Ετικέτες

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "9. Η κατάκτηση"



Δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχαν περάσει ώρες ή λεπτά... ένιωθα τόσο κουρασμένη που δεν ήθελα να ξυπνήσω... αλλά τα απαλά χάδια και τα τρυφερά φιλιά με έκαναν να βογκήξω και ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον Έντουαρντ να μου χαμογελά.

«τι νομίζεις ότι κάνεις?» τον ρώτησα εκνευρισμένη

«τίποτα» είπε αδιάφορα και ανασήκωσε τους ώμους του.

«δεν φαίνεται για τίποτα αυτό... μήπως έχεις όρεξη για πρωινές εξομολογήσεις?»

«σίγουρα όχι» δήλωσε αυστηρά

«τότε πάρε τα χέρια σου απο πάνω μου πριν τα πάρω τελείως»

«γιατί με άφησες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου?» ρώτησε σοβαρός

«δεν το κατάλαβα ότι το είχα κάνει... λογικά θα έπεσες στην αγκαλιά μου όταν κοιμόμουν»

«δεν το νομίζω»

«τι θες πρωί πρωί?» τον ρώτησα έξαλλη

«γιατί με άφησες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου» επανέλαβε αυστηρά και ξεφύσησα

«γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να με αφήσεις να κοιμηθώ... σε κάλυψα τώρα?»

«όχι» γύρισα και κοίταξα την ώρα... Χριστέ μου ήταν 7 η ώρα το πρωί που σημαίνει ότι είχα κοιμηθεί μόνο 2 ώρες

«έχω κοιμηθεί μόνο δύο ώρες σε παρακαλώ αν έχεις όρεξη για κουβέντα βρες άλλον να δουλέψεις... εγώ νυστάζω» του είπα και γυρίζοντας την πλάτη μου έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να χαλαρώσω αλλά ήταν πλέον αργά... με είχε ξυπνήσει για τα καλά.

«όπως θες» είπε και σηκώθηκε... με την άκρη του ματιού μου είδα τον ερεθισμό του να είναι στα όρια του και δάγκωσα τα χείλια μου για να μην γελάσω δυνατά.

«βλέπεις κάτι που σου αρέσει... δεσποινίς Σουαν?» με ρώτησε διασκεδάζοντας το

«όχι κάτι που δεν έχω ξαναδεί» του πέταξα και γέλασε δυνατά κουνόντας το κεφάλι του

Στο πρωινό....

«Μπέλα λέω να πάω στα μαγαζιά θα έρθεις μαζί μου?» με ρώτησε η Έσμε και της χαμογέλασα

«φυσικά Έσμε μου» της απάντησα και ο Έντουαρντ έγειρε προς το μέρος μας

«χρειάζεσαι λεφτά αγάπη μου» με προκάλεσε και παίρνοντας την τσάντα μου στα χέρια μου έβγαλα την Golden card μου και του την έτριψα στην μούρη

«έχω μαζί μου το χρυσό μωρό μου... νομίζω ότι είμαι καλυμμένη»

«νόμιζα ότι δεν σου αρέσει να σπαταλάς τα λεφτά του μπαμπά σου» προσπάθησε να μου την βγει και η Έσμε τον κοίταξε αυστηρά

«ποιος σου είπε ότι είναι λεφτά του μπαμπά μου... ξέχασες ότι σου είπα ότι η μητέρα μου... μου αφήσει μια μεγάλη κληρονομιά... αυτά είναι δικά μου λεφτά» του απάντησα αθώα πεταρίζοντας τα μάτια μου και έμεινε να με κοιτάζει... με ανοιχτό το στόμα.

«συγνώμη έχεις δίκιο... το είχα ξεχάσει τελείως»

«Έσμε μου πάμε?» της είπα και έβαλα πάλι την κάρτα μου μέσα στην τσάντα μου και σηκώθηκα

«ναι χρυσό μου» είπε εκείνη αμέσως και σηκώθηκε κοιτάζοντας τον Έντουαρντ μέσα στα μάτια προειδοποιητικά... εκείνος αναγκαστικά σηκώθηκε για να με χαιρετήσει.

Με κράτησε απο το χέρι και με ανάγκασε να τον κοιτάξω... πέρασε το χέρι του στον λαιμό μου και με έφερε κοντά του... του έδωσα ένα πεταχτό φιλί και γελώντας στιγμιαία με άφησε να φύγω.

«θα σε δω στο μεσημεριανό» μου είπε γλυκά και του ένευσα χωρίς να του μιλήσω... η Έσμε είχε γίνει μπαρούτι.

Μετά τα ψώνια στον καφέ....

«Μπέλα?» μου απέσπασε η Έσμε την προσοχή μετά απο μια σύντομη σιωπή

«μμμ?» ψιθύρισα και γύρισα να την αντικρίσω

«προσπαθεί καθόλου?» ρώτησε νευρικά και ξεφύσησα

«είναι ακόμα στην άρνηση... παραδέχτηκα και κοίταξα το φλιτζάνι μου αποφεύγοντας την ματιά της... Έσμε... δεν νομίζω ότι υπάρχει ελπίδα» συνέχισα και την κοίταξα στα μάτια.

«πάντα υπάρχει ελπίδα χρυσό μου... μην απελπίζεσαι... μου είπε με βαθιά θλιμμένη φωνή και μου κράτησε το χέρι κοιτώντας με παρακλητικά στα μάτια... πάντα υπάρχει ελπίδα... επανέλαβε και πήρε μια βαθιά αναπνοή... είναι βαθιά πληγωμένος και σίγουρα είναι άδικο για σένα να φορτώνεσαι αυτό το φορτίο... αλλά είσαι η μόνη του ελπίδα... μην τα παρατήσεις αμαχητί»

«Έσμε... αν δεν το θέλει και ο ίδιος δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το ξέρεις... όσες ευκαιρίες και να του δώσω... δεν θα γίνει τίποτα»

«το ξέρω καρδιά μου... θες να»

«όχι, όχι... την διέκοψα αμέσως... δεν θέλω να ανακατευτείς... ξέρω πόσο τον αγαπάς και ξέρω ότι, ότι κάνεις το κάνεις γιατί θες να τον δεις ευτυχισμένο... αλλά Έσμε αν θες να έχουμε μια ευκαιρία σε παρακαλώ μην επέμβεις... σε παρακαλώ» το σκέφτηκε για μια στιγμή και τελικά συμφώνησε

«σου το υπόσχομαι... δεν θα ξανά ανακατευτώ... και δεν θα τον πιέσω άλλο... ίσως τελικά να φταίω και εγώ»

«Έσμε μου... μην το κάνεις αυτό... της είπα και της έσφιξα το χέρι... η αγάπη σου είναι η μόνη στήριξη που έχει... χρειάζεται την αγάπη σου όσο και να μην το δείχνει»

«σε ευχαριστώ κορίτσι μου... πραγματικά σε ευχαριστώ... ξέρεις ότι δεν τον ξεχωρίζω απο τα άλλα μου παιδιά... αλλά με πληγώνει τόσο πολύ να τον βλέπω να με κοιτάει σαν ξένη»

«το ξέρω... τι λες να του δώσουμε και οι δύο μια δεύτερη ευκαιρία?»

«θα κάνω ότι μου πεις» μου είπε σοβαρά και της χαμογέλασα

«απλά να είσαι ο εαυτός σου... της είπα και της έκλεισα το μάτι... μόνο λιγότερο διαχυτική»

«λιγότερο διαχυτική... το έπιασα» είπε και γελάσαμε μαζί.

Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο τα χέρια μου ήταν φορτωμένα με τις τσάντες και η διάθεση μου πολύ καλύτερη... το ξαφνικό τηλεφώνημα του Τζέικ όμως με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Τζέικ... τι ευχάριστη έκπληξη» αναφώνησα και πήγα προς το ασανσέρ

«Μπέλα?» άκουσα την φωνή του Καρλάηλ πίσω μου και γύρισα προς το μέρος του.

«Τζέικ περίμενε μισό λεπτό... του είπα και πήγα προς το μέρος του Καρλάηλ... Καρλάηλ συμβαίνει κάτι?» τον ρώτησα με περιέργεια.

«έχει έρθει ο Μποροντον και τώρα πηγαίνω να τον συναντήσω... θα μπορέσετε να έρθετε μαζί μας... σίγουρα θα θέλει να συζητήσουμε για την προσφορά... και ταυτόχρονα θα δειπνήσουμε κι όλας»

«ναι φυσικά... πάω να αλλάξω και σε 15 λεπτά θα είμαι μαζί σας... ο Έντουαρντ που είναι?»

«δεν ξέρω έχω ώρα να τον δω»

«θα τον πάρω τηλέφωνο και θα τον ενημερώσω εγώ... σε 15 λεπτά θα είμαστε στο τραπέζι»

«εντάξει Μπέλα, σε ευχαριστώ» είπε και χαρίζοντας μου ένα ζεστό χαμόγελο με άφησε και έφυγε.

Πήγα πάλι προς το ασανσερ και πατώντας το κουμπί συνέχισα την συνομιλία μου με τον Τζέικ που με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση.

«Τζέικ σε παρακαλώ... σου λέω ότι είμαι μια χαρά δεν χρειάζεται να έρθεις» του είπα την στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο και άφησα τις σακούλες πάνω στον καναπέ.

«με ποιον μιλάς?» άκουσα την σκληρή φωνή του Έντουαρντ πίσω μου και αναπήδησα

«ααα... εδώ είσαι εσύ?... του είπα αδιάφορα... ναι Τζέικ εδώ είναι περιμένεις λίγο σε παρακαλώ?... οκ... του είπα και γύρισα πάλι την ματιά μου προς τον Έντουαρντ... ο Καρλάηλ μου είπε ότι έχει έρθει ο Μποροντον και μας περιμένουν για δείπνο... σε 15 λεπτά να είσαι έτοιμος... συνέχισα και του γύρισα την πλάτη και άρχισα να κοιτώ τα καινούργια μου φορέματα για να αποφασίσω τι θα βάλω ενώ συνέχισα να συνομιλώ με τον Τζέικ... έλα Τζέικ συγνώμη γι αυτό... όχι σου είπα είμαι μια χαρά... σε παρακαλώ μην με φέρνεις σε δύσκολη θέση... κοίτα με περιμένουν για ένα επαγγελματικό δείπνο και πρέπει σε 15 λεπτά να είμαι κάτω να σε πάρω το απόγευμα??... ναι οκ... σε ευχαριστώ... φιλάκια» είπα και την στιγμή που έκλεισα το τηλέφωνο γύρισα και ο Έντουαρντ ήταν ακόμα εκεί να με κοιτάει με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... έτσι θα έρθεις?» τον ειρωνεύτηκα και ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

«ποιος ήταν στο τηλέφωνο?» ρώτησε ψυχρά.

«δεν νομίζω ότι είμαι υποχρεωμένη να σου απαντήσω... το άσπρο ή το θαλασσί?» τον ρώτησα κρατώντας τα δύο καινούργια φορέματα δείχνοντας του τα.

«το θαλασσί... απάντησε αλλά ακόμα δεν έκανε καμία κίνηση να πάει να αλλάξει... μόλις είχε βγει απο το ντουζ και φόραγε μόνο μια πετσέτα γύρω απο τους γοφούς του... και ήταν τόσο όμορφος... τόσο προκλητικός... του γύρισα την πλάτη και πήγα προς την συρταριέρα για να βγάλω καθαρά εσώρουχα.

«το θαλασσί τότε» του είπα και τον κοίταξα μέσα απο το καθρέπτη και χαμογέλασε στραβά

«απίστευτο... αναφώνησε... θα φορέσεις αυτό που διάλεξα?»

«γιατί όχι?... τον πείραξα και αφού άφησα τα εσώρουχα πάνω στο έπιπλο της τουαλέτας άρχισα να ξεκουμπώνομαι χωρίς να αφήνω την ματιά μου απο την δική του... ήταν φανερά ξαφνιασμένος... εσύ δεν θα αλλάξεις?» τον ρώτησα πάλι και ξεφύσησε.

«ποιος είναι ο Τζέικ?» επέμενε και γέλασα με το ύφος του... έβγαλα το φόρεμα απο πάνω μου και το άφησα πάνω στην καρέκλα χωρίς να του απαντάω... και αυτό τον νευρίασε περισσότερο... την στιγμή που έβγαλα το σουτιέν μου για να φορέσω το καθαρό με έπιασε απο το χέρι και με γύρισε προς το μέρος του

«πόσοι ξέρουν για μας?» ξέσπασε επιτέλους και είπε την ανησυχία του

«χαλάρωσε Έντουαρντ... η γη δεν γυρίζει μόνο γύρω απο σένα»

«για ποιον λόγο θέλει τότε να έρθει εδώ?»

«όχι για σένα πάντως»

«τότε γιατί είναι τόσο ανήσυχος και επίμονος»

«Έντουαρντ σε παρακαλώ... κάτω μας περιμένουν και εσύ έχεις όρεξη για αστεία?»

«δεν τελειώσαμε ακόμα»

«δεν θα μας περιμένουν αιωνίως... τράβα να ντυθείς» του είπα με το ίδιο ύφος που μου μίλαγε και εκείνος και αφού τράβηξα απότομα το χέρι μου απο το δικό του... γύρισα πάλι και άρχισα να ντύνομαι... εκείνος πήρε ένα κουστούμι απο την ντουλάπα και αφού το πέταξε πάνω στο κρεβάτι άρχισε να ντύνεται φανερά εκνευρισμένος.

Το τηλέφωνο μου χτύπησε για άλλη μια φορά ακριβώς την στιγμή που ήμουν έτοιμη και όταν κοίταξα τον αριθμό πήρα μια βαθιά ανάσα...

«μπαμπά... είπα την στιγμή που πάτησα το κουμπί του μπλουτουθ και έτριψα τους κροτάφους μου... ναι μπαμπά είμαι μια χαρά... όχι δεν σου λέω ψέματα... μπαμπά πρέπει να κλείσω σε παρακαλώ... όχι μας περιμένουν για να πάμε σε ένα επαγγελματικό δείπνο... να τα πούμε αργότερα?... και εμένα μου λείπεις μπαμπάκα... και εγώ σε αγαπώ» του είπα με βαθιά φωνή και είδα τον Έντουαρντ να κοιτάει έξω απο το παράθυρο με τα χέρια στις τσέπες και με σφιγμένο το σαγόνι του... είχε μια περίεργη θλίψη στο βλέμμα του και η αναπνοή του ήταν τόσο βαριά.... που με έκανε να θέλω να τον αγκαλιάσω... πόσο ήθελα να του πάρω τον πόνο απο πάνω του... αλλά ξέρω ότι δεν θα με αφήσει ποτέ να το κάνω.

Τα παράτησα και πλησίασα το κρεβάτι... πήρα το σακάκι του στα χέρια μου και πηγαίνοντας κοντά του τον σκούντηξα απαλά χωρίς να του πω κάτι... γύρισε προς το μέρος μου νευριασμένος και του έδειξα το σακάκι... άφησε την ανάσα του να βγει βίαια απο μέσα του και αφού έτριψε για λίγο τους κροτάφους του τελικά με άφησε να του το φορέσω... όταν το ανέβασα στους ώμους του έκανα το γύρω και πήγα μπροστά του τακτοποιώντας του τον γιακά... τον κοίταξα για μια στιγμή και με κοίταγε σμίγοντας τα φρύδια του με απορία... του έφτιαξα την γραβάτα και όταν πέρασα τα χέρια μου απο τα πέτα του και άρχισα να του κουμπώνω τα κουμπιά χαμογέλασα απαλά.

«μπορώ να μάθω το αστείο» με ρώτησε αυστηρά και χωρίς να αφήνω το χαμόγελο απο τα χείλια μου τον κοίταξα ζεστά στα μάτια.

«σκεφτόμουν ότι ότι και να φορέσεις σου πάει τόσο πολύ... είσαι πολύ όμορφος» του είπα ειλικρινά και μαλάκωσε το ύφος του ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει την ματιά μου ώστε να δει αν το εννοώ ή όχι.

«το μπλε σου πάει πολύ» ανταπέδωσε το κομπλιμέντο και του χαμογέλασα πιο πλατιά και έκανε και εκείνος το ίδιο.

«πάμε?» τον ρώτησα και μου έδειξε την πόρτα με το χέρι του και παίρνοντας την τσάντα μου απο το έπιπλο άρχισα να προχωρώ μπροστά του.

«ξέρεις καμιά φορά σκέφτομαι ότι έπαιζα σε λάθος έργο» του είπα την στιγμή που περιμέναμε το ασανσερ.

«και ποιο έργο πιστεύεις ότι θα ήταν το κατάλληλο για σένα?»

«το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος» του είπα και γέλασε δυνατά.

«σίγουρα αυτό το παραμύθι είναι γραμμένο απάνω σου» επιβεβαίωσε την στιγμή που μπήκαμε στο ασανσερ και γέλασα και εγώ.

«σίγουρα είναι» επιβεβαίωσα και τον είδα να χαλαρώνει.

«να υποθέσω ότι το στιλ ήταν επιλογή του πατέρα σου?» με πείραξε και γέλασα

«όχι ήταν δική μου... ανασήκωσε τα φρύδια του δύσπιστα... ήθελα να είμαι αποκρουστική ώστε να μην θέλει κανείς να μου κάνει παρέα» συνέχισα και με κοίταξε με απορία

«γιατί να θες κάτι τέτοιο?»

«γιατί ένιωθα ότι δεν άξιζα την φιλία κανενός... πριν έρθω στο σχολείο είχα χάσει την μητέρα μου και είχα πάθει κατάθλιψη... πίστευα ότι δεν αξίζω την αγάπη κανενός και προτιμούσα να είμαι μόνη μου» του είπα ανάλαφρα αποφεύγοντας την ματιά του

«είχες όμως την Άλις»

«και εσύ τον Έμετ» του απάντησα αυτόματα καταλαβαίνοντας που το πήγαινε... του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι εκείνη την εποχή είχαμε τα ίδια συναισθήματα.

«και σίγουρα πάλεψε πολύ σκληρά η Άλις για να σε βγάλει απο το καβούκι σου, σωστά?»

«και λίγα λες» του επιβεβαίωσα και την στιγμή που άνοιξαν οι πόρτες άρχισα να προχωρώ προς την τραπεζαρία.

«όμως τα κατάφερε» διαπίστωσε ψιθυρίζοντας στο αυτί μου

«γιατί την άφησα να με κάνει να δω το λάθος μου» του απάντησα και τον άκουσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.

Το δείπνο ήταν καλό... και όλοι ήταν ικανοποιημένοι... αφού κλείσαμε την δουλειά και πέσαν οι απαραίτητες υπογραφές τελειώσαμε το φαγητό μας και γυρίσαμε πάλι στο δωμάτιο.

«θα κάνεις τίποτα το απόγευμα?» ρώτησε με ένα περίεργο βλέμμα

«για αρχή λέω να ξαπλώσω... του είπα βγάζοντας το μπλουτουθ και τα σκουλαρίκια μου και τον κοίταξα μέσα απο τον καθρέφτη... κάποιος φρόντισε να μην κοιμηθώ καθόλου και είμαι τρομερά εξαντλημένη» του είπα και χαμογέλασε.

«θα σε αφήσω στην ησυχία σου» είπε και βγάζοντας το σακάκι του και την γραβάτα του πήγε προς την τουαλέτα και έκλεισε την πόρτα.

Όταν άλλαξα έπεσα βαριά πάνω στο κρεβάτι και μόλις έκλεισα τα μάτια μου άρχισα να χαλαρώνω... πριν προλάβει να βγει απο την τουαλέτα ο ύπνος με είχε ήδη πάρει.

ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου με έκανε να ανοίξω τα μάτια μουγκρίζοντας... το βάρος του Έντουαρντ πάνω στο στήθος μου, έκανε την πλάτη μου να πονάει... αναστέναξα βαθιά και προσπάθησα να τον απαγκιστρώσω απο πάνω μου αλλά όσο προσπαθούσα τόσο εκείνος με έσφιγγε περισσότερο με τα χέρια του και ξεφύσησα παρατώντας τα... τεντώθηκα για να πιάσω το τηλέφωνο και όταν το σήκωσα έβαλα το χέρι μου πάνω στο μέτωπο μου και άρχισα να το τρίβω για να ηρεμήσω.

«ναι... είπα με βαθιά φωνή απο τον ύπνο... ναι Έσμε μου κοιμόμαστε... απάντησα στην ερώτηση της και αναστέναξα βαριά... δεν ξέρω, τι ώρα είναι?... την ρώτησα και γύρισα την ματιά μου προς το ρολόι και κατάλαβα ότι μας είχε παραπάρει ο ύπνος... μισό λεπτό να τον ρωτήσω» της είπα και άρχισα να σκουντάω τον Έντουαρντ στον ώμο του.

«Έντουαρντ... είπα ταυτόχρονα με το σκούντημα και εκείνος μούγκρισε με πείσμα σαν παιδί που δεν ήθελε να ξυπνήσει για να πάει στο σχολείο του και γέλασα... Έντουαρντ, ξύπνα... μας πήρε ο ύπνος» προσπάθησα άλλη μια φορά και μετατοπίζοντας το σώμα του το κόλλησε περισσότερο απάνω μου σφίγγοντας με πιο πολύ.

«Έσμε δεν βλέπω να ξυπνάει... θα τα πούμε το πρωί εντάξει?» της είπα και εκείνη χαμογέλασε και αφού συμφώνησε κλείσαμε το τηλέφωνο.

«μπορείς τουλάχιστον να μην με σφίγγεις τόσο πολύ... παρακάλεσα και ένιωσα να γελάει... σοβαρά Έντουαρντ η πλάτη μου με έχει πεθάνει απο την ακινησία» σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε προσποιητά νευριασμένα.

«μπορείς να με αφήσεις να κοιμηθώ?»

«για να κοιμηθείς εσύ πρέπει να πεθάνεις εμένα???... του απάντησα με το ίδιο ύφος με το δικό του... σε παρακαλώ άσε με να γυρίσω πλευρό... πραγματικά με πονάει η πλάτη μου» τον παρακάλεσα άλλη μια φορά και τα παράτησε.

Με κράτησε απο την μέση και γύρισε απο την άλλη μεριά βάζοντας με να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του... με το ένα του χέρι κράταγε το δικό μου πάνω στο στήθος του δυνατά για να μη μπορώ να του ξεφύγω και με το άλλο μου έτριβε την πλάτη ήρεμα για να με χαλαρώσει.

«καλύτερα έτσι?» ρώτησε με κλειστά μάτια συνεχίζοντας τον ύπνο του.

«το να πάω στην μεριά μου και να κοιμηθώ σαν άνθρωπος αποκλείετε σωστά?»

«μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσε και βόλεψε το κεφάλι του καλύτερα στο μαξιλάρι του.

«σε αυτήν την περίπτωση τότε υποθέτω πως ναι» του απάντησα και έκλεισα τα μάτια και αναστέναξα.

Έγειρε το κεφάλι του πάνω στα μαλλιά μου και πήρε μια βαθιά ανάσα... σήκωσα το κεφάλι μου για να αντικρίσω την ματιά του και χωρίς να ανοίξει τα μάτια του μου απάντησε πριν τον ρωτήσω.

«η μυρωδιά σου με ηρεμεί» είπε σοβαρός και κούνησα το κεφάλι μου πριν το ξανά αφήσω να πέσει πάνω στο στερνό του.

«είσαι ανώμαλος» του είπα και την στιγμή που έκλεισα πάλι τα μάτια μου τον ένιωσα να γελάει σιγανά.

Τα όνειρα μου είχαν αλλάξει και η αναπνοή μου άρχισε να με πνίγει... πετάχτηκα πάνω με μια κραυγή και έριξα το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου... τα χέρια του Έντουαρντ πάνω στους ώμους μου με έκαναν να αναπηδήσω.

«σσσς... είπε ήρεμα και με πήρε στην αγκαλιά του και με παρηγορούσε τρυφερά... ένα όνειρο ήταν» είπε ψιθυριστά και μου φίλησε την κορυφή του κεφαλιού μου.

«άφησε με» ξέσπασα και προσπάθησα να ξεφύγω απο την αγκαλιά του και δεν με σταμάτησε.

Πέταξα το σεντόνι απο πάνω μου και έτρεξα να κλειδωθώ στην τουαλέτα... ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο που με έκανε να χάσω την γη κάτω απο τα πόδια μου... κάθε χρόνο το ίδιο όνειρο... κάθε χρόνο ο ίδιος πόνος να έρχεται ξανά και ξανά να με λυγίζει και να μου θυμίζει ότι δεν ήθελα να θυμάμαι.

Έριξα νερό στο πρόσωπο μου και πήρα μια βαθιά ανάσα για να κοντρολάρω τα συναισθήματα μου... αφού σκούπισα το πρόσωπο μου άνοιξα την πόρτα και με το φως του μπάνιου άρχισα να ψάχνω τα ρούχα μου... ο Έντουαρντ ήταν ακίνητος στην θέση του και με κοίταζε εξονυχιστικά.

«που πας τέτοια ώρα?» με ρώτησε με απορία.

«γιατί σε νοιάζει?» του απάντησα νευριασμένα και αφού φόρεσα το Τζίν και μια μπλούζα έβαλα τα σταράκια μου και παίρνοντας τα τσιγάρα μου απο την βαλίτσα άρχισα να προχωρώ προς την πόρτα.

«θες να έρθω μαζί σου?» με ρώτησε ψιθυριστά και στάθηκα για λίγο στην πόρτα.

«γιατί?... τον ρώτησα πικρόχολα... για να πάρεις την ικανοποίηση να με δεις διαλυμένη?» τον ρώτησα και βγαίνοντας στον διάδρομο κοπάνησα την πόρτα πίσω μου χωρίς να περιμένω την απάντηση του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA