Ετικέτες

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

The Destiny "1. Παιχνίδι υποταγής"




Το ταξίδι της φάνηκε ατελείωτο. Με το βιβλίο της να της κρατάει συντροφιά, η Μάριαν αδιαφορούσε για της ομορφιές της φύσης. Αδιαφορούσε για τα άγρυπνα μάτια των δύο γυναικών που την συντρόφευαν σε αυτό το ταξίδι για να της παρέχουν τις υπηρεσίες τους. Αδιαφορούσε ακόμα και για το ταρακούνημα που έκανε η άμαξα. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώσει όλο αυτό αλλά μόλις η άμαξα σταμάτησε ευχόταν να μπορούσε να το πάρει πίσω. Ήταν ολομόναχη σε ξένη γη, σε μια χώρα τελείως διαφορετική από την δική της, που μίλαγαν μια γλώσσα που εκείνη ακόμα πάλευε να μάθει.
Ο ερχομός της εδώ είχε αυτό ακριβώς τον χαρακτήρα. Γεννημένη στα Χάιλαντς της Σκοτίας ήταν ένα κορίτσι που μεγάλωσε στην φύση. Ερχόμενη όμως στην Γαλλία έπρεπε να ξεχάσει ότι ήξερε και να μάθει μια νέα ζωή που μέχρι εκείνη την στιγμή αγνοούσε.

«Πριγκίπισσα» άκουσε μια άγνωστη φωνή μόλις η άμαξα σταμάτησε με ένα έντονο τράνταγμα και πνίγοντας την κραυγή αγωνίας της, πήρε μια βαθιά ανάσα.
Σηκώνοντας το κεφάλι της ψηλά όπως της είχε δείξει η μητέρα της να κάνει, έτεινε το χέρι της μπροστά και επέτρεψε στον υπηρέτη που είχε ανοίξει την πόρτα της να την βοηθήσει για να βγει από την άμαξα. Μόλις τα μικρά της πόδια άγγιξαν τα χαλίκια η Μάριαν, με μάτια στεγνά, λαμπερά και γεμάτα υπερηφάνεια να κοιτάνε μπροστά, έκανε τα πρώτα της βήματα.
Το κάστρο αυτό δεν είχε καμία σχέση με το κάστρο του πατέρα της. Ήταν σίγουρα μεγαλύτερο και ο κόσμος που είχε μαζευτεί ήταν πολύ περισσότερος από όσο είχε στο δικό τους παλάτι. Τα μάτια τους τώρα έπεφταν επάνω της. Μάτια που έμοιαζαν μεταξύ τους. Επικριτικά, υποτιμητικά, γεμάτα σχόλια που δεν έβλεπαν την ώρα να αρχίσουν να σιγομουρμουρίζουν πίσω από την πλάτη της αλλά την Μάριαν δεν την ένοιαζαν αυτά τα μάτια.
Καθώς η ματιά της έπεσε πάνω σε δύο γαλανές χάντρες γεμάτες ζωή η καρδιά της άρχισε να χτυπάει γρήγορα. Ήξερε ότι ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της αλλά δεν ήξερε ότι ήταν τόσο ψηλός. Αρκετά πιο ψηλός από εκείνη. Τα καστανόξανθά μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και πέταγαν σε κάθε κατεύθυνση. Τα χέρια του λεπτά, αδούλευτα, έκαναν την Μάριαν να καταλάβει ότι αυτό το αγόρι δεν είχε αγγίξει τίποτα άλλο πέρα από μετάξι και ρουμπίνια ίδια με αυτά που στόλιζαν τώρα την κατάλευκη του στολή. Δεν είχε σκαρφαλώσει σε δέντρα, δεν είχε κυλιστεί στο χιόνι, στα λασπόνερα, δεν είχε εξερευνήσει την άγρια φύση όπως εκείνη και αυτό έκανε τον δισταγμό της μεγαλύτερο.
Και αν ήταν κανένας κακομαθημένος όπως ο ξάδελφος της που της έκανε την ζωή της δύσκολη κάθε φορά που ερχόταν με τον πατέρα του στο παλάτι;
«Πριγκίπισσα, Μάριαν» άκουσε τον μεγαλύτερο άντρα με το ξυρισμένο κεφάλι και την μικρή γενειάδα.
Βλέποντας την κορώνα που διακοσμούσε το κεφάλι του αυτόματα η Μάριαν σταμάτησε το βήμα της για να κάνει μια βαθιά υπόκλιση. Η ασταθή της υπόκλιση δεν διέφυγε κανενός την προσοχή.
«Βασιλιά μου» προσφώνησε στην γλώσσα τους και καθώς γύρισε προς την γυναίκα που στεκόταν δίπλα του με τα σκούρα ξανθιά μαλλιά και τα γαλανά μάτια αποκλήθηκε ξανά. «Βασίλισσα μου».
«Αυτή είναι;» άκουσε το καστανόξανθό αγόρι που στεκόταν ανάμεσα τους να λέει υποτιμητικά γυρίζοντας την ματιά του προς την μητέρα του.
«Δεν μου αρέσει. Ούτε μια λέξη δεν είναι ικανή να πει σωστά, πόσο μάλλον να στηθεί ευπρεπώς μπροστά στον βασιλιά και την βασίλισσα της. Επιπλέον…» τόνισε κοιτώντας τώρα την Μάριαν κατάματα. «Είναι κακάσχημη» έφτυσε τις λέξεις με αηδία. Πριν προλάβει η Μάριαν ή οποιοσδήποτε άλλος να αντιδράσει εκείνος γύρισε την πλάτη του για να φύγει.
Όχι είχε κάνει λάθος, δεν ήταν σαν τον αφόρητο ξάδελφο της, ήταν χειρότερος.
«Ούτε εμένα μου αρέσεις παλιό κακομαθημένο καχεκτικό σκιάχτρο» του γύρισε αυθάδικα πριν προλάβει να το σταματήσει και μια φιγούρα που μπήκε μπροστά της, της επέβαλε να σηκώσει το κεφάλι. Ήταν η νέα της βασίλισσα και από το βλέμμα της κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν καθόλου καλά τα πράγματα.
«Πρέπει να ήταν πολύ μακρύ και δύσκολο ταξίδι. Τι θα έλεγες να σε συνοδέψω στην κάμαρη σου για να ξεκουραστείς πριν την μεγάλη γιορτή που ετοιμάσαμε προς τιμή σου για να σε καλωσορίσουμε;» τα λόγια της έσταζαν μέλι αλλά δεν ξεγέλασαν την Μάριαν.
Η βασίλισσα σίγουρα δεν θα την άφηνε ατιμώρητη που είχε το θράσος να αυθαδιάσει τόσο απροκάλυπτα μπροστά σε όλους τους ανθρώπους της αυλής. 
«Δεν μπορώ απλά να γυρίσω πίσω;» ρώτησε η μικρή Μάριαν αποκαρδιωμένη.
«Λυπάμαι πως όχι» δήλωσε η βασίλισσα Κάθριν και βάζοντας το χέρι της λίγο πιο δυνατά από όσο χρειαζόταν πάνω στον ώμος της Μάριαν την ανάγκασε να την ακολουθήσει.
«Πες μου γλυκιά μου Μάριαν, γνωρίζεις γιατί έπρεπε να σταλείς σε εμάς από τόσο μικρή ηλικία;» την ρώτησε η βασίλισσα Κάθριν όταν βρέθηκαν στους διαδρόμους του κάστρου που οδηγούσαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα.
«Για να με ξεφορτωθεί ο πατέρας μου;» ρώτησε η Μάριαν που ήταν σίγουρη γι’ αυτό.
«Όχι» απάντησε η βασίλισσα καθώς συνέχιζε να περπατά κοιτώντας ευθεία μπροστά της. «Ο όρος μου για να συμφωνήσω σε αυτήν την…»
«Αγοραπωλησία;» ρώτησε η Μάριαν πικρόχολα διακόπτοντας την και η βασίλισσα σταματώντας το βήμα της, την κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Για την ηλικία σου βλέπω γνωρίζεις πολλές λέξεις που δεν θα έπρεπε καν να ξέρεις τι σημαίνουν… αναρωτιέμαι το πώς».
«Έχω αυτιά και ακούω» απάντησε η Μάριαν με θάρρος υψώνοντας το κεφάλι της ψηλά δηλώνοντας ανοιχτά ότι δεν την φοβόταν. Καθώς η βασίλισσα συνέχιζε να προχωρά χωρίς να αφήνει το χέρι της από τον ώμο της Μάριαν συνέχισε.
«Εφόσον έχεις αυτιά και ακούς τότε άκουσε την συμβουλή μου και κράτα την καλά μέσα στο μυαλό σου. Ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ, είναι για να μάθεις τα ήθη, τα έθιμα και την κατάλληλη συμπεριφορά που πρέπει να έχει η μελλοντική βασίλισσα της Γαλλίας. Δηλαδή εσύ» της είπε ενώ σταμάτησε το βήμα της ξανά μπροστά από μια κλειστή πόρτα όπου οι δύο φύλακες που εκεί υποκλίθηκαν αυτόματα μόλις η βασίλισσα τους στάθηκε μπροστά τους.
«Και μιας που μιλάμε για μαθήματα συμπεριφοράς πιστεύω ότι είναι ώρα να πάρεις το πρώτο σου μάθημα. Δεν ξέρω τι συνηθίζεται να κάνουν στα μέρη σας οι βασίλισσες αλλά στα μέρη μας είναι απόλυτα υποταγμένες στον σύζυγο τους, στον βασιλιά τους και υπακούνε σε κάθε του θέλημα» της τόνισε με νόημα και η Μάριαν έμεινε να την κοιτά σαν να μην καταλάβαινε τα λόγια της.
Φυσικά είχε την δικαιολογία γιατί δεν γνώριζε ακόμα άπταιστα Γαλλικά αλλά ο λόγος που έδειχνε ότι δεν καταλαβαίνει ήταν απλά γιατί τα λόγια της δεν είχαν καμία αξία για εκείνη. Μπορεί να ήταν μόλις δέκα χρονών αλλά ήξερε πολύ καλά ποια ήταν και σίγουρα δεν ήταν ένα υποτακτικό πλάσμα.
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω γλυκιά μου Μάριαν ή θα προτιμούσες να το επαναλάβω στην γλώσσα σου για να γίνει πιο κατανοητό;» της κάρφωσε με σκληρότητα στην φωνή της η βασίλισσα. Η Μάριαν της χαμογέλασε θαρραλέα.
«Πρέπει να υπακούω στην θέληση του κυρίου μου» επανέλαβε το νόημα του μαθήματος που μόλις είχε πάρει. Η βασίλισσα Κάθριν της χαμογέλασε ευχαριστημένη.
«Χαίρομαι που πράγματι έχεις αυτιά και ακούς, χρησιμοποίησε τα συνετά και θα τα πάμε μια χαρά» της τόνισε με έναν απαλό αλλά ταυτόχρονα τόσο απειλητικό τόνο που έκανε την Μάριαν σχεδόν να χαμογελάσει. Σχεδόν…
Την στιγμή που η βασίλισσα έκανε νόημα προς τους φρουρούς αυτόματα ο ένας από τους δύο άνοιξε την πόρτα για να περάσουν μέσα. Το δωμάτιο που της παραχωρούσαν ήταν το διπλάσιο σε μέγεθος και πλούτο από το δωμάτιο στο δικό τους κάστρο αλλά δεν είχε ούτε στο ελάχιστο την ζεστασιά που ένοιωθε όταν βρισκόταν στην κάμαρά της. Μπορεί ήταν ένα δωμάτιο προορισμένο για μια πριγκίπισσα αλλά σίγουρα δεν ήταν για εκείνη.
*~*~*
Οι υπηρέτριες που έρχονταν η μία μετά την άλλη, την βοήθησαν να κάνει ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσει τους μύες της από το κουραστικό ταξίδι και την έντυσαν με μια τουαλέτα που δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτές που είχε συνηθίσει. Ο κορσές που της φόρεσαν την στένευε τόσο πολύ που της έκοβε στην κυριολεξία την ανάσα αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε. Ούτε είπε τίποτα όταν το τεράστιο φουρό κράταγε σε απόσταση τα χέρια της από το σώμα της. Ήξερε ότι η ζωή της πια ήταν εδώ. Σε ένα ξένο αφιλόξενο κάστρο που όλοι πίστευαν ότι ο ρόλος της ήταν μόνο συμβολικός, κάτι σαν ένα μπιμπελό που δεν είχε καμία αξία, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Ακόμα και αν προσπαθούσε να το σκάσει το σπίτι της ήταν τόσο μακριά που δεν θα κατάφερνε ποτέ να φτάσει εκεί αλλά ακόμα και αν έφτανε ο πατέρας της δεν θα την δεχόταν πίσω.
Ήταν αποκλεισμένη, καταδικασμένη, δυστυχισμένη αλλά θυμόταν πάντα να κρατάει το κεφάλι της ψηλά. Η μητέρα της πάντα έλεγε ότι: «Η δύναμη μας φαίνεται από το πόσο ξέρουμε να κρατάμε τα συναισθήματα μας μακριά από τα αδιάκριτα μάτια που περιμένουν να δουν τις αδυναμίες μας για να τις εκμεταλλευτούνε»… και αυτό είχε σκοπό να κάνει. Δεν θα άφηνε ποτέ κανέναν να δει το πόσο υπέφερε… ιδίως το κακομαθημένο αγόρι που πιστεύει από τώρα ότι ήταν ο κύριος της και μπορούσε να την μειώνει χωρίς συνέπιες.
*~*~*
«Δεν μας είπες γλυκιά μου» άκουσε την βασίλισσα από δίπλα της να λέει μόλις έκατσε στο βασιλικό τραπέζι και περίμενε να της σερβίρουν κάτι για να φάει. Πείναγε τόσο πολύ!
«Πως ήταν το ταξίδι σου;» συνέχισε μελιστάλαχτα. Η Μάριαν γυρίζοντας το κεφάλι της προς το μέρος της, της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Πολύ ασφαλή. Σας ευχαριστώ που το κάνατε τόσο άνετο για μένα» φυσικά τα λόγια δεν ήταν δικά της. Ήταν ακριβώς τα λόγια που της είχε επιβάλει η μητέρα της να πει στην περίπτωση που κάποιος από την νέα της οικογένεια θα την ρωτούσε.
«Πολύ χαίρομαι που το ακούω» είπε προσποιητά η βασίλισσα και έκανε νόημα στον υπηρέτη να πλησιάσει ώστε να σερβίρει.
Μόλις είδε το κρέας που περιείχε το πιάτο της η Μάριαν άρχισε να ψάχνει για μαχαίρι αλλά δεν το έβρισκε πουθενά.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα γλυκιά μου;» την ρώτησε η βασίλισσα με αμέριστο ενδιαφέρον.
«Δεν βρίσκω το μαχαίρι» απάντησε η Μαριαν ενώ συνέχιζε να ψάχνει με την ματιά της και τα χέρια της το τραπέζι μήπως και είχε παραπέσει κάπου και δεν το είχε προσέξει.
«Δεν το βρίσκεις γιατί τους απαγόρεψα να σου βάλουν ένα. Για την ασφάλεια σου… φυσικά!» τόνισε και η Μάριαν την κοίταξε μπερδεμένη.
«Είμαι αρκετά μεγάλη για να κόβω μόνη το φαγητό μου. Σας το ορκίζομαι ότι ξέρω να το χρησιμοποιώ, δεν θα σας κάνω ρεζίλι» της απάντησε η Μάριαν με ειλικρίνεια αλλά σε αυτό που δεν υπολόγιζε ήταν ότι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός της βασίλισσας - να την κάνει ρεζίλι. Να αποδείξει μπροστά σε όλους αλλά περισσότερο σε εκείνη, πως δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τίποτα. Ένα μυξιάρικο μικρό που έπρεπε να μάθει τα πάντα από το Α έως το Ω υπό την δική της και μόνο καθοδήγηση.
«Μέχρι να σιγουρευτούμε ότι μπορείς να το χρησιμοποιείς χωρίς τον κίνδυνο να κοπείς, επέτρεψε μου…» της απάντησε εκείνη και κάνοντας νόημα με το χέρι αυτόματα ένας υπηρέτης άπλωσε τα χέρια του μπροστά και άρχισε να της κόβει ότι υπήρχε μέσα στο πιάτο της σε πολύ μικρά κομματάκια λες και προοριζόταν για ένα μωρό που μόλις άρχιζε να μαθαίνει να μασουλάει.
«Με όλο τον σεβασμό Μεγαλειοτάτη, αλλά ο γιος σας φαίνεται να χρειάζεται να του κόψουν το φαγητό του περισσότερο από μένα» είπε μισό αστεία, μισό σοβαρά κοιτώντας το πρίγκιπα που καθόταν δίπλα από τον πατέρα του και πάλευε να κόψει το κρέας που υπήρχε μέσα στο πιάτο του με χωρίς μεγάλη επιτυχία.
Η βασίλισσα Κάθριν την αγριοκοίταξε για μια στιγμή αλλά μόλις είδε το αίμα στο χέρι του γιού της τότε άλλαξε τελείως.
Αφήνοντας ασχολίαστη την φράση της, σηκώθηκε αυτόματα όρθια και τον πλησίασε. Πήρε μια πετσέτα την τύλιξε γύρω από το χέρι του και αρπάζοντας τον από τους ώμους τον παρέσυρε προς μια πόρτα. Φυσικά δεν χρειαζόταν τόση μεγάλη αναταραχή. Για τον θεό, ένα γρατζούνισμα ήταν μόνο, όχι όμως για την βασίλισσα.
«Μην ανησυχείτε, δεν είναι τίποτα» είπε η Μάριαν καλοσυνάτα προς τον βασιλιά που κοίταζε επίμονα προς την κατεύθυνση που είχε πάει ο γιος του και η γυναίκα του και εκείνος την κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Βλέπω γνωρίζεις αρκετά από αυτά» παρατήρησε κοιτώντας την ευδιάθετα.
«Από κοψίματα εννοείτε;» ρώτησε κάπως διστακτικά.
«Μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσε εκείνος και η Μάριαν ανασήκωσε τους ώμους για απάντηση αποφεύγοντας το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που σίγουρα της προκαλούσε ταραχή και όχι με την καλή έννοια.
«Ελπίζω να τα βρείτε…» τον άκουσε να μουρμουρίζει και γύρισε να τον κοιτάξει με απορία. «Με την γυναίκα μου εννοώ, την βασίλισσα σου. Θα του έκανε καλό να έχει στο πλάι του μια γυναίκα που ξέρει να αψηφά τον κίνδυνο ακόμα και αν είναι μόλις δέκα χρονών».
«Μα χρησιμοποιώ μαχαίρι από όταν ήμουν τεσσάρων. Δεν είναι και τόσο δύσκολο» του απάντησε μπερδεμένη από τα λόγια του.
«Είμαι σίγουρος ότι ξέρουμε και οι δύο μας ότι δεν εννοούσα το μαχαίρι καλή μου» της είπε συνωμοτικά εκείνος και κλείνοντας της το μάτι γύρισε την προσοχή του στο πιάτο του.
~*~*~*~
«Μητέρα… άφησε με πια, μια γρατζουνιά είναι μόνο» διαμαρτυρήθηκε ο πρίγκιπας Φράνσις μόλις βρέθηκε μόνος του με την μητέρα του, την βασίλισσα Κάθριν, μέσα στο δωμάτιο που τον είχε μεταφέρει για να του περιποιηθεί το τραύμα.
«Δεν είναι μόνο μια γρατζουνιά Φράνσις, είναι η υπόληψη μας, η εικόνα μας. Είσαι το μέλλον αυτής της χώρας, ο διάδοχος του θρόνου, ο αυριανός βασιλιάς της Γαλλίας και δεν πρόκειται ποτέ… Με ακούς; ΠΟ-ΤΕ… να επιτρέψω να σε περιγελάει μια παρακατιανή. Μπορεί να είναι το πέμπτο παιδί του βασιλιά της Σκοτίας και να θεωρεί τον εαυτό της πριγκίπισσα αλλά δεν παύει να είναι μια Χάιλαντ, μια άξεστη χωριάτισσα. Πως πίστεψε ο τρελός ο παππούς σου ότι είναι η ιδανική για σένα. Ποτέ δεν θα το καταλάβω αλλά είναι πλέον αργά για να κάνουμε οτιδήποτε, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα την αφήσω να μας χλευάζει και από πάνω. Μπορεί να μην μπορώ να σε απαλλάξω από εκείνη αλλά μπορείς εσύ να απαλλάξεις τον εαυτό σου από το βάρος της. Είσαι ο μελλοντικός της σύζυγος, δείξ’ της λοιπόν τι κάνει ένας σωστός σύζυγος. Βάλ’ την από τώρα στην θέση της, πριν σου πάρει τον αέρα. Με ακούς; Πριν σου τον πάρει» απαίτησε και ο Φράνσις έσκυψε το κεφάλι υποτακτικά.
«Μάλιστα μητέρα».
~*~*~*~
Από την στιγμή που γύρισε ο Φράνσις με την μητέρα του ήταν τελείως αλλαγμένος. Μπορεί και πριν να έδειχνε υπερόπτης και κακόκεφος αλλά τώρα είχε κάτι παραπάνω επάνω του. Είχε έναν αέρα που δεν θα έλεγε η Μάριαν ότι άρμοζε στην ηλικία του. Δεν ήταν πως δεν ήξερε πως είναι να έχεις το βάρος της διαδοχής του θρόνου. Στην οικογένεια της ήταν πέντε παιδιά στο σύνολο. Τα τρία πρώτα της αδέλφια ήταν αγόρια και παρόλο που ο θρόνος του πατέρα της δικαιωματικά άνηκε στον πρώτο της αδελφό τον Άλεχ που ήταν ήδη εικοσιπέντε ετών, ωστόσο ο πατέρας της προετοίμαζε για την διαδοχή και τα υπόλοιπα δύο της αδέλφια. Ήταν μια σκληρή και επίπονη για τ’ αδέλφια της διαδικασία ωστόσο εκείνα ήταν πάντα ζεστά, γεμάτα αγάπη και ζωντάνια δεν ήταν σαν τον Φράνσις, σκυθρωπά και δυστυχισμένα κάτω από την μάσκα της σκληρότητας που παρουσίαζε.
«Μουσική» φώναξε ο βασιλιάς μόλις το δείπνο έφτασε στο τέλος και όλοι μεταφερθήκανε σε μια στολισμένη με λουλούδια αίθουσα γεμάτη με τραπέζια που είχαν όλου του κόσμου τα γλυκά, φρούτα και μπόλικο κρασί.
Καθώς διάφορα ζευγάρια άρχισαν να χορεύουν και να διασκορπίζονται μέσα στην αίθουσα κουτσομπολεύοντας και γελώντας, η Μάριαν έκατσε σε μια γωνιά χωρίς πραγματικά να ξέρει τι έπρεπε να κάνει.
«Μια τόσο όμορφη πριγκίπισσα και να είναι μόνη;» άκουσε μια ψιθυριστή φωνή πίσω της και από το ξάφνιασμα αναπήδησε.  Γύρισε προς το μέρος όπου είχε έρθει η φωνή για να δει ποιος της μιλούσε αλλά προς μεγάλη της έκπληξη δεν βρήκε κανέναν.
«Ποιος είναι;» ρώτησε κοιτώντας προς την σκοτεινή γωνιά που ήταν λίγο πιο πέρα από το σημείο που καθόταν.
«Αναρωτιέμαι…» συνέχισε η φωνή ενώ ερχόταν και πάλι από πίσω της. «Μια τόσο ατίθαση καρδιά, θα μπορούσε ποτέ να φυλακιστεί και να υποταχτεί στο θέλημα του μέλλοντα συζύγου της;»
«Αν είναι αυτό που ορίζει η μοίρα μου» απάντησε σκυθρωπά ενώ γύριζε πάλι από την άλλη για να δει τον άνθρωπο που της απεύθυνε τον λόγο.
Το ότι για άλλη μια φορά δεν είδε κανέναν να είναι κοντά της άρχισε να την προβληματίζει και να την τρομάζει ταυτόχρονα αλλά σκέφτηκε προς το παρόν να το κρατήσει καλά κριμένο μέσα της. Τουλάχιστον μέχρι να ανακαλύψει το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από αυτήν την φωνή. Όλοι όσοι ήταν στην αίθουσα ήταν τόσο απορροφημένοι με τον εαυτό τους και με αυτούς που βρισκόντουσαν γύρω τους που δεν της έδινε κανένας σημασία. Ποιος στο καλό ήταν αυτός που νοιαζόταν τώρα για εκείνη; 
«Η μοίρα ή η βασίλισσα σου;» της χτύπησε χαιρέκακα η ίδια φωνή και η Μάριαν άρχισε να απελπίζεται.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ενώ τα χέρια της άρχισαν να ιδρώνουν και η καρδιά της να χτυπάει άρρυθμα μέσα στο στήθος της από τον τρόμο που της προκαλούσε αυτό το μυστήριο που δεν είχε καμία λογική.
«Ο μόνος που θα σε στηρίξει μέσα σε αυτό το παλάτι. Ο μόνος που ξέρει ποιο είναι το καλό σου» της απάντησε και η Μάριαν άρχισε να τα χάνει τελείως.
«Τι θες από μένα;» ρώτησε κάπως διστακτικά με την ανάσα της να βγαίνει γρήγορα και κοφτά από μέσα της.
«Θέλω να δεις» της είπε μόνο αινιγματικά και καθώς ένα ψυχρό αεράκι άγγιξε το δεξί της μάγουλο γύρισε το σώμα της προς τα δεξιά και είδε τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίζουν σαν κάποιος μόλις να τις είχε φυσήξει.
Πηγαίνοντας κόντρας στο ένστικτο της που της φώναζε να τρέξει μακριά, ακολούθησε διστακτικά τα κεριά που τρεμόπαιζαν και καθώς χώθηκε στις σκιές συνέχισε να προχωράει ακολουθώντας εκείνο το κρύο αεράκι που την είχε αγγίξει λίγο πριν μέχρι που άκουσε την φωνή της βασίλισσας και σταμάτησε. 
«Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το αυθάδικο πλάσμα» την άκουσε να λέει και από ένστικτο κρύφτηκε περισσότερο μέσα στις σκιές γνωρίζοντας ήδη ότι η βασίλισσα μίλαγε για εκείνη.
«Ηρέμισε βασίλισσα μου και θα μάθει να σε υπακούει με τον καιρό, όπως όλοι μας άλλωστε» το ότι αυτή η φωνή άνηκε στο βασιλιά την άφησε άφωνη.
«Τι σκεφτόταν ο πατέρας σου όταν μας την φόρτωνε;» τον ρώτησε και η Μάριαν κράτησε την ανάσα της.
«Τον ήξερες τον πατέρα μου…»
«Πολύ λιγότερο από όσο πραγματικά θα ήθελα…» συμπλήρωσε την φράση του διακόπτοντας τον με αυθάδεια. «Αν μπορούσα να ελέγξω τις πράξεις του…»
«Κάτι που δεν θα καταλάβω ποτέ μου. Πραγματικά πως σου ξέφυγε εκείνος!» της γύρισε τα λόγια της ο βασιλιάς με χλευαστική διάθεση λες και το διασκέδαζε ότι υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος σε αυτό το βασίλειο όπου η βασίλισσα δεν μπορούσε να τον κάνει να υποταχτεί στην θέληση της.
Η Μάριαν δεν άκουσε κάποια απάντηση από την βασίλισσα και πιστεύοντας ότι η κουβέντα τους είχε τελειώσει εδώ, άρχισε να υποχωρεί με προσοχή πριν κάποιος την πάρει είδηση ότι ήταν εκεί αλλά δεν κατάφερε να πάει πολύ μακριά. Το ίδιο αεράκι που είχε νιώσει πριν τώρα την κύκλωσε ολοκληρωτικά.
«Πλέον ξέρεις ότι τα μαθήματα περί υπακοής προς τον μέλλοντας σύζυγο σου, δεν τηρείται απόλυτα από την ίδια σου την δασκάλα» ψιθύρισε η φωνή στο αυτί της και η έκρηξη οργής που ένιωσε μέσα της την ξάφνιασε ευχάριστα.
Το να νιώθει ηττημένη δεν ήταν στην φύση της.
«Φοβάται μην πάρω τον πρίγκιπα Φράνσις με το μέρος μου γιατί θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο εκείνη» εξωτερίκευσε την διαπίστωση της.
«Πόσο χρονών είπαμε ότι είσαι αγαπητή μου;» ρώτησε δύσπιστα η φωνή και η Μάριαν ένιωσε κάπως αμήχανα ωστόσο δεν απάντησε.
«Ω γλυκιά μου ύπαρξη! Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα από μένα. Μην ψάξεις να με βρεις, όμως να ξέρεις ότι θα είμαι κοντά σου».
«Τουλάχιστον μπορώ να μάθω το όνομα σου;» ρώτησε και πάλι διστακτικά η Μάριαν και ένοιωσε ένα σιγανό γέλιο κάπου κοντά της.
«Θα το μάθεις όταν έρθει η ώρα να το μάθεις, άσε που δεν έχει και πολύ σημασία αφού έτσι κι αλλιώς πάντα θα καταλήγεις να με φωνάζεις μπάσταρδο…» ξαφνιασμένη από τα λόγια του η Μάριαν προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, να του εξηγήσει ότι δεν ήταν τέτοιο κορίτσι αλλά εκείνος δεν της έδωσε την ευκαιρία. «Μέχρι όμως να γίνει αυτό, μέχρι να μάθεις ποιος πραγματικά είμαι, σου έχω μια ερώτηση…» συνέχιζε και πριν προλάβει να αντιδράσει η Μάριαν, η κουρτίνα που ήταν δίπλα της άνοιξε τόσο όσο να κοιτάξει τον κόσμο που ήταν από πίσω.
«Θα τους επιτρέψεις να σου το κάνουνε αυτό; Θα τους επιτρέψεις να σε υποτάξουνε; Να ορίσουν την ζωή σου σαν να τους ανήκει;» συνέχισε και η ματιά της έπεσε πάνω στα καστανόξανθα μαλλιά του Φράνσις όπου εκείνη την στιγμή διασκέδαζε με κάποια άλλα παιδία της ηλικίας του γελώντας ξένοιαστος.
«Μόνο πάνω από το πτώμα μου» ψιθύρισε η Μάριαν αποφασιστικά και προχωρώντας πλέον μπροστά πήρε την απόφαση να βγει από τις σκιές.
«Πρίγκιπα Φράνσις» είπε με θάρρος μόλις έφτασε μπροστά από τον πρίγκιπα της κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση.
«Εσύ πάλι» είπε δυσανασχετώντας ο Φράνσις αντικαθιστώντας το πονηρό χαμόγελο που είχε μόλις τον πλησίασε με φανερή αηδία σαν να έβλεπε μπροστά του ένα τραπέζι γεμάτο με χαλασμένα τρόφιμα.
«Τι θες;» την ρώτησε τρομερά ενοχλημένος από την παρουσία της.
«Σκεφτόμουν…»
«Για να σκεφτεί κάποιος πρέπει πρώτα να έχει μυαλό ξέρεις και εσύ… δεν φαίνεται να διαθέτεις και πολύ» την διέκοψε ο Φράνσις και όλα τα παιδία της ηλικίας του που ήταν γύρω του άρχισαν να χαχανίζουν χωρίς κανέναν δισταγμό.
«Σκεφτόμουν… αν θα ήθελες να κάνουμε κάτι;» συνέχισε η Μάριαν σαν να μην είχε ακούσει λέξη από όσα είχε εκείνος πει.
«Το μόνο που θα ήθελα ΕΣΥ να κάνεις, είναι να εξαφανιστείς από την γη μου μια για πάντα αλλά μιας και που αυτό δεν πρόκειται να γίνει, τι θα έλεγες να πας για ύπνο; Μμμμ ναι, θέλω να πας για ύπνο» είπε πιο αποφασιστικά περιμένοντας τις αντιδράσεις της και η Μάριαν του χαμογέλασε γλυκά.
«Η επιθυμία σας είναι για μένα διαταγή. Πρίγκιπα μου!» του απάντησε κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση και αφήνοντας τον αποστομωμένο του γύρισε την πλάτη.
«Α!» αναφώνησε μόλις έκανε δύο βήματα μακριά του και γύρισε ξανά προς το μέρος του.
«Πριν φύγω, ήθελα να σε ρωτήσω… ξέρεις να κάνεις ιππασία;» τον ρώτησε και ο Φράνσις την κοίταξε με φρίκη.
«Τι είδους ερώτηση είναι αυτή. Είμαι ο διάδοχος του θρόνου, ο μελλοντικός βασιλιάς της Γαλλίας, φυσικά και ξέρω»  είπε με καμάρι και η Μάριαν του χαμογέλασε.
«Τότε ελπίζω να μου δείξεις μια από αυτές τις ημέρες τα άλογα στο στάβλο» του έδωσε μια ευκαιρία για να κάνει κάποιο βήμα προς το μέρος της έστω τις επόμενες μέρες.
«Και να τρομάξουν τα κακόμοιρα τα άλογα από την ασχήμια σου; Δεν τα λυπάσαι τα κακόμοιρα;» την ειρωνεύτηκε και η Μάριαν ζάρωσε τα φρύδια της και τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια κάτι που ευχαρίστησε αφάνταστα τον Φράνσις.
«Τώρα σίγουρα είναι ώρα να πας για να νανάκια» της είπε με ικανοποίηση ενώ της έκανε νόημα να φύγει με μια κίνηση του χεριού του που έμοιαζε πολύ σαν να έδιωχνε μια ενοχλητική μύγα από μπροστά του.
Η Μάριαν διατηρώντας το προσποιητό θλιμμένο της ύφος κατευθύνθηκε αμέσως προς την βασίλισσα Κάθριν.
«Βασίλισσα μου» είπε πνιγμένα ενώ με την απίστευτη δεξιοτεχνία της κατάφερε να χύσει τα πρώτα δάκρυα στα μάγουλα της κάτι που δεν ήταν και τόσο δύσκολο για εκείνη μιας και ήξερε πάρα πολύ καλά πώς να τα χειρίζεται.
«Όλα καλά γλυκιά μου;» την ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Η επιθυμία του πρίγκιπα μου» τόνισε. «Είναι να πάω για ύπνο. Έχω την άδεια σας να γυρίσω στο δωμάτιο μου;» την ρώτησε αποφεύγοντας το βλέμμα της ενώ μάζευε τα κροκοδείλια δάκρια της κάνοντας πιο πειστική την παράσταση της.
Η βασίλισσα βάζοντας το χέρι της κάτω από το σαγόνι της ανασήκωσε το πρόσωπο της και μόλις αντίκρισε τα μάτια της έμεινε για μια στιγμή να την κοιτάει σκεπτική αλλά τελικά της χαμογέλασε γλυκά και της έδωσε την άδεια να το κάνει κάνοντας νόημα σε δύο φύλακες να την συνοδέψουν.
Μέχρι και που μπήκε μέσα στο δωμάτιο της ένιωθε εκείνη την περίεργη παγωνιά να την ακολουθεί αλλά δεν μίλησε, δεν έδειξε καν να την παρατηρεί ώσπου επιτέλους, μετά από τις φροντίδες των υπηρετριών της, έμεινε μόνη.
«Νόμιζα ότι είπες πάνω από το πτώμα σου» άκουσε την φωνή να της λέει κάπως εκνευρισμένα και κρατώντας το βιβλίο της μπροστά στο στήθος της σαν ασπίδα χαμογέλασε με τα σχέδια που είχε ήδη κάνει μέσα στο μυαλό της.
«Ο θείος μου πάντα έλεγε: ‘Πριν πάρεις τον έλεγχο κάποιου, κάν’ τον πρώτα να πιστέψει ότι τον έχει εκείνος εξολοκλήρου. Άφησε τον να πατάει πάνω σε αυτήν την ιδέα ότι σε κάνει ότι θες και πολύ σύντομα θα σου δείξει τα αδύνατα και δυνατά του σημεία. Βρες τι είναι αυτό που θα τον γεμίσει με τύψεις και μετά θα μπορείς να τον κάνεις ότι θες’» απάντησε η Μάριαν στην φωνή που για έναν περίεργο λόγο δεν ένοιωθε πια να την φοβάται και η φωνή ξέσπασε στα γέλια.
«Ω γλυκιά μου! Έχω πει ποτέ πόσο λατρεύω το μυαλό σου;»
«Από όσο θυμάμαι όχι» του απάντησε η Μάριαν.
«Τότε σου το λέω τώρα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA