Μόλις έφτασαν στο
κάστρο, ο Φράνσις κατευθύνθηκε προς την είσοδο τροφοδοσίας με την Μάριαν να τον
ακολουθεί. Σταματώντας έξω από τις ανοιχτές πόρτες σταμάτησε το άλογο του και
αφού το ξεκαβάλησε με σβελτάδα την βοήθησε να κατέβει από το άλογο της, την
έπιασε από το χέρι και άρχισε να την τραβά προς τα μέσα. Από τις σκάλες που
χρησιμοποιούσαν οι υπηρέτες για να μεταφέρονται μέσα στο κάστρο, την ανέβασε
μέχρι τον όροφο που ήταν η κάμαρα της και μόλις έφτασε στην πόρτα που έβγαζε
στον διάδρομο την άνοιξε ελάχιστα για να κοιτάξει αν υπήρχε κάποιος φρουρός απ’
έξω.
Βλέποντας να μην
υπάρχει κανείς στο διάδρομο, κράτησε το χέρι της σφιχτά μέσα στο δικό του και
μαζί άρχισαν να τρέχουν για να φτάσουν στο δωμάτιο της πριν τους πάρει κανείς
είδηση. Ανοίγοντας την πόρτα της, ξεχνώντας να κοιτάξει αν είναι κανείς από την
άλλη μεριά την έβαλε γρήγορα μέσα. Δεν είχε σκοπό να την ακολουθήσει μέσα στην
κάμαρη της αλλά μόλις άκουσε την κραυγή έκπληξης που βγήκε από μέσα της δεν του
πήγε η καρδιά να την αφήσει μόνη. Ήταν σίγουρος για ποιον λόγο είχε ξαφνιαστεί
τόσο και δεν έπεσε έξω. Στην κάμαρα της ήταν τέσσερις φρουροί, τέσσερις
υπηρέτριες καθώς και ο γιατρός του κάστρου. Ο Φράνσις δεν μπορούσε να φανταστεί
τι ήθελαν όλοι αυτοί μέσα στην κάμαρα της αλλά κοιτώντας την μητέρα του που
καθόταν σε μια τεράστια καρέκλα που λογικά την είχαν φέρει από την δική της
κάμαρη, δεν έκατσε να το επεξεργαστεί.
«Κρατήστε την» άκουσε
την μητέρα του να διατάζει τους φρουρούς που είχε μαζί της και αυτόματα έβαλε
το σώμα του μπροστά από το δικό της για να την προφυλάξει από την οργή της.
«Όχι» είπε γρήγορα
σηκώνοντας το ένα του χέρι ψηλά για να σταματήσει τους φρουρούς. «Μητέρα μην το
κάνεις αυτό. Δεν φταίει εκείνη εγώ την παρέσυρα» είπε γρήγορα για να την
μεταπείσει και η μητέρα του τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Αλήθεια; Και πως
ακριβώς δηλαδή την παρέσυρες;» τον ρώτησε με έναν τόσο ήρεμο τόνο που τον έκανε
να ανατριχιάσει ολόκληρος.
«Προσπάθησε να μου
ζητήσει συγνώμη αλλά ήμουν τόσο θυμωμένος μαζί της που ήθελα να την τιμωρήσω
οπότε της είπα ότι αν ήθελε να εξιλεωθεί τότε θα έπρεπε να με ακολουθήσει στο
δάσος με το άλογο» εξήγησε γρήγορα και η μητέρα ανασήκωσε τα φρύδια της με
περιέργεια.
«Και πως ακριβώς την
τιμώρησες εκπληρώνοντας τα συζυγικά σου καθήκοντα πριν από τον γάμο;» συνέχισε
στον ίδιο ήρεμο τόνο.
«Τι πράγμα;» την
ρώτησε ξαφνιασμένος και η μητέρα του έβγαλε κάτω από την κουβέρτα που είχε πάνω
στα πόδια της τον κορσέ και την μπλούζα της Μάριαν.
«Αρνείσαι ότι είναι
δικά της;» τον ρώτησε ικανοποιημένη από το σοκαρισμένο του ύφος.
«Όχι μαμά, δεν
καταλαβαίνεις, αυτό… δεν είναι αυτό που νομίζεις» είχε χάσει στην κυριολεξία τα
λόγια του αλλά πάλευε να κρατήσει την ψυχραιμία του με νύχια και με δόντια.
Δεν ήθελε να δει την
μητέρα του να κάνει στην Μάριαν ότι έκανε σε οποιονδήποτε άλλο τόλμαγε να την
παρακούσει.
«Και τι ακριβώς
είναι;» ο Φράνσις σε μια στιγμή σύγχυσης γύρισε και κοίταξε για λίγο την Μάριαν
πριν μιλήσει ξανά.
«Ήταν δικό μου λάθος…
ε… έπεσα από το άλογο και η Μάριαν απλά ήθελε να με βοηθήσει» προσπάθησε να
σώσει την κατάσταση με την αλήθεια αλλά η μητέρα του είχε ήδη σηκωθεί και ήξερε
ακριβώς τι θα επακολουθούσε.
Σε μια απελπισμένη
του προσπάθεια έβαλε τα χέρια του πίσω για να την προστατέψει και έκανε το σώμα
του αμυντικά δύο βήματα μακριά από την μητέρα του.
«Δεν μπορούσα να
γυρίσω… είχα τρομοκρατηθεί τόσο πολύ που δεν ήθελα να ανέβω με τίποτα πάνω στο
άλογο και εκείνη… εκείνη για να με κάνει να ξεχάσω τον φόβο μου πρότεινε να
σκαρφαλώσουμε σε ένα δέντρο» συνέχισε με την καρδιά του να χτυπάει στο στήθος
του γρήγορα.
«Και τα ρούχα της
γιατί τα έβγαλε; Για να κάνει την θέα πιο ενδιαφέρουσα;» τον περιγέλασε αλλά ο
Φράνσις δεν τα έχασε.
«Όχι, τα έβγαλε γιατί
δεν μπορούσε να αναπνεύσει» είπε την αλήθεια αλλά ήταν πια αργά, η μητέρα του
είχε ήδη βγάλει τα δικά της συμπεράσματα.
«Κρατήστε τον»
διέταξε επιτακτικά και μόλις οι δύο φρουροί τον πλησίασαν εκείνος προσπάθησε να
τους ξεφύγει.
«Σε παρακαλώ μητέρα
μην το κάνεις αυτό. Δεν έφταιγε εκείνη σου το ορκίζομαι» φώναζε καθώς τον
έπαιρναν μακριά από την Μάριαν αλλά η μητέρα του δεν άκουσε λέξει από όσα της
είχε πει.
«Λέει την αλήθεια;»
ρώτησε την Μάριαν και εκείνη τρομοκρατημένη ένευσε χωρίς να είναι ικανή να
ορθώσει λέξη.
Το χαστούκι που
δέχτηκε σαν απάντηση από την βασίλισσα ήταν τόσο δυνατό που δεν μπόρεσε να
κρατήσει την κραυγή της την στιγμή που σωριαζόταν στο πάτωμα.
«Πάρτε την» διέταξε
στις δύο υπηρέτριες και καθώς εκείνες έσπευσαν να το κάνουν ο Φράνσις είδε μια
υπηρέτρια που είχε μείνει πίσω να κρατάει ένα σεντόνι ενώ μια άλλη βοηθούσε τον
γιατρό να πλύνει τα χέρια του.
«Μαμά τι πας να κάνεις;»
αναφώνησε με την αγωνία ότι θα μπορούσα να κάνουν κάποιο κακό στην Μάριαν.
«Αν δεν την έχεις
ακουμπήσει, τίποτα» του απάντησε εκείνη και η καρδιά του άρχισε να καλπάζει
περισσότερο.
«Σου το ορκίζομαι
ούτε καν την άγγιξα. Άφησε την ήσυχη» φώναξε ενώ πάλευε να ξεφύγει από το
σφιχτό κράτημα των φρουρών.
«Τότε δεν έχεις να
φοβάσαι τίποτα» του είπε η βασίλισσα γυρίζοντας του την πλάτη της.
«Μαμά» τσίριξε αλλά
εκείνη δεν του έδωσε άλλη σημασία.
«Όποτε είσαστε
έτοιμοι» έδωσε εντολή στον γιατρό και τις υπηρέτριες και καθώς οι δύο πρώτες
υπηρέτριες άπλωσαν το σεντόνι μπροστά από την Μάριαν οι άλλες δύο άρχισαν να
την βοηθάνε να βγάλει την κάπα της και το παντελόνι.
Τα μάτια της Μάριαν έπαιζαν
σαν τρελά κοιτώντας γύρω της τρομοκρατημένα. Ο Φράνσις από το ύφος της και μόνο
κατάλαβε ότι ήθελε να αντισταθεί, να βρει έναν τρόπο να το σκάσει αλλά ήταν
τόσο περικυκλωμένη από παντού που ότι και να έκανε δεν θα κατάφερνε τίποτα.
Μόλις οι δύο υπηρέτριες που την βοήθησαν να ξεντυθεί πήγαν στο πλάι και σήκωσαν
και αυτές τις άκρες του σεντονιού ώστε να είναι προφυλαγμένη από τα μάτια όσων
ήταν μέσα στο δωμάτιο ο γιατρός της ζήτησε να σηκώσει το μεσοφόρι της ψηλά και
να ανοίξει τα πόδια της.
Τα μάτια της δάκρυσαν
κοίταξε για λίγο γύρω της και μόλις στάθηκαν στα μάτια της βασίλισσας την
παρακάλεσε με το ύφος της να την λυπηθεί. Φυσικά ο Φράνσις ήξερε ότι δεν υπήρχε
τέτοια περίπτωση και γι’ αυτό έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή ώστε να
μπορέσει να καλμάρει τις τύψεις που τον βασάνιζαν. Όλα έγιναν εξαιτίας του,
ακόμα και αν την είχε γλυτώσει από τον θάνατο ωστόσο δεν είχε καταφέρει να την
γλυτώσει από τον εξευτελισμό που έμελε να περάσει τώρα.
«Έχεις να κρύψεις
κάτι πριγκίπισσα Μάριαν» την ρώτησε η βασίλισσα χωρίς να υπάρχει ίχνος
συμπάθειας στην φωνή της.
«Όχι» είπε κουνώντας
το κεφάλι της με βία αρνητικά καθώς τα δάκρυα της έτρεχαν πια ακατάπαυστα.
«Τότε αφήστε τον
γιατρό να κάνει την δουλειά του» την διέταξε και χωρίς να έχει άλλη επιλογή
τελικά υπάκουσε.
Ο γιατρός γονάτισε
για μια στιγμή και μόλις η Μάριαν έβγαλε μια πνιχτή κραυγή μέσα από τα
αναφιλητά της εκείνος σηκώθηκε ξανά και κοίταξε την βασίλισσα του με το αυστηρά
επαγγελματικό του ύφος.
«Είναι ανέγγιχτη»
δήλωσε και καθώς η βασίλισσα κατένευσε χωρίς να δηλώνει στο πρόσωπο της αν ήταν
ευχαριστημένη ή όχι από αυτό το νέο που είχε μόλις ακούσει γύρισε την ματιά της
προς τους φρουρούς που ήταν δίπλα στην Μάριαν.
«Δώστε της να φορέσει
την κάπα της και οδηγήστε την στο νέο της δωμάτιο» έδωσε την εντολή της και
γύρισε την ματιά της προς τις υπηρέτριες. «Μόνο νερό και ψωμί για πέντε μέρες».
«Μάλιστα
μεγαλειοτάτη» είπαν αμέσως όλες οι υπηρέτριες μαζί με μια βαθιά υπόκλιση και
όλοι τρέξανε να εκπληρώσουν το θέλημα της.
«Αφήστε μας» διέταξε
στους φρουρούς και τον γιατρό που είχαν παραμείνει μέσα στο δωμάτιο περιμένοντας
την εντολή της και αφού υποκλίθηκαν μπροστά της όλοι ακολούθησαν την συνοδεία
της Μάριαν.
«Την επόμενη φορά δεν
θα είμαι τόσο επιεικής μαζί σου» είπε η βασίλισσα στον γιο της και εκείνος
κατένευσε καταλαβαίνοντας ακριβώς τι εννοούσε.
Η μητέρα του δεν
μπορούσε να αγγίξει τον γιο της… όχι σωματικά τουλάχιστον αλλά μπορούσε να
σακατέψει οποιονδήποτε άλλο ήταν κοντά του ιδίως εκείνους για τους οποίους νοιαζόταν.
«Και τώρα θέλω την
αλήθεια» απαίτησε και ο Φράνσις ξεφύσησε ηττημένα.
«Αυτή είναι η αλήθεια
μητέρα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο» της είπε αποκαρδιωμένος και εκείνη καθώς
ένευσε θετικά του γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Μένοντας μόνος μέσα
στο δωμάτιο της ένιωσε ότι ήθελε να ανοίξει η γη για να τον καταπιεί. Ο παππούς
του ήξερε πολύ καλά τι είχε κάνει αλλά πως περίμενε ότι θα μπορούσε ποτέ ένα
δεκάχρονο και τόσο αφελές κοριτσάκι να καταφέρει να πάει κόντρα σε αυτόν τον
κέρβερο;
*~*~*
Μόλις οι πέντε μέρες
μέσα σε ένα σκοτεινό πέτρινο κελί με μοναδικό παράθυρο μια ημικύκλια τρύπα που
χώραγε ίσα το μισό της κεφάλι χωρίς τζάμι και με ένα αχυρένιο στρώμα στο πάτωμα
πέρασαν, η Μάριαν τρομερά αδύναμη, παγωμένη μέχρι το κόκαλο και άπλυτη, μπήκε
μέσα στο δωμάτιο της. Αφήνοντας τις υπηρέτριες να την βοηθήσουν, έβγαλε την
κάπα και το μεσοφόρι που ήταν τα μοναδικά ρούχα που φορούσε επάνω της για να
μπει μέσα στην μπανιέρα. Η ζεστασιά του νερού την έκανε σχεδόν να βάλει τα
κλάματα. Πίστευε ότι ο πατέρας της ήταν άκαρδος μαζί της αλλά δεν είχε γνωρίσει
ακόμα την βασίλισσα Κάθριν. Μπορεί να ένιωθε ότι την είχε γλυτώσει με πολύ
λιγότερα από όσα είχε σκοπό πραγματικά να της κάνει αλλά δεν θα ξεχνούσε ποτέ
ότι ήταν ικανή για όλα.
Και τώρα; Τώρα τι
ακριβώς έπρεπε να κάνει; Πως θα μπορούσε να ζήσει έτσι;… Τα βράδια που πέρασε
στο υγρό και κρύο κελί της είχε σκεφτεί ένα κάρο τρόπους για να το σκάσει αλλά
κάθε της σχέδιο καταρρίπτονταν στην στιγμή. Φυσικά από εδώ και πέρα, ακόμα και
ΑΝ η βασίλισσα επέτρεπε στην Μάριαν να βγει από την κάμαρη της δεν θα κατάφερνε
ποτέ να μείνει έστω και ένα δευτερόλεπτο μόνη.
«Τόση είναι η δύναμη
σου; Με απογοητεύεις» άκουσε την φωνή που είχε ακούσει και την πρώτη μέρα που
βρέθηκε σε αυτό το κάστρο όταν επιτέλους την άφησαν μόνη της για να μπορέσει αν
αποκοιμηθεί για λίγο μέσα στα ζεστά της καλύμματα.
«Άφησε με ήσυχη» τον
παρακάλεσε καλύπτοντας το κεφάλι της με την κουβέρτα της.
«Τώρα να σε αφήσω;
Τώρα που τα κατάφερες;» την ρώτησε δύσπιστα η φωνή.
«Τι ακριβώς
κατάφερα;» μουρμούρισε με παράπονο ενώ τα δάκρυα της απειλούσαν να
κατρακυλήσουν στα μάγουλα της.
«Να βρεις ένα
σύμμαχο» της απάντησε η φωνή και μετά από αυτό σώπασε.
*~*~*
Το βράδυ ο βασιλιάς
είχε ένα επίσημο δείπνο προς τιμή ενός πολύ σπουδαίου καλεσμένου που η Μάριαν
δεν έδωσε καμία σημασία για το ποιος ήταν ή ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψης
του. Σαν αρραβωνιαστικιά του διάδοχου του θρόνου δεν μπορούσε να μην παρευρεθεί
σε αυτήν την γιορτή αλλά η βασίλισσα είχε φροντίσει η παρουσία της εκεί να μην
προκαλέσει περισσότερα προβλήματα. Το κάθε της βήμα το ακολουθούσε πιστά η
μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ όπως αποκαλούσε πλέον η Μάριαν την δασκάλα της όμως για τους
τύπους θα έπρεπε όλη την βραδιά να στέκεται δίπλα στον αρραβωνιαστικό της
φυσικά χωρίς να μιλάει ή να συμμετέχει στις συζητήσεις του εκτός και αν της
απευθύνανε τον λόγο.
«Τι έγινε; Σταμάτησες
πια να ρουφάς την μύτη σου;» της ψιθύρισε ο Φράνσις μόλις ο επίσημος καλεσμένος
αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του αλλού και να τους αφήσει επιτέλους μόνους.
«Εσύ σταμάτησες να
παρακαλάς σαν κλαμένη χείρα την μητέρα σου να κάνει αυτό που θες;» του
ανταπέδωσε αυτάρεσκα κοιτώντας πάντα προς το σημείο όπου χόρευαν πολλά ζευγάρια
στην μέση της αίθουσας.
«Αν δεν ήμουν εγώ θα
ήσουν νεκρή» της χτύπησε εκνευρισμένα.
«Αν δεν ήσουν εσύ θα
ήμουν ελεύθερη» του ανταπέδωσε με ανέκφραστο ύφος χωρίς να την αγγίζουν τα
λόγια του.
«Ναι; Που ακριβώς;
Στην χώρα που δεν έχει βασιλιάδες και είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους;» την
ειρωνεύτηκε και η Μάριαν αφήνοντας ένα ειρωνικό γελάκι ανασήκωσε το φρύδι της
και τον κοίταξε με αυθάδεια.
«Όταν βρεθώ εκεί και
κάνω κάθε μου όνειρο πραγματικότητα υπόσχομαι να σε σκέφτομαι κάθε λεπτό της
ημέρας και να εύχομαι με όλη μου την καρδιά κάποια μέρα να πάρεις αυτό ακριβώς
που σου αξίζει» του χτύπησε σκληρά στα μούτρα και καθώς έκανε να του γυρίσει
την πλάτη εκείνος την άρπαξε από το μπράτσο και την γύρισε απότομα προς το
μέρος του.
«Πρίγκιπα Φράνσις»
ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή και καθώς έκοψε στην μέση την αντίδραση του στα
λόγια της, άφησε το χέρι της και γύρισε προς την μεριά της κοπέλας που είχε
μιλήσει.
«Λαίδη Κένα» είπε με
σοβαρό ύφος ενώ κούνησε το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού.
«Θα μου χαρίσετε αυτόν
τον χορό;» του είπε εκείνη με θάρρος και η Μάριαν γύρισε κατευθείαν να κοιτάξει
προς το σημείο όπου ήταν η βασίλισσα.
Δεν ήθελε και πολύ
για να καταλάβει ότι εκείνη την είχε στείλει για να αποτραβήξει από πάνω της
τον Φράνσις. Η απόλυτη ικανοποίηση που υπήρχε στα χαρακτηριστικά της το έκαναν
εμφανές.
«Φυσικά» είπε αμέσως
ο Φράνσις και προσφέροντας το μπράτσο του την παρέσυρε προς το σημείο όπου
χόρευαν και τα υπόλοιπα ζευγάρια.
Το μαρτύριο της
Μάριαν δεν άργησε να φτάσει στο τέλος του. Μόλις η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ την
ενημέρωσε ότι ήταν ώρα να αποσυρθεί στο δωμάτιο της η Μάριαν το δέχτηκε
αδιαμαρτύρητα. Μπορεί η γιορτή να είχε μόλις αρχίσει αλλά εκείνη δεν είχε καμία
όρεξη να γίνει μέρος της. Δεν άνηκε εδώ, δεν ήθελε καν να ταιριάξει, ήθελε απλά
να βρει έναν τρόπο να αποδράσει… τίποτα παραπάνω.
Μόλις οι υπηρέτριες
την ετοίμασαν για ύπνο, την βοήθησαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι και της έσβησαν
όλα τα κεριά χωρίς να της αφήσουν έστω και ένα αναμμένο για να μπορέσει
τουλάχιστον να διαβάσει. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς, η μουσική από την αίθουσα όπου
γινόταν δεν έφτανε στα αυτιά της αλλά η αναστάτωση που ένιωθε μέσα της δεν είχε
να κάνει ούτε με το σκοτάδι αλλά ούτε με την απέραντη σιωπή, είχε να κάνει με
εκείνο το βλέμμα του Φράνσις που δεν έλεγε να βγει από το μυαλό της. Μόλις την
γύρισε προς το μέρος του, πριν η Κένα να τον διακόψει για να του ζητήσει να
χορέψουν, θα ορκιζόταν ότι μέσα στις απέραντες γαλάζιες χάντρες του υπήρχε
τόσος πόνος που την είχε σκλαβώσει.
‘Να υπέφερε άραγε το ίδιο όπως εκείνη; Να είχε πράγματι
δίκιο ο παππούς του όταν της έλεγε πέρσι στα γενέθλια της ότι την είχε ανάγκη;
Και η ίδια τι μπορούσε να κάνει γι’ αυτό;’
Με τις απορίες αυτές να
τριβελίζουν το μυαλό της κάλυψε το κεφάλι της με την κουβέρτα της και προσπάθησε
να πείσει τον εαυτό της να κοιμηθεί αλλά η γλυκιά αίσθηση του ύπνου δεν
ερχόταν.
Μέσα στην απόλυτη
ησυχία, ένιωσε κάτι να αλλάζει στην ατμόσφαιρα. Προσπάθησε να αφουγκραστεί
κάποια βήματα αλλά δεν άκουσε κάτι και εκεί που προσπάθησε να πείσει τον εαυτό
της ότι, ό,τι και να νόμιζε ότι άκουσε ήταν μόνο στην φαντασία της, κάποιος
πήρε την κουβέρτα απαλά από το κεφάλι της και η Μάριαν ετοιμάστηκε να φωνάξει.
Μόλις ένιωσε το βάρος ενός σώματος να βουλιάζει το στρώμα και ένα δυνατό χέρι
να της κλείνει στο στόμα η ανάσα της κόπηκε στην μέση.
«Μην φωνάξεις εγώ
είμαι» άκουσε την γνώριμη φωνή του Φράνσις και διστακτικά άνοιξε τα μάτια της
για να επιβεβαιώσει ότι ήταν πράγματι εκείνος.
Μόλις του ένευσε
θετικά, εκείνος τράβηξε το χέρι του και έγειρε προς το μέρος της για να της
ψιθυρίσει στο αυτί.
«Θέλω να σου μιλήσω
αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε εδώ γιατί απέξω έχει φύλακες και μπορεί να μας
ακούσουν. Θες να έρθεις για λίγο μαζί μου;» την ρώτησε και κάνοντας το κεφάλι
του πιο πίσω έμεινε να την κοιτά με την ανάσα του να γίνεται ακόμα πιο γρήγορη
από την αγωνία του.
Τα μάτια του ήταν
καθαρά, γεμάτα αμφιβολία, δισταγμό αλλά και προσμονή και η Μάριαν δεν είχε ιδέα
τι να σκεφτεί γι’ αυτό. Καθώς τελικά του ένευσε θετικά για απάντηση, εκείνος
σηκώθηκε από το κρεβάτι και της έκανε χώρο για να σηκωθεί και εκείνη. Πιάνοντας
στο χέρι τον κεροστάτη που είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο της με το αναμμένο
κερί, έπιασε το χέρι της και την οδήγησε προς ένα σημείο του τοίχου όπου τώρα
έβλεπε να είναι ανοιχτό. Τα μάτια της από την έκπληξη έγιναν πελώρια. Αν δεν
έβλεπε ανοιχτή αυτήν την πόρτα ποτέ δεν θα πίστευε ότι υπήρχε ένα κρυφό άνοιγμα
ακριβώς εκεί, η ταπετσαρία που το στόλιζε ήταν τόσο καλοφτιαγμένη που δεν σε
έκανε με τίποτα να πονηρευτείς γι’ αυτό.
«Τι είναι αυτό;»
ρώτησε τον Φράνσις ψιθυριστά μόλις βρέθηκαν από την άλλη μεριά της πόρτας και
αντίκρισε τον πέτρινο κρύο και υγρό διάδρομο.
«Αυτά είναι τα
μυστικά περάσματα. Τα έχουν φτιάξει για περίπτωση πυρκαγιάς ή επίθεσης για να
μπορούν να μας μεταφέρουν έξω από το κάστρο με ασφάλεια» της εξήγησε ενώ της
έδινε να κρατήσει το κερί και έκλεινε πάλι αθόρυβα την πόρτα πίσω του.
«Δηλαδή οδηγεί έξω
από το κάστρο;» ρώτησε με ελπίδα η Μάριαν και μόλις ο Φράνσις έκλεισε την πόρτα
και την ασφάλισε γύρισε προς το μέρος της έπιασε το κερί και σηκώνοντας το στο
ύψος του προσώπου της την κοίταξε με επιβλητικό ύφος.
«Ναι… αλλά δεν θα σου
πω ποτέ πώς να βρεις την έξοδο» της έκανε ρητό και πριν αντιδράσει συνέχισε.
«Σήκωσε την νυχτικιά σου πιο ψηλά για να μην λερωθεί και καταλάβουν ότι βρήκες
την μυστική πόρτα» την συμβούλεψε και η Μάριαν το έκανε αμέσως.
Αρκετούς μπελάδες
είχε ήδη στο κεφάλι της δεν ήθελε περισσότερους και από την άλλη αν ο Φράνσις
είχε δίκιο τότε σίγουρα ήθελε να το κρατήσει κρυφό για να μπορέσει να βρει έστω
και μόνη της την έξοδο προς την ελευθερία της. Φτάνοντας στο τέλος του
διαδρόμου ο Φράνσις έστριψε αριστερά και άρχισε να ανεβαίνει κάτι στενά σκαλιά
που με το ζόρι μπορούσε να χωρέσει ένα άτομο και αυτό μόνο στα πλάγια.
«Πώς θα καταφέρω να
βρω τον δρόμο να γυρίσω πίσω;» τον ρώτησε ενώ πάλευε με το λιγοστό φως του
κεριού να δει τα σκαλοπάτια ώστε να μην σκοντάψει και πέσει κάτω.
«Θα σε γυρίσω εγώ.
Δεν είναι δύσκολο να το μάθεις και έχω μαρκάρει και την πόρτα σου για να μην
την μπερδέψεις και μπεις κατά λάθος σε άλλο δωμάτιο» της εξήγησε και φτάνοντας
στο τελευταίο σκαλί της έκανε χώρο για να περάσει μπροστά του.
«Μέτρα είκοσι βήματα»
της είπε ψιθυριστά και μόλις η Μάριαν το έκανε και σταμάτησε ο Φράνσις πήγε
δίπλα της και σήκωσε το κερί λίγο πιο ψηλά.
«Το βλέπεις;» την
ρώτησε δείχνοντας της ένα περίεργο σκάλισμα που αν δεν ήξερες ότι υπήρχε εκεί
δεν θα το παρατηρούσες ποτέ.
Καθώς κούνησε το
κεφάλι της θετικά εκείνος συνέχισε.
«Αυτό είναι το δικό
μου δωμάτιο. Θεωρητικά είναι ακριβώς πάνω από το δικό σου, μόνο που το δικό μου
είναι το διπλάσιο» εξήγησε και η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της και πάλι θετικά
αλλά μπερδεμένη.
‘Γιατί ήθελε να ξέρω που είναι το δωμάτιο του;’… αναρωτήθηκε την
στιγμή που είδε να βάζει το δάχτυλο του μέσα σε μια σχισμή και να τραβάει την
βαριά πόρτα προς το μέρος του πριν την ανοίξει.
«Παρόμοιο σκάλισμα
έχω κάνει και στην δική σου πόρτα» συνέχισε χωρίς να παρατηρεί το πόσο μπερδεμένη
ήταν η Μάριαν με όλα αυτά.
Ανοίγοντας την πόρτα
η Μάριαν πραγματικά τα έχασε. Το δωμάτιο ήταν τόσο ζεστό, γεμάτο με κεριά που
φώτιζαν το δωμάτιο από άκρη σε άκρη ενώ ένα τεράστιο τζάκι πραγματικά είχε
πάρει φωτιά. Η φλόγα του ήταν τόσο δυνατή που ένιωθε να αγγίζει την Μάριαν
ακόμα και από το σημείο όπου ήταν. Κάνοντας της χώρο για να περάσει, η Μάριαν
μπήκε μέσα και έκανε μερικά διστακτικά βήματα κοιτώντας γύρω της χωρίς να είναι
ικανή να πιστέψει ότι ήταν πράγματι εδώ, στο δωμάτιο του μελλοντικού της
συζύγου.
«Αυτό είναι το
βασίλειο μου» της ψιθύρισε πειραχτικά μέσα στο αυτί της ενώ στεκόταν σε
απόσταση αναπνοής από την πλάτη της.
Αναπηδώντας η Μάριαν
έκλεισε το στόμα της για να κρατήσει την κραυγή που απειλούσε να βγει από μέσα
της καθώς γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε επιφυλακτικά. Τι ήθελε από
εκείνη;
«Συγνώμη δεν ήθελα να
σε τρομάξω» της είπε απολογητικά σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά σαν να
παραδινόταν. «Απλά προσπαθούσα να σου πω ότι εδώ μπορούμε να κάνουμε ότι
θέλουμε χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας δει κανείς ή θα μας ακούσει. Βλέπεις πριν
την εξώπορτα έχει προθάλαμο και οι φύλακες είναι στην εξωτερική πόρτα οπότε δεν
πρόκειται να μας ακούσουν. Φυσικά καλό είναι να αποφεύγουμε τις φωνές» της είπε
με ένα τελείως ευδιάθετο τόνο στην φωνή του κάτι που την έκανε να
προβληματιστεί περισσότερο.
«Τι θες;» δεν
μπορούσε να μην τον ρωτήσει.
Ο Φράνσις σκύβοντας
το κεφάλι σκεπτικός πλησίασε το τεράστιο τραπέζι που ήταν στο πλάι και ήταν
γεμάτο με διάφορα αντικείμενα που η Μάριαν προς το παρόν δεν μπορούσε να τα δει
γιατί είχε επικεντρωθεί σε εκείνον.
«Σκεφτόμουν πολύ
αυτές τις ημέρες που ήσουν κλεισμένη στον ‘πύργο’» είπε ενώ έκανε αποσιωπητικά
στον αέρα στην λέξη ‘πύργος’.
«Σκεφτόμουν όλα αυτά
που μου είπες την ημέρα που προσπάθησες να το σκάσεις, τις υποσχέσεις που σου
έδωσε ο παππούς μου…» κάνοντας μια παύση αναστέναξε και γύρισε το πρόσωπο του
προς το μέρος της.
«Δεν μπορώ να είμαι
φίλος σου Μάριαν δεν θα αντέξω τις συνέπειες» της είπε απολογητικά και η Μάριαν
ένιωθε να μπερδεύεται.
«Δεν καταλαβαίνω,
τότε γιατί με κάλεσες εδώ;» τον ρώτησε με πραγματική περιέργεια.
«Γιατί πρέπει να
συνεχίσω να σου φέρομαι απαίσια» εξήγησε και η Μάριαν με τον φόβο ότι θα
μπορούσε να της κάνει κακό έκανε αμυντικά δύο βήματα προς τα πίσω.
«Όχι, όχι εδώ…»
προσπάθησε να της εξηγήσει πριν την τρομάξει. «Εννοώ όταν βρισκόμαστε έξω από
αυτό το δωμάτιο, στους χώρους του κάστρου» συμπλήρωσε γρήγορα.
«Για να παίρνουν τα
αυτιά και τα μάτια της μητέρας σου το μήνυμα ότι δεν με χωνεύεις» άρχισε να
καταλαβαίνει αυτό που προσπαθούσε να της πει.
«Δεν έχω επιλογή
Μάριαν, πρέπει να το κάνω» της είπε με τόσο πληγωμένο ύφος που η Μάριαν με το
ζόρι κρατήθηκε και δεν έτρεξε να πέσει στην αγκαλιά του για να τον παρηγορήσει
και να παρηγορηθεί και η ίδια.
«Καταλαβαίνω» είπε
ειλικρινά και ο Φράνσις πήρε μια ανακουφιστική ανάσα. «Αλλά αυτό που δεν
καταλαβαίνω είναι γιατί μάρκαρες τις πόρτες μας».
«Σκέφτηκα ότι θα
ήθελες να τρέξεις σε κάποιον αν χρειαστείς βοήθεια ή έστω να πεις ότι σε
βαραίνει» είπε κάπως διστακτικά ενώ τα μάγουλα του φλογιζόντουσαν σαν να
ντρεπόταν που ξεστόμιζε αυτές τις λέξεις.
Η Μάριαν δεν μπορούσε
να κρύψει το χαμόγελο που ανέβηκε στα χείλια της.
«Δηλαδή μπορούμε να
είμαστε φίλοι;» ρώτησε με ελπίδα ενώ ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει πιο
γρήγορα.
«Δεν μπορούμε να
είμαστε φίλοι Μάριαν σου το εξήγησα αυτό» της είπε απηυδισμένα.
«Επειδή θα πρέπει να
με μειώνεις και να με προσβάλεις όταν θα είμαστε έξω από αυτό το δωμάτιο» είπε
την διαπίστωση της ανοιχτά και κατεβάζοντας το κεφάλι ένευσε θετικά ενώ γύρισε
ξανά προς το τραπέζι με τα διάφορα αντικείμενα και πείραξε ένα από αυτά τα
αντικείμενα αφηρημένα.
«Ούτε και όταν
είμαστε εδώ; Μέσα στο βασίλειο σου;» ρώτησε με περισσότερο θάρρος ενώ τον
πλησίασε και στάθηκε δίπλα του.
«Είμαστε
αρραβωνιασμένοι Μάριαν, σε λίγα χρόνια θα γίνεις η γυναίκα μου» της τόνισε σαν
να προσπαθούσε να της περάσει ένα μήνυμα που η Μάριαν την δεδομένη στιγμή δεν
μπορούσε να καταλάβει.
«Και οι
αρραβωνιασμένοι δεν μπορούν να είναι φίλοι;» ρώτησε αθώα και ο Φράνσις άφησε
ένα γελάκι να του ξεφύγει.
«Υποτίθεται ότι πρέπει
να είναι κάτι παραπάνω από φίλοι» της είπε με νόημα και καθώς έσμιξε τα φρύδια
της με περιέργεια εκείνος συνέχισε. «Κάτι σαν εκείνα τα πουλάκια που είδαμε
πάνω στο δέντρο» διευκρίνισε και η Μάριαν άνοιξε το στόμα της διάπλατα σε ένα
άηχο ‘Α’ πριν το κλείσει ξανά και απομακρύνει την ματιά της από την δική του
για να κρύψει την έκπληξη της αλλά και το κοκκίνισμα της που σίγουρα είχε
φτάσει πια μέχρι τα αυτιά της.
«Τι κάνεις εδώ;»
ρώτησε με περιέργεια αγγίζοντας ένα ημιτελές ξύλινο καράβι που ήταν στην άκρη
του τραπεζιού περισσότερο για να αλλάξει κουβέντα πριν σκεφτεί ακριβώς το νόημα
τον προηγούμενων λόγων του.
«Τίποτα βλακείες.
Κάτι για να περνάω την ώρα μου» είπε αδιάφορα ενώ της έδινε τον χρόνο που ήθελε
για να τα κοιτάξει με το πάσο της χωρίς να τον ενοχλεί αν θα τον κριτικάρει αρνητικά
ή θετικά γι’ αυτήν του την ενασχόληση.
«Δεν τα λες βλακείες»
είπε εννοώντας το καθώς άγγιζε τα λεπτά σχοινιά που είχε τοποθετήσει στο
κατάρτι του καραβιού προσέχοντας να μην το χαλάσει. Καθώς εκείνος δεν είπε
τίποτα πάνω στο κομπλιμέντο της εκείνη συνέχισε πιο προβληματισμένη.
«Πίστευα ότι με
τόσους φίλους που έχεις δεν θα σου έφτανε η μέρα σου για να έχεις χρόνο και για
κάτι άλλο» πραγματικά το πίστευε αλλά ο Φράνσις δεν κατάλαβε ότι το εννοούσε.
«Εντάξει αυτό μου
άξιζε» είπε με ένα πικρό χαμόγελο και γύρισε να τον κοιτάξει με περιέργεια.
«Δηλαδή δεν έχεις
φίλους;» δεν μπορούσε να σκεφτεί αυτήν την εκδοχή, άλλωστε όσες φορές τον είχε
πετύχει δεν ήταν ποτέ του μόνος.
«Δεν είπα ότι δεν
έχω, απλά λόγο της θέσης μου, του τίτλου μου…» είπε με υπονοούμενο και η Μάριαν
κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε.
«Δεν έχεις
πραγματικούς φίλους» συμπλήρωσε για εκείνον και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Δεν μπορώ να
εμπιστευτώ εύκολα κάποιον και όσους εμπιστεύομαι πρέπει να τους κάνω πέρα για
το καλό τους αλλά δεν λέω ότι δεν έχω και κανέναν» της είπε με ειλικρίνεια και
η Μάριαν τα έχασε για λίγο.
«Χαίρομαι γι’ αυτό».
«Που δεν έχω
πραγματικούς φίλους;» θέλησε να του διευκρινίσει.
«Που έχεις έστω και
κάποιους πραγματικούς και ας πρέπει να μένουν μακριά σου» μουρμούρισε ενώ η
ματιά της έπεσε πάνω σε ένα ξίφος που ήταν από την άλλη μεριά του τραπεζιού.
«Τι υπέροχο που είναι
αυτό» είπε με θαυμασμό ενώ το πλησίασε και το έπιασε στα χέρια.
«Πρόσεχε κόβει σαν
ξυράφι» πήγε να την προλάβει και ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι τον προκάλεσε
να την σταματήσει.
«Δεν ξέρω τι
σκεφτόμουν όταν το έφτιαχνα» είπε ηττημένα.
«Προφανώς κάποια
κοπέλα να το κρατά» του είπε κοιτάζοντας το προστατευτικό της λαβίδας.
«Τι σε κάνει να το
πιστεύεις αυτό;» την ρώτησε παραξενευμένος.
«Ποιος άντρας θα
δεχόταν να κρατήσει ένα σπαθί διακοσμημένο με πετράδια και πέρλες» τον πείραξε
και ο Φράνσις γέλασε.
«Εντάξει το
παραδέχομαι, για κάποια κοπέλα το έφτιαχνα» της είπε και η Μάριαν προχωρώντας
προς το άνοιγμα του δωματίου άρχισε να το δοκιμάζει σχίζοντας τον αέρα με
απίστευτη επιδεξιότητα.
Βλέποντας την έτσι ο
Φράνσις ένιωσε για λίγο να την ζηλεύει. Πραγματικά είχε τόσο χάρη όσο κράταγε
το σπαθί που του έκοβε την ανάσα. Τα χέρια της και τα πόδια της απόλυτα
συγχρονισμένα δημιουργούσαν έναν πολεμικό χορό που πολλοί θα ζήλευαν.
«Πολύ καλύτερα χωρίς
κορσέ» διαπίστωσε καθώς θυμήθηκε πόσο πιο περιορισμένες ήταν οι κινήσεις της
στην πραγματική μάχη που έδωσε με τον αδελφό του.
«Πολύ καλύτερα αλλά
θα ήταν ακόμα καλύτερα αν φόραγα και παντελόνι» του επιβεβαίωσε εκείνη και
καθώς στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό της έσκισε τον αέρα στα δύο με ένα βλέμμα
που συναγωνιζόταν το βλέμμα ενός άγριου πολεμιστή.
«Πόσο σας μισώ»
συνέχισε ενώ οι επιθέσεις της γινόντουσαν όλο και πιο αδίστακτες λες και είχε
έναν πραγματικό αντίπαλο μπροστά της.
«Χωρίς όλες αυτές τις
περιττές αηδίες τα πράγματα για σας είναι τόσο πιο εύκολα» συμπλήρωσε και ο
Φράνσις άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει.
«Γι’ αυτό και είμαστε
οι μόνοι που πάμε σε μάχες» της απάντησε αλλά εκείνη δεν συμφώνησε.
«Αν ήμασταν στην ‘Dream
land’, θα μπορούσα να πολεμήσω και εγώ δίπλα σου σε μια
αληθινή μάχη, θα μπορούσα να φοράω κάθε μέρα παντελόνι, μπλούζες που δεν θα μου
κόβανε την ανάσα και θα μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου χωρίς να ντρέπομαι γι’
αυτό» η μελαγχολία που υπήρχε στην φωνή της άγγιξε βαθιά τον Φράνσις αλλά δεν
ήθελε να την αφήσει να το δει.
«Που έμαθες να
χειρίζεσαι το σπαθί τόσο καλά;» την ρώτησε για να αλλάξει θέμα ελπίζοντας να
σταματήσει να μιλάει γι’ αυτό το γελοίο μέρος που στην τελική δεν υπήρχε και
φυσικά η ίδια δεν θα το έβρισκε ποτέ όσο τουλάχιστον περνούσε από το χέρι του
μιας και όσο την γνώριζε τόσο δεν ήθελε να την αποχωριστεί ποτέ του.
«Έχω τρία αδέλφια»
είπε απλά σαν αυτό να δικαιολογούσε τα πάντα.
«Ξέρω ότι είναι πολύ
μεγαλύτερα σου» το συνέχισε ελπίζοντας να μάθει κι άλλα για εκείνη και η Μάριαν
ένευσε θετικά ενώ έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της με το σπαθί να
αγγίζει τα λιτά της μαλλιά που απλώνονταν γύρω της.
«Ο μικρότερος είναι
στην ηλικία σου» του επιβεβαίωσε και συνέχισε με έναν αναστεναγμό ενώ έφερνε
την λεπίδα του σπαθιού μπροστά στο πρόσωπο της.
«Μαλώνουν όλη την ώρα
σαν τα κοκόρια, ιδίως ο Μπλεχτ με τον Βλάρμιδ… τα δύο μεσαία εννοώ και κάποιος
πρέπει να μπαίνει στην μέση για να τους χωρίζει πριν σκοτωθούνε πραγματικά» κατέληξε
και γυρίζοντας έτσι το σπαθί ώστε να το κρατάει από την λεπίδα του το έτεινε
για να το πιάσει ο Φράνσις από την λαβίδα του.
«Έχει μονομαχήσει με
πραγματικό σπαθί;» δεν μπορούσε να μην την ρωτήσει φαινόταν τόσο εξοικειωμένη
με αυτό ενώ έπιανε το σπαθί για να το αφήσει στην άκρη.
«Μμμχχχμμμ… άλλωστε
δεν έχει πλάκα αν δεν χυθεί και λίγο αίμα».
«Δεν έχει πλάκα;»
ρώτησε χωρίς να το πιστεύει. «Δηλαδή έχεις τραυματιστεί και εσύ;»
«Φυσικά» είπε αμέσως και
κατεβάζοντας την νυχτικιά της πιο χαμηλά από τον ώμο της του γύρισε την πλάτη ενώ
τραβούσε τα μαλλιά της στο πλάι για να του δείξει το σημάδι που είχε ψηλά πάνω
στην πλάτη της.
Μόλις ο Φράνσις
άγγιξε απαλά το λευκό άγριο σημάδι που είχε λίγο πιο κάτω από τον ώμο της, η
Μάριαν κάνοντας ένα βήμα μπροστά για να αποφύγει το άγγιγμα του, ανέβασε την
νυχτικιά της ξανά λίγο πιο γρήγορα από όσο θα έπρεπε και συνέχισε να μιλά
προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της.
«Έχω και ένα ψηλά
στον μηρό…» είπε ενώ γέλαγε μόνη της με την αστεία ιστορία που συνόδευε εκείνο
το σημάδι. «Και άλλο ένα κάτω από τα πλευρά…» έκανε μια πονεμένη γκριμάτσα. «Αυτό
πόνεσε πολύ» εξήγησε καθώς είδε την περιέργεια στο ύφος του. «Αλλά μάλλον αυτά
δεν μπορώ να σου τα δείξω» κατέληξε κοκκινίζοντας σχεδόν ολόκληρη προσπαθώντας
να αποφύγει την ματιά του.
«Εσύ! Έχεις
τραυματιστεί ποτέ;» τον ρώτησε κοιτώντας τον πιο θαρρετά και ο Φράνσις την
κοίταξε με έμφαση στα μάτια. «Μάλλον όχι» συμπλήρωσε μόνη της και κοίταξε για
λίγο γύρω της το δωμάτιο.
«Μάλιστα… και τι
ακριβώς κάνουμε τώρα;» συνέχισε τις ερωτήσεις της και καθώς ο Φράνσις δεν
απάντησε γύρισε να τον κοιτάξει.
«Τι θες να κάνουμε;»
της έδωσε την άδεια να κάνει αυτό που εκείνη ήθελε.
«Δεν ξέρω, άλλωστε
εσύ είσαι ο βασιλιάς αυτού του βασιλείου οπότε…» του είπε κάνοντας του μια
βαθιά υπόκλιση. «Τι προστάζει η αφεντιά σου;» τον ρώτησε και ο Φράνσις άρχισε
να γελά.
«Είσαι τόσο αδέξια»
δεν μπορούσε να το κρατήσει για τον εαυτό του.
«Γιατί εσύ το κάνεις
καλύτερα;» τον προκάλεσε και ο Φράνσις αμέσως της έκανε μια υπόκλιση με τόση
χάρη που σχεδόν τον ζήλεψε.
«Όχι, όχι έτσι, έτσι
υποκλίνονται οι άντρες… εννοώ να υποκλιθείς με χάρη όπως κάνει μια γυναίκα» τον
διόρθωσε και ο Φράνσις την αγριοκοίταξε.
«Είμαι άντρας ξέρεις»
της είπε και η Μάριαν ανασήκωσε τους ώμους της.
«Τότε αν δεν ξέρεις
πως είναι να φοράς όλα αυτά τα στρώματα υφασμάτων επάνω σου, συν τον ηλίθιο
κορσέ που θέλει μεγάλη δεξιοτεχνία για να καταφέρεις να πάρεις μια ανάσα και
ταυτόχρονα να περπατάς και να υποκλίνεσαι με χάρη μην κοροϊδεύεις» του χτύπησε
λίγο πιο σκληρά από όσο σκόπευε και ο Φράνσις το σκέφτηκε για λίγο.
«Εντάξει έχεις δίκιο…
αλλά πρέπει όμως να παραδεχτείς ότι είσαι λιγάκι αδέξια».
«Δεν φταίω εγώ
εντάξει; Πώς να προλάβω να μάθω όλα όσα απαιτείτε να ξέρω μόνο μέσα σε ένα
χρόνο;» προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. «Ο πατέρας μου δεν με ήθελε στα
πόδια του, η μητέρα μου για να μου γεμίσει το κενό που μου άφηνε εκείνος με
άφηνε να κάνω ότι θέλω…»
«Και εσύ, σαν γνήσιο
αγοροκόριτσο που είσαι έκανες ακριβώς το αντίθετο από όλα όσα θα έπρεπε να
μάθει να κάνει μια πριγκίπισσα» συμπλήρωσε για εκείνη.
«Δεν πίστευα ποτέ ότι
ο τίτλος μου είχε κάποια αξία… άλλωστε η αδελφή μου έλεγε πάντα ότι κανείς
άντρας δεν θα γυρίσει να με κοιτάξει έτσι όπως είμαι» συνέχισε με τον ίδιο
δυναμισμό και ο Φράνσις της χαμογέλασε.
«Ακόμα παλεύω να
καταλάβω πως κατάφερες να αγγίξεις τον παππού μου» είπε με πραγματική
περιέργεια.
Η Μάριαν
μελαγχολώντας έκανε πιο πίσω και μόλις στάθηκε μπροστά στην φωτιά, λυγίζοντας τα
γόνατα της έκατσε πάνω στο λευκό παχύ χαλί που είχε μπροστά από το τζάκι και
άπλωσε τα χέρια της μπροστά για να ζεστάνει τα χέρια της.
«Δεν θες να μου πεις»
διαπίστωσε ο Φράνσις.
«Δεν είναι αυτό» του
είπε κουνώντας το κεφάλι. «Απλά δεν μπορώ να σου το εξηγήσω» συνέχισε και καθώς
το σκέφτηκε για λίγο συμπλήρωσε. «Ποτέ δεν ήμουν ένα συνηθισμένο παιδί, πέρασα αρκετό
καιρό κλεισμένη μέσα σε ένα μοναστήρι. Αυτό με έκανε πιο ατίθαση. Δεν μπορώ να
μπω σε κανόνες και καλούπια γιατί απλά μου θυμίζουν εκείνα τα χρόνια. Δεν είναι
ότι δεν θέλω να προσπαθήσω να γίνω άξια γυναίκα σου Φράνσις απλά δεν ξέρω τον
τρόπο να το κάνω, δεν ξέρω τι θες εσύ να κάνω και δεν εννοώ το πώς να μάθω να
περπατώ ή να υποκλίνομαι…» του είπε με νόημα.
«Καταλαβαίνω τι
εννοείς» της είπε με κατανόηση. «Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί σε έκλεισαν σε
μοναστήρι;» δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί.
«Γιατί πιστεύανε ότι
είχε μπει ο διάβολος μέσα μου» του είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια και ο
Φράνσις ένοιωσε την ανάγκη να κάτσει για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει τι του
είχε πει μόλις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου