«Πιστεύανε ότι…» δεν
μπορούσε καν να ολοκληρώσει την φράση του.
«Μακάρι αυτό να ήταν
ένας λόγος για να απαλλαγείς από μένα αλλά δυστυχώς ο παππούς σου με
διαβεβαίωσε ότι κανείς δεν θα καταφέρει να το επιβεβαιώσει ποτέ. Βλέπεις οι
μόνοι που το ξέρουν είναι οι γονείς μου και όσοι με φρόντισαν στο μοναστήρι και
αυτοί δεν πρόκειται να αποκαλύψουν ποτέ το μυστικό αυτό, έχουν πληρωθεί καλά
για να μην το κάνουν» του αποκάλυψε και ο Φράνσις έμεινε για μια στιγμή να την
κοιτάει προβληματισμένος.
«Ποιος σου είπε ότι
θέλω να απαλλαγώ από σένα;» την ρώτησε δύσπιστα και η Μάριαν τον κοίταξε
παραξενευμένη.
«Δεν θες; Εννοώ μετά
από όλα αυτά…»
«Μάριαν…» την
σταμάτησε και παίρνοντας το θάρρος πήγε κοντά της και έκατσε δίπλα της
πιάνοντας της τα χέρια. Η Μάριαν από το ξάφνιασμα της έκανε το σώμα της πιο
πίσω αλλά ο Φράνσις δεν την άφησε να απομακρυνθεί από κοντά του.
«Γλυκιά μου
πριγκίπισσα» της είπε μαλακά ενώ απομάκρυνε μια τούφα από τα μαλλιά της που
είχε πέσει στο πρόσωπο της και έκρυβε το ένα της μάτι. «Καταλαβαίνω ότι το
φέρσιμο μου δεν ήταν το καλύτερο και σου ζητώ συγνώμη γι’ αυτό αλλά να θέλω να
απαλλαγώ από σένα» επανέλαβε ενώ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι δεν το
θέλω αυτό» την διαβεβαίωσε και η Μάριαν έμεινε να τον κοιτά χωρίς να ξέρει τι
να σκεφτεί γι’ αυτό.
«Δηλαδή δεν πιστεύεις
ότι…»
«Εντάξει πρέπει να
παραδεχτείς ότι είσαι λίγο διαόλου κάλτσα…» της είπε πειραχτικά. «Αλλά να έχει
μπει ο διάολος μέσα σου;» ρώτησε με βαθιά δυσπιστία.
«Ούτε ο παππούς σου
το πίστευε αλλά μπορεί και να έχουν δίκιο» μουρμούρισε αποφεύγοντας την ματιά
του για να μην δει το πόσο την πόναγαν οι αναμνήσεις της.
«Τι σε κάνει να το
πιστεύεις αυτό;» δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί ο Φράνσις.
«Ο παππούς σου δεν
σου είπε ποτέ ότι έχω…» προσπάθησε να τον ψαρέψει αλλά μόλις είδε την άγνοια
στα μάτια του πήρε μια απελπισμένη ανάσα και ζάρωσε στην θέση της
απογοητευμένη.
«Να μου πει τι;»
προσπάθησε να την κάνει να ανοιχτεί αλλά η Μάριαν είχε κλειστεί στον εαυτό της
περισσότερο από πριν.
«Μάριαν τι προσπαθείς
να μου πεις;» προσπάθησε περισσότερο και καθώς είδε το δάκρυ που κύλησε από τα
μάτια της έβαλε το χέρι του απαλά πάνω στο πρόσωπο της και της επέβαλε να τον
κοιτάξει. «Τι έχεις;»
«Νόμιζα ότι ήξερες…»
είπε πνιγμένα με παράπονο και ο Φράνσις αφήνοντας την ανάσα του να βγει από
μέσα του βαριά έκανε μια ύστατη προσπάθεια.
«Να ξέρω τι;»
«Ότι…» την στιγμή που
πήγε πάλι να κάνει πίσω ο Φράνσις την κοίταξε πιο επίμονα και η Μάριαν συνέχισε
πιο δειλά. «Ο παππούς σου το θεωρούσε χάρισμα αλλά εγώ το θεωρώ κατάρα».
«Μάριαν σε ικετεύω…»
είπε γεμάτος απελπισία αλλά εκείνη δεν σταμάτησε εκεί.
«Έχεις ιδέα πως είναι
να ξέρεις και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό; Να προσπαθείς να
προειδοποιήσεις τους άλλους και εκείνοι να σε κοιτάνε σαν να έχει μπει το κακό
μέσα σου;» του είπε με τόσο πόνο στην φωνή της με την πιο σιγανή της φωνή σαν
να φοβόταν ότι θα μπορούσε να την ακούσει κανείς. «Δεν ήξερα, σου το ορκίζομαι,
ήμουν πολύ μικρή να για να καταλάβω. Νόμιζα ότι μπορούσα να τους προστατέψω,
ότι θα μπορούσα να τους βοηθήσω αλλά στο τέλος πάντα συνέβαινε αυτό που ήξερα
ότι θα συμβεί. Δεν με πίστευαν, ποτέ τους δεν με πίστεψαν…»
«Μάριαν…» την
σταμάτησε για λίγο για να μπορέσει να καταλάβει τι ακριβώς του έλεγε. «Τι
προσπαθείς να μου πεις;» την ικέτεψε να του πει με πιο απλά λόγια και εκείνη
τελείως καταρρακωμένη μάσησε τα χείλια της. «Μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη»
της ψιθύρισε τρίβοντας το μπράτσο της για να πάρει κουράγιο.
«Μπορώ να δω το
μέλλον» είπε κάτω από την ανάσα της τόσο σιγανά που αν δεν ήταν δίπλα της δεν
θα είχε καταφέρει να ακούσει τα λόγια της.
«Το μέλλον» επανέλαβε
για να βεβαιωθεί ότι είχε ακούσει καλά.
«Ή τουλάχιστον
κομμάτια του» του επιβεβαίωσε εκείνη και με κομμένη την ανάσα έμεινε να κοιτά
τις αντιδράσεις του.
«Εννοείς όπως ο Νοστράδαμος;»
την ρώτησε και η Μάριαν τον κοίταξε με απορία.
«Ποιος είναι ο
Νοστράδαμος;» τον ρώτησε μπερδεμένη.
«Ο προστατευόμενος
της μητέρας μου. Υποτίθεται ότι είναι το μυστικό του κάστρου αλλά δεν έχει μόνο
εκείνη σπιούνους έχω και εγώ και μαθαίνω ότι χρειάζεται να ξέρω» είπε με καμάρι
για το κατόρθωμα του και η Μάριαν συνέχισε να τον κοιτάει χωρίς να ξέρει τι να
σκεφτεί. Σίγουρα δεν περίμενε αυτήν την αντίδραση από εκείνον.
«Δεν σου μίλησε ποτέ
ο παππούς μου γι’ αυτόν;» συνέχισε τις απορίες του ο Φράνσις και η Μάριαν καθώς
έκλεισε τα μάτια της κούνησε το κεφάλι της αρνητικά περισσότερο για να
ξεκαθαρίσεις τις σκέψεις της.
«Δηλαδή θες να μου
πεις ότι δεν σε ενοχλεί που εγώ…»
«Να με ενοχλεί;»
σχεδόν αναφώνησε δύσπιστα. «Μα αυτό είναι καταπληκτικό Μάριαν δεν το βλέπεις;»
«Δεν καταλαβαίνω…»
είπε μπερδεμένη.
«Όπως η μητέρα μου
έχει τον Νοστράδαμο για να προβλέπει κάθε μας κίνηση, έτσι εμείς θα έχουμε
εσένα να προβλέπεις τις δικές της και δεν θα χρειάζεται να καρδιοχτυπούμε κάθε
φορά που θα θέλουμε να κάνουμε κάτι» της είπε συνωμοτικά ενώ την σκούνταγε με
τον ώμο του παιχνιδιάρικα.
«Δεν… δεν είναι τόσο
εύκολο» μουρμούρισε παγωμένα με την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα μέσα στο
στήθος της ενώ το μυαλό της ακόμα προσπαθούσε να συλλάβει τα λόγια του.
«Τι εννοείς;» την
ρώτησε παραξενευμένος.
«Δεν ξέρω πως το
κάνεις αυτός ο Νοστράδαμος, εννοώ πως βλέπει το μέλλον αλλά εγώ δεν μπορώ να το
κάνω χωρίς επαφή» του εξήγησε ασθμαίνοντας σαν να αποκάλυπτε κάτι που θα τον
απογοήτευε.
«Τι εννοείς χωρίς επαφή;» ζήτησε να του το
διευκρινίσει καλύτερα.
«Εννοώ ότι πρέπει να
πιάσω κάποιου τον καρπό για να δω…» είπε με νόημα και ο Φράνσις αναπτερώθηκε.
«Τότε πιάσε τον δικό
μου. Θα μπορείς να δεις μέσα από μένα αν προσπαθήσει να μας χωρίσει έτσι δεν
είναι;» ρώτησε όλο ελπίδα.
«Είναι και κάτι άλλο»
του απάντησε απολογητικά.
«Τι;» την προέτρεψε
να συνεχίσει.
«Δεν μπορώ να δω το
δικό μου μέλλον» εξήγησε και ο Φράνσις το σκέφτηκε για λίγο.
«Αλλά μπορείς να δεις
το δικό μου» είπε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και καθώς πήρε το χέρι της στο
δικό του προσπάθησε να ακουμπήσει την παλάμη της πάνω στον καρπό του.
«Φράνσις, όχι» είπε
τρομοκρατημένη προσπαθώντας να τον αποτρέψει να το κάνει.
«Γιατί;» την ρώτησε
με απορία.
«Γιατί ότι έχω δει
δεν ήταν τίποτα καλό. Ότι έχω δει είχε μέσα θάνατο, σε παρακαλώ μην μου το
κάνεις αυτό» τον παρακάλεσε με τόσο πόνο που ο Φράνσις ένοιωσε την ανάγκη να
την παρηγορήσει.
«Συγνώμη, δεν το
ήξερα» της είπε απολογητικά ενώ τραβώντας την κοντά του έβαλε το κεφάλι της να
ακουμπήσει πάνω στο στήθος της.
«Μακάρι να μπορούσα
να απαλλαγώ από αυτό…» μουρμούρισε τόσο πικραμένη που ο Φράνσις αμέσως άρχισε
να χαϊδεύει τα μαλλιά της απαλά για να την καθησυχάσει ενώ ακουμπούσε το κεφάλι
του απαλά πάνω στο δικό της.
«Γι’ αυτό σε κλείσανε
στο μοναστήρι;» την ρώτησε απαλά.
«Ναι» του απάντησε
πνιγμένα ενώ σκούπιζε τα δάκρυα της από τα μάγουλα της. «Πίστευαν ότι σκορπούσα
τον θάνατο».
«Και πως κατάφερες να
τους πείσεις ότι είχες απαλλαγεί από αυτό;» συνέχισε τις απορίες του και εκείνη
ανασήκωσε τους ώμους της.
«Απλά έμαθα πολύ καλά
πώς να λέω ψέματα ή να κρύβω ότι αισθάνομαι ή ακόμα να δημιουργώ συναισθήματα
όπως το κλάμα για όταν το χρειάζομαι» του εκμυστηρευτικέ και κάνοντας πιο πίσω
το κορμί του την επέβαλε να τον κοιτάξει.
«Αλλά δεν μου λες
ψέματα τώρα, ούτε αυτά τα δάκρυα είναι ψεύτικα» καθώς η Μάριαν κούνησε το
κεφάλι της αρνητικά κοιτώντας τον με το πιο πληγωμένο της ύφος ο Φράνσις
ένοιωσε μέσα του ότι πράγματι του έλεγε αλήθεια και ας είχε μόλις παραδεχτεί
ότι ήταν πολύ καλή πλανεύτρα όταν το ήθελε.
«Σε πιστεύω» την
διαβεβαίωσε και η Μάριαν πήρε μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα.
«Μην μου το ζητήσεις
ποτέ ξανά αυτό» τον παρακάλεσε και εκείνος της ένευσε θετικά δίνοντας της τον
λόγο του ότι δεν θα το έκανε.
Από το επόμενο πρωινό
η ζωή της Μάριαν άλλαξε τελείως. Με την μαντάμ ‘Ο μοντιε’ και τις ατελείωτες
διαλέξεις της, τις επανωτές παρατηρήσεις και τα ατελείωτα σχόλια της(που ήταν
περισσότερο υποτιμητικά παρά καλά) η μέρα της φαινόταν ατελείωτη όμως είχε και
τα βράδια… Τα βράδια που ξεκίναγαν πάντα με ένα καλό δείπνο με όλη την
καινούργια της οικογένεια. Εκείνη καθόταν πάντα δίπλα από την βασίλισσα ενώ ο
Φράνσις στην άλλη άκρη του τεράστιου τραπεζιού δίπλα από τον πατέρα του τον
βασιλιά. Όμως ακόμα και αυτό δεν την ενοχλούσε. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να
ανταλλάξει ούτε ένα βλέμμα μαζί του χωρίς να το συνοδεύει κάποιο κακοπροαίρετο
σχόλιο ή μια αηδιαστική γκριμάτσα αλλά δεν την ένοιαζε γιατί όταν τελείωναν όλα
αυτά η υπόλοιπη βραδιά της ήταν κυριολεκτικά δικιά τους.
Χάνανε τον ύπνο τους
μόνο και μόνο για να είναι μαζί. Τα πρωινά παραπατούσαν από την αϋπνία αλλά
όλες οι στιγμές που περνάγανε μαζί ήταν ανεκτίμητες. Ο Φράνσις προσπαθούσε τόσο
πολύ να την βοηθήσει με όσα της έβαζε η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ και την δυσκόλευαν
ενώ εκείνη έκανε ότι περνούσε από το χέρι της να του δείξει όσα ήξερε. Δεν είχε
και πολλές επιλογές αλλά είχαν και ένα σπαθί που μπορούσε να τους βοηθήσει στην
εξάσκηση. Όμως δεν ήταν μόνο αυτά που μοιράζονταν. Είχαν τόσα πολλά να πουν,
τόσες ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια να διηγηθούν.
Προς μεγάλη έκπληξη
της Μάριαν τελικά ο πατέρας του Φράνσις δεν ήταν και τόσο απόμακρός όσο άφηνε
να δείχνει και με τον αδελφό του η κατάσταση ήταν πολύ καλύτερη όταν ο παππούς
του ήταν ακόμα εν ζωή. Ήταν ο αδελφός του, ο φίλος του, το άτομο που μπορούσε
να εμπιστευτεί αλλά ο Κωνσταντίν ήταν πάντα ο Κωνσταντίν, ένας μπάσταρδος από
μητέρα χωρίς τίτλο ή περιουσία που κράταγαν στο κάστρο μόνο επειδή ήταν
επιθυμία του βασιλιά, του πατέρα του. Όμως ακόμα και αυτό δεν άλλαζε την
κατάσταση και πολύ. Η μητέρα του Φράνσις πάντα φρόντιζε όσο δεν ήταν από την
προστασία του πατέρα του, να μην τον κοιτάνε ποτέ σαν άλλον έναν γιο του
βασιλιά αλλά μόνο σαν έναν παρακατιανό υπηρέτη που η θέση του ήταν στην κουζίνα
ή στους στάβλους.
«Μα αυτό είναι άδικο»
παραπονέθηκε η Μάριαν και ο Φράνσις συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του θετικά.
«Όσο άδικο είναι για
μένα να βλέπω τον πατέρα μου να κάνει όλα όσα θα ήθελα να κάνει μαζί μου» της
εκμυστηρεύτηκε όλον τον πόνο που πάντα έπρεπε να κρύβει καλά μέσα του.
«Δεν καταλαβαίνω
γιατί ο πατέρας σου πρέπει να κάνει ότι του λέει η μητέρα σου» είπε με την
παιδική της αθωότητα και ο Φράνσις χαμογελώντας της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της.
«Αχ γλυκιά μου
Μάριαν» είπε με παράπονο.
Τι θα μπορούσε
αλήθεια να της πει και εκείνη να καταλάβει; Ιδίως όταν ήταν τόσο αθώα για να
μπορέσει να της εξηγήσει.
«Έχεις ζήσεις τόσα
πολλά σε τόσο σύντομο διάστημα, έχεις αναγκαστεί να μεγαλώσεις πριν της ώρας
σου, οι σκέψεις σου ακόμα και η ομιλία σου μοιάζουν κάποιας εικοσάρας παρά
κάποιας δεκάχρονης και όμως σε ορισμένα θέματα είσαι ακόμα τόσο… αθώα» κατέληξε
κάτω από τον αναστεναγμό του και την κοίταξε με τόσο πόνο που την ξάφνιασε.
«Και αυτό είναι
κακό;» τον ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει γιατί τον πόναγε τόσο πολύ αυτό.
«Όχι, είναι τόσο
γοητευτικό» της εκμυστηρεύτηκε και την μπέρδεψε περισσότερο.
«Δεν καταλαβαίνω…»
προσπάθησε να του πει αλλά εκείνος βάζοντας τα δάχτυλα του απαλά πάνω στα
χείλια της έκοψε την φράση της στην μέση.
«Μια μέρα θα
καταλάβεις, σου το υπόσχομαι» της ορκίστηκε και εκείνη μην θέλοντας να του
χαλάσει το χατίρι κατένευσε και άφησε τα ερωτηματικά της να περιπλανώνται στον
αέρα ελπίζοντας μια μέρα να καταφέρουν να απαντηθούν.
Οι μέρες περνούσαν
και η Μάριαν έκανε τα πάντα για να ικανοποιήσει την ανικανοποίητη βασίλισσα της
όμως ότι και να έκανε ποτέ δεν ήταν αρκετό. Όσο προσπαθούσε τόσο ένιωθε την
βασίλισσα της να γίνεται χειρότερα και η Μάριαν δεν είχε ιδέα το γιατί ή τι
ήταν αυτό που έκανε λάθος.
Ένα βράδυ καθώς οι
δρόμοι της Μάριαν και της βασίλισσας διασταυρώθηκαν και η βασίλισσα της
πρότεινε να την συνοδεύσει μέχρι την τραπεζαρία, η Μάριαν το δέχτηκε με μεγάλη
της χαρά. Πίστευε ότι είχε επιτέλους κερδίσει λίγο από την εμπιστοσύνη της αλλά
είχε κάνει τόσο λάθος. Μόλις είδε σε μια γωνιά τον Φράνσις να έχει στριμώξει
την Κένα, να της ψιθυρίζει στο αυτί και εκείνη να χαχανίζει ενώ όλο της το σώμα
να ακουμπάει επάνω στο δικό του τότε κατάλαβε ότι αυτή η τυχαία συνάντηση που
είχε με την βασίλισσα στον διάδρομο δεν ήταν και τόσο τυχαία τελικά. Μπορεί να
ήταν άπειρη αλλά όχι και χαζή. Είχε δει μεγαλύτερα ζευγάρια που τα μάτια τους
γυάλιζαν από έναν περίεργο ενθουσιασμό και έκαναν τα πάντα να κρυφτούνε στις
σκιές για να αγκαλιαστούν ή και να φιληθούν ακόμα και ήξερε ακριβώς το τι έκανε
ο Φράνσις αυτήν την στιγμή μαζί της.
Η βασίλισσα μόλις
τους είδε δεν σταμάτησε λεπτό να κοιτά κάθε έκφραση του προσώπου της Μάριαν και
παρόλο που το έκανε όσο πιο διακριτικά μπορούσε δεν διέφυγε της προσοχής της
Μάριαν.
Αν έλεγε ότι δεν
ένοιωσε την καρδιά της να σφίγγετε ή ότι δεν ήθελε όσο τίποτα να κρυφτεί στην
κάμαρη της και να κλάψει μέχρι το πρωί, ψέματα θα ήταν. Ήθελε όσο τίποτα να ανοίξει
η γη και να την καταπιεί αλλά αυτήν την στιγμή δεν είχε περιθώρια για λάθη. Η
αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε τι αντίδραση θα ικανοποιούσε την βασίλισσα της αλλά
το ένστικτο της έλεγε ότι η αδιαφορία ήταν η πιο σωστή τακτική. Άλλωστε την
είχε σώσει τόσες και τόσες φορές αυτή η στάση στο παρελθόν και απλά έλπιζε να
την έσωζε και τώρα.
Βλέποντας η βασίλισσα
ότι η Μάριαν είτε κοιτούσε το παράνομο ζευγαράκι που σχεδόν ερωτοτροπούσε μπροστά
τους είτε κοίταζε την φλόγα του κεριού που ήταν ακουμπισμένο στο τραπεζάκι που
ήταν δίπλα από το ζευγάρι και τρεμόπαιζε ήταν ένα και το αυτό τότε αποφάσισε
ότι ήταν ώρα να δηλώσει την παρουσία της. Για την ακρίβεια η Μάριαν πράγματι
κοίταζε την φλόγα για να μπορεί να συγκεντρωθεί ώστε να μείνει απαθής αλλά δεν
θα το έδειχνε ποτέ στην βασίλισσα της.
Καθώς η βασίλισσα
καθάρισε τον λαιμό της λίγο πιο δυνατά από όσο όριζε το πρωτόκολλο, η Κένα που
δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε κοινό αναπήδησε με μια γοητευτική κραυγούλα
βάζοντας το χέρι της πάνω στο καμπυλωτό της στήθος που εξείχε από το φόρεμα
της.
«Βασίλισσα μου» είπε
με πάθος στην φωνή της ενώ έκανε μια βαθιά υπόκλιση γεμάτη χάρη, αυτοπεποίθηση
και σταθερότητα που πραγματικά θα την ζήλευε η Μάριαν αν κατάφερνε να την δει
αλλά εκείνη δεν την είδε γιατί είχε τα μάτια της στραμμένα επάνω στο μόνο άτομο
που την ενδιέφερε. Τον Φράνσις, τον μέλλοντα σύζυγο της που όσα μαθήματα
υποκριτικής και να του είχε κάνει αυτήν την στιγμή πήγαν τελείως στράφι.
Ο Φράνσις στην αρχή
γύρισε βαριεστημένα έτοιμος να αντικρίσει την μητέρα του αλλά μόλις είδε ότι
δεν ήταν μόνη, τότε δεν κατάφερε να κρυφτεί. Ήξερε ότι έπρεπε να το παίξει
αδιάφορος, ότι έπρεπε να γελάνε μέχρι και τα μουστάκια του από ικανοποίηση που
η μελλοντική του γυναίκα τον είχε πιάσει στα πράσα με μια άλλη γυναίκα ώστε να
πάρει το μήνυμα ότι δεν θα τον είχε ποτέ σε αποκλειστικότητα, όπως ήταν άλλωστε
ο σκοπός όλου αυτού του θεάτρου που είχε στήσει η μητέρα του και εκείνος είχε
δεχτεί να παίξει για να της θολώσει τα νερά αλλά μόλις αντίκρισε την ματιά της…
μια ματιά ψυχρή και αδιάφορη. Η έκπληξη του δεν κατάφερε να αντικατασταθεί από
κυνισμό, όχι τουλάχιστον πριν η μητέρα του καταφέρει να το παρατηρήσει και τώρα
έβριζε τον εαυτό του που τον είχε παγιδέψει έτσι. Δεν ήθελε να διαπιστώσει ότι
υπήρχαν συναισθήματα από την μεριά της Μάριαν, ήθελε να επιβεβαιώσει ότι
υπήρχαν συναισθήματα από την δική του μεριά εξίσου και μόλις είχε πέσει στην
παγίδα.
«Μητέρα» προσφώνησε
με μια όχι και τόσο σεβάσμια υπόκλιση. «Δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά;» συνέχισε
ελπίζοντας να μπορέσει να σώσει όσα είχε διαλύσει μέσα σε μια στιγμή σύγχυσης.
«Το δείπνο είναι
έτοιμο. Μπορείτε να συνεχίσετε και μετά το φαί, αν δεν σας πέσει βαρύ» τον
ειρωνεύτηκε απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του για να τον καλέσει κοντά της.
«Μάλιστα μητέρα» της
απάντησε εκείνος και καθώς άφησε την Κένα την πλησίασε χωρίς να ρίξει ούτε μια
ματιά στην κοκαλωμένη φιγούρα που είχε μείνει πίσω του να τον κοιτά σοκαρισμένη.
«Βλέπω ότι η φιλία
σου με την Κένα έχει γίνει πιοοο… ένθερμη;» τον ρώτησε η βασίλισσα ενώ όδευαν
προς την τραπεζαρία με την Μάριαν να προχωράει δίπλα της από τα δεξιά της και
τον Φράνσις από τα αριστερά της.
«Είχατε δίκιο μητέρα,
όταν δεν είναι με την παρέα της είναι πιο ενδιαφέρον» της κάρφωσε ελπίζοντας να
πάρει το νόημα η Μάριαν ότι ήταν ιδέα της μητέρας του αλλά δεν υπολόγισε ότι η
Μάριαν το μόνο που έκανε ήταν να σκέφτεται το πόσο θα μπορούσε ακόμα να το
παίζει αδιάφορη ενώ ήθελε όσο τίποτα να ξεσπάσει σε κλάματα ή το πώς θα
κατάφερνε να φάει ένα ολόκληρο γεύμα όταν το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος
χωρίς να ακούει λέξη από όσα λέγανε.
«Πάντα έχω δίκιο» του
χτύπησε η μητέρα του με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο μόλις έφτασαν στην είσοδο της
αίθουσας και αφήνοντας ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο του, προχώρησε μπροστά για να
διασχίσει μόνη της τον μακρύ διάδρομο μέχρι να φτάσει για να κάτσει στο
βασιλικό τραπέζι δίπλα στον βασιλιά της πριν η Μάριαν και ο Φράνσις κάνουν το
ίδιο.
«Μάριαν είσαι καλά;»
την ρώτησε με αγωνία κάτω από την ανάσα του ελπίζοντας να τον ακούσει μόνο
εκείνη χωρίς να σταματά να κοιτά την πλάτη της μητέρας του για να είναι
σίγουρος ότι δεν θα έβλεπε αυτήν τους την ανταλλαγή αλλά η Μάριαν δεν του
απάντησε.
Μένοντας απόλυτα
προσηλωμένοι ώστε να μην αφήσει κανέναν να δει την ταραχή της δεν το άκουσε καν
αλλά ο Φράνσις δεν το ήξερε και απλά πίστεψε ότι έπρεπε να ακολουθήσει το
παράδειγμα της. Κυνισμός και αδιαφορία… υπενθύμισε στον εαυτό του και μόλις
είδε την μητέρα του να κάθετε στην θέση της έριξε μια ματιά προς την Μάριαν για
να της δώσει το σήμα ότι ήταν η σειρά τους να ξεκινήσουν. Η Μάριαν προσπάθησε
να ακολουθήσει τα βήματα του όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσε αλλά τα γόνατα της
έτρεμαν πια τόσο πολύ που τελικά την πρόδωσαν.
Στο τρίτο της βήμα το
παπούτσι της μπλέχτηκε στο φουρό της και χωρίς να μπορεί να το σταματήσει,
γεμάτη ντροπή βρέθηκε με τα μούτρα στο πάτωμα.
«Μα επιτέλους, ένα
μήνα είσαι εδώ και ακόμα δεν έχεις μάθει να περπατάς σε μια ευθεία χωρίς να καταφέρεις
να πέσεις;» άκουγε τα λόγια του Φράνσις να έρχονται από κάπου πιο μακριά μαζί
με πνιχτά χαχανητά από όσους ήταν μέσα στην αίθουσα αλλά η Μάριαν δεν μπορούσε
να συγκεντρωθεί σε όσα άκουγε γύρω της.
Την στιγμή της πτώσης
της αυτόματα το χέρι του Φράνσις βρέθηκε μπροστά από το σώμα της και εκείνη
θέλοντας να κρατηθεί από κάπου το έπιασε χωρίς να υπολογίσει τις συνέπιες. Με
τα δάχτυλα της να έχουν τυλιχτεί γύρω από τον καρπό του η Μάριαν, με κλειστά
μάτια και χωρίς ανάσα άξαφνα βρέθηκε να ρίχνει μια ματιά στο άμεσο μέλλον του
αρραβωνιαστικού της και το χειρότερο; Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το
σταματήσει.
Βλέποντας την Κένα να
είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ένα χοντρό κορμό δέντρου και το σώμα του Φράνσις…
Βλέποντας εκείνον να της πιέζει και να της ζουλάει το πλούσιο στήθος της που
εξείχε μέσα από το φόρεμα της μουγκρίζοντας μανιασμένα… Βλέποντας εκείνον να
την φιλά πάνω στον λαιμό και εκείνη να βγάζει διάφορους περίεργους
αναστεναγμούς… η Μάριαν ήθελε όσο τίποτα να τραβήξει το χέρι της μακριά από το
δικό του, να σταματήσει να βλέπει αυτό που έβλεπε τώρα μπρος στα μάτια της αλλά
η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε. Με το σώμα της γερμένο μπροστά, τα χέρια τους
μπλεγμένα και παγιδευμένα πάνω στην κοιλιά της έμενε να κοιτά αυτό το κομμάτι
του μέλλοντος του μην μπορώντας να διαμαρτυρηθεί χωρίς να καταλάβει κάποιος τι
πραγματικά τις συνέβαινε.
«Ω! Φράνσις»
γουργούριζε η Κένα με απόλυτη ικανοποίηση σε ότι εκείνος της έκανε. «Αν
διάλεγες εμένα δεν θα χρειαζόταν να περιμένεις, αν διάλεγες εμένα θα μπορούσαμε
να κάνουμε τόσα άλλα πράγματα χωρίς να χρειάζεται να κρυβόμαστε» του έλεγε και
η Μάριαν κράταγε με δυσκολία το στόμα της κλειστό προκειμένου να μην ουρλιάξει όλο
τον πόνο που ένοιωθε μέσα της.
«Αλλά δεν γίνεται και
το ξέρεις. Η ζωή μου έχει δεθεί με την ζωή της Μάριαν για πάντα και δεν μπορώ
να κάνω τίποτα γι’ αυτό» της απάντησε ο Φράνσις και εκείνη τον κοίταξε με μια
ματιά που έλεγε ότι είχε το τέλειο σχέδιο για να το ανατρέψει αυτό.
«Όχι και τίποτα» του
είπε εκείνη με μια πονηρή ματιά.
«Τι εννοείς;» την
ρώτησε με πραγματική περιέργεια και καθώς εκείνη πήρε τα πάνω της, τύλιξε τα
χέρια της κτητικά γύρω από τον λαιμό του και άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλια
του πριν του απαντήσει.
«Πως θα σου φαινόταν
η ιδέα να βρούμε έναν τρόπο να την ξεφορτωθούμε;»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου