Την άλλη μέρα το πρωί, οι υπηρέτριες ήρθαν από νωρίς για να ετοιμάσουν την μικρή πριγκίπισσα για το φεστιβάλ που είχαν διοργανώσει προς τιμήν της. Το φόρεμα που είχαν διαλέξει για εκείνη δεν ήταν δικό της. Ο κορσές που της είχαν φορέσει ήταν τόσο στενός που κάτω από το μετάξι δεν φαινόταν πια ότι υπήρχε ένα μικρό αλλά τελείως θηλυκό εφηβικό στήθος ενώ η φούστα της ήταν τόσο μακριά που για να κάνει ένα βήμα έπρεπε αναγκαστικά τα την ανασηκώνει λίγο.
Την στιγμή που μια υπηρέτρια τελείωσε με τα μαλλιά της – ένα περίεργο χτένισμα με διάφορες πλεξούδες να δημιουργούν ένα υπέροχο στεφάνι γύρω από το κεφάλι της - η πόρτα άνοιξε και μια ψηλή μελαχρινή γυναίκα μπήκε μέσα κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος της.
«Πριγκίπισσα Μάριαν, είμαι η νέα σας δασκάλα, η μαντάμ Σελζινάρ» η Μάριαν, θέλοντας να την υποδεχτεί, σηκώθηκε όρθια, πήγε κοντά της και της χαμογέλασε γλυκά.
«Χαίρω πολύ μαντάμ. Δεν χρειάζεται να μου μιλάς στον πληθυντικό και φυσικά μπορείς να με αποκαλείς απλά Μάριαν» της είπε ευγενικά και η περίεργη κοκκαλιάρα κυρία με το κατάλευκο δέρμα και τα τεράστια μάτια, ακούγοντας τα λόγια της την κοίταξε με φρίκη.
«Ο μοντιε…» αναφώνησε η μαντάμ Σελζινάρ και κούνησε το κεφάλι της επιδοκιμαστικά. «Ώστε είναι αλήθεια; Δεν έχετε καν την στοιχειώδη εκπαίδευση;» ρώτησε χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση αλλά η Μάριαν της απάντησε έτσι κι αλλιώς.
«Φυσικά και έχω…»
«Ναι το βλέπω» την διέκοψε απότομα η μαντάμ Σελζινάρ και πριν προλάβει η Μάριαν να της πει κουβέντα εκείνη συνέχισε.
«Βλέπω ότι έχω να κάνω πολλά γι’ αυτό αρχίζουμε αμέσως. Και για αρχή είμαι η μαντάμ Σελζινάρ…»
«Είναι τόσο δύσκολο…» διαμαρτυρήθηκε. «Δεν μπορούμε απλά να το κάνουμε Σελ;» έκανε μια προσπάθεια αλλά η μαντάμ Σελζινάρ ήταν ανένδοτη.
«Είναι… μα-ντάμ Σελ-ζινάρ…» τόνισε σαν να μίλαγε σε ένα μωρό που μάθαινε μόλις τώρα να μιλά. «Παρακαλώ επαναλάβατε» την διέταξε και η Μάριαν αναστενάζοντας τα παράτησε.
«Μαντάμ Σελσανάρ» είπε με μεγάλη δυσκολία.
«Σελ-ζι-νάρ» συλλάβισε όχι και τόσο υπομονετικά.
«Σελ-σι-νάρ» την μιμήθηκε η Μάριαν και η μαντάμ Σελζινάρ μόνο που δεν λιποθύμησε από απελπισία.
«Ζι πριγκίπισσα όχι σι» την διόρθωσε ξανά.
«Σελ-ΖΙ-νάρ» κατάφερε τελικά να πει η Μάριαν τονίζοντας το ‘ζι’ επίτηδες και εκείνη ευχαριστημένη συνέχισε ακάθεκτη σε όλα όσα ήθελε να της δείξει πριν καταφέρει να την βγάλει στον έξω κόσμο. Όπως το να υποκλίνεται σωστά, να προχωράει όπως μια βαριεστημένη χελώνα αλλά με χάρη, καθώς και να μιλάει… μόνο ΑΝ και όποτε την ρωτάνε κάτι. Δηλαδή σχεδόν ποτέ.
Πίστευε ότι μόλις κατάφερναν να βγουν επιτέλους έξω στον καθαρό αέρα και βρεθεί ξανά με κόσμο θα γλύτωνε κάπως από εκείνη αλλά είχε κάνει λάθος. Όχι μόνο δεν την άφηνε να κάνει βήμα μόνη της αλλά της έκανε παρατηρήσεις για το κάθε τι.
«Κεφάλι ψηλά… μάτια στην ευθεία… μια πριγκίπισσα δεν χαχανίζει για κανέναν λόγο… δεν μιλάει σε αγνώστους… δεν περιφέρεται άσκοπα… δεν μασουλάει σαν κατσίκα… δεν… δεν… δεν…»
Η Μάριαν ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές αλλά μόλις είδε το τεράστιο λιβάδι με τα εμπόδια που είχαν παρατάξει σε σειρά για τα άλογα και την κοπέλα όπου κάλπαζε με καμάρι πάνω στο άλογο της πηδώντας τα εμπόδια με μεγάλη ευκολία τότε η καρδιά της πήρε τα πάνω της.
«Τουλάχιστον μπορώ να κάνω λίγη ιππασία;» ρώτησε με ελπίδα χωρίς να παίρνει τα μάτια της από την κοπέλα που απολάμβανε την βόλτα της.
«Ο μοντιέ… και βέβαια όχι» της είπε κατηγορηματικά και η Μάριαν την κοίταξε παραξενευμένη.
«Και εκείνη γιατί κάνει;» την ρώτησε δείχνοντας με το χέρι της προς την κοπέλα και η μαντάμ Σελζινάρ της κατέβασε αυτόματα το χέρι ενώ κοίταζε γύρω της μην τυχών είχε δει κάποιος την κίνηση της αυτή.
«Μία πριγκίπισσα δεν δείχνει πο-τε κάποιον με το χέρι της» την μάλωσε αυτόματα και η Μάριαν αναστενάζοντας αποκαρδιωμένη μουρμούρισε ηττημένα.
«Μάλιστα μαντάμ Σελζινάρ».
«Μία πριγκίπισσα δεν μουρμουρίζει πο-τε κάτω από τα δόντια της» συνέχισε εκείνη τις παρατηρήσεις της και η Μάριαν γυρίζοντας της την πλάτη άρχισε και πάλι να περπατάει αγνοώντας την πια επιδεκτικά.
«Μια πριγκίπισσα δεν γυρίζει πο-τε την πλάτη της σε κάποιον που της μιλάει… Πριγκίπισσα… Πριγκίπισσα» συνέχιζε αλλά η Μάριαν δεν σταμάτησε μέχρι που ένα παιδί έστειλε κατά λάθος την μπάλα του επάνω της. Πριν καταφέρει να την χτυπήσει η μπάλα στο στήθος, την έπιασε στον αέρα.
«Ο μοντιέ… πριγκίπισσα είσαστε καλά; Χτυπήσατε;» την ρώτησε αυτόματα η μαντάμ Σελζινάρ ενώ ήρθε κοντά της για να την ελέγξει.
«Είμαι μια χαρά» προσπάθησε να πει αλλά η μαντάμ Σελζινάρ δεν της έδωσε σημασία.
«Πως τολμάς να χτυπάς με την μπάλα σου την πριγκίπισσα Μάριαν» μάλωσε το αγοράκι που έτρεξε να πιάσει την μπάλα και η Μάριαν χωρίς να αντέχει άλλο μπήκε μπροστά για να το υπερασπιστεί.
«Είπα ότι είμαι μια χαρά, δεν χρειάζεται να τον μαλώνεις, δεν το έκανε επίτηδες» της έβαλε τις φωνές και η μαντάμ Σελζινάρ έβαλε το χέρι της πάνω στο στήθος της σοκαρισμένη.
«Ο μοντιέ… τι γλώσσα».
«Μπορεί να γίνει και χειρότερη… να είσαι σίγουρη» της είπε και γύρισε προς τον μικρό που τις κοίταζε μπερδεμένος.
«Πως σε λένε;» ρώτησε τον μικρό ταραξία που πάνω κάτω είχε τα μισά της χρόνια. Εκείνο πεταρίζοντας τα μάτια του της απάντησε διστακτικά.
«Πετίτο».
«Πετίτο, είσαι από την Ιταλία;» τον ρώτησε ενθουσιασμένα και εκείνος κατένευσε ενώ κοίταζε προς την μαντάμ Σελζινάρ που αν και η Μάριαν δεν την έβλεπε ήταν σίγουρη ότι η ματιά της σίγουρα μαστίγωνε το κακόμοιρο το παιδί.
«Πετίτο, μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;» τον ρώτησε σε άπταιστα Ιταλικά ελπίζοντας να μην ήξερε η γεροπαράξενη δασκάλα της την γλώσσα και ο Πετίτο της ένευσε θετικά.
«Μόλις πάρεις την μπάλα, μπορείς να της βγάλεις την γλώσσα σου κοροϊδευτικά;» τον ρώτησε και τα ματάκια του αγοριού άστραψαν από χαρά. Από την ελλιπή αντίδραση της μαντάμ Σελζινάρ κατάλαβε ότι για καλή της τύχη τουλάχιστον δεν ήξερε την γλώσσα που είχε μόλις μιλήσει.
«Πάρε» του είπε στα Γαλλικά πια και του πρόσφερε την μπάλα.
Ο μικρός Πετίτο δεν ήθελε τίποτα άλλο. Πιάνοντας την μπάλα κοίταξε την μαντάμ Σελζινάρ άγρια στα μάτια και καθώς την είπε γριά καρακάξα στα Ιταλικά της έβγαλε την γλώσσα και άρχισε να τρέχει. Η Μάριαν χωρίς να μπορεί να κρατηθεί άρχισε να γελάει με την ψυχή της κάτι που φυσικά έκανε την μαντάμ Σελζινάρ έξαλλη.
«Ο μοντιέ… πριγκίπισσα σας ανακαλώ στην τάξη» της ζήτησε επιτακτικά και η Μάριαν συνέχισε να γελά σε πιο υστερικά γέλια προκαλώντας το μένος της περισσότερο.
«Πριγκίπισσα Μάριαν» απαίτησε ξανά η μαντάμ Σελζινάρ και καθώς η Μάριαν έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της προσπάθησε να σταματήσει. Δεν είχε αποτέλεσμα μέχρι που η ματιά της έπεσε πάνω σε δύο γαλάζιες χάντρες που την κοιτούσαν από απόσταση.
Σταματώντας το γέλιο της αυτόματα, τον κοίταξε ευθεία στα μάτια και κάνοντας μια επιδέξια υπόκλιση του χαμογέλασε ζεστά. Ο πρίγκιπας Φράνσις σαν μόλις να τον είχε προσβάλει με κάτι, χωρίς να της ανταποδώσει τον χαιρετισμό, έκανε μεταβολή και γυρίζοντας την πλάτη του έφυγε.
«Σκληρό αγόρι» είπε στην μητρική της γλώσσα τα Γαέλικα και η μαντάμ Σελζινάρ κάνοντας αέρα με την βεντάλια της κούνησε το κεφάλι της απηυδισμένη.
«Ο θεός να μας βοηθήσει» είπε κουρασμένα και μόλις η Μάριαν άρχισε και πάλι να περπατά εκείνη την ακολούθησε σαν πιστό σκυλάκι χωρίς να χάνει ούτε ένα της βήμα.
Όταν φτάσανε μπροστά στο σημείο όπου ο περισσότερο κόσμος ήταν μαζεμένος σε πηγαδάκια, πρόσεξε ότι κανείς δεν της έδωσε σημασία. Μιλώντας ζωηρά απολαμβάνοντας τον ζεστό ήλιο, με ποτήρια στα χέρια. Η μαντάμ Σελζινάρ προς μεγάλη της έκπληξη αυτήν την φορά δεν της έδωσε καμία οδηγία. Τοποθετώντας την σε μια άκρη ώστε και να είναι σε σημείο που να φαίνεται αλλά και μακριά από όλους όσους ήταν μαζεμένοι εκεί, έμεινε σιωπηλά δίπλα της.
«Αν μια πριγκίπισσα δεν μπορεί να κάνει όλα όσα λέτε, τότε ΤΙ μπορεί να κάνει;» ρώτησε με μεγάλη περιέργεια η Μάριαν την μαντάμ Σελζινάρ.
«Να στέκεται στο ύψος της» απάντησε αυστηρά η μαντάμ Σελζινάρ. Η Μάριαν κατάλαβε ακριβώς το νόημα των λόγων της.
«Κατάλαβα. Δηλαδή τίποτα απολύτως» μουρμούρισε και προς μεγάλη της έκπληξη η μαντάμ Σελζινάρ δεν το σχολίασε.
Κοιτώντας την με απορία πρόσεξε ότι εκείνη κοίταζε σε ένα σημείο όπου ήταν μαζεμένα μερικά μέλη της αυλής. Το απαλό ροζ που είχε βάψει τα κατάλευκα μάγουλα της έκαναν την Μάριαν να καταλάβει ότι κάποιος από τους κυρίους που ήταν εκεί μάλλον έκανε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα και δεν είχε πέσει έξω. Μόλις ένα μελαχρινός σγουρομάλλης με απίστευτα κατάμαυρα μάτια γύρισε την ματιά του προς το μέρος τους και χαμογέλασε ευγενικά τα μάτια της μαντάμ Σελζινάρ πετάρισαν από έκπληξη. Η βεντάλια που κράταγε στα χέρια της πήρε φωτιά κρύβοντας επιμελώς το αναψοκοκκίνισα της ενώ τα μάτια της άρχισαν να κοιτάζουν αριστερά και δεξιά σαν να έψαχναν να βρουν κάτι.
«Τουλάχιστον κάνει να πιω κάτι;» την ρώτησε προσπαθώντας να της αποσπάσει την προσοχή.
«Εεε…» ρώτησε αποπροσανατολισμένη και καθώς θυμήθηκε που ήταν αλλά κυρίως με ποιαν καθάρισε τον λαιμό της και πήρε την ίδια ξινισμένη της όψη.
«Ναι, φυσικά. Τι θα θέλατε να πιείτε;» την ρώτησε ευγενικά κάτι που παραξένεψε τελείως την Μάριαν.
«Τι κάνει να πιω;» την ρώτησε και η μαντάμ Σελζινάρ της χαμογέλασε.
«Θα σας φέρω κάτι δροσιστικό» της είπε αμέσως και πριν η Μάριαν προλάβει να αναρωτηθεί γιατί άξαφνα άλλαξε στάση απέναντι της την είδε να πλησιάζει προς το μέρος όπου εκείνος ο κύριος την είχε κοιτάξει λίγο πριν.
Καταλαβαίνοντας ότι αυτή ήταν η μοναδική της ευκαιρία να αποδράσει, κοίταξε για λίγο γύρω της. Προσέχοντας ότι τα μεγαλύτερα παιδιά της αυλής είχαν μαζευτεί μερικά μέτρα πιο μακριά δεν το σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή. Η περιέργεια της την ξεπερνούσε.
Κρυμμένη πίσω από τον κόσμο που ήταν μαζεμένος εκεί ώστε να γλυτώσει από τα μάτια της δασκάλας της προσπάθησε να πάει κοντά τους. Ένα πηγαδάκι από κοπέλες που οι περισσότερες ήταν μεγαλύτερες της την στιγμή που τις πλησίαζε χαχάνιζαν από κάποιο αστείο που σίγουρα κάποια από όλες είχε πει.
«Πόσο λυπάμαι τον κακόμοιρο τον πρίγκιπα» είπε μια καστανομάλλα με ζωηρό ύφος και αυτόματα η Μάριαν, καταλαβαίνοντας ότι πιθανόν μιλάγανε για εκείνη. Κριμένη στην σκιά ενός δέντρου που ήταν λίγο πιο πίσω τους έμεινε για να ακούσει την συνέχεια.
«Ω! Κακόμοιρε Φράνσις» συνέχισε με ένα μισοκακόμοιρο ύφος η ίδια κοπέλα που είχε μιλήσει πριν.
«Μπορεί να είναι καλή…» προσπάθησε να υπερασπιστεί την Μάριαν ένα μικρότερο κορίτσι που ήταν δίπλα της και η κοπέλα που είχε μιλήσει την αγριοκοίταξε.
«Καλύτερη από μένα!!!;;;» την προκάλεσε και η κοπελίτσα μαζεύτηκε προς τα πίσω. Καθώς κοίταξε νευρικά γύρω της για να κρύψει την απελπισία στο πρόσωπο της η μάτια της έπεσε στο σημείο όπου ήταν κριμένη η Μάριαν και την στιγμή που τα κορίτσια συνέχιζαν την κουβέντα τους προσπάθησε να τις σταματήσει.
«Φυσικά Κένα, καμία δεν είναι καλύτερη από εσένα αλλά το όνειρο σου να γίνεις γυναίκα του Φράνσις θα παραμείνει αυτό ακριβώς, ένα όνειρο» μια άλλη κοπέλα πείραξε την κοπέλα που είχε ακούσει να λέει τον Φράνσις κακόμοιρο και την λέγανε Κένα. Η κοπελίτσα που είχε δει την Μάριαν προσπάθησε να την προειδοποιήσει πριν απαντήσει στο σχόλιο της φίλης της.
«Αυτό θα το δούμε» είπε η Κένα ενώ η κοπελίτσα δίπλα της πάλευε να της τραβήξει το μανίκι.
«Κένα…» είπε επιτακτικά και η Κένα γύρισε όλο οργή προς την μεριά της.
«Επιτέλους Λόλα, αν δεν με αφήσεις ήσυχη θα πω στους γονείς μας να σε κρατάνε στην κάμαρη σου» της είπε απότομα αλλά το κακόμοιρο το κορίτσι, η Λόλα, δεν τα παράταγε.
«Είναι εδώ» της είπε με νόημα και της έδειξε με το βλέμμα της προς την μεριά που η Μάριαν στεκόταν ακόμα και τις κοίταζε.
Η Κένα με μια υποτιμητική ματιά γύρισε προς το μέρος της Μάριαν και της χαμογέλασε προκλητικά.
«Κορίτσια, κορίτσια…» φώναξε άξαφνα ένα κορίτσι που πετάχτηκε από το πουθενά και μόλις όλες οι κοπέλες γυρίσανε προς το μέρος της εκείνη συνέχισε λαχανιασμένη. «Ο πρίγκιπας Φράνσις, θα μονομαχήσει με τον αδελφό μου» τις ενημέρωσε και όλες οι κοπέλες ταυτόχρονα ενθουσιάστηκαν.
«Δεν το χάνω με τίποτα» είπε πρώτη η Κένα που άρχισε να κινείται και όλες μαζί αυτόματα ακολούθησαν τα βήματα της.
Η Μάριαν, βλέποντας ότι η μαντάμ Σελζινάρ, δεν την είχε εντοπίσει ακόμα, χωρίς να χάνει χρόνο τις ακολούθησε. Φτάνοντας σε έναν αυτοσχέδιο κύκλο όπου είχαν στήσει με λεπτούς πάσσαλους είδε τον Φράνσις να κρατάει ένα ξύλινο σπαθί και με περίσσια χάρη και απόλυτη αυτοσυγκέντρωση μονομαχούσε με ένα πιο κοντό από εκείνον νέο. Πρέπει να ήταν στην ηλικία του αλλά από τις κινήσεις του φαινόταν ότι δεν προσπαθούσε ιδιαίτερα να αντικρούσει με όλη του την δύναμη στα χτυπήματα που έδινε ο Φράνσις.
«Μα δεν είναι εκπληκτικός;» ρώτησε η Κένα τις φίλες της κάνοντας αέρα με την βεντάλια της στο πρόσωπο για να ηρεμίσει το αναψοκοκκίνισα της με θαυμασμό στην φωνή της.
«Ναι καλά…» της απάντησε η Μάριαν που επίτηδες πήγε και στάθηκε δίπλα της χωρίς να αποχωρίζεται από την ματιά της τον Φράνσις. «Έτσι μπορώ να κερδίσω μέχρι και εγώ» συνέχισε και ο Φράνσις ακούγοντας τα λόγια της γύρισε άξαφνα το κεφάλι του προς το μέρος της.
Ο αντίπαλος του που εκμεταλλευτικέ την ευκαιρία, έτεινε το ξύλινο ξίφος του μπροστά και το πέρασε ξυστά από το χέρι του. Από το ξάφνιασμα ο Φράνσις, γύρισε προς το μέρος του και αντικρούοντας το ξύλινο ξίφος του με το δικό του, τον κοίταξε προκλητικά με ένα βλέμμα που έμοιαζε να του λέει ‘Ετοιμάσου να πεθάνεις’.
«Υπονοείτε ότι ο πρίγκιπας σας δεν ξέρει να ξιφομαχεί;» την προκάλεσε η Κένα.
«Δεν είπα ότι δεν ξέρει απλά λέω ότι αυτή η μάχη δεν είναι με ίσους όρους. Για τον θεό, είναι διάδοχος του θρόνου, αν του χαρίζονται έτσι τότε πως θα μάθει να μάχεται; Σε μια πραγματική μάχη, ο αντίπαλος του δεν θα διστάσει να τον καρφώσει στο στήθος επειδή έτυχε να είναι ο γιος του βασιλιά» της απάντησε και πριν η Κένα αντιδράσει η φωνή της μαντάμ Σελζινάρ έκοψε τα σχόλια όλων όσων ήταν μαζεμένοι εκεί.
«Ο μοντιέ! Πριγκίπισσα Μάριαν, τι λόγια είναι αυτά…;» αναφώνησε αλλά πριν προλάβει να την πάρει από εκεί και να την επιπλήξει για την ανάρμοστη συμπεριφορά της μια άλλη πιο επιβλητική φωνή ήρθε να την διακόψει.
«Η πριγκίπισσα Μάριαν έχει απόλυτο δίκιο» μόλις όλοι συνειδητοποίησαν ότι αυτά τα λόγια τα είχε εκφράσει ο βασιλιάς ταυτόχρονα έκαναν μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος του αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία σε κανέναν άλλον πέρα από την Μάριαν.
«Τι λες Κωνσταντίν αγόρι μου, θα ήθελες να αποδείξουμε στην πριγκίπισσα Μάριαν ότι ο μέλλοντας σύζυγος της είναι εξίσου καλός ακόμα και όταν παλεύει με ίσους όρους;» ρώτησε ο βασιλιάς προς το μελαχρινό αγόρι με τα καστανά μάτια που ήταν δίπλα του. Εκείνος με ένα αυτάρεσκο ύφος κοίταξε προς τον Φράνσις.
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση… πατέρα» του απάντησε αμέσως και καθώς έβγαλε το μαύρο του πανωφόρι έσπευσε να μπει στον κύκλο για να αντιμετωπίσει τον αδελφό του.
‘Πατέρα;’… σκέφτηκε η Μάριαν και κοίταξε προς τον Φράνσις με απορία. Θα ορκιζόταν ότι η μητέρα της είχε πει ότι ήταν μοναχοπαίδι και αυτός φαινόταν πιο μεγάλος από το Φράνσις. Αν αυτό ήταν αλήθεια τότε πως γίνεται ο Φράνσις να είναι ο διάδοχος του θρόνου και όχι αυτός ο Κωνσταντίν;
Καθώς Φράνσις της ανταπέδωσε το βλέμμα με μια δολοφονική ματιά, η Μάριαν δαγκώνοντας τα χείλια της ντροπιασμένα χαμήλωσε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια της που ήταν μπλεγμένα πάνω στην φούστα της. Η κακιά συνήθεια που είχε να μιλάει πριν σκεφτεί τα λόγια της πάντα της έφερνε σε μπελάδες και αυτή η φορά δεν ήταν εξαίρεση. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να είχε μιλήσει όμως δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Φυσικά δεν ήθελε να τον προσβάλει αλλά δεν μπορούσε να κοκορεύεται κιόλας ότι είχε μόλις κερδίσει μια μάχη χωρίς να έχει καν αντίπαλο.
«Μια πριγκίπισσα δεν σκύβει το κεφάλι της ποτέ. Ακόμα και όταν οι πράξεις της την οδηγούν στο να πληγώσουν κάποιον, εκείνη πρέπει να κρατά το κεφάλι ψηλά και να κοιτά τι συνέπειες των πράξεων της κατάμουτρα» άκουσε το βασιλιά Ενρίκο να της λέει και σηκώνοντας το κεφάλι τον κοίταξε στα μάτια.
Δεν ήταν θυμωμένος, αντίθετα η Μάριαν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι ήταν βαθιά ικανοποιημένος από εκείνη.
«Ναι, δεν θύμωσα…» της επιβεβαίωσε τις υποψίες της. «Αντίθετα χαίρομαι αφάνταστα που βλέπω ότι ο πατέρας μου έκανε την καλύτερη επιλογή για τον γιο μου αλλά να θυμάσαι πάντα ότι τα μάτια και τα αυτιά της βασίλισσας σου είναι παντού και γνωρίζουν τα πάντα. Γι’ αυτό, αν θες ακόμα να τον ξυπνήσεις από τον λήθαργο, σου συνιστώ να το κάνεις όταν οι κατάσκοποι της δεν είναι εκεί κοντά για να το δουν» της ψιθύρισε συνωμοτικά μόλις είδε το ξάφνιασμα στο βλέμμα της.
Επιδοκιμαστικά επιφωνήματα έκαναν την ματιά της Μάριαν να γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος του Φράνσις μόλις όμως είδε την μάχη που μαινόταν της κόπηκε η ανάσα. Ο Κωνσταντίν όχι απλά ήταν καλύτερος από τον Φράνσις αλλά ήταν και αδίστακτος. Στην κυριολεξία δεν του χαριζόταν με αποτέλεσμα ο Φράνσις να δέχεται τόσο δυνατά χτυπήματα που τον έκαναν να χάνει την αυτοσυγκέντρωση του και την ισορροπία του.
Με τις τύψεις της να την κάνουν να θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί, η Μάριαν έκανε ένα βήμα μπροστά αλλά ο βασιλιάς δεν την άφησε να κουνηθεί από την θέση της.
«Ήθελες να του δώσεις ένα μάθημα. Άσ’ τον να το πάρει» της είπε τελείως ψυχρά ενώ την κράταγε από το μπράτσο για να μην μπορέσει να τον αψηφήσει.
«Μα είναι άδικο» φώναξε η Μάριαν και όλοι όσοι είχαν μαζευτεί για να δουν την μάχη μεταξύ των δύο αδελφών γύρισαν το βλέμμα τους προς το μέρος της.
«Άδικο;» ρώτησε δύσπιστα ο βασιλιάς προκαλώντας την.
«Ο Κωνσταντίν παίζει βρώμικα. Φράνσις δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τις γροθιές του ενώ κρατά το ξίφος του» συνέχισε η Μάριαν χωρίς να χάνεις το θάρρος της.
«Και τι προτείνεις να γίνει; Να λήξω τον αγώνα και να ρίξω περισσότερο τον Φράνσις στα μάτια του λαού του;» την ρώτησε ο βασιλιάς και η Μάριαν ένοιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της.
Κοιτώντας ξανά προς το μέρος των δύο αγοριών που πάλευαν άγρια με τον Φράσις να χάνει συνέχεια έδαφος προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα αλλά η βασίλισσα δεν της το έκανε πιο εύκολο.
«Τι γίνεται εδώ;» άκουσε να λέει και κρατώντας την ανάσα της περίμενε τα χειρότερα αλλά ο βασιλιάς μπήκε στην μέση και της έφραξε τον δρόμο πριν κάνει την κίνηση να τους σταματήσει.
«Τίποτα καλή μου. Απλά διασκεδάζουμε» της είπε με νόημα αλλά εκείνη δεν άκουγε κουβέντα.
«Διασκεδάζεται;» αναφώνησε και την στιγμή που ο βασιλιάς άφησε το χέρι της Μάριαν για να γυρίσει προς την βασίλισσά του η Μάριαν βρήκε την ευκαιρία που χρειαζόταν. Κρατώντας την φούστα της στα χέρια της έτρεξε προς τον Κωνσταντίν που μόλις είχε ρίξει στο έδαφος τον Φράνσις και με την λαβή του ξύλινου σπαθιού του ετοιμάστηκε να χτυπήσει τον αδελφό του στο πρόσωπο.
«Άφησε τον ηλίθιε θα τον σκοτώσεις» φώναξε ενώ βάζοντας όλη της την δύναμη έπεσε από το πλάι επάνω στο μπράτσο του Κωνσταντίν και τον παρέσυρε μαζί της στο χώμα.
«Τι στο…» είπε ο Κωνσταντίν ξαφνιασμένος από την εισβολή της και τινάζοντας το κεφάλι του γύρισε την ματιά του προς την Μάριαν που εκείνη την στιγμή ανακαθόταν στο χώμα.
«Αυτό το λες εσύ με ίσους όρους;» του επιτέθηκε λεκτικά και ο Κωνσταντίν την κοίταξε με ενδιαφέρον διασκεδάζοντας το.
«Νόμιζα ότι ήθελες να του δώσεις ένα μάθημα» της κάρφωσε επιδεκτικά αλλά η Μάριαν δεν τα έχασε ούτε για μια στιγμή.
«Ήθελα απλά να παλέψει με κάποιον που μπορεί να τον αντιμετωπίσει σαν αντίπαλο όχι σαν διάδοχο του θρόνου».
«Και τι ακριβώς έκανα εγώ;» την ρώτησε κοροϊδευτικά.
«Ο Φράνσις ξέρει να χρησιμοποιεί μόνο το σπαθί όχι και τις γροθιές του και εσύ το ήξερες και το εκμεταλλευτικές» τον κατηγόρησε και η έκπληξη που ένιωσε ο Κωνσταντίν έκαναν τα μάτια του να αστράψουν.
«Αν θες να παίξεις βρώμικα τότε κάντο με κάποιον που μπορεί να σου το ανταποδώσει» συνέχισε η Μάριαν προκαλώντας τον τελείως ανοιχτά.
«Υπονοείς μαζί σου;» ρώτησε με έκπληξη και τα επιφωνήματα σε συνδυασμό με τα σούσουρα που ακολούθησαν έφταναν στα αυτιά της Μάριαν σαν να ήταν ένας σμήνος από μέλισσες.
«Φοβάσαι μην χάσεις από ένα κορίτσι;» τον προκάλεσε περισσότερο αλλά δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί.
«Ενρίκο κάνε κάτι» τσίριξε η βασίλισσα τρομερά σοκαρισμένη από όλα αυτά αλλά ο βασιλιάς σηκώνοντας το χέρι του προς την βασίλισσα κοίταξε τον γιο του Κωνσταντίν.
«Τι λες γιε μου; Δέχεσαι την πρόκληση;» ρώτησε ο βασιλιάς τον γιο του και η αριστερή άκρη του χειλιού του Κωνσταντίν ανασηκώθηκε αυτάρεσκα.
«Με μεγάλη μου χαρά».
«Ενρίκο» αναφώνησε η βασίλισσα αλλά εκείνος δεν της έκανε την χάρη.
«Αυτό… θέλω να το δω» της είπε και εκείνη εκνευρισμένη, κράτησε την φούστα της και πήγε να πλησιάσει τον γιο της.
Ο Φράνσις βλέποντας την να τον πλησιάζει, με μια γρήγορη κίνηση σηκώθηκε όρθιος και πηγαίνοντας προς το πλήθος άρχισε να τους σπρώχνει για να φύγει από εκεί πριν τον φτάσει η μητέρα του. Η Μάριαν βλέποντας το αυτό ένιωσε την καρδιά της να γίνεται κομμάτια. Δεν ήθελε να τον κάνει ρεζίλι ήθελε μόνο να βοηθήσει αλλά όπως φαίνεται τα είχε κάνει χειρότερα.
«Για να είναι δίκαιη αυτή η μάχη, ή εγώ θα φορέσω παντελόνι ή ο Κωνσταντίν φούστα» φώναξε η Μάριαν δυνατά και καθώς η βασίλισσα ξέχασε τον γιο της για μια στιγμή γύρισε προς το μέρος της μην πιστεύοντας στα αυτιά της ενώ ο Φράνσις σταμάτησε το βήμα του και γύρισε για να δει τις αντιδράσεις των γονιών του.
«Δώσ’ της το παντελόνι σου» είπε ο βασιλιάς προς έναν νεαρό που ήταν δίπλα του και εκείνος κοίταξε γύρω του χωρίς να ξέρεις τι να κάνει.
«Κουφός είσαι παιδί μου;» τον ρώτησε ο βασιλιάς εξαγριωμένος και εκείνος τρομερά ντροπιασμένος άρχισε να ξελύνει τα κορδόνια του παντελονιού του ενώ η Μάριαν δεν πίστευε στα μάτια της ότι πράγματι ο βασιλιάς είχε συμφωνήσει σε αυτό.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να το επιτρέψω αυτό» φώναξε η βασίλισσα και ο βασιλιά την κοίταξε αποδοκιμαστικά.
«Θα πας κόντρα στην θέληση του βασιλιά σου;» την ρώτησε δύσπιστα. Η βασίλισσα, προς απάντηση του, βράζοντας από θυμό έσμιξε τα χείλια της με τόση δύναμη που εκείνα άσπρισαν.
«Τότε, ετοίμασε την μελλοντική μας βασίλισσα για την πρώτη της μάχη» της είπε ενώ της έτεινε το παντελόνι που είχε πάρει από τα χέρια του κακόμοιρου του παιδιού που είχε αναγκαστεί να το βγάλει.
Η βασίλισσα, αρπάζοντας από το χέρι του το παντελόνι, γύρισε προς το μέρος του Κωνσταντίν και τον κοίταξε με το πιο δολοφονικό της ύφος.
«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις» του είπε και ο Κωνσταντίν της χαμογέλασε με το πιο λαμπερό του χαμόγελο.
«Είμαι καλός στο να δίνω μαθήματα ζωής» της επιβεβαίωσε και η βασίλισσα ικανοποιημένη από τα λόγια του γύρισε προς μέρος της Μάριαν.
«Εσείς…» φώναξε στις κοπέλες που ήταν μαζεμένες πίσω από την Μάριαν. «Καλύψτε την με το σώμα σας» τις διέταξε και φυσικά οι κοπελίτσας δεν τόλμησαν να φέρουν αντίρρηση.
Το παντελόνι ήταν τεράστιο αλλά ευτυχώς η ζώνη που είχε έσωζε κάπως την κατάσταση. Η κινήσεις της βασίλισσας ήταν τόσο νευρικές και άγαρμπες που έκαναν το σώμα της Μάριαν να τραντάζεται.
«Αν νομίζεις ότι θα την γλυτώσεις τόσο εύκολα από αυτό…»
«Αν είναι να το μετανιώσω… τότε καλό είναι να φροντίσω να το ευχαριστηθώ πρώτα» της έκοψε τα λόγια της στην μέση και η βασίλισσα την κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Κρίμα και πίστευα ότι θα μπορούσαμε να τα βρούμε εμείς οι δύο» της αντέκρουσε τα λόγια της αλλά δεν ίδρωσε το αυτί της Μάριαν.
«Και εγώ το ίδιο» της είπε με ειλικρίνεια και καθώς η βασίλισσα ίσιωσε το κορμί της χωρίς να σταματά να κοιτά την Μάριαν κατάματα έδωσε εντολή να ανοίξουν τον κύκλο.
«Μου επιτρέπεται;» ρώτησε η Μάριαν την βασίλισσα και καθώς εκείνη της έκανε χώρο για να περάσει εκείνη γύρισε στον κύκλο της μάχης με το κεφάλι ψηλά.
«Δεν πρόκειται να σου χαριστώ μόνο και μόνο επειδή είσαι ένα μυξιάρικο κορίτσι που δεν σκέφτεται πριν μιλήσει» της είπε αμέσως ο Κωνσταντίν την στιγμή που Μάριαν έπιανε το ξύλινο σπαθί που χρησιμοποιούσε πριν ο Φράνσις από το έδαφος.
«Από το πρωί έχω βαρεθεί να παίρνω ‘Μαθήματα Ζωής’…» του ανταπέδωσε με ειρωνικό τόνο καθώς κοίταζε το σπαθί της και πριν συνεχίσει γύρισε την ματιά της και την κάρφωσε στην δική του αμείλικτα. «Είναι καιρός να δώσω και εγώ μερικά» κατέληξε και πριν προλάβει να της αντικρούσει ο Κωνσταντίν τα λόγια της, έβγαλε μια δυνατή κραυγή όπως ακριβώς κάνουν οι συμπατριώτες στην χώρα της πριν την μάχη και όρμησε επάνω του.
Ο ήχος που έβγαζαν τα ξύλινα σπαθιά ήταν πνιχτός αλλά εξίσου δυνατός σαν να χρησιμοποιούσαν πραγματικά σπαθιά. Ο Κωνσταντίν πράγματι είχε κρατήσει τον λόγο του και μαχόταν σαν να είχε απέναντι του κάποιον άντρα στα δικά του κυβικά αλλά αυτό δεν έφτασε στο ελάχιστο να πτοήσει την Μάριαν. Είχε μεγαλώσει με άλλα τρία αδέλφια όπου το μικρότερο είχε την ηλικία και το ύψος του Κωνσταντίν οπότε δεν την φόβιζε. Από την άλλη εκείνη σαφώς και βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση. Λόγω του ότι ήταν πιο κοντή και πιο ευλύγιστη από εκείνον μπορούσε άνετα να αποφεύγει το ξίφος του όταν στόχευε εκείνος ψιλά ενώ όταν το σπαθί του χαμήλωνε, ο Κωνσταντίν ήταν αυτός που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση επειδή αναγκαζόταν να χαμηλώσει το σώμα πράγμα που επέτρεπε στην Μάριαν, με μια δυνατή σπρωξιά ή μια γερή κλοτσιά στα καλάμια να τον κάνει να χάνει την ισορροπία του.
Τα σπαθιά χτυπάγανε το ένα το άλλο ξανά και ξανά μέχρι που έσμιξαν σε χιαστή και μαζί με τα σπαθιά έσμιξαν και τα χέρια τους. Ο Κωσταντίν ήταν σαφώς πιο δυνατός από την Μάριαν αλλά η Μάριαν δεν τον άφησε να το εκμεταλλευτεί. Σηκώνοντας το πόδι της με όλη της την δύναμη κατάφερε να του δώσει μια δυνατή κλωτσιά ανάμεσα στα πόδια. Μόλις ο Κωνσταντίν έγειρε μπροστά, τράβηξε το χέρι της που κράταγε το σπαθί της και του έδωσε μια δυνατή μπουνιά στο σαγόνι με την ξύλινη λαβίδα του ξίφους της. Καθώς ο Κωνσταντίν σωριάστηκε στο έδαφος σφαδάζοντας η Μάριαν πήγε από πάνω του.
«Το καλό του να είσαι κορίτσι σε μια μάχη είναι ότι δεν φοβάσαι να σου σακατέψει κάποιος την οικογένεια» του είπε με ένα δασκαλίστικο τρόπο σαν να του έδινε το πρώτο του μάθημα.
«Επίσης…» συνέχισε ακάθεκτη χωρίς να δίνει σημασία στο αιμοβόρο βλέμμα του την στιγμή που έφτυνε το αίμα που είχε μαζευτεί στο στόμα του. «Το καλό του να είσαι πιο κοντός σου δίνει το πλεονέκτημα να κάνεις τον αντίπαλο σου να χάνει εύκολα την ισορροπία του. Επίσης… όσο πιο αδύνατος, τόσο πιο ευλύγιστος. Επίσης… το καλό του να ΜΗΝ είσαι διάδοχος του θρόνου σημαίνει ότι έχεις το ελεύθερο να κάνεις αυτό που θες χωρίς να σκέπτεσαι μην τραυματιστείς. Εντάξεις τα μαθήματα για σήμερα; Είναι αρκετά; Τώρα μπορούμε να ξεκινήσουμε να πολεμάμε;» τον ρώτησε ενώ του έτεινε το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
«Σε υποτίμησα. Δεν θα επαναληφθεί αυτό ξανά» της είπε εννοώντας την κάθε λέξη ξεχωριστά ενώ την άφηνε να τον τραβήξει για να σηκωθεί.
«Αυτό είναι το νόημα… Με ίσους όρους» του απάντησε εκείνη και καθώς του έδωσε το ξύλινο σπαθί του έκανε πιο πίσω και ετοιμάστηκε ξανά…
Η ώρα περνούσε, οι αντοχές τους μειωνόντουσαν αλλά κανείς από τους δύο δεν έλεγε να τα παρατήσει ή έστω να κάνει πίσω. Το πείσμα τους πραγματικά τους ξεπερνούσε και κάπου ανάμεσα σε όλη αυτή την άγρια βιαιότητα και οι δύο είχαν αρχίσει να το απολαμβάνουν. Από ένα σημείο και έπειτα περισσότερο μαχόντουσαν σαν να έκαναν εξάσκηση παρά γιατί ήθελε ο ένας να κερδίσει τον άλλο. Ήταν σαν να είχαν κάνει μια μυστική συμφωνία μεταξύ τους ώστε να το παρατείνουν λίγο ακόμα αλλά κάποιος έπρεπε να κερδίσει και το ήξεραν πολύ καλά αυτό.
Σε μια λάθος στροφή της Μάριαν, ο Κωνσταντίν βρήκε την ευκαιρία και τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα της. Με την πλάτη της Μάριαν να ακουμπάει πάνω στο στήθος του και με τα ξύλινα σπαθιά χιαστή μπροστά από το στήθος της Μάριαν η διαφυγής της ήταν σχεδόν ακατόρθωτη.
«Ήταν περισσότερο από χαρά μου να χορέψω τον χορό του πολέμου με έναν αντάξιο αντίπαλο αλλά δυστυχώς όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν. Ελπίζω να το επαναλάβουμε πολύ σύντομα» της είπε ο Κωνσταντίν στο αυτί αλλά η Μάριαν δεν τα παράτησε.
Όσο εκείνος της μιλούσε, με το μυαλό της να παίρνει φωτιά και τα μάτια της να ψάχνουν διέξοδο προσπαθούσε από κάπου να πιαστεί.
‘Στο αριστερό σου πόδι’… άκουσε την γνώριμη φωνή που είχε ακούσει και το προηγούμενο βράδυ στην αίθουσα της δεξίωσης και μόλις το έκανε είδε έκπληκτη μπροστά στο πόδι της, ένα από τα ξύλα που όριζαν το πεδίο της μάχης να έχει αντικατασταθεί με ένα πραγματικό ξίφος.
«Η χαρά ήταν όλη δική μου» του είπε ενώ σπρώχνοντας το πόδι της κατάφερε να βάλει το πέλμα της κάτω από το ξίφος. «Λυπάμαι που δεν θα μας δοθεί η ευκαιρία να το ξανακάνουμε».
«Και γιατί αυτό;» την ρώτησε με πραγματική περιέργεια εκείνος.
«Γιατί είναι μάλλον δύσκολο να το κάνεις χωρίς κεφάλι» του απάντησε ενώ βγάζοντας μια κραυγή τίναξε το πόδι της κάνοντας το πραγματικό ξίφος να πεταχτεί στον αέρα.
Καθώς ο Κωνσταντίν χαλάρωσε το κράτημα του από το ξάφνιασμα, η Μάριαν έκλεψε την ευκαιρία και τον έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Ελευθερώνοντας το αριστερό της χέρι, άρπαξε το ξίφος και καθώς γύριζε το σώμα της προς το δικό του άλλαξε χέρι το ξίφος. Κρατώντας το σταθερά με το δεξί, το έτεινε μπροστά και σημάδεψε τον λαιμό του.
Ο Κωνσταντίν έχοντας τα τελείως χαμένα κοίταξε προς τον πατέρα του.
«Δεν ήταν τα ξίφη μέρος της μάχης» προσπάθησε να την κάνει να φανεί ότι δεν έπαιζε τίμια αλλά η Μάριαν δεν έκανε πίσω.
«Σε μια μάχη μπορείς να χρησιμοποιήσεις ότι σου δίνεται» του αντέκρουσε τα λόγια του και εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Δεν θα το χρησιμοποιήσεις» της είπε αλλά δεν ήταν και τόσο σίγουρος γι’ αυτό.
«Μην με προκαλέσεις να το κάνω» του είπε ενώ πιέζοντας την λεπίδα στο μαλακό σημείο κάτω από το σαγόνι του έκανε ένα βήμα μπροστά για να του δηλώσει ότι το εννοούσε.
Ο Κωνσταντίν ηττημένος, άνοιξε τα χέρια του, άφησε τα ξύλινα σπαθιά να πέσουν και λύγισε το ένα του γόνατο ώστε να ακουμπήσει στο χώμα. Κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση με το κεφάλι του να χαμηλώνει δήλωσε αυτόματα την ήτα του.
Γύρω της έπεσε η απόλυτη σιωπή. Κανείς δεν τόλμαγε να ζητωκραυγάσει αλλά ούτε και να γιουχάρει. Η Μάριαν τελείως αμήχανα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω πέταξε το ξίφος της στο πλάι και έγειρε προς τον Κωνσταντίν.
«Δεν κατεβάζουμε ποτέ το κεφάλι σε έναν φίλο» του είπε και εκείνος ανασηκώνοντας το κεφάλι την κοίταξε ξαφνιασμένος.
Η Μάριαν κοιτώντας τον έντονα στα μάτια έτεινε το χέρι της μπροστά του και έμεινε να περιμένει την αντίδραση του. Ο Κωνσταντίν καθώς δέχτηκε το χέρι της έσκασε ένα χαμόγελο και σηκώθηκε όρθιος. Ένα ζευγάρι χέρια άρχισε να χτυπάει παλαμάκια. Παραξενευμένη η Μάριαν γύρισε να κοιτάξει ποιος ήταν αυτός που είχε κάνει την παρέμβαση και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να την συγχαρεί για την νίκη της. Αυτός που είχε ξεκινήσει να χειροκροτεί δεν ήταν άλλος από τον βασιλιά και μετά από εκείνον άρχισαν να τον μιμούνται και όλοι υπόλοιποι.
«Άντε τι περιμένεις;» την ρώτησε ο Κωνσταντίν και η Μάριαν τον κοίταξε με περιέργεια. «Το κέρδισες» της είπε συνωμοτικά και καθώς κατάλαβε ότι εννοεί την εύνοια του βασιλιά η Μάριαν πήγε κοντά στον βασιλιά και έκανε μια βαθιά υπόκλιση κοιτώντας χαμηλά.
Μόλις τα χέρια του βασιλιά αγκάλιασαν τα μπράτσα της σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε στα μάτια.
«Να έχεις την ευλογία μου παιδί μου» της είπε εκείνος και την φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα.
Η Μάριαν δεν ήξερε τι έπρεπε να πει ή τι να κάνει έτσι κοίταξε γύρω της. Μόλις είδε τον Φράνσις να σπρώχνει τον κόσμο για να φύγει η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Γυρίζοντας την ματιά της προς τον βασιλιά τον ικέτεψε με το βλέμμα της. Καθώς εκείνος κατάλαβε τι του ζητούσε, ένευσε θετικά και πιάνοντας την γυναίκα του από το μπράτσο άρχισε να την παρασέρνει μαζί του για να της δώσει λίγο χρόνο ώστε να προσπαθήσει να τον βρει πριν η βασίλισσα διατάξει να την κλείσουν ξανά μέσα στο δωμάτιο της, ίσως και για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου