Αρπάζοντας την κάπα
της από το χέρι του υπηρέτη που την περίμενε, την πέρασε από τους ώμους της.
Προσπερνώντας τον με γρήγορα βήματα αγνοώντας την παράκληση του να τον
ακολουθήσει έτρεξε για να προλάβει τον Φράνσις. Λίγο πριν ο εκείνος βγει από
τις σκιές των δέντρων τον έπιασε από το μπράτσο και προσπάθησε να τον
σταματήσει.
«Φράνσις» φώναξε και
εκείνος εκνευρισμένος τίναξε το χέρι του ώστε να τραβήξει το δικό του μακριά
από το κράτημα της.
«Τι θέλεις επιτέλους
από μένα;» απαίτησε να του πει. «Δεν φτάνουν όσα έκανες για μια μέρα;» συνέχισε
με τα νεύρα του να κάνουν τα λευκά του μάγουλα να βάφονται κατακόκκινα.
«Ήθελα μόνο να
βοηθήσω» προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της αλλά αυτό φάνηκε να τον κάνει
χειρότερα.
«Να με βοηθήσεις πως;
Αποδεικνύοντας σε όλους ότι είμαι δειλός; Ότι δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον
εαυτό μου απέναντι στον ίδιο μου τον αδελφό;» την ρώτησε έξαλλος από οργή.
«Προτιμούσες να τον
αφήσω να σε σακατέψει;» τον ρώτησε χωρίς πράγματι να το πιστεύει.
«Ναι αυτό ακριβώς
προτιμούσα… να έχω μια ευκαιρία να αντιδράσω όπως εγώ ξέρω» της απάντησε και η
Μάριαν έκανε ένα βήμα προς τα πίσω σοκαρισμένη.
«Μα θα σε χτύπαγε με
το σπαθί του» είπε κάτω από την ανάσα της χωρίς να είναι ικανή ακόμα να
πιστέψει ότι προτιμούσε να χάσει από εκείνον έστω και αν αυτό σήμαινε ότι την
επόμενη μέρα θα βρισκόταν με λιγότερα δόντια.
«Είμαι άντρας Μάριαν
όχι μωρό, μπορώ να αντέξω μια γροθιά στο σαγόνι όχι όμως μια ξευτίλα σαν και
αυτήν» της είπε με τόση απέχθεια που έκανε την καρδιά της Μάριαν να σταματήσει.
«Τι μπορώ να κάνω για
να επανορθώσω;» των παρακάλεσε να της πει με μεταμέλεια.
«Θες πραγματικά να
επανορθώσεις; Τότε κάνε μου την χάρη και εξαφανίσου. Δεν θέλω να σε δω ποτέ
ξανά στην ζωή μου» της απάντησε και πριν προλάβει η Μάριαν να αντιδράσει
εκείνος γυρίζοντας την πλάτη του άρχισε να φεύγει.
Κοιτάζοντας να
προχωράει προς το άνοιγμα όπου ήταν όλος ο κόσμος συγκεντρωμένος και αμέριμνος,
η Μάριαν χωρίς να αντέχει άλλο όλη αυτήν την αδικία, άρχισε να τρέχει. Στην
αρχή δεν είχε ιδέα που ήθελε να πάει αλλά μόλις αντίκρισε τον φράχτη όπου είχαν
στήσει για να περιορίσουν τα άλογα για ιππασία ήξερε ακριβώς τι ήθελε να
κάνει.
Χωρίς να σταματά να
τρέχεις προς το σημείο όπου ένα άλογο ήταν κοντά στον φράχτη με το κεφάλι του
προς τα κάτω μασουλώντας το χορτάρι, ανέβηκε με ευκολία στον φράχτη και καθώς
καβάλησε το άλογο έπιασε τα γκέμια του. Το καστανό άλογο από το ξάφνιασμα,
ανασηκώνοντας το κεφάλι έκανε πιο πίσω αλλά η Μάριαν προσπάθησε να το καλμάρει.
Τραβώντας τα γκέμια του, έγειρε μπροστά τρίβοντας καθησυχαστικά τον λαιμό του
ενώ ψιθύρισε.
«Ήσυχα αγόρι μου.
Ήσυχα» μόλις το άλογο σταμάτησε να αντιστέκεται τραβώντας τα γκέμια προς τα
δεξιά το ανάγκασε να στρίψει το κεφάλι και το σώμα του προς την μεριά που του
είχε επιβάλει να πάει.
«Τώρα δείξε μου τι
μπορείς να κάνεις» είπε στο άλογο χτυπώντας τα πλευρά του με δύναμη βγάζοντας
μια κραυγή και το άλογο άρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη.
Λίγο πριν φτάσει στον
φράχτη η Μάριαν ανάγκασε το άλογο να πηδήξει. Φτάνοντας από την απέναντι μεριά
του φράχτη ένιωσε να παίρνει μια ανάσα.
‘Επιτέλους ελεύθερη’… σκεφτόταν και νιώθοντας τον αέρα να
της στεγνώνει τα δάκρυα άρχισε να ανασαίνει με περισσότερη ευκολία.
Καθώς κάλπαζε
μανιασμένα χωρίς προορισμό μέσα στο δάσος άκουσε κάποιον να την φωνάζει.
«Μάριαν σταμάτα» στην
αρχή δεν ήταν σίγουρη αλλά όταν άκουσε ξανά την φωνή του να έρχεται από κάπου
κοντά τότε σιγουρεύτηκε. Ήταν η φωνή του Φράνσις.
«Σταμάτα ηλίθιο
κορίτσι… σε διατάζω» συνέχισε εκείνος εκνευρισμένος να της λέει και με τα νεύρα
της να χτυπάνε κόκκινο επέβαλε το άλογο να τρέξει πιο γρήγορα.
‘Κανείς δεν με διατάζει εμένα’… έλεγε με πείσμα μέσα
της αλλά μόλις άκουσε το άλογο που ήταν πίσω της να χλιμιντρίζει άγρια, χωρίς
να σταματά να καλπάζει γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω.
Βλέποντας το άλογο
του Φράνσις να σηκώνετε στα δύο του πόδια και να τον ρίχνει στο έδαφος,
σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της να του ξεφύγει αλλά μόλις είδε το άλογο
να κλωτσάει τον αέρα μανιασμένα και τον κακόμοιρο τον Φράνσις να προσπαθεί να
αποφύγει το άλογο πριν τον χτυπήσει ήξερε ότι δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι.
Αλλάζοντας πορεία στο άλογο της, το γύρισε προς το μέρος που ήταν ο Φράνσις.
Καλπάζοντας χωρίς δισταγμό, την στιγμή που εκείνος κατρακύλησε στο έδαφος για
να αποφύγει το άλογο του, έδωσε ένα σάλτο πάνω από το σώμα του Φράνσις με το
άλογο της. Μόλις τα μπροστινά πόδια του αλόγου της πάτησαν ξανά την γη, έγειρε
το σώμα της στο πλάι και πιάνοντας τα γκέμια του αλόγου του Φράνσις το τράβηξε
μαζί της ώστε να το πάρει μακριά του.
Αφήνοντας τα άλογα με
ασφάλεια λίγο πιο μακριά από εκεί που κείτονταν ο Φράνσις, κατεβαίνοντας από το
άλογο της, τα έδεσε σε ένα κλαρί ενός δέντρου που σχεδόν άγγιζε το έδαφος και
έτρεξε κοντά του. Ο Φράνσις δεν αγκομαχούσε από πόνο ωστόσο το ότι ήταν ακόμα
ξαπλωμένος μπρούμυτα έκανε την Μάριαν να αγωνιά.
«Φράνσις είσαι καλά;»
τον ρώτησε αγχωμένα και καθώς γονάτισε δίπλα από το σώμα του προσπάθησε να τον
γυρίσει προς το μέρος της.
«Άφησε με ήσυχο»
σύριξε προσπαθώντας πολύ σκληρά να την σταματήσει από το να τον γυρίσει
ανάσκελα.
«Χτύπησες πουθενά;
Θες να φέρω βοήθεια;» τον ρώταγε τρομοκρατημένη αγγίζοντας την πλάτη του δειλά.
«Δεν θέλω κανέναν.
Άφησε με ήσυχο» φώναζε κουνώντας τους ώμους του για να αποφύγει το άγγιγμα της.
«Μα δεν μπορώ να σε
αφήσω έτσι. Μόλις έπεσες από το άλογο, μπορεί να έχεις χτυπήσει» επέμενε
απελπισμένη.
«Σου είπα παράτα με
δεν έχω τίποτα» επέμενε εκείνος αλλά η Μάριαν δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια.
«Όχι που να σε πάρει
δεν σε αφήνω» είπε νευριασμένα και καθώς έβαλε όλη της την δύναμη και κατάφερε
να τον γυρίσει ανάσκελα έμεινε σοκαρισμένη να τον κοιτά.
«Χριστέ μου! Εσύ
αιμορραγείς» αναφώνησε τρομοκρατημένη ενώ προσπάθησε να λύσει την ζώνη του
παντελονιού του χωρίς πραγματικά να σκεφτεί τι ακριβώς έκανε.
«Τι διάολο κάνεις;»
την σταμάτησε εκείνος ενώ τραβώντας τα χέρια της από πάνω του έκανε πιο πίσω
για να την αποφύγει.
«Πρέπει να δούμε που
χτύπησες» είπε γρήγορα ενώ προσπάθησε ξανά να τον φτάσει ώστε να συνεχίσει αυτό
που είχε ξεκινήσει. «Πρέπει να σταματήσουμε το αίμα» συνέχισε και ο Φράνσις
αυτόματα έπιασε τους καρπούς της και τους έσφιξε με τόση δύναμη που της έκοψε
το αίμα.
«Δεν είναι αίμα
ηλίθια» της φώναξε ενώ σπρώχνοντας την προς τα πίσω σηκώθηκε γρήγορα από το
έδαφος και προχώρησε προς τον κορμό ενός δέντρου που ήταν εκεί κοντά
αποφεύγοντας το βλέμμα της.
«Δεν είναι αίμα;»
ρώτησε η Μάριαν τελείως μπερδεμένη ενώ κοίταξε το στεγνό έδαφος. «Ούτε νερό…»
είπε την διαπίστωση της δυνατά. Κοιτώντας προς την μεριά του, μόλις τον είδε να
κάθετε κατάκοπος κοντά στον κορμό του δέντρου και να φέρνει τα πόδια του κοντά
στο στήθος κοιτώντας μακριά τότε κατάλαβε.
«Ω! Χριστέ μου…
Φράνσις σου ζητώ χίλιες φορές συγνώμη. Σου το ορκίζομαι δεν είχα σκοπό να σου
κάνω κακό ήθελα μόνο να πάρω το άλογο μακριά σου» είπε απολογητικά ενώ σηκώθηκε
όρθια και καθώς πήγε κοντά του γονάτισε μπροστά του πιάνοντας του τα χέρια
παρηγορητικά.
«Δηλαδή δεν θα με
κοροϊδέψεις που είμαι τόσο δειλός που τα έκανα επάνω μου;» την ρώτησε χωρίς να
πιστεύει ότι πράγματι εκείνη ένιωθε ενοχές για ότι του είχε συμβεί.
«Δειλός;» αναφώνησε
χωρίς να το πιστεύει. «Φράνσις, μόλις έπεσες από ένα αφηνιασμένο άλογο που
προσπάθησε να σε πατήσει, είδες το άλογο μου να περνάει πάνω από το σώμα σου,
μπορώ να φανταστώ πόσο πολύ τρομοκρατήθηκες» του είπε με ειλικρίνεια και ο
Φράνσις έμεινε να την κοιτά χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Είσαι πραγματικά
καλά; Εννοώ σίγουρα δεν έχεις πληγωθεί πουθενά;» έκανε άλλη μια απελπισμένη
προσπάθεια μαλακώνοντας την φωνή της και ο Φράνσις με έναν αναστεναγμό κοίταξε
πέρα μακριά.
«Το μόνο που
πληγώθηκε είναι η υπερηφάνεια μου» παραδέχτηκε και η Μάριαν βγάζοντας μια
ανακουφισμένη ανάσα έκατσε δίπλα του χωρίς να πει τίποτα άλλο.
«Αυτό σημαίνει ότι
δεν θα το πεις πουθενά;» την ρώτησε διστακτικά και η Μάριαν παίζοντας με το
χορτάρι που ήταν μπροστά της απέφυγε το βλέμμα του.
«Όχι δεν θα το έκανα
ποτέ αυτό» του είπε εννοώντας το και αμέσως χαμογέλασε θλιμμένα. «Άλλωστε και
να το είχα σκοπό που θα μπορούσα να το πω;» τον ρώτησε και τον κοίταξε δειλά
στα μάτια.
Εκείνος γέρνοντας το
κεφάλι προς τα πίσω, το ακούμπησε πάνω στον κορμό και έκλεισε τα μάτια. Η
Μάριαν νιώθοντας αμήχανα γύρισε την ματιά της προς τα χέρια της και συνέχισε να
τραβάει τα αγριόχορτα με λίγη περισσότερη δύναμη από όσο χρειαζόταν. Η σιωπή
του την πόναγε περισσότερο από τις προσβολές του.
«Την πρώτη φορά που
έπεσα από το άλογο τρομοκρατήθηκα τόσο που νόμιζα ότι θα πεθάνω» μουρμούρισε
διστακτικά σπάζοντας την αφόρητη σιωπή που είχε απλωθεί γύρω τους.
«Και είχες και εσύ το
ίδιο ατύχημα με μένα;» την ρώτησε και η Μάριαν χωρίς να τον κοιτά κούνησε το
κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι, αλλά αν είχα
χρόνο να αντιδράσω το πιθανότερο θα ήταν να μου είχε συμβεί το ίδιο» του
απάντησε και τον ένιωσε δίπλα της να μετακινείτε προς το μέρος της.
«Σε χτύπησε; Το άλογο
εννοώ» την ρώτησε με περισσότερο θάρρος τώρα.
«Έπεσε επάνω μου.
Ήταν τόσο βαρύ που δεν μπορούσα να αναπνεύσω και αν δεν ήταν μαζί μου ο θείος
μου δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα να το κάνω» του απάντησε ενώ γύρισε το πρόσωπο
της προς το μέρος του για να τον κοιτάξει.
«Αλλά το ξεπέρασες
σωστά;» την ρώτησε γεμάτος ελπίδα και καθώς γύρισε την ματιά της προς τα άλογα
κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε.
Δεν ήταν τόσο η
ντροπή του που δεν ήθελε βοήθεια όσο ο φόβος του να ανέβει ξανά πάνω σε άλογο,
ιδίως αν ήταν κάποιος μπροστά ώστε να καταλάβει το πόσο τον τρομοκρατούσε ακόμα
και η ιδέα να χρειαστεί να το κάνει ξανά.
«Όταν κατάφερα να
αναπνεύσω ξανά δεν ήθελα να δω ποτέ ξανά άλογο στα μάτια μου αλλά ο θείος μου
δεν άφησε τον φόβο μου να με καταβάλει» του εκμυστηρευτικέ χωρίς ντροπή ενώ
γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος του ελπίζοντας να την εμπιστευτεί και να
την αφήσει να τον βοηθήσει όπως είχε κάνει ο θείος της σε εκείνη.
«Τι ακριβώς έκανε
δηλαδή;» την ρώτησε κάπως διστακτικά προσέχοντας να μην παραδεχτεί ότι ο ίδιος
φόβος είχε καταβάλει και τον ίδιο.
«Έχεις ανέβει ποτέ σε
δέντρο;» τον ρώτησε πιο ζωηρά και εκείνος την κοίταξε παραξενευμένος.
«Τι σχέση έχει το
δέντρο με τα άλογα;» δεν μπορούσε να καταλάβει το σκεπτικό της αλλά η Μάριαν
δεν έκατσε να του εξηγήσει.
«Θα δεις» του είπε με
περισσότερο ενθουσιασμό και καθώς σηκώθηκε όρθια άπλωσε τα χέρια της μπροστά σε
μια προσπάθεια να τον πείσει να κάνει και εκείνος το ίδιο.
«Τι κάνεις;»
προσπάθησε να την σταματήσει ενώ τράβαγε τα χέρια του μακριά για να αποφύγει τα
δικά της.
«Σου υπόσχομαι ότι
δεν θα σε αφήσω να πέσεις» προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά ήταν ανένδοτος.
«Ευχαριστώ αλλά δεν
θα πάρω. Αρκετά διακινδύνευσα την ζωή μου για μια μέρα» της δήλωσε
κατηγορηματικά και η Μάριαν ανασήκωσε τα φρύδια της προκλητικά.
«Ένας άντρας σαν και
εσένα φοβάται ένα δέντρο;» τον προκάλεσε και η ματιά του αυτόματα την
μαστίγωσε.
«Δεν φοβάμαι…»
ξεκίνησε αλλά η Μάριαν δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Απόδειξε το» του
χτύπησε τον εγωισμό του και εκείνος αμέσως έτριξε τα δόντια του με οργή ενώ
άρχισε να ανασαίνει γρήγορα.
«Δεν χρειάζεται να
αποδείξω τίποτα» της γύρισε αλλά η Μάριαν δεν έδωσε σημασία στον εκνευρισμό
του.
«Τότε μείνε εκεί και
περίμενε να έρθει η φρουρά να σε μαζέψει» του χτύπησε εκείνη πίσω τελείως
αδιάφορα.
Χωρίς να περιμένει
την αντίδραση του, γυρνώντας την πλάτη της άρχισε να περιπλανιέται μέσα στο
δάσος ψάχνοντας ένα δέντρο που τα κλαδιά του θα μπορούσαν να ήταν αρκετά χαμηλά
ώστε να τα φτάσει για να μπορέσει να τα ανέβει.
Ο Φράνσις αν και
ήθελε όσο τίποτα να μην της κάνει την χάρη, ωστόσο ήταν και πολύ εγωιστής για
να της δώσει την ικανοποίηση να φανεί εκείνη πιο δυνατή από εκείνον. Με τον
εκνευρισμό του να χτυπάει ακόμα κόκκινο, τελικά πήρε την απόφαση και σηκώθηκε
όρθιος. Βλέποντας την να στέκεται μπροστά από ένα δέντρο τεντώνοντας τα χέρια
της προς τα πάνω προσπαθώντας να φτάσει το κλαρί τα παράτησε και πήγε κοντά
της.
«Εσύ το φτάνεις;» τον
ρώτησε πριν ακόμα εκείνος προλάβει να φτάσει αρκετά κοντά της. Κοιτώντας την
για μια στιγμή, πήγε δίπλα της και τεντώνοντας τα χέρια του ψηλά άγγιξε το
κλαδί του δέντρου.
«Τέλεια. Τώρα βοήθησε
με να το φτάσω και μετά θα σε βοηθήσω να ανέβεις και εσύ» του είπε με απίστευτο
ενθουσιασμό και ο Φράνσις αναστέναξε απηυδισμένα.
«Είναι η πιο ηλίθια
ιδέα που θα μπορούσες να έχεις ποτέ» την κατηγόρησε αλλά δεν της χάλασε το
χατίρι.
Χαμηλώνοντας λίγο το
σώμα του τύλιξε τα χέρια του γύρω από τα πόδια της και βάζοντας δύναμη της
έδωσε ώθηση για να καταφέρει να πιάσει το κλαδί.
«Θα δεις, θα είναι
τέλεια» του απάντησε η Μάριαν σίγουρη γι’ αυτό και καθώς έπιασε το κλαδί προσπάθησε
να ανασηκωθεί για να καταφέρει να σκαρφαλώσει επάνω του. Μόλις το έκανε, έκανε
πάλι πίσω και αφέθηκε πάνω στα χέρια του.
«Όχι, όχι, κατέβασε
με κάτω» του ζήτησε επιτακτικά και ο Φράνσις με την αγωνία ότι κάτι είχε πάθει
το έκανε αμέσως χωρίς να της φέρει
αντίρρηση.
«Τι έπαθες;» ρώτησε
παραξενευμένος καθώς την είδε να βάζει το χέρι της πάνω στο στήθος και να
προσπαθεί να πάρει μια ανάσα.
«Δεν μπορώ να πάρω
ανάσα με αυτό το πράγμα» παραπονέθηκε αλλά μόλις το σκέφτηκε καλύτερα τα μάτια
της άστραψαν και άρχισε να βγάζει την κάπα της. «Βοήθησε με να βγάλω τον κορσέ»
του ζήτησε και ο Φράνσις προσπάθησε να την σταματήσει.
«Τι κάνεις;» την
ρώτησε σχεδόν τρομοκρατημένος.
«Αν δεν μπορώ να
αναπνεύσω πως θα ανέβω στο δέντρο;» τον ρώτησε αθώα.
«Μάριαν καταλαβαίνεις
πόσο λάθος είναι όλο αυτό;» την μάλωσε και η Μάριαν τον κοίταξε με πληγωμένο
ύφος.
«Μπορεί να είναι
λάθος αλλά ίσως είναι η μοναδική ευκαιρία που έχω για να κάνω κάτι που με
ευχαριστεί» του είπε παρακλητικά και καθώς τον είδε να μην αλλάζει ύφος συνέχισε
πιο δυναμικά.
«Αργά ή γρήγορα θα
πρέπει να γυρίσουμε στο κάστρο και είμαι σίγουρη ότι η μητέρα σου πιθανότερα να
μην με αφήσει να βγω ποτέ ξανά από το δωμάτιο μου χωρίς να έχω κάποιον να
ακολουθεί κάθε μου βήμα. Δεν πρόκειται καν να με αφήσει να ιππεύσω άλογο πόσο
μάλλον να ανέβω σε ένα δέντρο και έχω ανάγκη να το κάνω. Έχω ανάγκη να νιώσω
έστω και λίγο ελεύθερη πριν κλειστώ για την υπόλοιπη ζωή μου μέσα σε ένα κάστρο
που θα μου στερήσει ότι αγαπώ. Σε παρακαλώ» έκανε μια ύστατη προσπάθεια και ο
Φράνσις έμεινε για λίγο να την κοιτάει αναποφάσιστος.
«Συνειδητοποιείς τι
έχει να γίνει αν το μάθει;» την ρώτησε λίγο πιο αυστηρά από όσο θα έπρεπε.
«Θα της το πεις;» τον
ρώτησε αποκαρδιωμένη.
«Έχω αρκετά
προβλήματα στο κεφάλι μου δεν θέλω να προσθέσω κι άλλα» της απάντησε πλαγίως
και αυτόματα η Μάριαν αναθάρρησε.
«Τότε πως θα το
μάθει;» τον ρώτησε με ελπίδα και ο Φράνσις κοίταξε προς τα κλαδιά που ήταν από
πάνω του.
«Είσαι σίγουρη ότι
δεν θα πέσεις;» την ρώτησε σχεδόν ηττημένα και η Μάριαν του χαμογέλασε με
αυτοπεποίθηση.
«Θα είμαι προσεκτική,
στο υπόσχομαι» του έδωσε τον λόγο της και εκείνος κατένευσε.
«Γύρνα από την άλλη»
της είπε αμέσως. Μόλις η Μάριαν το έκανε ο Φράνσις περίμενε μέχρι να λύσει την
κάπα της πριν αρχίσει να ξεκουμπώνει τα κουμπιά της μπλούζας της.
«Το κάνεις συχνά
αυτό;» την ρώτησε την στιγμή που σχεδόν είχε ξεκουμπώσει όλα τα κουμπιά.
«Ω! Κάθε μέρα
ανελλιπώς» τον διαβεβαίωσε και τα χέρια του σταμάτησαν στο τελευταίο κουμπί.
«Το να βρίσκομαι στην κορυφή ενός δέντρου με κάνει να νιώθω τόσο… Δεν μπορώ να
σου το περιγράψω με λόγια, πρέπει να το νιώσεις μόνος σου για να το καταλάβεις»
την άκουσε να συμπληρώνει και καθώς ξεκούμπωσε και το τελευταίο κουμπί την
άφησε να βγάλει την μπλούζα της από πάνω της πριν συνεχίσει αυτό που είχε
αρχίσει.
«Δεν εννοούσα το
σκαρφάλωμα στα δέντρα» διευκρίνισε ενώ έλυνε το κορδόνι του κορσέ της.
«Α! Και τι
εννοούσες;» τον ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Εννοούσα βάζεις
συχνά κάποιον να σου λύνει τον κορσέ για να σκαρφαλώνεις στα δέντρα» εξήγησε
και η Μάριαν ακούγοντας τον τόνο της φωνής του που δεν είχε ιδέα τι σήμαινε
γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του παραξενευμένη.
«Λοιπόν; Το κάνεις
συχνά;» επέμενε ο Φράνσις.
«Κρατάς μυστικό;» τον
ρώτησε συνωμοτικά και εκείνος περίεργος για το τι θα του έλεγε ένευσε θετικά.
«Η πρώτη φορά που
φόρεσα αυτό το πράμα ήταν την ημέρα που ήρθε ο παππούς σου στο κάστρο μας» του
ψιθύρισε σαν να φοβόταν ότι θα την άκουγε κανείς και γυρνώντας ξανά το κεφάλι
της από την άλλη συνέχισε προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελο της.
«Ήταν τόσο άβολο που
δεν μπορούσα να μείνω λεπτό ακίνητη» καθώς οι αναμνήσεις από εκείνη την ημέρα
πλημύρισαν το μυαλό της άρχισε να χαχανίζει χωρίς να είναι ικανή να το
σταματήσει.
«Ο κακομοίρης, όταν
με είδε νόμιζε ότι με είχαν αντικαταστήσει με κάποια κόρη των υπηρετριών. Δεν
πίστευε ότι ήμουν πράγματι η πριγκίπισσα Μάριαν» συνέχισε και μόλις ο Φράνσις
έβγαλε τελείως το κορδόνι από τον κορσέ της έκανε δύο βήματα πιο πίσω και την
άφησε ελεύθερη ώστε να το βγάλει από πάνω της.
Όταν η Μάριαν το
έκανε έβαλε το χέρι της πάνω στο μεσοφόρι της και γυρίζοντας προς το μέρος του
ακούμπησε την πλάτη της πάνω στον κορμό του δέντρου κλείνοντας τα μάτια της.
«Επιτέλους ανάσανα»
αναφώνησε και προσπάθησε να ρουφήξει όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούσαν να
αντέξουν τα πνευμόνια της.
Ο Φράνσις κοιτάζοντας
το ελεύθερο της στήθος να ανεβοκατεβαίνει κάτω από το λεπτό ύφασμα ένιωσε τόσο
άβολα που αυτόματα έσκυψε και άρπαξε την κάπα της στο χέρι. Δεν ήθελε να την
σκέφτεται έτσι, δεν ήθελε να ξέρει πόσο απαλό θα μπορούσε να ήταν το δέρμα της
ή τι αίσθηση θα είχαν οι σκληρές της ρόγες που διαγράφοντας κάτω από το
ύφασμα.
«Απορώ πως έπεισες
τον παππού μου ότι ήσουν το πιο κατάλληλο άτομο για μένα» μουρμούρισε
περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη και καθώς σήκωσε την ματιά του ξανά
προς την δική της, την είδε να τον κοιτά πληγωμένα.
«Νομίζεις ότι εγώ το
ήθελα αυτό;» τον ρώτησε χωρίς να πιστεύει ότι υπονοούσε ότι είχε τυλίξει τον
παππού του και τον είχε ξεγελάσει για να την δεσμεύσει σε μια ζωή που δεν
ήθελε.
«Και ποια δεν θα
ήθελε να κλέψει την ευκαιρία να γίνει βασίλισσα» το ότι πραγματικά το πίστευε
έκανε την Μάριαν να βγει από τα ρούχα της.
«Σίγουρα όχι εγώ» του
επιτέθηκε νευριασμένα αρπάζοντας την κάπα της από το χέρι του και καθώς την
πέρασε από τους ώμους της άρχισε να την δένει αποφεύγοντας την ματιά του.
«Αν είναι αλήθεια όσα
έχω ακούσει για τον πατέρα σου…»
«Μπορεί να μην είχα
την αγάπη ή την προσοχή που θα ήθελα από τον πατέρα μου αλλά είχα όλα όσα
χρειαζόμουν» τον διέκοψε απότομα κοιτάζοντας τον κατάματα. «Μπορούσα να τρέξω
ελεύθερα χωρίς να με νοιάζει να λερωθώ, να ιππεύσω και να πάω όσο πιο μακριά
μπορούσα, να σκαρφαλώσω σε δέντρα, να παίξω μπάλα ή χιονοπόλεμο με τα άλλα
παιδιά, να κυλιστώ στο χώμα και να γυρίσω στο δωμάτιο μου όπου με περίμενε η
ζεστή αγκαλιά από την μητέρα μου, ένα γλυκό πείραγμα από την κουβερνάντα μου…»
μπορούσε να πει και τόσα άλλα αλλά η σουβλιά που ένιωσε στο στήθος της έκανε τα
λόγια της να σβήσουν, τα μάτια της να γεμίσουν με δάκρυα.
«Λυπάμαι που
χρειάστηκε να στερηθείς εξαιτίας μου την ζωή μίας χωριάτισσας για να αποκτήσεις
μια ζωή γεμάτη από πλούτη και μεγαλεία» την ειρωνεύτηκε και αυτό έκανε το
ποτήρι της να ξεχειλίσει.
«Και εγώ λυπάμαι δεν
θα έχεις ποτέ την ευκαιρία να νιώσεις πως είναι να είσαι πραγματικά ελεύθερος»
του γύρισε το σχόλιο του και προσπερνώντας τον άρχισε να ψάχνει για κάποιο άλλο
δέντρο όπου θα μπορούσε να το ανέβει και χωρίς την βοήθεια του.
«Μα είμαι ελεύθερος.
Και εγώ μπορώ να κάνω ότι θέλω» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ενώ την
ακολουθούσε.
«Δεν έχεις πέσει ποτέ
από άλογο, δεν έχεις σκαρφαλώσει σε δέντρα, κόβω το κεφάλι μου ότι δεν έχεις
αγγίξει ποτέ σου λάσπη…»
«Επειδή εγώ ξέρω την
θέση μου δεν σημαίνει ότι η δική σου ζωή ήταν καλύτερη από την δική μου» της
έφτυσε εκνευρισμένα.
Η Μάριαν βρίσκοντας
αυτό που έψαχνε, έσπρωξε τα πέτα της κάπας της προς τα πίσω και απλώνοντας τα
χέρια της ψηλά άγγιξε το κλαδί. Δίνοντας ώθηση στον εαυτό της έβαλε το γόνατο
της πάνω στο κλαδί και σκαρφάλωσε επάνω του με τέτοια ευκολία που έκανε τον
Φράνσις να σταματήσει το βήμα του και να την κοιτάξει απηυδισμένα.
«Πραγματικά θα το
κάνεις τώρα αυτό;» την ρώτησε εκτός εαυτού πια.
«Εγώ δεν φοβάμαι να
ζήσω» του χτύπησε σκληρά και συνέχισε να σκαρφαλώνει πιο ψηλά.
«Μάριαν» γκάριξε ο
Φράνσις αλλά η Μάριαν δεν του έδωσε καμία σημασία. Είχε πεισμώσει τόσο πολύ που
αν δεν έφτανε σχεδόν στην κορυφή δεν θα σταμάταγε για κανέναν λόγο.
«Αν πέσεις και
γκρεμοτσακιστείς…»
«Τότε θα μας γλυτώσω
από μια ζωή που κανείς από τους δύο μας δεν θέλει» του φώναξε από πιο ψηλά και
ο Φράνσις τα παράτησε.
«Ξεροκέφαλο πλάσμα»
έβρισε μέσα από τα δόντια του και κοιτώντας το κλαδί που είχε μόλις ανέβει
ξεφύσησε νευριασμένα και το έπιασε.
Καθώς βρέθηκε πάνω
στο κλαδί δεν ήταν σίγουρος για αν ήθελε πράγματι να συνεχίσει. Βλέποντας την
να ανεβαίνει με τόση αποφασιστικότητα και ευκολία πίστευε ότι θα μπορούσε να τα
καταφέρει και ο ίδιος αλλά δεν το είχε κάνει ποτέ ξανά και δεν είχε ιδέα πως θα
μπορούσε να το κάνει και μάλιστα μόνος.
«Υποσχέθηκες ότι δεν
θα με αφήσεις να πέσω» της φώναξε αλλά καθώς δεν πήρε καμία απάντηση φαντάστηκε
ότι θα ήταν ήδη πολύ ψηλά για να τον ακούσει.
‘Ήταν σίγουρος ότι ήθελε να το κάνει αυτό;’… αναρωτήθηκε βάζοντας
το πόδι του πάνω στο επόμενο κλαδί που ήταν μπροστά του χωρίς να σταματά να
κρατιέται από τον χοντρό κορμό του δέντρου.
«Το μυστικό είναι
βάζεις όλη σου την δύναμη στα χέρια» άκουσε την φωνή της από πίσω του και
ξαφνιασμένος γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω για να την κοιτάξει.
«Είσαι πανούργα» την
κατηγόρησε.
«Αυτό είναι καλό ή
κακό;» τον ρώτησε παραξενευμένη.
«Σίγουρα κακό» της
απάντησε εκείνος. Η Μάριαν τον κοίταξε παραξενευμένη.
«Τότε τι κάνεις εδώ;
Γιατί δεν φεύγεις;» τον ρώτησε με πραγματική περιέργεια.
«Γιατί δεν μπορώ να
σε αφήσω εδώ μονάχη σου. Είτε μου αρέσει είτε όχι, ο παππούς μου έδεσε τις ζωές
μας και έχω χρέος να σε προστατεύω» της απάντησε και η Μάριαν γέλασε
κοροϊδευτικά.
«Συγνώμη που θα
πληγώσω τον εγωισμό σου, ξανά, αλλά αυτός που χρειάζεται προστασία αυτήν την
στιγμή είσαι εσύ όχι εγώ».
«Θα κατέβεις
επιτέλους από εκεί;» της ζήτησε εκνευρισμένα και καθώς η Μάριαν κούνησε το
κεφάλι της αρνητικά ο Φράνσις πήρε μια βαθιά ανάσα και με περισσότερο πείσμα
άρχισε και πάλι να σκαρφαλώνει πάνω στα κλαδιά για να την φτάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου