Βγαίνοντας από το εστιατόριο ένα εντυπωσιακό ασημί διθέσιο αμάξι μας περίμενε στην είσοδο και τον κοίταξα με περιέργεια.
«Αυτό είναι το αμάξι σας;» ρώτησα τρομοκρατημένη.
«Σας αρέσει;» ρώτησε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Περισσότερο θα έλεγα ότι με τρομοκρατεί... Πόσο γρήγορα πάει;» ρώτησα με αγωνία και εκείνος χαμογέλασε πλατιά την στιγμή που ένας κύριος άνοιγε την πόρτα για μένα.
«Η κανονική του τελική ταχύτητα αγγίζει τα 320 χ.α.ω. αλλά μην φοβάστε είμαι καλός οδηγός»
«Είμαι σίγουρη γι αυτό» μουρμούρισα μέσα από την αναπνοή μου την στιγμή που με βοήθησε να μπω και με κοίταξε με περιέργεια... αλλά δεν το επανέλαβα και την στιγμή που έκλεισε την πόρτα μου έκανε τον γύρω του αυτοκινήτου και ήρθε και έκατσε δίπλα μου.
Η μηχανή ήταν ήδη αναμμένη αλλά δεν ακουγόταν τίποτα και μόλις έβαλε πρώτη και ξεκίνησε αναπήδησα από το ξάφνιασμα και με κοίταξε με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο.
«Βάλτε ζώνη... δεν θέλω να σας χάσω τώρα που σας βρήκα» είπε και αναστέναξα την στιγμή που γύρισα για να πιάσω την ζώνη μου.
Μόλις την ασφάλισα τον κοίταξα με περιέργεια.
«Εσείς δεν θα φορέσετε ζώνη;» ρώτησα και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά την στιγμή που έλεγχε τον δρόμο πριν βγει από το χώρο του εστιατορίου... «Μπορώ να ρωτήσω το γιατί;»
«Μου αρέσει να ζω στην κόψη του ξυραφιού» είπε και πατώντας το γκάζι τα είδα όλα και πιάστηκα από όπου μπορούσα για να κρατηθώ με την καρδιά μου να καλπάζει από το φόβο που μου προκάλεσε η ταχύτητα.
«Δεν είσαστε λάτρης της αδρεναλίνης» σχολίασε διασκεδάζοντας το και τον κοίταξα άγρια.
«Προτιμώ την ήσυχη ζωή» του πέταξα και ανασήκωσε το ένα του φρύδι ενώ με κοίταξε.
«Τον δρόμο» τσίριξα και άρχισε να γελάει δυνατά.
«Τι τον δρόμο;» ρώτησε πειράζοντας με και κλείνοντας τα μάτια μου με τα χέρια μου σχεδόν ούρλιαξα.
«Για τον θεό... κοιτάξτε τον δρόμο όχι εμένα» κλαψούρισα και χαϊδεύοντας παρηγορητικά το χέρι μου με ανάγκασε να τα βγάλω από το πρόσωπο μου.
«Μην ανησυχείτε... μπορεί να ζω στην κόψη του ξυραφιού αλλά ποτέ δεν θα έβαζα την ζωή σας σε κίνδυνο» είπε πολύ σοβαρός εννοώντας την κάθε λέξη που έλεγε και αφήνοντας την ανάσα που κράταγα για λίγο έμεινα αναποφάσιστη για το που πρέπει να κοιτάξω... Η ευθεία με τρομοκρατούσε... όταν κοίταξα έξω από το πλαϊνό παράθυρο όλα τρέχανε τόσο γρήγορα που μου προκαλούσε ναυτία... οπότε αποφάσισα να κοιτάξω τα χέρια μου ελπίζοντας να καταπολεμήσω όλον αυτόν τον φόβο που ένιωθα και να μην κάνω καμία βλακεία και αρχίσω να ξερνάω... Ευτυχώς που δεν είχα και τίποτα να βγάλω... να και κάπου που έκανε καλό το ότι δεν έφαγα τίποτα.
«Μπορείτε να μου αποσπάσετε την προσοχή;» παρακάλεσα με την ανάσα μου να βγαίνει με δυσκολία.
«Να σας αποσπάσω την προσοχή πως;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω πείτε κάτι... οτιδήποτε» παρακάλεσα πιάνοντας το στήθος μου νιώθοντας το οξυγόνο μου να λιγοστεύει και εκείνος πατώντας ένα κουμπί άνοιξε το παράθυρο μου λίγο και αμέσως κόλλησα το πρόσωπο μου πάνω στο τζάμι και άρχισα άπληστα να ρουφώ το αέρα που έμπαινε από αυτό κλείνοντας τα μάτια μου, αφήνοντας τον αέρα που μαστίγωνε το πρόσωπο μου ελπίζοντας αυτό να φτάσει για να με κατευνάσει.
«Νιώθετε καλύτερα;» ρώτησε με πραγματική αγωνία και γυρίζοντας ξαφνιασμένη προς το μέρος του κατένευσα ενώ αμέσως γύρισα ξανά το πρόσωπο μου προς το ανοιχτό παράθυρο και ένιωσα να ελαττώνει ταχύτητα.
«Συγνώμη αλλά είναι αδάμαστο... δεν μπορώ να πάω με λιγότερα χιλιόμετρα» είπε απολογητικά;... κοροϊδευτικά;... θα σας γελάσω.
«Τι είναι;»
«Εννοείτε το αυτοκίνητο;...» ρώτησε και κατένευσα... «Porsche 918 Spyder» απάντησε απλά και πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα.
«Α» κατάφερα μόνο να πω άτονα γιατί πραγματικά λίγο με ένοιαζε... απλά ήθελα μόνο να συνεχίζει να μιλά για να με κάνει να ξεχαστώ έστω και για λίγο... «Συγνώμη αλλά πριν δεν οδηγούσατε άλλο αυτοκίνητο;» ρώτησα θυμούμενη εκείνο τέρας που κόντεψα εξαιτίας του να σκοτωθώ λόγο του ότι ήταν πολύ ψηλό για μένα.
«Μμμχχχμμμ» απάντησε και δεν άντεξα άλλο.
«Έλεος... τόση ώρα που παρακαλούσα να το βουλώσετε δεν βάζατε γλώσσα μέσα σας και τώρα που έχω ανάγκη να μιλήσετε για να μου αποσπάσετε την προσοχή το μόνο που έχετε να απαντήσετε είναι ένα ξερό... μμμχχχμμμ;» αναφώνησα και κόλλησα για άλλη μια φορά το πρόσωπο μου πάνω στο τζάμι ελπίζοντας ο αέρας που χτύπαγε με δύναμη το πρόσωπο μου να με ηρεμήσει και ακούγοντας το σιγανό του γέλιο έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να ανασυγκροτηθώ πριν αρχίσω να ουρλιάζω από την αγανάκτηση που ένιωθα μέσα μου.
«Φτάσαμε» δήλωσε κόβοντας ταχύτητα και κοίταξα γύρω μου με περιέργεια... Δεν είχα ιδέα που βρισκόμασταν και την στιγμή που τον κοίταξα με απορία συνέχισε... «Έχω μια δουλειά πριν γυρίσουμε σπίτι... Ελπίζω να μην σας ενοχλεί αυτή η μικρή μας παράκαμψη... Υπόσχομαι να μην καθυστερήσουμε πολύ» είπε και σμίγοντας τα φρύδια μου κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου... Τσιμπώντας τρυφερά με τον δείκτη του και τον αντίχειρα του το σαγόνι μου, μου χαμογέλασε με το σαγηνευτικό του χαμόγελο και η καρδιά μου που ήδη έτρεχε με χίλια άρχισε να καλπάζει πιο ζωηρά αλλά πριν προλάβω να κάνω δεύτερη σκέψη η πόρτα μου άνοιξε... Γύρισα προς το μέρος της ξαφνιασμένη και μόλις συνειδητοποίησα ότι είχα την ευκαιρία να βγω επιτέλους από αυτήν την σκοτώστρα έκανα την κίνηση να βγω βιαστικά αλλά η ζώνη ασφαλείας που είχα ξεχάσει τελείως ότι φορούσα με καθήλωσε στην θέση μου... Έπιασα το κεφάλι μου με απελπισία και εκείνος απασφαλίζοντας την με κοίταξε χαμογελαστά.
«Η ζώνη σας» διευκρίνισε καθώς πέρναγε το χέρι του γύρω από το σώμα μου για να την βάλει στην θέση της και έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτώ.
Ήταν τόσο κοντά μου που ένιωθα την θερμότητα του να με κυκλώνει και το σώμα μου ακόμα και με αυτήν την πιο ανεπαίσθητη επαφή αντέδρασε και άρχισε να τρέμει... Η ανάσα του χάιδευε το πρόσωπο μου και τα χείλια του ήταν τόσο κοντά στα δικά μου που ένιωθα ότι σχεδόν τα ακουμπούσαν... Η ανάσα μου κόπηκε στην μέση και εκεί που νόμιζα ότι ήταν έτοιμος να με φιλήσει τα λόγια του με επανέφεραν στην πραγματικότητα.
«Δεν θα βγείτε;» ρώτησε και πετάρισα τα μάτια μου αποπροσανατολισμένα.
«Μμμ;» ρώτησα και κοίταξα για λίγο γύρω μου και τότε συνειδητοποίησα ότι ο κύριος που άνοιξε την πόρτα μου με μια τεράστια ομπρέλα ακόμα περίμενε για να με βοηθήσει να βγω από το αμάξι και κοίταξα τον δρόμο με περιέργεια... «Πότε άρχισε να βρέχει;» εξωτερίκευσα την σκέψη μου και εκείνος γέλασε και πάλι σιγανά.
«Λίγο μετά που φύγαμε» απάντησε και τον κοίταξα ξαφνιασμένη.
«Δεν το κατάλαβα» είπα ντροπιασμένα και περνώντας την γλώσσα του από τα χείλια του καθάρισε τον λαιμό του και κοίταξε ξανά προς τον κύριο που είχε ξεροσταλιάσει έξω από την πόρτα μου... «Ναι... συγνώμη» είπα απολογητικά και γυρίζοντας το σώμα μου στο πλάι έβγαλα το ένα μου πόδι έξω από το αυτοκίνητο.
Δίνοντας μου το χέρι του, ο κύριος που με περίμενε με βοήθησε να βγω από το αυτοκίνητο αλλά μέχρι να ισιώσω το κορμί μου και να σταθεροποιηθώ στα απαίσια ψηλοτάκουνα που με είχαν ήδη πεθάνει... ο κύριος Κάλλεν ήταν ήδη δίπλα μου και πιάνοντας με από την μέση κοίταξε τον κύριο με την ομπρέλα επιβλητικά σχεδόν εκνευρισμένα και τον αποδέσμευσε με ένα σκληρό... «Σε ευχαριστώ» και κρατώντας την ομπρέλα με βοήθησε να διανύσω την απόσταση από το αυτοκίνητο μέχρι το σκέπαστρο που υπήρχε μπροστά μας.
Δίνοντας μου το χέρι του, ο κύριος που με περίμενε με βοήθησε να βγω από το αυτοκίνητο αλλά μέχρι να ισιώσω το κορμί μου και να σταθεροποιηθώ στα απαίσια ψηλοτάκουνα που με είχαν ήδη πεθάνει... ο κύριος Κάλλεν ήταν ήδη δίπλα μου και πιάνοντας με από την μέση κοίταξε τον κύριο με την ομπρέλα επιβλητικά σχεδόν εκνευρισμένα και τον αποδέσμευσε με ένα σκληρό... «Σε ευχαριστώ» και κρατώντας την ομπρέλα με βοήθησε να διανύσω την απόσταση από το αυτοκίνητο μέχρι το σκέπαστρο που υπήρχε μπροστά μας.
Δίνοντας την ομπρέλα σε έναν άλλον κύριο που περίμενε εκεί ακίνητος σαν άγαλμα συνέχισε να με παρασέρνει προς την κεντρική είσοδο και μόλις μπήκαμε μέσα με κοίταξε με ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο.
«Καλωσορίσατε στον κόσμο μου» είπε απαλά στο αυτί μου με την φωνή του να είναι ένας ψίθυρος που σχεδόν δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε... η αίσθηση της ανάσας του μέσα στο αυτί μου ήταν τόσο αισθησιακή που με έκανε να ξεχνώ σχεδόν τα πάντα αλλά κοιτώντας για λίγο γύρω μου κατάλαβα το τι εννοούσε.
Με είχε φέρει σε μια γκαλερί που υπήρχε πάρα πολύς κόσμος να πηγαινοέρχεται με ένα ποτήρι στο χέρι και να κοιτά τους τεράστιους πίνακες που υπήρχαν σε όλους τους τοίχους γύρω μας... Όλοι ήταν τόσο κομψά ντυμένοι που εδώ ο πλούτος και η αρχοντιά δεν κρυβόταν.
Άρχισε ξανά να περπατά προς την μέση της αίθουσας και μόλις φτάσαμε σε ένα σημείο που είχε ένα διθέσιο απλό αλλά τόσο εντυπωσιακό κάθισμα εκείνος σταμάτησε και με κοίταξε σταθερά στα μάτια.
«Θα χρειαστεί να σας αφήσω για λίγο μόνη σας... προσπαθήστε να μην κάνετε καμία ζημιά όσο λείπω» είπε επιβλητικά δίνοντας μου να καταλάβω ότι δεν έπαιζε με αυτό το θέμα ιδίως στο μέρος που βρισκόμασταν... και εγώ κατένευσα ενώ ένιωθα να κοκκινίζω.
«Μπορώ να κάτσω γιατί τα παπούτσια με έχουν πεθάνει;» είπα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου και εκείνος μου χαμογέλασε ξανά με ένα ευγενικό χαμόγελο.
«Φυσικά...» είπε και κοιτάζοντας για λίγο γύρω του, μόλις είδε ένα γκαρσόνι να περνάει από δίπλα του τον σταμάτησε και παίρνοντας ένα ποτήρι από τον δίσκο που κρατούσε, μου το πρόσφερε καθώς συμπλήρωνε... «Πιείτε το θα σας βοηθήσει να χαλαρώσετε λίγο αλλά προσπάθησε να μην το πιείτε γρήγορα γιατί θα σας ζαλίσει» είπε κάπως αυστηρά και τον κοίταξα με περιέργεια την στιγμή που το κράταγα στο χέρι μου.
«Τι είναι;»
«Perrier Jouet Belle Epoque Blanc de Blanc» απάντησε και τον κοίταξα σαν χαζή... Τι ακριβώς σημαίνει τώρα αυτό; Αναρωτήθηκα αλλά δεν τον ρώτησα... Αρκετά ρεζίλι είχα γίνει ήδη για μια μέρα... οπότε σκέφτηκα να μην ζορίσω άλλο την τύχη μου... Κατένευσα και εκείνος με βοήθησε να καθίσω αλλά πριν φύγει συμπλήρωσε με τραχιά φωνή ψιθυρίζοντας μέσα στο αυτί μου.
«Μην ξεχάσετε ότι δεν ανέχομαι να αγγίζει κανείς ότι μου ανήκει... Πάρτε το σαν προειδοποίηση» είπε και έμεινα σοκαρισμένη χωρίς ανάσα γουρλώνοντας τα μάτια μου ενώ στο στόμα μου έμεινα διάπλατα ανοιχτό και την στιγμή που εκείνος απομάκρυνε το πρόσωπο του από το δικό μου... κούνησε το κεφάλι του αρνητικά απογοητευμένος και κλείνοντας το στόμα μου με το χέρι του γύρισε και άρχισε να προχωράει προς το εσωτερικό της αίθουσας και τότε μόνο παρατήρησα ότι στην πλάτη του είχε έναν περίεργο πλαστικό μεγάλο κύλινδρο σαν αυτό που έχουν οι αρχιτέκτονες για να βάζουν μέσα τα σχέδια τους.
Τι περίεργος άνθρωπος... Πως τολμά να με απειλεί;... Και από που και ως που στην τελικά με θεωρεί κτήμα του;... σκέφτηκα νευριασμένη και κοίταξα το ποτήρι μου και αναστέναξα... Γαμώτο μου πως σκατά θα ξεφύγω από όλη αυτήν την κατάσταση;... Αν έφευγα τώρα πως θα το έπαιρνε;... Άραγε θα γύριζε να απαιτήσει το γιατί ή θα με άφηνε στην ησυχία μου όπως υποσχέθηκε;... Σκατά... δεν βγάζω άκρη μαζί του... και το χειρότερο είναι ότι με φοβίζει τόσο πολύ... Πως θα καταφέρω να ξεφύγω από όλη αυτήν την κατάσταση;;;
Μετά από δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα και με τρία Perrier να έχουν γεμίσει την άδεια μου κοιλιά, κοίταξα για πολλοστή φορά τον κόσμο γύρω μου και ένιωσα ελαφρώς να ζαλίζομαι... Άραγε τα ανθρακούχα νερά έχουν και αλκοόλ;... αναρωτήθηκα και κοίταξα με περιέργεια το σχεδόν άδειο μου ποτήρι και εκείνην την στιγμή πίσω από το ποτήρι είδα δύο περίεργα πόδια και γέλασα άθελα μου αλλά μόλις κατάλαβα ότι κάποιος είναι πράγματι μπροστά μου αναπήδησα και την στιγμή που το ποτήρι μου πετάχτηκε από τα χέρια μου εκείνος με την πιο απλή κίνηση το έπιασε στον αέρα και με κοίταξε με μια περίσσια ευγένεια στα μάτια.
«Είσαστε καλά δεσποινίς μου;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και κατένευσα ενώ κοίταξα ξανά προς τα κάτω ντροπιασμένα.
«Ναι σας ευχαριστώ... Συγνώμη σας λέρωσα;» ρώτησα και τον κοίταξα απολογητικά στα μάτια και εκείνος μου χαμογέλασε με ένα περίεργο χαμόγελο και δίνοντας το ποτήρι στο γκαρσόνι που πέρναγε από δίπλα του με κοίταξε άλλη μια φορά.
«Θα θέλατε άλλο ένα ποτήρι σαμπάνια;» ρώτησε και τον κοίταξα ξαφνιασμένη.
«Δεν είναι Perrier;» ρώτησα σοκαρισμένη και εκείνος κατένευσε.
«Perrier Jouet Belle Epoque Blanc de Blanc... μια από τις πιο ακριβές σαμπάνιες στον κόσμο» συμπλήρωσε και έπιασα το κεφάλι μου με απελπισία.
«Εγώ νόμιζα ότι ήταν ανθρακούχο νερό» είπα κάτω από την αναπνοή μου και εκείνος παίρνοντας δύο ποτήρια από τον δίσκο έκατσε δίπλα μου και μου πρόσφερε το ένα... Αυτόματα έκανα πιο πίσω αμυντικά για να δημιουργήσω απόσταση μεταξύ μας χωρίς να το καταλάβω και εκείνος συνέχισε να με κοιτά υπομονετικά.
«Φαίνεστε νευρική... είσαστε σίγουρα καλά;» ρώτησε και πάλι με περίσιο ενδιαφέρον.
«Όχι...» είπα γρήγορα χωρίς να το καταλάβω την αλήθεια και μόλις το σκέφτηκα καλύτερα έσπευσα να το σώσω... «Εεε... εννοώ ναι... σας ευχαριστώ... είμαι καλά» είπα ψέματα αλλά δεν το ξεγέλασα.
«Συγνώμη δεν θέλω να γίνω αδιάκριτος... αλλά σας παρατηρώ πάνω από μια ώρα που κάθεστε εδώ μόνη σας και δεν μπορώ να μην ρωτήσω... Έχετε έρθει μόνη σας;» ρώτησε και δαγκώνοντας νευρικά το κάτω χείλος μου τον κοίταξα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου με ένα παραπονιάρικο ύφος... Είχε περάσει πάνω από μια ώρα;;... Που στο καλό ήταν πια;... Λες να με παράτησε και να έφυγε;... Και εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω;... Χριστέ μου δεν ξέρω καν που με είχε φέρει.
«Μια τόση όμορφη δεσποινίς και σας άφησαν μόνη;... Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;... Αν σας συνόδευα εγώ πιστέψτε με δεν θα σας άφηνα ποτέ από τα ματιά μου» συνέχισε αυτός ο ενοχλητικός τύπος και κοίταξα λίγο γύρω μου για να βρω την έξοδο αλλά η φωνή του κύριου Κάλλεν που έφτασε στα αυτιά μου με έκανε αμέσως να πάρω μια ανάσα... Ποτέ μου δεν πίστευα ότι θα μπορούσα ποτέ να νιώσω ανακούφιση με την παρουσία του αλλά να που έγινε και αυτό.
«Διακόπτω κάτι;» ρώτησε με ένα ειρωνικό τόνο με τραχιά φωνή και ταυτόχρονα εγώ και ο κύριος που είχε κάτσει δίπλα μου γυρίσαμε προς την μεριά του... Πάλι καλά που δεν είχα δεχθεί το ποτό που μου είχε προσφέρει γιατί τώρα είμαι σίγουρη ότι θα είχα πετάξει το ποτήρι μου από την αναστάτωση που μου είχε προκαλέσει η καυστική του ματιά που δήλωνε ανοιχτά το πόσο εκνευρισμένος ήταν που δεν καθόμουν μόνη μου.
«Κάλλεν;... Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή;... Πως από εδώ;» ρώτησε ο κύριος που καθόταν δίπλα μου ενώ σηκώθηκε για να τον χαιρετήσει και ο κύριος Κάλλεν χωρίς να με αφήνει από την ματιά του απάντησε αγνοώντας το χέρι του επιδεικτικά.
«Δουλειές» είπε μονολεκτικά και με μια αργή κίνηση γύρισε απρόθυμα προς το μέρος του και εκείνος χαμήλωσε το χέρι του και άφησε νευρικά την ανάσα του να βγει από μέσα του ενώ ένιωσα για μια στιγμή ότι κοκκίνισε αλλά δεν ήμουν και τόσο σίγουρη γι αυτό... Πάντως φαινόταν να τον τρέμει στα σίγουρα.
«Μάλλον είναι καλό να σας αφήσω...» είπε και κοίταξε για λίγο γύρω του και ο κύριος Κάλλεν χωρίς να απαντά συνέχισε να τον κοιτά επιβλητικά με ένα καθόλου ευπρεπές ύφος... «Χάρηκα που σε ξαναείδα... ελπίζω να τα πούμε σύντομα» συνέχισε ο άλλος και χωρίς να περιμένει απάντηση την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια... Αφού τον έχασα από την οπτική μου πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα απρόθυμα προς το μέρος του με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από τον φόβο του τι έχω να αντιμετωπίσω μπροστά μου αλλά όταν τον κοίταξα μέσα στα μάτια πραγματικά ξαφνιάστηκα... Ενώ όλη του η συμπεριφορά έδειχνε πριν ότι είχε εκνευριστεί τώρα με κοίταζε υπομονετικά και τείνοντας το χέρι του προς το μέρος μου με παρότρυνε να σηκωθώ και τον κοίταξα με περιέργεια.
«Έχετε θυμώσει μαζί μου;» ρώτησα με την φωνή μου να βγαίνει ξεψυχισμένα από μέσα μου και εκείνος κοιτώντας με ακόμα υπομονετικά ψυχρά χωρίς να απαντήσει με κράτησε από το χέρι και με ανάγκασε να σηκωθώ.
«Καλύτερα να πηγαίνουμε» είπε μόνο και περνώντας το χέρι του γύρω από την μέση μου σχεδόν με έσερνε πάνω στο πάτωμα οδηγώντας με προς την έξοδο.
Δεν ήξερα τι να κάνω... αν πριν ήμουν απλά φοβισμένη τώρα είχα τρομοκρατηθεί τελείως... Δεν ήξερα ποτέ τι να περιμένω από αυτόν τον άνθρωπο και κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι δεν θα την βγάλω καθαρή... και έπρεπε να σκεφτώ κάτι γρήγορα πριν αυτό καταλήξει ακόμα πιο άσχημα.
«Μια στιγμή» τον σταμάτησα την στιγμή που με παρότρυνε να μπω ξανά μέσα στο αυτοκίνητο του και την στιγμή που με κοίταξε συνέχισα... «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να φύγω μόνη μου» είπα αποφασιστικά και έσμιξε τα φρύδια του με απορία... «Δεν μπορώ να ξαναμπώ σε αυτό το αυτοκίνητο» δήλωσα ενώ εννοούσα "δεν θέλω να πάω πουθενά μαζί σου ξανά"... αλλά δεν τολμούσα να το πω ανοιχτά... όμως ένιωσα ότι εκείνος δεν χρειαζόταν να το ακούσει για να επιβεβαιώσει ότι ακριβώς αυτό εννοούσα.
«Και πως ακριβώς σκοπεύετε να γυρίσετε από το Monterey που είμαστε στο Los Angeles και μάλιστα με τέτοιο καιρό;» ρώτησε σχεδόν κοροϊδευτικά και τον κοίταξα με έκπληξη.
«Που είμαστε;» ρώτησα ξέπνοα και εκείνος επανέλαβε με ικανοποίηση.
«Στο Monterey» επανέλαβε και κοίταξα γύρω μου με απογοήτευση... Αφήνοντας την ανάσα που κράταγα όλη αυτήν την ώρα να βγει από μέσα μου βεβιασμένα τελικά χωρίς να έχω επιλογή μπήκα στο αυτοκίνητο χωρίς να πω τίποτα άλλο και εκείνος έκλεισε την πόρτα μου και αφού έκανε το γύρω του αυτοκινήτου γρήγορα έκατσε δίπλα μου αφού πρώτα άφησε στο πορτμπαγκάζ τον ίδιο κύλινδρο που κουβάλαγε και πριν και κλείνοντας την πόρτα του έβαλε πρώτη και άρχισε να τρέχει σαν τον δαιμονισμένο μέσα στην ακατάπαυστη βροχή.
Πριν καν κάτσει δίπλα μου είχα προλάβει και είχα βάλει την ζώνη ασφαλείας μου και ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στο τζάμι έκλεισα τα μάτια μου αφήνοντας το κρύο που μου πρόσφερε να δροσίσει το πρόσωπο μου ευχόμενη να είναι αρκετό ώστε να παγώσει για λίγο το μυαλό μου ώστε να με βοηθήσει να μην σκέπτομαι αυτήν την απαίσια μέρα μέχρι να έρθει η στιγμή να γυρίσω στο σπίτι και επιτέλους να τρέξω μακριά του... αλλά η επόμενη έκπληξη που με περίμενε με έκανα ακόμα χειρότερη.
«Που πάμε;» ρώτησα μόλις είδα να πλησιάζουμε κοντά στο λόφο που ήταν το σπίτι του και τον κοίταξα νευριασμένα.
«Στο σπίτι» απάντησε απλά και αυτό με έβγαλε από τα ρούχα μου... Πως τολμάει;
«Στο σπίτι σας... εννοείτε» είπα και εκείνος παρέμεινε ανέκφραστος και ψυχρός χωρίς να πει τίποτα... «Μα δεν είπα ποτέ ότι δέχομαι την πρόταση σας» συμπλήρωσα απελπισμένα και απάντηση του με έκανε έξω φρενών.
«Υποσχεθήκατε ότι θα δοκιμάσετε» δήλωσε με μια τραχιά φωνή.
«Όχι δεν το υποσχέθηκα» επέμεινα εγώ και εκείνος με κοίταξε με ένα βλέμμα που με έκανε να αναπηδήσω από το κάθισμα μου και κολλώντας το σώμα πάνω στην πόρτα τον κοίταξα τρομοκρατημένη.
«Κάνετε πίσω;» ρώτησε μέσα από τα δόντια του χωρίς να αλλάζει καθόλου την έκφραση του και ένιωσα την ανάσα μου αν χάνεται.
«Τι πρέπει να κάνω για να σας πείσω ότι δεν ενδιαφέρομαι;» ρώτησα με τρεμάμενη φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου με το σώμα μου να τρέμει ενώ τα δάκρυα μου είχαν ήδη αρχίσει να μουσκεύουν το πρόσωπο μου.
«Τίποτα... είναι πολύ αργά πια γι αυτό... άλλωστε φτάσαμε» δήλωσε και στρίβοντας προς την πύλη του σπιτιού του εκείνη άνοιξε και κάνοντας τον γύρω του σπιτιού του έβαλε το αμάξι μέσα σε ένα τεράστιο κλειστό γκαράζ και την στιγμή που η ανοιγμένη πόρτα έκλεισε και σφράγισε ένιωσα να με πιάνει ασφυξία.
Εκείνος σβήνοντας την μηχανή του γύρισε ξανά προς την μεριά μου και με ένα ψυχρό βλέμμα συμπλήρωσε... «Η πόρτα που οδηγεί έξω από το σπίτι είναι αυτή που είναι απέναντι σας... Η πόρτα που οδηγεί μέσα στο σπίτι είναι αυτή που είναι πίσω σας... Διαλέξτε την σωστή» είπε και ανοίγοντας την πόρτα του έφυγε και με άφησε μόνη μου να κοιτώ το κενό... Πάει καλά;;;... Σίγουρα όχι... αυτό δεν χωράει πια αμφιβολία.
Εκείνος σβήνοντας την μηχανή του γύρισε ξανά προς την μεριά μου και με ένα ψυχρό βλέμμα συμπλήρωσε... «Η πόρτα που οδηγεί έξω από το σπίτι είναι αυτή που είναι απέναντι σας... Η πόρτα που οδηγεί μέσα στο σπίτι είναι αυτή που είναι πίσω σας... Διαλέξτε την σωστή» είπε και ανοίγοντας την πόρτα του έφυγε και με άφησε μόνη μου να κοιτώ το κενό... Πάει καλά;;;... Σίγουρα όχι... αυτό δεν χωράει πια αμφιβολία.
2 σχόλια:
γενικα οι μπελες σου μου σπανε τα νευρα γιατι ειναι παντα ακραιεσ, ειτε το μαγκακι που δεν σηκωνει μυγα στο σπαθι του, ειτε το ταπεινο και ανυπερασπιστο, η φλογερη σε θελω τωρα βγαλε μου τα ματια εξω ή η αγνη και ασπιλη με μονο σταθερο δεν ξερουν τι τους γινετε και οχι δεν προτρεχω απλα κανω παρατηρησεις με τα μεχρι τωρα δεδομενα...
Υ.Γ: αισχυνη και ονειδος στους παραγωγους του βιντεο κλιπ του it'll rain που αμαν εκανες να καταλαβεις οτι ειναι σαουντ τρακ του breaking dawn μην μιλησω για τις φημες που κυκλοφορουσαν στο breakingdawnmovie.org για αποκλειστικη σκηνη στο βιντεο κλιπ που φυσικα διαψευστικαν...
Ααααααααααχχχχχχχ την απηγαγε !Τι ρομαντικο !!!!!!! Αλλα γιατι την αφησε μονη στο τελος ?! Μμμμ...ξενερωσα τωρα...
Δημοσίευση σχολίου