Το βράδυ που πέρασε,
ήταν άκρος βασανιστικό. Η εικόνα της να είναι από πάνω μου και να με κατακτά
ξανά και ξανά με το βρεγμένο της μαλλί να μαστιγώνει την λευκή της επιδερμίδα είχε
κάνει κατάληψη στο μυαλό μου και δεν έλεγε να φύγει. Χρειάστηκε τουλάχιστον δύο
φορές να αδειάσω τα μπαλάκια μου για να καταφέρω την επόμενη ημέρα να δείχνω
φυσιολογικός και όσο το δυνατών πιο αδιάφορος απέναντι της.
Ευτυχώς για καλή μου
τύχη δεν φάνηκε στην τραπεζαρία αλλά εκεί κατάφερα να μάθω δύο πράγματα για
εκείνην. Οι φήμες οργιάζανε. Οι ξανθές ζηλιάρες πουτανίτσες δεν σταματάγανε να
λένε ότι πήγαινε με άντρες για τα λεφτά επειδή είχε φύγει από το σπίτι της. Φυσικά
δεν το πίστεψα. Μπορεί να έκανε μπαμ από μακριά ότι ήταν ένα ασυμβίβαστο
διαφορετικό κορίτσι αυτό δεν σήμαινε ότι θα κατέστρεφε τον εαυτό της σε τόση
τρυφερή ηλικία με το να κάνει τέτοιες μαλακίες. Πάλι κανείς δεν ξέρει όμως όχι,
δεν ήθελα να το πιστέψω. Μια άλλη φήμη έλεγε ότι την είχαν διώξει από την εστία
λόγω του ότι έγινε μεταξύ μας την
προηγούμενη μέρα. Ούτε αυτό ήθελα να το πιστέψω. Αν και θα μπορούσε άνετα να
της άξιζε μετά την συμπεριφορά της απέναντι στην συγκάτοικο της ωστόσο δεν θα
ήθελα με τίποτα να είμαι η αιτία να μείνει χωρίς στέγη.
Το μεσημέρι στην
προπόνηση ήταν η μόνη στιγμή που την είδα. Καθισμένη στις κερκίδες ήταν
προσηλωμένη σε κάτι χαρτιά που ξεφύλλιζε και μιλούσε αρκετές φορές στο
τηλέφωνο. Αυτό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν ο μεγάλος σάκος που είχε
μαζί της. Αυτό να σήμαινε ότι πράγματι την είχαν πετάξει από την εστία; Δεν
βρήκα την ευκαιρία να το μάθω. Μέχρι να τελειώσω από την προπόνηση εκείνη είχε
εξαφανιστεί.
Παίρνοντας τον δρόμο
του γυρισμού, άφησα τις τύψεις μου στην άκρη. Δεν υπήρχε λόγος να με νοιάζει τι
έκανε. Αν ήθελε να ταιριάξει κάπου ας φρόντιζε να είχε καλύτερη συμπεριφορά.
Φτάνοντας στο γυμναστήριο γύμνασα τους μύες μου για μια ακόμα ώρα με βάρη και
αφού τελείωσα έκανα ένα γρήγορο ντουζ στο γυμναστήριο και ξεκίνησα για το
σπίτι. Είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει. Τα σύννεφα είχα πάρει ένα κοραλλή χρώμα
και οι γείτονες μου είχαν βγει στους δρόμους για έναν απογευματινό περίπατο.
Τους έβλεπα και τους
ζήλευα. Μακάρι να είχα την δύναμη να κάνω και εγώ το ίδιο αλλά εξαντλώντας
επίτηδες το κορμί μου ώστε να γυρίσω στο σπίτι και να πέσω για ύπνο για να μην
την σκέφτομαι δεν είχα κουράγιο ούτε να πάρω τα πόδια μου και να πάω από το
γκαράζ μέχρι τις σκάλες του σπιτιού μου. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία. Σε ένα
παραλιακό συγκρότημα, με μεγάλες τζαμαρίες με την θάλασσα να οργιάζει μπρος στα
πόδια μου. Το είχα διαλέξει μόνος μου και δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Μπορεί να
ήταν πολύ μακριά από το πανεπιστήμιο αλλά άξιζε τον κόπο.
Όταν έφτασα κοντά στο
σπίτι η καρδιά μου πάγωσε από το ξάφνιασμα. Ήταν εκείνη, καθισμένη στα σκαλιά
μου και μίλαγε με κάποιον στο κινητό. Όταν πάρκαρα στο ιδιωτικό μου ανοιχτό
παρκινγκ εκείνη, κλείνοντας το τηλέφωνο, σηκώθηκε όρθια και κοίταξε προς το
μέρος μου. Όταν με είδε να ανεβάζω το παράθυρο του οδηγού και να ανοίγω την
πόρτα έπαθε ακριβώς το ίδιο σοκ με μένα. Δεν ήξερε ότι αυτό το σπίτι είναι το
δικό μου; Τότε τι δουλειά είχε εδώ; Τώρα περισσότερο από ποτέ είχα την
περιέργεια να μάθω.
«Γεια» την χαιρέτησα
αδιάφορα βγάζοντας από τον ώμο μου τον βαρύ σάκο με τα άπλυτα από το γυμναστήριο
και την προπόνηση σαν να ήταν απόλυτα φυσιολογικό να την βρίσκω μπρος στα
σκαλοπάτια μου.
«Ε…» δίσταζε για μια
στιγμή μπερδεμένη. «Ψάχνω τον ιδιοκτήτη» συνέχισε και αυτό μου επιβεβαίωσε ότι
δεν ήξερε ότι μένω εδώ.
«Μόλις τον βρήκες»
της είπα με άνεση και αυτό φάνηκε να την μπερδεύει περισσότερο.
«Εσύ ψάχνεις για συγκάτοικο;»
με ρώτησε τελείως παραξενευμένη και έσμιξα τα φρύδια με απορία όμως μόλις είδα
το κίτρινο χαρτάκι που κράταγε στο χέρι της με την διεύθυνση του σπιτιού μου
και ένα λάθος κινητό γραμμένο επάνω του τότε κατάλαβα.
Είχε καταντήσει
ανέκδοτο πια. Από την προηγούμενη χρονιά ανά τακτά διαστήματα, κάποιος ηλίθιος
επαναλάμβανε την ίδια φάρσα. Επειδή ήξεραν όλοι ότι το σπίτι είχε δύο δωμάτια
και ότι εγώ δεν ήθελα να το μοιραστώ με κανένα βάζανε αγγελία στον πίνακα
ανακοινώσεων της σχολής και κάθε τρις και λίγο είχα επισκέψεις από άτομα που
έψαχναν να συγκατοικήσουν με κάποιον.
«Κοίτα, εγώ…»
«Αν είναι για τα
λεφτά, δεν υπάρχει πρόβλημα. Έχω ένα αρκετό ποσό μαζί μου και μέχρι τέλος του
μήνα θα έχω και τα υπόλοιπα» είπε γρήγορα προφανώς γιατί είχε ακούσει και η
ίδια τις φήμες που έλεγαν ότι το είχε σκάσει από το σπίτι της και ότι λόγω του
ότι δεν δούλευε τα έβγαζε δύσκολα.
«Κοίτα… Έϊντζελ;»
ρώτησα χωρίς να είμαι σίγουρος ότι είναι αυτό το όνομα της. Τα κορίτσια στην
τραπεζαρία το τονίζανε με ένα τόσο σαδιστικό τόνο που με έκανε να απορώ το
γιατί.
Η ματιά που μου έριξε
με κάρφωσε στον τοίχο.
«Κλερ» σφύριξε μέσα
από τα δόντια της και σήκωσα τα χέρια μου ψηλά σαν να παραδινόμουν.
«Λάθος πληροφόρηση» δικαιολογήθηκα
και εκείνη έδειξε να χαλαρώνει.
«Τέλος πάντων» είπε
και βρίσκοντας αυτό που έψαχνε μέσα στο σακβουαγιάζ της που βάραινε τον ώμο της
έτεινε το χέρι της μπροστά.
«Αυτά πιστεύω ότι
φτάνουν για αρχή» συνέχισε ενώ προσπάθησε να βάλει στην χούφτα μου ένα ματσάκι
δολάρια.
«Τι κάνεις εκεί
τρελάθηκες;» αναφώνησα και κοιτώντας πρώτα γύρω μου έβαλα γρήγορα τα λεφτά της
μέσα στο σακβουαγιάζ της και το έκλεισα πριν δει κανείς αυτήν την σκηνή.
«Έλα μέσα» την
προέτρεψα και εκείνη αν και ακόμα με κοίταζε μπερδεμένη υπάκουσε.
Πιάνοντας το σάκο μου
από το γρασίδι, χωρίς να το βάζω στον ώμο, έβγαλα τα κλειδιά και άνοιξα την
πόρτα. Αφού άνοιξα και τα φώτα της έκανα χώρο να περάσει πριν κλείσω την πόρτα
ξανά πίσω της. Εκείνη αμέσως άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο.
«Πολύ αντρικό;»
ρώτησα ενώ κρυφογέλαγα πίσω της καθώς η ματιά της καρφώθηκε στα ηλίθια ποστερ
που μου είχαν κρεμάσει οι φίλοι μου για ντεκόρ με τις ημίγυμνες πορνοσταρ.
Στην αρχή τα έβγαζα
αλλά γρήγορα ανακάλυψα ότι ήταν άδικος κόπος γιατί πολύ απλά εκείνοι φρόντιζαν
να αντικαταστούν τα παλιά πόστερ με καινούργια μέχρι που το πήρα απόφαση. Ήταν
ένα εργένικο σπίτι. Τι το κακό υπήρχε στο να είναι διακοσμημένο ανάλογα.
«Όχι» είπε αμέσως και
κάτι άστραψε στα μάτια της που την έκανε να χαμογελάσει. «Είναι περισσότερο σαν
να γύρισα στο σπίτι» συμπλήρωσε και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ.
«Τέλος πάντων… κοίτα,
Κλερ…» προσπάθησα να της εξηγήσω πως έχει η κατάσταση αλλά δεν με άφησε να
συνεχίσω.
«Καταλαβαίνω ότι
είναι λίγο άβολο όλο αυτό. Δεν είμαι χαζή, ξέρω τι λένε πίσω από την πλάτη μου,
όμως δεν έχω που αλλού να πάω. Από το πρωί έχω πάρει σβάρνα όλες τις αγγελίες
που ζητάγανε συγκάτοικο και αυτό ήταν το τελευταίο σπίτι που έμεινε» εξήγησε
εκείνη και ένιωσα μέσα μου να την λυπάμαι.
«Δηλαδή πράγματι σε
έδιωξαν από την εστία» διαπίστωσα και εκείνη σμίγοντας τα χείλια της ξεφύσησε
απελπισμένα.
«Αν δεν θες αυτήν την
συγκατοίκηση, τουλάχιστον άσε με να μείνω μέχρι το τέλος του μήνα. Μέχρι τότε
θα έχω καταφέρει να μαζέψω τα λεφτά που χρειάζονται ώστε να βρω ένα σπίτι που
μπορεί να κατοικηθεί» προσπάθησε ξανά να μου αλλάξει γνώμη και βρέθηκα σε
μεγάλο δίλημμα.
Θα ερχόταν πολύ ξαφνικό
αυτό για την μητέρα μου αλλά πάλι τι μπορούσα να κάνω;
«Δεν θέλω ούτε ουσίες
ούτε τίποτα περίεργους τύπους να τριγυρνούν εδώ μέσα» τα μάτια της άστραψαν.
Πήγε να πει κάτι αλλά μετά το μετάνιωσε και άλλαξε γνώμη.
«Εσύ όμως θα φέρνεις
τις γκόμενες σου εδώ» ήταν περισσότερο διαπίστωση παρά ερώτηση.
«Είναι το σπίτι μου»
τόνισα ενώ είχα ήδη αρχίσει να το διασκεδάζω.
«Καλά… καλά... όχι
περίεργους τύπους» παραιτήθηκε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
«Ούτε και ουσίες»
επέμενα εγώ και με κοίταξε με το ύφος ‘κάνε μου την χάρη’.
«Ούτε λίγο μαύρο;»
ρώτησε με νάζι αλλά δεν υποχωρούσα.
«Ούτε» το σκέφτηκε
για λίγο.
«Που είπαμε είναι το
δωμάτιο μου;» δεν το υποσχέθηκε αλλά δεν θα το άφηνα έτσι. Αν την έβλεπα να
κάνει καμία μαλακία θα γινόταν της πουτάνας το κάγκελο εδώ μέσα.
«Από εδώ» είπα ενώ
της έκανα νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού μου.
Μόλις άνοιξα την
πόρτα του υπνοδωματίου που είχε αραχνιάσει από την αχρηστία εκείνη έριξε μια
αδιάφορη ματιά.
«Δεν έχει
χρησιμοποιηθεί ποτέ αλλά η καθαρίστρια πάντα το κρατάει καθαρό. Αν θες καθαρά
σεντόνια έχει στην ντουλάπα στο διάδρομο, μαζί και πετσέτες» την ενημέρωσα και
εκείνη κούνησε το κεφάλι θετικά ευχαριστώντας με.
«Δεν σου εγγυώμαι ότι
δεν θα το μετανιώσεις αλλά υπόσχομαι να βάλω τα δυνατά μου» είπε και γέλασα.
«Σίγουρα για να με
κάνεις να το μετανιώσω» διευκρίνισα και γέλασε και εκείνη.
«Έχει τίποτα να φάμε.
Δεν έχω βάλει μπουκιά στο στόμα μου από το πρωί» ρώτησε και το σκέφτηκα. Η
προμήθειες και η καθαρίστρια θα ερχόντουσαν αύριο οπότε μάλλον χλωμό να είχα
κάτι στα ντουλάπια που να ετοιμαζόταν στο πόδι.
«Παρήγγειλε ότι θες.
Έχει προσπέκτους στην κουζίνα. Εγώ πάω να την πέσω» της είπα αδιάφορα και
κίνησα να πάω να βάλω τον σάκο με τα άπλυτα στο πλυσταριό.
«Δεν θα φας;» μου
φώναξε πίσω μου και κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
«Δεν έχω όρεξη. Καλό
βραδύ» την καληνύχτισα και μπαίνοντας στο δωμάτιο μου έκλεισα την πόρτα πίσω
μου.
Ήταν η χειρότερη ιδέα
από όλες αλλά δεν μου πήγαινε και η καρδιά να την αδειάσω στον δρόμο.
Την επόμενη μέρα,
μιας και που ήταν Σάββατο και δεν είχα ούτε μαθήματα στην σχολή αλλά ούτε και
προπόνηση, είπα να κοιμηθώ λίγο παραπάνω. Η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο
σπίτι βοήθαγε πολύ σε αυτό αλλά μόλις άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας πετάχτηκα
επάνω. Ήταν η ημέρα που θα ερχόταν η μητέρα μου με την καθαρίστρια για να φέρει
προμήθειες και να καθαρίσει στο σπίτι. Ελπίζω η άλλη να μην έκανε καμία μαλακία
που να με κάνει να μετανιώσω την ώρα και την στιγμή που την έβαζα στο σπίτι
μου.
Καθώς φόρεσα μια
φόρμα και ένα μπλουζάκι που βρήκα μπροστά μου έτρεξα να ανοίξω. Πως εκείνη δεν
είχε σηκωθεί να κάνει το ίδιο; Μάλλον θα κοιμόταν βαθιά.
«Μητέρα» είπα και
αμέσως έσκυψα να της δώσω ένα φιλί πριν την αφήσω να μπει στο σπίτι.
«Τι κάνει το αγόρι
μου;» ρώτησε εκείνη ενώ έμπαινε μέσα και άφηνε την Σάρα, να περάσει με τις
σακούλες από το σούπερ μάρκετ.
«Μια χαρά. Ξέρεις
τώρα» είπα αδιάφορα αλλά πριν πει οτιδήποτε η μητέρα μου κάρφωσε την ματιά της
προς την κουζίνα και γούρλωσε τα μάτια ενώ η Σάρα πάγωσε στην θέση της χωρίς να
ξέρει τι να κάνει.
Από περιέργεια
ακολούθησα την ματιά τους. Μόλις είδα την Κλερ, με μαζεμένο μαλλί, φορώντας ένα
φανελάκι και ένα μαύρο μπραζίλιαν σλιπάκι που αποκάλυπτε τα μισά της κολωμέρια
καθώς εκείνη σήκωνε τα χέρια ψηλά και χόρευε και τραγουδούσε στον ρυθμό της
μουσικής που άκουγε στα αυτιά της η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
Ηλίθιε έπρεπε να την προειδοποιήσεις… επέπληξα τον εαυτό
μου αλλά ήταν πλέον αργά. Τρέχοντας κοντά της έβαλα τα χέρια μου πάνω στην μέση
της και πριν προλάβω να της μιλήσω εκείνη γύρισε απότομα προς το μέρος μου
έτοιμη να μου επιτεθεί. Τα νερά και οι σαπουνάδες που είχε στα χέρια της μας
έκαναν και τους δύο μας μούσκεμα.
«Έχει έρθει η μητέρα
μου» της είπα κάνοντας νόημα με τα μάτια μου και εκείνη παγώνοντας για μια
στιγμή, έβγαλε τα ακουστικά από τα αυτιά της και με κοίταξε ερωτηματικά.
«Η μητέρα μου»
επανέλαβα και της έκανα νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού μου και εκείνη γύρισε την
ματιά της προς το μέρος της.
«Ωχ… χίλια συγνώμη»
απολογήθηκε με πραγματική μεταμέλεια ενώ περνώντας πάνω από τους ώμους της τα
ακουστικά έπιασε ένα πανί για να στεγνώσει τα χέρια της. «Δεν είχα ιδέα ότι
περίμενε επισκέψεις ο Κρις» συνέχισε ενώ τραβώντας την φαρδιά μπλούζα που
φόραγε προς τα κάτω κάλυπτε όσα περισσότερα μπορούσε.
«Είσαστε καιρό μαζί;»
ρώτησε η μητέρα μου καχύποπτα χωρίς να χάνει χρόνο καθώς μας πλησίασε.
Ανταλλάξαμε μια ματιά γεμάτη φρίκη.
«Όχι» προσπάθησα να
πω εγώ ενώ εκείνη ταυτόχρονα με μένα έλεγε.
«Είμαστε απλά φίλοι.
Βλέπετε» συνέχισε εκείνη με θαυμαστό αέρα. «Μάλωσα με την συγκάτοικο μου στην
εστία και ο Κρις είχε την καλοσύνη νε με φιλοξενήσει για μερικές μέρες. Είναι
τελείως προσωρινό. Ήδη έχω βρει σπίτι αλλά περιμένω να μου στείλουν τα λεφτά
για να το καπαρώσω» εξήγησε και αυτό φάνηκε να ικανοποιεί την μητέρα μου.
«Το ονοματάκι σου;»
την ρώτησε η μητέρα μου εμφανώς πιο ανακουφισμένη τώρα.
«Κλερ… Κλερ Αλβάρες»
είπε εκείνη και έτεινε το ένα της χέρι προς την μεριά της ενώ με το άλλο της
χέρι τράβαγε ακόμα την μπλούζα της όσο πιο χαμηλά μπορούσε.
Περίεργο, εγώ νόμιζα
ότι τα κορίτσια εχθές έλεγαν πως την λένε Έϊντζελ Ντόνοβαν, γιατί έδινε
διαφορετικό όνομα και επίθετο; Πολύ ύποπτο αυτό. Αν υποψιαστώ ότι ήταν μπλεγμένη
πουθενά, μα τον θεό θα την γαμήσω.
«Αλίσια Τρέβορ»
ανταπέδωσε η μητέρα μου ενώ της έδινε και το δικό της χέρι.
«Χάρηκα πολύ κύρια
Τρέβορ» είπε με αμέριστη ειλικρίνεια. «Με συγχωρείτε και πάλι γι’ αυτήν την
άτυχη στιγμή. Θα πάω αμέσως να αλλάξω και να σας αφήσω στην ησυχία σας»
πρότεινε εκείνη και γύρισα προς το μέρος της.
«Δεν χρειάζεται έτσι
κι αλλιώς εγώ θα φύγω με την μητέρα μου» την ενημέρωσα και γύρισα την ματιά μου
προς την μητέρα μου. «Δώσε μου λίγα λεπτά να ετοιμαστώ και φεύγουμε οκ;» την ρώτησα
και καθώς εκείνη μου χάρισε το πιο ζεστό και το πιο εκτυφλωτικό της χαμόγελο
της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο και κίνησα προς το δωμάτιο μου. Η Κλερ με
ακολούθησε.
Την στιγμή που άνοιξα
την πόρτα για να μπω στο δωμάτιο μου, εκείνη πέρασε από δίπλα μου και γύρισα να
την κοιτάξω. Μόλις οι ματιές μας αντάμωσαν ανασήκωσε τα φρύδια της με απορία.
Τι να της έλεγα τώρα. Άστο για όταν γυρίσω. Δεν θέλω η μητέρα μου να υποψιαστεί
ότι συμβαίνει τίποτα περίεργο εδώ πέρα.
Η μέρα, όπως το
περίμενα, πέρασε ευχάριστα. Πρώτα για καφέ μετά για φαγητό, μια βόλτα στα
μαγαζιά και μετά το αντίο. Η μητέρα μου είχε πάντα τον τρόπο της να μου
φτιάχνει την μέρα ακόμα και όταν αυτή ξεκίναγε με τον σίφουνα που άκουγε στο όνομα
Έϊντζελ. Τι αντιφατικό όνομα.
Ανοίγοντας την πόρτα
ένιωσα να μπαίνω στην ζώνη του λυκόφως. Με την τηλεόραση να παίζει μια σκληρή
τσόντα από αυτές που φίλαγα για τα μοναχικά μου βράδια, η Έϊντζελ ή Κλερ ή όπως
αλλιώς την έλεγαν, με το ένα της χέρι απλωμένο πάνω στην ράχη του καναπέ
κράταγε μια μπύρα ενώ με το άλλο της χέρι και γερμένο το κεφάλι προς τα πίσω,
ικανοποιούσε τον εαυτό της και από όσο μπορούσα να καταλάβω ήταν πολύ κοντά στο
να τελειώσει. Χωρίς να το σκεφτώ, άνοιξα τα φώτα και έκλεισα με δύναμη την
πόρτα. Με την σκέψη ότι η μητέρα μου θα μπορούσε άνετα τώρα να ήταν δίπλα μου
και να έβλεπε αυτό το σκηνικό τα νεύρα μου εκτοξεύτηκαν στο ταβάνι.
«Τι διάολο κάνεις;»
φώναξα και εκείνη ξεφυσώντας άνοιξε τα μάτια της και γύρισε να με κοιτάξει με
ύφος.
«Ξέρεις πολύ καλά πώς
να χαλάς μια καλή φάση» είπε απογοητευμένα.
«Κλείσ’ το τώρα και
τράβα στο δωμάτιο σου. Εκεί κάνε ότι γουστάρεις» απαίτησα αλλά δεν ίδρωσε το
αυτί της.
«Ω! Έλα τώρα. Μην μου
παίζεις τον αθώο. Είμαι σίγουρη ότι κάνεις τα ίδια όταν είσαι μοναχούλης σου.
Άλλωστε δεν είναι δική μου η ταινία» μου χτύπησε πίσω ενώ έπινε μια γουλιά από
την μπύρα της καθώς γύριζε την ματιά της προς την τηλεόραση.
Παρατώντας της
τσάντες με τα καινούργια ρούχα που είχα αγοράσει στο πάτωμα, έσβησα την
απόσταση που μας χώριζε με μερικές δρασκελιές και άρπαξα το τηλεκοντρόλ για να
κλείσω την τηλεόραση, όμως μόλις αντίκρισα τον μπάφο που είχε ετοιμάσει και τον
είχε παρατημένο στο τασάκι τα πήρα στο κρανίο.
«Νομίζω ότι ήμουν
σαφής ότι δεν θέλω ουσίες εδώ μέσα» της είπα εξοργισμένος ενώ πετώντας το
τηλεκοντρόλ το έπιασα στο χέρι μου άρχισα να το κουνάω μπροστά στην μούρη της.
«Δεν το άναψα» είπε
αδιάφορα προκαλώντας το μένος μου περισσότερο.
«Γιατί κρατιέμαι και
δεν σε πετάω έξω αυτήν την στιγμή;» αναρωτήθηκα και εκείνη με κοίταξε με ένα
τελείως προκλητικό ύφος.
«Ίσως επειδή κατά
βάθος ξέρεις ήδη ότι θα περάσουμε, πααρα πολύ καλά» είχα βγει εκτός εαυτού. Μα
ποια νόμιζε ότι ήταν.
«Ναι, με μένα δεμένο
σε ένα κρεβάτι. Ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω» της είπα εκδηλώνοντας όλη την αηδία
στο πρόσωπο μου.
«Αν είσαι καλό παιδί,
θα αφήσω τα χέρια σου ελεύθερα» με προκάλεσε περισσότερο αλλά δεν ήμουν
διατεθειμένος να δεχτώ την πρόκληση.
Καθώς έκανα την
κίνηση να φύγω, εκείνη πήρε το τσιγάρο από τα χέρια μου και με τράβηξε με
τέτοιον τρόπο ώστε να πέσω πάνω στον καναπέ δίπλα της.
«Κόψε επιτέλους τις
πίπες και απλά κάτσε και απόλαυσε το» είπε εκνευρισμένα και γύρισα να την
κοιτάξω. «Είναι το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις μιας και δεν με αφήνεις να
εκτονώσω τις καύλες μου με άλλους» συνέχισε και σμίγοντας τα χείλια μου άρχισα
να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά απηυδισμένος.
«Με έχεις ξενερώσει
τελείως, οπότε ότι και να κάνεις…»
«Μην ανησυχείς και
δεν περιλαμβάνει σεξ το πρόγραμμα. Αυτή είναι καθαρά βραδιά μόνο για άντρες»
είπε διακόπτοντας με και την κοίταξα χωρίς να μπορώ να πιστέψω τι είχε μόλις
πει. «Ξέρει… ταινιούλα, μπυρίτσα, λίγο μαύρο και αν κάτσει ίσως και ένα εκρηκτικό
χύσημο» είπε αδιάφορα και καθώς έπιασε τον αναπτήρα της άναψε το τσιγάρο της
και απόλαυσε την πρώτη της τζούρα ενώ βολευόταν καλύτερα πάνω στον καναπέ.
Δεν πίστευα ούτε στα
αυτιά μου ούτε και στα μάτια μου. Πραγματικά το εννοούσε; Τι διάολο; Από ποιον
πλανήτη έχει έρθει;
Ανοίγοντας τα μάτια
της με κοίταξε περιμένοντας τις αντιδράσεις μου. Πραγματικά δεν είχα ιδέα πώς
να αντιδράσω σε αυτό. Με είχε αφήσει άφωνο. Βλέποντας με να την κοιτώ ακόμα
σοκαρισμένος και να μην κουνιέμαι από την θέση μου, έβαλε το τσιγάρο πάνω στα
χείλια μου και προκειμένου να χαλαρώσω όλη την ένταση που ένιωθα μέσα μου, πήρα
μια ρουφηξιά. Εκείνη απόλυτα ικανοποιημένη, άφησε το τσιγάρο στα χείλια μου και
σηκώθηκε.
Καθώς έφτασε δίπλα
στην πόρτα, έκλεισε τα φώτα ξανά και τράβηξε προς την κουζίνα. Πιάνοντας δύο
μπύρες, έβγαλε τα καπάκια χρησιμοποιώντας τον μπάγκο της κουζίνας για ανοιχτήρι
και γύρισε κοντά μου. Μόλις έκατσε δίπλα μου ίσιωσα το κορμί μου ώστε να μην με
ακουμπήσει. Δεν μάσησε μια. Παίρνοντας το τσιγάρο από το χέρι μου, μου έτεινε
την μπύρα και σαν να μην συνέβη τίποτα άπλωσε τα ατελείωτα πόδια της μπροστά.
Μόλις ακούμπησε τα πέλμα τα της στο τραπεζάκι τα άνοιξε ορθάνοιχτα.
Όταν έλεγε ότι είναι
μια αντρική βραδιά το εννοούσε. Φορώντας ένα μποξεράκι μου και ένα βαμβακερό
φανελάκι μου, απλώθηκε στον καναπέ μου και συνέχισε να απολαμβάνει την ταινία.
Όλος της το στιλ, από το πώς κράταγε την μπύρα, το πώς είχε το χέρι της πάνω
στο εσώρουχο που φορούσε που ήταν λες και πράγματι είχε ένα πουλί ανάμεσα στα
σκέλια της, μέχρι και η ματιά της που κοίταζε τώρα τις γκόμενες που χαμουρεύονταν
στο γυαλί είχαν κάτι το αντρικό επάνω της. Αν δεν είχε το μακρύ της μαλλί και
τα στήθια της απελευθερωμένα από σουτιέν να εξέχουν θα μπορούσες άνετα να πιστέψεις
ότι ήταν ένα καυλωμένο αγόρι παρά μια θηλυκή γάτα.
«Σίγουρα δεν είσαι
λεσβία;» ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να το κρατήσω μέσα μου και εκείνη κόντεψε
να πνιγεί από την γουλιά της μπύρας που μόλις είχε βάλει στο στόμα της.
Γελώντας ακόμα με
κλειστό το στόμα, σκούπισε το στόμα της με το χέρι της και με κοίταξε δύσπιστα.
«Γιατί; Το προνόμιο να απολαμβάνεις μια καλή
τσόντα και να περνάς καλά με τον εαυτό σου είναι αποκλειστικότητα των αντρών
και των λεσβίων;» ρώτησε με χιουμοριστική διάθεση χωρίς να σταματά να γελά.
Κούνησα το κεφάλι μου
απηυδισμένα και καθώς ήπια μια μεγάλη γουλιά από την μπύρα μου άπλωσα τα πόδια
μου μπροστά και άραξα στον καναπέ προσπαθώντας να την αγνοήσω. Πράγμα που ήταν αδύνατον.
«Πραγματικά πιστεύεις
ότι θα ρίξεις με όλα αυτά;» την ρώτησα αλλά εκείνη δεν γύρισε να με κοιτάξει.
«Ήδη ξέρω πως είναι
να σε έχω μέσα μου οπότε ποιος ο λόγος να προσπαθήσω να το κάνω;» με ρώτησε
αδιάφορα και τώρα ήταν που μπερδεύτηκα τελείως. Αν δεν ήθελε να με ρίξει τότε
τι ήθελε;
«Τότε προς τι όλα
αυτά;» το συνέχισα εγώ και εκείνη γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε με μια
κουρασμένη ματιά.
«Βαριέμαι, είμαι
αφόρητα καυλωμένη και απλά θέλω να ξεδώσω» τόνισε αργά και σταθερά λες και ήταν
το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
«Και εμένα τι με
θες;» πίεσα περισσότερο.
«Είναι πιο ενδιαφέρον
όταν το μοιράζεσαι με μια καλή παρέα» είπε αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους
της και ξεφύσησα ηττημένος. Δεν έβγαζε νόημα όλο αυτό.
«Δεν θα με αφήσεις
στην ησυχία μου αν δεν σου κάνω το χατίρι να κάτσω παρέα σου» διαπίστωσα και
καθώς έβαλε το στόμιο της μπύρας στα χείλια της γύρισε και με κοίταξε
ανασηκώνοντας τα φρύδια της. Όχι, δεν είχε σκοπό να με αφήσει στην ησυχία μου.
Παρατώντας τα, έβγαλα
και πέταξα τα παπούτσια μου στην άκρη και καθώς έβαλα το δεξί μου πόδι πάνω
στον καναπέ, ακούμπησα τον αγκώνα μου στο γόνατο μου και αφοσιώθηκα στην
ταινία. Είτε έβλεπα καρτούν, είτε τις γκόμενες να πηδιούνται, την συγκεκριμένη
στιγμή ήταν ένα και το αυτό. Είχαν ακριβώς την ίδια επίδραση επάνω μου.
Περισσότερο με έκανε να θέλω να βάλω τα γέλια παρά να αφεθώ και το αφήσω να με
διεγείρει.
Εκείνη αντίθετα
έμοιαζε να το ευχαριστιέται δεόντως. Σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι έλιωσε
πάνω στον καναπέ και καθώς ακούμπησε τους αγκώνες της στην πλάτη του καναπέ,
άπλωσε τα χέρια της και έχωσε τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά μου. Μόλις άρχισε
να παίζει μαζί τους γύρισα και την κοίταξα με ύφος αλλά εκείνη δεν μου
ανταπέδωσε το βλέμμα.
«Δεν μου είπες
τελικά» είπε ενώ έπινε άλλη μια γουλιά από την μπύρα της. «Πως τα πέρασες με
την μανούλα;» με ρώτησε και έμεινα να την κοιτώ χωρίς να μπορώ να το πιστέψω
ότι το ζω όλο αυτό.
«Σοβαρά τώρα;
Προσπαθείς να απεγνωσμένα να με κάνεις να καυλώσω και με ρωτάς για την μάνα
μου;» ρώτησα δύσπιστα και εκείνη γέλασε με κλειστό το στόμα. Τι σόι σκοτσέζικο
ντουζ ήταν όλο αυτό;
«Δεν βλέπω να το
διασκεδάζεις και τόσο οπότε σκέφτηκα μήπως θα ήθελες να κάνουμε μια αδιάφορη
κουβέντα» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους και κλείνοντας το πρόσωπο μου μέσα στο
χέρι μου ξεφύσησα με αγανάκτηση.
«Τι θες από μένα Κλερ;»
ρώτησα χωρίς να την κοιτάω και ένιωσα να μετακινείτε. Πριν ανοίξω τα μάτια μου
για να δω τι είχε σκοπό να κάνει, ένοιωσα την ζεστή της ανάσα πάνω στον λαιμό
μου και έμεινα ακίνητος.
«Γιατί δεν προσπαθείς
να χαλαρώσεις λίγο;» ρώτησε καθώς πέρναγε την μύτη της από την βάση του λαιμού
μου μέχρι τον λοβό του αυτιού μου ενώ το χέρι της προσπαθούσε να ξεκουμπώσει τα
κουμπιά του πουκαμίσου μου.
«Άλλος στην θέση σου
θα είχε ήδη εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία» συνέχισε και με εξόργισε
περισσότερο.
«Δεν είμαι σαν τους
άλλους» γκάριξα με τον εκνευρισμό μου να τσιτώνει το δέρμα μου καθώς γύρισα να
την κοιτάξω.
Κάνοντας το κεφάλι
της πιο πίσω έμεινε για λίγο να με κοιτά σαν να προσπαθούσε να με διαβάσει.
«Μχχμμμ» συμφώνησε
αλλά δεν φάνηκε να κάνει και πίσω. «Όμως εξακολουθείς να είσαι άντρας» συνέχισε
ενώ το χέρι της είχε φτάσει ήδη στο καβάλο μου και με άγγιζε διεγερτικά.
Βάζοντας το χέρι μου
πάνω στο δικό της προσπάθησα να την σταματήσω και αυτό έδειξε να την ξαφνιάζει
περισσότερο.
«Είναι βραδιά για
άντρες» της θύμισα. «Οι άντρες δεν αγγίζονται μεταξύ τους» το συνέχισα και πήρα
το χέρι της από πάνω μου.
«Τελικά ή είσαι κρυφό
γκέι ή πολύ φλώρος; Δεν μπορώ να αποφασίσω ακόμα τι από τα δύο ισχύει» με
προκάλεσε περισσότερο και αν δεν είχα σηκώσει ποτέ το χέρι μου σε γκόμενα,
εκείνη, μα τον θεό, ήθελα όσο τίποτα να την χαστουκίσω.
«Το υπερβολικά
αηδιασμένος και ξενερωμένος δεν σου περνά καν από το μυαλό» πρόσθεσα εγώ και
σηκώθηκα από τον καναπέ.
Μόλις έφτασα στην
κουζίνα, άνοιξα απότομα το ψυγείο και για λίγο έμεινα να κοιτώ το περιεχόμενο
αναποφάσιστος. Γιατί δεν την πέταγα έξω; Τι διάολο με σταμάταγε;
Όταν την άκουσα να
αναστενάζει και η εικόνα της να αγγίζει το σώμα της με κατέκλεισε, πήρα μια
μπύρα και πήγα προς τον πάγκο για να την δω τι έκανε. Είχε πια απαλλαγεί από τα
δύο μοναδικά υφάσματα που φόραγε και με το μπουκάλι της μπύρας στο χέρι άγγιζε
το δέρμα της. Με το κεφάλι της να είναι πεσμένο προς τα πίσω έπιανε και ζούλαγε
το στήθος της ενώ ακουμπούσε την μπύρα της πάνω στην ρόγα της για να την
ερεθίσει περισσότερο.
Θα μπορούσα άνετα να
την παρατήσω και να φύγω. Να πάω να κλειστώ στο δωμάτιο μου και να την αγνοήσω
αλλά τέτοια προσβολή δεν την σήκωνα. Δεν ήμουν ούτε φλωράκι ούτε φλούφλης.
Ήξερα να ικανοποιώ μια γυναίκα όποτε πραγματικά το γούσταρα απλώς μου την έδινε
να νομίζει ότι μπορεί να με κάνει ότι θέλει με τα ηλίθια της κόλπα.
Πριν το μετανιώσω, άνοιξα
την μπύρα μου χρησιμοποιώντας τον μπάγκο για ανοιχτήρι και ήπια μια γερή
γουλιά. Μπορεί να μου την είχε δώσει όλη η στάση της αλλά δεν παύει να ήμουν
άντρας και μάλιστα με πολλές ορμές και εκείνη… εκείνη σίγουρα ήταν ένα καυτό
μωρό που ξύπναγε ακόμα και νεκρό.
Ακουμπώντας την μπύρα
μου πάνω στον πάγκο, έβγαλα τα ρούχα μου και μένοντας τελείως γυμνός με την
στύση μου να βγάζει μάτι, άρπαξα την μπύρα στο χέρι και πήγα κοντά της.
Μένοντας πίσω από την πλάτη της, άπλωσα το χέρι μου μπροστά και άγγιξα το κρύο
και ιδρωμένο γυαλί πάνω στα χείλια της. Ήθελα τόσο πολύ να κατακτήσω αυτά τα
χείλια με τα δικά μου που αν άφηνα λίγο τον εαυτό μου ελεύθερο σίγουρα θα το
έκανα. Όμως όχι, έπρεπε να συγκεντρωθώ. Θα έπαιζα το παιχνίδι της αλλά με τους
δικούς μου όρους. Δεν θα της επέτρεπα ποτέ να πάρει το πάνω χέρι αλλά, γαμώτο
μου, ακόμα και το αφρόλουτρο και το αποσμητικό μου πάνω στο δέρμα της ήταν τόσο
απολαυστικά διεγερτικό. Δεν περίμενα ποτέ ότι κάτι τόσο αντρικό θα ταίριαζε σε
μια γυναίκα.
Αφήνοντας το μπουκάλι
της μπύρας να αγγίξει όλα τα σημεία που ήθελα να αγγίξουν τα χείλια μου,
προσπάθησα να την διεγείρω περισσότερο. Όχι ότι το χρειαζόταν αλλά ήθελα να την
βασανίσω όσο με βασάνιζε και εκείνη. Οι αναστεναγμοί της έδιναν και έπαιρναν
όμως μόλις το μπουκάλι της μπύρας κατηφόρισε από τον λαιμό της προς το στερνό
της και το στήθος της εκείνη τσιτώθηκε και προσπάθησε να με σταματήσει.
«Σσσς, είναι βραδιά
για άντρες» της υπενθύμισα μιλώντας με παθιασμένη φωνή μέσα στο αυτί της
προσπαθώντας με μεγάλο κόπο να μην αρπάξω τον λοβό της μέσα στα δόντια μου και
αρχίσω να τον πιπιλίζω. «Όχι αγγίγματα» συνέχισα και αυτό για κάποιον λόγο
έδειξε να την ηρεμεί.
Γυρίζοντας το πρόσωπο
της προς το μέρος μου με κοίταξε με μια ανεξιχνίαστη ματιά. Ένιωθα ότι κάτι
προσπαθούσε να μου πει αλλά εγώ δεν ήθελα να το ακούσω. Καθώς σηκώθηκα όρθιος,
καβάλησα την ράχη του καναπέ και μόλις πέρασα από την άλλη μεριά, έκατσα δίπλα
της. Πριν κάνει πάλι καμία κίνηση να με σταματήσει, γυρίζοντάς τον κορμό μου
προς την μεριά της, άρπαξα το μπουκάλι της μπύρας από το χέρι της και το έβαλα
πάνω στο τραπέζι. Κοιτώντας την πάντα βαθιά μέσα στα μάτια της, έφερα την μπύρα
που κρατούσα ακόμα στο χέρι κοντά στο δέρμα της και μόλις το κρύο γυαλί άγγιξε
την σκληρή ερεθισμένη της ρόγα, έκλεισε τα μάτια της και έγειρε το κεφάλι της
προς τα πίσω αφήνοντας έναν απαλό αναστεναγμό.
Το ήθελε και εκείνη
αλλά το ήθελε με τους δικούς της όρους. Όχι σήμερα. Σήμερα ήταν σειρά μου να
θέσω τους δικού μου όρους.
Καθώς ο πάτος της
μπύρας έφτασε στο ένα από τα δύο ταττού που είχε πάνω στο δεξί της πλευρό, το
ματωμένο στιλέτο που κατέληγε λίγο πιο κάτω σε μια λίμνη αίματος αυτόματα όλο
της το πρόσωπο μεταμορφώθηκε. Τα δόντια της έτριξαν. Η αναπνοής που πέρναγε από
τα σφιγμένα της δόντια σφύριζε, τα μάτια της που άνοιξαν αυτόματα με κοίταξαν
με μια αγριότητα που την έκανε να μοιάζει με
πυγμάχο λίγο πριν αρχίσει να σκορπάει μπουνιές στον αντίπαλο του. Με το
σώμα της να τρέμει ανεξέλεγκτο, γράπωσε το μαξιλάρι του καναπέ και προσπάθησε
με χίλια ζόρια να το κρατήσει εκεί πριν το αφήσει να καταλήξει πάνω στο σαγόνι
μου ενώ το χέρι που ήταν δίπλα μου έκανε την κίνηση να σηκωθεί. Πιάνοντας το
καθήλωσα πάνω στον καναπέ και εκείνη το έσφιξε με τόση δύναμη που κόντεψε να
μου σπάσει τα δάχτυλα. Σήκωσα ξανά το μπουκάλι της μπύρας ώστε να μην την
αγγίζει άλλο την άφησα να χαλαρώσει. Δεν της άρεσε. Ήταν ολοφάνερο. Για κάποιον
λόγο αυτά τα ταττού ήταν το κόκκινο πανί για εκείνη και το σεβάστηκα. Δεν ήθελα
να την προκαλέσω περισσότερο, ήθελε όμως όσο τίποτα να την δω να τελειώνει.
Με την σκέψη μου να
την φέρω στην προηγούμενη της κατάσταση, άγγιξα το μπουκάλι πάνω στο εσωτερικό
των μοιρών της. Δεν χαλάρωσε αμέσως και κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω περισσότερα
από αυτό. Μπορεί για λίγο να είχε ξενερώσει αλλά ήμουν σίγουρος ότι ακόμα ήταν
πολύ υγρή και πολύ έτοιμη. Χωρίς να χάνω χρόνο, ακουμπώντας το μπουκάλι της
μπύρας πάνω στην κλειτορίδα της άρχισε να ασκώ πίεση επάνω της και να την τρίβω
προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να κρατήσω τα δάχτυλα μου μακριά από την
επιδερμίδα της. Κόβοντας την ανάσα της στην μέση, έσμιξε τα χείλια της και
καταπίνοντας βεβιασμένα προσπάθησε να καταπνίξει το βογκητό που ήταν έτοιμο να
βγει στην επιφάνεια.
«Δεν θα σταματήσω αν
δεν σε δω να χύνεις» την προειδοποίησα και αυτό την έκανε να κλείσει τα μάτια
και να βογκήξει.
Χαλαρώνοντας το κορμί
της, κατέβασε το πόδι που ήταν από την μεριά μου, το τύλιξε γύρω από το δικό
μου πόδι και ανοίγοντας και το άλλο της πόδι περισσότερο μου έδωσε το δικαίωμα
να συνεχίσω. Όσο περισσότερο την προκαλούσα, τόσο περισσότερο ένιωθα την ανάγκη
να πετάξω το μπουκάλι μακριά και να χωθώ ανάμεσα στα πόδια της. Να αφήσω την
γλώσσα μου να γευτεί τα καυτά της υγρά, να διεισδύσω τα δάχτυλα μου μέσα στα
τοιχώματα της και να διαπιστώσω αν είναι πράγματι τόσο στενή όσο μου φάνηκε ότι
ήταν. Αλλά δεν το έβαζα κάτω. Όχι αγγίγματα, υπενθύμισα στον εαυτό μου και πριν
προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου έγινα πιο τολμηρός.
Κατεβάζοντας την
μπύρα πιο χαμηλά, άφησα το στόμιο του μπουκαλιού να ακουμπήσει στην είσοδο της
και εκείνη αμέσως τσιτώθηκε. Γέρνοντας το κεφάλι της πιο πίσω, έκοψε την ανάσα
της στην μέση και κούνησε τους γοφούς της έτσι ώστε να παροτρύνει να μπει μέσα
της. Δεν της έκανα αμέσως την χάρη. Θα της έδινα αυτό που ήθελε αλλά όχι ακόμα.
Παίζοντας λίγο ακόμα με την κλειτορίδα της και την είσοδο της, προσπάθησα να
την φέρω στα όρια της. Μόλις κατάλαβα ότι ήταν έτοιμη να βάλει της φωνές, άφησα
το στόμιο του μπουκαλιού να διεισδύσει μέσα στην είσοδο της και μόλις εκείνη
άφησε μια κραυγή ενώ έσφιξε το χέρι μου που της κρατούσα ακόμα, κούνησα λίγο
μέσα της το μπουκάλι χωρίς όμως να το βάζω πολύ βαθιά και το τράβηξα προς τα
έξω.
Την στιγμή που άνοιξε
το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, έφερα το στόμιο του μπουκαλιού της στα χείλια
και εκείνη εκστασιασμένη άρχισε να το γλύφει και να το παίρνει στο στόμα της σαν
να ήταν ένα καυλί. Δεν υπήρχε πιο καυλιάρικη εικόνα από αυτή. Με ερέθιζε τόσο
πολύ που λίγο ήθελε να ξεχάσω ποια ήταν και να την βάλω πάνω στα μαξιλάρια και
να της πετάξω τα μάτια έξω.
Πριν χάσω τελείως το
μυαλό μου, την άφησα να πιεί μια γουλιά από την μπύρα και έφερα ξανά το γυάλινο
μπουκάλι πάνω στα καυτά και υγρά της χείλια που ήταν έτοιμα να μου χαρίσουν
τους χυμούς της. Δεν την βασάνισα τόσο όσο και πριν. Παίζοντας με την
κλειτορίδα της για λίγο έβαλα ξανά το στόμιο του μπουκαλιού στην μπροστινή της
είσοδο και αφού το άφησα να μπει λίγο μέσα της το διείσδυσα δύο τρεις φορές και
το έβγαλα ξανά.
Εκείνη ασθμαίνοντας
αμέσως άνοιξε τα χείλια της έτοιμη να το δεχτεί ξανά στο στόμα της αλλά δεν της
έκανα την χάρη. Μόλις το κατάλαβε άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε
παραξενευμένη.
«Σειρά σου τώρα»
δήλωσα και της έτεινα το μπουκάλι.
Δεν ήθελε τίποτα
άλλο. Πιάνοντας το μπουκάλι στο ελεύθερο της χέρι, γύρισε τον κορμό της προς το
μέρος μου και καθώς ακούμπησα την πλάτη μου στην ράχη του καναπέ και έλιωσα πάνω
στα μαξιλάρια περίμενα την δική της κίνηση. Φέρνοντας το μπουκάλι κοντά στα
χείλια μου, με άφησε να γευτώ τα καυτά της υγρά που είχαν παραμείνει πάνω στο
στόμιο του μπουκαλιού. Δέχτηκα αμέσως την πρόκληση. Με την γλώσσα μου να γλύφει
το στόμιο ένιωθα τα γλυκά της υγρά και μου ερχόταν να ουρλιάξω. Γαμώτο ήταν
τόσο απολαυστικά γλυκά που έκανε το μυαλό μου να μουδιάζει. Ήθελα να τα γευτώ
περισσότερο, ήθελα να πετάξω στην άκρη το μπουκάλι και να τα γευτώ κατευθείαν
μέσα από τα τοιχώματα της καυτή της σάρκα και όσο περισσότερο το ήθελα τόσο
περισσότερο το σώμα μου τσιτωνόταν και η αναπνοή μου γινόταν πιο γρήγορη.
Σηκώνοντας το
μπουκάλι πιο ψηλά με άφησε να πιω λίγο από το χρυσό υγρό για να ξεδιψάσω. Το
στόμα μου είχε στεγνώσει και χρειαζόμουν απεγνωσμένα να αφήσω το κρύο αυτό υγρό
να πάρει την κάψα που ένιωθα σε όλο μου το κορμί. Καθώς η μπύρα αναμιγμένη με
τα υγρά της άγγιξε το ουρανίσκο μου, τα μάτια μου γύρισαν ανάποδα. Δεν θα
κατάφερνα ποτέ ξανά στην ζωή μου να πιω μπύρα χωρίς να καταφέρω να καυλώσω. Και
μόνο στην θύμηση αυτής της απερίγραπτης γεύσης θα με έκανε να μην ξεχάσω ποτέ
αυτήν την μέρα.
Μόλις η μπύρα άρχισε
να ξεφεύγει από τα χείλια μου και να κατρακυλά πάνω στον λαιμό μου και το
στήθος μου βόγκηξα και γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω τέντωσα το σώμα
μου.
«Όχι αγγίγματα»
μούγκρισα την στιγμή που την ένιωσα να πλησιάζει το κορμί της προς το δικό μου.
Δεν θα άντεχα να με αγγίξει τώρα. Ένα της άγγιγμα και θα χανόταν όλη η
αυτοκυριαρχία μου. Ένα της άγγιγμα και αυτός ο καναπές θα γινόταν η κόλαση μου.
Ένα της άγγιγμα και τα χέρια μου θα την καθήλωναν επάνω του και θα την έκανα
δική μου.
Εκείνη υπάκουσε. Δεν
με προκάλεσε ούτε για ένα λεπτό. Με το μπουκάλι της μπύρας, όπως και εγώ πριν,
προσπάθησε να αγγίξει όλα εκείνα τα σημεία που τα δάχτυλα της θα ήθελαν να χουφτώσουν.
Τον λαιμό μου, το στήθος μου τους κοιλιακούς μου, το πέος μου και τέλος τα
αρχίδια μου. Μόλις η κρύα υγρή γυάλινη επιφάνεια ήρθε σε επαφή με το φλεγόμενο
δέρμα μου ένιωσα να εκρήγνυμαι. Όχι δεν το άντεχα άλλο αυτό.
«Θέλω να σε δω να χύνεις
τώρα» απαίτησα μουγκρίζοντας χωρίς να είμαι ικανός να ανοίξω τα μάτια μου.
Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση.
Χωρίς να παίρνει το χέρι της από το δικό μου που το κράταγα σφιχτά σαν να
φοβόταν ότι αν το άφηνα θα σηκωνόταν και θα έφευγε, παράτησε την μπύρα πάνω στο
τραπεζάκι και μόλις άπλωσε το κορμί της πάνω στον καναπέ έμπλεξε ξανά το ένα
της πόδι γύρω από το δικό μου και βόγκηξε.
Νιώθοντας από τις
κινήσεις της ότι είχε ήδη αρχίσει να παίζει με τον εαυτό της άνοιξα τα μάτια
και γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος της. Γαμώτο ήταν τόσο πολύ όλο αυτό για
μένα που δεν το άντεξα. Πλησιάζοντας το πρόσωπο της ήμουν έτοιμος να γευτώ τον ιδρώτα
που κατρακυλούσε πάνω στον λαιμό της αλλά τελευταία στιγμή αντιστάθηκα. Ακουμπώντας
το μέτωπο μου πάνω στον κρόταφο της, άρπαξα τον ερεθισμό μου στα χέρια μου και
προσπάθησα να τον κάνω να σταματήσει να πονάει. Όχι δεν τον άντεχα αυτό, έπρεπε
να τον κάνω να τελειώσει πριν προλάβω να χάσω τον εαυτό μου.
«Τελείωσε για μένα
μωρό μου» μουρμούρισα ξεφυσώντας πάνω στο πρόσωπο της ενώ τα μάτια μου δεν
σταμάταγαν να κοιτούν το αχόρταγο χέρι της που άγγιζε αυτό που ήθελα όσο τίποτα
να το κάνω δικό μου.
Ακούγοντας τα λόγια
μου και νιώθοντας την ανάγκη μου να με ξεπερνά, πίεσε το κεφάλι της πάνω στο
δικό μου και με το κορμάκι της συσπάτε ανεξέλεγκτο, με μια κραυγή ξέσπασε πάνω
στο χέρι της όλο το πάθος που είχε συσσωρευτεί μέσα της.
«Ω! Γαμώτο ναι»
φώναξα και αμέσως ένιωσα όλο το βάρος στα μπαλάκια μου να εκτοξεύεται με δύναμη
πάνω στην κοιλιά μου.
Με την καρδιά μου να
χτυπάει στο στήθος μου σαν τρελή, το σώμα μου να κάνει σπασμούς, την ανάσα μου
να παλεύει να βρει ξανά τους φυσιολογικούς της ρυθμούς, χωρίς να μπορώ να
σταματήσω τον εαυτό μου, σήκωσα το χέρι μου και άγγιξα με τα ακροδάχτυλα μου τα
χείλια της. Ήθελα όσο τίποτα να γευτεί τους χυμούς μου, να νιώσει πόσο καυτοί
ήταν εξαιτίας της και εκείνη δεν μου το αρνήθηκε. Ανοίγοντας το στόμα της
άρπαξε τα δάχτυλα μου και άρχισε να τα ρουφά τόσο αισθησιακά που με έκανε να
βογκήξω.
Λες και ήθελε να με
τιμωρήσει έφερε και τα δικά της δάχτυλα κοντά στα χείλια μου για να μπορέσω να
γευτώ και εγώ τους δικούς της χυμούς. Που να την πάρει δεν μπορούσα να αρνηθώ
την πρόκληση. Ήθελα όσο τίποτα να τους γευτώ και πάλι αλλά όχι από τα δάχτυλα
της αλλά από την καυτή της σάρκα που σίγουρα ακόμα έκανε σπασμούς από τον
οργασμό της και αυτό με έφερε στην προηγούμενη μου κατάσταση.
Δεν μπορούσα να την
διώξω μέσα στην νύχτα αλλά από την άλλη πως θα κατάφερνα να την έχω να τριγυρνά
μέσα στο σπίτι μου για έναν μήνα και να καταφέρνω να μείνω μακριά από αυτό το
γλυκό και ζουμερό μουνάκι; Όχι αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Αν άφηνα την
κατάσταση να ξεφύγει τότε αυτό θα κατέληγε σε μια συνήθεια… μια συνήθεια που
δεν θα επέτρεπα ποτέ να συμβεί, ιδίως με αυτήν την γυναίκα.
Βρίζοντας μέσα από τα
δόντια μου, ακούμπησα ξανά την πλάτη μου πάνω στην ράχη του καναπέ και έκλεισα
τα μάτια μου με το χέρι μου.
«Δεν βλέπω πως μπορεί
να λειτουργήσει όλο αυτό» εξέφρασα ασθμαίνοντας ακόμα και ένιωσα το σώμα της
δίπλα μου να τσιτώνεται.
«Μην μου πεις ότι
μετά από όλο αυτό θα με πετάξεις έξω από το σπίτι;» αναφώνησε ενώ προσπάθησε να
πάρει το χέρι της μέσα από το δικό μου που το κρατούσε ακόμα σφιχτά.
Κρατώντας το πιο
σφιχτά ώστε να την αποτρέψω να το πάρει άνοιξα τα μάτια μου και γύρισα το
πρόσωπο μου προς την μεριά της. Εκείνη κοιτώντας πρώτα τα χέρια μας, γύρισε
ξανά την ματιά της προς το πρόσωπο μου και με κοίταξε μπερδεμένη.
«Μπορείς να μείνεις
για την νύχτα αλλά ένα μήνα…» διευκρίνισα και σμίγοντας τα χείλια μου άρχισα να
κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά αφήνοντας έναν αναστεναγμό.
«Δύο βδομάδες» είπε γρήγορα.
«Σε δύο βδομάδες θα καταφέρω να μαζέψω το ποσό που χρειάζομαι» ικέτεψε και
έμεινα να την κοιτώ διχασμένος.
Δεν ήταν πολύ αλλά
από την άλλη η προσπάθεια μου να μείνω μακριά της θα με έκανε να την θέλω ακόμα
πιο πολύ και αυτό θα με έκανε να ξεπεράσω τα όρια μου.
«Δεν θα σε ενοχλήσω
ξανά. Όσο είμαι σπίτι θα προσέχω να μην γίνομαι βάρος. Θα μένω κλεισμένη στο
δωμάτιο που μου παραχώρησες αν χρειαστεί. Θα κάνω ότι μου ζητήσεις» ήταν
απελπισμένη.
«Κλερ…»
«Σε ικετεύω Κρις. Δεν
έχω παρακαλέσει ποτέ άντρα για τίποτα αλλά αν χρειαστεί να το κάνω τώρα θα το
κάνω. Ο αδελφός μου θα γίνει έξαλλος αν μάθει ότι μένω με κάποιον άντρα που με
εκμεταλλεύεται για να μου παρέχει στέγη, από την άλλη όσες ζητούσαν συγκάτοικο
δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί μου πόσο μάλλον να με αφήσουν να μείνω
σπίτι τους. Έχω κάποια λεφτά στην άκρη για να πιάσω διαμέρισμα μόνη μου αλλά
είναι για τα δίδακτρα. Αν δεν τα δώσω μέχρι την άλλη Δευτέρα θα με πετάξουν από
την σχολή. Μόνο δύο βδομάδες. Σε ικετεύω Κρις, μόνο δύο βδομάδες και μετά δεν
θα με ξαναδείς ποτέ ξανά μπροστά σου» είπε και άφησα έναν βαρύ αναστεναγμό.
«Τέρμα τα παιχνίδια
όμως» δήλωσα κατηγορηματικά και προσπάθησε με μεγάλο κόπο να κρύψει το χαμόγελο
της.
«Πέρασες το τεστ»
απάντησε εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Δεν χρειάζεται να ανησυχώ πια
ότι θα ανοίξεις την πόρτα μέσα στην νύχτα για να μου την πέσεις» πόσο άδικο
έχει να ήξερε. Μετά από αυτό δεν νομίζω ότι θα υπήρχε νύχτα που δεν θα
σκεφτόμουν να κάνω αυτό ακριβώς που περιέγραψε.
«Δύο βδομάδες, μέρα
παραπάνω» επανέλαβα και εκείνη ένευσε θετικά γρήγορα δίνοντας μου το λόγος της.
«Τώρα τράβα να κάνεις ένα ντουζ και να βγάλεις από πάνω σου την μυρωδιά μου
πριν ξεχάσω ότι είμαι κύριος και ότι δεν αγγίζω ποτέ τις φιλοξενούμενες μου»
της είπα και μην αντέχοντας να την κοιτώ έγειρα το κεφάλι μου πίσω και έκλεισα
τα μάτια μου.
Καθώς την άκουσα να
κρυφογελάει γύρισα να την κοιτάξω με απορία.
«Για να το κάνω αυτό θα
πρέπει πρώτα να μου αφήσεις το χέρι μου» απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση μου.
Δεν είχα καταλάβει
ότι συνέχιζα να της το κρατώ αλλά ακόμα και τώρα που μου το υπενθύμισε δεν
ήθελα να το πάρω από εκεί. Για έναν περίεργο και διαολεμένο λόγο είχα την
ανάγκη να το κάνω. Δεν μίλησα. Αφήνοντας το χέρι της έκλεισα ξανά τα μάτια μου
με το χέρι μου και έμεινα ακίνητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου