Ετικέτες

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "11. Η κατάκτηση"



Τα χέρια του Έτνουαρντ τυλίχτηκαν γύρω μου και μου ίσιωσε το σώμα ακινητοποιώντας με... τα χέρια του κράταγαν τα δικά μου σφιχτά και δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσει να ξεφύγω... η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει δυνατά... έβαλε το κεφάλι του πάνω στον ώμο μου και ψιθύρισε με τραχιά φωνή.

«μην κουνηθείς... είναι πίσω μας και μας κοιτάνε... το μυαλό μου πήρε στροφές... σίγουρα αυτό δεν θα έχει καλή κατάληξη... είχα τόσο δίκιο να μην τον εμπιστευτώ... πήρα μια βαθιά ανάσα και κούνησα το κεφάλι μου για επιβεβαίωση... ωραία» είπε και άφησε ένα φιλί πάνω στο κεφάλι μου.

«13 Ιουλίου του 1996... ξεκίνησε και σφίχτηκε η καρδιά μου... 15 χρόνια πριν... ένα 13χρονο πεισματάρικο και κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο... έπρηξε τόσο πολύ την μητέρα του που κατάφερε να προκαλέσει ένα σοβαρό ατύχημα... που είχε σαν αποτέλεσμα να προκαλέσει τον θάνατο της ίδιας της, της μητέρας και της γυναίκας που οδηγούσε το άλλο αυτοκίνητο απο την αντίθετη κατεύθυνση... η ίδια παθαίνει νευρικό κλονισμό και ο πατέρας της την στέλνει εσώκλειστη στο ιδιωτικό σχολείο Ριβεντειλ γιατί δεν μπορεί να την χειριστεί»

«που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά?» τον διέκοψα χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω άλλο την οργή μου... μου χτύπαγε ότι ήξερε ότι με πονά για να με κάνει να λυγίσω... αλλά εγώ δεν θα του έκανα την χάρη... να του δείξω το πόσο με πονά.

«γιατί η οδηγός του άλλου αυτοκινήτου ήταν η μητέρα μου... είπε και μου έκοψε την αναπνοή... χωρίς να το ξέρεις εκείνη την ημέρα με λύτρωσες απο τον εφιάλτη μου... αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που σε μίσησα τόσο πολύ»

«τότε γιατί?» είπα ξέπνοα χωρίς να ξέρω αν θέλω να μάθω την απάντηση.

«ήξερα ποια ήσουν απο την πρώτη μέρα που ήρθε στο σχολείο... και σου ήμουν ευγνώμον για ότι έκανες άθελα σου... αλλά όταν κατάλαβα ότι άρχισες να με ερωτεύεσαι τότε με έκανες να νιώσω περίεργα... είχα ορκιστεί ότι δεν θα αγαπήσω ποτέ ξανά στην ζωή μου... και κάθε φορά που σε κοίταζα με έκανες να θέλω να σε πλησιάσω... και αυτό με εξόργιζε... με έκανες να ενδιαφερθω για σένα με έκανες να σε αγαπήσω... και στην πρώτη δυσκολία τα παράτησες και έφυγες»

«δεν καταλαβαίνω» είπα αποπροσανατολισμένη.

«με κατηγορείς ότι εγώ φταίω για όσα μου συμβαίνουν... ότι εγώ είμαι ο υπαίτιος για την ζωή που διάλεξα... αλλά αλήθεια είναι ότι για όλα φταις εσύ»

«εγώ?»

«σε μισούσα γιατί με έκανες να σε αγαπήσω... σε μισούσα γιατί με τον τρόπο σου με διεκδικούσες... σε μισούσα γιατί με το βλέμμα σου με έκανες να ξεχνώ τον πόνο μου και όταν σταμάτησα να σε μισώ με παράτησες... και αυτό δεν πρόκειται να σου το συγχωρέσω ποτέ»

«να σου υπενθυμίσω τον λόγο που έφυγα? Ή θα χάσω τα λόγια μου» του είπα ψυχρά και γέλασε δυνατά

«τόσο λίγη ήταν η αγάπη σου για μένα?... είπε μοχθηρά και ένιωσα τα χέρια του να σφίγγουν περισσότερο γύρω μου κόβοντας μου την ανάσα... ξέρεις πόσα πράγματα έκανα εγώ για να κερδίσω την αγάπη της μητέρας μου?... ξέρεις πόσα πράγματα αναγκάστηκα να κάνω για εκείνην την αγάπη?... και όμως δεν τα παράτησα ποτέ... αντιθέτως εσύ... δεν πάλεψες ποτέ... και γι αυτό και σε μισώ θανάσιμα... δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θέλω να σφίξω αυτήν την στιγμή τα χέρια μου και να σου κόψω την ανάσα... δεν έχεις ιδέα πως κρατήθηκα να μην σου σπάσω τα κόκαλα εκείνο το βράδυ που έκανες την πουτάνα για να με εκδικηθείς... δεν έχεις ιδέα πως γλύτωσαν τόσες γυναίκες απο τα χέρια μου για να εκδικηθώ εσένα»

«εμένα?»

«ο λόγος που μισώ της γυναίκες είναι εξαιτίας σου... κάθε φορά που έδερνα μια γυναίκα ένιωθα ότι έδερνα εσένα... κάθε φορά που αγόραζα μια γυναίκα ένιωθα ότι αγόραζα εσένα... γιατί είσαι μια φτηνή πουτάνα και τίποτα άλλο... είσαι ένα κακομαθημένο πορνίδιο που νομίζει ότι μπορεί να αποκτήσει τα πάντα με μια χρυσή κάρτα... αλλά το μοναδικό πράγμα που θέλησε να αποκτήσει πραγματικά... δεν θα το αποκτήσει ποτέ»

«άφησε με να φύγω τώρα» του είπα μέσα απο τα δόντια μου και γέλασε δυνατά

«όχι μικρή ανόητη... δεν πρόκειται να σε αφήσω αν δεν τελειώσω μαζί σου... ήθελες να με εξευτελίσεις... νόμιζες ότι με ένα χαζοσυμβόλαιο θα με έκανες να σταματήσω την οργή μου... νόμιζες ότι δεν ήμουν ικανός να πω μπροστά στους δικούς μου όλα όσα ξέρουν ήδη απλά δεν το έχουν επιβεβαιώσει... νομίζεις ότι όλα αυτά θα με σταματήσουν απο το να σε κάνω να πληρώσεις ακριβά όσα μου έχεις κάνει?»

«όχι δεν το πίστεψα ποτέ» του είπα ψυχρά

«τότε γιατί το έκανες?»

«γιατί πίστευα ότι έτσι θα μπορούσα να έχω μια ευκαιρία να σου δείξω ποια πραγματικά είμαι... ήθελα να σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία να με μάθεις... πίστευα ότι πραγματικά υπήρχε ελπίδα και για σένα... όπως υπήρχε ελπίδα για μένα»

«υπήρχε ελπίδα Μπέλα... αλλά εσύ τα παράτησες πριν καν αρχίσεις»

«πριν καν αρχίσω» επανέλαβα ειρωνικά

«δεν πάλεψες για μένα... δεν προσπάθησες καν να με πλησιάσεις... δεν έκανες τίποτα απολύτως»

«άφησες κανέναν να σε πλησιάσει?... γύρισα στην επίθεση... κάθε φορά που σε κοίταγα ένιωθα ότι θα με σκοτώσεις με το βλέμμα σου και περίμενες ότι θα μπορέσω ποτέ να βρω το κουράγιο να σε πλησιάσω?... με ποια λογική???»

«αν με αγαπούσες αρκετά θα έβρισκες τον τρόπο... είπε σφίγγοντας το σαγόνι του πεισματικά... είχες πολλές ευκαιρίες να το κάνεις... αλλά ποτέ σου δεν με αγάπησες»

«δεν μπορείς να ξέρεις αν σε αγάπησα ή όχι»

«τότε γιατί ήρθες εδώ και καλά για να μου δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία ενώ ο γκόμενος σου έμεινε πίσω να σε περιμένει?... τα συζητάτε μαζί και γελάτε κρυφά μαζί μου?... αυτή είναι η δεύτερη ευκαιρία που θα μου έδινες?»

«Έντουαρντ τα έχεις παίξει τελείως??? Δεν είμαι τόσο χαζή ώστε να εκθέτω την ζωή μου αριστερά και δεξιά»

«τότε γιατί ο γκομενούλης σου ήθελε να έρθει να δει αν είσαι καλά?»

«γιατί ξέρει ότι αυτή η μέρα... λόγο του θανάτου της μητέρας μου... με κάνει να χάνω τα λογικά μου... και το μόνο που ήθελε ήταν να μου συμπαρασταθεί... και δεν είναι γκόμενος μου... για τόσο φτηνή με έχεις?»

«του λες ότι τον αγαπάς και περιμένεις να πιστέψω ότι είναι μόνο φίλος σου?»

«και στην Άλις λέω ότι την αγαπώ... τώρα θα μου πεις ότι είμαι και λεσβία?»

«μην μου τα γυρίζεις εμένα... φώναξε μέσα στο αυτί μου, είχε βγει εκτός εαυτού... πόσοι ξέρουν για μας?»

«μόνο η Άλις»

«δεν σε πιστεύω» είπε μέσα απο τα δόντια του

«θες να μάθεις τον λόγο που έφυγα?» του γύρισα την κουβέντα γιατί αυτό δεν οδηγούσε πουθενά... και ακόμα δεν είχα πει τον τελευταίο μου λόγο.

«όχι»

«εσύ χάνεις» του απάντησα και ανασήκωσα με δυσκολία τους ώμους μου αφήνοντας το κεφάλι μου να πέσει πάνω στο στερνό του ανάλαφρα... κοιτώντας πέρα μακριά στην παραλία... δεν είχε τίποτα άλλο να με κατηγορήσει και κανονικά αυτή η κουβέντα θα έπρεπε να τελειώσει εδώ... αλλά δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα και ο εκνευρισμός του δεν είχε μειωθεί ούτε στο ελάχιστο για να με αφήσει να φύγω.

«αυτά ήταν όλα?» τον προκάλεσα και σήκωσα την ματιά μου για να αντικρίσω την δική του... έβραζε απο θυμό αλλά δεν ήξερε πως να συνεχίσει.

«πάμε» είπε ξαφνικά και με έπιασε απο την μέση και άρχισε να με οδηγεί προς το ξενοδοχείο

«που ακριβώς πάμε?» ρώτησα ανάλαφρα αν και ήξερα ήδη την απάντηση.

«θα ξεφτιλιστώ που θα ξεφτιλιστώ... ας το ευχαριστηθώ τουλάχιστον... εξαιτίας σου έχω να εκτονωθώ δύο μήνες... καιρός είναι να τιμωρηθεί η σωστή γυναίκα και όχι ένα υποκατάστατο της... συνέχισε να ψιθυρίζει μέσα στο αυτί μου και άρχισα να γελάω... πολύ σύντομα θα σου κοπεί το γέλιο... αυτό σου το υπόσχομαι» είπε με τραχιά φωνή και με έβαλε μέσα στο ασανσερ.

«και νομίζεις ότι τώρα φοβήθηκα?» τον προκάλεσα και του ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

«και μετά λες εμένα ανώμαλο» μου αντιγύρησε και ήξερα ακριβώς τι εννοεί... όταν ήταν εκτός εαυτού ήμουν τόσο άνετη μαζί του και όταν ήταν ήρεμος με φρίκαρε τελείως... αν αυτό δεν είναι ανωμαλία τότε τι είναι???

Γέλασα δυνατά και κούνησα το κεφάλι μου... με τράβηξε απο την μέση και όταν μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο με πέταξε πάνω στο κρεβάτι και ήρθε απο πάνω μου υποχρεώνοντας τα χεριά μου να πάνε πάνω απο το κεφάλι μου και με κοίταξε απειλητικά.

«νομίζεις ότι μπορείς να με ρεγουλάρεις?» με ρώτησε με άγριο ύφος

«ωωω... είμαι σίγουρη γι αυτό» του είπα ακόμα γελώντας και άρχισε να με φιλάει άγρια δαγκώνοντας τα χείλια μου σε σημείο να τα ματώσει.

Δεν του αντιστεκόμουν... δεν έκανα καμία κίνηση να απελευθερωθώ... απολάμβανα τόσο πολύ αυτή την στιγμή ανταποκρινόμενη σε κάθε του κίνηση αλλά εκείνος δεν σταματούσε... με το ένα του χέρι συγκρατούσε τα δύο δικά μου και με το άλλο του χέρι ξέσφιξε την γραβάτα του και την έδεσε στους καρπούς μου χωρίς να σταματήσει να με φιλάει.

«τώρα θα σου κοπεί το γέλιο» είπε μέσα απο τα δόντια του και αφού με γύρισε μπρούμυτα, έδεσε τα χέρια μου στο κεφαλάρι του κρεβατιού και έφυγε απο το κρεβάτι.

Αφουγκραζόμουν τις κινήσεις του χωρίς να μπορώ να τον δω... όταν ήρθε και πάλι κοντά μου άρχισε να μου σκίζει το φόρεμα με ένα στιλέτο ενώ το πέρναγε απο το σώμα μου γδέρνοντας με.

«μμμ... κύριε Κάλεν προσπαθείτε να με ερεθίσετε?» τον ρώτησα με βαθιά φωνή και με μια απότομη κίνηση έσκισε το ύφασμα και έκοψε το σουτιέν και το σλιπάκι μου με το στιλέτο περνώντας το χέρι του από όλην την επιφάνεια της πλάτης μου και όταν έφτασε στους γλουτούς μου τους σαλιάρισε δυνατά.

«οουουου... έτσι μωρό μου... συνέχισα αφήνοντας ένα βογκητό... κάψε με τελείως» του είπα και με έπιασε απο τα μαλλιά και με τράβηξε προς τα πίσω

«δεν με πείθεις»

«γιατί δεν ελέγχεις την υγρασία μου... εκείνη θα σε πείσει» τον προκάλεσα και έβαλε απότομα το χέρι του βαθιά μέσα μου και τώρα ήταν η σειρά του να βογκήξει.

«Χριστέ μου Μπέλα... πότε πρόλαβες?» φώναξε θυμωμένα και γέλασα δυνατά.

«εγώ σου το είπα ότι ξέρεις να ικανοποιείς τις γυναίκες... εσύ δεν θέλεις να το πιστέψεις»

«δώσε μου έναν πειστικό λόγο να μην σε σκοτώσω αυτήν την στιγμή» απείλησε

«αν με σκοτώσεις... δεν θα έχεις άλλη δικαιολογία να κακοποιείς αθώα κοριτσάκια, μιας και που θα έχεις πάρει την εκδίκηση σου απο την μοναδική γυναίκα που ήθελες πραγματικά να εκδικηθείς... αυτός σου κάνει?» του απάντησα με ύφος και βγάζοντας το χέρι του απο μέσα μου το έφερε στο στόμα μου.

«ρούφα το» απαίτησε και ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι παιχνιδιάρικα άρχισα να ρουφάω τα δάχτυλα του με δύναμη και την στιγμή που πέρασα την γλώσσα μου ανάμεσα απο τα δάχτυλα του, έκλεισε τα μάτια απο ευχαρίστηση... του δάγκωσα παιχνιδιάρικα τα δάχτυλα και ανοίγοντας απότομα τα μάτια του μου άστραψε ένα χαστούκι.

«σου αρέσει να παίζεις στην κόψη του ξυραφιού σωστά?... ρώτησε και κρατώντας σφιχτά τα μαλλιά μου με ανάγκασε να τον κοιτάξω ξανά... όταν αγαπάει κάποιος... κάνει τα πάντα... εσύ δεν με αγάπησες ποτέ... δεν έκανες τίποτα»

«εσύ τι έκανες για μένα?... αν λες πως με αγαπάς... τι έκανες για να με διεκδικήσεις... τι έκανες Έντουαρντ?»

«δεν σου άξιζε η αγάπη μου... για ποιον λόγο να πάλευα?»

«ούτε και η δική μου... αλλά προσπάθησα... και δεν μπορείς να το αρνηθείς... ήρθα να σε βρω... εσύ δεν με έψαξες ποτέ... προσπάθησα να σε καταλάβω... εσύ δεν ήθελες να μάθεις τίποτα για μένα... είμαι εδώ... εσύ συνεχίζεις να είσαι απών»

«νομίζεις ότι θα με συγκινήσεις?»

«νομίζεις ότι με τρομάζεις?»

«δεν άξιζε να παλέψω για σένα... γιατί είσαι πιο φτηνή και απο τις κοινές που ψώνιζα»

«θα πάει μακριά η βαλίτσα... έχω αρχίσει και νυστάζω»

«μμμμ... όντως την βρίσκεις με τον κίνδυνο»

«μμμμ... όντως έχεις μεγάλο πρόβλημα να παραδεχτείς ότι ο μόνος λόγος τελικά που με μίσησες ήταν μόνο γιατί σε αγάπησα... δεν ήθελες την αγάπη μου Έντουαρντ και όλα τα άλλα τα ακούω βερεσέ... δεν ήθελες να παλέψω για σένα... γιατί ήξερες ότι θα σε κερδίσω... θέλεις να με κάνεις να σε μισήσω... για να μην σε γιατρέψει η αγάπη μου... δεν θέλεις να γιατρευτείς Έντουαρντ... θέλεις να μείνεις πνιγμένος μέσα στο μίσος... και αυτό είναι όλο σου το πρόβλημα... φοβάσαι να είσαι κοντά μου... αλλά ταυτόχρονα δεν μπορείς να μείνεις μακριά μου»

«πιστεύεις ότι φοβάμαι να μείνω μακριά σου?» είπε ειρωνικά και γέλασε δυνατά.

«δεν μπορείς να μείνεις μακριά μου... δεν ξέρεις πως να ζήσεις χωρίς την αγάπη μου... γιατί με έφερες εχθές στο κρεβάτι?»

«ήθελα να σου κάνω τον καλό»

«όχι Έντουαρντ... ήθελες να έρθω για να κοιμηθείς στην αγκαλιά μου... γιατί δεν μπορείς χωρίς αυτήν πια... τι σε έκανε σήμερα συγκεκριμένα να αποκαλύψεις ποιος ήταν ο λόγος που με έφερες εδώ?»

«γιατί ξέρω ότι είναι η χειρότερη σου μέρα»

«όχι Έντουαρντ... γιατί νόμιζες ότι ο Τζέικ είναι γκόμενος μου... και η ζήλια σου σε έκανε να ξεσκεπαστείς... φοβάσαι να με χάσεις Έντουαρντ... παραδέξου το»

«δεν έχω να παραδεχτώ τίποτα... γιατί δεν φοβάμαι να σε χάσω»

«τότε λύσε με και άσε με να φύγω»

«όχι τόσο εύκολα... δεν έχω τελειώσει μαζί σου»

«τότε κάνε ότι είναι να κάνεις και τελείωνε... γιατί έχω και μια πτήση να προλάβω»

«θα το βάλεις πάλι στα πόδια όπως και τότε?... χα πόσο δίκιο είχα»

«τι θες απο μένα Έντουαρντ... τι είναι αυτό που πραγματικά θες???... θες να μείνω για να παλέψω???... γιατί???... για ποιον???... πάντα μόνη μου παλεύω Έντουαρντ και εσύ είσαι πάντα απών... θες να σε διεκδικήσω... απόδειξε το... δεν θες?... τελείωνε ότι είναι να κάνεις γρήγορα και μετά ξέχνα με για πάντα»

Με άφησε απο το κράτημα του και πήγε στο παράθυρο... έβαλε το χέρι του πάνω στο τζάμι και κοίταξε μακριά, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις του.

«ήξερα ποια ήσουν... δεν ήμουν σίγουρος στην αρχή αλλά μετά το τηλεφώνημα επιβεβαιώθηκα... πίστευα ότι αν σε εκδιωκόμουν θα μπορούσα να σε ξεπεράσω... αλλά έκανα τόσο λάθος... πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε το κεφάλι του πάνω στην μπουνιά του... πίστευα ότι θα ερχόσουν να με βρεις... έστω για να με εκβιάσεις... όταν όμως κατάλαβα ότι δεν θα ξαναγύριζες... με έκανες έξαλλο... ήθελα να σε μειώσω... ήθελα να σε κάνω να νιώσεις το μίσος που ένιωθα και εγώ... όταν μου είπες ότι δεν θες να κάνεις έρωτα μαζί μου... κούνησε το κεφάλι του και πήρε μια βαθιά αναπνοή... πρώτη φορά... ήθελα... να κάνω έρωτα σε μια γυναίκα και εσύ είπες όχι» γέλασε θλιμμένα

«και όταν δέχτηκα... γιατί τα κατέστρεψες όλα?» τον ρώτησα και γύρισε προς το μέρος μου.

«δεν ξέρω να κάνω έρωτα Μπέλα... δεν έχω κάνει έρωτα ποτέ στην ζωή μου... θόλωσα... δεν ήξερα τι έκανα... απο την μια σε ήθελα τόσο πολύ... απο την άλλη... ακούμπησε το σώμα του πάνω στο τζάμι και γύρισε το πρόσωπο του απο την άλλη μεριά.

«απο την άλλη?» τον παρότρυνα και γύρισε πάλι προς το μέρος μου και ήρθε κοντά μου... έβαλε τα χέρια του πάνω στην γραβάτα του και άρχισε να την λύνει

«θα σε αφήσω να φύγεις... αλλά σε παρακαλώ μην φύγεις πριν το πρωί» είπε και μου έκανε χώρο για να γυρίσω.

Γύρισα προς την μεριά του και τον κοίταξα μέσα στα μάτια...

«απο την άλλη?» επέμενα και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«έχεις δίκιο... δεν θέλω να σταματήσω να μισώ τον εαυτό μου... γι αυτό είναι καιρός να σταματήσω να σε πληγώνω... δεν θέλω να παλέψεις για μένα Μπέλα... θέλω να φύγεις μακριά μου» είπε και σηκώθηκε απο το κρεβάτι και πήγε προς την πόρτα... σταμάτησε μόνο για μια στιγμή και γύρισε πάλι προς το μέρος μου.

«μην φύγεις πριν το πρωί» παρακάλεσε και βγήκε στον διάδρομο χωρίς να περιμένει την απάντηση μου

Η αγάπη σου με σκοτώνει "10. Η κατάκτηση"




Όταν έφτασα στο μπαράκι του ξενοδοχείου έκατσα σε ένα απο τα ψηλά σκαμπό στο μπαρ και παράγγειλα ένα ουίσκι ανάβοντας ένα τσιγάρο για να ηρεμήσω... δεν πέρασε πολύ ώρα και ο Έντουαρντ ήρθε δίπλα μου με απολογητικό ύφος.

«μπορώ?» ρώτησε και τον κοίταξα ανασηκώνοντας το φρύδι μου, χωρίς να του απαντήσω... γύρισα μπροστά και πήρα άλλη μια ρουφηξιά απο το τσιγάρο και κράτησα τον καπνό για λίγο μέσα μου πριν τον αφήσω βγει απο τα χείλια μου.

«δεν ήξερα ότι καπνίζεις» έκανε μια προσπάθεια να ανοίξει κουβέντα και πήρα μια ρουφηξιά απο το ποτό μου.

«αλήθεια Έντουαρντ... πόσα ξέρεις για μένα?... του χτύπησα στην μούρη... μην κάνεις τον κόπο να το παίξεις καλός... δεν έχω τα νεύρα για να σε αντιμετωπίσω με ψυχραιμία» συνέχισα και παίρνοντας άλλη μια ρουφηξιά απο το τσιγάρο μου το έσβησα και συνέχισα να τον αγνοώ πίνοντας το ποτό μου.

«συγνώμη... είπε ξαφνικά και έβαλα τον αγκώνα μου πάνω στον πάγκο και αφού άφησα απαλά το πρόσωπο μου πάνω στην παλάμη μου γύρισα και τον κοίταξα ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι... ξέρω ότι είμαι ένα τέρας... συνέχισε και το ύφος του ήταν τόσο προβληματισμένο... και ξέρω ότι δεν σου αξίζω... αλλά... πήρε μια βαθιά αναπνοή... θέλω να σε μάθω»

«την βρίσκεις με τον πόνο του άλλου έτσι δεν είναι?»

«όχι με τον δικό σου» τον κοίταξα δύσπιστα

«ναι καλά... μας έπεισες τώρα» του είπα και γύρισα την ματιά μου προς την άλλη μεριά και έβαλε το χέρι του πάνω στο σαγόνι μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Μπέλα... ειλικρινά σου ζητώ συγνώμη... για όσα σου έκανα»

«τι άλλαξε?» τον ρώτησα αυστηρά και χαμογέλασε.

«γιατί με άφησες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου?» με ρώτησε πίσω και έσμιξα τα φρύδια μου

«που κολλάει αυτό?»

«μπορείς να μου απαντήσεις?» με ρώτησε παρακλητικά... πήρα μια βαθιά αναπνοή και ήπια άλλη μια γουλιά απο το ποτό μου.

«όσο και να θέλω να σε σκοτώσω... δεν μπορώ να σε βλέπω να υποφέρεις» παραδέχτηκα τελικά και γύρισα να δω το ύφος του.

«το ίδιο και εγώ... είπε και μου χαμογέλασε... έλα πάμε απάνω... είπε ξαφνικά και πήρε το ποτήρι μου απο τα χέρια... αυτό δεν σου προσφέρει τίποτα... συνέχισε και μου έτεινε το χέρι του και τον κοίταξα με απορία... Μπέλα χαλάρωσε... ξεχνάς ότι έχω υπογράψει το συμβόλαιο?... δεν μπορώ ούτε να ανασάνω αν δεν πάρω την άδεια σου... τι έχεις να φοβηθείς?»

«τότε γιατί ανασαίνεις ακόμα?» τον ρώτησα ειρωνικά και κράτησε την αναπνοή του και έμεινε να με κοιτάζει.

Τον κοίταζα και δεν το πίστευα ότι έκανε κάτι τέτοιο... του έδωσα μια απαλή μπουνιά στον ώμο του και ανασήκωσε το φρύδι του.

«κόψε την πλάκα» του είπα και γέλασα απαλά

«θα έρθεις?» με ρώτησε και μου έδωσε πάλι το χέρι του.

«έχω επιλογή?»

«όχι» είπε και άρπαξε το χέρι μου και με κατέβασε απο το σκαμπό... τύλιξε το ελεύθερο του χέρι γύρω απο την μέση μου και με οδήγησε προς το ασανσερ.

«τι άλλαξε?» τον ρώτησα με πραγματική περιέργεια.

«κοιμήθηκα καλά» είπε με ένα χαμόγελο και με έβαλε μέσα στο ασανσερ... έμεινα με ανοιχτό το στόμα να τον κοιτάζω με δυσπιστία.

«είσαι ανώμαλος» του πέταξα πάλι και άρχισε να γελάει δυνατά περνώντας το χέρι του μέσα απο τα μαλλιά του.

Όταν γυρίσαμε στο δωμάτιο άρχισε να ξεντύνετε και έμεινα να τον κοιτάζω ακόμα... δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν αληθινό... μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι επειδή κοιμήθηκε καλά στην αγκαλιά μου αυτό έκανε την καρδιά του να μαλακώσει... μου ήταν αδύνατον να το πιστέψω... δεν ήξερα τι να πιστέψω... με φρικάρει τελείως.

«θα ξαπλώσεις με τα ρούχα?» με ρώτησε την ώρα που ξάπλωσε και με κοίταξε χαμογελώντας.

«για να είμαι ειλικρινής δεν το βρίσκω άσχημη ιδέα, αυτήν την στιγμή»

«νόμιζα ότι σε ενοχλούν τα ρούχα όταν κοιμάσαι»

«τι ετοιμάζεις?» ρώτησα τελικά και γέλασε δυνατά.

«Μπέλα... είπε γελώντας ακόμα... δεν σε φρικάρω όταν είμαι στα πρόθυρα της τρέλας και σε φρικάρω όταν είμαι ήρεμος?»

«τι σχεδιάζεις Κάλεν?» του είπα ζαρώνοντας τα φρύδια μου πλησιάζοντας τον απειλητικά.

«έλα εδώ» είπε ήρεμα και άνοιξε την αγκαλιά του.

«προτιμώ να μείνω εδώ που είμαι» του είπα και γέλασε πάλι δυνατά.

«Μπέλα... δεν πρόκειται να σου κάνω την χάρη να πέσω στα γόνατα σου... αν θες να ξαπλώσεις ξάπλωσε αν όχι... εκεί είναι ο καναπές... καληνύχτα» είπε και γύρισε πλευρό βάζοντας το χέρι του κάτω απο το κεφάλι του και ξεφύσησε απελπισμένα.

Τον κοίταζα καλά καλά... κάτι ετοίμαζε είμαι σίγουρη... δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ... όχι ξανά... έβγαλα τα ρούχα μου και πήγα στην άκρη του κρεβατιού ακόμα αναποφάσιστη... γιατί μου τα κάνει όλα αυτά???... ξάπλωσα γυρίζοντας του την πλάτη και προσπάθησα να χαλαρώσω αλλά μου ήταν αδύνατον... αυτός ήταν ικανός να με πνίξει στον ύπνο μου... μου αρέσει που λέω εκείνον ανώμαλο... μπορώ να χειριστώ τον θυμό του αλλά όταν είναι τόσο ήρεμος... Χριστέ μου με τρομάζει πάρα πολύ.

Έκλεισα τα μάτια και αποφάσισα να ηρεμήσω και να κοιμηθώ... τι μπορούσε άλλωστε να μου κάνει... πριν με πάρει ο ύπνος άρχισε πάλι να παλεύει... τελευταία στιγμή γλύτωσα την αγκωνιά του στα πλευρά μου πέφτοντας στο πάτωμα για να την αποφύγω... πήρα μια βαθιά ανάσα και ανέβηκα πάλι στο κρεβάτι... προσπάθησα να τον ξυπνήσω αλλά δεν ανταποκρινόταν... την στιγμή που γύρισε προς το μέρος μου τον ακινητοποίησα και τον κράτησα στην αγκαλιά μου και τότε πήρε μια βαθιά ανάσα και ηρέμησε.

Καθόμουν ακίνητη και του χάιδευα τα μαλλιά και εκείνος έσφιγγε τα χέρια του γύρω μου περισσότερο... με είχε ανάγκη όπως τον είχα και εγώ... αλλά ήταν ικανός να το παραδεχτεί?... μήπως αυτό προσπαθούσε να μου πει τόση ώρα?... γιατί πρέπει να είναι πάντα τόσο μυστήριος?... Χριστέ μου το ορκίζομαι ότι θα με τρελάνει.

Τα χάδια του και τα φιλιά του άρχισαν να με ξυπνάνε και ένα βογκητό ξέφυγε απο τα χείλια μου και όταν άνοιξα τα μάτια μου, εκείνος σταμάτησε.

«καλημέρα» είπε μελιστάλαχτα και τον κοίταζα με περιέργεια.

«καλημέρα» είπα με βαθιά φωνή απο τον ύπνο και μου χαμογέλασε... σηκώθηκε για να πάει στο μπάνιο και έβαλα τους αγκώνες μου πάνω στο στρώμα για τον κοιτάξω που απομακρύνονταν  σιγοτραγουδώντας.

Έδειχνε να έχει τα κέφια του, τώρα αυτό ήταν καλό?... ή να αρχίσω να ανησυχώ???... ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια βάζοντας το χέρι μου πάνω στα μάτια μου για να τα σφραγίσω... το νερό στο μπάνιο έκλεισε και αμέσως μετά άνοιξε η πόρτα και ένιωσα την παρουσία του στο δωμάτιο... το άρωμα του πλημμύρισε τις αισθήσεις μου και προσπάθησα πολύ σκληρά να μην δείξω το πόσο με επηρέασε αυτό... το χέρι του αφαίρεσε το δικό μου απο τα μάτια μου και τα άνοιξα για να τον αντικρίσω.

«θα έδινα τα πάντα για να μάθω τις σκέψεις σου»

«δεν παίζω πια αυτό το παιχνίδι» του είπα και πήρα το χέρι μου απο το δικό του και αναστέναξε παραμερίζοντας τα μαλλιά μου απο το πρόσωπο μου χωρίς να αφήνει την ματιά μου.

«το μπάνιο είναι ελεύθερο... οι δικοί μου μας περιμένουν για πρωινό»

«σε ένα τέταρτο θα είμαι έτοιμη» είπα και ανασήκωσα το σώμα μου και έκανε πιο πίσω για να μου δώσει το ελεύθερο να σηκωθώ.

Κλείστηκα μέσα στο μπάνιο και προσπάθησα να ηρεμήσω την ταχυπαλμία μου... γιατί έχω ένα κακό προαίσθημα για όλα αυτά?... θέλω να πιστέψω ότι όντως κάτι άλλαξε μέσα του... αλλά δεν μπορώ.

Όταν βγήκα απο το μπάνιο ήταν αραχτός στον καναπέ, έτοιμος και ντυμένος να με περιμένει... ακόμα και με την πετσέτα του μπάνιου ένιωθα την ματιά του να με γδύνει... άνοιξα την ντουλάπα και έβγαλα ένα απλό άσπρο φόρεμα με μια κόκκινη κορδέλα που έδενε κάτω απο το στήθος μου και έπεφτε απάνω μου ριχτό σε άλφα γραμμή... έβγαλα και τα κόκκινα ψηλοτάκουνα παπούτσια μου και αφού φόρεσα τα δαντελωτά μου άσπρα εσώρουχα άρχισα να ντύνομαι και τον είδα απο το καθρέφτη που τσέκαρε κάθε μου κίνηση.

«το απολαμβάνεις?» τον ειρωνεύτηκα την στιγμή που έκατσα μπροστά απο τον καθρέφτη και άρχισα να μακιγιάρομαι.

«δεν φαντάζεσαι πόσο» είπε με βαθιά φωνή και την ώρα που τέντωσε το κορμί του, ο ερεθισμός του τεντώθηκε έτοιμος να εκραγεί.

«χαίρομαι... γιατί είναι το μόνο που θα έχεις απο μένα» του απάντησα και την στιγμή που έβαλα την μάσκαρα άρχισα να ψάχνω για το κόκκινο μου κραγιόν που ήξερα πολύ καλά ότι ήταν το κόκκινο πανί του.

Όταν αγόραζε κάποια κοπέλα απαιτούσε να φοράει κόκκινο κραγιόν και ήξερα ότι το έκανε επίτηδες γιατί αυτό το χρώμα τον εκνεύριζε... μόλις το πέρασα στα χείλια μου τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου που όλη του η έκφραση άλλαζε και ξαφνικά άλλαξε στάση στο σώμα του και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα σηκώθηκε και έβαλε το σακάκι του.

«έτοιμη?» ρώτησε έχοντας την πλάτη του γυρισμένη.

«ναι» του απάντησα και αφού έβαλα στην κόκκινη μου τσάντα το κινητό και το πορτοφόλι μου την έβαλα κάτω απο την μασχάλη μου και διόρθωσα το κραγιόν μου, ικανοποιημένη απο το αποτέλεσμα.

Όταν κατεβήκαμε στο τραπέζι ήταν ακόμα ήρεμος και χαμογελαστός αλλά εμένα δεν με ξεγελούσε... το χέρι του στην μέση μου έσφιγγε λίγο περισσότερο απο το κανονικό και εγώ κρατιόμουν πολύ για να μην χαμογελάσω... όχι που θα με ξεγελάσεις... σκέφτηκα με ικανοποίηση και χαιρέτησα του δικούς του.

Το πρωινό ήταν ανάλαφρο μέχρι την στιγμή που χτύπησε το κινητό μου...

«Τζέικ... είπα και ο Έντουαρντ δίπλα μου τσιτώθηκε... συγνώμη... είπα και σηκώθηκα απο το τραπέζι για να μιλήσω πιο άνετα... βγήκα στο λόμπι και άρχισα να μιλάω μαζί του ήρεμα... συγνώμη με πήρε ο ύπνος και δεν κατάφερα να σε ξαναπάρω... ναι είμαι μια χαρά μην ανησυχείς... όχι μόλις τώρα τελειώσαμε το πρωινό μας και δεν ξέρω τι θα κάνω αργότερα... οκ θα τα πούμε σε ευχαριστώ που ανησυχείς για μένα... και εγώ σ’ αγαπώ» του είπα γλυκά και την στιγμή που πάτησα το κουμπί του μπλουτουθ για να τερματίσω την κλίση γύρισα απο την άλλη μεριά και έπεσα πάνω στον Έντουαρντ... αναπήδησα και σήκωσα την ματιά μου για να αντικρίσω την ματιά μου... έβραζε απο θυμό και δεν έκανε καν τον κόπο να το κρύψει.

«όλα καλά?» ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον

«μια χαρά... εσύ?» τον ρώτησα στο ίδιο ύφος με το δικό του και τον είδα να σφίγγει το σαγόνι του.

«ποιος είναι αυτός ο Τζέικ?» είπε ευθέως χωρίς να κρύβει ποια τον εκνευρισμό του.

«δεν είμαι υποχρεωμένη να σου δώσω εξηγήσεις» του αντιγύρισα και με έπιασε απο τον αγκώνα και έγειρε προς το μέρος μου.

«είναι ο γκόμενος σου?... είπε μέσα απο τα δόντια του και γέλασα... απαιτώ να μου πεις... είπε και έσφιξε το χέρι μου πιο δυνατά... έχεις γκόμενο και δέχτηκες να έρθεις στο ταξίδι?»

«και εσένα τι σε νοιάζει... μήπως έχουμε κανονική σχέση και φοβάσαι μήπως σε απατώ???... μαζέψου Έντουαρντ και πάρε το χέρι σου απο πάνω μου... εκτός αν έχεις όρεξη για πρωινές εξομολογήσεις και απλά ξέχασες να με ενημερώσεις» του είπα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου περιμένοντας την αντίδραση του και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άφησε το χέρι μου και έκανε ένα βήμα πίσω.

Γυρίσαμε στο τραπέζι και ήμουν πολύ άσχημα ψυχολογικά ώστε να μπορέσω να κρύψω τον εκνευρισμό μου... η Έσμε έπιασε αμέσως την ατμόσφαιρα και άρχισε να μας κοιτάει καλά καλά.

«όλα καλά?... με ρώτησε ψιθυριστά και κούνησα το κεφάλι μου πίνοντας άλλη μια γουλιά απο τον καφέ μου... τότε γιατί έχεις αυτό το ύφος?» με προκάλεσε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«τι ύφος έχω δηλαδή» απάντησα προσπαθώντας να ηρεμήσω για να μην της δώσω άλλη λαβή για να συνεχίσει αλλά η απάντηση της ήρθε και με κάρφωσε στην καρδιά

«είναι σαν να έχει πεθάνει κάποιος» είπε και αφήνοντας άτσαλα το φλιτζάνι πάνω στο πιάτο, ο καφές πετάχτηκε και εγώ αναπήδησα για να μην λερωθώ αναπνέοντας γρήγορα.

Έμεινα για λίγο ακίνητη για να ελέγξω τα συναισθήματα μου και τα χέρια του Έντουαρντ στο πρόσωπο μου με ξάφνιασαν.

«είσαι καλά?» ρώτησε με ενδιαφέρον και γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος του και τον κοίταξα αποπροσανατολισμένα.

«εεε... ναι... είπα με τρεμάμενη φωνή και έκανα να σηκωθώ... με συγχωρείτε» είπα μόνο και άρχισα να τρέχω... ήθελα να ξεφύγω... ήθελα οπωσδήποτε να πάρω καθαρό αέρα... ένιωθα να πνίγομαι.

Πέρασα όπως, όπως απέναντι τον δρόμο με τα αυτοκίνητα να κορνάρουν περνώντας με δύναμη απο δίπλα μου και όταν έφτασα στο απέναντι πεζοδρόμιο σταμάτησα μπροστά στον τοίχο που χώριζε τον δρόμο απο τον ποτάμι και αφού έβαλα τα χέρια μου πάνω του λύγισα το σώμα μου μπρος τα πίσω και άφησα τα δάκρυα να ξεφύγουν σφίγγοντας τα δόντια μου.

Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου... αυτή η μέρα με είχε στιγματίσει για πάντα... και κάθε χρόνο τέτοια μέρα δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου... το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω μακριά... να φύγω μακριά απο όλους και απο όλα... ήθελα να μείνω μόνη μου και να αφήσω όλον μου τον πόνο να ξεσπάσει.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "9. Η κατάκτηση"



Δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχαν περάσει ώρες ή λεπτά... ένιωθα τόσο κουρασμένη που δεν ήθελα να ξυπνήσω... αλλά τα απαλά χάδια και τα τρυφερά φιλιά με έκαναν να βογκήξω και ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον Έντουαρντ να μου χαμογελά.

«τι νομίζεις ότι κάνεις?» τον ρώτησα εκνευρισμένη

«τίποτα» είπε αδιάφορα και ανασήκωσε τους ώμους του.

«δεν φαίνεται για τίποτα αυτό... μήπως έχεις όρεξη για πρωινές εξομολογήσεις?»

«σίγουρα όχι» δήλωσε αυστηρά

«τότε πάρε τα χέρια σου απο πάνω μου πριν τα πάρω τελείως»

«γιατί με άφησες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου?» ρώτησε σοβαρός

«δεν το κατάλαβα ότι το είχα κάνει... λογικά θα έπεσες στην αγκαλιά μου όταν κοιμόμουν»

«δεν το νομίζω»

«τι θες πρωί πρωί?» τον ρώτησα έξαλλη

«γιατί με άφησες να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου» επανέλαβε αυστηρά και ξεφύσησα

«γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να με αφήσεις να κοιμηθώ... σε κάλυψα τώρα?»

«όχι» γύρισα και κοίταξα την ώρα... Χριστέ μου ήταν 7 η ώρα το πρωί που σημαίνει ότι είχα κοιμηθεί μόνο 2 ώρες

«έχω κοιμηθεί μόνο δύο ώρες σε παρακαλώ αν έχεις όρεξη για κουβέντα βρες άλλον να δουλέψεις... εγώ νυστάζω» του είπα και γυρίζοντας την πλάτη μου έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να χαλαρώσω αλλά ήταν πλέον αργά... με είχε ξυπνήσει για τα καλά.

«όπως θες» είπε και σηκώθηκε... με την άκρη του ματιού μου είδα τον ερεθισμό του να είναι στα όρια του και δάγκωσα τα χείλια μου για να μην γελάσω δυνατά.

«βλέπεις κάτι που σου αρέσει... δεσποινίς Σουαν?» με ρώτησε διασκεδάζοντας το

«όχι κάτι που δεν έχω ξαναδεί» του πέταξα και γέλασε δυνατά κουνόντας το κεφάλι του

Στο πρωινό....

«Μπέλα λέω να πάω στα μαγαζιά θα έρθεις μαζί μου?» με ρώτησε η Έσμε και της χαμογέλασα

«φυσικά Έσμε μου» της απάντησα και ο Έντουαρντ έγειρε προς το μέρος μας

«χρειάζεσαι λεφτά αγάπη μου» με προκάλεσε και παίρνοντας την τσάντα μου στα χέρια μου έβγαλα την Golden card μου και του την έτριψα στην μούρη

«έχω μαζί μου το χρυσό μωρό μου... νομίζω ότι είμαι καλυμμένη»

«νόμιζα ότι δεν σου αρέσει να σπαταλάς τα λεφτά του μπαμπά σου» προσπάθησε να μου την βγει και η Έσμε τον κοίταξε αυστηρά

«ποιος σου είπε ότι είναι λεφτά του μπαμπά μου... ξέχασες ότι σου είπα ότι η μητέρα μου... μου αφήσει μια μεγάλη κληρονομιά... αυτά είναι δικά μου λεφτά» του απάντησα αθώα πεταρίζοντας τα μάτια μου και έμεινε να με κοιτάζει... με ανοιχτό το στόμα.

«συγνώμη έχεις δίκιο... το είχα ξεχάσει τελείως»

«Έσμε μου πάμε?» της είπα και έβαλα πάλι την κάρτα μου μέσα στην τσάντα μου και σηκώθηκα

«ναι χρυσό μου» είπε εκείνη αμέσως και σηκώθηκε κοιτάζοντας τον Έντουαρντ μέσα στα μάτια προειδοποιητικά... εκείνος αναγκαστικά σηκώθηκε για να με χαιρετήσει.

Με κράτησε απο το χέρι και με ανάγκασε να τον κοιτάξω... πέρασε το χέρι του στον λαιμό μου και με έφερε κοντά του... του έδωσα ένα πεταχτό φιλί και γελώντας στιγμιαία με άφησε να φύγω.

«θα σε δω στο μεσημεριανό» μου είπε γλυκά και του ένευσα χωρίς να του μιλήσω... η Έσμε είχε γίνει μπαρούτι.

Μετά τα ψώνια στον καφέ....

«Μπέλα?» μου απέσπασε η Έσμε την προσοχή μετά απο μια σύντομη σιωπή

«μμμ?» ψιθύρισα και γύρισα να την αντικρίσω

«προσπαθεί καθόλου?» ρώτησε νευρικά και ξεφύσησα

«είναι ακόμα στην άρνηση... παραδέχτηκα και κοίταξα το φλιτζάνι μου αποφεύγοντας την ματιά της... Έσμε... δεν νομίζω ότι υπάρχει ελπίδα» συνέχισα και την κοίταξα στα μάτια.

«πάντα υπάρχει ελπίδα χρυσό μου... μην απελπίζεσαι... μου είπε με βαθιά θλιμμένη φωνή και μου κράτησε το χέρι κοιτώντας με παρακλητικά στα μάτια... πάντα υπάρχει ελπίδα... επανέλαβε και πήρε μια βαθιά αναπνοή... είναι βαθιά πληγωμένος και σίγουρα είναι άδικο για σένα να φορτώνεσαι αυτό το φορτίο... αλλά είσαι η μόνη του ελπίδα... μην τα παρατήσεις αμαχητί»

«Έσμε... αν δεν το θέλει και ο ίδιος δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το ξέρεις... όσες ευκαιρίες και να του δώσω... δεν θα γίνει τίποτα»

«το ξέρω καρδιά μου... θες να»

«όχι, όχι... την διέκοψα αμέσως... δεν θέλω να ανακατευτείς... ξέρω πόσο τον αγαπάς και ξέρω ότι, ότι κάνεις το κάνεις γιατί θες να τον δεις ευτυχισμένο... αλλά Έσμε αν θες να έχουμε μια ευκαιρία σε παρακαλώ μην επέμβεις... σε παρακαλώ» το σκέφτηκε για μια στιγμή και τελικά συμφώνησε

«σου το υπόσχομαι... δεν θα ξανά ανακατευτώ... και δεν θα τον πιέσω άλλο... ίσως τελικά να φταίω και εγώ»

«Έσμε μου... μην το κάνεις αυτό... της είπα και της έσφιξα το χέρι... η αγάπη σου είναι η μόνη στήριξη που έχει... χρειάζεται την αγάπη σου όσο και να μην το δείχνει»

«σε ευχαριστώ κορίτσι μου... πραγματικά σε ευχαριστώ... ξέρεις ότι δεν τον ξεχωρίζω απο τα άλλα μου παιδιά... αλλά με πληγώνει τόσο πολύ να τον βλέπω να με κοιτάει σαν ξένη»

«το ξέρω... τι λες να του δώσουμε και οι δύο μια δεύτερη ευκαιρία?»

«θα κάνω ότι μου πεις» μου είπε σοβαρά και της χαμογέλασα

«απλά να είσαι ο εαυτός σου... της είπα και της έκλεισα το μάτι... μόνο λιγότερο διαχυτική»

«λιγότερο διαχυτική... το έπιασα» είπε και γελάσαμε μαζί.

Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο τα χέρια μου ήταν φορτωμένα με τις τσάντες και η διάθεση μου πολύ καλύτερη... το ξαφνικό τηλεφώνημα του Τζέικ όμως με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Τζέικ... τι ευχάριστη έκπληξη» αναφώνησα και πήγα προς το ασανσέρ

«Μπέλα?» άκουσα την φωνή του Καρλάηλ πίσω μου και γύρισα προς το μέρος του.

«Τζέικ περίμενε μισό λεπτό... του είπα και πήγα προς το μέρος του Καρλάηλ... Καρλάηλ συμβαίνει κάτι?» τον ρώτησα με περιέργεια.

«έχει έρθει ο Μποροντον και τώρα πηγαίνω να τον συναντήσω... θα μπορέσετε να έρθετε μαζί μας... σίγουρα θα θέλει να συζητήσουμε για την προσφορά... και ταυτόχρονα θα δειπνήσουμε κι όλας»

«ναι φυσικά... πάω να αλλάξω και σε 15 λεπτά θα είμαι μαζί σας... ο Έντουαρντ που είναι?»

«δεν ξέρω έχω ώρα να τον δω»

«θα τον πάρω τηλέφωνο και θα τον ενημερώσω εγώ... σε 15 λεπτά θα είμαστε στο τραπέζι»

«εντάξει Μπέλα, σε ευχαριστώ» είπε και χαρίζοντας μου ένα ζεστό χαμόγελο με άφησε και έφυγε.

Πήγα πάλι προς το ασανσερ και πατώντας το κουμπί συνέχισα την συνομιλία μου με τον Τζέικ που με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση.

«Τζέικ σε παρακαλώ... σου λέω ότι είμαι μια χαρά δεν χρειάζεται να έρθεις» του είπα την στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο και άφησα τις σακούλες πάνω στον καναπέ.

«με ποιον μιλάς?» άκουσα την σκληρή φωνή του Έντουαρντ πίσω μου και αναπήδησα

«ααα... εδώ είσαι εσύ?... του είπα αδιάφορα... ναι Τζέικ εδώ είναι περιμένεις λίγο σε παρακαλώ?... οκ... του είπα και γύρισα πάλι την ματιά μου προς τον Έντουαρντ... ο Καρλάηλ μου είπε ότι έχει έρθει ο Μποροντον και μας περιμένουν για δείπνο... σε 15 λεπτά να είσαι έτοιμος... συνέχισα και του γύρισα την πλάτη και άρχισα να κοιτώ τα καινούργια μου φορέματα για να αποφασίσω τι θα βάλω ενώ συνέχισα να συνομιλώ με τον Τζέικ... έλα Τζέικ συγνώμη γι αυτό... όχι σου είπα είμαι μια χαρά... σε παρακαλώ μην με φέρνεις σε δύσκολη θέση... κοίτα με περιμένουν για ένα επαγγελματικό δείπνο και πρέπει σε 15 λεπτά να είμαι κάτω να σε πάρω το απόγευμα??... ναι οκ... σε ευχαριστώ... φιλάκια» είπα και την στιγμή που έκλεισα το τηλέφωνο γύρισα και ο Έντουαρντ ήταν ακόμα εκεί να με κοιτάει με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... έτσι θα έρθεις?» τον ειρωνεύτηκα και ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

«ποιος ήταν στο τηλέφωνο?» ρώτησε ψυχρά.

«δεν νομίζω ότι είμαι υποχρεωμένη να σου απαντήσω... το άσπρο ή το θαλασσί?» τον ρώτησα κρατώντας τα δύο καινούργια φορέματα δείχνοντας του τα.

«το θαλασσί... απάντησε αλλά ακόμα δεν έκανε καμία κίνηση να πάει να αλλάξει... μόλις είχε βγει απο το ντουζ και φόραγε μόνο μια πετσέτα γύρω απο τους γοφούς του... και ήταν τόσο όμορφος... τόσο προκλητικός... του γύρισα την πλάτη και πήγα προς την συρταριέρα για να βγάλω καθαρά εσώρουχα.

«το θαλασσί τότε» του είπα και τον κοίταξα μέσα απο το καθρέπτη και χαμογέλασε στραβά

«απίστευτο... αναφώνησε... θα φορέσεις αυτό που διάλεξα?»

«γιατί όχι?... τον πείραξα και αφού άφησα τα εσώρουχα πάνω στο έπιπλο της τουαλέτας άρχισα να ξεκουμπώνομαι χωρίς να αφήνω την ματιά μου απο την δική του... ήταν φανερά ξαφνιασμένος... εσύ δεν θα αλλάξεις?» τον ρώτησα πάλι και ξεφύσησε.

«ποιος είναι ο Τζέικ?» επέμενε και γέλασα με το ύφος του... έβγαλα το φόρεμα απο πάνω μου και το άφησα πάνω στην καρέκλα χωρίς να του απαντάω... και αυτό τον νευρίασε περισσότερο... την στιγμή που έβγαλα το σουτιέν μου για να φορέσω το καθαρό με έπιασε απο το χέρι και με γύρισε προς το μέρος του

«πόσοι ξέρουν για μας?» ξέσπασε επιτέλους και είπε την ανησυχία του

«χαλάρωσε Έντουαρντ... η γη δεν γυρίζει μόνο γύρω απο σένα»

«για ποιον λόγο θέλει τότε να έρθει εδώ?»

«όχι για σένα πάντως»

«τότε γιατί είναι τόσο ανήσυχος και επίμονος»

«Έντουαρντ σε παρακαλώ... κάτω μας περιμένουν και εσύ έχεις όρεξη για αστεία?»

«δεν τελειώσαμε ακόμα»

«δεν θα μας περιμένουν αιωνίως... τράβα να ντυθείς» του είπα με το ίδιο ύφος που μου μίλαγε και εκείνος και αφού τράβηξα απότομα το χέρι μου απο το δικό του... γύρισα πάλι και άρχισα να ντύνομαι... εκείνος πήρε ένα κουστούμι απο την ντουλάπα και αφού το πέταξε πάνω στο κρεβάτι άρχισε να ντύνεται φανερά εκνευρισμένος.

Το τηλέφωνο μου χτύπησε για άλλη μια φορά ακριβώς την στιγμή που ήμουν έτοιμη και όταν κοίταξα τον αριθμό πήρα μια βαθιά ανάσα...

«μπαμπά... είπα την στιγμή που πάτησα το κουμπί του μπλουτουθ και έτριψα τους κροτάφους μου... ναι μπαμπά είμαι μια χαρά... όχι δεν σου λέω ψέματα... μπαμπά πρέπει να κλείσω σε παρακαλώ... όχι μας περιμένουν για να πάμε σε ένα επαγγελματικό δείπνο... να τα πούμε αργότερα?... και εμένα μου λείπεις μπαμπάκα... και εγώ σε αγαπώ» του είπα με βαθιά φωνή και είδα τον Έντουαρντ να κοιτάει έξω απο το παράθυρο με τα χέρια στις τσέπες και με σφιγμένο το σαγόνι του... είχε μια περίεργη θλίψη στο βλέμμα του και η αναπνοή του ήταν τόσο βαριά.... που με έκανε να θέλω να τον αγκαλιάσω... πόσο ήθελα να του πάρω τον πόνο απο πάνω του... αλλά ξέρω ότι δεν θα με αφήσει ποτέ να το κάνω.

Τα παράτησα και πλησίασα το κρεβάτι... πήρα το σακάκι του στα χέρια μου και πηγαίνοντας κοντά του τον σκούντηξα απαλά χωρίς να του πω κάτι... γύρισε προς το μέρος μου νευριασμένος και του έδειξα το σακάκι... άφησε την ανάσα του να βγει βίαια απο μέσα του και αφού έτριψε για λίγο τους κροτάφους του τελικά με άφησε να του το φορέσω... όταν το ανέβασα στους ώμους του έκανα το γύρω και πήγα μπροστά του τακτοποιώντας του τον γιακά... τον κοίταξα για μια στιγμή και με κοίταγε σμίγοντας τα φρύδια του με απορία... του έφτιαξα την γραβάτα και όταν πέρασα τα χέρια μου απο τα πέτα του και άρχισα να του κουμπώνω τα κουμπιά χαμογέλασα απαλά.

«μπορώ να μάθω το αστείο» με ρώτησε αυστηρά και χωρίς να αφήνω το χαμόγελο απο τα χείλια μου τον κοίταξα ζεστά στα μάτια.

«σκεφτόμουν ότι ότι και να φορέσεις σου πάει τόσο πολύ... είσαι πολύ όμορφος» του είπα ειλικρινά και μαλάκωσε το ύφος του ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει την ματιά μου ώστε να δει αν το εννοώ ή όχι.

«το μπλε σου πάει πολύ» ανταπέδωσε το κομπλιμέντο και του χαμογέλασα πιο πλατιά και έκανε και εκείνος το ίδιο.

«πάμε?» τον ρώτησα και μου έδειξε την πόρτα με το χέρι του και παίρνοντας την τσάντα μου απο το έπιπλο άρχισα να προχωρώ μπροστά του.

«ξέρεις καμιά φορά σκέφτομαι ότι έπαιζα σε λάθος έργο» του είπα την στιγμή που περιμέναμε το ασανσερ.

«και ποιο έργο πιστεύεις ότι θα ήταν το κατάλληλο για σένα?»

«το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος» του είπα και γέλασε δυνατά.

«σίγουρα αυτό το παραμύθι είναι γραμμένο απάνω σου» επιβεβαίωσε την στιγμή που μπήκαμε στο ασανσερ και γέλασα και εγώ.

«σίγουρα είναι» επιβεβαίωσα και τον είδα να χαλαρώνει.

«να υποθέσω ότι το στιλ ήταν επιλογή του πατέρα σου?» με πείραξε και γέλασα

«όχι ήταν δική μου... ανασήκωσε τα φρύδια του δύσπιστα... ήθελα να είμαι αποκρουστική ώστε να μην θέλει κανείς να μου κάνει παρέα» συνέχισα και με κοίταξε με απορία

«γιατί να θες κάτι τέτοιο?»

«γιατί ένιωθα ότι δεν άξιζα την φιλία κανενός... πριν έρθω στο σχολείο είχα χάσει την μητέρα μου και είχα πάθει κατάθλιψη... πίστευα ότι δεν αξίζω την αγάπη κανενός και προτιμούσα να είμαι μόνη μου» του είπα ανάλαφρα αποφεύγοντας την ματιά του

«είχες όμως την Άλις»

«και εσύ τον Έμετ» του απάντησα αυτόματα καταλαβαίνοντας που το πήγαινε... του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι εκείνη την εποχή είχαμε τα ίδια συναισθήματα.

«και σίγουρα πάλεψε πολύ σκληρά η Άλις για να σε βγάλει απο το καβούκι σου, σωστά?»

«και λίγα λες» του επιβεβαίωσα και την στιγμή που άνοιξαν οι πόρτες άρχισα να προχωρώ προς την τραπεζαρία.

«όμως τα κατάφερε» διαπίστωσε ψιθυρίζοντας στο αυτί μου

«γιατί την άφησα να με κάνει να δω το λάθος μου» του απάντησα και τον άκουσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.

Το δείπνο ήταν καλό... και όλοι ήταν ικανοποιημένοι... αφού κλείσαμε την δουλειά και πέσαν οι απαραίτητες υπογραφές τελειώσαμε το φαγητό μας και γυρίσαμε πάλι στο δωμάτιο.

«θα κάνεις τίποτα το απόγευμα?» ρώτησε με ένα περίεργο βλέμμα

«για αρχή λέω να ξαπλώσω... του είπα βγάζοντας το μπλουτουθ και τα σκουλαρίκια μου και τον κοίταξα μέσα απο τον καθρέφτη... κάποιος φρόντισε να μην κοιμηθώ καθόλου και είμαι τρομερά εξαντλημένη» του είπα και χαμογέλασε.

«θα σε αφήσω στην ησυχία σου» είπε και βγάζοντας το σακάκι του και την γραβάτα του πήγε προς την τουαλέτα και έκλεισε την πόρτα.

Όταν άλλαξα έπεσα βαριά πάνω στο κρεβάτι και μόλις έκλεισα τα μάτια μου άρχισα να χαλαρώνω... πριν προλάβει να βγει απο την τουαλέτα ο ύπνος με είχε ήδη πάρει.

ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου με έκανε να ανοίξω τα μάτια μουγκρίζοντας... το βάρος του Έντουαρντ πάνω στο στήθος μου, έκανε την πλάτη μου να πονάει... αναστέναξα βαθιά και προσπάθησα να τον απαγκιστρώσω απο πάνω μου αλλά όσο προσπαθούσα τόσο εκείνος με έσφιγγε περισσότερο με τα χέρια του και ξεφύσησα παρατώντας τα... τεντώθηκα για να πιάσω το τηλέφωνο και όταν το σήκωσα έβαλα το χέρι μου πάνω στο μέτωπο μου και άρχισα να το τρίβω για να ηρεμήσω.

«ναι... είπα με βαθιά φωνή απο τον ύπνο... ναι Έσμε μου κοιμόμαστε... απάντησα στην ερώτηση της και αναστέναξα βαριά... δεν ξέρω, τι ώρα είναι?... την ρώτησα και γύρισα την ματιά μου προς το ρολόι και κατάλαβα ότι μας είχε παραπάρει ο ύπνος... μισό λεπτό να τον ρωτήσω» της είπα και άρχισα να σκουντάω τον Έντουαρντ στον ώμο του.

«Έντουαρντ... είπα ταυτόχρονα με το σκούντημα και εκείνος μούγκρισε με πείσμα σαν παιδί που δεν ήθελε να ξυπνήσει για να πάει στο σχολείο του και γέλασα... Έντουαρντ, ξύπνα... μας πήρε ο ύπνος» προσπάθησα άλλη μια φορά και μετατοπίζοντας το σώμα του το κόλλησε περισσότερο απάνω μου σφίγγοντας με πιο πολύ.

«Έσμε δεν βλέπω να ξυπνάει... θα τα πούμε το πρωί εντάξει?» της είπα και εκείνη χαμογέλασε και αφού συμφώνησε κλείσαμε το τηλέφωνο.

«μπορείς τουλάχιστον να μην με σφίγγεις τόσο πολύ... παρακάλεσα και ένιωσα να γελάει... σοβαρά Έντουαρντ η πλάτη μου με έχει πεθάνει απο την ακινησία» σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε προσποιητά νευριασμένα.

«μπορείς να με αφήσεις να κοιμηθώ?»

«για να κοιμηθείς εσύ πρέπει να πεθάνεις εμένα???... του απάντησα με το ίδιο ύφος με το δικό του... σε παρακαλώ άσε με να γυρίσω πλευρό... πραγματικά με πονάει η πλάτη μου» τον παρακάλεσα άλλη μια φορά και τα παράτησε.

Με κράτησε απο την μέση και γύρισε απο την άλλη μεριά βάζοντας με να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του... με το ένα του χέρι κράταγε το δικό μου πάνω στο στήθος του δυνατά για να μη μπορώ να του ξεφύγω και με το άλλο μου έτριβε την πλάτη ήρεμα για να με χαλαρώσει.

«καλύτερα έτσι?» ρώτησε με κλειστά μάτια συνεχίζοντας τον ύπνο του.

«το να πάω στην μεριά μου και να κοιμηθώ σαν άνθρωπος αποκλείετε σωστά?»

«μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσε και βόλεψε το κεφάλι του καλύτερα στο μαξιλάρι του.

«σε αυτήν την περίπτωση τότε υποθέτω πως ναι» του απάντησα και έκλεισα τα μάτια και αναστέναξα.

Έγειρε το κεφάλι του πάνω στα μαλλιά μου και πήρε μια βαθιά ανάσα... σήκωσα το κεφάλι μου για να αντικρίσω την ματιά του και χωρίς να ανοίξει τα μάτια του μου απάντησε πριν τον ρωτήσω.

«η μυρωδιά σου με ηρεμεί» είπε σοβαρός και κούνησα το κεφάλι μου πριν το ξανά αφήσω να πέσει πάνω στο στερνό του.

«είσαι ανώμαλος» του είπα και την στιγμή που έκλεισα πάλι τα μάτια μου τον ένιωσα να γελάει σιγανά.

Τα όνειρα μου είχαν αλλάξει και η αναπνοή μου άρχισε να με πνίγει... πετάχτηκα πάνω με μια κραυγή και έριξα το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου... τα χέρια του Έντουαρντ πάνω στους ώμους μου με έκαναν να αναπηδήσω.

«σσσς... είπε ήρεμα και με πήρε στην αγκαλιά του και με παρηγορούσε τρυφερά... ένα όνειρο ήταν» είπε ψιθυριστά και μου φίλησε την κορυφή του κεφαλιού μου.

«άφησε με» ξέσπασα και προσπάθησα να ξεφύγω απο την αγκαλιά του και δεν με σταμάτησε.

Πέταξα το σεντόνι απο πάνω μου και έτρεξα να κλειδωθώ στην τουαλέτα... ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο που με έκανε να χάσω την γη κάτω απο τα πόδια μου... κάθε χρόνο το ίδιο όνειρο... κάθε χρόνο ο ίδιος πόνος να έρχεται ξανά και ξανά να με λυγίζει και να μου θυμίζει ότι δεν ήθελα να θυμάμαι.

Έριξα νερό στο πρόσωπο μου και πήρα μια βαθιά ανάσα για να κοντρολάρω τα συναισθήματα μου... αφού σκούπισα το πρόσωπο μου άνοιξα την πόρτα και με το φως του μπάνιου άρχισα να ψάχνω τα ρούχα μου... ο Έντουαρντ ήταν ακίνητος στην θέση του και με κοίταζε εξονυχιστικά.

«που πας τέτοια ώρα?» με ρώτησε με απορία.

«γιατί σε νοιάζει?» του απάντησα νευριασμένα και αφού φόρεσα το Τζίν και μια μπλούζα έβαλα τα σταράκια μου και παίρνοντας τα τσιγάρα μου απο την βαλίτσα άρχισα να προχωρώ προς την πόρτα.

«θες να έρθω μαζί σου?» με ρώτησε ψιθυριστά και στάθηκα για λίγο στην πόρτα.

«γιατί?... τον ρώτησα πικρόχολα... για να πάρεις την ικανοποίηση να με δεις διαλυμένη?» τον ρώτησα και βγαίνοντας στον διάδρομο κοπάνησα την πόρτα πίσω μου χωρίς να περιμένω την απάντηση του.

ESCAPE POLH FANTASMA