Η Μάριαν βλέποντας
τον να μην τα παρατάει συνέχισε την ανοδική της πορεία. Φτάνοντας αρκετά ψηλά, έκατσε
σε ένα κλαδί, ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό του δέντρου και έμεινε να τον
περιμένει. Ο Φράνσις ξεφυσώντας και αγκομαχώντας από την προσπάθεια, χωρίς να
τα παρατά προσπάθησε να την φτάσει αλλά όσο ανέβαινε τόσο ένιωθε να του κόβεται
η ανάσα.
«Το δύσκολο πέρασε»
του φώναξε η Μάριαν από πιο ψηλά και σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει. «Μόλις
ανέβεις και τα τελευταία κλαδιά τότε θα καταλάβεις ότι αν ανέβεις ένα δέντρο
μπορείς να κάνεις τα πάντα» συνέχισε εκείνη. Κοιτώντας τις επιλογές του, έπιασε
το κλαδί που ήταν μπροστά του και προσπάθησε να συνεχίσει την ανάβαση του.
Σταματώντας στο κλαδί
που ήταν κοντά της, έκατσε με μεγάλη προσοχή και μόλις η πλάτη του ακούμπησε πάνω
στον κορμό έκλεισε τα μάτια και πήρε μια ανακουφιστική ανάσα. Επιτέλους, τα
είχε καταφέρει.
«Κοίτα» αναφώνησε
ενθουσιασμένη η Μάριαν και ανοίγοντας τα μάτια του παραξενευμένος κοίταξε προς
την μεριά που είχε υψώσει το χέρι της.
«Δεν είναι αξιολάτρευτα;»
συνέχισε με μια περίεργη μελαγχολία στην φωνή της κοιτώντας με θαυμασμό τα δύο
μικρά πουλάκια που ερωτοτροπούσαν σε ένα κλαδί που ήταν λίγο πιο μακριά τους.
«Δεν είναι λες και
εκείνος της τραγουδά και εκείνη χορεύει για να τον ευχαριστήσει;» τον ρώτησε
χωρίς να σταματά να κοιτάει τα δύο πουλιά που αδιαφορούσαν για την παρουσία
τους.
«Μην μου πεις ότι
τώρα θα με βάλεις να σου τραγουδήσω κιόλας» την ειρωνεύτηκε κάπως σκληρά και η
Μάριαν τον κοίταξε χαμογελώντας.
«Αν δεν απαιτήσεις να
χορέψω για να σε ευχαριστήσω ίσως και να το κάνω» του γύρισε την ειρωνεία αλλά
εννοώντας το.
«Δεν ξέρεις ούτε να
χορεύεις» διαπίστωσε με απογοήτευση λες και δεν το περίμενε ήδη και η Μάριαν
έσπευσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
«Ξέρω τα βήματα…».
«Αλλά προφανώς είσαι το
ίδιο άχαρη όπως και σε όλα τα άλλα» συμπλήρωσε για εκείνη και η Μάριαν
φέρνοντας τα πόδια της κοντά στο σώμα της, τα αγκάλιασε και άφησε το σαγόνι της
να αγγίξει τα γόνατα της.
«Γιατί δεν με άφησες
απλά να φύγω;» μουρμούρισε πληγωμένα.
«Πραγματικά θα το
έκανες;» την ρώτησε και εκείνη ένευσε θετικά. «Και θα πήγαινες που; Ξέρεις ότι
δεν μπορείς να γυρίσεις στο κάστρο σου».
«Έχει σημασία;» τον
ρώτησε χωρίς να τον κοιτά και ο Φράνσις αναστέναξε.
«Όχι δεν έχει, έτσι
κι αλλιώς δεν πρόκειται να σε αφήσω να το κάνεις» της είπε κατηγορηματικά και
γύρισε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει.
«Γιατί;» θέλησε να
μάθει και ο Φράνσις μιμούμενη την στάση της, έφερε τα γόνατα του κοντά στο σώμα
του και άφησε τα χέρια του να ακουμπήσουν επάνω τους.
«Γιατί είναι καλύτερα
να σε γυρίσω εγώ στο κάστρο παρά κάποιος από την φρουρά».
«Μα αν με αφήσεις να
φύγω…»
«Όπου και να πας θα
σε βρει και δεν πρόκειται να σε αφήσει να την γλυτώσεις με μια απλή επίπληξη.
Θα σου κάνει την ζωή σου κόλαση, θα σε κάνει να εύχεσαι να είχες γκρεμοτσακιστεί
από αυτό το ηλίθιο δέντρο πριν πέσεις στα χέρια της…» η Μάριαν μάντεψε ότι είχε
να πει και άλλα αλλά εκείνος παρέμεινε στην σιωπή χωρίς να την κοιτά.
«Την φοβάσαι;» τον
ρώτησε σοκαρισμένη από την διαπίστωση της.
«Μην γίνεσαι γελοία…
είμαι το μοναχοπαίδι της, δεν πρόκειται να μου κάνει τίποτα ότι και να κάνω».
«Και ο Κωνσταντίν;»
στο άκουσμα και μόνο του ονόματος του αδελφού του τα χέρια του σφίχτηκαν σε
γροθιές.
«Είναι ο γιος της
ερωμένης του πατέρα μου» εξήγησε και η Μάριαν ένιωσε να μπερδεύεται.
«Είναι μεγαλύτερος
από εσένα άρα ο πατέρας σου ήταν μαζί της πριν από την μητέρα σου, γιατί δεν
παντρεύτηκε εκείνη;» ήξερε ότι δεν ήταν σωστό να του κάνει τέτοιες ερωτήσεις
αλλά η περιέργεια της την ξεπερνούσε.
«Γιατί η μητέρα του
δεν είχε κάποιο τίτλο ή περιουσία, δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ βασίλισσα. Ο
παππούς μου δεν θα το επέτρεπε ποτέ αυτό» η Μάριαν μην ξέροντας τι να πει γι’
αυτό προτίμησε να μην πει τίποτα.
«Εντάξει, ανεβήκαμε
στο δέντρο, πήρες την δόση σου, τώρα μπορούμε να κατέβουμε και να γυρίσουμε
πίσω;» προσπάθησε να την πείσει αλλά η Μάριαν δεν του έκανε την χάρη.
«Δεν μπορώ να γυρίσω
πίσω» του είπε ξεκάθαρα.
«Ούτε μπορείς να
μείνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου κρυμμένη πάνω σε ένα δέντρο πόσο μάλλον να
γυρίσεις στην παλιά σου ζωή οπότε τι θα κάνεις Μάριαν;» την ρώτησε μαλακά
προσέχοντας να μην την πληγώσει παραπάνω από όσο ήταν ήδη πληγωμένη.
«Θα ψάξω να βρω το
μοναδικό μέρος που ξέρω ότι θα μπορέσω να είμαι ευτυχισμένη» του είπε με
απόλυτη σιγουριά ενώ κοίταζε με πείσμα ευθεία μπροστά της.
«Και μπορώ να μάθω
ποιο είναι αυτό το μέρος;» προσπάθησε να της κλέψει όσες περισσότερες
πληροφορίες μπορούσε αλλά η Μάριαν χωρίς να πονηρευτεί ότι την ψάρευε του
απάντησε χωρίς να διστάσει.
«Στην Μινεάπολη» του
είπε και ο Φράνσις έμεινε να την κοιτά προσπαθώντας πολύ σκληρά να θυμηθεί που
μπορεί να είναι αυτό το μέρος.
«Μινεάπολη;»
επανέλαβε και καθώς η Μάριαν κατένευσε κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν το
γνωρίζω αυτό το μέρος. Είναι εδώ στην Γαλλία;» προσπάθησε να μάθει περισσότερα.
«Όχι είναι στην
Αμερική» του απάντησε εκείνη και τα έχασε τελείως.
«Δεν ξέρω ποιος σου
έχει μιλήσει γι’ αυτό το μέρος αλλά είμαι απόλυτα σίγουρος σε όποιον χάρτη και
να κοιτάξει θα ανακαλύψεις ότι δεν υπάρχει ούτε αυτή η Αμερική που λες αλλά
ούτε και η Μινεάπολη».
«Μα φυσικά και
υπάρχουν» αναφώνησε αμυντικά. «Είναι το μοναδικό μέρος που δεν έχει βασιλιάδες
και υπηρέτες, που όλα τα παιδιά μπορούν να μάθουν γράμματα και όλοι είναι ίσοι
μεταξύ τους. Είναι το μοναδικό μέρος που ο κάθε ένας έχει ευκαιρία στην
ευτυχία, που μπορεί να αγαπήσει και να αγαπηθεί γι’ αυτό ακριβώς που είναι και
να κάνει κάθε του όνειρο πραγματικότητα» συνέχισε με πείσμα και ο Φράνσις
άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά.
«Ω! Κακόμοιρη Μάριαν,
πόσο αφελής μπορείς να είσαι;».
«Δεν είμαι αφελής,
υπάρχει και μπορώ να σου το αποδείξω» επέμενε η Μάριαν και ο Φράνσις έκανε για
λίγο πίσω.
«Πως;» την ρώτησε και
η Μάριαν πήρε μια ανάσα.
«Έχω ένα βιβλίο που
γράφει τα πάντα γι’ αυτό το μέρος» του εξήγησε και εκείνος έσμιξε τα φρύδια του
με απορία.
«Και ποιος σου το
έδωσε αυτό το βιβλίο;» συνέχισε τις απορίες του.
«Δεν… δεν ξέρω»
απάντησε η Μάριαν ηττημένα. «Το βρήκα ανάμεσα στα δώρα που μου κάνανε στα
περσινά μου γενέθλια αλλά δεν έγραφε από ποιον ήταν».
«Τώρα περισσότερο από
πριν είμαι σίγουρος ότι σε κορόιδεψαν και πολύ άσχημα μάλιστα» της είπε με
βεβαιότητα και η Μάριαν ξεφυσώντας εκνευρισμένα τύλιξε τα χέρια της γύρω από τα
πόδια της και κοίταξε μουτρωμένη μπροστά αποφεύγοντας το κοροϊδευτικό του
βλέμμα.
«Μα πραγματικά
πίστεψες ότι μπορεί να υπάρχει ένα μέρος χωρίς βασίλεια;» την ρώτησε δύσπιστα
και καθώς την είδε να γυρίζει το κεφάλι της από την άλλη νευριασμένα κούνησε το
κεφάλι του χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι η μοίρα του ήταν να περάσει το
υπόλοιπο της ζωής του με ένα τόσο πεισματάρικο και ανεγκέφαλο πλάσμα σαν
εκείνη.
«Μην νευριάζεις μαζί
μου επειδή είσαι τόσο χαζή και ευκολόπιστη ώστε να πιστεύεις σε παραμύθια» την
κατηγόρησε και το πείσμα της Μάριαν έγινε πιο ισχυρό.
«Δεν νευριάζω μαζί
σου με τον παππού σου είμαι οργισμένη που δεν κράτησε ούτε μια υπόσχεση από
όσες μου έδωσε και τώρα είναι νεκρός και δεν μπορώ να τον βρω για να απαιτήσω
να μου δώσει την ζωή μου πίσω» του είπε και ο Φράνσις έμεινε να την κοιτά χωρίς
να μπορεί να πιστέψει τα λόγια της.
«Τι σου υποσχέθηκε
ακριβώς;» δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί.
«Μου υποσχέθηκε ότι
δεν θα άλλαζε τίποτα…» είπε καταρρακωμένη με το σαγόνι της να τρέμει από οργή
και απελπισία. «Μου υποσχέθηκε ότι μαζί σου δεν θα χρειαζόταν να κρύβομαι, ότι
θα μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου και να με αγαπήσεις γι’ αυτό ακριβώς που
είμαι. Μου είπε ότι στα μάτια σου θα έβρισκα έναν φίλο, έναν σύμμαχο, έναν
άνθρωπο που θα με καταλάβαινε, θα με προστάτευε, θα με είχε ανάγκη όσο ακριβώς
θα σε είχα και εγώ» καθώς η φωνή της έσπασε στο τέλος σταμάτησε να μιλά και
ακουμπώντας το μέτωπο της πάνω στα γόνατα της προσπάθησε να κρύψει από εκείνον
το πόσο πόναγε τώρα που καταλάβαινε ότι αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ.
«Τότε καλά κάνεις και
είσαι οργισμένη μαζί του γιατί, λυπάμαι που θα το μάθεις από μένα, αλλά ο
παππούς μου σου είπε ψέματα. Καταρχήν έχω αρκετούς φίλους και σίγουρα δεν
χρειάζομαι ακόμα έναν ιδίως ένα μικρό μυξιάρικο κορίτσι που δεν σκέφτεται ποτέ
πριν μιλήσει. Που ότι και να πει, ότι και να κάνει, το μόνο που θα καταφέρνει πάντα
θα είναι να μου δημιουργεί προβλήματα… όσο το να σε έχω ανάγκη, εντάξει αυτό
και αν είναι ένα κακόγουστο αστείο» εκεί που ο Φράνσις περίμενε ότι θα ακούσει
ένα υστερικό κλάμα και θα τον έκανε να βλαστημήσει την ώρα και την στιγμή που
είχε έρθει να την βρει πριν την φρουρά του κάστρου για να την γυρίσει πίσω εκεί
η Μάριαν σήκωσε το κεφάλι της με απόλυτη υπερηφάνεια σαν μόλις να είχε βρει
ξανά την δύναμη που είχε χάσει όλη αυτήν την ώρα.
«Ξέρεις κάτι; Και εγώ σου είπα ψέματα» είπε με
σταθερή φωνή και καθώς σηκώθηκε όρθια τον κοίταξε κατάματα.
«Μου είπες ψέματα;»
επανέλαβε ενώ σηκωνόταν και εκείνος όρθιος τελείως μπερδεμένος και από τα λόγια
της αλλά και από την στάση της.
«Το δύσκολο δεν είναι
να ανέβεις σε ένα δέντρο, αλλά να το κατέβεις» εξήγησε και καθώς του έκανε
νόημα να κοιτάξει προς τα κάτω ο Φράνσις, βλέποντας το τεράστιο κενό από κάτω
του αυτόματα αγκάλιασε τον κορμό του δέντρου τρομοκρατημένος καθώς κατάλαβε
ακριβώς τι εννοούσε.
«Δεν πρόκειται να με
αφήσεις εδώ πάνω μόνο μου» είπε σοκαρισμένος μόλις διαπίστωσε ότι αυτό ακριβώς
είχε σκοπό να κάνει.
«Καλή τύχη» του
επιβεβαίωσε τις υποψίες του και καθώς του γύρισε την πλάτη άρχισε να πηδάει από
κλαδί σε κλαδί με τόση ευκολία και γρηγοράδα που του έκοψε την ανάσα.
«Μάριαννννν» φώναξε
με όλη του την δύναμη αλλά ήταν αργά, η Μάριαν δεν θα ξαναγύριζε ήταν σίγουρος
πια.
«Που να σε πάρει ο
διάολος» βλαστήμησε με οργή και προσπαθώντας πολύ σκληρά να μην κοιτάξει κάτω
προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα τι να κάνει.
Έπρεπε να κατέβει, δεν
υπήρχε άλλη λύση, το να τον βρει εδώ η φρουρά του κάστρου και μάλιστα σε αυτήν
την κατάσταση, όχι μόνο να πληγωνόταν η υπερηφάνεια του αλλά και η μητέρα του,
μετά από αυτό, σίγουρα θα διέταζε να την θανατώσουν.
‘Γιατί να με νοιάζει τι θα της κάνουν;’… σκέφτηκε για μια
στιγμή. Σίγουρα αν το έκανε θα τον απελευθέρωνε από αυτό το ακατέργαστο πλάσμα
που το μόνο που κάνει είναι να του δημιουργεί προβλήματα. Αλλά από την άλλη, αν
το έκανε αυτό η μητέρα του εκείνος θα μπορούσε ποτέ να αντέξει τις τύψεις επειδή
θα ήταν η αιτία γι’ αυτό το τραγικό της τέλος;
«Μάριαννννν» φώναξε
ξανά και προσπάθησε με δειλά βήματα να κάνει το πρώτο βήμα ώστε να προσπαθήσει
να κατέβει από το δέντρο και να την προλάβει πριν καταφέρει να το σκάσει.
«Εντάξει έχεις
δίκιο…» συνέχισε προσπαθώντας σκληρά να κάνει τα λόγια του να φανούν αληθοφανή.
«Σε έχω ανάγκη, σε χρειάζομαι, σε παρακαλώ μην φεύγεις. Θα σε δεχτώ όπως είσαι,
μαζί μου δεν θα χρειάζεσαι να προσποίησε. Θα γίνω φίλος σου, σύμμαχος σου, θα
εκπληρώσω ότι σου υποσχέθηκε ο παππούς μου, θα το κάνω, σου το ορκίζομε απλά…»
καθώς το πόδι του γλίστρησε έκοψε την φράση του στην μέση και πιάστηκε με όλη
του την δύναμη από το κλαδί που ήταν από πάνω του κλείνοντας τα μάτια για να
καταλαγιάσει τους παλμούς της καρδιάς του που κάλπαζαν τόσο ξέφρενα.
«Μα που διάολο
είσαι;» φώναξε εξαγριωμένος πια ενώ πάλευε για μια ανάσα. Ακούγοντας την
στριγκλιά της η καρδιά του σταμάτησε αυτόματα να χτυπά.
«Μάριαν» φώναξε
αγχωμένα και προσπάθησε να την βρει με το βλέμμα του.
«Φράνσιςςςς» την
άκουσε να τον φωνάζει τρομοκρατημένα και μόλις κατάλαβε ότι κάτι κακό της είχε
συμβεί, ξεχνώντας και το ύψος ξεχνώντας τα όλα προσπάθησε να κατέβει ώστε να
μπορέσει να την βρει.
«Μάριαν που είσαι;»
απαίτησε να του πει για να μπορέσει να ακολουθήσει τον ήχο της φωνής της ώστε
να καταφέρει να την βρει πιο γρήγορα.
«Φράνσις… τα χέρια
μου… δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο» φώναζε μέσα από τα αναφιλητά της απελπισμένα.
«Κρατήσου» απαίτησε ο
Φράνσις αλλά από όσο μπορούσε να καταλάβει από την φωνή της αυτό μάλλον ήταν
κάτι πολύ δύσκολο.
«Δεν μπορώωωω»
σπάραξε και μόλις κατέβηκε ένα κλαδί πιο κάτω και την εντόπισε να κρατάει ένα
κλαδί με τα δύο της χέρια και να κρέμεται κουνώντας τα πόδια της του κόπηκε η
ανάσα.
«Σε βλέπω… κρατήσου
έρχομαι» της είπε για να της δώσει κουράγιο.
«Κάνε γρήγορα» τον
παρακάλεσε και ο Φράνσις, με την αδρεναλίνη του να χτυπάει κόκκινο προσπάθησε
να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε ελπίζοντας να καταφέρει να φτάσει κοντά της
πριν να είναι αργά.
«Φράνσις» σπάραξε ξανά η Μάριαν και μόλις
κατάφερε να πατήσει πάνω στο κλαδί όπου
κρεμόταν εκείνη γονάτισε με μεγάλη προσοχή.
«Εδώ είμαι.
Προσπάθησε να μην κουνιέσαι γιατί το κάνεις χειρότερο» την ορμήνευσε και
κοίταξε γύρω του ώστε να δει τι επιλογές είχε.
«Θα προσπαθήσω να σε
σηκώσω επάνω εντάξει;» της είπε και καθώς εκείνη κατένευσε ο Φράνσις έτεινε το
ένα του χέρι μπροστά.
«Πιάσε το χέρι μου»
της ζήτησε επιτακτικά και μόλις εκείνη το έκανε πριν προλάβει να της το πιάσει
ο Φράνσις, το χέρι της που κρατούσε ακόμα τον κορμό γλίστρησε και η Μάριαν με
μια δυνατή στριγκλιά βρέθηκε να πέφτει στο κενό.
«Μάριαν» φώναξε ο
Φράνσις αντανακλαστικά αλλά ήταν αργά. Από το σημείο που ήταν δεν μπορούσε να
κάνει τίποτα.
Με την καρδιά του να
χτυπάει ξέφρενα, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κατεβαίνει από το δέντρο με
τέτοια γρηγοράδα που εξέπληξε μέχρι και τον ίδιο. Μόλις έφτασε σε ένα κλαδί που
ήταν αρκετά κοντά από το έδαφος, έδωσε ένα σάλτο και βούτηξε στο μικρό κενό. Η
Μάριαν που είχε κατρακυλήσει λίγο πιο πέρα, έστεκε ακίνητη ενώ το πρόσωπο της
είχε χωθεί μέσα στο χορτάρι. Τρέχοντας κοντά της, την γύρισε ανάσκελα και μόλις
κατάλαβε ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της άρχισε να την ταρακουνά.
«Μάριαν» φώναξε με
αγωνία. «Μάριαν σε παρακαλώ άνοιξε τα μάτια σου» την παρακάλαγε απελπισμένος
καθώς την ανασήκωνε στην αγκαλιά του. «Μην μου το κάνεις αυτό σε παρακαλώ»
συνέχιζε και η Μάριαν χωρίς να μπορεί να κρατηθεί άλλο προσπάθησε να κρύψει το
γέλιο της αλλά ήταν αργά ο Φράνσις το είχε ήδη προσέξει.
«Με κοροϊδεύεις;»
αναφώνησε και ανοίγοντας τα μάτια της άρχισε να γελά πιο δυνατά.
«Δεν το πιστεύω ότι
το έκανες αυτό» της είπε εκνευρισμένα ενώ την άδειαζε πάλι στο έδαφος και έκανε
πιο πίσω αηδιασμένος για να μην την ακουμπά.
«Ω! Κακόμοιρε
Φράνσις…» τον ειρωνεύτηκε ενώ ανακαθόταν για να μπορεί να είναι στο ίδιο ύψος
και μόλις την κοίταξε δολοφονικά εκείνη το χόντρυνε περισσότερο. «Μην
νευριάζεις μαζί μου επειδή είσαι τόσο ευκολόπιστος».
«Ευκολόπιστος;»
επανέλαβε δύσπιστα. «Δηλαδή εσύ αν με άκουγες να τσιρίζω και να σου ζητάω
βοήθεια τι θα πίστευες;»
«Εσύ ζήτησες την
βοήθεια μου. Τι περίμενες να κάνω; Να γυρίσω πίσω και να σου κρατάω το χεράκι;
Δεν ξέρω αν το παρατήρησες αλλά είσαι πολύ πιο ψηλός από μένα και σίγουρα πιο
βαρύς» του απάντησε εκείνη και ο Φράνσις πήρε μια βαθιά ανάσα για να καλμάρει
τα νεύρα του.
«Δηλαδή όλο αυτό το
έκανες για να με κάνεις να κατέβω από το δέντρο;» ακόμα δεν μπορούσε να το
πιστέψει.
«Μπορεί να είναι
παλιό το κόλπο αλλά πάντα πιάνει» του είπε συνωμοτικά ενώ του έκλεινε το
μάτι.
«Και χρειαζόταν να
πέσεις και να κάνεις το ψόφιο κοριό; Δεν μπορούσες απλά να με αφήσεις να σε
βοηθήσω να ανέβεις πάλι;» συνέχισε τις απορίες του ενώ ακόμα πάλευε να καταπιεί
με μεγάλο κόπο ότι ένα μυξιάρικο μικρό κορίτσι του την είχε φέρει και μάλιστα
με τόση ευκολία ενώ από πάνω τώρα δεν μπορούσε να της πει και τίποτα γιατί που
να την πάρει είχε απόλυτο δίκιο. Το κόλπο της μπορεί να τον είχε κάνει να
φοβηθεί όσο δεν είχε φοβηθεί ποτέ ξανά στην ζωή του αλλά τον είχε κάνει να
ξεπεράσει και όλες τις άλλες του φοβίες.
«Και να χάσω όλη την
πλάκα;» τον ρώτησε με δυσπιστία και έκανε το αίμα του να ανέβει στο κεφάλι.
«Πλάκα; Που την είδες
εσύ την πλάκα;» απαίτησε να μάθει.
«Ω! Έλα τώρα,
παραδέξου το, ΕΙΧΕ πολύ πλάκα» συνέχισε απτόητη χωρίς να σταματά να γελά.
«Σταμάτα να με
κοροϊδεύεις, δεν είναι αστείο» γκάριξε ενώ ένιωθε μέσα του ότι ήθελε όσο τίποτα
να την πνίξει με τα ίδια του τα χέρια για να σταματήσει να γελάει μαζί του.
«Εντάξει, εντάξει,
δεν θα σε κοροϊδέψω ξανά… αλλά είχε πλάκα» καθώς την αγριοκοίταξε εκείνη
αναστέναξε και σήκωσε τα χέρια της ψηλά σαν να παραδίνονταν.
«Τώρα είμαστε φίλοι;»
τον ρώτησε και την κοίταξε με ύφος που της έλεγε ‘Με δουλεύεις;’.
«Τώρα ποια είναι η
ευκολόπιστη;» της γύρισε το καρφί που του είχε πετάξει λίγο πριν και το πρόσωπο
της παραμορφώθηκε από το σοκ που διαπέρασε την ματιά της.
«Δηλαδή μου είπες
ψέματα;» πραγματικά δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Πραγματικά είσαι
τόσο χαζή ή απλά το παίζεις για μπορείς να κοροϊδεύεις τον κόσμο;» φυσικά για
τον Φράνσις ήταν μια ρητορική ερώτηση αλλά η Μάριαν δεν μπορούσε να τον αφήσει
άλλο να της το κάνεις αυτό, όχι χωρίς να το πληρώσει.
«Εγώ φταίω που σε
βοήθησα να κατέβεις. Έπρεπε να σε αφήσω εκεί κακομοίρη μου και να γίνεις ρεζίλι
από την βασιλική φρουρά. Θα το ευχαριστιόμουν με όλη μου την ψυχή καθώς θα
άκουγα τους πάντες να σιγομουρμουρίζουν πίσω από την πλάτη σου ότι ο διάδοχος
του θρόνου είναι τόσο δειλός που δεν μπορεί να κατέβει ούτε από ένα δέντρο…»
άρχισε να τον περιγελάει κοροϊδευτικά και καθώς ο Φράνσις τα πήρε στο κρανίο
την έπιασε από τους ώμους και άρχισε να την ταρακουνά.
«Σκάσε…» απαίτησε
αλλά η Μάριαν δεν έκανε πίσω.
«Ότι ο διάδοχος του
θρόνου είναι τόσο δειλός που δεν μπορεί να πολεμήσει αν δεν ξέρει από την αρχή
ότι θα κερδίσει…» το συνέχισε και ο Φράνσις από αντίδραση της άστραψε ένα
χαστούκι.
«Σκάσε…»
«Ότι ο διάδοχος του
θρόνου είναι τόσο δειλός που χαστουκίζει ένα κορίτσι γιατί δεν αντέχει την
αλήθεια» του γύρισε κρατώντας το μάγουλο της.
«Σκάσε… σκάσε… σκάσε
πια» άρχισε να λέει απανωτά ενώ την ταρακουνούσε και η Μάριαν έβαλε τα χέρια
της αμυντικά πάνω στο στήθος του.
«Αφού με σιχαίνεσαι
τόσο πολύ γιατί έτρεξες να με σώσεις;» του φώναξε εξαγριωμένη κοιτώντας τον
κατάματα.
«Θες να φύγεις; Κάν’
το… φύγε εξαφανίσου από εδώ και φρόντισε να μην σε δω ποτέ ξανά στην ζωή μου»
της είπε και βάζοντας όλη του την δύναμη την έσπρωξε μακριά του.
Βάζοντας τα χέρια της
μπροστά για να προστατέψει το κεφάλι της πριν χτυπήσει πάνω στο χορτάρι, έβαλε
δύναμη στις παλάμες της και ανασήκωσε τον κορμό της.
«Αν θες να
κατηγορήσεις κάποιον για τα χάλια σου, κατηγόρησε την μάνα σου όχι εμένα» του
είπε σκληρά και καθώς σηκώθηκε όρθια άρχισε να πηγαίνει προς τα άλογα αλλά
ξαφνικά σταμάτησε.
«Έρχεται η βασιλική
φρουρά» αναφώνησε με την ψυχή στο στόμα και ο Φράνσις πετάχτηκε όρθιος σαν
ελατήριο και άρχισε να κοιτάει γύρω του.
«Που τους είδες;» την
ρώτησε ενώ έσβησε την απόσταση που τους χώριζε.
«Τα πουλιά εκεί τα
βλέπεις;» του έδειξε πέρα μακριά ένα σμήνος πουλιών που πετάγανε προς όλες τις
κατεύθυνσης σαν να ένιωθαν απειλή.
«Είναι πολύ κοντά.
Πρέπει να φύγουμε τώρα» είπε ο Φράνσις επιτακτικά και πιάνοντας την από το
μπράτσο άρχισε να τρέχει παρασέρνοντας και την Μάριαν μαζί του.
Φτάνοντας στα άλογα ο
Φράνσις τράβηξε τα γκέμια από το καστανό άλογο που είχε ιππεύσει πριν η Μάριαν
και το κράτησε για να την βοηθήσει να ανέβει. Η Μάριαν, πιάνοντας νευριασμένα
τα γκέμια από τα χέρια του έβαλε το πόδι της στο υποπόδιο της σέλας και
πιάνοντας την σέλα γερά ανέβηκε με μεγάλη ευκολία. Ο Φράνσις καταλαβαίνοντας
ότι ήταν έτοιμη να το σκάσει πάλι, ανέβηκε και ο ίδιος στο άλογο του και την
κοίταξε αυταρχικά.
«Ακολούθησε με» την
διέταξε και η Μάριαν τον κοίταξε οργισμένα.
«Και γιατί να το κάνω
αυτό;» τον ρώτησε. Χωρίς να την κοιτά απάντησε ξεψυχισμένα.
«Γιατί είναι ο
μοναδικός τρόπος για να σώσεις την ζωή σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου