The destiny
Μια ιστορία βασισμένη στις σειρές "Reing - Outlander & Once Upon a Time" ... Καλή σας ανάγνωση <3
Once Upon A Time… εκεί που οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες κατείχαν όλη την εξουσία, ζούσε ένα κορίτσι που η μοίρα της είχε γραφτεί με λευκό μελάνι.
Καθισμένη μπροστά στον ολόχρυσο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας της κοίταζε το είδωλο της. Ένα είδωλο θολό να της θυμίζει ότι η ευτυχία που ήθελε να νιώσει δεν είχε έρθει ακόμη. Τα μάτια της βούρκωναν και η απελπισία που ένιωθε μέσα της μεγάλωνε λεπτό το λεπτό όλο και πιο πολύ. Η στιγμή που θα γνώριζε τον πρίγκιπα της, τον μελλοντικό της σύζυγο, τον μελλοντικό της βασιλιά είχε έρθει αλλά εκείνη δεν ένιωθε έτοιμη γι’ αυτό.
Ήταν μόλις δέκα χρονών, δεν είχε γευτεί τίποτα ακόμα και όμως η μοίρα της ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη από τα χέρια του βασιλιά της, του πατέρα της, ένα πατέρα που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κάνει άλλη μια καλή συμφωνία. Όμως είχε και την μητέρα της, μια γλυκιά ύπαρξη που την αγαπούσε με όλη της την καρδιά και η μικρή μας πριγκίπισσα δεν ήθελε τίποτα παραπάνω.
‘Πως θα μπορέσω να την αποχωριστώ;’… σκεπτόταν η μικρή μας και τα δάκρυα στα μάγουλα της έτρεχαν ποτάμι. ‘Πως θα μπορέσω να βρεθώ “ All alone in a strange world” χωρίς εκείνη και να επιβιώσω;’…
«Είναι έτοιμη η μικρή μου πριγκίπισσα;» η Μάριαν άκουσε την φωνή της μητέρα της και κλείνοντας τα μάτια της πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μόλις τα άνοιξε ξανά κοίταξε το είδωλο της μπροστά στον ολόχρυσο καθρέφτη της και βούλιαξε στην απελπισία περισσότερο.
«Ω! Χαρά της ζωής μου!» τα λόγια της μητέρα της ήρθαν από τόσο κοντά της που από το ξάφνιασμα γύρισε προς τα πίσω για να την κοιτάξει.
Η μητέρα της, γονατίζοντας μπροστά της, φυλάκισε τα χέρια της μέσα στα δικά της και την κοίταξε με την πιο στοργική της ματιά.
«Δεν είναι αυτό το τέλος πριγκίπισσα μου, αυτό σου το ορκίζομαι» της έλεγε και τα μάτια της Μάριαν δάκρυσαν περισσότερο. «Μέχρι να σου λείψω θα είμαι ξανά μαζί σου. Σου το ορκίζομαι» της έδωσε όρκο ψυχής αλλά η μικρή πριγκίπισσα δεν καθησυχάστηκε ούτε για ένα λεπτό.
«Γιατί δεν μπορείς να έρθεις μαζί μου;» την ρώτησε για μια τελευταία φορά.
«Ξέρεις τους λόγους» της απάντησε η μητέρα της και η μικρή πριγκίπισσα ρίχνοντας το κεφάλι της πάνω στον ώμο της ξέσπασε σε γοερά κλάματα.
«Θα είμαι εκεί πριν προλάβω να σου λείψω» επανέλαβε η μητέρα της αλλά ο τόνος της δεν έπεισε ούτε την ίδια.
«Και αν δεν του αρέσω;» ρώτησε το μικρό τρομοκρατημένο κοριτσάκι και η μητέρα του, κρατώντας την από τους ώμους την ανάγκασε να την κοιτάξει.
«Πως θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει αυτόν τον καστανό χείμαρρο των μαλλιών σου, αυτά τα σοκολατένια μάτια και να μην γοητευτεί; Αλλά ακόμα και αυτό να συμβεί τότε είμαι σίγουρη ότι αν δεν του αρέσεις εξωτερικά δεν θα καταφέρει να αντισταθεί σε αυτό που κρύβεις μέσα σου. Την υπέροχη χρυσή σου καρδιά» της απάντησε εκείνη καθώς σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλα της με το χρυσοκέντητο μαντίλι της. Η μικρή πριγκίπισσα καταπίνοντας τα δάκρυα της έμεινε στην σιωπή. Τι θα μπορούσε να πει που δεν είχε πει ήδη;
«Πρέπει να ξεκινήσεις» την παρακάλεσε η μητέρα της με την πιο τρυφερή της φωνή και η Μάριαν χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα άλλο, ένευσε θετικά.
«Έλα» την προέτρεψε.
Η Μάριαν κλείνοντας το βιβλίο της που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, το κράτησε στην αγκαλιά της και άφησε την μητέρα της να την οδηγήσει προς την άμαξα που θα την οδηγούσε στο καινούργιο της σπίτι. Στο σπίτι όπου θα έμενε για το υπόλοιπο της ζωής της, στο κάστρο όπου ζούσε εκείνος, ο πρίγκιπας Φράνσις, ο μελλοντικός της σύζυγος.
«Ο μπαμπάς; Τ’ αδέλφια μου;» ρώτησε η Μάριαν κοιτώντας γύρω της όλους όσους είχαν μαζευτεί για να την αποχαιρετήσουν με μια βαθιά υπόκλιση.
«Ξέρεις πόσες υποχρεώσεις έχει ένας βασιλιάς πόσο μάλλον οι διάδοχοι του» ο άχρωμος τόνος της φωνής της μητέρας της έκανε την Μάριαν να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Πήγε στο κυνήγι που άκουσα ότι ετοιμάζανε και τους πήρε μαζί του! Αλλά και η αδελφή μου;» διαπίστωσε η Μάριαν και η μητέρα της σταματώντας μπροστά από την άμαξα που θα έπαιρνε την λατρεμένη της κόρη μακριά της για πάντα πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε την μικρή της στα μάτια.
«Ο πατέρας σου…»
«Είναι ευτυχισμένος που επιτέλους κατάφερε να με ξεφορτωθεί» συμπλήρωσε τα λόγια της κατεβάζοντας το βλέμμα της χαμηλά μην αντέχοντας να κοιτάει άλλο την μητέρα της στα μάτια.
«Κανείς δεν είναι ευτυχισμένος που φεύγεις» άκουσε την γνώριμη φωνή του θείου της, τον ετεροθαλή αδελφό του πατέρα της και σηκώνοντας τα μάτια της τον κοίταξε θλιμμένα.
«Κοίτα γύρω σου πριγκίπισσα μου. Κοίτα πόσοι θρηνούν που δεν θα σε έχουν πια κοντά τους» συνέχισε ο θείος της και χωρίς να νοιαστεί για τους τύπους η Μάριαν έπεσε στην αγκαλιά του.
«Δεν θέλω να φύγω. Σε παρακαλώ θείε, πάρε με μαζί σου, πάρε με μακριά…»
«Από την ευτυχία σου;» την ρώτησε δύσπιστα διακόπτοντας την με τον αυστηρό του τόνο που ήξερε και αναγνώριζε πάνω του.
«Θυμάσαι την πρώτη φορά που έπεσες από το άλογο τι σου είπα;» την ρώτησε τρυφερά ενώ γονάτιζε μπροστά της για να είναι στο ίδιο ύψος. Η Μάριαν κατένευσε για απάντηση.
«Αγκάλιασε τους φόβους σου Μάριαν, κλείσε τα μάτια και αφουγκράσου τους, νιώσε τους, γίνε ένα με αυτούς, κάνε τους δικούς σου, αγάπησε τους και θα σε αγαπήσουν και εκείνοι» επανέλαβε τα λόγια που της είχε πει κάποτε και πριν σηκωθεί ξανά άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στο μέτωπο της.
«Να είσαι πάντα ευλογημένη παιδί μου» κατέληξε με πάθος και συγκίνηση στην φωνή του ενώ πιάνοντας το χέρι της την βοήθησε να ανέβει στην άμαξα που την περίμενε για να ξεκινήσει.
«Να είσαι υπάκουη, λιγομίλητη και να θυμάσαι όλα όσα σου είπα» βιάστηκε η μητέρα της να συμπληρώσει.
«Τα θυμάμαι» είπε υπάκουα η μικρή και καθώς ο θείος της έκλεισε την πόρτα της άμαξας η Μάριαν ένιωσε να κλείνετε μέσα σε ένα χρυσό κλουβί… Ένα κλουβί που δεν ήταν φτιαγμένο για εκείνη.
Μια ιστορία βασισμένη στις σειρές "Reing - Outlander & Once Upon a Time" ... Καλή σας ανάγνωση <3
Μέρος Πρώτο
~Η ζωή που ζήσαμε~
“All alone in a strange world”
Once Upon A Time… εκεί που οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες κατείχαν όλη την εξουσία, ζούσε ένα κορίτσι που η μοίρα της είχε γραφτεί με λευκό μελάνι.
Καθισμένη μπροστά στον ολόχρυσο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας της κοίταζε το είδωλο της. Ένα είδωλο θολό να της θυμίζει ότι η ευτυχία που ήθελε να νιώσει δεν είχε έρθει ακόμη. Τα μάτια της βούρκωναν και η απελπισία που ένιωθε μέσα της μεγάλωνε λεπτό το λεπτό όλο και πιο πολύ. Η στιγμή που θα γνώριζε τον πρίγκιπα της, τον μελλοντικό της σύζυγο, τον μελλοντικό της βασιλιά είχε έρθει αλλά εκείνη δεν ένιωθε έτοιμη γι’ αυτό.
Ήταν μόλις δέκα χρονών, δεν είχε γευτεί τίποτα ακόμα και όμως η μοίρα της ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη από τα χέρια του βασιλιά της, του πατέρα της, ένα πατέρα που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κάνει άλλη μια καλή συμφωνία. Όμως είχε και την μητέρα της, μια γλυκιά ύπαρξη που την αγαπούσε με όλη της την καρδιά και η μικρή μας πριγκίπισσα δεν ήθελε τίποτα παραπάνω.
‘Πως θα μπορέσω να την αποχωριστώ;’… σκεπτόταν η μικρή μας και τα δάκρυα στα μάγουλα της έτρεχαν ποτάμι. ‘Πως θα μπορέσω να βρεθώ “ All alone in a strange world” χωρίς εκείνη και να επιβιώσω;’…
«Είναι έτοιμη η μικρή μου πριγκίπισσα;» η Μάριαν άκουσε την φωνή της μητέρα της και κλείνοντας τα μάτια της πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μόλις τα άνοιξε ξανά κοίταξε το είδωλο της μπροστά στον ολόχρυσο καθρέφτη της και βούλιαξε στην απελπισία περισσότερο.
«Ω! Χαρά της ζωής μου!» τα λόγια της μητέρα της ήρθαν από τόσο κοντά της που από το ξάφνιασμα γύρισε προς τα πίσω για να την κοιτάξει.
Η μητέρα της, γονατίζοντας μπροστά της, φυλάκισε τα χέρια της μέσα στα δικά της και την κοίταξε με την πιο στοργική της ματιά.
«Δεν είναι αυτό το τέλος πριγκίπισσα μου, αυτό σου το ορκίζομαι» της έλεγε και τα μάτια της Μάριαν δάκρυσαν περισσότερο. «Μέχρι να σου λείψω θα είμαι ξανά μαζί σου. Σου το ορκίζομαι» της έδωσε όρκο ψυχής αλλά η μικρή πριγκίπισσα δεν καθησυχάστηκε ούτε για ένα λεπτό.
«Γιατί δεν μπορείς να έρθεις μαζί μου;» την ρώτησε για μια τελευταία φορά.
«Ξέρεις τους λόγους» της απάντησε η μητέρα της και η μικρή πριγκίπισσα ρίχνοντας το κεφάλι της πάνω στον ώμο της ξέσπασε σε γοερά κλάματα.
«Θα είμαι εκεί πριν προλάβω να σου λείψω» επανέλαβε η μητέρα της αλλά ο τόνος της δεν έπεισε ούτε την ίδια.
«Και αν δεν του αρέσω;» ρώτησε το μικρό τρομοκρατημένο κοριτσάκι και η μητέρα του, κρατώντας την από τους ώμους την ανάγκασε να την κοιτάξει.
«Πως θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει αυτόν τον καστανό χείμαρρο των μαλλιών σου, αυτά τα σοκολατένια μάτια και να μην γοητευτεί; Αλλά ακόμα και αυτό να συμβεί τότε είμαι σίγουρη ότι αν δεν του αρέσεις εξωτερικά δεν θα καταφέρει να αντισταθεί σε αυτό που κρύβεις μέσα σου. Την υπέροχη χρυσή σου καρδιά» της απάντησε εκείνη καθώς σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλα της με το χρυσοκέντητο μαντίλι της. Η μικρή πριγκίπισσα καταπίνοντας τα δάκρυα της έμεινε στην σιωπή. Τι θα μπορούσε να πει που δεν είχε πει ήδη;
«Πρέπει να ξεκινήσεις» την παρακάλεσε η μητέρα της με την πιο τρυφερή της φωνή και η Μάριαν χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα άλλο, ένευσε θετικά.
«Έλα» την προέτρεψε.
Η Μάριαν κλείνοντας το βιβλίο της που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, το κράτησε στην αγκαλιά της και άφησε την μητέρα της να την οδηγήσει προς την άμαξα που θα την οδηγούσε στο καινούργιο της σπίτι. Στο σπίτι όπου θα έμενε για το υπόλοιπο της ζωής της, στο κάστρο όπου ζούσε εκείνος, ο πρίγκιπας Φράνσις, ο μελλοντικός της σύζυγος.
«Ο μπαμπάς; Τ’ αδέλφια μου;» ρώτησε η Μάριαν κοιτώντας γύρω της όλους όσους είχαν μαζευτεί για να την αποχαιρετήσουν με μια βαθιά υπόκλιση.
«Ξέρεις πόσες υποχρεώσεις έχει ένας βασιλιάς πόσο μάλλον οι διάδοχοι του» ο άχρωμος τόνος της φωνής της μητέρας της έκανε την Μάριαν να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Πήγε στο κυνήγι που άκουσα ότι ετοιμάζανε και τους πήρε μαζί του! Αλλά και η αδελφή μου;» διαπίστωσε η Μάριαν και η μητέρα της σταματώντας μπροστά από την άμαξα που θα έπαιρνε την λατρεμένη της κόρη μακριά της για πάντα πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε την μικρή της στα μάτια.
«Ο πατέρας σου…»
«Είναι ευτυχισμένος που επιτέλους κατάφερε να με ξεφορτωθεί» συμπλήρωσε τα λόγια της κατεβάζοντας το βλέμμα της χαμηλά μην αντέχοντας να κοιτάει άλλο την μητέρα της στα μάτια.
«Κανείς δεν είναι ευτυχισμένος που φεύγεις» άκουσε την γνώριμη φωνή του θείου της, τον ετεροθαλή αδελφό του πατέρα της και σηκώνοντας τα μάτια της τον κοίταξε θλιμμένα.
«Κοίτα γύρω σου πριγκίπισσα μου. Κοίτα πόσοι θρηνούν που δεν θα σε έχουν πια κοντά τους» συνέχισε ο θείος της και χωρίς να νοιαστεί για τους τύπους η Μάριαν έπεσε στην αγκαλιά του.
«Δεν θέλω να φύγω. Σε παρακαλώ θείε, πάρε με μαζί σου, πάρε με μακριά…»
«Από την ευτυχία σου;» την ρώτησε δύσπιστα διακόπτοντας την με τον αυστηρό του τόνο που ήξερε και αναγνώριζε πάνω του.
«Θυμάσαι την πρώτη φορά που έπεσες από το άλογο τι σου είπα;» την ρώτησε τρυφερά ενώ γονάτιζε μπροστά της για να είναι στο ίδιο ύψος. Η Μάριαν κατένευσε για απάντηση.
«Αγκάλιασε τους φόβους σου Μάριαν, κλείσε τα μάτια και αφουγκράσου τους, νιώσε τους, γίνε ένα με αυτούς, κάνε τους δικούς σου, αγάπησε τους και θα σε αγαπήσουν και εκείνοι» επανέλαβε τα λόγια που της είχε πει κάποτε και πριν σηκωθεί ξανά άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στο μέτωπο της.
«Να είσαι πάντα ευλογημένη παιδί μου» κατέληξε με πάθος και συγκίνηση στην φωνή του ενώ πιάνοντας το χέρι της την βοήθησε να ανέβει στην άμαξα που την περίμενε για να ξεκινήσει.
«Να είσαι υπάκουη, λιγομίλητη και να θυμάσαι όλα όσα σου είπα» βιάστηκε η μητέρα της να συμπληρώσει.
«Τα θυμάμαι» είπε υπάκουα η μικρή και καθώς ο θείος της έκλεισε την πόρτα της άμαξας η Μάριαν ένιωσε να κλείνετε μέσα σε ένα χρυσό κλουβί… Ένα κλουβί που δεν ήταν φτιαγμένο για εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου