My heart belong' s to you 2. Η καρδιά μου σου ανήκει
Οι επόμενες μέρες που περάσαν ήταν κάπως περίεργες... απο την μια η Ρόζαλη να μην με αφήνει απο τα μάτια της λες και είχε καταλάβει τα πάντα... απο την άλλη ο Έντουαρντ κάθε μέρα να είναι πιο νευριασμένος... με είχαν βάλει στην μέση και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω.
Ένα απόγευμα εκεί που προχωρούσα ανέμελη προς το ποτάμι για να ηρεμήσω άκουσα γρήγορους καλπασμούς να με πλησιάζουν και την στιγμή που γύρισα την ματιά μου για να δω ποιος με πλησιάζει είδα ένα άλογο να έρχεται καταπάνω μου και σάστισα πριν καταλάβω ποιος το ιππεύει... βγάζοντας μια κραυγή πήγα να το αποφύγω αλλά ένα χέρι τυλίχτηκε στην μέση μου και με έκανε να ανέβω στο άλογο... ούρλιαζα απο την σύγχυση και τον φόβο αλλά τα χείλια που χάιδευαν τον λαιμό σε συνδυασμό το υπέροχο άρωμα του με έκαναν να ηρεμήσω απότομα... ένιωθα τόσο ασφάλεια κοντά του.
Για μια στιγμή υπήρχε αμηχανία και απο τις δύο πλευρές... η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει... η ματιά του που αιχμαλώτιζε που και που την δική μου με έκανε να ξεχνώ όλα τα άλλα, αλλά όταν συνειδητοποίησα το πόσο ξεμακρέναμε απο το σπίτι, απότομα συνήλθα και άρχισα να βρίσκω τα λογικά μου.
«που με πας?» απαίτησα νευριασμένη
«σε απαγάγω» είπε παιχνιδιάρικα και αυτό με εκνεύρισε περισσότερο
«με ποιο δικαίωμα»
«αφού δεν παίρνεις την απόφαση να ορίσεις το ραντεβού μας... σκέφτηκα να το κάνω εγώ για σένα»
«πρέπει να με γυρίσεις πίσω... φώναξα και γέλασε... θα αρχίσουν να με ψάχνουν» συνέχισα απελπισμένη
«δεν νομίζω... εσύ βγήκες μια βόλτα... και εγώ έβγαλα το άλογο για να ξεπιαστεί... για την επόμενη μια ώρα κανείς δεν θα μας ενοχλήσει»
«είσαι σίγουρα τρελός» του πέταξα και αμέσως σοβάρεψε
«μμμχχχμμμ... μόνο για σένα» είπε και βύθισε την ματιά του στην δική μου για να μου δείξει το πόσο το εννοούσε και πήρα μια κοφτή ανάσα.
Όταν φτάσαμε σε ένα ξέφωτο το άλογο άρχισε να πηγαίνει πιο αργά και κοίταξα γύρω μου... μπροστά απο μια τεράστια λίμνη υπήρχε ένα ξεχασμένο παλιό σπίτι που ήταν έτοιμο να καταρρεύσει και τον κοίταξα με απορία.
Εκείνος δεν είπε τίποτα... σταμάτησε το άλογο μπροστά απο ένα τεράστιο δέντρο που πλαισίωνε το σπίτι και με απαλή κίνηση με άφησε να κατέβω απο το άλογο συγκρατώντας με γερά για να μην πέσω... όταν κατέβηκε απο το άλογο το έδεσε στο τεράστιο δέντρο και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.
«αυτό είναι το ραντεβού που ονειρευόσουν... του είπε ειρωνικά δείχνοντας το σπίτι και γέλασα δυνατά... να με φέρεις σε ένα ερείπιο?» συνέχισα και γέλασα με περισσότερα τρανταχτά γέλια
«αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε ερειπωμένο σπίτι» είπε σοβαρά χωρίς να τον ενοχλεί το γέλιο μου
«ναι σωστά είναι το σπίτι των πνευμάτων και με έφερες εδώ για να κάνουμε παρέα με τα φαντάσματα για να με εντυπωσιάσεις» συνέχισα και γέλασε και εκείνος δυνατά
«έλα θα σου δείξω» είπε και με πήρε απο το χέρι
«εεεεε, που με πας? Και αν μας πέσει τίποτα στο κεφάλι?»
«μου έχεις εμπιστοσύνη?»
«όχι» του πέταξα και γέλασε με το στραβό του χαμόγελο που τόσο λάτρευα και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο και αμέσως άρχισε να καλπάζει πιο ζωηρά.
«ψεύτρα» είπε και άρχισε να με σέρνει προς το εσωτερικό του σπιτιού
«ψεύτρα εγώ? Πως τολμάς» του είπα έξαλλη αλλά μόλις άνοιξε την πόρτα και είδα το εσωτερικό του σπιτιού για λίγο πάγωσα.
Ήταν ένα ερείπιο αλλά ακόμα και έτσι ήταν τόσο εντυπωσιακό... για κάποιον λόγο σου έδινε έναν αέρα ζεστασιάς και αγάπης... το εσωτερικό ήταν σχεδόν άδειο αλλά και τόσο γεμάτο απο συναισθήματα που με συγκλόνισε.
«σου αρέσει?» με ρώτησε και γύρισα προς την μεριά του... τα χείλια του ήταν τόσο κοντά στα δικά μου που με μαγνήτιζαν... πετάρισα τα μάτια μου και γύρισα πάλι να κοιτάξω προς το σπίτι και απλός κούνησα το κεφάλι μου χωρίς να καταφέρω να βγάλω μιλιά.
Προχώρησα προς το εσωτερικό του και ένιωσα σαν να ζούσα απο πάντα εδώ... ένα περίεργο συναίσθημα πλημμύρισε τις αισθήσεις μου και πήρα μια βαθιά ανάσα... τα χέρια του βρέθηκαν στους ώμους μου και το πρόσωπο του πλησίασε πιο κοντά μου και τα χείλια του βρέθηκαν πάνω στο αυτί μου και ανατρίχιασα.
«κάποτε θα γίνει δικό μου» ψιθύρισε στο αυτί μου και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί
«αλήθεια» θέλησα να τον πειράξω αλλά δεν τον έπειθα πια,εκείνος είχε παρατηρήσει το τρέμουλο μου και με γύρισε προς το μέρος του... με το απαλό του χέρι απομάκρυνε τα μαλλιά απο το πρόσωπο μου και η ματιά του αιχμαλώτισε την δικιά μου.
«αλήθεια... είναι η φυτεία Γουίνδσορ...φτιάχτηκε το 1772... ο Φράνσις Μάριον έκανε πρόταση γάμου στη γυναίκα του εδώ... και έζησαν όλες τις στιγμές αγάπης και πάθους μέσα σε αυτό το σπίτι... απο την ημέρα που το είδα και έμαθα την ιστορία του το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι θέλω να το αποκτήσω και να ζήσω εδώ μέσα τον έρωτα της ζωής μου... με σένα» τελείωσε την πρόταση του και έμεινα για μια στιγμή να τον κοιτώ άφωνη.
«μέσα σε ένα ερειπωμένο σπίτι?... τον πείραξα και γέλασε... φαντάζεσαι να με κλείσεις για το υπόλοιπο της ζωής μου εδώ μέσα?»
«σίγουρα θέλει πολύ δουλειά αλλά κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό και μετά θα μπορούμε να το απολαύσουμε» συνέχισε σοβαρά.
«μμμ... είπα μόνο βάζοντας το χέρι μου πάνω στο σαγόνι μου και αφού απομακρύνθηκα απο κοντά του άρχισα να κοιτάω τον γύρω χώρο... σε αυτήν την περίπτωση τότε... συνέχισα το πείραγμα μου για να αλλάξω την ατμόσφαιρα που είχε αρχίσει να με κάνει νευρική... Θέλω ένα λευκό σπίτι με μπλε παντζούρια...κι ένα δωμάτιο με θέα για στούντιο ώστε να ζωγραφίζω»
«ζωγραφίζεις?... με ρώτησε με απορία και ανασήκωσα τους ώμους μου... ωραία λοιπόν, τίποτα άλλο?»
«σίγουρα μια μεγάλη βεράντα γύρω απ' όλο το σπίτι... συνέχισα σκεπτική... όπου θα πίνουμε τσάι και θα βλέπουμε το σούρουπο»
«αυτό είναι μια υπέροχη σκέψη... συνέχισε σοβαρός αφήνοντας να φανεί η χαρά που ένιωθε μέσα του... οπότε είμαστε σύμφωνοι?»
«για ποιο πράγμα?»
«εγώ θα φτιάξω το σπίτι... και εσύ θα γυρίσεις για να μείνεις εδώ» είπε ανάλαφρα και με πλησίασε.
«θα πρέπει να το αγοράσεις πρώτα»
«δεν μου απαντάς» επέμενε και ξεφύσησα
«εντάξει λοιπόν... είμαστε σύμφωνοι» του είπα και του έτεινα το χέρι μου μπροστά και με κοίταξε με σοβαρό ύφος δηλώνοντας μου ότι πραγματικά το εννοεί.
«το υπόσχεσαι?»
«το υπόσχομαι» του απάντησα στο ίδιο ύφος και σβήνοντας την απόσταση που μας χώριζε με διστακτικές κινήσεις με έκλεισε στην αγκαλιά του κοιτώντας με πάντα μέσα στα μάτια για να βλέπεις τις αντιδράσεις μου... η καρδιά μου κάλπαζε σαν τρελή και εκείνος έσκυψε αργά το πρόσωπο του πάνω στο δικό μου και την στιγμή που ένωσε τα χείλια μας ένιωσα την απόλυτη πληρότητα.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του και αφέθηκα σε αυτήν την πρωτόγνωρη για μένα αίσθηση... το φιλί του γλυκό και τρυφερό έκανε όλο μου το κορμί να τρέμη... τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του δήλωναν το πόσο πολύ τον ποθούσα και εκείνος άφησε ένα βογκητό να του ξεφύγει και η ανάσα του χάιδεψε απαλά το πρόσωπο μου και έστειλε κύματα ηλεκτρισμού σε όλο μου το κορμί.
«πρέπει να φύγω... είπα παραπονιάρικα απρόθυμη να φύγω απο την ζεστή του αγκαλιά και εκείνος κατένευσε... αλλά έχω υποσχεθεί ότι θα γυρίσω... του είπα με βαθιά φωνή και με κοίταξε μέσα στα μάτια... και σκοπεύω να τηρήσω την υπόσχεση μου» του είπα σοβαρά και σηκώνοντας με στον αέρα μου έδωσε άλλο ένα βαθύ φιλί που με έκανε να νιώσω ότι πετάω ψηλά...
Οι υπόλοιπες βδομάδες που πέρασαν ήταν οι ποιο ευτυχισμένες της ζωής μου... όλοι μέρα κοιτιόμασταν απο μακριά για να μην μας καταλάβει κανείς και κάθε βράδυ βρισκόμασταν στην λίμνη σφιχταγκαλιασμένοι να μιλάμε για τα πάντα, κάνοντας όνειρα για την κοινή μας ζωή... μακριά απο όλους και απο όλα.
Δεν είχαμε αυταπάτες ξέραμε καλά και οι δύο ότι θα ήταν δύσκολα τα πράγματα για μας αλλά η αγάπη μας ήταν τόσο δυνατή που δεν μας φόβιζε τίποτα... θα βάζαμε όλο μας το είναι και θα ξεπερνάγαμε κάθε εμπόδιο που θα βρισκόταν στον δρόμο μας προκειμένου να εκπληρώσουμε το μεγάλο μας όνειρο και όταν το σπίτι θα ήταν έτοιμο τότε θα μέναμε για πάντα μαζί αγνοώντας όλους τους άλλους που θα πήγαιναν κόντρα σε αυτό που εμείς θέλαμε περισσότερο... να ήμαστε ο ένας για τον άλλον.
Είχε μείνει μια βδομάδα και όλα τα όμορφα βράδια θα τελείωναν... κοίταζα το ολόγιομο φεγγάρι που λαμπύριζε και φώτιζε την μεγάλη λίμνη και ξαφνικά μελαγχόλησα... ο Έντουαρντ ήταν ξαπλωμένος πάνω στην μεγάλη κουβέρτα που έφερνε για να μην λερωνόμαστε απο την άμμο και εγώ καθόμουν με τα πόδια να ακουμπούν στο στήθος μου δίπλα του... είχα αγκαλιάσει τα πόδια μου και είχα αφήσει το σαγόνι μου να ακουμπήσει πάνω στα χέρια μου κοιτώντας πέρα μακριά...
Τα χέρια του απαλά πάνω στον ώμο μου απομάκρυναν τα βρεγμένα μου μαλλιά και τα χείλια του χάιδευαν τόσο απαλά τον ώμο μου που αμέσως ανατρίχιασα.
«τι σκέφτεσαι» με ρώτησε με βαθιά φωνή και γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος του για να αντικρίσω την ματιά του και δεν χρειάστηκε καμία λέξη για να εκφράσει τι είχα μέσα στις σκέψεις μου... με ήξερε τόσο καλά, όπως και εγώ, που τις περισσότερες φορές τα μάτια μας μιλάγανε για μας.
Έβαλε ήρεμα το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου και με τράβηξε κοντά του... άφησα την γλυκιά του ανάσα να τυλίξει τις αισθήσεις μου και ένας αναστεναγμός βγήκε απο μέσα μου βεβιασμένα... η καρδιά του στο στήθος του χτυπούσε τόσο γρήγορα που μου έκανε ξεκάθαρο το πόσο το πονούσαν και εκείνον οι ίδιες σκέψεις.
«υποσχέθηκες» είπε μόνο μέσα στην σιωπή και σήκωσα τα μάτια μου για να τον αντικρίσω.
Έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο του και τα χείλια του βρέθηκα αμέσως πάνω στα δικά μου... το φιλί του τόσο τρυφερό μου έστελνε κύματα ηλεκτρισμού σε όλο μου το κορμί και με έκανε να τρέμω, όμως σήμερα έτρεμε και το δικό του κορμί και με έκανε να καταλάβω όλον του τον πόνο... όλην του την αγωνία για το αύριο που ήταν τόσο κοντά.
«την ημέρα που το σπίτι θα είναι έτοιμο» του απάντησα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα με φίλησε με περισσότερο πάθος και ανταποκρίθηκα με όλην μου την ψυχή... με αργή κίνηση με έγειρε πάνω στην κουβέρτα και κλείδωσα τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του για να μην με αφήσει.
Η γλώσσα του μέσα στο στόμα μου με έκανα να χάνω την αίσθηση του χρόνου και του χώρου και τα χέρια μου με δική τους πρωτοβουλία άρχισαν να εξερευνούν το υπέροχο κορμί του... άφησε να του ξεφύγει ένα βογκητό και με μια αυτόματη αντίδραση καταλαβαίνοντας ότι είχαμε ξεπεράσει τα όρια προσπάθησε να σηκωθεί για να ξαναβρεί την αυτοσυγκράτηση του αλλά εγώ δεν τον άφησα και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«κάνε με δικιά σου» τον παρακάλεσα με βαθιά φωνή και μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο σμίγοντας τα φρύδια του.
«είσαι σίγουρη?... δεν θέλω να το μετανιώσεις» μου είπε μαλακά και ένιωσα την καρδιά του να καλπάζει μέσα στο στήθος του.
«η καρδιά μου σου ανήκει απο την πρώτη στιγμή που σε είδα... θέλω να σου ανήκει και το κορμί μου» του είπα με παράπονο και άρχισα να αναπνέω πιο γρήγορα απο την αγωνία μου.
«και η δική μου καρδιά σου ανήκει... πάντα θα σου ανήκει και πάντα θα σε περιμένει να γυρίσεις» είπε με πνιγμένη φωνή και μου χάρισε το πιο υπέροχο φιλί που είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου.
Τα χέρια του τρεμάμενα πάνω στον ώμο μου κατέβαζαν την τιράντα του σουτιέν μου και τα χείλια του ακολουθούσαν την πορεία που διέγραφε το χέρι του πάνω στο σώμα μου... το σώμα μου έτρεμε απο την επιθυμία και χωρίς να το καταλάβω ένα βογκητό βγήκε απο μέσα μου και έσπασε την απόλυτη σιωπή.
Αυτό του έδωσε περισσότερο κουράγιο και άρχισε να κάνει τα φιλιά του πιο παθιασμένα και το σώμα μου σε κάθε του άγγιγμά και σε κάθε του φιλί αντιδρούσε και έπαιρνε φωτιά... όταν τα χέρια του παραμέρισαν το ύφασμα πάνω απο το στήθος μου ένιωσα όλο μου το σώμα να τραντάζετε και κάτι ζεστό άρχισε να κυλάει ανάμεσα στα πόδια μου αλλά ήμουν τόσο παραδομένη στο πάθος μου που δεν καταλάβαινα τίποτα άλλο.
Τα χείλια του αιχμαλώτισαν την θηλή μου και με ένα δυνατό βογκητό τέντωσα το κορμί μου σφίγγοντας δυνατά την κουβέρτα και ο Έντουαρντ περνώντας τα τρεμάμενα χέρια του πίσω απο την πλάτη μου προσπάθησε να μου ξεκουμπώσει το σουτιέν αλλά δεν τα κατάφερνε και ξαφνικά κάτι τον σταμάτησε και άφησε το κεφάλι του να πέσει βαρύ πάνω στο στήθος μου και ξεφύσησε δυνατά.
Εγώ αμέσως έβαλα τα χέρια μου πάνω στον πρόσωπο του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει...
«τι συμβαίνει?» τον ρώτησα μαλακά και γύρισε την ματιά του αλλού αναστενάζοντας και άρχισα να αγχώνομαι ότι ίσως τελικά εκείνος να μην με ήθελε όπως και εγώ.
«δεν θέλω να σε πονέσω» είπε τελικά και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου τρομερά αγχωμένος.
«σ’ αγαπώ... του είπα αφήνοντας την ματιά μου να εκφράσει όλην την αγάπη που ένιωθα για εκείνον... κάποια στιγμή θα πρέπει να το περάσω αυτό... του είπα για να τον ηρεμήσω... θέλω εσύ να είσαι αυτός που θα το κάνει... θέλω μόνο η δική σου αγάπη να πάρει την αγνότητα μου μακριά»
«και εγώ σ’ αγαπώ... δεν έχεις ιδέα πόσο σ’ αγαπώ... αλλά φοβάμαι» είπε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια.
Ανασήκωσα το κορμί μου αναγκάζοντας τον να κάνει το ίδιο και δεν μου έφερε αντίρρηση... έβαλα αποφασιστικά τα χέρια μου πίσω στην πλάτη μου και ξεκουμπώνοντας το σουτιέν μου το αφαίρεσα και έμεινα εκτεθειμένη μπροστά του, δηλώνοντας του ότι δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω πίσω και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«είσαι τόσο όμορφη» είπε ψιθυριστά περισσότερο στον εαυτό του και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο του άρχισα πάλι να τον φιλάω και εκείνος δεν είχε άλλες αντοχές να μου αντισταθεί.
Με έγειρε πάλι πάνω στην κουβέρτα και άρχισε να σκορπίζει φιλιά σε όλο μου το πρόσωπο ενώ τα χέρια του εξερευνούσαν το κορμί μου και με έστελνε στον έβδομο ουρανό... μόλις όμως τα χέρια του έφτασα στο εσώρουχο μου το τράκ του ηθοποιού ήρθε να με διαλύσει και προσπάθησα με μεγάλο κόπο για να του το κρύψω όμως το σώμα μου με πρόδωσε και όταν ξαναήρθε κοντά μου με πήρε στην αγκαλιά του και μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο για να με ηρεμήσει.
«αν το μετάνιωσες» ξεκίνησε αλλά τον σταμάτησα
«δεν θα το μετανιώσω ποτέ» του είπα αποφασιστικά και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω του άρχισα και πάλι να τον φιλώ αφήνοντας το κορμί μου στα δικά του χέρια για να το κατευθύνει.
Όταν όμως τον ένιωσα να με κατακτάει κοκάλωσα... μια φλόγα με τύλιξε και ένας οξύς πόνος με έκανε να σαστίσω και ρίχνοντας το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του προσπάθησα με γρήγορες ανάσες να ξαναβρώ τις ισορροπίες μου... ο Έντουαρντ αμέσως σταμάτησε και άρχισε να με φιλάει στον ώμο και στον λαιμό ζητώντας μου απανωτά συγνώμη.
«δώσε μου ένα λεπτό» παρακάλεσα και εκείνος κατένευσε και με έσφιξε στην αγκαλιά του
«θες να σταματήσω?» με ρώτησε με σπασμένη φωνή και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου... Νόρα μου δεν μπορώ να σε βλέπω να βασανίζεσαι» είπε και με χάιδεψε παρηγορητικά στην πλάτη.
«είμαι καλά... επέμεινα απο τον φόβο μου μην με αφήσει τώρα... συνέχισε» απαίτησα και στην επόμενη του κίνηση νιώθοντας τον ίδιο οξύ πόνο σφίχτηκα περισσότερο απάνω του και σταμάτησε πάλι... μην σταματάς... είπα πιο δυνατά από όσο θα ήθελα πάνω στην απελπισία μου και απομακρύνοντας με για λίγο απο την αγκαλιά του με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου χάιδεψε το πρόσωπο για να με καθησυχάσει... φίλα με» παρακάλεσα με δάκρυα στα μάτια και εκείνος αμέσως υπάκουσε και άρχισε να μου χαρίζει το πιο ζεστό φιλί που αμέσως με έκανε να χαλαρώσω.
Το κορμί του άρχισε πάλι σιγά σιγά να κινείτε και ο πόνος παρέμενε ο ίδιος αλλά όσο με φίλαγε εγώ χαλάρωνα και το κορμί μου άρχισε να παίρνει ξανά φωτιά... ο πόνος άρχισε να υποχωρεί και τότε ένιωσα το τι θα πει ολοκληρωμένη αγάπη... αλλά εκεί που ήμασταν στον έβδομο ουρανό και ζούσαμε την καλύτερη νύχτα της ζωής μας... εκεί όλα καταστράφηκαν μέσα σε μια στιγμή.
Σκυλιά και φωνές άρχισαν να ακούγονται απο μακριά και ξαφνικά και οι δύο παγώσαμε και δεν ξέραμε τι να κάνουμε... εκείνος πιο ψύχραιμος απο μένα σηκώθηκε απο πάνω μου και παίρνοντας τα ρούχα μου στα χέρια του προσπάθησε να με βοηθήσει να ντυθώ καθώς ταυτόχρονα προσπαθούσε να κάνει και εκείνος το ίδιο.
«σας το είπα ότι θα είναι εδώ» άκουσα την φωνή της Ρόζαλης και κόντεψα να ουρλιάξω
Η Ρόζαλη να μου το κάνει αυτό?? Γιατί??? Ούρλιαζα μέσα μου και ο Έντουαρντ που κατάλαβε τον πόνο μου με πήρε στην αγκαλιά του και με σήκωσε όρθια χωρίς να με αποχωρίζετε για να αντιμετωπίσουμε μαζί ότι και να ήταν αυτό που ερχόταν.
«Νόρα???» τσίριξε ο πατέρας μου και άρχισα να τρέμω
«κύριε Δούκα μην τα βάζετε μαζί της... είπε αμέσως ο Έντουαρντ για να με υπερασπιστεί αλλά αυτό έκανε πιο έξαλλο τον πατέρα μου... σας παρακαλώ η ευθύνη είναι όλη δική μου» επέμενε ο Έντουαρντ αλλά δεν μπορούσα να τον αφήσω να το κάνει αυτό.
«σκάσε εσύ... του είπε ο πατέρας μου έξαλλος και γύρισε την ματιά του προς την μεριά μου... εσύ θα έρθεις μαζί μου τώρα»συνέχισε απειλητικά και ήξερα πολύ καλά τι θα επακολουθούσε αλλά δεν με ένοιαζε... είχα πάρει τις αποφάσεις μου και ότι και να μου λέγανε δεν θα άλλαζα γνώμη.
«εντάξει... του είπα εκνευρισμένα και άρχισα να προχωρώ αλλά το χέρι του Έντουαρντ με σταμάτησε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του... μην φοβάσαι όλα θα πάνε καλά» τον καθησύχασα αλλά εκείνος κοίταζε τον πατέρα μου
«άσε με να έρθω μαζί σου» με παρακάλεσε απο τον φόβο του για το τι θα μπορούσε ο πατέρα μου να μου κάνει πάνω στα νεύρα του
«Νόρα δεν θα περιμένω άλλο» συνέχισε ο πατέρας μου να φωνάζει... κοίταξα μια προς τον πατέρα μου και μια προς το μέρος του και παίρνοντας μια ανάσα τον αγκάλιασα και του ψιθύρισα
«δεν θα ξεχάσω ποτέ την υπόσχεση μου... όσο πιο γρήγορα θα είναι έτοιμο το σπίτι... τόσο πιο γρήγορα θα είμαι και πάλι κοντά σου» του είπα και του έδωσα ένα φιλί στα χείλια με τον πατέρα μου να με τραβάει απο το χέρι αφήνοντας όλον του τον εκνευρισμό να ξεχυθεί.
«θα σου γράφω κάθε μέρα» τον άκουσα να μου φωνάζει καθώς ο πατέρας μου με τράβαγε με δύναμη απο το χέρι...
«θα κρατήσω την υπόσχεση μου» του φώναξα και εγώ και το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν την κραυγή του...