Την επόμενη μέρα ήταν
ακριβώς όπως το είπε. Εξαφανισμένη. Όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι πίστευα ότι
είχε φύγει αλλά καθώς έστησα το αυτί πίσω από την πόρτα της άκουσα από μέσα
διάφορους θορύβους και κατάλαβα ότι ήταν ακόμα εδώ. Δεν την ενόχλησα.
Πηγαίνοντας στην κουζίνα παρατήρησα ότι το σπίτι ήταν άψογο. Εκείνη λογικά είχε
σηκωθεί πρωί και το είχε μαζέψει. Δεν πήρα είδηση το πότε το έκανε αυτό.
Φτιάχνοντας ένα λιτό
πρωινό, έφαγα και αφού φόρεσα το μαγιό μου πήγα στην παραλία να απολαύσω τις
τελευταίες καλοκαιρινές μέρες. Είχε μπει ο Οκτώβρης και το νερό είχε ήδη
αρχίσει να είναι κρύο αλλά δεν με ένοιαζε. Το προτιμούσα έτσι. Το κρύο νερό
ήταν τόσο καλοδεχούμενο που έκανε το μυαλό μου να μουδιάζει από τις σκέψεις που
με βασάνιζαν.
Δεν την ήθελα στα
πόδια μου. Ακόμα και κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο της ήταν για μένα πειρασμός.
Ένας απαγορευμένος πειρασμός. Δεν μου άρεσε να κολλάω σε μια γκόμενα. Δεν ήθελα
δεσμούς και μόνιμες σχέσεις, ούτε καν μόνιμο γαμίσι με καμιά. Πόσο μάλλον μαζί
της που έμοιαζε να παίρνει ότι πετά και ότι κολυμπά. Το ζεστό και στενό της
μουνάκι είχε σφηνωθεί στην σκέψη μου. Ενώ δεν ήθελα με τίποτα να έχω σχέση μαζί
της ωστόσο ακόμα και τώρα μου έξαπτε την περιέργεια. Πως μπορούσε μια τέτοια
γκόμενα να είναι ακόμα τόσο στενή. Δεν είχε λογική. Δεν έβγαζε νόημα.
Καθώς γύρισα στο
σπίτι και έκανα ένα γρήγορο ντουζ να ξεβγάλω την αλμύρα από πάνω μου, πήγα στην
κουζίνα και άρχιζα να ετοιμάζω κάτι γρήγορο για να φάω. Δεν είχα σκοπό να το
παίξω καλός οικοδεσπότης αλλά δεν μου πήγαινε να μαγειρέψω μόνο μια μερίδα.
Έτσι, βάζοντας παραπάνω υλικά ετοίμασα κάτι και για τους δύο μας. Μόλις
τελείωσα και έβαλα το αχνιστό μου πιάτο στο τραπέζι του σαλονιού, πριν κάτσω
για να φάω γύρισα την ματιά μου προς την πόρτα της. Ακόμα και η μυρωδιά του φαγητού
δεν έφτασε να την κάνει να βγει από εκεί μέσα.
Πλησιάζοντας την
πόρτα της ετοιμάστηκα να την χτυπήσω αλλά η φωνή της με σταμάτησε. Προφανώς
μίλαγε με κάποιον στο τηλέφωνο και θα ήταν μεγάλη αδιακρισία να στήσω αυτί,
όμως μόλις κατάλαβα ότι μίλαγε για την χθεσινή βραδιά και για μένα δεν μπορούσα
να τιθασέψω την περιέργεια μου.
«Εσύ και οι ηλίθιες
ιδέες σου» ξέσπασε αγανακτισμένα. «Γιατί κάθομαι και σε ακούω; Πραγματικά
απορώ» συνέχισε και καθώς έκανε μια παύση εκείνη συνέχισε.
«Όχι Τότο, σου το είπα
ότι είναι εντάξει ο τύπος αλλά εσύ εκεί τον χαβά σου…»
«Μην τολμήσεις και
κάνεις κανένα αστείο και έρθεις από εδώ…» ούρλιαξε.
«Δεν χρειάζεται να
τον ευνουχίσεις για να κρατήσει τα χέρια του μακριά μου. Σου είπα δεν το ήθελε
καν. Έπρεπε να φτάσω να του θίξω τον εγωισμό του για να τον καταφέρω και ακόμα
και έτσι δεν το εκμεταλλεύτηκε καθόλου. Δεν…» έκανε μια παύση ξεφυσώντας πριν
συνεχίσει. «Δεν με άγγιξε καν» συμπλήρωσε με πνιγμένη φωνή.
Τώρα αυτό τι ήταν,
καλό ή κακό; Την είχα πληγώσει που δεν την είχα αγγίξει; Ποιος ξέρει.
«Δεν υπάρχει
περίπτωση να μοιραστώ μαζί σου τις λεπτομέρειες» αναφώνησε με ένα τόνο που
δήλωνε αηδία.
«Όχι Τότο, τέτοιες
διαστρώφηκες σκέψεις μόνο εσύ θα μπορούσες να της κάνεις. Σου είπα είναι οκ.
Από το πρωί δεν έχει έρθει καν να ελέγξει αν είμαι εδώ. Προφανώς μετά από αυτό
δεν θέλει ούτε να με βλέπει…»
«Όχι… δεν πρόκειται
να φύγω. Αν το κάνω δεν θα μπορέσω να πληρώσω τα δίδακτρα. Η κοπέλα στην
γραμματεία ήταν κάθετη. Δεν θα μου δώσει ούτε μια μέρα αναβολή. Πρέπει να τα
δώσω εκεί αλλιώς θα με πετάξουν έξω» οπότε ήταν αλήθεια; Δεν μπορούσα να μην
αναρωτηθώ.
«Όχι δεν γυρίζω πίσω.
Δεν έκανα τόσο κόπο να καταφέρω να με δεχτούνε για να τα παρατήσω τώρα…» είπε
με πείσμα ρίχνοντας κάτι με δύναμη στο πάτωμα.
«Τελείωσε θα μείνω
εδώ…»
«Δεν θέλω τα λεφτά
σου. Αν μου κανονίσεις τρεις αγώνες…»
«Τότο…» ούρλιαξε
αγανακτισμένα.
«Δεν είναι πολλοί. Θα
τα καταφέρω… Κλείσε μου τους αγώνες και μετά θα φύγω…» υποσχέθηκε και ο
συνομιλητής της πήρε ξανά τον λόγο. Έκανε αρκετά μεγάλη παύση πριν μιλήσει ξανά
και νόμιζα ότι το είχε κλείσει αλλά πριν φύγω την άκουσα να συνεχίζει.
«Το ξέρω ότι με
αγαπάς αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι δεν γίνεται να μένω άλλο μαζί σου…»
παρακάλεσε με ένα πληγωμένο τόνο.
«Θέλω…» προφανώς δεν
την άφησε να συνεχίσει.
«Άκουσε με για μια
φορά…» παρακάλεσε αλλά μάλλον ο συνομιλητής της δεν άκουγε κουβέντα.
«Αν πλησιάσεις έστω
και στο μισό μέτρο θα σου σπάσω τα μούτρα…» ήταν ανένδοτη.
«Δεν θα σε αφήσω να
τον αγγίξεις…» κάτι που της είπε ο συνομιλητής της την έκανε να παγώσει.
«Δεν θα σου δώσω
αναφορά. Δεν τον ξέρω τόσο. Απλά…» ένας αναστεναγμός έκοψε την φράση της στην
μέση. «Απλά δεν είναι αυτό που περίμενα και με έχει μπερδέψει. Δεν ξέρω με τι
τρόπο να τον πλησιάσω τώρα ώστε να με συγχωρέσει» συμπλήρωσε και έμεινα
παγωμένος να κοιτώ την κλειστή πόρτα. Τι διάολο σήμαινέ τώρα αυτό;
«Όχι… δεν υπάρχει
περίπτωση να ακολουθήσω τις συμβουλές σου. Μια φορά το έκανα και δες τα
αποτελέσματα τώρα…»
«Αντίο Τότο και όπως
είπαμε… Περιμένω τηλεφώνημα» είπε γρήγορα και έμεινε στην σιωπή.
Ήξερα ότι έπρεπε να
φύγω αλλά στην σκέψη ότι μπορεί εκείνη να άνοιγε την πόρτα και να με πιάσει στα
πράσα, πήρα την απόφαση να της χτυπήσω την πόρτα. Την στιγμή που σήκωσα το χέρι
μου για να το κάνω η πόρτα άνοιξε και εκείνη με κοίταξε παγωμένη. Να είχε καταλάβει;
«Έφτιαξα φαγητό…»
εξήγησα τον λόγο που είχα έρθει. «Αν πεινάς…» συνέχισα αδιάφορα ανασηκώνοντας
τους ώμους μου αλλά δεν την ξεγέλασα ούτε για μια στιγμή.
«Άκουσες» ήταν
σίγουρη γι’ αυτό.
Ξεφυσώντας έτριψα την
μύτη μου νευρικά και έκανα ένα βήμα πιο πίσω.
«Οπότε ήταν ιδέα του
Τότο, όλο αυτό;» ρώτησα. Δεν είχε λόγο να το κρύψω άλλο.
«Έχει την κακιά
συνήθεια να νομίζει ότι όλοι οι άντρες είναι σαν εκείνον. Δεν θα με άφηνε να
περάσω την νύχτα μαζί σου αν δεν σε δοκίμαζα. Σόρυ για όλο αυτό» απολογήθηκε
και την κοίταξα εξεταστικά.
«Και τι θα γινόταν αν
το εκμεταλλευόμουν;» ρώτησα από περιέργεια και δαγκώνοντας τα χείλια της
απέφυγε την ματιά μου. «Θα ερχόταν να με ευνουχίσει» μάντεψα και με κοίταξε
ευθεία στα μάτια ανέκφραστα.
«Δεν χρειάζομαι την
προστασία του. Ξέρω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και μόνη μου» δήλωσε με μια
απειλητική ματιά ενώ έσφιγγε τις γροθιές της.
«Δηλαδή δεν φτάνει
που είχα την καλοσύνη να σε φιλοξενήσω θα έτρωγα και ξύλο από πάνω;» εξέφρασα
δυνατά την διαπίστωση μου.
«Δεν δέρνω χωρίς
λόγο» μου απάντησε εκείνη.
«Μάλιστα» τα παράτησα
τελικά. «Το φαγητό είναι έτοιμο. Αν πεινάς…» επανέλαβα και γυρίζοντας την πλάτη
μου άρχισα να πηγαίνω προς το σαλόνι.
Δεν περίμενα την δική
της αντίδραση. Μόλις έκατσα στην καρέκλα μου, έπιασα το πιρούνι μου και άρχισα
να τρώω. Δεν άργησε να έρθει. Στρώνοντας ένα σουπλά πάνω στην ξύλινη επιφάνεια
άφησε το ποτήρι με το νερό της και πήγε να φέρει και το πιάτο της. Μόλις έκατσε
άρχισε να σκαλίζει το φαγητό και να το τρώει απελπιστικά αργά. Όχι γιατί
έδειχνε ότι δεν της άρεσε αλλά γιατί μάλλον έτρωγε πάντα με αυτόν τον τρόπο.
«Τελικά δεν μου
είπες» ξεφούρνισε μετά από μια σύντομη σιωπή και την κοίταξα. «Πως τα πέρασες
εχθές με την μαμά σου;» ρώτησε τελικά και ξεφύσησα.
«Τώρα τι είναι αυτό;
Είδες ότι δεν πιάνομαι για γκόμενος και τώρα προσπαθείς να το γυρίσεις στο
φιλικό;» της χτύπησα λίγο πιο σκληρά από όσο σκόπευα αλλά δεν άντεχα να το
κρατήσω για τον εαυτό μου. Πραγματικά δεν ήθελα να έχω καμία σχέση μαζί της σε
κανένα επίπεδο.
«Δεν υπάρχει φιλία ανάμεσα
σε έναν άντρα και μια γυναίκα» μου χτύπησε το ίδιο σκληρά με μένα και την
κοίταξα με ενδιαφέρον. Φαινόταν πραγματικά να το πιστεύει.
«Τότε τι είναι όλο
αυτό;» την ρώτησα και εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.
«Θα ζούμε για δύο
βδομάδες μαζί. Θα είναι τελείως άβολο να αγνοούμε ο ένας τον άλλον» εξήγησε
πολύ απλά και αφήνοντας το πιρούνι μου πάνω στο πιάτο μου ακούμπησα τους
αγκώνες μου πάνω στο τραπέζι και σταύρωσα τα χέρια μου.
«Και σαν τι ακριβώς
θες να κάνουμε δηλαδή; Να πίνουμε παρέα μπύρες και να αναλύουμε τα γκομενικά
μας;» την προκάλεσα περισσότερο αλλά εκείνη δεν έμοιαζε να ταράζεται.
«Δεν με ενδιαφέρει να
ακούω τι θα κάνεις με τις γκόμενες σου. Μου φτάνεις που θα της ακούσω μέσα στα
αυτιά μου να ξεφωνίζουν» γέλασα χωρίς να μπορώ να το συγκρατήσω. «Το μόνο που
με νοιάζει είναι να μην έχεις την απαίτηση να σας κάνω και παρέα» συμπλήρωσε
και σοβάρεψα.
«Δεν είχα καμία
τέτοια βλέψη» είπα απόλυτα σοβαρά και εκείνη έμοιαζε να με πιστεύει.
«Κοίτα, Κλερ… αν το
πρόβλημα είναι τα λεφτά θα μπορούσα…» δεν με άφησε να συνεχίσω. Η ματιά που μου
έριξε έφτασε να κόψει την φράση μου στην μέση.
«Αν δεν θες να
βρεθούμε και οι δύο στο νοσοκομείο με πολλαπλά κατάγματα και μόνιμα κουσούρια
για την υπόλοιπη ζωή μας, κράτα τα λεφτά σου και το πουλί σου στο παντελόνι σου
και θα τα πάμε μια χαρά» δήλωσε και έσμιξα τα φρύδια μου.
«Με απειλής;» ρώτησα
χωρίς να είμαι ικανός να το πιστέψω.
«Ο αδελφός μου δεν αστειεύεται
Κρις. Και σίγουρα δεν είναι ένας ψευτοπαλληκαράς που πουλάει μούρη» είπε και
την κοίταξα εξεταστικά. Και εγώ γιατί μετά από αυτό να δεχτώ να μείνει ακόμα
μαζί μου;
«Να φανταστώ ότι
είναι χειρότερος από τον Τότο;» το συνέχισα εκδηλώνοντας στα χαρακτηριστικά μου
όλη την άσχημη εντύπωση που μου είχε ήδη δημιουργήσει ο τύπος με τον οποίο
μιλούσε.
«Ο Τότο, είναι ο
αδελφός μου» διευκρίνισε και τα έχασα τελείως. «Του έχει έρθει λίγο βαρύ το ότι
έφυγα από το σπίτι και δεν μπορεί να είναι δίπλα μου να με προστατεύει αλλά θα
του περάσει. Θα φροντίσω να τον κρατήσω μακριά σου αλλά και εσύ μην κάνεις κάτι
που θα προκαλέσει το μένος του. Να είσαι σίγουρος ότι δεν θες να βρεθείς
αντιμέτωπος με την γροθιά του» δήλωσε.
«Να φανταστώ ότι
είναι λίγο υπερπροστατευτικός;» μάντεψα και αναστέναξε.
«Και κάτι παραπάνω»
παραδέχτηκε.
«Και του τα λες όλα;»
αυτό και αν ήταν το πιο περίεργο από όλα.
«Σου φαίνομαι για
άτομο που έχει φιλίες;» μου γύρισε την ερώτηση και κούνησα το κεφάλι μου
αρνητικά. «Όχι δεν του τα λέω όλα. Δεν ξέρει για μας. Απλά δεν μπορούσα να του
κρύψω ότι μένω εδώ. Έχει τον τρόπο του να τα μαθαίνει όλα και ήθελα να τον
προλάβω πριν αποφασίσει να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στην πόρτα σου και κάνει
τίποτα απερίσκεπτο» διευκρίνισε και έμεινα για λίγο να την κοιτάω
αναποφάσιστος.
«Δεν θα τον αφήσω να
σε πλησιάσει Κρις» είπε κουρασμένα.
«Και είσαι σίγουρη
ότι θα το καταφέρεις;» ανασήκωσε τα φρύδια της με έμφαση.
«Ο μαθητής πάντα
γίνεται καλύτερος από τον δάσκαλο του» μου έκλεισε το μάτι και γέλασα
απηυδισμένα… που έχω μπλέξει θεέ μου.
«Τέλος πάντων. Ας
είναι. Μόνο φρόντισε μην γίνουν τίποτα μαλακίες. Δύο βδομάδες είναι, τι στο
διάολο θα περάσουν» είπα τελικά και παίρνοντας το πιρούνι μου άρχισα να
τσιμπολογάω το φαί μου.
Μετά από αυτό όχι
απλά παρέμεινε στην σιωπή αλλά δεν τρωγόταν κιόλας να ανοίξει άλλη συζήτηση.
Τρώγοντας λίγο ακόμα, σκούπισε το στόμα της, ήπιε το νερό της και σηκώθηκε να
αφήσει το πιάτο και το ποτήρι στον νεροχύτη. Όταν άκουσα το νερό να κλείνει,
εκείνη γύρισε πήρε και το σουπλα και αφού το άφησε στην θέση του πέρασε από
πίσω μου και πήγε να κλειστεί και πάλι στο δωμάτιο της.
«Τι κάνεις εκεί μέσα όλη
μέρα;» την ρώτησα χωρίς να γυρίσω να την κοιτάξω με περιέργεια.
«Δεν ξέρω αν το έχεις
παρατηρήσει αλλά δεν κάνω διακοπές. Πραγματικά σπουδάζω» την άκουσα να λέει και
γύρισα να την κοιτάξω δύσπιστα.
«Μην μου πεις ότι όλη
μέρα διαβάζεις;» την ρώτησα. Πραγματικά δεν μπορούσα να την φανταστώ χωμένη
μέσα στα βιβλία.
«Πως αλλιώς θα πάρω
πτυχίο;» μου γύρισε την ερώτηση και γέλασα γυρνώντας ξανά μπροστά πιάνοντας το
ποτήρι με το νερό μου.
«Υπάρχουν πολλοί
τρόποι να πάρεις ένα πτυχίο» σχολίασα και την ένιωσα να ξεφυσά.
«Μην κάνεις τα ίδια λάθη
με τον αδελφό μου Κρις. Μια μέρα θα βαρεθείς να γαμάς για να σου κάνουν τις
εργασίες σου και τότε κάποια θα της την βιδώσει και θα σε προδώσει. Είναι κρίμα
να χάσεις όλα σου τα όνειρα για μια τρελαμένη γκόμενα» την άκουσα να λέει και
γύρισα να την κοιτάξω με ενδιαφέρον.
«Έπαιζε ο αδελφός σου
ράγκμπι;» ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να το πιστέψω.
«Είχε πολλή ταλέντο.
Οι κυνηγοί ταλέντων είχαν μαγευτεί μαζί του αλλά μια γκόμενα του κατέστρεψε όλα
του τα όνειρα μόνο και μόνο γιατί εκείνος βαρέθηκε να την γαμάει. Αν δεν ήταν
εκείνη τότε σίγουρα τώρα θα ήταν σε μια από τις πιο μεγάλες ομάδες» μου
επιβεβαίωσε και έμεινα να την κοιτώ.
«Και τι προτείνεις
δηλαδή;» την προκάλεσα και άστραψαν τα μάτια της.
«Μπορώ να βοηθήσω αν
θες» πρότεινε και με εξέπληξε τελείως.
«Αν δεν κάνω λάθος, εσύ
είσαι στο πρώτο έτος και εγώ στο δεύτερο, πως θα τα καταφέρεις;» ρώτησα με
ενδιαφέρον.
«Πόσο πιο δύσκολα
μπορεί να είναι από Ποινικό Δίκαιο;» ρώτησε και τώρα ήταν που τα έχασα τελείως.
«Περίμενε, τι;»
ρώτησα και με κοίταξε παραξενευμένη. «Θες να μου πεις ότι σπουδάζεις νομική;»
«Κάποιος πρέπει να
υπερασπίζεται τους νόμους και να κάνει τα καθίκια να πληρώνουν για όλα όσα
έχουν κάνει» είπε με τόσο πάθος που με εξέπληξε.
«Ένας δικηγόρος δεν υπερασπίζεται
μόνο τους αθώους» προσπάθησα να την κατεβάσω από το συννεφάκι της αλλά εκείνη
δεν άλλαζε ύφος.
«Δεν με ενδιαφέρει η
δικηγορία» είπε κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά. «Εγώ θέλω να πάρω την έδρα
του προέδρου. Να είμαι εγώ αυτή που θα χτυπάει το σφυρί και θα δίνω την ποινή
στους ένοχους. Να τους κοιτάω στα μάτια και να βλέπω όλη την απελπισία στα
μάτια τους καθώς θα τους απαγγέλω τα χρόνια φυλάκισης τους» διευκρίνισε με τόσο
άχτι που με έκανε να νιώσω σαν να ήμουν πραγματικά ένοχος για κάτι και εκείνη
μόλις μου έλεγε την ποινή μου.
«Οκ, τώρα έχω μείνει
μαλάκας» παραδέχτηκα και κρυφογέλασε με ένα χαμόγελο που έκανε την ανάσα μου να
κοπεί στην μέση. Όταν γέλαγε πραγματικά άλλαζε όλο της το πρόσωπο, τόσο πολύ
που την έκανε να μοιάζει για πολύ μικρότερη από την ηλικία της.
«Λοιπόν; Θες βοήθεια
ή όχι;» επανέλαβε και έμεινα να την κοιτώ αναποφάσιστος.
«Μέσα στην τσάντα μου
έχω μια εργασία. Αν καταφέρεις να βγάλεις άκρη μαζί της τότε ίσως και να δεχτώ»
της είπα τελικά και το πρόσωπο της έλαμψε λες και της έδωσα μόλις το πιο ακριβό
και το πιο φανταχτερό δώρο που είχε πάρει ποτέ στην ζωή της.
«Δεν θα το
μετανιώσεις» είπε γρήγορα και έφυγε να πάει προς το δωμάτιο μου.
Μην είσαι τόσο σίγουρη γι’ αυτό… είπα από μέσα μου
και συνέχισα να τρώω.
Όταν τελείωσα ξέβγαλα
το πιάτο μου και αφού το έβαλα στο πλυντήριο μαζί με το ποτήρι του νερού μου,
έφτιαξα καφέ και πήγα να την βρω. Ήμουν πολύ περίεργος να δω τι είχε σκοπό να
κάνει. Μόλις άνοιξα την πόρτα, την βρήκα να είναι πάνω στο κρεβάτι μου και να
κοιτάζει το βιβλίο και το φύλλο με την εργασία.
«Πως πάει;» ρώτησα
και γύρισε να με κοιτάξει.
«Δεν είναι και τόσο
δύσκολο τελικά. Θα χρειαστούμε μερικά βιβλία για ενίσχυση αλλά με λίγη έρευνα
θα το καταφέρουμε».
«Μην περιμένεις να
πάω στην βιβλιοθήκη. Έχω και μια φήμη να προστατέψω» της είπα και κρυφογέλασε
και πάλι.
«Και τι προτείνεις να
κάνουμε;» μου έδωσε το δικαίωμα της επιλογής και ανασήκωσα τους ώμους.
«Ότι βρούμε στο
διαδίκτυο» πρότεινα και το δέχτηκε.
«Πάρε τον υπολογιστή
και παλουκώσου» είπε και την κοίταξα καλά καλά.
«Δεν πιστεύω ότι θα
με πείσεις να κάτσω να κάνω την εργασία μόνος μου» της είπα με φρίκη και με
αγριοκοίταξε.
«Δεν είπα ότι θα την
κάνω εγώ. Είπα ότι θα σε βοηθήσω να την κάνεις. Έχει διαφορά. Και από την άλλη,
δεν θα είσαι μόνος» μόλις είδε ότι δυσανασχέτησα ξεφύσησε και συνέχισε. «Ω! Έλα
τώρα, δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. Θα δεις δεν είναι τίποτα δύσκολο.
Προγραμματισμό θέλει και συνέπεια. Μόλις μπεις σε μια σειρά μετά θα είναι
παιχνίδι για σένα και επιπλέον δεν θα χρειάζεται να γαμάς την κάθε άσχετη και
να τρέμει το φυλλοκάρδι σου κάθε φορά που την παρατάς».
«Δεν θα με αφήσεις
στην ησυχία μου αν δεν το κάνω σωστά;» μάντεψα και με κοίταξε με έμφαση στα
μάτια.
«Έχεις κάτι καλύτερο
να κάνεις;» ρώτησε και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Είπαμε με τα παιδιά
να πάμε για καμία μπυρίτσα».
«Μπορείς να την πιεις
και πιο αργά. Ακόμα νωρίς είναι. Έλα λοιπόν» γκρίνιαξε και τα παράτησα. Δεν θα
την έβγαζα καθαρή αν δεν της έκανα το χατίρι.
Αφήνοντας το ποτήρι με τον καφέ μου πάνω στο
κομοδίνο μου πήγα στο γραφείο μου και πήρα το λαπτοπ μου. Αφού έκατσα δίπλα της
εκείνη σηκώθηκε και κοίταξε γύρω της.
«Θα χρειαστούμε ένα
μπλοκ και ένα στυλό» είπε και της έδειξα προς το συρτάρι του γραφείου μου.
«Λογικά θα πρέπει να
έχω μέσα στο συρτάρι» της είπα και βάζοντας το password μου
στο λάπτοπ για να ανοίξει κρυφοκοίταξα τις αντιδράσεις της.
Επειδή το συρτάρι στο
κομοδίνο ήταν μικρό, φύλαγα τα αποθέματα προφυλακτικών και λαδάκια για της
μοναχικές νύχτες ή για πιο έξαλλες καταστάσεις με καμία πιο προχωρημένη μέσα σε
εκείνο το συρτάρι. Εκείνη, αν και σίγουρα τα είδε, δεν αντέδρασε καθόλου. Τα
παραμέρισε με άνεση και βρίσκοντας αυτά που έψαχνε τα πήρε στα χέρια της και
έκλεισε το συρτάρι. Πιάνοντας με να την κοιτάζω μου έκλεισε το μάτι.
«Χαίρομαι που
φροντίζεις τον εαυτό σου» είπε αδιάφορα αλλά και με θαυμασμό.
«Τα πάντα για την
ασφάλεια» γέλασα και καθώς κούνησα το κεφάλι αφοσιώθηκα στην οθόνη του λάπτοπ
μου.
Εκείνη ερχόμενη δίπλα
μου, μου έτεινε το μπλοκ και το στυλό και καθώς τα πήρα στα χέρια μου, έφερε το
πόδι της πιο κοντά στο δικό μου. Πιάνοντας το λάπτοπ το έβαλε να ακουμπήσει το
μισό στο πόδι της και το άλλο μισό να ακουμπάει στο δικό μου πόδι. Προσέχοντας
να μην με ακουμπά, άνοιξε την σελίδα του δικτύου και πιάνοντας το βιβλίο και
την κόλλα της εργασίας μου άρχισε να πιάνει δουλειά.
«Σίγουρα δεν σε
καθυστερώ από το διάβασμα σου;» έκανα μια απελπισμένη προσπάθεια να το αποφύγω
όλο αυτό αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.
«Ήθελα απελπισμένα να
κάνω ένα διάλλειμα» είπε και αρχίζοντας να πληκτρολογεί άρχισε να μιλάει
ακατάπαυστα.
Μου έδινε οδηγίες για
τα πάντα. Με καθοδηγούσε και μόλις βρίσκαμε αυτό που ψάχναμε με έβαζε να κρατώ
σημειώσει. Για αρκετή ώρα συνεχίσαμε έτσι μέχρι που άρχισα να παίρνω το κολλάει
και χωρίς να φεύγει από δίπλα μου, με άφησε να συνεχίσω μόνος. Αν μου το έλεγε
κάποιος πριν λίγο καιρό ότι θα καθόμουνα με μια γκόμενα στο κρεβάτι και θα
διάβαζα πραγματικά θα έσκαγα στα γέλια. Αλλά να που έγινε και αυτό.
Πριν καλά καλά το
καταλάβω, είχε έρθει κιόλας το βράδυ και εγώ ξεχνώντας τελείως ότι είχα να βγω
συνέχιζα ακάθεκτος μέχρι που άκουσα ένα σιγανό γουργουρητό να έρχεται από δίπλα
μου. Γυρίζοντας το πρόσωπο μου προς την μεριά της την είδα που είχε γύρει το
κεφάλι της προς την άλλη μεριά και με μάτια κλειστά και χείλια μισάνοιχτα την
είχε πάρει ο ύπνος.
Δεν ήξερα τι να κάνω.
Σίγουρα όχι να την αφήσω να κοιμηθεί εδώ. Αυτό θα παρά πήγαινε. Κλείνοντας το
καπάκι του λάπτοπ, το πήρα στα χέρια μου και το άφησα πάνω στο γραφείο μου.
Μαζεύοντας το βιβλίο και το μπλοκ, τα άφησα και αυτά πάνω στο γραφείο και
γύρισα για να πάω κοντά της να την ξυπνήσω. Εκείνη, μόλις το σώμα μου έφυγε από
δίπλα της, έγειρε το σώμα της πάνω στο στρώμα και βολεύτηκε πάνω στα μαξιλάρια
μου.
Αφήνοντας μια απελπισμένη
ανάσα πήγα και έκατσα δίπλα της. Βάζοντας το χέρι πάνω στον ώμο της την
τράνταξα απαλά.
«Κλερ» είπα μαλακά
αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. «Κλερ» είπα πιο δυνατά ενώ την τράνταξα πιο έντονα
και εκείνη γυρίζοντας το κεφάλι της κούνησε τα μάτια της κάτω από τα κλειστά
της βλέφαρα και αφού άφησε μια ανάσα ξανά βολεύτηκε πάνω στα μαξιλάρια.
Δεν είχε αποτέλεσμα.
Έπρεπε να το πάρω απόφαση και να την πάρω στα χέρια για να την πάω στο κρεβάτι
της. Καθώς σηκώθηκα, γονάτισα με το ένα πόδι πάνω στο στρώμα και μόλις έβαλα το
ένα μου χέρι κάτω από τον αυχένα της, πριν προλάβω να την ανασηκώσω για να την
κρατήσω επάνω μου και να την πάρω στην αγκαλιά μου εκείνη έβαλε τα χέρια της
πάνω στο μπλουζάκι μου και έχωσε το γόνατο της στην κοιλιά μου. Πριν προλάβω να
αντιληφθώ τι κάνει εκείνη, με μια δυνατή κραυγή, έβαλε όλη της την δύναμη και
καθώς με σήκωσε στον αέρα με κάρφωσε πάνω στο κρεβάτι. Αν το κρεβάτι δεν ήταν
διπλό τότε σίγουρα τώρα θα βρισκόμουν στο πάτωμα και θα μέτραγα σπασμένα
πλευρά. Την στιγμή που με καβάλησε και σήκωσε την γροθιά της ψηλά για να με
χτυπήσει τα είδα όλα.
«Κλερ» φώναξα. «Τι
διάολο κάνεις;»
«Γιατί με άγγιξες»
σφύριξε μέσα από τα δόντια της ξεφυσώντας με τέτοια μανία που άρχισα να πιστεύω
ότι δεν θα την έβγαζα καθαρή.
«Κοιμόσουνα και προσπάθησα
να σε πάω στο κρεβάτι σου» είπα γρήγορα την αλήθεια και αυτό την έκανε για λίγο
να παγώσει.
«Γιατί γαμώτο μου
γιατί;» ούρλιαξε ενώ με το χέρι της που κράταγε ακόμα την μπλούζα μου με
ταρακουνούσε.
«Προσπάθησα να σε
ξυπνήσω αλλά δεν ξύπναγες με τίποτα» της φώναξα πίσω και αντί να καταλαγιάσει η
οργή της έγινε χειρότερη.
Μουγκρίζοντας ανεξέλεγκτα, με έσπρωξε με
δύναμη με το χέρι της που ήταν πάνω στο μπλουζάκι μου και καθώς με ξεκαβάλησε
άρχισε να τρέχει. Δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωσα την ανάγκη να την πάρω από πίσω. Περίμενα
ότι θα πήγαινε στο δωμάτιο της και ότι θα τα γάμαγε όλα αλλά εκείνη δεν το
πλησίασε καν. Πηγαίνοντας προς το σαλόνι άνοιξε την μπαλκονόπορτα και ξεχύθηκε
έξω. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά πήγε προς την ξύλινη κολώνα που φώτιζε την παραλία
και με μπουνιές, αγκωνιές, γονατιές και κλωτσιές άρχισε να ξεσπάει όλη της την
οργή. Ακόμα και αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Μουγκρίζοντας ανεξέλεγκτα αφού του
έδωσε αρκετά χτυπήματα, μετά άρχισε να κοπανάει το κούτελο της επάνω του. Αν
συνέχιζε έτσι σίγουρα θα πάθαινε καμία διάσειση αλλά έτσι όπως την έβλεπα δεν
τόλμαγα να πάω κοντά της να την σταματήσω. Σίγουρα αυτή η κοπέλα είχε πολλά
προβλήματα και εγώ δεν ήθελα να εμπλακώ σε αυτά.
Μόλις σταμάτησε να
κοπανάει το κεφάλι της στον στύλο, έμεινε ακίνητη και όπως τρανταζόντουσαν οι
ώμοι της κατάλαβα ότι έκλαιγε. Όχι δεν μου χρειαζόταν όλο αυτό. Δεν θα ήμουν
εγώ αυτός που θα της έλυνε τα προβλήματα. Και με αυτήν την σκέψη μπήκα μέσα και
έτρεξα πίσω στο δωμάτιο μου. Αλλάζοντας με βιαστικές κινήσεις, πήρα το πορτοφόλι
μου, το κινητό μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και κίνησα να πάω προς
την πόρτα. Καθώς την άνοιξα ένοιωσα το βλέμμα της να τρυπάει την πλάτη μου. Δεν
γύρισα να την κοιτάξω. Χωρίς να σταματώ το βήμα μου, βγήκα από την πόρτα και
την έκλεισα πίσω μου λίγο πιο δυνατά από όσο θα έπρεπε.
Όχι… δεν θα την άφηνα
να με κάνει να την λυπηθώ. Ότι πρόβλημα και να είχε να πήγαινε αλλού να το
λύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου