Την άλλη μέρα το
πρωί, την στιγμή που ετοιμάστηκα να ανοίξω την πόρτα και να φύγω την άκουσα
πίσω μου να μπαίνει λαχανιασμένη μέσα στο σπίτι σαν τον σίφουνα.
«Μην φύγεις χωρίς
εμένα» ικέτεψε ενώ δεν σταμάταγε να τρέχει προς τα μέσα. «Γαμώτο θα χάσω την
πρώτη ώρα» φώναξε και άκουσα την πόρτα του μπάνιου να κλείνει με δύναμη και το
νερό αμέσως άρχισε να τρέχει.
Έμεινα αναποφάσιστος.
Γιατί να την περιμένω; Ήξερα ότι αν πήγαινε με το λεωφορείο τότε σίγουρα θα
έχανε πράγματι την πρώτη ώρα. Αν βιαζόταν τόσο ας έπαιρνε ταξί… σκέφτηκα αλλά
που να με πάρει δεν ήμουν τόσο γαϊδούρι.
Καθώς μπήκα στο
αυτοκίνητο, άναψα την μηχανή και περίμενα. Εκείνη μετά από λίγα λεπτά με τα
παπούτσια και την τσάντα της στο χέρι άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου.
«Νόμιζα ότι έφυγες»
ξεφύσαγε λαχανιασμένα και μόλις έκλεισε την πόρτα έβαλε την τσάντα της στο
πάτωμα και σήκωσε το ένα της πόδι για να βάλει το παπούτσι της.
Καθώς το μακρύ της
μανίκι σηκώθηκε πιο ψηλά είδα μια τεράστια κοκκινίλα πάνω στο χέρι της και τα
έχασα. Χωρίς να μπορέσω να συγκρατηθώ της έπιασα το χέρι και σήκωσα το μανίκι
της πιο ψηλά για να δω την έκταση της ζημιάς. Εκείνη σταματώντας την ανάσα της
πάγωσε αλλά δεν με σταμάτησε.
«Κλερ, τι διάολο;»
αναφώνησα μόλις είδα την τεράστια κοκκινίλα που σίγουρα θα γινόταν μια μεγάλη μελανιά
και που έφτανε μέχρι πιο πάνω από τον αγκώνα της, γύρισε να με κοιτάξει.
Πριν το σκεφτώ σήκωσα
το χέρι και ανασήκωσα και την παχιά της φράντζα. Εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα
πιο σοβαρά. Εκτός από μια τεράστια κοκκινίλα είχε και γρατζουνιές που το αίμα που
υπήρχε εκεί μόλις είχε παγώσει και είχε κάνει μια παχιά κρούστα.
«Είσαι τελείως
τρελή;» ξέσπασα χωρίς να είμαι ικανός να το συγκρατήσω. «Θες να πάθεις καμία
μόνιμη ζημιά;» συνέχισα εξαγριωμένος και εκείνη ξεροκατάπιε.
«Θα προτιμούσες να
ξεσπάσω επάνω σου;» ρώτησε δύσπιστα. «Δεν το ήθελες. Θα ήταν παράλογο να σου
επιτεθώ».
«Ενώ το να πας και να
χτυπιέσαι πάνω σε ένα ξύλινο στύλο δεν είναι παράλογο;» της χτύπησα και
ξεφυσώντας από την μύτη έμεινε να με κοιτά χωρίς να απαντά.
«Για όνομα πια. Μια
αγκαλιά ήταν μόνο, δεν θα σε σκοτώσει κιόλας».
«Δεν ξέρεις» είπε
σμίγοντας τα χείλια της με πείσμα.
«Και ούτε θέλω να
μάθω» δήλωσα κατηγορηματικά και βάζοντας πρώτη ξεκίνησα το αυτοκίνητο και δεν
την ξανακοίταξα.
Μόλις έβαλε και το
δεύτερο της παπούτσι πήρε την τσάντα της στα χέρια και αφού έβγαλε από μέσα ένα
μεικ απ και μια πούδρα άρχισε να πασαλείβει το πρόσωπο της μπροστά στο
καθρεφτάκι που είχε το προστατευτικό του ηλίου.
«Γαμώτο» έβρισε
κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου καθώς το σφουγγαράκι πέρασε πάνω από το σημείο
όπου το είχε χτυπήσει και έβρισα μέσα από τα δόντια μου κοπανώντας το τιμόνι με
το χέρι μου.
«Γιατί διάολε το
κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» την ρώτησα αγανακτισμένα και εκείνη γύρισε να με
κοιτάξει. Δεν της ανταπέδωσα το βλέμμα.
«Κρις, δεν είναι τίποτα. Είμαι καλά» είπε και
με έβγαλε από τα ρούχα μου.
«Πως μπορείς να λες
ότι είσαι καλά και με το παραμικρό να τρέχεις και να κοπανάς ένα ξύλινο στύλο
σαν να είναι σάκος του μποξ» διαμαρτυρήθηκα εγώ και την είδα με την άκρη του
ματιού μου να κρυφογελάει.
«Σίγουρα πρέπει να
έρθεις να με δεις έναν αγώνα μου» είπε μόνο και κούνησα το κεφάλι μου
απηυδισμένα.
«Γιατί για να ξέρω τι
να έχω να περιμένω;» ρώτησα πικρόχολα και εκείνη σοβάρεψε.
«Ποτέ δεν θα άφηνα
τον εαυτό μου να σου κάνει κακό» ήταν απόλυτη.
«Επειδή με έχεις
ερωτευτεί;» ειρωνεύτηκα.
«Όχι, επειδή εσύ δεν
με κοιτάς όπως οι άλλοι και ακόμα όταν με αγγίζεις δεν το κάνεις γιατί θες να με
εκμεταλλευτείς» απάντησε αμέσως και μόλις σταμάτησα στο φανάρι γύρισα και την
κοίταξα. Δεν μου ανταπέδωσε το βλέμμα.
Συνεχίζοντας να
καλύπτει τα σημάδια στο πρόσωπο της με αρκετές στρώσεις μέικ απ, παρέμεινε στην
σιωπή και δεν είπε τίποτα άλλο.
Λίγο πριν φτάσουμε
στο παρκινγκ του κολεγίου, εκείνη έβαλε γρήγορα τα πράγματα της μέσα στο
σακίδιο της και γύρισε προς το μέρος μου.
«Μπορείς να με
αφήσεις εδώ;» ρώτησε και την κοίταξα δύσπιστα.
«Γιατί; Φοβάσαι μην
μας δουν μαζί και βγει καμία βρόμα;» την ρώτησα μισό αστεία μισό σοβαρά αλλά
εκείνη παρέμεινε σοβαρή.
«Όχι, θέλω να πάρω
καφέ πριν πάω στο μάθημα» απάντησε γρήγορα ενώ με το βλέμμα της με παρακαλούσε
να σταματήσω.
«Εσύ δεν χρειάζεσαι
καφέ. Κάτι από βαλεριάνα και πάνω χρειάζεσαι» της είπα και χωρίς να σταματάω
μπήκα στο παρκινγκ και πήγα προς το συνηθισμένο σημείο όπου πάρκαρα το
αυτοκίνητο μου.
Πριν ακόμα σβήσω την
μηχανή, εκείνη πετάχτηκε έξω από το αμάξι και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο
του παρκινγκ. Σίγουρα για να πάει να πάρει τον καφές της, μάντεψα και κούνησα
το κεφάλι μου ξεφυσώντας.
Την ώρα που έκατσα
στο συνηθισμένο μας τραπέζι και άφησα τον δίσκο με το φαγητό μου πάνω στην
ξύλινη επιφάνεια, εκείνη ήρθε δίπλα μου και τσιμπώντας μια πατάτα από τον δίσκο
μου την έβαλε στο στόμα κλείνοντας μου το μάτι. Μόλις έκατσε στην διπλανή μου
καρέκλα άπλωσε το χέρι της επιδεκτικά μπροστά και σήκωσε το χάρτινο ποτήρι
κοντά στα χείλια της για να πιει μια γουλιά από τον καφέ της περιμένοντας τις
αντιδράσεις μου. Σιγά μην ασχοληθώ τι κάνει. Αν ήθελε να πάει να σκοτωθεί ας το
έκανε αρκεί να μην έπαιρνε και εμένα μαζί της.
Βλέποντας ότι δεν
είχα σκοπό να ασχοληθώ μαζί της, γύρισε την ματιά της προς τα παιδιά και άρχισε
να μιλάει μαζί τους για τον πρώτο αγώνα της σεζόν που ήταν σήμερα. Μόλις οι
γκόμενες που κάθονταν στα πόδια των φιλών μου άρχισαν την μουρμουράνε επειδή εκείνη πρότεινε να δουν μόνοι τους τον
αγώνα χωρίς αυτές και τα αγόρια συμφωνούσαν εκείνη γύρισε την ματιά της προς
την Βάλερη, την γκόμενα του Κλάρις που ήταν η πιο γκρινιάρα από όλες.
«Γιατί να μην έρθουμε
και εμείς;» παραπονέθηκε ναζιάρικα η Βάλερη προς τον Κλάρις ενώ τριβόταν επάνω
του.
«Γιατί θα μας πρήξετε
τα αρχίδια με τις ηλίθιες ερωτήσεις σας» απάντησε η Κλερ και η Βάλερη της έριξε
μια φαρμακερή ματιά.
«Αν μου πεις σε πια
μεριά πρέπει να είναι τα κορδόνια ίσως και να το σκεφτώ να αλλάξω γνώμη» την
προκάλεσε η Κλερ και η Βάλερη άφρισε.
«Γιατί εσύ ξέρεις;» η
Κλερ ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι επιδεκτικά της έσκασε ένα διαολεμένο
χαμόγελο.
«Και όχι μόνο» τόνισε
και πριν προλάβει η Βάλερη να την προκαλέσει περισσότερο άρχισε να αραδιάζει
όλες τις τεχνικές τους όρους και τους κανόνες του παιχνιδιού με μια άνεση που
ούτε και εμείς που ήμασταν παίκτες του ράγκμπι δεν μπορούσαμε να τα πούμε τόσο
αλάνθαστα και χωρίς να κομπάσουμε κιόλας.
«Αυτό ήταν παίδες με
χάνετε» αναφώνησε το Πολ πιάνοντας την καρδιά του. «Δεν την βγάζω καθαρή. Εσύ
μωρό μου ήρθες για να με αποτελειώσεις. Πες μου τι θες να κάνω και θα το κάνω.
Ότι θες, τα πάντα, αρκεί να βγεις μαζί μου. Χωρίς εσένα δεν μπορώ καν να
αναπνεύσω πια» συνέχισε και η Κλερ γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου και
με κοίταξε με νόημα.
Καθώς θυμήθηκα την
μίμηση που είχε κάνει επαναλαμβάνοντας τα λόγια της γκόμενάς που είχε
καταστρέψει την ζωή του αδελφού της, άρχισα να γελάω χωρίς να μπορώ να το
συγκρατήσω. Πραγματικά ο Πολ έκανε ακριβώς όπως εκείνη η γκόμενα. Η Κλερ
βλέποντας με με μιμήθηκε και άρχισε να γελάει και εκείνη.
«Τι;» ρώτησε ο Πολ
παραξενευμένα. «Τι έχασα;» θέλησε να μάθει και η Κλερ άρχισε να κουνάει το
κεφάλι της αρνητικά ενώ έπινε άλλη μια γουλιά από τον καφέ της ξεφυσώντας.
«Ω! Έλα τώρα, μην μου
το κάνεις αυτό. Πρέπει να βγεις μαζί μου. Σου το ορκίζομαι ότι δεν θα το
μετανιώσεις» το συνέχισε ο Πολ και μόλις είδα να απλώνει τα χέρια του μπροστά
και να πιάνει την ράχη της καρέκλας της και το μπράτσο της πάγωσα. Την είχα
ικανή να τα κάνει όλα λίμπα.
«Πολ…» προειδοποίησε
εκείνη χωρίς να τον κοιτά. «Μην προκαλείς την τύχη σου» συνέχισε ενώ του έριχνε
ένα βλέμμα όλο δηλητήριο.
Εκείνος την κοίταξε
μπερδεμένος αλλά δεν κουνήθηκε κιόλας από την θέση του.
«Πες μου τι θες να
κάνω μωρό μου και θα το κάνω» το συνέχισε εκείνος και κράτησα την ανάσα μου.
«Για αρχή πάρε τα
χέρια σου από πάνω μου» είπε αργά και σταθερά και καθώς ο Πολ μάζεψε τα χέρια
του σηκώνοντας τα ψηλά περίμενε με αγωνία να συνεχίσει.
Εκείνη δεν είπε
τίποτα άλλο. Σέρνοντας την καρέκλα της προς τα πίσω σηκώθηκε όρθια και έφυγε
χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά.
«Κλερ, περίμενε»
φώναξε ο Πολ και τον κράτησα από το μπράτσο πριν αρχίσει να τρέχει πίσω της.
«Ασ’ το φίλε, μην το
κουράζεις, δεν πρόκειται να πέσει» προσπάθησα να τον λογικεύσω και εκείνος μου
έριξε μια εξαγριωμένη ματιά.
«Γιατί, μήπως την
έπιασες γκόμενα και μας το κρύβεις;» με ρώτησε νευριασμένος και σήκωσα τα χέρια
ψηλά κάνοντας πιο πίσω.
«Αν της θες είναι
δική σου. Αλλά μην μου πεις μετά ότι δεν σε προειδοποίησα» είπε μόνο και καθώς
γύρισα την ματιά μου προς την παρέα δεν του έδωσα άλλη σημασία. Ας έκανε ότι
ήθελε.
Μετά τα μαθήματα δεν
είχα προπόνηση και έτσι είπα να περάσω λίγο χρόνο παραπάνω στο γυμναστήριο.
Χρειαζόμουν αντιπερισπασμό, κάτι να με κρατήσει μακριά από το σπίτι, δεν ήθελα
να γυρίσω ακόμα πίσω. Από την άλλη ήταν ο αγώνας. Ήθελα όσο τίποτα να τον δω
μαζί με την παρέα μου αλλά από την στιγμή που ήξερα ότι θα είναι και εκείνη
μαζί τους με έκανε να αλλάξω γνώμη. Όσο λιγότερο χρόνο πέρναγα μαζί της τόσο το
καλύτερο.
Την στιγμή που είδα
ένα καυτό μωρό να με τρώει με τα μάτια της. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Δεν είχα
προλάβει έτσι κι αλλιώς να ξεθεωθώ στην γυμναστική οπότε ήταν ευκαιρία. Μόλις
την πλησίασα εκείνη δεν ήθελε και πολύ. Ένα γρήγορο ντουζ στο γυμναστήριο,
ραντεβού στο παρκινγκ του γυμναστηρίου και από εκεί σε ένα χλιδάτο ξενοδοχείο
με όλα τα κομφόρ. Στην αρχή άρχισα να τρίβω τα χέρια μου. Ήταν και μεγαλύτερη
και φαινόταν αρκετά έμπειρη αλλά εκείνο το πατσουλί που είχε βάλει μετά το
ντουζ που έκανε στο γυμναστήριο είχε αρχίσει να μου την δίνει. Αν το είχα
μυρίσει επάνω της από πριν σίγουρα θα το σκεφτόμουν ξανά να πάω μαζί της αλλά
ήταν αργά. Όταν πια πέσαμε στο κρεβάτι και άρχισε η φάση εκεί τα είδα όλα. Δεν
φτάνει που βρώμαγε αυτό το πράγμα η γεύση του ήταν τόσο αηδιαστική που μου
προκαλούσε αναγούλα. Και αυτό δεν ήταν καν το χειρότερο. Όσο περισσότερο
προχωρούσαμε τόσο η γεύση της αλλά και η μυρωδιά της όταν άρχισε να
αναμιγνύεται με τον ιδρώτα της άρχισε να γίνεται χειρότερη μέχρι που δεν άντεξα
άλλο και έτρεξα στην τουαλέτα και άρχισα να ξερνάω. Δεν ξέρω και εγώ πόσες
φορές.
Με το στομάχι μου να
πονάει, τα μάτια μου να τσούζουν από τα δάκρυα μου, το στόμα μου να είναι
τσαρούχι από την γεύση του εμετού, πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω. Εκείνη η
μυρωδιά δε, δεν έλεγε να φύγει από πάνω μου. Είχε κολλήσει πάνω στα ρούχα μου
και δεν έβλεπα την ώρα να πάω να τα πετάξω από πάνω μου, πριν αρχίσω πάλι να
ξερνάω.
Φτάνοντας στο σπίτι
είδα έναν πιτσαδόρο να παρκάρει το μηχανάκι του και να ετοιμάζεται να πάει προς
την πόρτα του σπιτιού μου. Από την ντάνα που έβλεπα μάντεψα ότι η άλλη είχε
παρέα. Πραγματικά αυτό το κορίτσι ξέρει πώς να με κάνει να βγω από τα ρούχα
μου.
«Δώσ’ τες σε μένα»
είπα στον πιτσαδόρο και καθώς τον πλήρωσα εκείνος την έκανε και εγώ πήγα να
ανοίξω την πόρτα.
Μόλις η πόρτα άνοιξε
δέκα αντρικά ζευγάρια μάτια και ένα γυναικείο γύρισαν προς το μέρος μου και με
κοίταξαν. Θεέ μου ήταν όλοι εδώ. Μα δεν θα πήγαιναν στον Κλάρις και τον Ζαν;
Αυτό έλεγε το μήνυμα που απέρριψα.
«Επιτέλους, αρχίσαμε
να λιμοκτονούμε εδώ πέρα» αναφώνησε η Κλερ που φορώντας μια φαρδιά φόρμα και
ένα μακρυμάνικο ξεχειλωμένο μπλουζάκι που κάλυπτε τα πάντα και την έδειχνε
τελείως ατημέλητη καθώς σηκώθηκε από τον καναπέ έτρεξε προς το μέρος μου.
«Τι διάολο γίνεται
εδώ πέρα πάλι» την ρώτησε μέσα από τα δόντια μου για να μην με ακούσουν τα παιδιά
ενώ την κοίταζα έντονα.
«Ο Πολ με τον Τρέιλορ
ήρθαν να με πάρουν για να πάμε στον Κλάρις και τον Ζαν αλλά μόλις είδαν ότι
λείπεις μου μπαστακώθηκαν εδώ. Προσπάθησα να τους αλλάξω γνώμη αλλά ξέρεις τι
αγύριστα κεφάλια είναι. Έτσι συμφώνησα με τον όρο να πουν και στα άλλα παιδιά
να έρθουν να δούμε όλοι μαζί τον αγώνα» υπερασπίστηκε εκείνη τον εαυτό της και
έφριξα τελείως.
«Είσαι τελείως τρελή;
Κάθεσαι μόνη με δέκα μαντραχαλάδες γεμάτοι με ορμόνες; Τι θα γινόταν αν τους
γύριζε η βίδα και ξεχνώντας τον αγώνα άρχισαν να σου την πέφτουν;» σχεδόν
σύριξα και δαγκώνοντας τα χείλια της προσπάθησε πολύ σκληρά να μην αρχίσει να
γελάει.
«Δεν είναι αστείο»
διαμαρτυρήθηκα και το γέλιο της έγινε πιο έντονο.
«Τι θα γίνει; Στην
πόρτα θα την βγάλετε; Χάνετε τα καλύτερα» φώναξε ο Πολ και η Κλερ άρχισε να
κουνάει το κεφάλι της αρνητικά ενώ μου έπαιρνε τις πίτσες από το χέρι.
«Έλα γκρινιάρη, πάμε
να δούμε τον αγώνα» με πείραξε ενώ με σκούντησε με τον ώμο της και ξαφνικά
πάγωσε.
«Τι είναι αυτή η
μυρωδιά» ρώτησε με περιέργεια και γυρίζοντας άρχισε να με μυρίζει πάνω στο
στερνό μου και τον λαιμό μου.
«Όχι δεν το έκανες»
είπε σοκαρισμένη.
«Δεν έκανα τι;»
ρώτησα εκνευρισμένα και εκεί που νόμιζα ότι θα νευρίαζε σαν καμία ζηλιάρα
γκόμενα και θα άρχισε να μου την λέει εκείνη άρχισε να ξεκαρδίζεται στα γέλια
ενώ έφευγε από κοντά μου.
«Τι έγινε;» ρώτησε
Πολ με περιέργεια και εκείνη σμίγοντας τα χείλια της άρχισε να κουνάει το
κεφάλι της αρνητικά χωρίς να του δίνει εξηγήσεις.
Αφήνοντας τις πίτσες
πάνω στο τραπέζι άνοιξε το πρώτο κουτί, πήρε ένα κομμάτι πίτσας στο χέρι και
έκατσε και πάλι στον καναπέ ενώ μασώντας την πίτσα δεν σταμάταγε να κρυφογελάει.
Τι διάολο ήταν πάλι όλο αυτό;
Δεν έδωσα σημασία.
Πηγαίνοντας στο δωμάτιο μου, άλλαξα γρήγορα τα ρούχα μου και καθώς πήγα στο
μπάνιο άρχισα να πλένω τα δόντια μου με μανία μπας και καταφέρω να αλλάξω την
γεύση μου. Η γαμημένη δεν άλλαζε με τίποτα. Αυτή η ξινίλα θα έμενε για πολύ
καιρό χαραγμένη στην μνήμη μου. Όταν βγήκα από το μπάνιο πήγα στο ψυγείο,
άρπαξα μια μπύρα και πήγα να τους κάνω παρέα. Η Κλερ, λες και το έκανε επίτηδες
καθόταν στην θέση μου.
«Αυτή είναι η θέση
μου» της είπα και μόλις σηκώθηκε έστρωσε τα μαξιλάρια και έδειξε τον καναπέ με
τα χέρια της για να με αφήσει να κάτσω.
Πιάνοντας την μπύρα
της στο χέρι, την έτεινε προς το μέρος μου και μόλις την κράτησα εκείνη έβαλε
το χέρι της στον ώμο μου, έβαλε το ένα της πόδι να ακουμπήσει δίπλα στο δικό
μου πόδι, έδωσε ώθηση και πέρασε το πόδι της πίσω από την πλάτη μου και έκατσε
πάνω στην ράχη του καναπέ. Πέρασε τα πόδια της πάνω από τους ώμους μου και
μόλις βολεύτηκε καλά έγειρε και πήρε την μπύρα της μέσα από το χέρι μου. Μόλις
γύρισα να την κοιτάξω αγανακτισμένα μου έκλεισε το μάτι και ήπιε μια γουλιά από
το μπουκάλι της.
«Τι έγινε ρε μαλάκα.
Γιατί μας άδειασες έτσι και δεν απαντάς ούτε στο τηλέφωνο;» ρώτησε ο Τρέιλορ
και η Κλερ του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα.
«Κόφτε το παιδιά.
Αρκετά πέρασε το μωρό μου για μια μέρα. Αφήστε τον να απολαύσει τουλάχιστον το
παιχνίδι» είπε με φωνή που δεν δεχόταν αντίρρηση και την κοίταξα με περιέργεια.
«Και που ξέρεις εσύ
τι πέρασα;» καθώς κρυφογέλασε οι άλλοι τσίμπησαν περισσότερο.
«Δεν είναι δίκαιο να
μας έχετε στην απ’ έξω» διαμαρτυρήθηκε ο Κλάρις και οι άλλοι άρχισαν να τον
σιγοντάρουν.
«Εντάξει, εντάξει θα
σας πω αλλά μετά μούγκα. Δεν θέλω να χάσω τον αγώνα» είπε εκείνη και αφού ήπιε
μια γερή γουλιά από την μπύρα της κατέβασε το μπουκάλι και άφησε την ανάσα της
να βγει από μέσα της με ευχαρίστηση απολαμβάνοντας το χρυσό υγρό που κατέβηκε
στον λαιμό της. Τα άλλα τα ρεμάλια περίμεναν κοιτώντας την μέσα στα μάτια
αγνοώντας τελείως τον αγώνα.
«Σίγουρα φραγκάτη.
Καλογυμνασμένη και με ύφος γεμάτο υποσχέσεις. Αλλά μάαααπα το καρπούζι» τόνισε
και την κοίταξα με ενδιαφέρον.
«Ξέρετε από εκείνες
τις ξενέρωτες που για να γλυτώσεις την υπερπαραγωγή τσιρίδας πρέπει να της
κλείσεις το στόμα με κανένα μαξιλάρι για να συγκεντρωθείς ώστε να καταφέρεις να
τελειώσεις. Αν καταφέρεις να τελειώσεις πριν αρχίσεις να ξερνάς» γέλασε ξανά
και τράνταξε τα κορμιά μας ενώ βάζοντας το χέρι της πάνω στα μαλλιά μου άρχισε
να τα ανακατεύει ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στο πλούσιο στήθος.
«Και εσύ πως το
ξέρεις;» ρώτησε με περιέργεια ο Πολ και η Κλερ ανασήκωσε τους ώμους της.
«Μύρισα το άρωμα της»
είπε αδιάφορα καρφώνοντας την ματιά της στην τηλεόραση.
«Και όλα αυτά τα
ξέρεις μόνο από την μυρωδιά;» ρώτησε ξανά ο Πολ σοκαρισμένος.
«Έχω κάνει διατριβή
στις γκόμενες. Μπορώ να σας πως τα πάντα για εκείνες με μια και μόνο ματιά ή
ακόμα και από το άρωμα που φοράνε» του είπε εκείνη και συνέχισε. «Τώρα σκάστε
γιατί θα τελειώσει ο αγώνας και δεν θα δούμε τίποτα» είπε πιο αυστηρά και οι
άλλοι έκατσαν κλαρίνο.
Εκείνη, όπως και το
φαντάστηκα ήταν μέσα σε όλα. Φώναζε και ζητωκραύγαζε μαζί με τους άλλους και
χαιρόταν το παιχνίδι σαν να ήταν πραγματικά ένας από εμάς. Για άλλη μια φορά,
αν δεν ήταν τα μακριά της μαλλιά, το πλούσιο στήθος της που ακούμπαγε σε κάθε
της κίνηση στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, ή ακόμα η ψηλή της φωνή που κατέβαλε
μεγάλη προσπάθεια να την κάνει πιο μπάσα, τότε σίγουρα θα πίστευα ότι ήταν ένα
αγόρι. Δεν αστειευόταν. Πραγματικά είχε πάρει όλες τις εκφράσεις και τις
συνήθειες ενός άντρα.
Όταν χτύπησε το
τηλέφωνο της που ήταν μπροστά μου εκείνη αναπήδησε και έκοψε την ανάσα της στην
μέση αλλά μόνο για μια στιγμή. Όταν γύρισα να την κοιτάξω με περιέργεια εκείνη
μου έκανε νόημα με το κεφάλι της.
«Μπορείς να το
πιάσεις;» ρώτησε και γέρνοντας μπροστά το έπιασα και της το έδωσα.
Αφήνοντας την ανάσα
της να βγει από μέσα της βαριά, άνοιξε το καπάκι του παμπάλαιου κινητού της και
απάντησε.
«Ενοχλείς» είπε
αμέσως και έμεινε να ακούει τον συνομιλητή της.
«Ναι βλέπουμε τον
αγώνα. Εσύ που είσαι;» ρώτησε με περιέργεια σμίγοντας τα φρύδια της.
«Σήμερα;» γκρίνιαξε
με απογοήτευση. «Ναι θέλω να δω τον αγώνα και μετά να αράξω με τον Κρις. Δεν
έχει τα κέφια του και θέλω να τον χαλαρώσω λίγο» απάντησε και κούνησα το κεφάλι
μου απηυδισμένος. Εμένα με ρώτησε αν θέλω την παρέα της;
«Όχι δεν είναι καλά
το μωρό μου. Είχε μια άσχημη εμπειρία και θέλω να του φτιάξω λίγο το κέφι»
συνέχισε χωρίς να σταματά να κοιτά παράλληλα και τον αγώνα.
«Θυμάσαι εκείνη την
γκόμενα που σε έκανε να ξερνοβολάς για δύο μέρες;» τον ρώτησε και αμέσως μετά
έσκασε στα γέλια ενώ τράνταζε ξανά τα κορμιά μας καθώς μου χάιδευε τα μαλλιά
μου παρηγορητικά.
«Ε! Μάλλον συνάντησε τον κλώνο της…» είπε και
γέλασε ξανά. «Τι μάλλον δηλαδή, σίγουρα».
Μόλις έκανε μια παύση
ξεφύσησε απηυδισμένα και στριφογύρισε τα μάτια της.
«Δύο μπύρες και ένα
κομμάτι πίτσα» απάντησε στην ερώτηση που άκουσε. «Έλα ρε Τότο, έχω
λιμοκτονήσει. Δεν θα με σκοτώσει άλλο ένα κομμάτι… Εντάξει, είπα εντάξει, όχι
άλλη μπύρα και όχι άλλη πίτσα…» έκανε μια παύση και σούφρωσε τα χείλια της.
«Το ξέρεις ότι με
κάνεις να ακούγομαι γελοία» γκρίνιαξε με το πόδι της να χτυπιέται δίπλα μου με
νεύρο.
«Και όχι σεξ…
ικανοποιήθηκες τώρα; Ναι είμαι σίγουρη ότι το άκουσαν όλοι» του είπε
νευριασμένα και ήπιε μια γουλιά από την μπύρα της ενώ τα μάτια της δεν
σταμάτησαν να είναι καρφωμένα στην τηλεόραση μέχρι που γούρλωσαν και αμέσως η
γουλιά που είχε στο στόμα της εκτοξεύτηκε και με έκανε χάλια.
«Έλεος ρε Τότο, πως
τα πετάς έτσι αυτά; Χάλια τον έκανα τον άνθρωπο» διαμαρτυρήθηκε ενώ σκουντώντας
τον Πολ που καθόταν δίπλα μας και ήταν απορροφημένος σε αυτά που έλεγε, του
έδωσε το μπουκάλι της μπύρας της και άρχισε να καθαρίζει τα μαλλιά και το
πρόσωπο με το μανίκι της.
«Σόρυ» είπε άηχα
καθώς συνέχιζε να με σκουπίζει την στιγμή που την κοίταξα ενώ άκουγε τι της
έλεγε ο Τότο.
«Την γάμισες» φώναξε
και κάνοντας το σώμα της πιο πίσω άρχισε να κοιτάει προς την τζαμαρία.
«Να ξεκουμπιστείς και
να φύγεις τώρα, πριν βγω έξω και σε κάνω να ξεχάσεις πως είναι το φως της
μέρας» φώναξε και κατάλαβα ότι μάλλον ήταν κάπου έξω και μας κοίταζε.
«Δεν χρειάζεται να με
προθερμάνεις, μπορώ να το κάνω και μόνη μου. Αν χρειαστώ βοήθεια για τα
ανοίγματα θα πως τον Κρις να με κρατήσει… Όχι είπα, θέλω να φύγεις τώρα. Αν δεν
το κάνεις ο αγώνας θα γίνει εδώ και τώρα. Μαζί σου. Ξηγημένοι;» συνέχισε να
φωνάζει εξαγριωμένη.
«Και για να έχουμε
καλό ερώτημα ποιον μου κανόνισες;» ρώτησε. «Είσαι σοβαρός; Θα με κάνεις να χάσω
τον αγώνα γι’ αυτόν τον παπάρα; Αυτός στα πέντε λεπτά είναι νοκ άουτ. Για να
τον κρατήσω λίγο παραπάνω πρέπει να κάνω το καγκουρό γύρω γύρω του μπας και
πάρει μπρος και δώσει καμία μπουνιά της προκοπής. Ούτε να το χαρώ δεν θα
προλάβω…»
«Τον προπόνησες
εσύ;…» ρώτησε νευριασμένα και μόλις άκουσε την απάντηση άρχισε και πάλι να
χαλαρώνει και να κρυφογελάει. «Σκατά ρεβάνς θα πάρει. Τώρα κλείσε γιατί ήδη
έχουμε χάσει τον αγώνα εξαιτίας σου. Τουλάχιστον να δούμε το τέλος του
ημιχρόνου» είπε και ξεφύσησε ξανά. «Εντάξει, εντάξει θα κάνω προθέρμανση τώρα, σταμάτα
να μου τα πρήζεις…»
«Όλο και κάποιος θα
βρεθεί. Τι σκατά, τόσα παλικάρια σφάζονται στα πόδια μου» γέλασε με
ικανοποίηση. «Ζηλιάρικο μωρό μου εσύ. Γι’ αυτό σ’ αγαπάω. Έλα κλείσε τώρα και
ξεκουμπίσου από εδώ πριν βγω… Όχι δεν χρειάζεται να πεις καλησπέρα μιας και που
είσαι εδώ. Το πιάσανε όλοι το υπονοούμενο και χωρίς να δουν την αγριόφατσα σου…
Άντε κλείσε» είπε και χωρίς να περιμένει άλλο έκλεισε το τηλέφωνο και έτριψε το
μέτωπο της κάνοντας μια πονεμένη γκριμάτσα.
«Σόρυ πέδες αλλά
έσκασε αγώνας και πρέπει να κάνω προθέρμανση» είπε και καθώς σηκώθηκε, πέρασε
τα πόδια της από πάνω μου και κατέβηκε από τον καναπέ.
«Όταν λες αγώνα;»
ρώτησε ο Πολ εκστασιασμένος. «Εννοείς κανονικό αγώνα; Με γκόμενες;» ρώτησε και
στριφογύρισε τα μάτια της.
«Τι να μου κάνουν
εμένα οι γκόμενες αγόρι μου. Αν δεν έχει παπάρια ο αντίπαλος δεν έχει γούστο»
του είπε με άνεση και ο Πολ γούρλωσε τα μάτια του.
«Αλήθεια, μιλάμε για
κανονικό αγώνα;» ρώτησε ο Κλάρις πιο σοβαρά.
«Με στοιχήματα,
μπόλική μπύρα και έτσι…» του επιβεβαίωσε εκείνη και όλοι άρχισαν και πάλι να
παίρνουν τα πάνω τους. «Ψήνεστε;» τους ρώτησε και όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Μέσα» είπαν
ταυτόχρονα τρίβοντας τα χέρια τους.
«Δείτε τον αγώνα
μέχρι να τελειώσω και μετά θα ετοιμαστώ και θα φύγουμε. Ελπίζω να έχετε λεφτά
μαζί σας».
«Όλο και κάτι έχουμε»
είπε ο Κλάρις κλείνοντας της το μάτι.
«Τότε είναι η τυχερή
σας μέρα. Ο παπάρας με προκαλεί για ρεβάνς οπότε τα στοιχήματα θα είναι χοντρά.
Θα κερδίσετε πολλά» τους είπε και τους έκλεισε το μάτι και εκείνη.
Την στιγμή που πήγε
να πάει προς την μπαλκονόπορτα ο Πολ σηκώθηκε και έκανε να την πλησιάσει.
«Περίμενε θα έρθω να
σε βοηθήσω…» προσπάθησε να την σταματήσει και εκείνη βλέποντας τον από την
αντανάκλαση του τζαμιού γύρισε προς το μέρος του.
«Μάλλον δεν ήταν
αρκετά κατανοητό…» είπε με έμφαση. «Ο τύπος εκεί έξω δεν αστειεύεται Πολ. Μην
προκαλείς την τύχη σου».
«Είναι ο γκόμενος
σου;» ρώτησε με ένα πληγωμένος ύφος που προσπάθησε με πολύ κόπο να κρύψει.
«Είναι ο αδελφός μου
και πίστεψε με είναι χειρότερος και από έναν ζηλιάρη γκόμενο. Ο τελευταίος που
δοκίμασε την τύχη του μαζί μου είναι ακόμα σε κέντρο αποκατάστασης και παλεύει
να περπατήσει ξανά χωρίς να κουτσαίνει. Δεν κάνω πλάκα» του είπε απόλυτα σοβαρά
και έμεινε σοκαρισμένος να την κοιτά.
«Και τότε πως σε
αφήνει να μένεις με τον Κρις» δεν μπορούσε να μην λύσει την απορία του.
«Γιατί ξέρει ότι ο
Κρις δεν θα με ακουμπήσει ποτέ» του απάντησε με απόλυτο ύφος και ο Πολ γύρισε
και με κοίταξε για μια στιγμή.
«Και πως είναι τόσο
σίγουρος;» ειρωνεύτηκε αλλά η Κλερ δεν βλεφάρισε καν.
«Γιατί πέρασε το
ηλίθιο τεστ του. Τώρα μπορώ να φύγω; Τελείωσε η ανάκριση;» τον ρώτησε
αγανακτισμένα και εκείνος αποκαρδιωμένος ανασήκωσε τους ώμους του και ξανά
έκατσε στην θέση του.
Μόλις έκλεισε την
μπαλκονόπορτα πίσω της, σηκώθηκα και πήγα προς την κουζίνα με την πρόφαση να
πάρω άλλη μια μπύρα. Όταν κοίταξα έξω από το παράθυρο την είδα να στέκεται
μπροστά σε έναν τεράστιο τύπο που σίγουρα ήταν αρκετά πιο ψηλός από μένα, πιο
γεροδεμένος, με ξυρισμένα μαλλιά και τατουάζ σε όλο του το κεφάλι, τον λαιμό
και τα χέρια. Μιλούσαν έντονα αλλά δεν αγγίζονταν. Όταν γύρισε η Κλερ προς την
μεριά μου, με κοίταξε για λίγο και μετά γύρισε και πάλι το πρόσωπο της προς τον
αδελφό της. Τον έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω και καθώς εκείνος σήκωσε τα
χέρια του ψηλά εκείνη άρχισε να τρέχει. Ο τύπος δεν την ακολούθησε αμέσως.
Καρφώνοντας πρώτα την ματιά του προς το μέρος μου με κοίταξε για λίγο και ανασηκώνοντας
τα χείλια του έσκασε ένα χαμόγελο γεμάτο με απειλητικά μηνύματα ενώ βάρεσε την μπουνιά του μέσα στην χούφτα του
και μετά άρχισε να τρέχει πίσω της.
Τέλεια, ότι ακριβώς
χρειαζόμουν. Έναν τραμπούκο να τριγυρνά γύρω από το σπίτι μου. Τόσο ηλίθια
είναι πια; Γιατί του είπε που μένω;
Όταν γύρισε στάζοντας
στην κυριολεξία από τον ιδρώτα, πήγε τρέχοντας προς το μπάνιο και μπήκε μέσα
στο ντουζ. Το νερό δεν άργησε να κλίσει και μόλις άκουσα την πόρτα του μπάνιου
να κλείνει σηκώθηκα και πήγα να την βρω. Χτυπώντας την πόρτα εκείνη έχοντας την
πετσέτα του μπάνιου σφιχτά τυλιγμένη γύρω από το σώμα της την άνοιξε και με
άφησε να περάσω, χωρίς να σταματά να ετοιμάζεται.
«Σόρυ γι’ αυτό» είπε
γρήγορα ενώ έπιανε ένα σορτσάκι σαν αυτό που φόραγαν οι μποξέρ και ένα
μπλουζάκι που έμοιαζε με αθλητικό σουτιέν στα χέρια της.
«Δεν τον θέλω να
τριγυρνά γύρω από το σπίτι μου» δήλωσα κατηγορηματικά και με κοίταξε με πόνο στα
μάτια.
«Ούτε και εγώ πίστεψε
με. Μετά τον αγώνα θα του τα ψάλω ένα χεράκι. Θα το έκανα τώρα αλλά δεν ήθελα
να ξεκινήσω καυγά μαζί του έξω από το σπίτι σου» υποσχέθηκε και δεν ήξερα αν
καθησυχαστικά ή όχι με αυτό.
«Πως σου ήρθε να τους
πεις που μένεις;» ρώτησα με αγανάκτηση.
«Δεν του το είπα. Με
παρακολουθεί μέρες τώρα» απάντησε το ίδιο αγανακτισμένα καθώς καθόταν στο
κρεβάτι και πέρναγε το χέρι της μέσα στα υγρά της μαλλιά.
«Θα σε πείραζε να
βγεις για να αλλάξω; Πρέπει πραγματικά να φύγω» συνέχισε και καθώς τα παράτησα
έκανα την κίνηση να φύγω.
«Θα έρθεις μαζί μας;»
μου φώναξε πριν κλείσω την πόρτα και την κοίταξα κουρασμένα. «Εντάξει» είπε
αμέσως πριν πάρει την απάντηση μου. «Καταλαβαίνω. Πραγματικά λυπάμαι που σου
έτυχε κάτι τέτοιο» μου είπε εννοώντας το.
«Συμβαίνουν και αυτά»
της απάντησα μόνο ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
«Μην φας άλλη πίτσα»
παρακάλεσε με πόνο στα μάτια. «Θα σου έφτιαχνα την σπεσιαλιτέ μου για να
στρώσει λίγο το στομάχι σου αλλά δεν προλαβαίνω. Όμως αν έχεις κουράγιο κάνε
μια ζεστή σούπα για να φας. Δεν υπόσχομαι ότι θα καταφέρεις ποτέ να ξεπεράσεις
αυτήν την γεύση αλλά μέχρι αύριο θα έχει φύγει από το στόμα σου και θα είσαι
καλύτερα» συνέχισε παρηγορητικά.
Τι μπορούσα να πω
τώρα; Πραγματικά αυτή η κοπέλα είναι όλο εκπλήξεις. Εκεί που θες να την
σκοτώσεις εκεί κάνει την αλλαγή και σε σκλαβώνει.
Δεν είπα τίποτα.
Καθώς κατένευσα τράβηξα την πόρτα για να την αφήσω να αλλάξει και γύρισα στο
σαλόνι.
Εκείνη όταν βγήκε από
το δωμάτιο της, φορώντας μια μακρυμάνικη φόρμα με μια κουκούλα να κρέμεται πίσω
στην πλάτη της, καθάρισε για μένα πριν τα παιδιά αρχίσουν να με πρήζουν να πάω
μαζί τους και αφού τους πήρε μαζί της μου αδειάσανε την γωνιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου