώντας να αποφύγω τα χτυπήματα δεν προλαβαίνω να δω τις κινήσεις σου» κλαψούρισε με τα μάτια της να είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν και κλείνοντας τα μάτια μου, τα έτριψα με το χέρι μου μπας και καταφέρω να καλμάρω την ένταση μου.

«Και στην σκοποβολή» είπα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Δεν αντέχω το ήχο που κάνει το όπλο... Μου τρυπάει τα αυτιά και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ» είπε ενώ άρχισε να τρέμει κοιτώντας με, με ένα κουταβίσιο βλέμμα… Βάζοντας τις παλάμες μου να ακουμπήσουν στην άκρη του τραπεζιού,  έκανα το κορμί μου προς τα πίσω και κοίταξα επίμονα το ταβάνι τρίζοντας τα δόντια μου ενώ πάλευα με νύχια και με δόντια για να μην αρχίσω και πάλι να ουρλιάζω.

«Τι δουλειά είχες στο γραφείο μου Ιζαμπέλα» είπα χαμηλώνοντας την ματιά μου προς το μέρος της με αργή κίνηση και εκείνη αμέσως έκλεισε τα μάτια της γυρίζοντας το πρόσωπο της στο πλάι τρομοκρατημένη βλέποντας το ύφος μου και άρχισε πάλι να μουρμουρίζει.

«Όχι πάλι... όχι πάλι» παρακάλαγε ενώ έτρεμε σύγκορμη.

«Απάντησε μου που να σε πάρει... Τι δουλειά είχες στο γραφείο μου;» απαίτησα κοπανώντας το χέρι μου πάνω στο τραπέζι κάνοντας τα πάντα να διασκορπιστούν και εκείνη αναπηδώντας απάντησε γρήγορα.

«Χρήματα...  έψαχνα για χρήματα» είπε διακεκομμένα και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Και δεν σκάλισες τίποτα άλλο;» συνέχισα εγώ και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα ενώ είχε κολλήσει όλο το σώμα της πάνω στην καρέκλα αμυντικά.

«Σου το ορκίζομαι δεν ακούμπησα τίποτα... Μόλις είδα τα όπλα αποφάσισα ότι δεν θέλω να ξέρω τίποτα περισσότερο... Βρήκα τον χαρτοφύλακα το πήρα και έφυγα» έλεγε μέσα από τους λυγμούς της και  δεν μου έδινε καμία ένδειξη ότι έλεγε ψέματα γι αυτό.

«Και τον φάκελο σου πως τον βρήκες;» ρώτησα και πήρε μια κοφτή ανάσα.

«Ρώτησα τον Φλικ αν ξέρει που κρύβεις κανέναν φάκελο που να αφορά εμένα» συνέχισε κοιτώντας τρομοκρατημένα γύρω της ενώ δεν σταμάταγε να δακρύζει με αναφιλητά.

«Που στον διάβολο το ήξερε ο πούστης ότι τον είχα εκεί;» εξωτερίκευσα την σκέψη μου βάζοντας τον αγκώνα μου να ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι και κλείνοντας το στόμα μου με το χέρι μου κοίταξα για λίγο μακριά πριν συνεχίσω... «Είχες σκοπό να με καταδόσεις στην αστυνομία;» ρώτησα χωρίς να αλλάζω ύφος και αμέσως άρχισε να κουνάει και πάλι το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα... «Τότε τι διάολο τον ήθελες τον φάκελο σου;» φώναξα και αναπήδησε ξανά.

«Ήθελα μόνο να έχω κάτι για να σε απειλήσω στην περίπτωση που θα προσπαθούσες να με βρεις» είπε γρήγορα και έκλεισα τα μάτια μου με το χέρι μου πιέζοντας τα μηλίγγια μου που ήταν έτοιμα να εκραγούν.

«Πήγαινε στο δωμάτιο σου τώρα και μην βγεις από εκεί αν δεν σου πω» είπα με όση λογική μου είχε από μείνει και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να τρέχει.

Μπέλα

Είχα τρομοκρατηθεί τόσο πολύ που δεν μπορούσα να ηρεμήσω... Φοβούμενη για τα χειρότερα,  είχα πέσει πάνω στο κρεβάτι μου και έκλαιγα με αναφιλητά ενώ είχα μαζευτεί σαν μια μπάλα χωρίς να είμαι ικανή να ελέγξω το τρέμουλο μου... Δεν είχα ιδέα τι με περίμενε τώρα και δεν ήξερα τι να κάνω... Φυσικά δεν ήμουν χαζή ήξερα ότι αργά η γρήγορα αυτή η μέρα θα ερχόταν... Άλλωστε το είχε πει και μόνος του, ότι δεν θα ξεπέρναγε τόσο εύκολα την ημέρα που προσπαθήσαμε να σκάσουμε με τον Φλικ.

«Μάζεψε τον εαυτό σου, άλλαξε τα ρούχα σου και έλα στο δωμάτιο μου τώρα...» είπε με εκνευρισμένη ακόμα φωνή μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου μου και γυρίζοντας προς το μέρος του προσπαθώντας να σταματήσω τα αναφιλητά μου,  κατένευσα τρέμοντας και εκείνος συνέχισε... «Μην ξεχάσεις να φέρεις και το βιβλίο που σου έδωσα» συμπλήρωσε και κλείνοντας την πόρτα πίσω του,  έφυγε χωρίς να περιμένει ανταπόκριση.

Δεν ήξερα τι να σκεφτώ...Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε στο μυαλό του, αλλά προκειμένου να τον κάνω να νευριάσει περισσότερο έτρεξα στο μπάνιο και προσπάθησα με χίλιους τρόπους να καλμάρω πριν κάνω ότι μου ζήτησε.

Φτάνοντας στο δωμάτιο του έμεινα στο κατώφλι της πόρτας και τον κοίταξα με την ουρά στα σκέλια... Μόλις γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου, άφησε την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά και χτύπησε το στρώμα δίνοντας μου να καταλάβω ότι ήθελε να ξαπλώσω μαζί του... Τώρα αυτό είναι καλό;... Τι έχει σκοπό να κάνει;... Αναρωτήθηκα καθώς με δειλά βήματα τον πλησίασα και μόλις έκατσα στην άκρη του κρεβατιού πήρε το βιβλίο από τα χέρια μου και με κοίταξε μέσα στα μάτια αυστηρά.

«Κοίτα να κοιμηθείς πάλι... Σου το λέω δεν έχω ιδέα πως κρατιέμαι μην σε κρεμάσω από κανέναν πολυέλεο» απείλησε και τρέμοντας κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και εκείνος μου έκανε χώρο για να ξαπλώσω δίπλα του ενώ άνοιγε το βιβλίο τοποθετώντας το στα πόδια του.

Έκατσα όσο πιο άκρη μπορούσα και κάρφωσα την ματιά μου πάνω στο βιβλίο την στιγμή που εκείνος ξεκίναγε.

«Λεονάρντο ντα Βίντσι λοιπόν...» ξεκίνησε με έναν αναστεναγμό... «Συνοπτικά... Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (15 Απριλίου 1452 — 2 Μαΐου 1519) ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας, ζωγράφος, γλύπτης, μουσικός, εφευρέτης, μηχανικός, ανατόμος, γεωμέτρης και επιστήμονας που έζησε την περίοδο της Αναγέννησης. Θεωρείται αρχετυπική μορφή του Αναγεννησιακού καλλιτέχνη, Homo Universalis και μια ιδιοφυής προσωπικότητα. Μεταξύ των πιο διάσημων έργων του βρίσκονται η Μόνα Λίζα και ο Μυστικός Δείπνος. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, υπήρξε ακόμα σημαντικός εφευρέτης και επιστήμονας, με σημαντική συνεισφορά στην ανατομία, και την αστρονομία» είπε από μνήμης χωρίς να διαβάζει και μόλις σταμάτησε με κοίταξε στα μάτια για μια στιγμή και εγώ έμεινα παγωμένη να του ανταποδίδω το βλέμμα χωρίς να καταλαβαίνω τι περίμενε από μένα.

«Αυτά είναι τα πιο βασικά που χρειάζεται να ξέρεις, όλα τα άλλα είναι απλά ακαδημαϊκά που δεν θα σου χρειαστούν ποτέ αλλά καλό είναι όταν μαθαίνεις κάτι να το μαθαίνεις ολοκληρωμένα... Οκ;» ρώτησε και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου... «Θυμάσαι τίποτα απ’ όσα είπα;» ρώτησε με ελπίδα και παίρνοντας μια τρεμάμενη ανάσα καταπίνοντας με κόπο το σάλιο μου,  κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και με έβαλε να τα επαναλάβω... Δεν τα είπα ακριβώς όπως εκείνος και σίγουρα κάτι πρέπει να ξέχασα αλλά έμεινε ικανοποιημένος στο ότι τουλάχιστον συγκράτησα κάτι.

Χαλαρώνοντας γύρισε πάλι την ματιά του προς το βιβλίο και άρχισε να διαβάζει... Ξεκίνησε από την Βιογραφία του, συνέχισε με την καλλιτεχνική του πορεία και χωρίς να σταματά διάβαζε χωρίς να παίρνει ανάσα όλο το βιβλίο που μου είχε δώσει με έναν απαλό και αβίαστο τρόπο.

Χαλαρώνοντας άρχισαν τα μάτια μου από την εξάντληση να κλείνουν και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να το σταματήσω αυτό... Καταλαβαίνοντας το εκείνος έκλεισε το βιβλίο και γύρισε προς το μέρος μου.

«Υπάρχει περίπτωση να θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά αύριο;» ρώτησε απαλά κρατώντας το πρόσωπο μου με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι τον παρακολουθώ και κατένευσα χωρίς να έχω κουράγιο να δώσω άλλη απάντηση... «Πήγαινε να κοιμηθείς τότε» μου έδωσε την άδεια και αφαιρώντας το χέρι του από το μάγουλο μου γύρισε το σώμα του για να αφήσει το βιβλίο πάνω στο κομοδίνο του χωρίς να πει τίποτα άλλο.

«Καληνύχτα» μουρμούρισα νυσταγμένα καθώς σηκώθηκα και αφήνοντας την ανάσα του εξουθενωμένα με κοίταξε αυστηρά.

«Δυνατά» απαίτησε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα επανέλαβα με όση δύναμη είχα ακόμα μέσα μου.

«Καληνύχτα»

«Καληνύχτα» ανταπέδωσε και με συρτά βήματα γύρισα στο δωμάτιο μου και κλείνοντας την πόρτα έπεσα πάνω στο κρεβάτι και δεν ξανακουνήθηκα.

Έντουαρτ

Ειλικρινά αυτό το κορίτσι θα με τρελάνει, δεν υπάρχει περίπτωση... Την έχω σαπίσει στο ξύλο για να μπορέσει να βάλει μυαλό και να καταφέρει να μάθει έστω και τα μισά από όσα της λέω να κάνει και αντί εκείνη να πει ότι δεν μπορεί να τα μάθει με αυτόν τον τρόπο, κάθετε και τα δέχεται χωρίς να βγάζει άχνα;... Πόσο θέλει πια για να με τρελάνει... όχι πες τε μου, πόσο;

Το κορυφαίο... αντί να πάρει τον φάκελο και να τρέξει στην αστυνομία για να γλυτώσει,  σκέφτηκε να τον κρατήσει για να με απειλήσει στην περίπτωση που θα την έβρισκα;... Με ποιαν λογική;... Αν την έβρισκα αυτομάτως θα ήταν και νεκρή, δεν μπορεί να το καταλάβει;... Κάτι δεν πάει καλά με αυτό το κορίτσι, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Τα πατήματα του Φλικ με έκαναν να σηκωθώ από το κρεβάτι και να βγω στον διάδρομο...

«Τι σου είπα εγώ;» τον ρώτησα εκνευρισμένα την στιγμή που σηκώθηκε στα δύο πόδια για να ανοίξει την πόρτα αλλά το ουρλιαχτό της Μπέλας, μου απέσπασε την προσοχή και έτρεξα την στιγμή που εκείνος άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα.

«Άστην σε μένα» του είπα και με άφησε να προπορευτώ...

Ουρλιάζοντας χωρίς ανάσα,  είχε γύρει το κεφάλι της τόσο πολύ προς τα πίσω που λίγο ήθελε να σπάσει τον αυχένα της ενώ σφίγγοντας το σεντόνι με δύναμη,  είχε ανασηκώσει το στήθος της τρέμοντας ολόκληρη και πραγματικά για μια στιγμή τα χρειάστηκα... Ήταν σαν να έβλεπα το ψυχό... Λες και κάποιος είχε μπει μέσα της και εκείνη πάλευε να τον διώξει μέσα από το ουρλιαχτό της.

Πιάνοντας το πρόσωπο της μέσα στα δύο μου χέρια άρχισα να την τραντάζω.

«Μπέλα, άνοιξε τα μάτια σου... Μπέλα» έλεγα με ένταση στην φωνή μου και εκείνη ξέπνοη ανοίγοντας τα μάτια της προσπαθώντας και πάλι να βρει την αναπνοή της, κοίταζε γύρω της τρομοκρατημένα, προσπαθώντας μάταια να καταπνίξει τους λυγμούς που την έπνιγαν, δακρύζοντας ακατάπαυστα ενώ προσπαθούσε κάπου να εστιάσει.

«Κοίταξε με...» συνέχισα με την ίδια ένταση και μόλις η μάτια της καρφώθηκε στην δική μου, πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Έντουαρντ;» ρώτησε χωρίς να πιστεύει ότι είμαι εγώ πραγματικά και πριν προλάβω να απαντήσω έπεσε απάνω μου τόσο άτσαλα τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου που χρειάστηκε να βάλω γρήγορα τα χέρια μου πάνω στο στρώμα για να κρατήσω αντίσταση ώστε να μην με παρασύρει μαζί της και κοπανήσω το κεφάλι μου πάνω στο κρεβάτι.

«Ήταν τόσο τρομακτικό» έλεγε ξανά και ξανά ενώ δεν σταμάταγε να κλαίει και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να την σταματήσω... Δεν μου είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο.

«Ηρέμησε, ήταν μόνο ένα όνειρο» προσπάθησα ενώ με απαλές κινήσεις ανασήκωσα το σώμα μου και εκείνη χωρίς να ξεκολλάει από πάνω μου,  με ακολούθησε.

«Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα... Πνιγόμουνα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα» έλεγε απαρηγόρητη και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου,  τελικά πήρα την απόφαση και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα της για να την καθησυχάσω.

«Ήταν μόνο ένα όνειρο... Προσπάθησε να ηρεμήσεις» είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και εκείνη κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά, ταυτόχρονα σκούπιζε και τις μύξες της πάνω στον ώμους και δεν είχα ιδέα πως να αντιδράσω... Δεν είχα χειρότερο αλλά τελικά αποφάσισα να παραμείνω ακίνητος για να της δώσω τον χρόνο που χρειάζεται να επανέλθει και κοίταξα για μια στιγμή τον Φλικ ενώ το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει γρήγορα... Δεν πρέπει να είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό,  ήμουν πλέον σίγουρος γι αυτό, αλλά πως κατάλαβε ο Φλικ ότι βλέπει εφιάλτη πριν εκείνη ξεκινήσει να ουρλιάζει;... Δεν βγάζω άκρη και σίγουρα δεν θα σταματήσω να το λέω... Αυτό το σκυλί απλά δεν υπάρχει και ποτέ δεν θα σταματήσει να με εκπλήσσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA