Ετικέτες

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Haunted Love "21. Τύψεις"




Χωρίς να έχει ηρεμήσει ακόμα, ένιωσα το σώμα της να παραλύει ενώ τα χέρια της χαλάρωναν από το σφιχτό τους κράτημα και μόλις άκουσα το σιγανό της,  ιδιαίτερο ροχαλητό, πήρα μια ανάσα.

Την έβαλα απαλά πάνω στα μαξιλάρια της σκεπάζοντας την και μόλις σηκώθηκα κοίταξα τον Φλικ και εκείνος γρύλισε με παράπονο.

«Τελείωσε,  προχώρα» του είπα επιβλητικά ψιθυρίζοντας για να μην την ξυπνήσω πάλι με το χέρι μου να δείχνει την πόρτα… Την στιγμή που πήγα να κάνω ένα βήμα, εκείνος άρχισε να με τραβάει από το μπατζάκι γρυλίζοντας παρακλητικά χωρίς να με αφήνει να φύγω και την στιγμή που τον έπιασα από το κολάρο για να τον ξεκολλήσω από πάνω μου, η Μπέλα άρχισε να βογκά λες και κάποιος της έδινε μπουνιές στο σώμα και ξαφνιασμένος γύρισα προς το μέρος της.

Σε κάθε βογκητό το σώμα της τινάζοταν και εκείνη έχανε την ανάσα της ενώ χωρίς να αντιστέκεται ούτε στο ελάχιστο… Στα αόρατα χτυπήματα μετακινούσε το σώμα της πάνω στο κρεβάτι τόσο απότομα που λίγο ήθελε να πέσει από κάτω... Χωρίς να σκεφτώ την κίνηση μου άφησα τον Φλικ από το κράτημα μου και την πρόλαβα ακριβώς την στιγμή που ήταν έτοιμη να χτυπήσει το κεφάλι της πάνω στο κομοδίνο.

Με το που ένιωσε το άγγιγμα μου αυτόματα ακινητοποιήθηκε και βρίσκοντας την ανάσα της, το σώμα της χαλάρωσε και άρχισε πάλι να χάνετε μέσα στα όνειρα με το χαρακτηριστικό ροχαλητό της να επανέρχεται... Γύρισα αυτόματα την ματιά μου προς τον Φλικ σοκαρισμένος.

«Αυτό γίνεται κάθε βράδυ;... Γι αυτό έρχεσαι στο δωμάτιο της;» ρώτησα καθώς διαπίστωνα μόλις τον λόγο που δεν μπορούσε να μείνει μακριά της… Εκείνος τότε  αφήνοντας έναν λυγμό, έσκυψε το κεφάλι του και ερχόμενος κοντά μου έτριψε την μουσούδα του πάνω στο παντελόνι μου παρακαλώντας με.

Δεν ήξερα τι να σκεφτώ... Φταίω εγώ γι αυτό;... Ποιος άλλος ρε μαλάκα;... μου απάντησε η φωνή της λογικής και την κοίταξα χωρίς να ξέρω τι να κάνω.

Βάζοντας την ξανά πιο καλά πάνω στα μαξιλάρια, έφτιαξα τα σκεπάσματα της που είχαν γίνει ένα κουβάρι και κάνοντας πιο πίσω έμεινα να την κοιτώ αναποφάσιστος... Δεν είχα αισθήματα,  δεν μετάνιωνα ποτέ για τίποτα... Ότι έκανα το έκανα γιατί ήξερα ότι πάντα πιάνει αυτός ο τρόπος ώστε να τους επιβληθώ πιο γρήγορα,  αλλά μόλις είδα να το επαναλαμβάνει μετά από λίγο, κάτι μέσα μου έσπασε και έμεινα ξέπνοος να την κοιτάζω την στιγμή που την συγκράτησα πριν χτυπήσει πουθενά.

«Τι σου έχω κάνει;» ψιθύρισα και αμέσως το αίσθημα της τύψης ήρθε και φώλιασε μέσα μου διαλύοντας κάθε λογική.

Γύρισα την ματιά μου προς τον Φλικ και εκείνος με κοίταξε με πόνο...

«Τι κάνεις για να την σταματήσεις;» τον ρώτησα και ερχόμενος κοντά μου άφησε το κεφάλι του πάνω στα πόδια μου και έμεινε εκεί χωρίς να κουνιέται.

«Κοιμάσαι μαζί της πάνω στο κρεβάτι;» τον ρώτησα και σηκώνοντας το κεφάλι του γρύλισε παραπονιάρικα... «Και πιάνει;» ρώτησα σαν ηλίθιος ενώ ήξερα ήδη την απάντηση και εκείνος ανταποκρίθηκε με τον ίδιο τρόπο για να το επιβεβαιώσει.

Όσο την ακούμπαγα εκείνη συνέχιζε τον ύπνο της τόσο ήρεμα που σε έκανε να νιώθεις ότι δεν την βασάνιζε τίποτα, αλλά όσο δεν ένιωθε τίποτα δίπλα της πάλευε με τον ίδιο της τον εαυτό... Τι μπορούσα να κάνω τώρα εγώ γι αυτό;... Αναρωτήθηκα και για μια στιγμή μου πέρασε η ιδέα να κοιμηθώ μαζί της αλλά δεν τόλμαγα να το κάνω... Ίσως αν δεν ένιωθα τόσο διαλυμένος να το έκανα αλλά τώρα δεν το διακινδύνευα με τίποτα... Τουλάχιστον μέχρι να χαντακώσω μέσα μου αυτό τον φριχτό πόνο και κουνώντας το κεφάλι μου προς τον Φλικ του έδωσα την άδεια να πάει κοντά της.

Εκείνος ανεβαίνοντας αμέσως πάνω στο κρεβάτι ξάπλωσε δίπλα της και αυτόματα έκανα πιο πίσω αλλά δεν έφυγα πριν σιγουρευτώ ότι εκείνη θα ήταν καλά.

Λες και τον μυρίστηκε, γύρισε το σώμα της προς την μεριά του και τυλίγοντας το χέρι της γύρω από το σώμα του πήρε μια ανακουφιστική ανάσα και δεν ξανακουνήθηκε ούτε στο ελάχιστο.

Μπέλα

Για έναν περίεργο λόγο σήμερα ένιωθα μια απίστευτη εφορία και με τον Φλικ τελειώσαμε πολύ πιο γρήγορα τις ασκήσεις μας από ότι συνήθως και πριν να πάω στο γυμναστήριο να τον βρω σκέφτηκα να πάω να πάρω ένα μπουκαλάκι νερό... Μπαίνοντας όμως μέσα στην κουζίνα έμεινα στήλη άλατος.

Εκείνος φορώντας ένα εντυπωσιακό γκρι κουστούμι, καθόταν στην συνηθισμένη του θέση στο τραπέζι και πίνοντας τον καφέ του, διάβαζε την εφημερίδα του ακίνητος σαν άγαλμα... Ήταν τόσο εντυπωσιακός... τόσο... Αχχχχ Χριστέ μου... δεν έχω λόγια.

Πριν πάρει είδηση ότι τον χαζεύω και αρχίσει πάλι τις ειρωνείες, συνέχισα την πορεία μου προς το ψυγείο ενώ τον καλημέριζα.

«Καλημέρα...» είπα και με αέρινες σχεδόν χορευτικές κινήσεις πέρασα από δίπλα του αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε και φτάνοντας στο ψυγείο συνέχισα... «Δεν έχει πολεμικές τέχνες σήμερα;» ρώτησα καθώς άνοιγα το ψυγείο αλλά η έλλειψη ανταπόκρισης από μέρους του με έκανε να γυρίσω προς το μέρος του με μεγάλη περιέργεια... Ποτέ δεν το συνήθιζε αυτό... Όσο νευριασμένος και να είναι μαζί μου πάντα ανταποκρίνεται, τι έπαθε σήμερα;... Αναρωτήθηκα και κάνοντας την κίνηση να ανοίξω το μπουκάλι μου, έμεινα παγωμένη να τον κοιτώ.

Κρατώντας την εφημερίδα του σταθερά είχε καρφωμένη την ματιά του απάνω της αλλά από το σημείο που ήμουν μπορούσα να διακρίνω ότι όχι μόνο δεν την διάβαζε αλλά και ότι και να ήταν αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν πάρα πολύ σοβαρό... Σαν άγαλμα ακίνητος και ανέκφραστος παρέμενε στην ίδια θέση χωρίς κανένα συναίσθημα να εκφράζεται στα υπέροχα χαρακτηριστικά του, ενώ ακόμα και η αναπνοή του ήταν τόσο ρηχή που μετά βίας μπορούσα να διακρίνω την κίνηση του σώματος του την στιγμή που έπαιρνε ανάσα... Πριν σκεφτώ τις κινήσεις μου άφησα το μπουκάλι πάνω στον μπάγκο και έτρεξα κοντά του.

«Έντουαρτ είσαι καλά;» ρώτησα με την καρδιά μου να είναι έτοιμη να διαλύσει το στήθος μου από την αγωνία, ενώ βάζοντας το ένα μου χέρι πάνω στον λαιμό του και το άλλο πάνω στο μάγουλο του, τον ανάγκαζα να με κοιτάξει.

Η ματιά του ήταν τόσο άδεια που με έκανε να τρελαθώ... Χριστέ μου τι του συμβαίνει;... αναρωτήθηκα και πριν προλάβω να κάνω δεύτερη σκέψη εκείνος απομάκρυνε τα χέρια μου από πάνω του ενώ σηκωνόταν όρθιος… Καθώς δίπλωσε την εφημερίδα του, την έβαλε κάτω από την μασχάλη του και παίρνοντας τον καφέ του στο χέρι, άρχισε να απομακρύνετε αλλά πριν βγει από την κουζίνα χωρίς να γυρίζει προς το μέρος μου, διέταξε με παγερή φωνή...

«Φτιάξε κάτι να φας για πρωινό και μόλις τελειώσεις, κάνε ένα μπάνιο, άλλαξε και έλα να με βρεις στην βιβλιοθήκη» και εξαφανίστηκε χωρίς να περιμένει ανταπόκριση ενώ σοκαρισμένη ακόμα κοίταγα την πόρτα που είχε φύγει χωρίς να είμαι ικανή να κάνω ούτε μια λογική σκέψη.

Το γρύλισμα του Φλικ με επανέφερε στην πραγματικότητα και γονατίζοντας άνοιξα την αγκαλιά μου για εκείνον και εκείνος αμέσως δέχθηκε την πρόσκληση, βάζοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου χωρίς να σταματά να γρυλίζει παραπονιάρικα.

«Σσσς... αγόρι μου... ότι και να έχει θα του περάσει... είναι σκληρό καρύδι» του είπα για να το πιστέψω περισσότερο εγώ και εκείνος κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω με κοίταξε με παράπονο.

«Θα του περάσει» είπα χαϊδεύοντας την μουσούδα του και κοιτώντας άλλη μια φορά προς το μέρος που εκείνος είχε εξαφανιστεί αναστέναξα και κοίταξα για άλλη μια φορά τον Φλικ.

«Πεινάς;» τον ρώτησα και εκείνος γαβγίζοντας μια φορά άρχισε να τρέχει προς το ψυγείο... Αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά κοίταξα άλλη μια φορά προς την πόρτα και σηκώθηκα να ετοιμάσω κάτι να φάμε.

Πηγαίνοντας προς το κρεβάτι, σήκωσα ψηλά το φόρεμα που μου είχε αφήσει και έκανα μια αηδιαστική γκριμάτσα γυρίζοντας προς το μέρος του Φλικ...

«Με φαντάζεσαι μέσα σε αυτό;» τον ρώτησα... «Σαν να είμαι στέλεχος σε καμία μεγάλη εταιρία θα νιώθω» συμπλήρωσα και εκείνος γάβγισε μια φορά επιβεβαιώνοντας μου ότι δεν άρεσε ούτε σε εκείνον... αλλά τι να κάνουμε, ήταν εντολή του αφεντικού... Μπορούμε εμείς να φέρουμε αντίρρηση;;;


Πετώντας την πετσέτα πάνω στο κρεβάτι έβαλα τα μαύρα εσώρουχα που μου είχε αφήσει και φορώντας το καλσόν που ήταν στο χρώμα του ποδιού μου σήκωσα το φόρεμα άλλη μια φορά και το κοίταξα αναστενάζοντας... Ήταν ένα κλασικό φόρεμα σε μαύρο χρώμα που έφτανε κάτω από το γόνατο σε στενή γραμμή που θα χρειαστεί να κάνω οχτάρια για να καταφέρω να περπατάω σωστά,  ενώ το μπούστο το κάλυπτε ένα ενσωματωμένο διάφανο μαύρο μπλουζάκι με μανίκι για να μην αποκαλύπτει τίποτα από το στήθος με μια λεπτή ζώνη να δένει στην μέση.

Το φόρεσα και μόλις έκατσα στο κρεβάτι πήρα τα απλά κλασικά μαύρα τακούνια για να τα φορέσω αλλά μόλις πάτησα το πόδι μου κατάλαβα αμέσως ότι δεν την βγάζω καθαρή... Η ραφή του παπουτσιού σφήνωνε πάνω στον τέντωνα και χωρίς ακόμα να τα πατήσω ήμουν σίγουρη ότι θα γεμίσω με πληγές και φουσκάλες μέχρι το τέλος της ημέρας και αναστέναξα απελπισμένα... αλλά τι μπορούσα να πω;

Παίρνοντας τα παπούτσια στο χέρι έτρεξα στην βιβλιοθήκη και αφού έκανα πρώτα τον σταυρό μου παρακαλώντας από μέσα μου να μην τα κάνω πάλι σκατά,  φόρεσα τα παπούτσια μου και χτύπησα την πόρτα...

«Πέρασε μέσα» άκουσα την φωνή του και κρατώντας την ανάσα μου άνοιξα την πόρτα και άρχισα να προχωρώ απελπιστικά αργά προσέχοντας να περπατώ σωστά αλλά τα κολωπάπουτσα με πούλησαν, έτσι  σε ένα μου βήμα εκεί που η ραφή χτύπησε πάνω στο νεύρο, με έκανε να χάσω την ισορροπία μου και φαρδιά πλατιά βρέθηκα για άλλη μια φορά στο πάτωμα πέφτοντας πάνω σε ένα έπιπλο που ήταν μπροστά μου ενώ το βάζο που υπήρχε επάνω πέρασε ξυστά από το πρόσωπο μου και καταλήγοντας στο πάτωμα, έγινε κομμάτια.

«Γαμώτο... κολωπάπουτσα» έβρισα από τα νεύρα μου χωρίς να το σκεφτώ άλλα μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα, παγωμένα γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του απολογητικά αλλά εκείνος δεν με κοίταζε.

Με το χέρι του να τρίβει με μανία τα μάτια του έπαιρνε βαθιές ανάσες για να καλμάρει την ένταση του και αμέσως ένιωσα ότι την είχα άσχημα γι αυτό... Κοιτώντας γύρω μου τον χαμό, έκατσα πάνω στα πόδια μου και αρχίζοντας να μαζεύω τα σπασμένα έλεγα ακατάπαυστα.

«Συγνώμη... θα τα μαζέψω...» πριν ολοκληρώσω την φράση μου ήταν δίπλα μου και κρατώντας τα χέρια μου μέσα στα δικά του με διέκοψε απότομα και αναπήδησα από το ξάφνιασμα.

«Άστα όπως είναι θα τα μαζέψω εγώ,  δεν έχω όρεξη για αίματα πρωί πρωί» είπε με σκληρή φωνή ενώ παίρνοντας με στα χέρια του πριν προλάβω να καταλάβω τι είχε μόλις συμβεί, με πήγε προς την καρέκλα που είχα κάτσει και την πρώτη φορά που είχα έρθει για εκείνην την περιβόητη συνέντευξη ενώ αφήνοντας με απάνω της, απαλά γύρισε προς τα πίσω για να μαζέψει ότι έσπειρα στο πέρασμα μου.

Δεν ήξερα τι να σκεφτώ... Η σημερινή του συμπεριφορά δεν είχε προηγούμενο... Τι μύγα τον είχε τσιμπήσει;... αναρωτήθηκα γυρίζοντας προς το μέρος του αλλά μόλις το επιβλητικό του βλέμμα συναντήθηκε με το δικό μου γύρισα ξανά προς την ευθεία και σμίγοντας τα χέρια μου άρχισα να τα κοιτώ επίμονα με ένα αίσθημα ντροπής.

Την στιγμή που τον ένιωσα να περνάει από δίπλα μου για να κάτσει στο γραφείο του, δεν άντεξα άλλο και έλυσα την σιωπή μου.

«Συγνώμη γι αυτό,  πραγματικά έχω αρχίσει και νιώθω τύψεις...» είπα σιγανά κοιτώντας τον μετανιωμένη και εκείνος λες και του είχα χτυπήσει κάποια ευαίσθητη χορδή, γύρισε απότομα προς το μέρος μου κοιτώντας με, με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω και ξέπνοα συνέχισα... «Πρέπει να σου έχω στοιχίσει μια περιουσία με όλα όσα έχω καταστρέψει» διευκρίνισα τι εννοούσα παγωμένη με σοκαρισμένο ύφος από την αντίδραση του ενώ το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς.

Υπάρχει περίπτωση να είναι αυτό;... Υπάρχει περίπτωση να τον βασανίζουν τύψεις; Γι αυτό και έχει αυτήν την συμπεριφορά;... Ωωω έλα τώρα για τον Έντουαρντ μιλάμε... ειρωνεύτηκε η φωνή της λογικής αλλά η φωνή της καρδιάς διαφωνούσε κάθετα... Άνθρωπος είναι Μπέλα όχι ρομπότ... είπε και κατάπια με δυσκολία το σάλιο μου ακόμα παγωμένη στην ίδια θέση... Ναι αλλά γιατί;... Τι άλλαξε;... Αν όντως ένιωσε κάτι, τι μπορεί να το προκάλεσε;... Αναπάντητα ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό μου που η φωνή του τις απέσπασε αμέσως.

«Μην ανησυχείς γι αυτό, άλλωστε τα βαριέμαι γρήγορα και τα αλλάζω κατά καιρούς» είπε αδιάφορα με παγερή φωνή ενώ καθόταν στην καρέκλα του και σμίγοντας τα φρύδια μου με απορία δεν μπόρεσα να μην τον ρωτήσω.

«Είσαι σίγουρα καλά;» είπα με αγωνία στην φωνή μου και χαμογέλασε με το συνηθισμένο του χαμόγελο.

«Σταμάτα να ανησυχείς Μπέλα,  για μένα μιλάμε» είπε εκείνος ψυχρά αλλά εγώ κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά με πείσμα, δεν το έβαζα κάτω.

«Όχι, κάτι έχεις» επέμενα και ξεφύσησε απηυδισμένος.

«Προέκυψε κάτι, αλλά θα το επιλύσω πολύ γρήγορα... Μην σκοτίζεσαι με αυτά» συνέχισε εκείνος με το δικό του πείσμα και αναστέναξα.

«Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» προσφέρθηκα και με κοίταξα ζαρώνοντας τα φρύδια του.

«Να βοηθήσεις σε τι;» ρώτησε ειρωνικά με το στραβό του χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλια του και πήρα μια ανακουφιστική ή ανάσα... Ο Έντουαρντ που γνώριζα επιτέλους είχε γυρίσει.

«Δεν ξέρω...» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου... «Απλά ρώτησα, άλλωστε γι αυτό δεν είμαι εδώ;... Υποτίθεται» είπα ξύνοντας το κούτελο μου νευρικά γιατί δεν είχα ιδέα τι έλεγα και το χαρακτηριστικό του γέλιο με έκανε να τον κοιτάξω... «Ξέρεις με τρόμαξες προς στιγμή» δεν μπόρεσα να χαλιναγωγήσω τον εαυτό μου ώστε να σταματήσω να εξωτερικεύσω αυτό που σκεπτόμουν και εκείνος αμέσως σοβάρεψε.

«Δεν έχει να κάνει με σένα... Απλά προέκυψε κάτι και χρειάζομαι λίγο χρόνο να βρω την λύση του... Αυτό είναι όλο...» συμπλήρωσε εκείνος και κοιτώντας προς τα πλάγια άνοιξε ένα συρτάρι του ενώ συνέχιζε... «Δεν βλέπω να μπορέσεις να την βγάλεις καθαρή με αυτά τα παπούτσια...»

«Οι ραφές τους με χτυπάνε στον τένοντα» επιβεβαίωσα και εκείνος κατένευσε σοβαρός ενώ βγάζοντας την αρμαθιά με τα κλειδιά που μου είχε δώσει ο Φλικ την ημέρα που πήγαμε να το σκάσουμε, την πέταξε και πιάνοντας την τον κοίταξα με απορία.

«Πήγαινε να βρεις κανένα ζευγάρι που να μπορείς να σταθείς απάνω τους και έλα να με βρεις στο γκαράζ» είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε και έφυγε αφήνοντας με πίσω να κοιτώ το κενό.

Σίγουρα ένιωσε τύψεις... Αυτή δεν είναι η συμπεριφορά που τον έχω συνηθίσει, αλλά γιατί;... αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά και βγάζοντας τα παπούτσια μου άρχισα να τρέχω.




Από όλα τα παπούτσια που υπήρχαν μέσα στην ντουλάπα εμένα μου τράβηξε την προσοχή ένα ζευγάρι μοβ μποτάκια που έφταναν και κάλυπταν τον αστράγαλο μου αλλά για μια στιγμή το σκέφτηκα... Μόλις τα φόρεσα σίγουρα ένιωσα την διαφορά, ήταν σαφώς πιο άνετα και πιο εντυπωσιακά αλλά παρά ήταν μοντέρνα για την κλασικούρα που μου είχε δώσει να φορέσω... Θα θυμώσει πολύ αν αλλάξω και φόρεμα;... σκέφτηκα αλλά αμέσως τόλμησα να το κάνω... Αν όντως ένιωσε τύψεις τώρα θα φανεί... Αν δεν θυμώσει τότε σίγουρα κάτι τρέχει και δεν θα ησυχάσω αν δεν το μάθω.


Ψάχνοντας τα ρούχα μου, βρήκα μπροστά μου ένα εντυπωσιακό πολύ μοντέρνο φορεματάκι σε μοβ χρώμα στράπλες που ήταν αρκετά κοντό ενώ κάλυπτε όλες μου τις καμπύλες με ένα κομμάτι ύφασμα που ξεκίναγε από το μπούστο και κάνοντας φουφούλα μαζευόταν στο αριστερό μου πόδι… Αφού το άρπαξα, πήγα να αλλάξω αλλά περνώντας από την βιτρίνα που είχε μέσα τα αξεσουάρ και τα χρυσαφικά σταμάτησα και άρχισα να ψάχνω κάτι για να το συνδυάσω... Αυτά που μου τράβηξαν την προσοχή ήταν, μια μικρή καρδιά από φίλντισι με λευκόχρυση αλυσίδα, τρία ίδια χοντρά βραχιόλια που το σκάλισμα τους έκαναν σαν δέρμα κροκόδειλου και ένα δαχτυλίδι από πλατίνα που ήταν τόσο απλό αλλά και τόσο εντυπωσιακό που δεν μπορούσα να του αντισταθώ  και παίρνοντας τα μαζί μου έτρεξα μέσα στο δωμάτιο μου, τα φόρεσα και άρχισα πάλι να τρέχω με τα παπούτσια στο χέρι για να μην καθυστερήσω περισσότερο...





Αλλά μόλις πέρασα από την γκαρνταρόμπα σταμάτησα ξανά και μπαίνοντας μέσα διάλεξα μια λευκή καπαρντίνα και ένα μοβ τσαντάκι στο ίδιο ύφος και χρώμα του παπουτσιού και φορώντας τα άρχισα να πηγαίνω με γρήγορο τροχάδην προς το γκαράζ.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Haunted Love "20. Ο εφιάλτης"




Έντουαρτ

Είχαν περάσει δύο μέρες και δεν υπήρχε ούτε στο ελάχιστο καμία βελτίωση από πάρτη της... Τι άλλο να κάνω πια;... Πραγματικά δεν έχω ιδέα...

Ερχόμενη στην κουζίνα ξυπόλητη, μόλις έκατσε βαριά στην καρέκλα της, έβαλε το πόδι της πάνω στην καρέκλα και με τα χέρια της άρχισε να το ζουλάει ακουμπώντας το μάγουλο της πάνω στο γόνατο της και αναστέναξα.

Πλησιάζοντας την, μόλις άφησα την γαβάθα με την σούπα της πάνω στο πιάτο της, την κοίταξα επίμονα αλλά εκείνη δεν μου έδωσε καμία σημασία.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα ψυχρά και αναστέναξε χωρίς να με κοιτάξει.

«Μου γύρισε το πόδι με τα ηλίθια παπούτσια που μου έδωσες» απάντησε αυτόματα με πικρία στην φωνή της και έτριψα τα μάτια μου απηυδισμένα καθώς γύριζα στον μπάγκο για να πάρω και το δικό μου πιάτο.

«Τα ηλίθια παπούτσια που σου έδωσα λέγονται τακούνια και από όσο θυμάμαι, σου έχω πει να μην τα βγάζεις από τα πόδια σου όσο είσαι μέσα στο σπίτι και δεν κάνεις γυμναστική μπας και καταφέρεις καμία φορά να τα συνηθίσεις» της απάντησα αυτόματα και ανοίγοντας το ντουλάπι παίρνοντας την κρέμα που της είχα φτιάξει, πλησίασα ξανά προς το τραπέζι και μόλις την άφησα δίπλα της πήγα από την μεριά μου και αφήνοντας την γαβάθα μου πάνω στο πιάτο μου, έκατσα γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της, την είδα να με κοιτάει νευριασμένα.

«Μαρμελάδα έχουν τα αυτιά σου;... σου είπα ότι το γύρισα... καλά, καλά δεν μπορώ να περπατήσω ξυπόλητη, θα βάλω και τακούνια;» μου γύρισε και την κοίταξα ξεφυσώντας.

«Τουλάχιστον μπορείς να το κατεβάσεις να φάμε σαν άνθρωποι επιτέλους;» της είπα και μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, κάτι που ήξερε πολύ καλά πόσο με νευριάζει, το κατέβασε και ακουμπώντας τον αγκώνα της πάνω στο τραπέζι έγειρε το σώμα της και αφήνοντας το κεφάλι της ξεκουραστεί πάνω στην γροθιά της, πήρε το κουτάλι της και σκαλίζοντας την σούπα σαν να έψαχνε για κάτι άρχισε να παίζει όπως πάντα έκανε κάθε φορά και άρχισα να αναπνέω με δυσκολία καθώς δεν είχα ιδέα πια πως να συγκρατήσω τον εαυτό μου άλλο για να μην αρχίσω να ωρύομαι.

«Έχει κάτι η σούπα σου;» ρώτησα κάνοντας μια απελπισμένη προσπάθεια να συγκρατήσω τον τόνο μου σταθερό και η απάντηση ήρθε έτοιμη.

«Αυτό είναι το πρόβλημα πάντα με τις σούπες σου, δεν έχουν απολύτως τίποτα... Είναι σκέτο νερό» είπε ενώ υψώνοντας το κουτάλι άφηνε το υγρό να πέφτει και πάλι μέσα στην γαβάθα της με μια γκριμάτσα αηδίας.

«Έχουν πολλά θρεπτικά συστατικά... Τώρα άσε τα πείσματα και άρχισε να τρως» της απάντησα και εγώ ψυχρά και μουρμουρίζοντας πάλι, τελικά πήρε την απόφαση και άρχισε να τρώει με όλη την αηδία να εκδηλώνετε στο πρόσωπο της …Έτριξα τα μάτια μου απελπισμένα  και πήρα μερικές ανάσες μπας και καταφέρω να συγκεντρωθώ πριν εξοστρακιστώ τελείως.

«Έχω περάσεις πάνω από 5 ώρες να βαράω τον σάκο του μποξ με μανία μπας και καταφέρω να χαλιναγωγήσω λίγο τα ένστικτα μου ώστε να μπορέσω να κρατήσω την υπόσχεση μου για να μην αρχίσω πάλι να γκαρίζω... Τουλάχιστον μπορείς να κάνεις μια προσπάθεια να το σεβαστείς και να κρατήσεις και εσύ την δική σου;» ρώτησα τρίζοντας τα δόντια μου και με κοίταξε γυρίζοντας μόνο την ματιά της προς το μέρος μου χωρίς να αλλάζει στάση στο σώμα της σχολιάζοντας χαλαρά.

«Δεν βλέπω να σε ωφέλησε σε τίποτα»

«Ακριβώς γι αυτό μην παίζεις άλλο με την τύχη σου» της γύρισα με μια δολοφονική ματιά με τραχιά φωνή… Αναστενάζοντας, ίσιωσε το κορμί της, πήρε το κουτάλι σωστά στο χέρι της και με ίσια πλάτη μιμούμενη τις κινήσεις που της έχω υποδείξει δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές, έφαγε από την σούπα ευπρεπώς και  άφησε για λίγο το κουτάλι της στην θέση του... Πήρε σωστά το ποτήρι του νερού και πίνοντας μια γουλιά όπως επίσης της έχω υποδείξει και βγάζοντας την πετσέτα από τα πόδια της σκούπισε απαλά της άκρες των χειλιών της, τοποθέτησε ξανά την πετσέτα στα πόδια της όπως έπρεπε να κάνει και έμεινε να με κοιτάει... Εντάξει τώρα έμεινα μαλάκας... Με κοροϊδεύει;;;... Το κάνει επίτηδες για να με εκνευρίζει;... Τι;

«Το ότι δεν το κάνω συνέχεια δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω πως θες να τρώω» μου είπε ενώ ανασήκωνε το φρύδι της επιδεικτικά και άρχισα να κοκκινίζω από οργή.

«Τότε γιατί δεν το κάνεις;... Σου αρέσει να με προκαλείς;» της γύρισα πίσω και αφήνοντας την ανάσα της να βγει βαριεστημένα από μέσα της, χαλάρωσε την στάση του σώματος της με κοίταξε κουρασμένα.

«Σε παρακαλώ, είμαι πολύ κουρασμένη για όλα αυτά... Άλλωστε δεν με βλέπει κανείς οπότε ποιος ο λόγος να μην φάω όπως θέλω»

«Σε βλέπω εγώ, δεν σου φτάνει;»

«Σε παρακαλώ Έντουαρτ» είπε μέσα από τον αναστεναγμό της ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα κουρασμένα.

«Γιατί το κάνεις αυτό για να με εκνευρίσεις;» την ρώτησα και πήρε ένα εξουθενωμένο ύφος κοιτώντας το ταβάνι.

«Όχι» απάντησε κοιτώντας με ξανά σταθερά.

«Τότε γιατί;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και άφησε την ανάσα της εξουθενωμένα.

«Δεν έχω άλλο κουράγιο για καθωσπρεπισμούς... Είμαι κουρασμένη, πεινασμένη και το πόδι μου με πεθαίνει... Τώρα που είδες ότι μπορώ να το κάνω όπως ακριβώς θες να τρώω, μπορώ να φάω όπως θέλω;» ρώτησε παρακλητικά και τα παράτησα... Δεν βγάζω άκρη μαζί της πραγματικά είναι το κάτι άλλο.

Συνεχίζοντας να τρώμε εκείνη δεν παρέλειπε κάθε τόσο να δείχνει ανοιχτά το πόσο την αηδίαζε αυτό που έτρωγε και δεν είχα ιδέα πως να συγκρατηθώ για να μην γελάσω.

«Σου αρέσει;» ρώτησα ενώ ήξερα ήδη την απάντηση και με κοίταξε ανασηκώνοντας μόνο τα μάτια της προς το μέρος μου χωρίς να κουνηθεί σπιθαμή.

«Έχει μια περίεργη γεύση...» είπε κάνοντας μια αηδιαστική γκριμάτσα... «Τι είναι;» ρώτησε και απάντησα αδιάφορα.

«Είναι Ελληνικό φαγητό,  λέγετε κακαβιά»

«Α...» είπε γυρίζοντας την ματιά της πάλι στην σούπα και περίμενα μέχρι να βάλει την επόμενη κουταλιά στο στόμα της πριν συνεχίσω.

«Δηλαδή ψαρόσουπα» διευκρίνισα πριν προλάβει να καταπιεί και εκείνη γουρλώνοντας τα μάτια της για να μην ξεράσει και μόνο στην ιδέα άρχισε να το φτύνει .. Τότε  άρχισα να γελάω με ικανοποίηση καθώς έβαζα την πετσέτα μου μπροστά από το στόμα μου και με κοίταξε με μια δολοφονική ματιά.

«Το ευχαριστιέσαι;» ρώτησε με δηλητήριο στην φωνή της έξαλλη και κούνησα το κεφάλι μου καθώς δεν σταμάταγα να γελάω δυνατά.

«Όσο δεν φαντάζεσαι» είπα και την στιγμή που έκανε να σηκωθεί την σταμάτησα με μια άγρια ματιά.

«Δεν πας πουθενά αν δεν καθαρίσεις το τραπέζι τώρα» της είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι αυτό και αφήνοντας την ανάσα της έκανε ότι της είπα... Φυσικά χωρίς να παραλείπει να μουρμουρίζει και αυτόματα με γύρισε και πάλι στην προηγούμενη μου κατάσταση.

«Μίλα δυνατά» απαίτησα και ρίχνοντας μου μια νευριασμένη ματιά επανέλαβε τα λόγια που τόση ώρα μάσαγε.

«Είπα... Τι μανία έχεις πια με αυτήν την καθαριότητα;... Εσύ ξεπερνάς και την κυρία Μοράλες πια... Μην πέσει μια σταγόνα ολόκληρο θέμα το κάνεις» είπε ενώ συνέχιζε χωρίς να με κοιτάει να καθαρίζει το τραπέζι με το πανί που είχε πάρει από την κουζίνα.

«Τι δουλειά είχες στο γραφείο μου την ημέρα που πήγες να το σκάσεις με τον Φλικ;» την ρώτησα και πάγωσε για μια στιγμή... Μόλις γύρισε προς την μεριά μου ανασήκωσα το φρύδι μου προκαλώντας την... «Λοιπόν;» είπα και αφήνοντας την ανάσα της, έκατσε ξανά στην καρέκλα της, αφήνοντας το πανί πάνω στο τραπέζι ενώ σκεφτόταν πως να απαντήσει παγωμένα.

«Ο Φλικ σε καθοδήγησε να καλύψεις τα δικά σου δακτυλικά αποτύπωμα γιατί βλέπει ότι κάνω το ίδιο και εγώ... Όμως ο ίδιος δεν ξέρει τον λόγο που το κάνω» της απάντησα στην ανείπωτη ερώτηση της.

«Πάτησε με τα πόδια του πάνω στο γραφείο»

«Και εσύ δεν σκέφτηκες να τα καθαρίσεις» της το επιβεβαίωσα και χτύπησε το μέτωπο της.

«Ηλίθια» είπε και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου

«Σε κάλυψα γιατί έχω τόσο ψύχωση με την καθαριότητα;» την ρώτησα και κατένευσε.

«Δεν είσαι θυμωμένος» διαπίστωσε και γέλασα πάλι.

«Κάνεις μεγάλο λάθος... Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα»

«Και ποιο είναι;» ρώτησε προβληματισμένη.

«Ποιος είναι ο κωδικός για να ανοίξει η βιβλιοθήκη;» την ρώτησα και χωρίς να το σκεφτεί απάντησε αυτόματα.

«477539» και πήρα μια βαθιά ανάσα για να κρατηθώ σταθερός πριν συνεχίσω.

«Πότε γεννήθηκε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι;» ρώτησα και το σκέφτηκε σκληρά πριν απαντήσει.

«1470;» ρώτησε και πετώντας την πετσέτα μου πάνω στο τραπέζι κοίταξα το ταβάνι τρίζοντας τα δόντια μου.

«1452...» μούγκρισα μέσα από τα δόντια μου... «Γεννήθηκε στις 15 Απριλίου το 1452» συμπλήρωσα χωρίς να το πιστεύω ότι το ζω όλο αυτό... «Πόσες φορές σε καθοδήγησε ο Φλικ να πληκτρολογήσεις τον κωδικό;» ρώτησα καθώς την κοίταξα και εκείνη βλέποντας το βλέμμα μου σταμάτησε να αναπνέει.

«Μια» είπε χωρίς ανάσα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα της και ήμουν στο τσακ να σηκωθώ και να διαλύσω όλη την κουζίνα από τα νεύρα μου.

«Μια φορά... Πληκτρολόγησες τον κωδικό μια φορά και τον ξέρεις χωρίς καν να το σκεφτείς... Και πόσες φορές έχεις διαβάσεις την βιογραφία του  Λεονάρντο ντα Βίντσι από το πρωί;» συνέχισα και πήρε μια κοφτή ανάσα και με κοίταξε τρομοκρατημένα.

«Πέντε;» ρώτησε και έπιασα το κεφάλι μου απελπισμένος.

«Πως διάολο τελείωσες την νοσηλευτική, με σκονάκια;» ρώτησα προσβλητικά και εκείνη αμέσως αμύνθηκε θιγμένη.

«Να μου κάνεις την χάρη... Το πτυχίο μου το πήρα με την αξία μου και δεν αντέγραψα ούτε μια φορά» είπε νευριασμένα και την κοίταξα επιβλητικά.

«Και πως ακριβώς μάθαινες τα μαθήματα σου;» την ρώτησα πίσω με νευριασμένο τόνο και χαλαρώνοντας δάγκωσε το κάτω της χείλος κοιτώντας προς τα πλάγια για να αποφύγει την ματιά μου.

«Παρακολουθούσα στο μάθημα» είπε ψιθυριστά και τα πήρα τελείως.

«Δυνατά» απαίτησα χτυπώντας το χέρι μου πάνω στο τραπέζι για να μην χτυπήσω την ίδια.

«Παρακολουθούσα στις παραδώσεις... Δεν έχανα κανένα μάθημα γιατί δεν μπορώ να τα μάθω διαφορετικά... Τα μαθαίνω ακουστικά ή παρακολουθώντας πως τα κάνουν»

«Και τι ακριβώς περίμενες για να μου το πεις;» ρώτησα έξαλλος εκτός εαυτού και εκείνη πήρε μια αμυντική θέση και με κοίταξε απολογητικά χωρίς να απαντάει και χρειάστηκαν πολλές ανάσες ηρεμίας για να καταφέρω να ξαναμιλήσω.

«Καλά τα βιβλία, δεν τα παίρνεις διαβάζοντας τα... Όταν σου δείχνω κινήσεις άμυνας τι συμβαίνει;... Μπορείς να μου δώσεις μια καλή δικαιολογία γι αυτό;»

«Είσαι πολύ γρήγορος και προσπαθώντας να αποφύγω τα χτυπήματα δεν προλαβαίνω να δω τις κινήσεις σου» κλαψούρισε με τα μάτια της να είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν και κλείνοντας τα μάτια μου, τα έτριψα με το χέρι μου μπας και καταφέρω να καλμάρω την ένταση μου.

«Και στην σκοποβολή» είπα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Δεν αντέχω το ήχο που κάνει το όπλο... Μου τρυπάει τα αυτιά και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ» είπε ενώ άρχισε να τρέμει κοιτώντας με, με ένα κουταβίσιο βλέμμα… Βάζοντας τις παλάμες μου να ακουμπήσουν στην άκρη του τραπεζιού,  έκανα το κορμί μου προς τα πίσω και κοίταξα επίμονα το ταβάνι τρίζοντας τα δόντια μου ενώ πάλευα με νύχια και με δόντια για να μην αρχίσω και πάλι να ουρλιάζω.

«Τι δουλειά είχες στο γραφείο μου Ιζαμπέλα» είπα χαμηλώνοντας την ματιά μου προς το μέρος της με αργή κίνηση και εκείνη αμέσως έκλεισε τα μάτια της γυρίζοντας το πρόσωπο της στο πλάι τρομοκρατημένη βλέποντας το ύφος μου και άρχισε πάλι να μουρμουρίζει.

«Όχι πάλι... όχι πάλι» παρακάλαγε ενώ έτρεμε σύγκορμη.

«Απάντησε μου που να σε πάρει... Τι δουλειά είχες στο γραφείο μου;» απαίτησα κοπανώντας το χέρι μου πάνω στο τραπέζι κάνοντας τα πάντα να διασκορπιστούν και εκείνη αναπηδώντας απάντησε γρήγορα.

«Χρήματα...  έψαχνα για χρήματα» είπε διακεκομμένα και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Και δεν σκάλισες τίποτα άλλο;» συνέχισα εγώ και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα ενώ είχε κολλήσει όλο το σώμα της πάνω στην καρέκλα αμυντικά.

«Σου το ορκίζομαι δεν ακούμπησα τίποτα... Μόλις είδα τα όπλα αποφάσισα ότι δεν θέλω να ξέρω τίποτα περισσότερο... Βρήκα τον χαρτοφύλακα το πήρα και έφυγα» έλεγε μέσα από τους λυγμούς της και  δεν μου έδινε καμία ένδειξη ότι έλεγε ψέματα γι αυτό.

«Και τον φάκελο σου πως τον βρήκες;» ρώτησα και πήρε μια κοφτή ανάσα.

«Ρώτησα τον Φλικ αν ξέρει που κρύβεις κανέναν φάκελο που να αφορά εμένα» συνέχισε κοιτώντας τρομοκρατημένα γύρω της ενώ δεν σταμάταγε να δακρύζει με αναφιλητά.

«Που στον διάβολο το ήξερε ο πούστης ότι τον είχα εκεί;» εξωτερίκευσα την σκέψη μου βάζοντας τον αγκώνα μου να ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι και κλείνοντας το στόμα μου με το χέρι μου κοίταξα για λίγο μακριά πριν συνεχίσω... «Είχες σκοπό να με καταδόσεις στην αστυνομία;» ρώτησα χωρίς να αλλάζω ύφος και αμέσως άρχισε να κουνάει και πάλι το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα... «Τότε τι διάολο τον ήθελες τον φάκελο σου;» φώναξα και αναπήδησε ξανά.

«Ήθελα μόνο να έχω κάτι για να σε απειλήσω στην περίπτωση που θα προσπαθούσες να με βρεις» είπε γρήγορα και έκλεισα τα μάτια μου με το χέρι μου πιέζοντας τα μηλίγγια μου που ήταν έτοιμα να εκραγούν.

«Πήγαινε στο δωμάτιο σου τώρα και μην βγεις από εκεί αν δεν σου πω» είπα με όση λογική μου είχε από μείνει και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να τρέχει.

Μπέλα

Είχα τρομοκρατηθεί τόσο πολύ που δεν μπορούσα να ηρεμήσω... Φοβούμενη για τα χειρότερα,  είχα πέσει πάνω στο κρεβάτι μου και έκλαιγα με αναφιλητά ενώ είχα μαζευτεί σαν μια μπάλα χωρίς να είμαι ικανή να ελέγξω το τρέμουλο μου... Δεν είχα ιδέα τι με περίμενε τώρα και δεν ήξερα τι να κάνω... Φυσικά δεν ήμουν χαζή ήξερα ότι αργά η γρήγορα αυτή η μέρα θα ερχόταν... Άλλωστε το είχε πει και μόνος του, ότι δεν θα ξεπέρναγε τόσο εύκολα την ημέρα που προσπαθήσαμε να σκάσουμε με τον Φλικ.

«Μάζεψε τον εαυτό σου, άλλαξε τα ρούχα σου και έλα στο δωμάτιο μου τώρα...» είπε με εκνευρισμένη ακόμα φωνή μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου μου και γυρίζοντας προς το μέρος του προσπαθώντας να σταματήσω τα αναφιλητά μου,  κατένευσα τρέμοντας και εκείνος συνέχισε... «Μην ξεχάσεις να φέρεις και το βιβλίο που σου έδωσα» συμπλήρωσε και κλείνοντας την πόρτα πίσω του,  έφυγε χωρίς να περιμένει ανταπόκριση.

Δεν ήξερα τι να σκεφτώ...Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε στο μυαλό του, αλλά προκειμένου να τον κάνω να νευριάσει περισσότερο έτρεξα στο μπάνιο και προσπάθησα με χίλιους τρόπους να καλμάρω πριν κάνω ότι μου ζήτησε.

Φτάνοντας στο δωμάτιο του έμεινα στο κατώφλι της πόρτας και τον κοίταξα με την ουρά στα σκέλια... Μόλις γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου, άφησε την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά και χτύπησε το στρώμα δίνοντας μου να καταλάβω ότι ήθελε να ξαπλώσω μαζί του... Τώρα αυτό είναι καλό;... Τι έχει σκοπό να κάνει;... Αναρωτήθηκα καθώς με δειλά βήματα τον πλησίασα και μόλις έκατσα στην άκρη του κρεβατιού πήρε το βιβλίο από τα χέρια μου και με κοίταξε μέσα στα μάτια αυστηρά.

«Κοίτα να κοιμηθείς πάλι... Σου το λέω δεν έχω ιδέα πως κρατιέμαι μην σε κρεμάσω από κανέναν πολυέλεο» απείλησε και τρέμοντας κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και εκείνος μου έκανε χώρο για να ξαπλώσω δίπλα του ενώ άνοιγε το βιβλίο τοποθετώντας το στα πόδια του.

Έκατσα όσο πιο άκρη μπορούσα και κάρφωσα την ματιά μου πάνω στο βιβλίο την στιγμή που εκείνος ξεκίναγε.

«Λεονάρντο ντα Βίντσι λοιπόν...» ξεκίνησε με έναν αναστεναγμό... «Συνοπτικά... Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (15 Απριλίου 1452 — 2 Μαΐου 1519) ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας, ζωγράφος, γλύπτης, μουσικός, εφευρέτης, μηχανικός, ανατόμος, γεωμέτρης και επιστήμονας που έζησε την περίοδο της Αναγέννησης. Θεωρείται αρχετυπική μορφή του Αναγεννησιακού καλλιτέχνη, Homo Universalis και μια ιδιοφυής προσωπικότητα. Μεταξύ των πιο διάσημων έργων του βρίσκονται η Μόνα Λίζα και ο Μυστικός Δείπνος. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, υπήρξε ακόμα σημαντικός εφευρέτης και επιστήμονας, με σημαντική συνεισφορά στην ανατομία, και την αστρονομία» είπε από μνήμης χωρίς να διαβάζει και μόλις σταμάτησε με κοίταξε στα μάτια για μια στιγμή και εγώ έμεινα παγωμένη να του ανταποδίδω το βλέμμα χωρίς να καταλαβαίνω τι περίμενε από μένα.

«Αυτά είναι τα πιο βασικά που χρειάζεται να ξέρεις, όλα τα άλλα είναι απλά ακαδημαϊκά που δεν θα σου χρειαστούν ποτέ αλλά καλό είναι όταν μαθαίνεις κάτι να το μαθαίνεις ολοκληρωμένα... Οκ;» ρώτησε και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου... «Θυμάσαι τίποτα απ’ όσα είπα;» ρώτησε με ελπίδα και παίρνοντας μια τρεμάμενη ανάσα καταπίνοντας με κόπο το σάλιο μου,  κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και με έβαλε να τα επαναλάβω... Δεν τα είπα ακριβώς όπως εκείνος και σίγουρα κάτι πρέπει να ξέχασα αλλά έμεινε ικανοποιημένος στο ότι τουλάχιστον συγκράτησα κάτι.

Χαλαρώνοντας γύρισε πάλι την ματιά του προς το βιβλίο και άρχισε να διαβάζει... Ξεκίνησε από την Βιογραφία του, συνέχισε με την καλλιτεχνική του πορεία και χωρίς να σταματά διάβαζε χωρίς να παίρνει ανάσα όλο το βιβλίο που μου είχε δώσει με έναν απαλό και αβίαστο τρόπο.

Χαλαρώνοντας άρχισαν τα μάτια μου από την εξάντληση να κλείνουν και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να το σταματήσω αυτό... Καταλαβαίνοντας το εκείνος έκλεισε το βιβλίο και γύρισε προς το μέρος μου.

«Υπάρχει περίπτωση να θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά αύριο;» ρώτησε απαλά κρατώντας το πρόσωπο μου με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι τον παρακολουθώ και κατένευσα χωρίς να έχω κουράγιο να δώσω άλλη απάντηση... «Πήγαινε να κοιμηθείς τότε» μου έδωσε την άδεια και αφαιρώντας το χέρι του από το μάγουλο μου γύρισε το σώμα του για να αφήσει το βιβλίο πάνω στο κομοδίνο του χωρίς να πει τίποτα άλλο.

«Καληνύχτα» μουρμούρισα νυσταγμένα καθώς σηκώθηκα και αφήνοντας την ανάσα του εξουθενωμένα με κοίταξε αυστηρά.

«Δυνατά» απαίτησε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα επανέλαβα με όση δύναμη είχα ακόμα μέσα μου.

«Καληνύχτα»

«Καληνύχτα» ανταπέδωσε και με συρτά βήματα γύρισα στο δωμάτιο μου και κλείνοντας την πόρτα έπεσα πάνω στο κρεβάτι και δεν ξανακουνήθηκα.

Έντουαρτ

Ειλικρινά αυτό το κορίτσι θα με τρελάνει, δεν υπάρχει περίπτωση... Την έχω σαπίσει στο ξύλο για να μπορέσει να βάλει μυαλό και να καταφέρει να μάθει έστω και τα μισά από όσα της λέω να κάνει και αντί εκείνη να πει ότι δεν μπορεί να τα μάθει με αυτόν τον τρόπο, κάθετε και τα δέχεται χωρίς να βγάζει άχνα;... Πόσο θέλει πια για να με τρελάνει... όχι πες τε μου, πόσο;

Το κορυφαίο... αντί να πάρει τον φάκελο και να τρέξει στην αστυνομία για να γλυτώσει,  σκέφτηκε να τον κρατήσει για να με απειλήσει στην περίπτωση που θα την έβρισκα;... Με ποιαν λογική;... Αν την έβρισκα αυτομάτως θα ήταν και νεκρή, δεν μπορεί να το καταλάβει;... Κάτι δεν πάει καλά με αυτό το κορίτσι, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Τα πατήματα του Φλικ με έκαναν να σηκωθώ από το κρεβάτι και να βγω στον διάδρομο...

«Τι σου είπα εγώ;» τον ρώτησα εκνευρισμένα την στιγμή που σηκώθηκε στα δύο πόδια για να ανοίξει την πόρτα αλλά το ουρλιαχτό της Μπέλας, μου απέσπασε την προσοχή και έτρεξα την στιγμή που εκείνος άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα.

«Άστην σε μένα» του είπα και με άφησε να προπορευτώ...

Ουρλιάζοντας χωρίς ανάσα,  είχε γύρει το κεφάλι της τόσο πολύ προς τα πίσω που λίγο ήθελε να σπάσει τον αυχένα της ενώ σφίγγοντας το σεντόνι με δύναμη,  είχε ανασηκώσει το στήθος της τρέμοντας ολόκληρη και πραγματικά για μια στιγμή τα χρειάστηκα... Ήταν σαν να έβλεπα το ψυχό... Λες και κάποιος είχε μπει μέσα της και εκείνη πάλευε να τον διώξει μέσα από το ουρλιαχτό της.

Πιάνοντας το πρόσωπο της μέσα στα δύο μου χέρια άρχισα να την τραντάζω.

«Μπέλα, άνοιξε τα μάτια σου... Μπέλα» έλεγα με ένταση στην φωνή μου και εκείνη ξέπνοη ανοίγοντας τα μάτια της προσπαθώντας και πάλι να βρει την αναπνοή της, κοίταζε γύρω της τρομοκρατημένα, προσπαθώντας μάταια να καταπνίξει τους λυγμούς που την έπνιγαν, δακρύζοντας ακατάπαυστα ενώ προσπαθούσε κάπου να εστιάσει.

«Κοίταξε με...» συνέχισα με την ίδια ένταση και μόλις η μάτια της καρφώθηκε στην δική μου, πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Έντουαρντ;» ρώτησε χωρίς να πιστεύει ότι είμαι εγώ πραγματικά και πριν προλάβω να απαντήσω έπεσε απάνω μου τόσο άτσαλα τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου που χρειάστηκε να βάλω γρήγορα τα χέρια μου πάνω στο στρώμα για να κρατήσω αντίσταση ώστε να μην με παρασύρει μαζί της και κοπανήσω το κεφάλι μου πάνω στο κρεβάτι.

«Ήταν τόσο τρομακτικό» έλεγε ξανά και ξανά ενώ δεν σταμάταγε να κλαίει και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να την σταματήσω... Δεν μου είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο.

«Ηρέμησε, ήταν μόνο ένα όνειρο» προσπάθησα ενώ με απαλές κινήσεις ανασήκωσα το σώμα μου και εκείνη χωρίς να ξεκολλάει από πάνω μου,  με ακολούθησε.

«Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα... Πνιγόμουνα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα» έλεγε απαρηγόρητη και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου,  τελικά πήρα την απόφαση και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα της για να την καθησυχάσω.

«Ήταν μόνο ένα όνειρο... Προσπάθησε να ηρεμήσεις» είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και εκείνη κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά, ταυτόχρονα σκούπιζε και τις μύξες της πάνω στον ώμους και δεν είχα ιδέα πως να αντιδράσω... Δεν είχα χειρότερο αλλά τελικά αποφάσισα να παραμείνω ακίνητος για να της δώσω τον χρόνο που χρειάζεται να επανέλθει και κοίταξα για μια στιγμή τον Φλικ ενώ το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει γρήγορα... Δεν πρέπει να είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό,  ήμουν πλέον σίγουρος γι αυτό, αλλά πως κατάλαβε ο Φλικ ότι βλέπει εφιάλτη πριν εκείνη ξεκινήσει να ουρλιάζει;... Δεν βγάζω άκρη και σίγουρα δεν θα σταματήσω να το λέω... Αυτό το σκυλί απλά δεν υπάρχει και ποτέ δεν θα σταματήσει να με εκπλήσσει.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Haunted Love "19. Το δίλημμα"



Με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και την ανάσα μου να τρέχει κατοστάρι, μόλις έφτασα κοντά στο σπίτι πριν προλάβω να πλησιάσω την πύλη άρχισα να φωνάζω το όνομα του και μόλις εκείνος βγήκε στον κήπο,  άρχισε να γαβγίζει σαν τρελός.

«Τι σε έχει πιάσει μου λες;;;...» άρχισα να φωνάζω πίσω... «Τι κάνεις εκεί;;... Πάμε να φύγουμε πριν του γυρίσει του άλλου και έρθει πίσω» του έλεγα ακατάπαυστα και μόλις έφτασα στην πύλη και έκατσα στο πάτωμα, εκείνος άρχισε να με σπρώχνει γρυλίζοντας και γαβγίζοντας σαν δαιμονισμένος.

«Όχι δεν πάω πουθενά αν δεν έρθεις μαζί μου...» έλεγα αντικρούοντας τα χτυπήματα του αλλά εκείνος δεν σταμάταγε... «Φλικ ξεκόλλα... Αν γυρίσει και καταλάβει τι έχεις κάνει θα σε σκοτώσει» του είπα άγρια και εκείνος σταματώντας κούναγε το κεφάλι του αρνητικά ενώ πισωπάτισε για λίγο και αμέσως ήρθε ξανά προς το μέρος μου και προσπάθησε για άλλη μια φορά να με κάνει να φύγω.

«Σταμάτα σου λέω,  δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα» συνέχισα με περισσότερο πείσμα και ξεφυσώντας τα παράτησε και έκατσε στα δύο του πόδια κοιτώντας με, με ένα παραπονιάρικο βλέμμα.

«Γιατί το κάνεις αυτό;... Δεν θα σε συγχωρέσει... Έλα μαζί μου» παρακάλεσα αλλά εκείνος πισωπατώντας άρχισε πάλι να κουνάει το κεφάλι του σαν τρελό και αναστέναξα.

«Γιατί θέλεις να μείνεις μαζί του;» δεν άντεξα και ρώτησα απηυδισμένα και εκείνο καθώς άφησε ένα παραπονιάρικο γρύλισμα, ήρθε κοντά μου και περνώντας την μουσούδα του από τα κάγκελα άρχισε να με γλύφει στο πρόσωπο και άρχισα να τον χαϊδεύω με πόνο για τον καημό του.

«Αχ μωρέ έρμο... τον αγαπάς» διαπίστωσα και εκείνο γάβγισε παραπονιάρικα σαν απάντηση.

«Εκείνος όμως δεν θα σε αφήσει ατιμώρητο» είπα με το ίδιο παράπονο και εκείνος γρυλίζοντας έκατσε στο έδαφος και έβαλε την μουσούδα του ανάμεσα στα πόδια του ενώ άφηνε μερικούς λυγμούς να ξεφύγουν από μέσα του και δεν είχα ιδέα τι να κάνω.

«Θα έρθεις μαζί μου;» ρώτησα με περισσότερο πείσμα και εκείνο αφού σηκώθηκε πρώτα έκανε δύο βήματα προς τα πίσω και γάβγισε νευριασμένα και πιάνοντας το κεφάλι μου αναστέναξα.

«Για να τον αγαπάς πόσο κακός μπορεί να είναι πια;...» αναρωτήθηκα και εκείνο γρύλισε παραπονιάρικα ενώ γυρίζοντας ανάσκελα με τα πόδια του ψηλά άρχισε να κουνάει το απομεινάρι που είχε για ουρά γαβγίζοντας μια φορά, ενώ αφήνοντας την γλώσσα του να κρεμάσει γέλασε με το ιδιαίτερο σκυλίσιο του γέλιο και γέλασα στιγμιαία ενώ έμεινα να τον κοιτώ.

«Σε αγαπάει και εκείνος;» ρώτησα με απορία και εκείνο γυρίζοντας ξανά προς την μεριά μου άρχισε να γαβγίζει και να χοροπηδά σαν καγκουρό ενώ έκανε χαρούλες στον αέρα στριφογυρίζοντας γύρω από τον εαυτό του και έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

«Πλάκα μου κάνεις» είπα σοκαρισμένα και εκείνο έκατσε στα δυο του πόδια και έμεινε ακίνητο να με κοιτάει χαμογελαστός.

«Αφού δεν αγαπάει ούτε τον κώλο του» του είπα με αηδία και εκείνο ξεφυσώντας έκανε κάτι σαν μια ειρωνική γκριμάτσα και τα παράτησα.

«Αυτό δεν αλλάζει τα γεγονότα... Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνο μαζί σου... Γι αυτό αποφάσισε... ή έρχεσαι τώρα μαζί μου ή...» πήρα μια βαθιά ανάσα... Δεν το πιστεύω αυτό που κάνω, σίγουρα είμαι τρελή δεν υπάρχει άλλη εξήγηση... «Ή πήγαινε και  άνοιξε μου να μπω» είπα πιο αποφασιστικά και τον κοίταξα.

Εκείνο έμεινε για λίγο να με κοιτά με το κεφάλι του να πηγαίνει μια αριστερά και μια δεξιά δύσπιστα και ξεφύσησα.

«Περιμένω...» είπα πάλι και εκείνος ρουθούνισε και ήρθε και πάλι κοντά μου βγάζοντας την μουσούδα του από τα κάγκελα... «Δεν θα τον αφήσω να καταστρέψει ένα τέτοιο υπέροχο φίλο εξαιτίας μου» του είπα πιο μαλακά και εκείνο γλύφοντας το πρόσωπο μου, γρύλισε παραπονιάρικα και έτριψε την μουσούδα του πάνω στο πρόσωπο μου.

«Το ξέρεις ότι είσαι σπάνιος, και σε ευχαριστώ για όσα έχεις κάνει για μένα... Αλλά αν είναι να μείνουμε πρέπει να κάνουμε μια συμφωνία...» του είπα και εκείνος πισωπατώντας, έκατσε στα δύο του πόδια σούζα και με κοίταξε σοβαρός... «Τέρμα οι καβγάδες εντάξει;» του είπα και με κοίταξε με απορία και πάλι κουνώντας το κεφάλι του μια αριστερά και μια δεξιά σαν να μην καταλάβαινε τι εννοούσα.

«Αν όπως λες σε αγαπάει,  σημαίνει ότι έχει και αυτός τα κουμπιά του... Θα μου τα μάθεις και εμένα;» τον ρώτησα και εκείνο σοβαρό γάβγισε μια φορά επιβεβαιώνοντας το και αναστέναξα ενώ σηκώθηκα όρθια και τον κοίταξα σταθερά στα μάτια.

«Οκ λοιπόν... Πήγαινε άνοιξε να μπω και πάμε να βάλουμε τα πράγματα στην θέση τους πριν γυρίσει» του είπα αποφασιστικά και χωρίς δεύτερη κουβέντα έτρεξε και εκτέλεσε την εντολή μου και εγώ χτυπώντας το μέτωπο μου άρχισα να λέω απελπισμένα.

«Πόσο ηλίθια είσαι πια;... πόσο;»


Έντουαρντ

Είχα ξεπεράσει τα όρια μου... Πως μπόρεσαν να κάνουν κάτι τέτοιο;... σκεφτόμουν καθώς χτύπαγα το χέρι μου στο τιμόνι και λίγο ήθελε να το κάνω κομμάτια από τα νεύρα που είχα... Πόσο ηλίθιο τελικά παίζει να είναι αυτό το κορίτσι, δεν έχει καθόλου μυαλό;... Μα να βάλει την ζωή της σε κίνδυνο για ένα σκυλί που στην τελική όλο αυτόν τον καιρό της σέρνει και την κάνει να μην ξέρει από που της ήρθε, μόνο και μόνο γιατί την υπερασπίστηκε;... Για όνομα πια, ένα σκυλί είναι μόνο τίποτα παραπάνω... Σε μένα στοιχίζει περισσότερο που τον έχασα, γιατί τώρα μέχρι να καταφέρω να εκπαιδεύσω ξανά ένα άλλο θα πρέπει να διακινδυνεύσω πολλά και πάλι... Γαμώτο σου Μπέλα... Γιατί πρέπει να καταστρέφεις τα πάντα στο διάβα σου;... Σκατά... σκατά... σκατά... Πως διάολο θα καταφέρω να βρω ένα ικανό σκυλί ισάξιο του και να το εκπαιδεύσω μέσα σε 10 μέρες και ταυτόχρονα να πρέπει να βάλω και μυαλό στο κουφιοκέφαλο της;

«Να πάρει» φώναξα με τα νεύρα μου να χτυπάνε κόκκινο ενώ κοπάναγα το χέρι μου για άλλη μια φορά πάνω στο τιμόνι και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άνοιξα τον ανιχνευτή για να βρω ξανά τον Φλικ ώστε να τον γυρίσω πίσω... Αν τους έχω χωριστά ίσως τελικά να πετύχει και να τα καταφέρουμε... Σκέφτηκα και μόλις είδα ότι το σήμα του Φλικ έδειχνε το σπίτι χωρίς ουσιαστικά να κοιτάξω τον δρόμο έκανα επιτόπου στροφή.

«Τον μπάσταρδο...» ούρλιαξα ενώ αλλάζοντας ταχύτητα άρχισα και πάλι να τρέχω σαν τον δαιμονισμένο... «Το ήξερα ότι ετοίμαζες κάτι» συμπλήρωσα μέσα από τα δόντια μου και ρυθμίζοντας το καντράν για να βρω το σήμα της Μπέλας πήρα μια βαθιά ανάσα για να συγκεντρωθώ βλέποντας ότι είναι ακόμα στο σπίτι… Αλλά δεν μπορούσα και να είμαι σίγουρος ότι αυτό ισχύει μιας και δεν ήξερα αν θα σκεφτόταν να βγάλει το περιδέραιο που της είχα φορέσει εχθές ή όχι.

Βλέποντας τα σήματα και των δύο να μετακινούνται από το σπίτι πήρα μια ανακουφιστική ανάσα... Τουλάχιστον φοράει ακόμα το περιδέραιο οπότε όπου και να πάει δεν θα μπορεί να μου ξεφύγει... σκέφτηκα και ανοίγοντας κι άλλο το αμάξι άρχισα να τρέχω κοιτώντας την πορεία που είχαν πάρει... Αφού έμειναν για λίγο σταθερή πάνω στην κεντρική λεωφόρο οι πορείες τους διαχωρίστηκαν και έξυσα το κεφάλι μου νευρικά... Πάει καλά αυτό το σκυλί;... Γιατί γυρίζει σπίτι;... Αφού ξέρει ότι θα το πληρώσει πολύ ακριβά που τόλμησε να σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο... Προς μεγάλη μου έκπληξη το σήμα της Μπέλας έμεινε για λίγο σταθερό και αμέσως μετά άρχισε να έχει πορεία ξανά προς το σπίτι... Τι διάολο γίνεται εκεί;... αναρωτήθηκα και μόλις πήρα μια βαθιά ανάσα, έμεινα αναποφάσιστος να τρέχω σαν τον τρελό χωρίς να είμαι ικανός να κάνω μια λογική σκέψη.

Φτάνοντας στο σπίτι επικρατούσε η απόλυτη ησυχία... Πως θα το χειριστώ τώρα αυτό;... σκέφτηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα χωρίς να βγαίνω από το αμάξι... Ήμουν μπαρούτι έτοιμο να εκραγεί, αλλά από την στιγμή που και οι δύο ήταν εδώ αυτόματα μου δήλωναν ότι θέλουν να παραμείνουν από επιλογή και όχι επειδή τους το επιβάλω εγώ...Αυτό μόνο καλό μπορεί να κάνει στην συνεργασία μας, παρά κακό μιας και που πλέον αυτό μπορεί να τους κάνει να συνεργαστούν με περισσότερη θέληση.

Σκατά... Αν τους αφήσω ατιμώρητους μπορεί να το κάνουν ξανά... Αν τους τιμωρήσω  όμως μπορεί να καταστρέψω ότι έχτισαν μόνοι τους άσχετα με τους λόγους που τους κάνουν να είναι εδώ.

«Πως διάολο να το χειριστώ;... Πως;» σίριξα μέσα από τα δόντια μου κοπανώντας το χέρι μου πάνω στο τιμόνι και αφού μούγκρισα, πήρα την απόφαση και ανοίγοντας την πόρτα άρχισα να μπαίνω στο εσωτερικό του σπιτιού αλλά δεν ακουγόταν ούτε ένας ψίθυρος και με τα φώτα κλειστά δεν δήλωναν το που μπορούσαν να είναι... Αποφάσισα να πάω να ελέγξω πρώτα το δωμάτιο της και μόλις έφτασα στον διάδρομο και είδα το φως του δωματίου μου αναμμένο δεν είχα αμφιβολία πια για το που μπορεί να είναι.

Φτάνοντας κοντά στο άνοιγμα της ντουλάπας μου, την βρήκα στο πάτωμα να έχει ακουμπήσει πάνω στα πόδια της που τα είχε κοντά στο σώμα της, τον φάκελο της και να το μελετάει παγωμένα, ενώ ο Φλικ ξαπλωμένος δίπλα της με κοίταζε με παράπονο ενώ ένας λυγμός ξέφευγε από τα χείλια του,  κοιτώντας μια εμένα και μια την Μπέλα αναποφάσιστος με το τι πρέπει να κάνει.

Πλησιάζοντας την, πήρα τον φάκελο από τα πόδια της ενώ τον έκλεισα αλλά εκείνη ακόμα στην ίδια θέση δεν βλεφάρισε καν... Με τα μάτια της να πηγαίνουν πέρα δώθε σαν να διάβαζε ακόμα, με την ανάσα της να πηγαινοέρχεται με δυσκολία, άρχισε να τρέμει ανεπαίσθητα αλλά ακόμα δεν ανταποκρινόταν και ας είχε καταλάβει ότι ήμουν δίπλα της.

Έκατσα στο πάτωμα αντικριστά της και περίμενα μέχρι εκείνη να βρει το κουράγιο να το κάνει...

«Δεν θέλω να μάθω τι δουλειά κάνεις» είπε ξέπνοα ενώ δάκρυα αναβλύζαν από τα μάτια της, κουνώντας με πείσμα το κεφάλι της αρνητικά... «Αλλά θέλω να μάθω τι σκοπό έχεις να κάνεις με μένα» συνέχισε ενώ συνέχιζε να κοιτάει στο ίδιο σημείο που κοίταζε πριν, ακόμα με σοκαρισμένο ύφος.

«Δεν έχω σκοπό να σε κάνω πόρνη πολυτελείας, αν είναι αυτό που υπονοείς» της είπα ήρεμα  και εκείνη με την πιο αργή κίνηση σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε παγωμένα.

«Τότε τι;... Αν δεν έχεις σκοπό να με κάνεις...» ξεροκατάπιε πνίγοντας της λέξεις ενώ έσμιγε τα φρύδια της κοιτώνας για λίγο αλλού... «Τότε γιατί πρέπει να βγω με όλους αυτούς» συνέχισε με την ίδια άψυχη χροιά ενώ τα μάτια της δεν σταμάταγαν να τρέχουν ακατάπαυστα... Πήρα μια βαθιά ανάσα ενώ τσίμπησα την ράχη της μύτης μου για να μπορέσω να χαλαρώσω ώστε να βρω έναν τρόπο για να της δώσω να καταλάβει όσο πιο πειστική μπορούσα την αλήθεια…
«Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να τους πλησιάσεις και να τους κρατήσεις παρέα όσο εγώ θα κάνω την δουλειά μου... Τίποτα άλλο» τόνισα και με κοίταξε δύσπιστα.

«Τίποτα... άλλο» επανέλαβε τα τελευταία μου λόγια με φωνή που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής της, που αν δεν ήμουν τόσο κοντά δεν θα είχα καταφέρει να τα ακούσω.

«Τίποτα... άλλο» επιβεβαίωσα και μόλις είδα ότι δεν ανταποκρίνεται συνέχισα... «Μπέλα πίστεψε με, όταν λέω ότι δεν ανέχομαι να αγγίζει κανείς ότι μου ανήκει... Το εννοώ» τόνισα και παίρνοντας μια τρεμάμενη κοφτή ανάσα με κοίταξε με το βλέμμα της ακόμα παγωμένο και άψυχο.

«Και αν αυτοί προσπαθήσουν...» ρώτησε τρέμοντας χωρίς να έχει κουράγιο να ολοκληρώσει την φράση της.

«Τότε έχεις το ελεύθερο από μένα να τους κάνεις την μούρη κρέας όπως τους αξίζει...» είπα σοβαρός και έσμιξε τα φρύδια της με απορία... «Για ποιον άλλον λόγο θεωρείς ότι προσπαθώ να σε μάθω να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου;» ρώτησα πιο ήρεμα και το σκέφτηκε για λίγο.

«Και δεν θα θυμώσεις αν τους εναντιωθώ;... Εννοώ αυτό δεν θα χαλάσει την δουλειά σου;»

«Σίγουρα δεν θα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα μιας και που όταν θα φεύγεις, θα προτιμώ να φεύγεις σαν κυρία ώστε να μην στιγματιστείς... Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο και δεν τους εναντιωθείς πίστεψε με θα θυμώσω περισσότερο που τους άφησες να σε αγγίξουν παρά που μου χάλασες μια δουλειά»

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα» είπε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μένα και πήγα μια βαθιά ανάσα.

«Η δουλειά σου είναι μόνο να τους κρατάς παρέα μέχρι να τελειώσω την δουλειά μου Μπέλα... Ίσως μερικές φορές να χρειαστεί να κάνεις και τίποτα περισσότερο από αυτό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να επιτρέψω να αναμειχθείς μαζί τους και πολύ περισσότερο να ανεχτώ να σε αγγίξουν έστω και στο ελάχιστο... Θα τους γνωρίζεις, θα τους κάνεις παρέα για μερικές ώρες, θα φεύγεις σαν κυρία και δεν θα τους ξαναβλέπεις ποτέ ξανά στην ζωή σου... Αυτό είναι όλο» τόνισα πιο πειστικά και πήρε μια βαθιά, ανακουφιστική ανάσα ενώ καθώς το σκεφτόταν περισσότερο το σώμα της άρχισε να χαλαρώνει και μόλις με κοίταξε ξανά το χρώμα στο πρόσωπο της άρχισε να επανέρχεται σιγά σιγά.

«Πραγματικά πιστεύεις όσα γράφεις μέσα στον φάκελο για μένα;» ρώτησε δύσπιστα και πήρα μια ανάσα ενώ πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου απηυδισμένα.

«Πως μπορώ να μην τα πιστεύω Μπέλα;...» ρώτησα πίσω αλλά συνέχισε να με κοιτάει χωρίς να ανταποκρίνεται... «Ποτέ δεν σου είπα ψέματα  και ναι πιστεύω απόλυτα όλα όσα διάβασες... Πίστεψε με Μπέλα, αν εξαιρέσεις όλα σου τα στραβά, έχεις όλο το πακέτο για να κάνεις έναν άντρα να νιώσει ότι είσαι ότι πάντα ονειρευόταν να βρει και σε καμία περίπτωση δεν αφήνω τον εαυτό μου απέξω»

«Εγώ είμαι ότι ονειρεύεται κάθε άντρας;» ρώτησε χωρίς να το πιστεύει και κατένευσα σοβαρός καθώς την κοίταζα σταθερά στα μάτια... «Ακόμα και για σένα;» συμπλήρωσε χωρίς να αλλάζει ύφος και χαμογέλασα.

«Δεν έχω συναισθήματα Μπέλα... Μην περιμένεις ποτέ αυτό να αλλάξει γιατί θα απογοητευτείς πολύ γρήγορα και θα πληγωθείς όσο δεν έχεις πληγωθεί ποτέ στην ζωή σου... Δεν πρόκειται ποτέ να σε ερωτευτώ ή να σε αγαπήσω αν αυτό βάζεις με το μυαλό σου, αλλά δεν θα πάψω ποτέ να σε θαυμάζω και να πιστεύω ακράδαντα πως ναι, είσαι το αυτό που όλοι οι άντρες ονειρεύονται να γνωρίσουν στην ζωή τους και αν το βρουν ποτέ δεν θα σταματήσουν μέχρι να το αποκτήσουν»

«Γιατί;... Τι το ιδιαίτερο μπορώ να έχω εγώ ώστε να σε κάνει να με βλέπεις έτσι;» ρώτησε ξέπνοα με την ματιά της ακόμα παγωμένη από την δυσπιστία και χαμογέλασα καθώς κοίταξα για μια στιγμή προς τον Φλικ και εκείνος ξεφύσησε απηυδισμένος με την ίδια σκέψη με μένα... Πότε θα μπορέσει αυτό το κορίτσι να καταλάβει πόσο σπάνιο είναι;... αναρωτήθηκα για πολλοστή φορά και καθώς πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου απόλυτα σοβαρός, κάρφωσα την ματιά μου απάνω της και για άλλη μια φορά προσπάθησα να την κάνω δει όσα εγώ βλέπω, ελπίζοντας αυτήν την φορά να με πιστέψει.

«Είσαι απίστευτη μαχήτρια... Κατάφερες κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες να επιβιώσεις και να βγεις νικήτρια στην ζωή εκεί που άλλη στην θέση σου θα είχε παρατεθεί από την ίδια την ζωή... Σε τρομοκρατώ μέχρι εκεί που δεν πάει και όμως παρόλο τον φόβο σου πάντα καταφέρνεις να βρεις την τόλμη να αντικρούσεις το τέρας... Είσαι απελπισμένη όσο δεν πάει και όμως ποτέ δεν τα παρατάς... Πως μπορούν όλα αυτά να μην σε κάνουν μοναδική... Πως μπορούν να με κάνουν να μην το βάζω κάτω, να με κάνουν να σε θέλω περισσότερο γιατί είσαι ότι ακριβώς έψαχνα πάντα σε μια γυναίκα, να μην με κάνουν να σε θαυμάζω!» τόνισα και έμεινε να με κοιτά χωρίς να ανταποκρίνεται με ένα άδειο βλέμμα και παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα συνέχισα.

«Ναι δεν έχεις κάτι απάνω σου που να σε διαφοροποιεί από ένα οποιοδήποτε άλλο κορίτσι όσο αφορά την εξωτερική σου εμφάνιση και αυτό γιατί έτσι αφήνεις να δεις τον εαυτό σου... Δεν σημαίνει όμως ότι ισχύει... Θες να σου πω τι σε διαφέρεις;» ρώτησα και κατένευσε ακόμα άδεια... «Είσαι πέρα από κάθε φαντασία όμορφη αλλά η ομορφιά σου δεν βρίσκετε πίσω από τα συνηθισμένα καφέ σου μάτια ή τα καφέ μαλλιά σου ή ακόμα και στο καλλίγραμμο πλέον και λεπτό κορμί σου... Η πραγματική σου ομορφιά Μπέλα βρίσκεται μέσα σου... Έχεις την μεγαλύτερη καρδιά που έχω δει ποτέ σε έναν άνθρωπο  και πίστεψε με έχω γνωρίσει πολύ κόσμο και αυτό που είδα σε σένα δεν το έχω δει πουθενά αλλού...» κατάπιε με κόπο το σάλιο της αλλά δεν ανταποκρίθηκε και συνέχισα...

«Ο Φλικ για μένα σημαίνει πολλά περισσότερα πράγματα από όσο μπορείς να βάλεις με το μυαλό σου, δεν είναι απλά ένας φύλακας Μπέλα, είναι πολλά  περισσότερα από αυτό και αν τον χάσω,  χάνω αυτόματα και πάρα πολλά συν του ότι θα με κάνει να διακινδυνεύσω μέχρι και την ίδια μου την ζωή αν τον χάσω αυτήν την στιγμή... Όμως δεν διστάζω ούτε στο ελάχιστο να τον σκοτώσω ακόμα και αυτήν την στιγμή γιατί εκείνος τόλμησε να μου εναντιωθεί...Γιατί αυτός είμαι, δεν βάζω τίποτα πάνω από μένα και δεν κάνω δεύτερη σκέψη όταν κάποιος προσπαθήσει να μου την φέρει... Αλλά εσύ...» συνέχισα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου ενώ έτριψα τα μάτια μου για μια στιγμή και μόλις την κοίταξα ξανά συνέχισα με περισσότερο σθένος.

«Εσύ πραγματικά είσαι το κάτι άλλο... Δεν έχεις ίχνος εγωισμού... Δεν διστάζεις να χαρίσεις την ίδια σου την ζωή μόνο και μόνο για να γλυτώσεις τη δική του... Δεν διστάζεις να κάτσεις απέναντι μου αυτήν την στιγμή ενώ είμαι σίγουρος ότι μέσα σου ξέρεις ότι το σημερινό δεν πρόκειται να το ξεπεράσω έτσι απλά μόνο και μόνο γιατί τελικά γύρισες πίσω... Πως μπορώ να κλείσω τα μάτια μου σε αυτό, πως μπορώ εγώ μπροστά σε αυτό να μην ενισχύσω αυτό που ήδη πιστεύω για σένα και να με κάνει να δω το μεγαλείο της καρδιά σου,  να με κάνει να δω πόσο ανιδιοτελής είσαι,  να με κάνει να δω πόσο...ΜΟΝΑΔΙΚΗ... είσαι!» ολοκλήρωσα την σκέψη μου και γερνώντας το κεφάλι της άφησε να ακουμπήσει το σαγόνι της πάνω στα γόνατα της και έμεινε σιωπηλή χωρίς κανένα συναίσθημα και αναστέναξα.

«Γιατί γύρισες πίσω Μπέλα;» την ρώτησα και με κοίταξε γυρίζοντας μόνο την ματιά της προς το μέρος μου χωρίς να κουνηθεί.

«Δεν ήθελε να έρθει μαζί μου και δεν μπορούσα να τον αφήσω να πληρώσει εκείνος την οργή σου για μένα» είπε κάτω από τον αναστεναγμό της, κλείνοντας τα μάτια της ηττημένα.

«Βλέπεις;...» είπα υψώνοντας την φωνή μου πάνω στην αγανάκτηση μου και ανοίγοντας τα μάτια της με κοίταξε με πόνο... «Αυτό ακριβώς εννοώ Μπέλα...» συνέχισα με βαθιά φωνή πιο ήρεμα... «Σιχαίνεσαι αυτήν την ζωή, τρέμεις αυτήν την στιγμή για τις συνέπειες και όμως κοίτα  λίγο τον εαυτό σου... Είσαι εδώ, δεν φοβάσαι να με αντιμετωπίσεις, δεν τρέχεις να κρυφτείς... Περιμένεις οποιαδήποτε συνέπεια και όλα αυτά γιατί;... Για ένα σκυλί, όχι άνθρωπο, ένα σκυλί που από την μέρα που το γνώρισες σε έχει κάνει σφουγγαρίστρα για να σε κάνει να τον υπακούσεις και όμως εσύ είσαι εδώ,  γιατί φοβάσαι μην την πληρώσει που τόλμησε να με παρακούσει» ολοκλήρωσα και εκείνη παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έβαλε το μέτωπο της να ακουμπήσει στα γόνατα της και έμεινε σιωπηλή χωρίς καν να το σχολιάσει και κούνησα το κεφάλι μου απηυδισμένα κοιτώντας το ταβάνι.

«Τι σε έκανε να πάρεις την απόφαση να μείνεις;» ρώτησα με έναν αναστεναγμό αγανακτισμένος… Αφού άφησε την ανάσα της να βγει από μέσα την βαριά,  αφήνοντας το μάγουλο της να ακουμπήσει πάνω στα γόνατα της,  κοιτώντας προς την μεριά του Φλικ, με μια αργή κίνηση άφησε το χέρι της να ακουμπήσει πάνω στο κεφάλι του ενώ με τα δυο της δάχτυλα άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά το αυτί του και εκείνος άφησε έναν λυγμό να του ξεφύγει και αμέσως τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν ξανά.

«Δεν θα μπορούσα ποτέ να συγχωρήσω τον εαυτό μου αν πάθαινε τίποτα εξαιτίας μου... Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις σε μένα,  αλλά δεν θέλω να τον ξαναπειράξεις εξαιτίας μου»

«Δεν μπορώ να κάνω συμφωνίες όσο αφορά την συμμόρφωση σας» δήλωσα αυστηρά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της με πείσμα ενώ τον χάιδευε πιο έντονα κοιτώντας τον με πόνο στην ματιά της.

«Δεν θα σε σταματήσει ξανά» είπε με σιγουριά και έμεινα να την κοιτάζω δύσπιστα.

«Πως μπορείς να το ξέρεις αυτό;»

«Μου το υποσχέθηκε» απάντησε κοιτώντας τον έντονα και ο Φλικ γρυλίζοντας παραπονιάρικα άρχισε να τρίβει έντονα το κεφάλι του πάνω στην παλάμη της και τα μάτια της Μπέλας άρχισαν να δακρύζουν περισσότερο την στιγμή που έπνιξε έναν λυγμό... Ο Φλικ αμέσως σηκώθηκε και βάζοντας το κεφάλι του πάνω στην αγκαλιά της,  έκατσε ξανά και εκείνη τον αγκάλιασε και τον φίλησε ενώ δεν σταμάταγε να τον χαϊδεύει παρηγορητικά.

Έτριψα το μέτωπο μου με τα δάχτυλα μου κλείνοντας τα μάτια μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,  την άφησα ήρεμα από μέσα μου και τους κοίταξα ξανά.

«Τουλάχιστον υπόσχεσαι ότι τώρα που είσαι εδώ με την θέληση σου, θα κάνεις μια προσπάθεια;»

«Μα προσπαθώ» είπε μέσα από τον λυγμό της και έτριξα τα δόντια μου για να μην αντιδράσω και αμέσως ο Φλικ γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου αλλά εκείνη του έκλεισε αυτόματα το στόμα και τον ανάγκασε και πάλι να φωλιάσει μέσα στην αγκαλιά της πριν εκείνος αντιδράσει και ανασήκωσα τα μάτια μου ειρωνικά.

«Έλεγες κάτι;» την ρώτησα κοιτώντας τον με νόημα και εκείνη άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.

«Δεν πρόκειται να μπω ανάμεσα σας, δεν θα είμαι η αιτία που θα χαλάσετε την μεταξύ σας σχέση... Δεν θα τον αφήσω ξανά να σου εναντιωθεί για να με προστατέψει» έλεγε κοιτώντας τον έντονα και εκείνος ξεφυσώντας τα παράτησε και τραβώντας την μουσούδα του από το χέρι της άρχισε να την γλύφει πάνω στο πρόσωπο και εκείνη χαμογελώντας συνεσταλμένα, αναστέναξε.

«Το ξέρω αγόρι μου... Το ξέρω και σε ευχαριστώ  αλλά το υποσχέθηκες... Τέρμα οι καυγάδες» του είπε και εκείνος γάβγισε μια φορά και αφού χώθηκε και πάλι μέσα στην αγκαλιά της έμεινε ακίνητος και εκείνη με κοίταξα θαρραλέα στα μάτια.

«Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω αλλά δεν ήθελες να με ακούσεις... Προσπαθώ δεν ξέρω τι άλλο να κάνω» είπε με παράπονο και ξεφύσησα κοιτώντας το ταβάνι.

«Μπέλα, δεν προσπαθείς ούτε στο ελάχιστο...» είπα κάτω από την ανάσα μου... «20 μέρες τώρα κάνουμε τα ίδια πράγματα και δεν έχεις μάθει τίποτα... Πως σκατά θα καταφέρω να σου χωρέσω μέσα στο κεφάλι σου όλα όσα πρέπει να μάθεις μέσα στις επόμενες 10 που απομένουν, μπορείς να μου απαντήσεις σε αυτό;» την ρώτησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και εκείνη πνίγοντας έναν λυγμό κοίταξε χαμηλά για να αποφύγει την ματιά μου.

«Πως περιμένεις να συγκεντρωθώ όταν γκαρίζεις όλη την ώρα;» ρώτησε αμυντικά και βάζοντας τον αγκώνα μου πάνω στο γόνατο μου, έτριψα το κεφάλι μου νευριασμένα.

«Δηλαδή αν υποσχεθώ να μην γκαρίζω, θα μπορέσεις να συγκρατήσεις έστω και τα μισά;» ρώτησα και εκείνη κατένευσε... «Ας είναι, δεν μας μένει και τίποτα άλλο... αλλά κακομοίρα μου έτσι και δω ότι κάνεις πάλι τα ίδια...» ξεκίνησα και εκείνη άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα... «Όσο για σένα...» τόνισα και με το πόδι μου κλώτσησα απαλά τον Φλικ για να γυρίσει προς το μέρος μου... «Τέρμα τα σούρτα φέρτα... Μέχρι το πρωί να έχει κλείσει η τρύπα πριν την βρω και το βράδυ θα κοιμάσαι στο δωμάτιο σου,  έγινα κατανοητός;» εκείνος κοίταξε μια φορά την Μπέλα και μόλις είδε ότι εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ξεφύσησε και φεύγοντας από την αγκαλιά της ήρθε και άρχισε να τρίβετε πάνω μου.

«Άσε τα παρακάλια πριν το μετανιώσω...» του είπα πιο αυστηρά και αφού γρύλισε μια φορά παραπονιάρικα έκατσε σούζα και με κοίταξε μέσα στα μάτια σοβαρός... «Τρέχα τώρα να πλυθείς... Το ξέρεις ότι μου την δίνει να μυρίζεις σαν να είσαι κανένα σκυλί του δρόμου» του είπα και αμέσως έφυγε για να γυρίσει στο δωμάτιο του.

«Γιατί Φλικ;» ρώτησε η Μπέλα και γύρισα προς την μεριά της...

«Μμμμ;» απάντησα με απορία ζαρώνοντας τα φρύδια μου και πήρε μια βαθιά ανάσα να ελέγξει το τρέμουλο της πριν συνεχίσει.

«Ακούγετε σαν μάρκα εντομοκτόνου» διευκρίνισε την πρώτη της απορία και χωρίς να το θέλω γέλασα με το σχόλιο της τρίβοντας τα μάτια μου.

«Είναι στο μόνο όνομα που ακούει» απάντησα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και με κοίταξε ξαφνιασμένη.

«Μόνος του το διάλεξε;» ρώτησε με σοκαρισμένος ύφος και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Όχι, αλλά έτσι τον φώναζε το κοριτσάκι που τον είχε» απάντησα και με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια... «Είπαμε είμαι τέρας άλλα όχι και έτσι...» είπα πριν προλάβει να αρχίσει τις κατηγορίες και μαλακώνοντας τα χαρακτηριστικά της,  με κοίταξε με απορία ενώ σιωπηλά ζητούσε να συνεχίσω... «Ένα βράδυ που γύριζα στο σπίτι έγινε ένα ατύχημα... Στον δρόμο ήμασταν μόνο εγώ και μπροστά μου το αυτοκίνητο που ήταν η μικρή με τον πατέρα της μέσα... Είχαμε αρκετή απόσταση μεταξύ μας αλλά πρόλαβα να δω την στιγμή που ο πατέρας της έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό... Στην αρχή δεν σταμάτησα,  συνέχισα κανονικά την πορεία μου αλλά όσο έβλεπα ότι για χιλιόμετρα κανένα άλλο αμάξι δεν πέρναγε πήρα την απόφαση να γυρίσω... Ο οδηγός ήταν ήδη νεκρός, το κοριτσάκι όμως όχι... Η πόρτα είχε διπλώσει απάνω στο σώμα της και  η κατάσταση της ήταν πολύ άσχημη... Ήξερα ότι και να την έβγαζα δεν θα τα κατάφερνε και αποφάσισα να πάρω την αστυνομία να τους μαζέψει και να την κάνω πριν έρθουν αλλά εκείνη με σταμάτησε...
«Σας παρακαλώ βοηθήστε με» φώναζε μέσα από τα δάκρυα της ξεψυχισμένα και τα παράτησα...
Τράβηξα με τα χέρια την πόρτα αλλά δεν μπορούσα να την βγάλω από εκεί,  κάποιος έπρεπε να την τραβήξει και εκεί που πήγα να τα παρατήσω εκείνη άρχισε να μετακινείτε αλλά λόγο της ζώνης που φορούσε, δεν μπορούσε να βγει τελείως...
Δεν είχα δει τον Φλικ από την αρχή και μου φάνηκε πολύ περίεργο όλο αυτό... Όμως όταν εκείνος κατάλαβε ότι δεν μπορεί να την τραβήξει άλλο,  άρχισε να γαβγίζει και τότε κοκάλωσα και κοιτώντας καλύτερα είδα το κεφάλι του να ξεπροβάλει κάτω από το σώμα της»

«Τον είχε πλακώσει για να μην χτυπήσει» συμπέρανε ξέπνοα και κατένευσα.

«Με τα πολλά, με την βοήθεια του Φλικ φυσικά, την βγάλαμε αλλά ήταν πολύ αργά για εκείνην... Ήδη έβγαζε από το στόμα της αίμα, οπότε βάλε με το νου σου σε τι κατάσταση βρισκόταν αλλά δεν τον έβαζε κάτω... Αφού με έβαλε να της υποσχεθώ ότι θα τον προσέχω είπε το όνομα του και ξεψύχησε στα χέρια μου» είπα και την κοίταξα για λίγο... Εκείνη με το βλέμμα της προς την πόρτα σκεπτόταν όσα της είπα σιωπηλά και μόλις γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου κατένευσε.

«Λοιπόν αρκετά με όλα αυτά... Πήγαινε να κάνεις και εσύ ένα μπάνιο και να ηρεμήσεις λίγο  και μόλις είσαι έτοιμη κατέβα να βάλουμε κάτι στο στόμα μας και θα δούμε τι θα κάνουμε... Οκ;» την ρώτησα και κατένευσε χωρίς να έχει κουράγιο να μιλήσει... «Οκ» επανέλαβα μέσα από έναν αναστεναγμό και για να της δώσω τον χρόνο που χρειαζόταν να ανακτήσει της δυνάμεις της, έφυγα και την άφησα μόνη παίρνοντας μαζί μου και τον φάκελο της.

ESCAPE POLH FANTASMA