My heart belong' s to you 1. Τολμώ
Η ιστορία αφιέρωμα στην nora
Η ιστορία είναι επηρεασμένη απο την ταινία
"The Notebook"Ιουνίος 1940
Άλλο ένα βαρετό καλοκαίρι είχε έρθει... όπως και κάθε χρόνο έτσι και φέτος ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε για το εξοχικό μας στο Σίμπρουκ... ήταν στην κατοχή της οικογένειας μας πολλά χρόνια τώρα και το μοιραζόμασταν με τον θείο Κάρλαηλ και την θεία Έσμε που είχαν μια κόρη την Ρόζαλη... οι σχέσεις μας ήταν πάντα σχέση ζήλιας και αντιπαλότητας αλλά μπροστά στην οικογένεια, ήμασταν πάντα οι αγαπημένες ξαδέλφες, αχώριστες και ταιριαστές.
«Νόρα?»
«ναι μαμά έρχομαι» φώναξα και άφησα το πινέλο μου στην θέση του.
Καθόμουν μπροστά στο καβαλέτο μου εδώ και μισή ώρα και δεν είχα ζωγραφίσει τίποτα... η ζωγραφική ήταν το μοναδικό κομμάτι της ζωής μου που έκανα μόνο για μένα και όμως ακόμα και αυτό πλέον δεν μπορούσα να το κάνω... ένας μήνας έμενε για να ξεκινήσω την καινούργια μου ζωή στο πανεπιστήμιο και ενώ ήταν όνειρο ζωής τώρα με φόβιζε τόσο πολύ.
Στην διαδρομή όλα ήταν σιωπηλά... κανείς δεν μίλαγε και το τοπίο ήταν το μόνο που κέντριζε το ενδιαφέρων μου... ήταν τόσο μαγευτικό... τα δέντρα αριστερά και δεξιά να αγκαλιάζονται και να φτιάχνουν μια φυσική ομπρέλα που μας προστάτευε άπο οτιδήποτε άγριο και επικίνδυνο υπήρχε γύρω μας.
«Νόρα δεν σου είπα τα νέα» είπε ξαφνικά ο πατέρας μου και μου κέντρισε το ενδιαφέρον
«τι πατέρα μου?»
«ο θείος επέκτεινε την εξοχική μας κατοικία και έχει βάλει και στάβλο»
«αλήθεια?» ρώτησα δύσπιστα
«μμμμ, δεν θα ήταν ωραίο να μάθεις και ιππασία»
«πατέρα, εγώ... δεν νομίζω ότι είναι και η καλύτερη ιδέα»
«μια κοπέλα της καλή κοινωνίας όπως είσαι εσύ, θα πρέπει να ξέρει και ιππασία»
«μάλιστα πατέρα» είπα μόνο γιατί ήξερα ότι θα ήταν ανώφελο να διαφωνήσω μαζί του μιας και που στο τέλος εκείνος θα είχε τον τελευταίο λόγο... και όπως πάντα θα πέρναγε το δικό του... ωστόσο το να με σκεφτώ πάνω σε άλογο... μπρρρρ... και μόνο στην σκέψη ανατρίχιαζα.
Όταν φτάσαμε ο θείος Καρλάηλ, η θεία Εσμε και η Ρόζαλη ήταν ήδη εκεί να μας προϋπαντήσουν...
«Νόραααα» φώναξε η Ρόζαλη και έτρεξε στην αγκαλιά μου και με έσφιξε τόσο που κόντεψα να σκάσω
«Νόρα γλυκιά μου» άκουσα και την φωνή της θείας μου και γύρισα προς το μέρος της
«θεία Έσμε... τι κάνεις?» της είπα γλυκά και με έσφιξε και εκείνη στην αγκαλιά της και της χαμογέλασα
«καλώς το κορίτσι μας» άκουσα και τον θείο μου και του έδωσα το χέρι μου και εκείνος με τράβηξε στην αγκαλιά του.
«θείε Κάρλαηλ... πόσο χαίρομαι που σε βλέπω» του είπα γλυκά και καθώς μου χαμογέλασε γύρισε στους γονείς μου και άρχισαν να λένε τα νέα τους την στιγμή που άρχισαν να πηγαίνουν προς το εσωτερικό του σπιτιού αλλά την στιγμή που πήγα να τους ακολουθήσω η Ρόζαλη με πρόλαβε και με σταμάτησε
«όχι τόσο γρήγορα... θα έρθεις μαζί μου» είπε και είδα έναν ενθουσιασμό στην ματιά της
«να πάμε που?» ρώτησα περίεργη και άρχισε να με τραβάει προς το πίσω μέρος του σπιτιού
«να δούμε τον στάβλο τι άλλο» είπε αυτόματα εκείνη και συνέχισε την πορεία της χωρίς να δέχεται δεύτερη κουβέντα
«Ρόζαληηηη... αντέδρασα εγώ και της τράβηξα το χέρι... είμαι πολύ κουρασμένη για να δω αυτήν την στιγμή τα άλογα» είπα ψέματα... γιατί στην ουσία τα σιχαινόμουν... μόνο στην ιδέα ότι θα πλησίαζα αυτά τα ζώα τρόμαζα.
«ωωω έλα τώρα μην κάνεις σαν μωρό... επέμενε εκείνη και συνέχισε να με τραβάει... πρέπει να το δεις αυτό... σίγουρα θα πάθεις την πλάκα σου» συνέχισε να μουρμουράει και εγώ ξεφύσησα απελπισμένα άλλα όταν φτάσαμε στην είσοδο του στάβλου κατάλαβα ότι είχε δίκιο.
Όντως έπαθα πλάκα... όχι φυσικά με τα βρομώ άλογα αλλά με το θέαμα που μου έκοψε την ανάσα... ήταν εκεί μπροστά μου με ένα δικράνι στο χέρι να φτυαρίζει το άχυρο και κοκάλωσα... φόραγε μόνο ένα παντελόνι που είχε κατέβει πιο κάτω απο τους γοφούς του να διαγράφει την αρχή των υπέροχων οπίσθιων του με της τιράντες να πέφτουν αριστερά και δεξιά απο τους γοφούς του... με την πλάτη γυμνή και γυαλιστερή απο τον ιδρώτα που σχημάτιζε σταγόνες πάνω στους μύες του... σε κάθε του κίνηση κάθε μυς παλλόταν και η αναπνοή μου άρχισε να επιταχύνετε... η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει και ένιωθα ότι μια φλόγα άρχισε να καίει όλο μου το κορμί και άρχισε να το κάνει να ξεπεράσει τα όρια του... για μία στιγμή σήκωσε το κεφάλι του και τα χαλκινοκάστανα ανέμελα μαλλιά του που πέταγαν απο παντού έκαναν την εμφάνιση τους και ολοκλήρωσαν αυτήν την υπέροχη εικόνα.
Πέρασε το λεπτό με μακριά δάχτυλα χέρι του μέσα απο μερικές τούφες και ένιωσα να μου κόβετε η ανάσα μου... πόσο ήθελα να ήταν το δικό μου χέρι αυτό που τράβαγε αυτές τις υπέροχες τούφες βυθισμένη στο πάθος καθώς θα του φίλαγα τα υπέροχα σαρκώδη χείλια του... εκείνος σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις μου πέρασε την γλώσσα του αργά απο τα κατακόκκινα του χείλια και αργά γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος μου και εγώ ένιωσα να χάνομαι... τα πράσινα σμαραγδένια μάτια του αιχμαλώτισαν τα δικά μου και τότε ένιωσα να χάνομαι μέσα στην ματιά του χωρίς να μπορώ να κουνηθώ... δάγκωσα τα χείλια μου αμήχανα και εκείνος μου χάρισε ένα απερίγραπτα υπέροχο στραβό χαμόγελο και χαμήλωσα την ματιά μου κοκκινίζοντας ολόκληρη.
«Νόρα σου μιλάω δεν με ακούς... άκουσα την φωνή της Ρόζαλης ξαφνικά και επανήλθα στην πραγματικότητα... που έχεις το μυαλό σου?» ρώτησε εκείνη έξαλλη καθώς δεν είχε καταλάβει τόση ώρα πως ενώ εκείνη μου εξηγούσε για τα ψωράλογα της εγώ είχα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής μου.
«εεε, συγνώμη... είπα απολογητικά... αλλά σου είπα ότι είμαι κουρασμένη» της είπα και προσπάθησα να την πίσω να φύγουμε
«όχι ακόμα... γκρίνιαζε με πείσμα... δεν σου έδειξα ακόμα το δικό μου» συνέχισε και χτύπησε σαν μικρό παιδί το πόδι της στο χώμα και ο νεαρός που κοίταζα τόση ώρα έπνιξε το γέλιο του σε ένα ξεροβήξιμο και η Ροουζ γύρισε προς το μέρος του εκνευρισμένη.
«εσύ δεν έχεις δουλειά να κάνεις... του πέταξε απότομα... δεν σε πληρώνουμε για να κοιτάς τα αφεντικά σου» του είπε πιο άγρια και εκείνος προσπάθησε με μεγάλο κόπο να κρατήσει την αντίδραση του ώστε να μην ξεσπάσει σε περισσότερα γέλια
«Ρόουζζζζ» προσπάθησα να την σταματήσω άλλα ήταν μάταιο
«μην ανησυχείτε δεσποινίς μου... είπε με την βελούδινη φωνή του και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο... έχει δίκιο η εξαδέλφη σας... καλύτερα να γυρίσω στην δουλειά μου» είπε και όπως πέρασε απο δίπλα μου ένα υπέροχο άρωμα πλημμύρισε όλες μου της αισθήσεις και τότε πήρα ολόκληρη φωτιά... ένας συνδυασμός απο αλμυρό ιδρώτα με άγονο χώμα και απαλό σαπούνι... σίγουρα σε άλλη περίπτωση θα με είχε κάνει να αηδιάσω... όμως δεν ξέρω γιατί άλλα σε αυτό το κορμί με έκανε να θέλω τόσο πολύ να το γευτώ.
Οι ματιές μας για μια στιγμή για άλλη μια φορά αιχμαλωτίστηκαν αλλά η Ρόουζζ που αυτήν την φορά το παρατήρησε δεν με άφησε να το χαρώ περισσότερο...
«Ρόουζ... ξεκίνησα διστακτικά γιατί ήξερα αμέσως ότι θα το μετάνιωνα... ποιος είναι αυτός?»
«ο κανένας... είπε υπεροπτικά και με τράβηξε προς το άλογο της και συνέχισε να φλυαρεί αλλά το δικό μου μυαλό είχε κολλήσει σε στην οπτασία που μόλις είχα δει.
Πέρναγαν οι μέρες και η Ρόζαλη επέμενε να ανέβω σε ένα απο τα άλογα τους αλλά εγώ αρνιόμουν πεισματικά... ωστόσο όμως δεν έχανα ευκαιρία για να βρεθώ στον στάβλο ώστε να τον ξαναδώ... πάντα εκεί... πάντα με την ίδια ενδυμασία να κάνει τις δουλειές του και η πλάτη του και το στήθος του να γυαλίζουν απο τον ιδρώτα... πόσο ήθελα να τον πλησιάσω... πόσο ήθελα να περάσω την γλώσσα μου πάνω απο αυτό το απαλό δέρμα για να γευτώ αυτόν τον πειρασμό αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσα να κάνω ποτέ κάτι τέτοιο... εγώ ήμουν ένα κορίτσι απο καλό σπίτι και εκείνος... αχχχ εκείνος... ένας μεγάλος απαγορευμένος καρπός.
«Νόρα... άρχισε ο πατέρας μου την στιγμή που ήμασταν στο μεγάλο φράχτη που είχαν φτιάξει για να εκπαιδεύουν τα άλογα... έλα κόρη μου να ανέβεις» είπε και προσπάθησα να το αποφύγω για άλλη μια φορά αλλά εκείνος δεν δεχόταν άλλη αντίρρηση οπότε αναγκάστηκα υπάκουσα.
Με βοήθησαν να ανέβω στο άλογο και εγώ άρχισα να τρέμω απο τον φόβο μου... το άλογο σαν να το κατάλαβε άρχισε να σκούζει και να πίσω πατεί και την στιγμή που κατάφερα να κάτσω πάνω στην σέλα και να κρατηθώ απο τα γκέμια εκείνο σήκωσε τα δύο του μπροστινά του πόδια βγάζοντας έναν εκκωφαντικό ήχο απο το λαρύγγι του και τότε άρχισε να τρέχει... εγώ τσίριζα και προσπάθησα να κρατηθώ απο όπου βρήκα για να μην πέσω αλλά εκείνο δεν σταμάταγε με τίποτα... η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα απο το να περιμένω την μοίρα μου.
Ξαφνικά κάποιος μπήκε μπροστά μου και απο το άγχος και την ένταση την στιγμή που το άλογο σηκώθηκε για δεύτερη φορά στα δύο του μπροστινά του πόδια εγώ έχασα την ισορροπία μου και έπεσα στο έδαφος άτσαλα με δύναμη και απο τον πόνο σάστισμα και έχασα την γη κάτω απο τα πόδια μου.
«δεσποινίς είσαστε καλά?» άκουγα μια φωνή απο μακριά και μια γνώριμη μυρωδιά κατέκλυσε όλο μου το είναι και ένιωσα ασφάλεια.
Άνοιξα τα μάτια μου δειλά και είδα τα υπέροχα του μάτια να με κοιτάνε με αγωνία... το χέρι του απομάκρυνε τα μαλλιά απο το πρόσωπο και η ανάσα του χάιδευε το πρόσωπο μου δροσίζοντας το... τα χείλια του με μαγνήτιζαν και ήθελα τόσο πολύ να τα ακουμπήσω... σήκωσα το χέρι μου μέσα στην παραζάλη μου και ακούμπησα δειλά το κάτω χείλος του και εκείνος το κράτησε στο δικό του χέρι και το φίλησε απαλά... όταν τα χείλια του ακούμπησα πάνω στα δάχτυλα μου ένας αναστεναγμός μου βγήκε και με επανέφερε στην πραγματικότητα αλλά πριν προλάβω να συνέλθω τα χείλια του αιχμαλώτισαν τα δικά μου και μου έκοψαν την ανάσα.
Τα χείλια του πάνω στα δικά μου μου έστελναν κύματα ηλεκτρισμού σε όλο μου το κορμί και το έκαναν να φλέγεται... η ανάσα μου είχε γίνει πιο κοφτή αλλά ο καλπασμός πάνω στην γη που ακούγονταν απο μακριά με έκανε να συνέλθω... τραβήχτηκα απο πάνω του και αμέσως τον χαστούκισα.
«πως τολμάς?» τον ρώτησα έξαλλη και εκείνος με κοίταζε απορριμένος
«συγνώμη?» ανταπάντησε αλλά δεν έφευγε απο πάνω μου.
«σήκω απο πάνω μου τώρα» φώναξα πιο δυνατά και είδα να το βρίσκει αστείο... αλλά οι φωνές και οι καλπασμοί των αλόγων τον έκανε να υπακούσει.
Μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει αλλά εγώ δεν το δέχτηκα και προσπάθησα να σηκωθώ μόνη μου μέχρι που κατάλαβα ότι δεν μπορούσα και γέλασε δυνατά...
«έλα αμαζόνα μου... είπε και έβαλε το χέρι του κάτω απο την μασχάλη μου και με σήκωσε... τουλάχιστον δεν χτύπησες» είπε χαμογελώντας μου και αυτό με εκνεύρισε περισσότερο
«μη με ακουμπάς» του είπα νευριασμένα και έφυγα βίαια απο την αγκαλιά του και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του ενώ ταυτόχρονα πέρναγε το χέρι του μέσα απο τις ατίθασες τούφες των μαλλιών του και ήθελα τόσο πολύ να τον ξαναχαστουκίσω...
«Νόρα είσαι καλά?» άκουσα την φωνή του πατέρα μου την ώρα που πλησίαζε με το άλογο του και με ένα σάλτο κατέβηκε απο αυτό και ήρθε κοντά μου
«ναι πατέρα μην ανησυχείς» του είπα για να τον καθησυχάσω και με πήρε στην αγκαλιά του.
«σε ευχαριστώ νεαρέ μου... σου το χρωστάω» του είπε ο πατέρας μου και εκείνος χαμογέλασε
«δεν ήταν τίποτα κύριε... παρακαλώ» είπε μόνο και ανέβηκε πάλι στο άλογο του και παίρνοντας μαζί του και το ατίθασο δικό μου άρχισε να φεύγει...
Όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασα στο δωμάτιο μου προσπαθώντας να ηρεμήσω αλλά ήταν μάταιο... αυτό το φιλί είχε αναστατώσει όλο μου το είναι.
«Νόρα είσαι έτοιμη?» άκουσα την φωνή της Ρόζαλη απο την πόρτα του δωματίου μου και γύρισα να την κοιτάξω παραξενεμένη
«για ποιο πράγμα?»
«για το πανηγύρι φυσικά... ωωω μην μου πεις ότι το ξέχασες» είπε εκείνη απογοητευμένη και την χάρισα ένα γλυκό χαμόγελο
«όχι, φυσικά και όχι, σε 5 λεπτά θα είμαι έτοιμη» την καθησύχασα και αφού κατένευσε ευχαριστημένη έφυγε χοροπηδώντας προς τα κάτω διαμερίσματα.
Άλλαξα βάζοντας ένα αέρινο φόρεμα σε κόκκινο χρώμα, με άσπρα παπούτσια με λίγο τακουνάκι και παίρνοντας το άσπρο μου ζακετάκι ολοκλήρωσα το μακιγιάζ μου με κόκκινο κραγιόν και μάσκαρα για να τονίσω τις μακριές μου βλεφαρίδες...
Δεν ήμουν ιδιαίτερα όμορφη όπως η Ρόζαλη αλλά πάντα κατάφερνα να κάνω την διαφορά... τα καστανά κυματιστά μου μαλλιά που συνήθιζα να τα συγκρατώ αριστερά και δεξιά με τσιμπιδάκια, μαζί με τα καστανά ζεστά μου μάτια ήταν για όλους κάτι το συνηθισμένο, όχι όμως για μένα... η ματιά μου πάντα μου έλεγαν ότι ήταν έντονη και κεραυνοβόλα... και αυτό πάντα μου αναπτέρωνε το ηθικό.
Όταν φτάσαμε στο πανηγύρι ένιωσα τόση ζωντάνια, τόσο χαρά... αλλά για κάποιον λόγο ένιωσα ότι κάτι μου έλειπε αλλά δεν ήξερα τι... η παρέα της Ρόουζ ήταν τόσο χαρούμενη... παίζαμε στο λούνα παρκ που είχαν στήσει για το πανηγύρι και την στιγμή που ήμουν στα συγκρουόμενα τον είδα... ήταν τόσο αφύσικα όμορφος που κατευθείαν με έκανε να χάνομαι και να κοιτάζω μόνο εκείνον... φόραγε ένα καφέ απλό παντελόνι και ένα καρό πουκάμισο με τιράντες... ενώ στα μαλλιά του φόραγε ένα μπερέ και ενώ ήταν τόσο απλός ήταν τόσο εντυπωσιακός.
Η σύγκρουση με την Ρόζαλη με επανέφερε στην πραγματικότητα αλλά πριν γυρίσω την ματιά μου πρόλαβα να τον δω να με κοιτάζει και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν τρελή... τι με έχει πιάσει???... ρώταγα τον εαυτό μου απελπισμένη και συνέχισα την τρελή μου κούρσα στα συγκρουόμενα αγνοώντας τον... όταν βγήκαμε απο τα αυτοκινητάκια πλησιάσαμε την παρέα και δεν είχα καταλάβει ότι ήταν κοντά μου μέχρι που άκουσα την βελούδινη φωνή του και αναπήδησα.
«θες να χορέψουμε?» είπε κατευθείαν μόλις τον κοίταξα στα μάτια
«όχι βέβαια» του είπα και πήγα να τον προσπεράσω αλλά εκείνος με σταμάτησε
«γιατί όχι?»
«επειδή δεν θέλω» του είπα πιο νευριασμένη και τον παραμέρισα για να περάσω και εκείνος χαμογέλασε.
«Νόρα θες να ανέβουμε στην ρόδα» με ρώτησε ο Ραιλη και του χαμογέλασα ζεστά
«γιατί όχι» είπα και παίρνοντας με απο το χέρι ανεβήκαμε πάνω στο κάθισμα αλλά την ώρα που η ρόδα άρχισε να ανεβαίνει εκείνος πήρε φόρα και ήρθε και ανέβηκε στο κάθισμα μας... εγώ ούρλιαξα απο σαστιμάρα αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε και σπρώχνοντας μας έκατσε ανάμεσα σε μένα και τον Ράιλη.
«είσαι μετά καλά σου???... φώναξα και εκείνος χαμογέλασε... θες να μας σκοτώσεις???» συνέχισα και γυρίζοντας προς το μέρος μου, μου έδωσε το χέρι του
«είμαι ο Έντουαρντ Μέισεν»
«ποιος είναι αυτός?» ρώτησε εκνευρισμένος ο Ράιλη
«ο κανένας» του απάντησα εγώ και ο Έντουαρντ ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια
«Έντουαρντ... κατέβα απο εκεί θα σκοτωθείτε» φώναξε ο υπάλληλος του λούνα παρκ και σταμάτησε την ρόδα
«Θα βγεις μαζί μου?»είπε εκείνος αγνοώντας τον υπάλληλο
«ποτέ» του απάντησα εγώ με νευριασμένο ύφος αλλά δεν πτοήθηκε
«Γιατί όχι?» ρώτησε εκείνος με πληγωμένο ύφος
«Αφού σου είπε!» ξεκίνησε να λέει ο Ράιλη αλλά το βλέμμα του Έντουαρντ τον σταμάτησε
«Γιατί όχι?» είπε πάλι γυρίζοντας την ματιά του προς το μέρος μου
«επειδή δεν θέλω» του απάντησα πάλι νευριασμένα
«τότε δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του και πιάστηκε απο την μπάρα και άρχισε να αιωρείται στον αέρα
«θεέ μου! είσαι τρελός?» αναφώνησα βάζοντας το χέρι μου στο στόμα για να συγκρατήσω την κραυγή μου σοκαρισμένη και εκείνος γύρισε προς το μέρος μου χωρίς να κατέβει απο την μπάρα
«θα σε ρωτήσω ξανά... συνέχισε απτόητος... θα βγεις ή όχι μαζί μου?»
«ποτέ» συνέχισα εγώ και άφησε το ένα του χέρι και έμεινε κρεμασμένος με το άλλο... στο πρόσωπο του φαινόταν η προσπάθεια που έκανε για να παραμείνει πάνω στην μπάρα και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει απο την αγωνία... σίγουρα ήταν τρελός αλλά δεν μπορούσα να υποκύψω σε αυτόν τον εκβιασμό.
«το χέρι μου γλιστράει» είπε με δυσκολία και ένιωσα να τρελαίνομαι... και αν το εννοεί????
«πιάσε τη μπάρα!» φώναξα και έφερα τα χέρια μου μπροστά απο την αγωνία που είχα για να τον πιάσω στην περίπτωση που πραγματικά το εννοούσε
«πρώτα να πεις "ναι"»
«πες του "ναι"!» φώναξαν τα παιδιά που ήταν στα άλλα βαγόνια με αγωνία παρακλητικά
«εντάξει, εντάξει, θα βγω μαζί σου» φώναξα κλείνοντας τα μάτια μου ηττημένη
«δε θέλω χάρες!» είπε ξινισμένα και άνοιξα τα μάτια για να τον αντικρίσω και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή είπα πιο ήρεμα μήπως και τον πίσω
«θέλω!»
«θέλεις?... ρώτησε δύσπιστα και τον κοίταζα σαν χαζή με το στόμα ανοιχτό... πες το» απαίτησε
«θέλω να βγούμε» του φώναξα νευριασμένη πια
«ξανά» απαίτησε πάλι
«θέλω να βγω μαζί σου!» φώναξα ξανά απελπισμένη
«εντάξει, λοιπόν... θα βγούμε» είπε ξανά βάζοντας το ελεύθερο χέρι του πάνω στην μπάρα, με ένα ύφος λες και εγώ ήμουν αυτή που το ζητούσε και εκείνος ηττημένος τα παράτησε και δέχτηκε... ε αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μου
«νομίζεις ότι είσαι έξυπνος?» του είπα εγώ με άγριο ύφος
«αυτό δεν ήταν αστείο!» φώναξε μια κοπέλα απο το κάτω βαγόνι
«μη φοβάσαι, θα τον κανονίσω» της απάντησα εγώ και άρχισα να του ξεκουμπώνω την ζώνη και το παντελόνι του
«τι κάνεις?... ρώτησε εκείνος σοκαρισμένος αλλά εγώ συνέχιζα ακάθεκτη... μην το κάνεις αυτό... παρακάλεσε και τον κοίταξα ειρωνικά κατεβάζοντας το παντελόνι του τελείως... απίστευτο!» είπε τότε και κούνησε το κεφάλι του μην μπορώντας να το πιστέψει ότι είχα βρει το θάρρος να κάνω κάτι τέτοιο
«που είναι τώρα το θάρρος σου?» των ρώτησα ειρωνικά και εκείνος πήρε το πιο περίεργο πειραχτικό ύφος που είχα δει ποτέ στην ζωή μου.
«θα μου το πληρώσεις» απείλησε και εγώ είχα πλέον πάρει το πάνω χέρι
«ίσως ναι, ίσως και όχι» του είπα σηκώνοντας το ένα μου φρύδι για να του δείξω ότι δεν με συγκινούν τα λόγια του...
Όλο το βράδυ δεν μπορούσα να ηρεμήσω... είχα τόση ένταση που η ζέστη του δωματίου μου φαινόταν τόσο αποπνικτική που τελικά τα παράτησα... με ανάλαφρα βήματα κατέβηκα αθόρυβα τις σκάλες και βγήκα έξω... στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη για το που ήθελα να πάω αλλά στο τέλος πήρα την απόφαση να πάω να κάνω μια βουτιά στην λίμνη για να ηρεμήσω.
Όταν βγήκα απο το νερό έπαθα σοκ...
«πολύ μου αρέσει το αυτοσχέδιο μαγιό σου» άκουσα την φωνή του Έντουαρντ και έβαλα το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου για να πνίξω την κραυγή μου...
Εκείνος άνετος και αμέριμνος καθόταν στην άμμο κρατώντας το νυχτικό μου και εγώ για μια στιγμή έμεινα να τον κοιτώ σοκαρισμένη... όταν όμως είδα να το κουνάει πέρα δώθε προκλητικά ξαναβρήκα την αυτοκυριαρχία μου και πήρα τα πάνω μου.
«δώστο μου» απαίτησα πλησιάζοντας τον
«όχι τόσο εύκολα... συνέχισε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο... πρέπει πρώτα να το κερδίσεις» συνέχισε και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι
«τι θες?» τον ρώτησα βάζοντας τα χέρια μου στην μέση κουνόντας το πόδι μου νευρικά
«ημέρα και ώρα» είπε και το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ
«δεν πρόκειται να βγω μαζί σου ακόμα και αν είσαι το τελευταίος άντρας πάνω στην γη» του απάντησα με ξινισμένο ύφος και το γέλιο του αντήχησε μέσα στην σιωπή... Χριστέ μου ήταν τόσο όμορφος όταν γελούσε έτσι.
«τότε και εγώ δεν σου το δίνω» είπε μέσα απο τα γέλια του και προσπάθησα με πείσμα να το πάρω απο τα χέρια του αλλά εκείνος πιο γρήγορος απο μένα με έπιασε απο την μέση και με έριξε πάνω στην άμμο ρίχνοντας το βάρος του σώματος του πάνω στο δικό μου και η καρδιά μου έχασα έναν χτύπο.
«φύγε απο πάνω μου τώρα» άρχισα να φωνάζω και να κουνιέμαι αλλά εκείνος δεν τα παρατούσε
«όχι αν δεν μου δώσεις πρώτα αυτό που θέλω»
«και τι θες?» τον ρώτησα ειρωνικά
«ημέρα και ώρα» απάντησε αυτόματα και τον κοίταξα με δυσπιστία
«δεν πρόκειται να βγω μαζί σου» του δήλωσα νευριασμένη
«και εγώ δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του αδιάφορα
«ναι καλά τραγούδα» του ανταπάντησα εγώ και τότε άρχισε να τραγουδάει και με έπιασαν τα γέλια
«Χριστέ μου είσαι τόσο παράφωνος»
«αν δεν σου αρέσει προσπάθησε να με σταματήσεις» με προκάλεσε ενώ συνέχιζε να τραγουδά και στην προσπάθεια μου να του κλείσω το στόμα με τα χέρια μου εκείνος τα άρπαξε και τα έβαλε πάνω απο το κεφάλι μου και έφερε το πρόσωπο του σε απόσταση αναπνοής απο το δικό μου χωρίς να σταματάει να τραγουδάει.
Ήθελα να μην του κάνω την χάρη και να τον παιδέψω περισσότερο... ήθελα να τον κάνω να μην ξέρει απο που να φύγει... αλλά η αναπνοή του πλημμύριζε όλες μου τις αισθήσεις... χάιδευε απαλά το πρόσωπο μου και μου ήταν αδύνατον να μείνω άλλο μακριά απο αυτά τα υπέροχα χείλη που ήταν τόσο κοντά στα δικά μου καθώς τα άφηνε να ακουμπούν που και που πάνω στα δικά μου και έτσι τα παράτησα ηττημένη.
Έσβησα την απόσταση που χώριζαν τα χείλια μου απο τα δικά του και με έναν αναστεναγμό παραδόθηκα στο πάθος μου για εκείνον... τα χείλια μας είχαν πάρει φωτιά και τα χέρια του ξέσφιγγαν τα δικά μου χέρια μέχρι που βρέθηκα πάνω στα μαλλιά μου... χωρίς να χάνω άλλο χρόνο έφερα τα χέρια μου μπροστά και τα τύλιξα γύρω απο το λαιμό του, μπλέκοντας τα μέσα στα απαλά σαν βελούδο μαλλιά του που απο την πρώτη στιγμή που τα είδα είχαν γίνει η προσωπική μου κόλαση.
Εκείνος τρυφερά δάγκωνε το κάτω χείλος μου και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί και με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη... άφησα ένα βογκητό να μου ξεφύγει και πιέζοντας τον περισσότερο απάνω μου απαίτησα να βαθύνει το φιλί μας και εκείνος αμέσως ανταποκρίθηκε και πέρασε την γλώσσα του πάνω απο τα χείλια μου... άνοιξα τα χείλια μου διστακτικά και ένωσα την γλώσσα μου στην δική του και αναστέναξε... αλλά δεν τον άφηνα να σταματήσει... τον ήθελα τόσο πολύ... τον είχα τόσο ανάγκη... η γλώσσα του μέσα στο στόμα μου έκανε έναν τόσο υπέροχο χορό που όλο μου το σώμα πήρε φωτιά και ήξερα ότι έπρεπε να το σταματήσω πριν να είναι αργά.
«πρέπει να φύγω» ψιθύρισα πάνω στο φιλί μας και εκείνος έβαλε το μέτωπο του πάνω στο δικό μου κλείνοντας τα μάτια του και αναστέναξε βαθιά.
«το ξέρω» είπε με βαθιά φωνή και αφού άφησε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπο μου παραμέρισε για να σηκωθώ.
Πήρα το νυχτικό μου στο χέρι μου και αφού το πέρασα πάνω απο το κεφάλι μου γύρισα και τον κοίταξα... είχε κάτσει δίπλα μου και κοίταζε πέρα μακριά το φεγγάρι χωρίς να πει κουβέντα.
«καληνύχτα» του είπα απαλά την ώρα που σηκώθηκα και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε
«καληνύχτα» είπε με την ζεστή του φωνή και έμεινα για λίγο να τον κοιτάζω... μέσα σε μια στιγμή όλο του το πρόσωπο είχε αλλάξει... και τι δεν θα έδινα να μάθαινα τι σκεφτόταν αλλά ήξερα ότι έπρεπε να φύγω πριν με πάρει κανείς είδηση και έτσι έφυγα χωρίς να πούμε τίποτα άλλο....